Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Πίσω από την δοκιμασία κρύβεται η ευλογία του Θεού

Πίσω από την δοκιμασία κρύβεται η ευλογία του Θεού



Πίσω από την δοκιμασία κρύβεται η ευλογία του Θεού
 Οι πάντες σχεδόν την μεταστροφή τους οφείλουν σε κάποια δοκιμασία
Η θλίψης είναι κακό πράγμα. Αλλά πίσω απ' αυτό, πίσω από τον πόνο, πίσω από την θλίψη, πίσω από την δοκιμασία, κρύβεται η ευλογία του Θεού, κρύβεται η αναγέννησης, η ανάπλασις του ανθρώπου, της οικογενείας. Οι πάντες σχεδόν την μεταστροφή τους την οφείλουν σε κάποια δοκιμασία. Νομίζουν ότι πηγαίνουν όλα ωραία∙ τους παίρνει ο Θεός το παιδί∙ κλάμματα κακό, κ.λ.π. Έρχεται και επισκιάζει έπειτα η χάρις του θεού και ειρηνεύουν οι άνθρωποι∙ και πλησιάζουν την εκκλησία, πλησιάζουν την εξομολόγηση, πλησιάζουν τον ιερέα. Χάριν του παιδιού πάνε στην εκκλησία ο πόνος τους κάνει ν' αναζητήσουν, να προσευχηθούν υπέρ αναπαύσεως, να κάνουν τις λειτουργίες.
Ο πόνος απαλύνει την καρδιά και την κάνει δεκτική των λόγων του θεού, ενώ πρώτα ήταν σκληρή, δε δεχόταν. π.χ, ένας άνθρωπος στο σφρίγος της νεότητος∙ εγώ είμαι σκέφτεται και κανένας άλλος δεν είναι. Να πτυχία, να και οι δόξες, να κι η υγεία, να κι οι ομορφιές, να κι όλα. Όταν όμως τον ξαπλώσει στο κρεβάτι μία ασθένεια τότε αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά. Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. Μπορεί να πεθάνω. Τι το όφελος όλα αυτά, κι αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά. Έρχεται φερ' ειπείν ένας άνθρωπος, τον πλησιάζει, διάβασε και αυτό το βιβλίο να δεις τι λέει. Ακούει και ένα λόγο του Θεού και τότε τον ακούει τον λόγου του Θεού. Κι άμα του δώσεις και βιβλίο, ο πόνος ήδη του έχει κάνει την καρδιά του, έτσι κατάλληλη κι ανοίγει και το βιβλίο και το Ευαγγέλιο και το διαβάζει και από εκεί αρχίζει η ανάπλασις του ανθρώπου. Και όταν γίνει καλά, αμέσως πλέον σηκώνεται και ζει προσεκτικά τη ζωή του και δεν ζει όπως πρώτα με την υπηρηφάνεια και τη φαντασία που είχε.
 
 Η ασθένεια και η θλίψη είναι το κατ' εξοχήν φάρμακο της πρόνοιας του Θεού για να τον φέρει τον άνθρωπο κοντά Του και να αυξήσει την αρετή του
 Η ασθένεια και η θλίψη  είναι το κατ' εξοχήν φάρμακο της πρόνοιας του Θεού να φέρει τον άνθρωπο κοντά Του και να αυξήσει την αρετή του. Ο Ιώβ ήταν ο καλύτερος άνθρωπος πάνω στη γη, αλλά ο Θεός ήθελε να τον κάνει ακόμα καλύτερο. Και από τότε που δοκιμάστηκε, από τότε και δοξάστηκε. Ήταν καλός άνθρωπος και ευσεβής κ.λ.π. αλλά χωρίς δοκιμασία δεν ήταν ονομαστός ο Ιώβ. Αφ' ης στιγμής όμως δοκιμάστηκε και πολέμησε και αγωνίστηκε και στεφανώθηκε και πλούτισε, από κει και ύστερα άρχισε η δόξα του, και απλώθηκε μέχρι σήμερα. Το παράδειγμα του, είναι φωτεινότατο και ενισχύει κάθε άνθρωπο που δοκιμάζεται. Αν αυτός δοκιμάστηκε που ήταν ένας άγιος, πολύ περισσότερο εμείς που είμαστε αμαρτωλοί. Και το αποτέλεσμα ήταν να τον κάμει άγιον και να του δώσει πάλι χρόνια ζωής και να τον ευλογήσει διπλά και τριπλά απ' ότι έχασε, και έτσι να γίνει ένα φωτεινό παράδειγμα ανά τους αιώνες για κάθε πονεμένο άνθρωπο∙ να προσαρμόζεται και ν' ακουμπάει σ' αυτό το παράδειγμα και να ξεκουράζεται και αυτός και να λέει: Ως  έδοξε τω Κυρίω, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένο. Σκύβει το κεφάλι και λέει: ο Θεός έδωσε, ο Θεός πήρε. Και το παιδί ακόμα να μου πάρει, ο θεός δεν μου το δώσε; Το πήρε. Που είναι το παιδί μου; Στον ουρανό; Εκεί τι γίνεται; Αναπαύεται εκεί...
Σε κάθε δοκιμασία πίσω κρύβεται το θέλημα του Θεού και η ωφέλεια την οποία φυσικά ίσως εκείνο τον καιρό να μην μπορεί να την δει, αλλά με τον χρόνο θα την γνωρίζει την ωφέλεια. Έχουμε τέτοια παραδείγματα πάρα πολλά.
Όπως και με τους Αγίους Ανδρόνικο και Αθανασία. Αυτοί ήταν αντρόγυνο∙  και ήταν  χρυσοχόος ο Ανδρόνικος με πολύ πλούτο κ.λ.π. Το ένα μέρος του κέρδους έτρεφε την οικογένειά του. Το ένας μέρος του κέρδους το έδινε στους φτωχούς και το ένα μέρος του άλλου κέρδους το ένα τρίτο το έδινε άτοκα στους ανθρώπους που δεν είχανε χρήματα. Είχαν δύο χαριτωμένα κοριτσάκια. Και μια μέρα από μία αρρώστια πέθαναν και τα δύο. Πηγαίνουν και τα θάβουν και οι δύο. Η Αθανασία η καημένη πάνω στον τάφο έκλαιγε έκλαιγε, έκλαιγε. Ε ο Ανδρόνικος έκλαιγε και αυτός. Είδε και απόειδε, τράβηξε για το σπίτι. Έμεινε η καημένη η Αθανασία και έκλαιγε πάνω στον τάφο: «Τα παιδιά μου» και «τα παιδιά μου», και κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος και να κλείσει το νεκροταφείο. Για μια στιγμή επάνω στη θλίψη της και στη στεναχώρια της, βλέπει και έρχεται ένα μοναχός και της λέει:
«Κυρά μου γιατί κλαις;»
«Πως να μην κλαίω πάτερ;» (Αυτή νόμιζε πως ήταν ο παπάς του νεκροταφείου). «Έθαψα τα παιδιά μου, τους δυο αγγέλους μου, τους έβαλα μέσα στον τάφο και έμεινα εγώ και ο άντρας μου εντελώς μόνοι. Δεν έχουμε δροσιά καθόλου».
Της λέει: «Τα παιδιά σου είναι στον παράδεισο με τους αγγέλους. Είναι στην ευτυχία και στη χαρά του Θεού και συ κλαις παιδί μου; Κρίμα είσαι και χριστιανή».
«Ώστε ζουν τα παιδιά μου; Είναι άγγελοι;»
«Βεβαίως είναι άγγελοι τα παιδιά σου».
Ήτανε ο Άγιος της εκκλησίας εκεί. Τελικά έγιναν μοναχοί ο Ανδρόνικος και η Αθανασία και αγίασαν....

Αυτό το κείμενο στα Αγγλικά Γέροντος Εφραίμ Προηγουμένου Ι. Μονής Φιλοθέου
Δοκιμασμένες πνευματικές νουθεσίες προς απόκτηση της ψυχικής υγείας και της σωτηρίας μας.
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Περί της έμπρακτης τήρησης των υποσχέσεών μας. Άγιος Μάξιμος ο Γραικός


Περί της έμπρακτης τήρησης των υποσχέσεών μας. Άγιος Μάξιμος ο Γραικός


 Περί της έμπρακτης τήρησης των υποσχέσεών μας.  Λόγος ΙΑ΄
 Άγιος Μάξιμος ο Γραικός 

Ας κάνουμε τάματα στον Θεό καλοπροαίρετα σε περίπτωση μεγάλης θλίψεως η όταν θέλουμε να μας χαρισθεί κάτι εξαιρετικά ωφέλιμο. Σε όλην την Αγία Γραφή επαινείται η τήρηση του τάματος, ενώ η αθέτησή του προκαλεί ενοχές ενώπιον του Θεού.
 Έτσι στην Αγία Γραφή διαβάζουμε: «Εύξασθε και απόδοτε Κυρίω τώ Θεώ ημών»[1]. Ο δε μακάριος Ιωνάς εντός του κήτους προσεύχεται λέγοντας: «Εγώ δε μετά φωνής αινέσεως και εξομολογήσεως θύσω σοι, όσα ηυξάμην αποδώσω σοι εις σωτηρίαν μου τώ Κυρίω»[2].
Αλλά και ο Δαυίδ, ο του Θεού προπάτορας, λέγει: «Σοί θύσω θυσίαν αινέσεως· τάς ευχάς μου τώ Κυρίω αποδώσω εναντίον παντός του λαού αυτού»[3]. Αλλά και ο σοφός Σολομών: «Αγαθόν το μή εύξασθαί σε η το εύξασθαί σε και μή αποδούναι»[4].
Ο πατριάρχης Ιακώβ μας διδάσκει ότι πρέπει έμπρακτα να εκτελούμε τα τάματα, πού υποσχόμαστε στον Θεό. Φοβούμενος τον αδελφό του, τον Ησαύ, ο Ιακώβ υποσχέθηκε να δώσει στον Θεό την δεκάτη από όλα τα υπάρχοντά του, αν ο Κύριος τον φυλάξει από την οργή του Ησαύ[5] και, αφού σώθηκε, εκτέλεσε έμπρακτα το τάμα του[6].
Ακόμη και τον Λευΐ, τον υιό του, πού υπήρξε δέκατος, τον έδωσε στον Θεό, και αφού τον αφιέρωσε, τον ενέδυσε με την ιερατική ενδυμασία και δι’ αυτού θυσίασε στον Θεό στην Βηθήλ[7].
Από αυτόν προήλθε το ιερατείο των Εβραίων.
 Ο Ιεφθάε, ο δικαστής και πολέμαρχος του Ισραήλ, σκοπεύοντας να επιτεθεί στους αλλοεθνείς, προσευχήθηκε στον Θεό υποσχόμενος ότι, αν ο Θεός τον βοηθούσε να νικήσει τους αλλοεθνείς, θα θυσίαζε αυτόν πού θα συναντούσε πρώτον, όταν επέστρεφε από τον πόλεμο στο σπίτι του. Και όταν είδε την κόρη του, το μοναχοπαίδι του, να έρχεται να συναντήσει θριαμβευτικά τον πατέρα της ως νικητή, τότε, παρά την θέλησή του, με μεγάλη θλίψη την θυσίασε[8].
Η μή εκπλήρωση των ταμάτων έναντι του Θεού είναι σφάλμα, όπως φαίνεται από τα λόγια του ψαλμωδού πού λέγει στον Θεό προσευχόμενος: «Απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος»[9]. Αυτός δε ο προφητικός όρκος πραγματοποιήθηκε στην περίπτωση του Ανανία και της γυναίκας του Σαπφείρας, πού απέκρυψαν ένα μέρος από το αντίτιμο του χωραφιού. Όταν ο Απόστολος είπε, «Ανανία, διατί επλήρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σουΙ ουκ εψεύσω ανθρώποις αλλά τώ Θεώ», ο Ανανίας έπεσε κάτω και πέθανε[10].
Πράγματι είναι «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»[11]. Επίσης ο απόστολος Παύλος μας δείχνει ότι η παράβαση των ταμάτων δεν είναι ωφέλιμη, όπως γράφει στην Α΄ Επιστολή του Προς Τιμόθεον: «Νεωτέρας δε χήρας παραιτού· όταν γάρ καταστρηνιάσωσι του Χριστού, γαμείν θέλουσιν, έχουσαι κρίμα, ότι την πρώτην πίστιν ηθέτησαν»[12], δηλαδή όσοι αθετούν το τάμα τους στον Θεό να ζούν στην αγνότητα.
Επίσης στην Α΄ Επιστολή Προς Κορινθίους αναφερόμενος στους παρθένους ορίζει: «Δέδεσαι γυναικί; μή ζήτει λύσιν· λέλυσαι από γυναικός; μή ζήτει γυναίκα· εάν δε και γήμης, ουχ ήμαρτες· και εάν γήμη η παρθένος, ουχ ήμαρτε· θλίψιν δε τη σαρκί έξουσιν οι τοιούτοι· εγώ δε υμών φείδομαι»[13]. Θα πέσουν δηλαδή σε ασθένειες, κατά την πρόνοια του Θεού, επειδή δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους μέχρι τέλους.
Έτσι διδάσκει η Αγία Γραφή σχετικά με τα τάματα πού κάνουμε στον Θεό με την θέλησή μας στην περίπτωση κάποιας μεγάλης δυστυχίας η στην περίπτωση πού θέλουμε να βρούμε την σωτηρία, υποσχόμενοι αγνότητα. Αφού δώσουμε τέτοια τάματα, πρέπει να φερόμαστε σύμφωνα με αυτά κατά τον λόγο: «Ώμοσα και έστησα του φυλάξασθαι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου».
Αλλά και «τα εκούσια του στόματός μου ευδόκησον δή, Κύριε, και τα κρίματά σου δίδαξόν με»[14]. Ακόμα και αν κάποια ημέρα, η οποία είναι εορτή του Κυρίου η κάποιου μεγάλου Αγίου, καταλύεται το λάδι και το κρασί, όπως μας επιτρέπουν οι κανόνες των αγίων Πατέρων, ας μην υπερβάλλουμε ούτε στο φαγητό, ούτε στο κρασί, όπως οι ειδωλολάτρες πού αγνοούν τον Θεό, αλλά ας τηρούμε αυστηρά την εντολή πού λέγει: «Προσέχετε δε εαυτοίς μήποτε βαρηθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιοτικαίς»[15].
Είναι όμως αξιοθρήνητο αυτό πού κάνουν ανόητα μερικοί, όταν την Δευτέρα δεν καταλύουν το κρέας, λες και αυτό θα τους φέρει την μεγάλη σωτηρία, ενώ όλες τις άλλες μέρες πίνουν κρασί, ψάχνουν για παρέες και διασκεδάσεις, μεθούν και παραφρονούν με κάθε τρόπο, και μερικές φορές αποχωρούν αφού προηγηθεί κάποια συμπλοκή.
Θα έλεγε κανείς σε αυτούς να αποφεύγουν τελείως την οινοποσία, ιδιαίτερα σε τέτοιες ημέρες, επειδή η υπερβολική οινοποσία γίνεται αιτία κάθε κακού.
Σε αυτήν οφείλονται και συμπλοκές και φιλονικίες και κάθε είδους ασωτία, πράγματα πού μας βεβηλώνουν. Από την κρεοφαγία όμως δεν προκύπτει τίποτα από αυτά: «Ότι πάν κτίσμα Θεού καλόν, και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον· αγιάζεται γάρ διά λόγου Θεού και εντεύξεως»[16].
 Επομένως, αν αυτές τις ημέρες αποφεύγουμε το κρέας από χριστιανική αρετή και όχι από ιουδαϊκή υποκρισία, πρέπει να συγκρατηθούμε και από το κρασί καθώς και από κάθε ανίερη πράξη, υπακούοντας στον διδάσκαλο πού λέγει: «Και μή μεθύσκεσθε οίνω, εν ω εστιν ασωτία»[17].
Και ο άλλος μεγάλος διδάσκαλος λέγει: «Σήμερον οινοπότης, αύριον υδροπότης»[18]. Και όσοι μεθούν κάθε ημέρα ασυγκράτητα ας γνωρίζουν ότι «ου μέθυσοιΙ βασιλείαν Θεού κληρονομήσουσι»[19]. Μπορεί να υπάρχει κάτι πιο απαίσιο από το να βλέπεις τον χριστιανό, τον μοναχό, τον ιερέα, πού αγωνίζεται για την αιώνια ζωή και περιμένει την φοβερή Κρίση, να περπατάει μεθυσμένος, ολοκόκκινος, να κουνιέται απρεπώς και να κομπορρημονεί;
Τί μπορεί να είναι πιο αισχρό και πιο άτιμο για την άψογη χριστιανική πίστη; Αληθώς, ουαί, ουαί! Ενώ πρέπει να είμαστε φως του κόσμου[20] και να φωτίζουμε τους άλλους, εμείς οι ίδιοι εξαιτίας της ανοησίας μας γινόμαστε σκότος και αντικείμενο πειρασμού όχι μόνο για τους αδελφούς μας, αλλά και για τους ειδωλολάτρες.
Αυτοί πού καυχώνται για την ορθότητα της πίστεώς τους, αλλά δεν ζούν κατά τις εντολές και τους κανόνες της, αποτελούν για τους πιστούς παράδειγμα κάθε παραβάσεως και αταξίας, ενώ για τους απίστους αντικείμενο γέλωτα και αποδοκιμασίας.
Γι’ αυτό φοβούμαι, μήπως μας αφορά αυτό πού είπε ο Απόστολος Παύλος στους Ιουδαίους: «Το γάρ όνομα του Θεού δι’ υμάς βλασφημείται εν τοίς έθνεσι»[21], καθώς παραβαίνουμε και εμείς τις άγιες εντολές του Θεού μας. Δόξα Αυτώ εις αιώνα. Αμήν.

Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.

Αγιορειτικές oσιακές μορφές στη Θράκη του 14ου αι. (Β΄ μέρος)


912 - Αγιορειτικές oσιακές μορφές στη Θράκη του 14ου αι. (Β΄ μέρος)


Ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Φορητή εἰκόνα  τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰ. τοῦ 1753 (ἀντίγραφο), στό πρόσφατα ἀνακαινισμένο παρεκκλήσι τῆς Καλύβης Ἁγ. Μαξίμου, σκήτης Καυσοκαλυβίων.


 τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου (*)
........Στό ὄρος Γάνος, ἐκτός ἀπό τά κοινόβια μοναστήρια ὑπῆρχαν καί μικρές ἤ μεγαλύτερες μοναστικές ὁμάδες, τίς ὁποῖες συνιστοῦσαν μοναχοί πού ζοῦσαν μία πιό ἀσκητική ζωή, ἦσαν πιθανότατα ἐγκατεστημένοι σέ πλησιόχωρα μεταξύ τους κελλιά καί ἀσκοῦνταν ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση ἑνός γέροντος. Σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς, τόν Γέροντα Μᾶρκο, πού διακρινόταν γιά τήν ἀρετή του, ἔ­γι­νε μο­να­χός ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης.
  Ὁ ἐρχομός τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη συμπίπτει μέ τήν περίοδο τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου στό ὄρος Γάνος. Ὁ ὅσιος Μάξιμος πρέπει νά ἔφθασε στό Γάνο, περί τό 1287. Τό πιθανότερο εἶναι μάλιστα ἐκεῖ νά γνώρισε τόν μετέπειτα πατριάρχη, μέ τόν ὁποῖο ἀργότερα, ὅπως θά δοῦμε, συναναστράφηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι μάλιστα πιθανό, ἀπ’ αὐτόν νά ἄκουσε γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί τήν ἐκεῖ μοναχική ζωή.
  Ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος γεν­νή­θη­κε στή Λάμ­ψα­κο τῆς ἀ­σι­α­τι­κῆς πλευ­ρᾶς τοῦ Ἑλ­λη­σπόν­του καί στό ἅ­γιο βά­πτι­σμα τοῦ δό­θη­κε τό ὄ­νο­μα Μα­νου­ήλ. Σέ ἡ­λι­κί­α δε­κα­ε­πτά ἐ­τῶν, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τό γά­μο πού ἑ­τοί­μα­ζαν γι’ αὐ­τόν οἱ γο­νεῖς του καί πο­θῶν­τας τό βί­ο τῆς ἄ­σκη­σης, ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τό πα­τρι­κό του σπί­τι «κα πλο­­ μ­βς, ες τ ­περ­κε­­με­νον ­ρος τς Θρ­κης, Γνου κα­λε­ται, δι­α­πε­ρ».
  Στό Βί­ο τοῦ ὁσίου Μαξίμου ὅπου βρίσκουμε ἀρκετές πληροφορίες γιά τή ζωή του στό Γάνο, δί­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔμ­φα­ση στόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἀρχάριος μοναχός Μάξιμος ὑ­πο­τασ­σό­ταν στόν πνευ­μα­τι­κό του πα­τέ­ρα, Γέροντα Μάρκο: ‘‘Καί ταν κάτι θαυμαστό, πού π’ ατό τό σημεο κκινήσεως (τῆς ὑπακοῆς δηλαδή) γωνιζόταν γιά τά κρα τς ρετς καί σέ κανένα δέν παραχωροσε τήν πρώτη θέση στούς κόπους τς ρετς. λλά καί στήν γρυπνία καί στή χαμευνία καί στήν περιφρόνηση τν ματαίων, στή δίψα καί τή νηστεία, καί μ’ σα πιέζεται τό σμα μαζί καί ψυχή καί καθαρίζεται, κι νος ξεσηκώνεται πό τά γήινα καί ψώνεται πρός τόν Θεό. Σ’ λ’ ατά, ν καί νεοφερμένος, ξεπερνοσε λους τούς πρίν π’ ατόν. Γι ατό καί Γέροντας τόν πέπληττε, γιά τήν σκληρή του σκηση. Γιατί ν θελε νά τόν προάγει μαλά, καί πολύ σοφά νά το περάσει στό λαιμό τόν χαλινό τς πακος, γιά νά μή σκοντάψει π’ τή βιασύνη ποκάμει πρίν λάβει τόν στέφανο τό χειρότερο π’ λα, γλυστρίσει στόν λάκκο τς ματαιοφροσύνης. Γι ατό βαστοσε τά νία καί τά χαλάρωνε σιγά-σιγά. Μετά πάλι τά συγκρατοσε, κάνοντάς του παρατηρήσεις γιά τήν μετρίαστη σκησή του. Κι ατός ποχωροσε στά παραγγέλματα κείνου, δίχως νά βγάζει λέξη γογγυσμο καί πό μάθεια νά πειθε σάν κανένας παίδευτος. λλά παρέδιδε τόν αυτό του τελείως λεύθερο νά τόν δηγε  νίοχος πουδήποτε κενος κρινε».
   Ὅμως αὐτή ἡ ἄθληση τοῦ Ὁσίου στούς πνευματικούς στίβους τῆς ἀρετῆς διακόπηκε προσωρινά ἀφοῦ « κα­τ Θε­ν α­το γυ­μνα­στς τν ε­ντων με­θ­στα­ται κα πρς τν ­γ­ρω ζω­ν με­τα­βα­­νει», ἀφήνοντας στόν μαθητή του ἀφόρητη λύ­πη.
   M­ε­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ γέ­ρον­τά του, ὁ Μά­ξι­μος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά ἕ­να ἄλ­λο σπου­δαῖ­ο μο­να­στι­κό κέν­τρο τῆς Θρά­κης, τό Πα­πί­κιον Ὄ­ρος, στό ὁποῖο ἀναπτύχθηκε φημισμένο μοναστικό κέντρο στά μέσα καί ὕστερα βυζαντινά χρόνια, ἰδιαίτερα κατά τόν 11-12ο αἰ., πού φαίνεται πώς ἦταν καί ἡ περίοδος τῆς μέγιστης ἀκμῆς του.
   Στό Πα­πί­κιο ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος συ­νάν­τη­σε μο­να­χούς πού ζοῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πό τόν πε­ρί­βο­λο τῆς ἐ­κεῖ μο­νῆς «ε­ρεν ν­δρας ξ ­λο­κλ­ρου Θε­ κα­θι­ε­ρω­μ­νους, ­ο­­κους, ­στ­γους, ­τρ­φους, ­­λους», πού τά κου­ρέ­λια ἦ­ταν τό μό­νο τους ἔν­δυ­μα, μή ἔ­χον­τας τήν πα­ρα­μι­κρή πε­ρι­ου­σί­α. Αὐ­τοί οἱ ἀ­να­χω­ρη­τές πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νά στά­θη­καν ὁ­δο­δεῖκτες στό δρό­μο πού θά ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς του -ἄν ἐ­ξαι­ρέ­σου­με τήν πε­ρί­ο­δο πού αὐ­τός δι­έ­με­νε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα– τό περ­νοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πό τά μο­να­στη­ρια­κά τεί­χη, πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στήν ἀ­θω­νι­κή ἔ­ρη­μο. ‘‘Μ’ αὐτούς λοιπόν τούς ἀναχωρητές συναναστρεφόμενος ὁ ὅσιος Μάξιμος κατάφερε σέ σύντομο χρονικό διάστημα νά ἀποτυπώσει ὅπως τό κερί τήν ἀρχέτυπη σφραγίδα, τήν ἔνθεη πολιτεία τους στόν ἑαυτό του, γενόμενος ὁ ἴδιος ὁλοκληρωτικα ἔνθεος καί πλήρης ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος’’.
  Καί στή συνάφεια αὐτή, βάζοντας μία παρένθεση στά τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τό μοναστικό κέντρο τοῦ Παπικίου πέρασαν κι ἄλλοι ὀνομαστοί ἁγιορεῖτες ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359), λίγες δεκαετίες μετά τόν ὅσιο Μάξιμο, περί τό 1316-1317 καί ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
    Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γεννήθηκε τό 1296 στήν Κωνσταντινούπολη καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὅπου ὑποτάχτηκε ἀρχικά στόν ἡσυχαστή Νικόδημο, σέ κελλί στά ὅρια τῆς μονῆς Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ἔζησε ἐν "νηστείᾳ καί ἀγρυπνίᾳ καί νήψει καί ἀδιαλείπτῳ προσευχῇ" ἐπί τρία χρόνια (1319-1322). Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του καί τοῦ ἀδελφοῦ του Μακαρίου, εἰσῆλθε μαζί μέ τόν ἄλλο ἀδελφό του Θεοδόσιο στήν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου (περί τό 1319), ὅπου παρέμεινε ἐπί τρία ἔτη. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς τότε Σκήτης Γλωσσίας (στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Προβάτας), ὅπου παρέμεινε κοντά στόν διδάσκαλο τῆς "ἡσυχίας" "Γρηγορίῳ τῷ πάνυ", τόν Δριμύ.
   Τό 1325, λόγω τῶν τουρκικῶν ἐπιδρομῶν καταφεύγει μαζί μέ ἄλλους ἡσυχαστές -ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν ὁ Γρηγόριος Σιναΐτης μέ τούς μαθητές του, Ἰσίδωρο καί Κάλλιστο, μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως- στή Θεσσαλονίκη. Ἀπό τό 1326 καί γιά πέντε ἔτη, ἀσκήθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς Σκήτης Βερροίας κοντά στόν Ἀλιάκμονα. Τό 1331, λόγω τῆς εἰσβολῆς τῶν Σέρβων στήν περιοχή τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταβίωσε στό Κάθισμα τοῦ Ἁγίου Σάββα, σέ ὕψωμα πάνω ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα. Περί τό 1335-6, προχειρίστηκε ἀπό τόν Πρῶτο Ἰσαάκ καί τήν Σύναξη, ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου (1335-1338). Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1337 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔρχεται πάλι στή Θεσσαλονίκη, ὅπου καί ἀρχίζει τόν ἀγῶνα του κατά τῶν κακοδοξιῶν τοῦ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ. Τό 1340-1 ὑπό τήν ἄμεση καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου συντάχθηκε ὁ γιορειτικός Τόμος, τόν ὁποῖον ὑπέγραψαν ὅλοι οἱ πρόκριτοι τῶν μονῶν τοῦ Ἄθω. Πρόκειται γιά μία κορυφαία στιγμή τῆς ἁγιορειτικῆς πνευματικότητας. Τό 1347, κατόπιν πολλῶν ἀγώνων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χειροτονημένος ἤδη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἐπιστρέφει στόν ἀγαπημένο του Ἄθωνα. Τήν ἐποχή ἐκείνη βρισκόταν στό Ἅγιον Ὄρος ὁ σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν, ὁ ὁποῖος ἀνάγκασε τόν Γρηγόριο νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο, ἐπειδή ὁ δεύτερος δέν ἐνέδωσε στίς πιέσεις του νά ὑποστηρίξει τά σχέδιά του νά ἐγκαταστήσει Πρῶτο σερβικῆς καταγωγῆς. Ἀπό τότε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν ἐπέστρεψε ξανά στόν Ἄθωνα. Ἐκοιμήθη ὡς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τό 1359, ἔχοντας δικαιωθεῖ γιά τούς πολλούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες του. Στή διαμόρφωση τῶν θεολογικῶν θέσεων τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀσφαλῶς θά συνετέλεσε πολύ ἡ προηγούμενη ἄσκησή του στόν ἱερό Ἄθω, ὅπου βρισκόταν σέ μεγάλη ἀκμή -τήν ἐποχή ἐκείνη ἰδιαίτερα- ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἐκεῖνος τόσο ἀγωνίστηκε. Οἱ Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 ἀνεκήρυξαν τή θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὡς θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό ἔτος 1368 ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατατάχθηκε στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
  Ὅταν ὁ νεαρός τότε ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀποφάσισε νά μεταβεῖ ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά μονάσει στό Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τούς δύο ἀδελφούς του καί μέσω Θράκης διέρχεται τό Παπίκιον ὄρος, ὅπου καί παρέμεινε λόγω τοῦ χειμῶνα. Ἐκεῖ ἐξέπληξε ὅλους τούς πατέρες μέ τήν ἀρετή καί τή σοφία του. Τήν ἐποχή ἐκείνη στίς γύρω περιοχές ζοῦσαν πολλοί αἱρετικοί Μαρκιωνιστές ἤ Μασσαλιανοί, τούς ὁποίους ὁ Ἅγιος ἀντιμετώπισε μέ τήν ὑψηλή θεολογία του. Κατάφερε μάλιστα νά μεταστρέψει ἀπό τήν πλάνη καί τόν ἀρχηγό τους. Σέ ἀντίδραση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος οἱ αἱρετικοί θέλησαν νά τόν δηλητηριάσουν, ἀλλά ὁ Ἅγιος μέ θεϊκή ἐπέμβαση φυλάχθηκε σῶος καί συνέχισε ἔπειτα τό δρόμο του πρός τό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος ἀναφέρει γιά τό Παπίκιο: «ρος δ’ ερόν τοτο πάλαι μεταξύ κείμενον Θράκης τε καί Μακεδονίας, καί μοναστας νειμένον νδράσι τότε θαυμαστος καί σπουδαοις, καί τά θεα φιλοσοφοσι καλς». 
(συνεχίζεται........)
(*) Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:  «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», δημοσιεύθηκε στά Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου 2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΟΣΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ


Θαύματα Οσίου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου-Θαύματα μετά την κοίμηση του



Ένας Μοναχός, ο Διονύσιος ο Κοντοστέφανος, έπασχε από πόνο της κεφαλής πολλές ημέρες. Έτρεξε στον τάφο του Αγίου και τον παρακαλούσε με πίστη και με δάκρυα,
να του δώσει την υγεία του. Εκεί παρακαλώντας εκοιμήθη λίγο. Και, ω του θαύματος! ξύπνησε υγιής και δόξαζε τον Αγιον. Κατόπιν επήρε λίγο χώμα από τον τάφο του Αγίου,
αισθάνθηκε μύρο θαυμάσιο, που γέμισε τις αισθήσεις του. Και ο τόπος ολόκληρος ευωδίασε.

Ακόμη και εγώ, λέγει ο βιογράφος του, που τον είδα να πετά στον αέρα, όταν αρρώστησα βαριά και τον παρακάλεσα με δάκρυα, με όραμα φανερώθηκε και με γιάτρεψε, και
ανέζησα δοξάζοντας τον Θεό μαζί και τον Άγιο, διότι ήμουν σχεδόν νεκρός και αναστήθηκα.



Ένας ενάρετος Μοναχός, ονόματι Νήφων, μαζί με κάποιον άλλον ασκητή, επήγαν στον τάφο του Αγίου. Έσκαψαν και επήραν λίγο μέρος από το Άγιο λείψανο του. Τόση δε
ευωδία βγήκε από αυτό, ώστε δεν μπορούσαν να υποφέρουν. Τότε σφόγγισαν με ένα σπόγγο βρεγμένο με νερό το μέρος εκείνο που επήραν, και με αυτό άλειψαν τις αισθήσεις
τους, και κατόπιν το έβαλαν πάλιν στη θέση του για να φυλάξουν την εντολή του Οσίου, ο οποίος παρήγγειλε να μείνει σώο το άγιο λείψανο του. Κατόπιν επήραν λίγο χώμα
μόνον, ασφάλισαν τον τάφο, και δόξασαν τον Θεό, που δοξάζει τους Αγίους του. Πήγαιναν δε κάθε μέρα, για να απολαύσουν την ευωδία. Το ίδιο έκαναν και όσοι έμεναν εκεί
κοντά και απολάμβαναν την ευωδία, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, εις τον οποίον πρέπει πάσα. δόξα, τιμή και προσκύνηση, συν τω ανάρχω αυτού ΙΙατρί και τω Ζωοποιώ
αυτού Πνεύματι, νυν και αεί εις τους αιώνας των αιώνων.

_________________
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Τήν πάσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον μέ ὑπό τήν σκέπην σου.

Αγιος Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης , Αγιος Ακάκιος, Αγιον Ορος

ΙΓ) Ὁ Νέος Προφήτης. Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλυβίτης

ΙΓ) Ὁ Νέος Προφήτης. Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλυβίτης


ΙΓ) Ὁ Νέος Προφήτης
  Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη 
  (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἔκδοσις Ἱ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Καυσοκαλύβια, Ἅγιον Ὄρος, 2001)

 Ἕναν μοναχόν, Βαρλαὰμ καλούμενον, ὑποτακτικὸν γέροντος τινός, ὀνειδίζοντάς τον ὁ Ὅσιος διὰ τὴν σκληρότητα καὶ τὴν παρακοὴν ὁποῦ ἔδειχνεν εἰς τὸν γέροντά του τοῦ εἶπεν: Διὰ αὐτὰ τὰ πταίσματά σου, θὰ ἔχῃς κακὸν τέλος καὶ θὰ ἀποθάνῃς ἀπὸ κρύον καὶ παγετόν· ὅ καὶ ἐγένετο καὶ οὕτως ἐπληρώθη ἡ πρόῤῥησίς τοῦ Ἁγίου.
Καὶ εἰς ἄλλον μοναχόν, Ἀθανάσιον ὀνόματι, προεῖπεν ὁ Ὅσιος ὅτι μέλλει νὰ θανατωθῇ ἀπὸ τοὺς Ἰσμαηλίτας. Καὶ ἐπληρώθη καὶ εἰς τοῦτο ἡ προφητεία.
Τόσον ἦταν καταπλουτισμένος ὁ μακάριος ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε καὶ τὰ μακρὰν ὄντα προέβλεπεν ὡσὰν νὰ ἦσαν πλησίον, καὶ τὰ ἄδηλα καὶ μέλλοντα προεγνώριζε καὶ προέλεγεν ὡσὰν νὰ ἦσαν παρόντα.
Ὅθεν καὶ τὸν ἐρχομὸν τῶν βασιλέων προεγνώρισε λέγων: Οἱ βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων ἔχουν νὰ ἔλθουν εἰς ἐμὲ διὰ νὰ ἀκούσουν προφητείας καὶ νὰ λάβουν πρόγνωσιν τῶν μελλόντων καὶ ὄχι νὰ ὠφεληθοῦν.
Περνῶντας δὲ ὀλίγος καιρός, ἦλθον εἰς αὐτὸν Ἰωάννης ὁ Κατακουζηνός, καὶ Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος[13], οἱ τότε βασιλεύοντες. Ὁ δ δὲ Ὅσιος ἐπροφήτευσεν εἰς αὐτούς, ὅλα ἐκεῖνα ὁποῦ ἔμελλον νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν, λέγοντάς τους νὰ ὑπομένουν ὅλα τὰ ἐπερχόμενα λυπηρά. Ἔπειτα ἐτράπη εἰς διδασκαλίαν καὶ τοὺς ἐδίδαξε πολλὰ ψυχοφελῆ καὶ ἁρμόδια εἰς βασιλεῖς, τὰ ὁποῖα ἀφήνομεν διὰ τὴν συντομίαν.

Ὁταν δὲ ἀνεχώρουν ἐκεῖθεν οἱ βασιλεῖς, προπέμπων αὐτοὺς ὁ Ἅγιος εἶπε πρὸς τὸν Κατακουζηνόν: Ἴδε ἡγούμενος εἰς Μοναστήρι. Πρὸς δὲ τὸν Ἰωάννην εἶπε: Κράτει ἀκράτητε καὶ μὴ πλανᾶσαι· διότι ἡ βασιλεία σου θὰ εἶναι μακρὰν ἀλλὰ ἀσήμαντος καὶ θὰ σοῦ φέρει πολλὰς ταραχάς. Μετὰ ταῦτα τοὺς εἶπε: Χαίρετε καὶ ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ.
Περνῶντας δὲ ὀλίγος καιρός, ἔστειλεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πρὸς τὸν Κατακουζηνόν, ἕνα παξιμάδι, ἕνα κρεμμύδι καὶ ἕνα σκόρδον. Μὲ αὐτὰ δὲ τοῦ προεμήνυε, ὅτι θὰ γίνῃ μοναχός[14], καὶ θὰ τρώγῃ τοιαύτην τροφήν. Καθὼς καὶ ἔγινεν· διότι ὕστερον ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν καταπιεσθεὶς ἀπὸ τὸν Ἰωάννην, ἔγινε χωρὶς νὰ θέλῃ μοναχός. Καὶ τότε ὅταν ἔφαγε τὸ παξιμάδι, ἐνεθυμήθη την προφητείαν τοῦ Ὁσίου καὶ τὸν ἐθαύμαζεν. Ὁμοίως καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος, ἐνθυμούμενος τὰς προφητείας τοῦ Ὁσίου, ὅταν ἐγίνοντο τὰ πράγματα καθὼς τὰ προεφήτευσε, ἐθαύμαζον αὐτόν.
Ὁ δὲ Πατριάρχης Κάλλιστος[15], πηγαίνοντας μὲ κληρικούς του εἰς τὴν Σερβίαν, διὰ τὴν ἕνωσιν καὶ τὴν εἰρήνην τῆς Ἐκκλησίας καὶ περνῶντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, διὰ νὰ τὸν ἰδῇ. Ὁ δὲ Ὅσιος εὐγῆκεν εἰς προϋπάντησίν του καὶ ἔλαβε τὴν εὐλογίαν του. Μετὰ δὲ τὸν ἀσπασμὸν εἶπε πρὸς τοὺς παρόντας χαριεντιζόμενος: Οὗτος ὁ γέρων τὴν γραίαν του ἔχασεν· και ἄλλα τινά. Ἔπειτα δὲ ἀφοῦ συνωμίλησαν ὥραν ἱκανήν, προπέμποντας αὐτὸν ὁ Μάξιμος ἔψαλλε τὸ: Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ· καὶ τὰ λοιπά, προμηνύοντας μὲ τοῦτο εἰς αὐτοὺς τὸν θάνστον καὶ τὴν ταφήν τους. Καὶ πράγματι οὕτως ἔγινε. Διότι πηγαίνοντας ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ κληρικοί του εἰς τὴν Σερβίαν, ἀπέθαναν μετ᾿ ὀλίγον ἐκεῖ δηλητηριασθέντες, καθὼς ἔλεγον οἱ περισσότεροι καὶ ἐτάφησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῶν Σέρβων[16]. Καὶ οὕτως ἔλαβε τέλος ἡ προφητεία τοῦ Ὁσίου, ὁποῦ εἶπε περὶ αὐτῶν.

_____________________________________________________________________________

[13] Ὁ Ἰωάννης ΣΤ´ Κατακουζηνός, βασίλευσε ἀπὸ τὸ 1341 ἕως τὸ 1354. Διετήρησε ὡς συναυτοκράτορα τὸν Ἰωάννην Ε´ Παλαιολόγο (1341-1391) τοῦ ὁποίου τὴν ἀντιβασιλεία εἶχε ἀναλάβει ὅσο αὐτὸς ἦταν ἀνήλικος. Τὸ 1351 κάλεσε Σύνοδο στὰ ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν στὴν ὁποία δικαιώθηκαν οἱ ἠσυχαστὲς καὶ ὁ ὑπερασπιστής τους ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Τὸ 1354 ὁ Ἰωάννης Ε´ Παλαιολόγος, μὲ τὴν βοήθεια τῶν Γενουατῶν, ἐκθρόνισε τὸν Ἰωάννη ΣΤ´ Κατακουζηνό, καὶ ἔμεινε μόνος αὐτοκράτορας στὸν θρόνο.
[14] Ὡς μοναχὸς Ἰωάσαφ –κατὰ τὴν πρόῤῥηση τοῦ Ὁσίου- στὴν περιώνυμο Μονὴ τῶν Μαγγάνων στὴν Κωνσταντινούπολη, ἔζησε ἄλλα 30 χρόνια, συγγράφοντας τὴν αὐτοβιογραφία του καὶ ἀσχολούμενος μὲ θεολογικὰ ζητήματα.
[15] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Καλλίστου, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη τιμᾶται τὴν 20ην Ἰουνίου. Πατριάρχευσε δύο φορές (1350-1354 καὶ 1355-1356). Ἦταν Ἁγιορείτης, ἡσυχαστὴς της Σκήτης τοῦ Μαγουλᾶ. Κατὰ τὴν πατριαρχεία του, τὸ Κράτος καὶ ἡ Ἐκκλησία ὑφίσταντο πλήγματα ἀπὸ παντοῦ. Ὁ Στέφανος Δουσάν, αὐτοανακηρυχθεὶς αὐτοκράτορας τῶν Σέρβων καὶ τῶν Ῥωμαίων, ἀφοῦ κατέκτησε τὴν γεωγραφικὴ περιοχὴ τῆς Μακεδονίας, ἀνεκήρυξε τὸ 1346 ἀνεξάρτητη τὴν Σερβικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο, ὑπὸ τὸ πατριαρχεῖο τοῦ Ὑπεκίου, καὶ τὸ 1352 ἀπεσχίσθη τελείως ἀπ᾿ αὐτόν. Ὅταν ἀπεβίωσε ὁ Δουσάν, ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος ἐκίνησε μὲ μεγαλοπρεπὴ συνοδεία νὰ μεταβεῖ στὴν Σερβία γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν.
[16] Ἄν καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ἐκκλησία τῶν Σέρβων· ἐν τούτοις ὅλοι οἱ ἄλλοι βιογράφοι τοῦ Ὁσίου Μαξίμου (καὶ ὁ Θεοφάνης Περιθωρίου) ἀναφέρουν ἐκκλησία τῶν Σεῤῥῶν. Ἠ βασίλισσα Ἐλισάβετ, σύζυγος τοῦ Στεφάνου Οὔρεσι, διαδόχου τοῦ Δουσάν, εἶχε ἐγκαταστήσει τὴν Αὐλή της στὶς Σέῤῥες. Ἐκεῖ ἐστάλη σὰν πρέσβυς καλῆς θελήσεως ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος, ὁποῦ καὶ ἀπέθανε δηλητηριασμένος ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἤθελαν νὰ ἐμποιδιστεῖ ἡ ἐπανένωση τῶν Ἐκκλησιῶν.

nektarios.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

μαξιμος καυσοκαλυβιτης - Σαλος


Άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης , Ο δια Χριστόν Σαλός.


13 Ιανουαρίου
Ο άγιος Μάξιμος γεννήθηκε στη Λάμψακο του Ελληνόσποντου από ευσεβείς γονείς το 1280 μ.Χ. Οι γονείς του τον ανέθρεψαν με ευλάβεια δίνοντάς του όσα πολεμοφόδια χρειαζόταν ένας ενάρετος χριστιανός. Στα 15 του χρόνια έγινε μοναχός και υποτάχθηκε σε κάποιο σεβάσμιο γέροντα στο όρος Γάνο της Θράκης. Εκεί δεν άργησε υπό την καθοδήγηση του πνευματικού του πατέρα να προκόψει σε όλες τις αρετές της χριστιανοσύνης φτάνοντας σε ψηλά μέτρα αγιότητας. Νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, αγρυπνία και προπαντός ταπείνωση υπήρξαν τα αδιαφιλονίκητα όπλα του έναντι των πειρασμών κάποιου νέου της ηλικίας του.
Μετά από λίγο καιρό ο γέροντάς του κοιμήθηκε και έτσι ο Μάξιμος αναγκάστηκε να ψάξει για άλλο πνευματικό πατέρα και για το σκοπό αυτό να πάει στο Παπίκιο Όρος , όπου διέμεινε για λίγο καιρό με άλλους ασκητές. Ακολούθως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη για προσκύνημα. Εκεί ο πατριάρχης  άγιος Αθανάσιος (28 Οκτωβρίου) εκτίμησε τις αρετές του και το ταπεινό του φρόνημα, που ήταν και το κύριο χαρακτηριστικό του αγίου. Ο Μάξιμος για να αποφύγει την όποια δόξα και έπαινο μπορούσε να του αποδώσει ο πατριάρχης άρχισε να προσποιείται τον τρελό.
Ζούσε κοντά στο ναό των Βλαχερνών, όπου όλη μέρα ο κόσμος τον κορόιδευε εμπαίζοντάς τον για τις διάφορες παλαβομάρες που έκανε, ενώ τα βράδια προσευχόταν στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου του ναού.
Μετά από όλα αυτά έφυγε για το Άγιον Όρος και συγκαταριθμήθηκε στην αδελφότητα της Μεγίστης Λαύρας .
Εκεί υπέδειξε ιδιαίτερη υπακοή στον ηγούμενο αλλά και σε όλους τους αδελφούς μοναχούς και προσπαθούσε όσο το δυνατό να μιμείται τους μεγάλους ασκητές του Άθω. Δεν έμενε σε κελί για να μην απολαμβάνει καμία άνεση και όταν έψαλλε στο  ναό ήταν πάντοτε δακρυσμένος. Κάποτε είδε την Παναγία μας σε όραμα που τον πρόσταξε να πάει στην κορυφή του Άθωνα για να προσευχηθεί. Εκεί, ενώ προσευχόταν για τρία συνεχόμενα μερόνυχτα του παρουσιάστηκε η Υπεράχραντη Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τον ενδυνάμωσε στον αγώνα του , δίνοντάς του άρτο και λέγοντάς του από τούδε και στο εξής να μείνει μόνος στις απότομες πλαγιές του Άθωνα , όπου θα έσωζε πολλούς που θα πρόστρεχαν κοντά του.
Ο άγιος μετά πήγε στο γέροντά του και του ζήτησε ευλογία να φύγει ιστορώντας του το όραμα. Εκείνος δεν είχε διάκριση κι τον κατηγόρησε ότι είχε δαιμονική φαντασία, γινόμενος παιχνίδι στα χέρια των δαιμόνων. Ο Μάξιμος εξέλαβε αυτά τα λόγια ως θεία βούληση να συνεχίσει την άσκηση της σαλότητας. Άρχισε να ζει στερούμενος ό,τι μπορούσε να του δώσει κάποια άνεση, ακόμα και τα πιο απαραίτητα. Τριγυρνούσε στις κακοτράχηλες ράχες του Άθωνα ανυπόδητος , εκτεθειμένος στις ακραίες καιρικές συνθήκες του χώρου, ιδιαίτερα του Χειμώνα. Έφτιαχνε πρόχειρες καλύβες για να μένει, τις οποίες μετά από λίγο χρονικό διάστημα έκαιγε, για να μην έχει ο,τιδήποτε δικό του ή κάτι με το οποίο μπορούσε να δεθεί συναισθηματικά. ( Έτσι απέκτησε τον τίτλο του καυσοκαλυβίτη ) .
Προσπάθειά του ήταν να γίνεται αντικείμενο χλευασμού από όποιον τον επισκεπτόταν για να μην τυγχάνει σεβασμού. Όποιοι όμως πήγαιναν κοντά του έφευγαν ωφελημένοι από τις νουθεσίες του, παρόλο που αυτές λεγόντουσαν μέσα σε ασυνάρτητα και παλαβά λόγια. Ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης
 ( 12 Απριλίου ) ακούγοντας για τον Μάξιμο τον έψαξε και όταν τον βρήκε τον έπεισε να του μιλήσει για τους αγώνες του. Όταν τον άκουσε προσεκτικά και αντελήφθη ότι πρόκειται για άγιο άνθρωπο τον συμβούλεψε να αφήσει πια τη σαλότητα και την ερημιά και να μείνει μόνιμα σε ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να το βρίσκουν όποιοι τον έψαχναν για ψυχική τους ωφέλεια.
Ο Μάξιμος του έκανε υπακοή και έφτιαξε μια, μόνιμη πλέον , καλύβα, χωρίς όμως ίχνος υλικών που θα τον ευκόλυναν να ζει άνετα. Βασανισμένοι, δυστυχισμένοι, εμπερίστατοι ακόμα και δαιμονισμένοι έβρισκαν παρηγοριά και γιατρειά κοντά του. Έλαβε από το Θεό το προορατικό χάρισμα και προφήτεψε στους αυτοκράτορες Ιωάννη ΣΤ΄ τον Κατακουζηνό (1347- 1354 ) και Ιωάννη Ε΄ τον Παλαιολόγο (1341-1391 ) σε επισκέψεις τους κοντά του για τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε .
Έζησε στην καλύβα του αυτή, που ήταν κάτω από σπήλαιο, για 15 χρόνια και μετά πήγε στη Μεγίστη Λαύρα σε ένα μικρό κελί , στο οποίο αργότερα έμενε ο μαθητής και βιογράφος του άγιος Νήφωνας ( 14 Ιουνίου ) . Απεβίωσε ειρηνικά στις 13 Ιανουαρίου 1375 σε ηλικία 95 χρονών.
Από το βιβλίο “Εμπαίζοντες
«Ημείς μωροί
δια Χριστόν»”
Ίκαρος Πετρίδης
Εκδόσεις: ΜΟΡΦΗ εκδοθήτω
Αθήνα
Μάρτιος 2008

Βίος Οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτου


Βίος Οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτου
Ο Όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης εορτάζει στις 13 Ιανουαρίου



Παιδί με γεροντικό μυαλό
Ο Όσιος Μάξιμος καταγόταν από την Λάμψακο. Οι γονείς του ήσαν ευγενείς και ενάρετοι. Δεν είχαν απόκτηση όμως εξ αρχής τέκνα, και παρακαλούσαν τον Θεό με δάκρυα, να τους
χαρίσει τέκνον. Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή τους, και τους χάρισε τον Μάξιμο. Όταν τον βάφτισαν του έδωσαν το όνομα Μανουήλ. Το θεωρούσαν το παιδί αυτό ως δώρο Θεού,
όπως ήταν πράγματι, και το ανέτρεφαν με μεγάλη επιμέλεια. Όταν μεγάλωσε αρκετά, το έφεραν στο Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, και το αφιέρωσαν στο Θεό.
Ο μικρός Μανουήλ, μέσα στο Ναό ήταν ευτυχισμένος. Πρόκοβε κατά την ηλικία και την χάριν του Θεού. Όλοι τον αγαπούσαν και τον επαινούσαν. Πήγαινε συχνά σε μερικούς
Γέροντες, που ασκήτευαν εκεί πλησίον για να ακούσει τις συμβουλές τους, που ωφελούσαν την ψυχή. Η συναναστροφή αυτή τον οδηγούσε ατή θεάρεστη ζωή. Σιγά - σιγά άναβε την
καρδιά του ο θείος πόθος. Τον βίαζε να βγει από τον κόσμο και να πάει να ησυχάσει. Ήθελε να ντυθεί το άγιο σχήμα των Μοναχών.

Νέος με αυστηρή άσκηση
Δυστυχώς οι γονείς του, λησμόνησαν ότι το είχαν αφιερώσει στο Θεό, και ετοιμαζόταν να τον παντρέψουν. Ήθελαν να τον έχουν πάντα κοντά τους και να τον χαίρονται, όσο ζουν.
Αλλά ο καλός Μανουήλ, με τις ιερές σκέψεις μέσα στο νου του, στα δέκα επτά του χρόνια άφησε και γονείς και πατρίδα και κόσμο. Ανέβηκε στο όρος, που λέγεται Γάνος, φόρεσε
το Μοναχικό σχήμα, και μετονομάστηκε Μάξιμος. Εκεί υποτάχθηκε σε ένα δόκιμο και πρακτικό γέροντα, που λεγόταν Μάρκος, για να διδαχτεί την μοναχική πολιτεία δηλ. τη
μοναχική ζωή. Δεν πέρασε πολύς καιρός, και ο Γέροντας Μάρκος έφυγε για τις αιώνιες μονές.

Πηγαίνει στην Πόλη
Επαιτώ από αυτό, ο θείος Μάξιμος αναχώρησε από τη Θράκη και ήλθε στη Μακεδονία και στα πλησιόχωρα όρη. Ζητούσε να 6ρη, τέτοιο Γέροντα ενάρετο όπως τον πρώτον. Ο Θεός
εξεπλήρωσε τον πόθο του. Καθώς πήγαινε στο Παπήκειο όρος, βρήκε Αγίους άνδρες όμοιους με τους παλαιούς, που κατοικούσαν στους έρημους τόπους, μέσα στις σπηλιές.
Εκεί έμεινε και ο Μάξιμος πολύ καιρό. Με τη συναναστροφή των Γερόντων απέκτησε για τον εαυτόν του όλες τις αρετές τους. Έπειτα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί πήγαινε
συχνά στον τότε Πατριάρχη, τον μέγα Αθανάσιο, και άκουε με χαρά τους γλυκύτατους λόγους του. Γι αυτό τον ονόμαζε νέον Χρυσόστομο.
Ο Πατριάρχης, που έβλεπε την αρετή του Μάξιμου, προσπάθησε να τον βάλει στα Κοινόβια, που είχε κόμη στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά ο Μάξιμος δεν ήθελε να πάει,
και να φύγει από τον Ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών.



Στη Λαύρα του Αγίου Όρους
Αφού έμεινε αρκετό καιρό εκεί, έπειτα έφυγε και πήγε στη Θεσσαλονίκη, για να προσκύνηση τον Άγιο Δημήτριο τον Μυροβλύτη. Κατόπιν επήγε στο Άγιον Όρος.
Άρχισε να περιηγείται και να προσκυνεί τα ιερά Μοναστήρια. Τελευταία επήγε στη Λαύρα του Αθανασίου. Εκεί διάβασε τον Βίο και τους αγώνες του Αγίου Αθανασίου, καθώς
και του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου. Θαύμασε την ησυχία του Πέτρου και την Κοινοβιακή ζωή του Μεγάλου Αθανασίου. Πόθησε, λοιπόν, να μείνει στον τόπο εκείνο να μιμηθεί
τη ζωή και των δύο. Αλλά προτού αρχίσει ο μακάριος ερώτησε τους Πατέρες, που ζούσαν εκεί με άσκηση, ποιά ζωή να μεταχειριστεί στην αρχή.
Αυτοί τον συμβούλεψαν πρώτα να υποταχθεί σε Γέροντα, να γυμνασθεί με τα κατορθώματα της μακαρίας υπακοής. Να κόψει όλα του τα θελήματα και τις επιθυμίες.
Ύστερα αφού βάλει καλό θεμέλιο την ταπείνωση, που είναι η αρχή και η ρίζα όλων των αρετών, τότε να πάει μόνος του στην ησυχία και να αγωνίζεται. Ο Όσιος συμμορφώθηκε
και υποτάχθηκε στον Ηγούμενο, όπου έμεινε μαζί με τους άλλους Μοναχούς.

Στην κορυφή του Άθω
Τον Όσιο τον καλεί στην κορυφή του ο Άθως, το άνθος των ορέων. Την Κυριακή, λοιπόν, των Αγίων Πατέρων, η οποία είναι μετά την Ανάληψη, παρουσιάζεται στον Μάξιμο η Θεοτόκος.
Κρατούσε στην αγκαλιά της τον Κύριο και του λέγει:
-Ακολούθησε με πιστότατε Μάξιμε, και ανέβα επάνω στον Άθω, για να λάβεις την χάριν του Αγίου Πνεύματος καθώς επιθυμείς.
Αυτήν την οπτασία, αυτό το όραμα, το είδε δυο τρεις φορές. Άφησε, λοιπόν, τη Μεγάλη Λαύρα, και ύστερα από επτά ημέρες ανέβηκε στην κορυφή του όρους, το Σάββατο της
Πεντηκοστής. Πέρασε τη νύκτα άγρυπνος, μαζί με άλλους Μοναχούς, οι οποίοι μετά τη θεία Λειτουργία αναχώρησαν. Ο Μάξιμος έμεινε εκεί μόνος επί τρία ημερόνυχτα, και
προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό και την Θεοτόκο. Αλλά ποιος μπορεί να διηγηθεί τους πειρασμούς, που μεταχειρίστηκε ο εχθρός, για να διώξει από εκεί τον Άγιο. Ο Άγιος όμως
όλος με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν φοβόταν καθόλου, ούτε τα λογάριαζε. Καταγινόταν μόνον με την νοερή προσευχή, και παρακαλούσε τον Θεό και την Θεοτόκο
που τον προστάτευε. Παρουσιάζεται, λοιπόν, πάλιν τότε η Θεοτόκος με πολλή δόξα, σαν βασίλισσα περικυκλωμένη από πολλούς νέους άρχοντες, κρατούσα Στα χέρια της τον Υιόν
της, τον Δημιουργόν πάσης της κτίσης. Ο Άγιος τη γνώρισε από το θείον φως που άστραφτε και φώτιζε γύρω όλα τα μέρη εκείνα. Κατανόησε, ότι δεν ήταν πλάνη δαιμονική.
Με ανεκλάλητη χαρά την δοξολογούσε λέγοντας:
-Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου.
Έπειτα έπεσε και προσκύνησε τον Κύριο και την Θεοτόκο, και δέχθηκε την ευλογία του Κυρίου. Άκουσε δε από την Παναγία αυτά:
-Συ ο σεπτός αθλοφόρος, λάβε την χάριν κατά των δαιμόνων, και κατοίκησε στους πρόποδες της κορυφής του Άθω, διότι τούτο είναι θέλημα του Υιού μου. Να ανεβείς
σε ύψος αρετής, και να γίνεις διδάσκαλος και οδηγός σε πολλούς, για να τους σώσεις.
Μετά ταύτα η Θεοτόκος ανέβηκε στα ουράνια. Τόση δε λάμψης και ευωδία ξεχύθηκε και έμεινε στην κορυφή του όρους, ώστε ο Άγιος έμεινε εκστατικός και δεν ήθελε να κατέβει
από εκεί, και να στερηθεί την ευωδιά αυτή και τη λάμψη.



Καυσοκαλυβίτης
Κατόπιν έφυγε από την κορυφή του Άθω, και πήγε στο Καρμήλιο όρος στον Προφήτη Ηλία, όπου βρήκε ένα μοναστή Γέροντα, στον οποίον φανέρωσε, όσα είδε και άκουσε στην
κορυφή του όρους. Ο Γέροντας, όταν τ' άκουσε αυτά, νόμισε ότι επλανήθει ο Μάξιμος, και όλα εκείνα τα είδε κατά φαντασία δαιμονική. Τον ονόμασε δε πλανημένο, αυτόν που ήταν
φωστήρας και οδηγός πεπλανημένων. Από τότε τον έλεγαν όλοι πεπλανημένοι, και τον απέφευγαν. Τον έδιωχναν, να μη πλησίασει κανένα.
Αλλά ήθελε να αποκτήσει την ταπεινοφροσύνη, η οποία φυλάττει στον άνθρωπο την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Για να επιτύχει δε το σκοπό του, δεν κατοικούσε σε ένα τόπο, καθώς
οι άλλοι, αλλά σαν πλανεμένος μετατοπιζόταν από ένα μέρος στο άλλο. Όπου πήγαινε έκανε μια καλύβα με χόρτα, μικρή όσο να χωρεί μόνο το πολύαθλο σώμα του. Ύστερα από
λίγο, την έκαιγε και πήγαινε άλλου και έκανε άλλη. Τη μεγάλη του υπομονή, την ολονύκτια ορθοστασία και αγρυπνία, τα ατέλειωτα δάκρυα, την αδιάκοπη προσευχή, την μετάνοια,
την ησυχία, την πραότητα, την ταπείνωσή του; Γι' αυτό έγινε και κατοικία του Αγίου Πνεύματος. Έγινε άλλος Πέτρος Αθωνίτης. Άλλος Άγιος Αθανάσιος. Αγωνιζόταν με όλες
του τις δυνάμεις να τους μιμηθεί. Δια τούτο, και ο νους, όπως εκείνων ανέβαινε σε θεωρίες και έβλεπε αποκαλύψεις μυστηρίων.
Αυτά όμως όλα φάνηκαν όταν Άγιοι Γέροντες ασκητές συναναστράφηκαν μαζί του, γνώρισαν την θείαν χάριν, η οποία κατοικούσε μέσα του, και δεν τον έλεγαν πλέον
πλανεμένο, αλλά τίμιο Μάξιμο και φωστήρα υπέρλαμπρο.

Εκθέτει τη ζωή του στον Αγ. Γρηγόριο τον Σιναΐτη
Τον καιρό εκείνον ήλθε στο Άγιον Όρος και ο Όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, και εκάθησε στη σκήτη του Μαγουλά. Έγινε σε όλους τους Πατέρες του Όρους ποθητός, και ιδίως στους
ησυχαστές. Ήταν ο Όσιος Γρηγόριος θαυμαστός διδάσκαλος της ησυχίας και της νοεράς προσευχής. Έμαθε ο Όσιος για τον Όσιο Μάξιμο και θέλησε να συναντηθούν. Βρέθηκαν
οι δύο Όσιοι και συνομίλησαν και ο Μάξιμος είπε όλη την ζωή του στον Όσιο Γρηγόριο καθώς του την ζήτησε.
Στο τέλος ο Όσιος Γρηγόριος του έδωσε την εξής συμβουλή: « αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά» λέγει η Αγία Γραφή. Αυτές τις συμβουλές, όταν έμαθαν
και οι άλλοι Γέροντες, τον συμβούλευσαν όλοι μαζί και τον έπεισαν, να καθίσει μόνιμα σε ένα μέρος. Τότε και ο ευλογημένος Μάξιμος βρήκε ένα σπήλαιο, πλησίον του κυρ Ησαΐου
έως τρία μίλια. Σ’ αυτό κατοίκησε, και δεν το έκαψε πλέον. Εκεί πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του, με την συνηθισμένη του ακτημοσύνη.
Ούτε βελόνη είχε, ούτε ψωμί. Ζούσε με την ίδια υπεράνθρωπη άσκηση, σαν άσαρκος. Έπειτα έσκαψε τον τάφο του κοντά στο κελί του, και εκεί πήγαινε κάθε μέρα την ώρα
του άρθρου, έκλαιε ο Καυσοκαλύβης τον Μάξιμο και έψαλλε μερικά νεκρώσιμα εξαποστειλάρια, προς το: «Ο ουρανόν τοις άστροις κατακοσμήσας ως Θεός», τα οποία
έκαμεν ο ίδιος.
Η αγία όμως ζωή του Οσίου εξερέθισε τους δαίμονες. Έκαναν κάθε μέρα πόλεμο, να τον διώξουν. Δεν μπορούσαν όμως να κάμουν τίποτε. Οι προσπάθειες τους διαλύονταν σαν
καπνός, με τη νοερή προσευχή του Οσίου. Δύναμη θεϊκή και ακαταμάχητη τον σκέπαζε και τον φύλαττε, που φαινόταν σαν είδος φωτιάς. Αυτή τους κατάκαιε.
Έκανε εκεί και πολλά θαύματα, θεράπευε δαιμονιζόμενους και τους έστειλε υγιείς στα σπίτια τους, συμβουλεύοντας να απέχουν από την μνησικακία ,τη μέθη, την πορνεία,
την επιορκία. Επίσης τους συνιστούσε να νηστεύουν το κρέας, και να δίνουν ελεημοσύνη κατά την δύναμη τους. Τους συμβούλευε επίσης να καθαρίζουν τον εαυτόν τους από κάθε
αμαρτία με την μετάνοια, και έτσι αφού προετοιμασθούν να μεταλαβαίνουν τα Άχραντα Μυστήρια, για να υγιαίνουν πάντοτε.



Έτρωγε άρτον ουράνιον
Ακόμη τούτο το εξαίσιο έλεγαν για τον Άγιο, ότι έπαιρνε άρτον επουράνιον. Και αυτά φανερώθηκε ως εξής. Σε καιρό χειμώνας, επήγε να του κάμει επίσκεψη ο νοσοκόμος της
Λαύρας Γρηγόριος, μαζί με τον αδελφό του. Ο τόπος ήταν σκεπασμένος με πολύ χιόνι και πατήματα δε φαίνονταν πουθενά. Άνοιξαν λοιπόν εκείνοι δρόμο και έφθασαν στη καλύβι
του Οσίου. Μαζί τους είχαν ψωμί, κρασί και άλλα χρήσιμα για να προσφέρουν στον Όσιο. Καθώς όμως μπήκαν στην καλύβι, βλέπουν ένα καρβέλι ψωμί, ζεστό και καθαρότατο,
που ευωδίαζε. Άρχισαν τότε να κοιτάζουν να, δουν μέσα στο καλύβι φωτιά, αλλά δεν είδαν τίποτε. Έμειναν εκστατικοί, να θαυμάζουν τον ουράνιο άρτον. Αμέσως έπεσαν στα πόδια
του Οσίου παρακαλώντας να τους δώσει λίγο από εκείνον τον άρτον. Ο Άγιος για να τους ευχαριστήσει έκοψε το μισό και τους το έδωσε λέγοντας:
-Λάβετε, φάγετε, και προσέχετε μη το πείτε σε κανένα, εν όσο ζω.
Αλλά και νερό ωραίο και γλυκύ τους έδωσε, καθώς διηγήθηκαν αυτοί μετά τον θάνατον του Όσιου. Άλλοι Μοναχοί έλεγαν, ότι και το νερό της θάλασσας το έκανε γλυκύ και έπινε
αυτός, και έδωκε και σ αυτούς και έπιναν.

Η κοίμηση του
Τώρα ερχόμενα στο πανίερο τέλος του Αγίου.
Ένας Μοναχός, που λεγόταν Νικόδημος, επήγε στον Όσιο για να τον ακούσει και να ωφεληθεί. Ο Άγιος του είπε:
-Αδελφέ Νικόδημε, σύντομα θα αποθάνω...
Κατόπιν του φανέρωσε και την ημέρα, καθώς και εκείνους, που θα ευρεθούν, για την ταφή του. Τους προείπε με τα ονόματα τους.
Όταν έφτασε η ημέρα εκείνη, που είχε προείπε, εκοιμήθη ο Όσιος Μάξιμος, ετών 95. Ήταν η 13η Ιανουαρίου. Ετάφη στο μνημείο, που ο ίδιος έσκαψε, κοντά στη καλύβι του.
Ο ενταφιασμός έγινε από εκείνους μόνον τους οποίους είχε ονομάσει. Δεν ήθελε να γίνει με δόξα και πλήθος πολύ. Έδωκε δε εντολή, να μη μεταθέσουν το λείψανο του σε άλλο
τόπο, ούτε να πάρει κανένας μέρος από αυτό. Να το αφήσουν ακέραιο και κρυμμένο μέσα στον τάφο, για να μη δοξάζεται από τους ανθρώπους.
Όταν έμαθαν την κοίμηση του Οσίου, όλοι οι Πατέρες του Όρους, πολύ λυπήθηκαν και έκλαιαν την Ορφάνια τους. Στερήθηκαν τέτοιον Θεόσοφο διδάσκαλο της μοναδικής
ασκήσεως, και τέτοιον λαμπρότατο φωστήρα. Κήρυτταν κάθε μέρα τα κατορθώματά του και τα θεία του χαρίσματα. Εόρταζαν κάθε έτος τη μνήμη του, καθώς πρέπει για τους
Αγίους. Τοιουτοτρόπως μεν δόξασαν και δοξάζουν τον Άγιο επί της γης οι άνθρωποι. Άνωθεν δε στους ουρανούς, εδέχθη η Αγία Τριάς την καθαρότατη και Αγία ψυχή του,
και την κατάταξε εν σκηναίς Αγίων.




Στίχος
Παρήλθε πάντας αρεταίς ο Μάξιμος, καν τοις χρόνοις ήσκησε νυν τοις εσχάτοις.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Μητρικῆς ἐκ νηδύος Ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθεὶς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καὶ τὰ πόρρω προορᾶν, κατὰ τὸν μέγαν Σαμουήλ,
τοῦ Ἄθω τὸ θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ μύστης· ᾗ καὶ πρεσβεύεις Πάτερ ὑπὲρ ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς ὑψηλῶν θεωριῶν φιλοθεάμονα καὶ προσευχὴς τῆς νοερᾶς ἐργάτην δόκιμον Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς μύστης τῶν ἐνθέων ἀναβάσεων
καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς βίον κρείττονα τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Ὅσιε Μάξιμε.

Μεγαλυνάριον
Αἴγλῃ ἀπροσίτῳ καταστραφθείς, τῇ ἐπιφανείᾳ, τῆς Παρθένου τε καὶ Ἁγνῆς, ὤφθης ὑψιβάμων, μετὰ σαρκὸς πολεύων, τὰ ὑπὲρ νοῦν καὶ λόγον, Ὅσιε Μάξιμε.

_________________
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Τήν πάσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον μέ ὑπό τήν σκέπην σου.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ΟΙ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ


Oι Κολλυβάδες του Άθωνα και η ελληνική Φιλοκαλία


του π. Πλακίδα Deseille

Γάλλου πρώην ρωμαιοκαθολικού και νυν ορθοδόξου Αρχιμανδρίτη
Από το βιβλίο «Φιλοκαλία», εκδ. Ακρίτας
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453), οι ανθρωπιστές του Βυζαντίου, που αντιπροσώπευαν την αντίθεση προς το παλαμικό ρεύμα, μετανάστευσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στη Δύση, όπου πήραν ενεργό μέρος στην Αναγέννηση. Κάτω από την τουρκική κυριαρχία, οι ορθόδοξοι χριστιανοί συσπειρώθηκαν γύρω από την Εκκλησία τους, που είχε αρχίσει να αναζωογονείται κατά τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας με την ανανέωση του ησυχασμού.
Περιορισμένοι στις συνθήκες των δήμων, ταπεινωμένοι, καταπονημένοι από φόρους, υποταγμένοι στις άδικες φορολογήσεις και καταδιώξεις των Οθωμανών υπαλλήλων, εξασθενημένοι από πολλούς εξισλαμισμούς, βρέθηκαν ξαφνικά βυθισμένοι σε μεγάλη κοινωνική και πολιτιστική αθλιότητα. Μερικά ελληνικά σχολεία μπόρεσαν να επιβιώσουν μέσα στις μεγάλες πόλεις· αλλά στην ύπαιθρο μόνο τα κρυφά σχολειά, που συχνά λειτουργούσαν τη νύχτα στις ενορίες και στα μοναστήρια, παρείχαν μια στοιχειώδη μόρφωση. Ο ίδιος ο κλήρος υπέφερε συχνά από τη μεγάλη άγνοια και δεν μπορούσε να ασκήσει το λειτούργημα του κηρύγματος.
Αυτή την εποχή, η Δύση γνώριζε μία κατάσταση τελείως διαφορετική. Η ελευθερία, που απολάμβαναν τα ευρωπαϊκά έθνη, ευνοούσε μια πλατιά ανάπτυξη του πολιτισμού κάτω από όλες τις μορφές. Η ανανέωση της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μετά τη σύνοδο του Τριδέντου (Trento, 1545-1563), είχε επιτρέψει μια αξιοσημείωτη άνθιση της πνευματικής ζωής. Ωστόσο, από το 16ο αιώνα, πεποιθήσεις ορθολογιστικές, θεϊστικές η άθεες είχαν εξαπλωθεί σ’ ένα μέρος της αστικής τάξης και της αριστοκρατίας. Αυτό το ρεύμα της σκέψης απλώθηκε και παρουσιάστηκε σε όλη του τη δόξα το 18ο αιώνα με τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού. Οι ιδέες διαδόθηκαν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής, κυρίως από τους Γάλλους φιλοσόφους με επικεφαλής το Βολταίρο, και κέρδισαν την ανώτερη διανόηση της Ευρώπης.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ακριβώς απλώνεται, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρωσία και τη Ρουμανία, η μεγάλη πνευματική ανανέωση της Ορθοδοξίας. Η δημοσίευση της Φιλοκαλίας κατέχει σ’ αυτήν μια κεντρική θέση. Ευνοημένη σε κάποιο βαθμό από τη διανοητική ανάπτυξη του Διαφωτισμού, παρουσιάστηκε την ίδια στιγμή στις ορθόδοξες χώρες σαν ένα αντίδοτο στο μαχόμενο αντιχριστιανισμό του.
Στην Ελλάδα, μυητής της ανανέωσης υπήρξε ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806). Καταγόμενος από την Κέρκυρα, κτήση ενετική τότε, μορφώθηκε στην Ιταλία και στη συνέχεια έγινε μοναχός στην Πάτμο. Αυθεντικά εκκλησιαστικός άνθρωπος, αλλά ταυτόχρονα πολύ ανοιχτός στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, θαυμαστής και μεταφραστής του Βολταίρου, του οποίου τα αντικαθολικά επιχειρήματα κρατεί αλλά ανασκευάζει τον αντιχριστιανισμό, ο Βούλγαρις ήθελε να προωθήσει τη διανοητική αναγέννηση, την ηθική και πνευματική του ελληνικού έθνους. Είχε την πρόθεση να θεμελιώσει αυτή την ανανέωση πάνω στη βάση της ορθόδοξης παράδοσης, αλλά υποτάσσοντάς τη σε μία μορφή, που εκείνος θεωρούσε απαραίτητη.
Στις προσπάθειές του τον ενθάρρυνε ο πατριάρχης της Πόλης Κύριλλος ο Ε΄. που το 1753 τον έθεσε επικεφαλής της Ακαδημίας, που άρχισε να ιδρύει στον Άθωνα. Αλλά οι Αθωνίτες, που ανησυχούσαν με τους νεωτερισμούς του Βουλγάρεως, συμμάχησαν εναντίον του, τον κατήγγειλαν στον πατριάρχη Κύριλλο Ε΄, τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει τα έργα του (1758) και, τέλος, κατέστρεψαν το ίδιο το κτίριο της Αθωνικής Ακαδημίας.
Ο Βούλγαρις είχε μαθητές, που μπόρεσαν να διατηρήσουν το καλύτερο μέρος της έμπνευσής του διορθώνοντας ταυτόχρονα τις αντιφάσεις και εξουδετερώνοντας τους κινδύνους της διδασκαλίας του. Οι κυριότεροι είναι ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800), στον οποίο οφείλουμε την πρώτη έκδοση (editio princeps) του αγίου Ισαάκ του Σύρου ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779), που άφησε το Άγιον Όρος, για να αφιερώσει στον ελληνικό λαό μία εξαιρετική κηρυκτική δράση, που εστέφθη από το μαρτύριο. Ο Αθανάσιος ο Πάριος (1722-1813), που αφού έγινε μαθητής του Βουλγάρεως στην αθωνική Ακαδημία, όπως και του διαδόχου του Νεοφύτου του Καυσοκαλυβίτου (1713-1784), υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Όρος εξ αιτίας εσωτερικών διχογνωμιών (τη «διαμάχη των κολλύβων», που θα εξηγήσουμε πιο κάτω). Μετά την αναχώρησή του διηύθυνε τη σχολή της Χίου, που έγινε μία από τις σπουδαιότερες «εθνικές σχολές» της Ελλάδας.
Ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης και ο Αθανάσιος ο Πάριος ήταν στενά συνδεδεμένοι με δύο άλλες προσωπικότητες: Τον άγιο Μακάριο της Κορίνθου (1731-1809) και τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1748-1809). Ο πρώτος, διευθυντής της σχολής της Κορίνθου, έγινε επίσκοπός της στα 1764· υποχρεωμένος ν’ απαρνηθεί την έδρα του για λόγους πολιτικών συνθηκών, μπόρεσε ν’ αφιερωθεί απόλυτα στην πνευματική ανανέωση της Ελλάδας, της οποίας έγινε ο κύριος εμπνευστής. Ο δεύτερος, αφού συνάντησε τον άγιο Μακάριο και αγιορείτες μοναχούς εμψυχωμένους από το ίδιο πνεύμα, έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος το 1775. Επρόκειτο να αναπτύξει μια ευρεία φιλολογική δραστηριότητα σε όλους τους χώρους των εκκλησιαστικών γραμμάτων.
Οι μοναχοί, που συγκεντρώθηκαν γύρω από το Μακάριο της Κορίνθου και το Νικόδημο τον Αγιορείτη, έλαβαν το όνομα Κολλυβάδες για το ρόλο που έπαιξαν σε μία διχογνωμία, που τάραξε το Άγιον Όρος κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Επικρατούσε να κάνουν μνημόσυνα το Σάββατο και να ευλογούν τα κόλλυβα. Μοναχοί της σκήτης της αγίας Άννας, φροντίζοντας περισσότερο για τα οικονομικά τους συμφέροντα, παρά για το σεβασμό της Παράδοσης, είχαν μεταφέρει τη μνημόνευση των νεκρών στην Κυριακή, ώστε να διαθέτουν το Σάββατο για την πώληση των εργοχείρων τους. Οι κολλυβάδες αντιστάθηκαν σ’ αυτή την αλλαγή, διότι η Κυριακή, υπόμνηση εβδομαδιαία της ανάστασης, είναι ασυμβίβαστη με το πένθος και τις τελετές που το ανακαλούν. Η διαμάχη συνεχίστηκε επί πολύ και γνώρισε πολλές φάσεις. Το πραγματικό αντικείμενο της διαμάχης ξεπερνούσε πολύ τη γενεσιουργό αιτία. Επρόκειτο στ’ αλήθεια για μία σύγκρουση μεταξύ των οπαδών μιας στενής προσήλωσης στο τυπικό, διατεθειμένων να συμβιβασθούν με μια παράδοση, που το νόημά της δεν αντιλαμβάνονταν, και των πρωταγωνιστών μιας βαθιάς πνευματικής ανανέωσης. Αυτοί οι τελευταίοι εκτιμούσαν ότι θα μπορούσαν να τη στηρίξουν μόνο σε μια μεγάλη πιστότητα στην αγιοπατερική διδασκαλία και στο σεβασμό της Λειτουργικής παράδοσης και των κανόνων της πρώτης Εκκλησίας.
Τέτοιο ήταν πραγματικά το ευρύ σχέδιο των Κολλυβάδων. Να γιατί είχαν επιχειρήσει μια μεγάλη εκδοτική εργασία των Πατέρων της Εκκλησίας, χωρίς να εξαιρέσουν τους ησυχαστές του 14ου αιώνα, διότι ο παλαμισμός τούς φαινόταν ως η άκρα εφαρμογή της πατερικής παράδοσης. Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης είχε ετοιμάσει την πλήρη έκδοση των έργων του Γρηγορίου Παλαμά. Το χειρόγραφο δυστυχώς χάθηκε, όταν το τυπογραφείο της Βενετίας, όπου το είχε εμπιστευθεί, έκλεισε κατά διαταγήν της αυστριακής κυβέρνησης. Είχε καταστραφεί από το στρατό που ερευνούσε για προπαγανδιστικά επαναστατικά κείμενα απευθυνόμενα στους Έλληνες από τον Βοναπάρτη.
Στα 1777, ο Μακάριος της Κορίνθου ήλθε να μείνει στο Άγιον Όρος. Άρχισε να ψάχνει για χειρόγραφα. Ανακάλυψε τον Ευεργετινό. πολύτιμη ανθολογία ασκητικών κειμένων, που είχε συγκεντρώσει ο Παύλος, κτίτωρ της μονής του Ευεργέτου στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ευεργετινός περιείχε επίσης φιλοκαλικές συλλογές ησυχαστικών κειμένων της εποχής μεταξύ 4ου και 14ου αιώνα. Με μεγάλο ζήλο φρόντισε ν’ αντιγραφούν και πριν φύγει από τον Άθωνα εμπιστεύθηκε στο Νικόδημο τον Αγιορείτη την επιμέλεια της δημοσίευσης του Ευεργετινού, όπως και της πραγματείας του Περί της συχνής μεταλήψεως. Του ανέθεσε επίσης να ετοιμάσει για το τυπογραφείο τη Φιλοκαλία, πλουτίζοντάς την με πρόλογο και βιογραφικές σημειώσεις των παρουσιαζομένων συγγραφέων.
Η ελληνική Φιλοκαλία τυπώθηκε στη Βενετία το 1782. Το σύνολο των αντιτύπων μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Οι συνθήκες της έκδοσής της την έχουν στενά συνδέσει όχι μόνο με τον αθωνικό μοναχισμό αλλά και με την ευρύτερη κίνηση της πνευματικής ανανέωσης του ελληνικού λαού. Σ’ αυτήν είχαν αφιερωθεί οι Κολλυβάδες, που θέλησαν να τη στηρίξουν ταυτόχρονα στη λειτουργική ζωή, στην παράδοση της πατερικής διδασκαλίας και στην εσωτερική ζωή με κέντρο την καρδιακή προσευχή.
Πηγή: http://antifono.gr/portal/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CE%98%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%BA%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1/%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B8%CE%AD%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD/3088-oi-kollyvades-toy-athona-kai-i-elliniki-filokalia.html



http://www.zoiforos.g

Αγιορείτες Νεοησυχαστές Πατέρες Mέρος 2ο

 


Αγιορείτες Νεοησυχαστές Πατέρες Mέρος 2ο






Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης ο Σμυρναίος (+1929) αγαπητούς του οσίους είχε τον Ιωάννη της Κλίμακος και τον Ισαάκ των Ασκητικών, ως και τους Κολλυβάδες. Μετά τον μονασμό του στις μονές Αγίου Παντελεήμονος και Βατοπεδίου πήγε στα πάντερπνα Κατουνάκια, όπου επεδόθη στην άσκηση, στη μελέτη και την προσευχή. Η πενία του έγινε πλούτος και η ησυχία φίλη κι αφορμή πνευματικής αγαλλιάσεως. Η εξωτερική ησυχία του έγινε και εσωτερική και καλλιεργούσε τον κήπο της αγαθής καρδιάς του με την ευχή του Ιησού, πού τον γέμιζε ευφροσύνη. Η αλληλογραφία του με άγιες μορφές και οι συγγραφές του φανερώνουν περίτρανα τον θείο φωτισμό και τη χάρη του, τη διάκριση του και τη σοφία του, όπως για παράδειγμα η επιστολή του προς μοναχό περί νοεράς προσευχής, πού αποδεικνύει την πατερική του γνώση, την κατάκτηση της ευχής, τη διάκριση και διόραση.
Ο Αθηναίος Καλλίνικος ο ησυχαστής ο Κατουνακιώτης (+1930) αγαπούσε ιδιαίτερα τη Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών πατέρων.
Αγαπούσε επίσης πολύ την ησυχία, τη μόνωση, την άσκηση, τη σιωπή και την ευχή, όπως όλοι άλλωστε οι ησυχαστές. Η νηστεία, η εγκράτεια, η αγρυπνία, ο κόπος, τα δάκρυα δεν ήταν λόγια και ιδέες, αλλά πράξεις και βιώματα, ως λέγει ο αββάς Θαλλάσιος· «νους εγκρατούς, ναός του Αγίου Πνεύματος». Η απλότητα, η ταπεινότητα κι η αγαθότητα τον στόλιζαν. Η εκούσια και μεγάλη του άσκηση κορυφώθηκε με τον τέλειο εγκλεισμό του στο κελλί του επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες. Η αυτοφυλάκισή του δεν είχε άλλο λόγο παρά την καλύτερη καλλιέργεια της ευχής του Ιησού. Η αμεριμνησία, το απερίεργο, το ευκατάνυκτο, τ΄ ολιγόλογο η σιωπηλό, συνόδευαν τη διάπυρη ευχή του. Θεοφώτιστος, διακριτικώτατος, φιλάδελφος, χαριτωμένος ο Γέροντας Καλλίνικος, αξιώθηκε της θέας του Θαβωρείου φωτός, κι οι υποτακτικοί του τον έβλεπαν μερικές φορές να λάμπει. Πολέμησε τους αιρετικούς ονοματολάτρες κι έγινε ακραιφνής διδάσκαλος της νοεράς αθλήσεως. Η τελευταία επίγεια ήμερα του ήταν η 6η Αυγούστου, η λαμπρή εορτή της Μεταμορφώσεως, το Πάσχα των ησυχαστών.

Ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης (+1983) έλεγε περί του μοναχού Ισαάκ (+1932) της μονής του: «Ήτο τύπος απλότητος, ακριβείας και ευλάβειας, σιωπηλός και απερίσπαστος εν παντί … υπόδειγμα εις όλους τους πατέρας». Ο ευλαβέστατος μοναχός Λάζαρος (+1974), της αυτής μονής, έγραφε περί αυτού, όταν ήταν μαζί στο Κάθισμα των Αγίων Αποστόλων: «Όταν ετελούσαμεν την ακολουθίαν του όρθρου οι δύο μας επί δυόμισυ ώρας με κομβοσχοίνι, μόλις ένα η δύο κομβοσχοίνια έλεγε με σιγανήν φωνήν την ευχήν εις κάθε κόμπον: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υϊέ του Θεού, ελέησον ημάς». Εις το τρίτον κομβοσχοίνιον εθερμαίνετο η καρδιά του από θείον έρωτα και ζήλον και δεν μπορούσε να κράτηση τον εαυτόν του για να ομιλή σιγά. Εφώναζε, λοιπόν, την κάθε λέξιν με διάπυρον ζήλον και αγάπην, ως να είχεν ενώπιον του τον Χριστόν και τον παρακαλούσε, ως κυλιόμενος εις τους πόδας του…». Τις νύχτες περνούσε κλαίγοντας για τις αμαρτίες του και για όλο τον κόσμο. Πρόθυμος πάντοτε στο διακόνημά του, στην ακολουθία, στον κανόνα του, για ν΄ αποδεικνύει ότι οι ησυχαστές υπάρχουν και στα κοινόβια, αγωνιζόμενοι μυστικά και γενναία.

Ο Γέροντας Γαβριήλ Καρουλιώτης (+1968) υπήρξε αυστηρός ασκητής τών Καρουλίων, άνθρωπος βαθειάς μετάνοιας, βίας κι αγωνιστικότητος. Φίλος θερμός τής μελέτης τών ασκητικών πατέρων, εχθρός τής οκνηρίας, αετός υψιπέτης, κατά τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο, ως ακτήμων, εραστής τής ησυχίας, ευφρόσυνος ησυχαστής, ένδοξος άδοξος, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Σκληρός στον εαυτό του, νηστευτής, φυγόκοσμος, ως στρουθίον. Δεν περπατούσε, όταν περπατούσε, στα κακοτράχαλα μονοπάτια, αλλ’ ήταν σαν να πετούσε, λιπόσαρκος, προσευχόμενος, σκυμμένος πάντα στον εαυτό του, απερίεργος, προσέχοντας την εσωτερική νηνεμία και καθαρότητα στην ωραία ησυχία τής αγιότεκνης κι αγιότροφης ερήμου. Ερημίτης τών βράχων, μεταξύ ουρανού και γης, καθώς έλεγε. Στους επισκέπτες του αντί να τους μιλά, τους διάβαζε κάτι από τή Φιλοκαλία. Τον θάνατο περίμενε με χαρά. Μετάλαβε και ανεπαύθη ειρηνικά. Επρόκειτο περί ηρωικού μοναχού.

Λίγο πιο κάτω από την ασκητική παλαίστρα τού Γερο Γαβριήλ έμενε ένας άλλος γενναίος αθλητής τού Χριστού, ο Κωνσταντινουπολίτης και πρώην Σταυρονικητιανός προϊστάμενος Γέροντας Φιλάρετος (+1962), ο οποίος προσεποιείτο και τον διά Χριστον σαλό για να ταπεινώνεται. Το άσημο και φτωχό ασκητήριό του θεωρούσε ανάκτορο. Το κελλί του θύμιζε πιο πολύ μνήμα. Είχε αφεθεί πλήρως στα χέρια τού Θεού, μη φροντίζοντας για τα γήινα. Την περιφρόνηση θεωρούσε έπαινο. Για την καθαρότητα τού νου του μόνο νοιαζόταν. Ήταν, κατά τ΄ όνομα του, αληθινός φίλος τής αρετής. Αγαπούσε κι αυτός τή Θεοτόκο πολύ. Δάκρυζε στίς ψαλμωδίες και τους ψάλτες θεωρούσε αγγέλους. Όλη του η ζωή ήταν μια δέηση. Η ευχή είχε γίνει ένα με την αναπνοή του. Εκοιμήθη χαρούμενος, αφού άκουσε από τους Δανιηλαίους το Άξιον Έστι.

Ο Γέροντας Παΐσιος (+1994) στό ωραίο βιβλίο του «Αγιορείτες πατέρες και αγιορείτικα» αναφέρει αρκετές μορφές ησυχαστών, όπως τον παπα Τύχωνα (+1968), πού για «εργόχειρο» του είχε τις μετάνοιες και την ευχή, συγκάτοικους αγγέλους και αγίους και τή δοξολογία αέναη, έως τή μακαρία τελευτή του- τον Γέροντα Ευλόγιο (+1948), μαθητή τού Χατζηγιώργη, πού τηρούσε το αυστηρό τυπικό τής συνεχούς νηστείας και τής αέναης προσευχής κι είχε συχνές δαιμονικές επιθέσεις· τον Γέροντα Κοσμά τον Παντοκρατορινό (+1970), πού συνδύαζε πάντοτε την εργασία με την ευχή, με δάκρυα πότιζε τον κήπο τής μονής και τής ψυχής του· τον Γέροντα Πέτρο (+1958), πού διακρινόταν για την απλότητα και την ευλάβεια του, την αδιάλειπτη προσευχή, πού τού ήταν αυτενέργητη, και πού συχνά άκουγε γλυκιές ψαλμωδίες αγγέλων και τον έλουζε το άκτιστο φως· τον Γέροντα Αυγουστίνο (+1965), πού στα τέλη του η ζωή του ήταν πλημμυρισμένη θεία οράματα, προσευχές κι αέναα δάκρυα και κατά την εκδημία του έλαμψε το πρόσωπο του· και αρκετούς άλλους.

Ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος ζούσε και χαιρόταν τή συνεχή ευλογία τής προσευχής, ασκούμενος ταπεινά και προσευχόμενος πολύωρα και καθημερινά για τις ανάγκες του πονεμένου κόσμου με μεγάλη αγάπη. Έλεγε: «Όταν ο άνθρωπος έχει την πνευματική του υγεία και απομακρύνεται άπό τους ανθρώπους, για να βοηθήσει περισσότερο και τους ανθρώπους με την προσευχή του, τότε όλους τους ανθρώπους τους θεωρεί αγίους και μόνο τον εαυτό του θεωρεί αμαρτωλό». Άλλοτε πάλι έλεγε: «Αν θέλεις να πιάσεις τον Θεό, για να σε ακούσει όταν προσευχηθείς, γύρισε το κουμπί στην ταπείνωσι, γιατί σ’ αυτή τή συχνότητα πάντα εργάζεται ο Θεός και ζήτησε ταπεινά το έλεός του».

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (+1959) αγωνίσθηκε κι έφθασε σε υψηλά μέτρα θεωρίας, μετά μακρά και πολύμοχθη άσκηση. Οι πολύτιμες επιστολές του διασώζουν εύγεστο μέλι τής πνευματικής του κυψέλης: «Αρχή τής πορείας πρός την καθαρά προσευχή, είναι η μάχη πρός τα πάθη. Είναι αδύνατο να γίνει πρόοδος στην ευχή Οσο ενεργούν τα πάθη. Παρ’ όλα αυτά δεν εμποδίζεται η παρουσία τής χάρης τής προσευχής, αρκεί να μήν υπάρχει αμέλεια και κενοδοξία». Άλλου έγραφε: «Όλη τή νύχτα προσεύχομαι και φωνάζω: Κύριε, η σώσε όλους τους αδελφούς, η σβήσε και εμένα. Δέν θέλω τον παράδεισο μόνος»! Αυτή είναι η αληθινή αγάπη τών μοναχών και η μεγαλύτερη ιεραποστολή, κοινωνική προσφορά και φιλανθρωπία.

Ο Γέροντας Σωφρόνιος (+1993) είναι ο θεολόγος τής προσευχής και ο προσευχόμενος θεολόγος, νηπτικός πατήρ, εξαίσιος άνθρωπος. Μας λέγει· η προσευχή είναι κοινωνία Θεού, διάλογος με τον Θεό, ομολογία τής αδυναμίας μας, επίσκεψη Θεού· η θεοεγκατάλειψη μας ωριμάζει· η σιωπή του Θεού μας φρονηματίζει
και μας κάνει να υπομένουμε και να επιμένουμε, μας μαθαίνει να προσευχόμαστε- συνάντηση Θεού, γνώση Θεού, η αληθινή μετάνοια. Στο περίφημο βιβλίο του «Περί προσευχής» γράφει: «Κατά την επίκλησιν του Ονόματος του Ιησού Χριστού. Κατ΄ εκείνην την ώραν ηναγκάσθην να διακόψω την επίκλησιν του Ονόματος: Η ενέργεια αυτού ήτο καθ’ υπερβολήν ισχυρά. Η ψυχή άνευ λόγων, άνευ σκέψεων, εν τέλει εν τρόμω εκ τής εγγύτητος του Θεού. Τότε διηνοίχθη εις εμέ εν μέρει το μυστήριον τής ιερουργίας».

Ο Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (+1991) παντού όπου κι αν πήγε ήταν με το κομποσχοίνι. Οι πολλοί του λόγοι ήταν μέσα άπό την προσευχή και για την προσευχή: «Όταν είμαστε στη Χάρη τού Θεού, τότε η προσευχή μας γίνεται καθαρή». Άλλοτε έλεγε σ΄ ένα πνευματικοπαίδι του: «Ξέρεις πόσο μεγάλη δωρεά είναι το ότι μας έδωσε ο Θεός το δικαίωμα να του μιλάμε κάθε ώρα και στιγμή και σε οποιαδήποτε θέση κι αν βρισκόμαστε; Εκείνος μας ακούει πάντα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή πού έχουμε». Να, πού μερικές φορές ησυχαστές συναντούμε και στην Αθήνα. Αλλά αυτό είναι το εξαιρετικά σπάνιο.

Ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης (+1998) είναι ο τελευταίος τών γνωστών κοιμηθέντων νεοησυχαστών Αγιορειτών πατέρων. Ασφαλώς και δεν εξαντλήσαμε διόλου τον ιερό αυτό κατάλογο με το παρόν άρθρο. Ο Θεός να βοηθήσει να επανέλθουμε. Ο παπα Εφραίμ με τή βιβλική μορφή του δίδασκε και δίχως να θέλει φανέρωνε τή μυστική του εργασία, τή μεγάλη του αγάπη στον αενάως επικαλούμενο Ιησού. Τα προσφιλή του θέματα ήταν κυρίως περί υπακοής και περί προσευχής. Η μεγαλύτερη μορφή αγάπης πρός τον Θεό και πρός τον πλησίον είναι διά τής προσευχής, έλεγε. Αγωνίσθηκε πολύ κι αξιώθηκε μεγάλων χαρισμάτων. Η ευχή του ας μας συνοδεύει, ως και όλων τών μνημονευθέντων παραπάνω.
Ο ησυχασμός είναι ανάγκη να μελετηθεί βαθειά σήμερα, πού τάσεις εκκοσμικεύσεως και κοινωνικής υπερδραστηριότητος, άκρατου και απροετοίμαστου ιεραποστολισμού και πληθώρας πρόχειρων παρεμβάσεων στον κόσμο, επηρεάζουν όχι μόνο το σώμα τής αγίας μητέρας μας Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και τον Ανατολικό Ορθόδοξο Μοναχισμό και μάλιστα τον αγιορείτικο. Η παράδοση τών σπλάχνων τού Αγίου Όρους πάντως παραμένει πιστεύουμε, ελπίζουμε και προσευχόμαστε, ανέπαφη και στα κοινόβια και στην έρημο. Καλούμεθα με κάθε κόστος και πολλές θυσίες να διατηρήσουμε τον ησυχαστικό χαρακτήρα τού Αγίου «Ορους, τον οποίο κυρίως έχει ανάγκη ο σύγχρονος κόσμος, παρά άπό οτιδήποτε άλλο, και πού θα τον έχει, θεωρούμε, μεγάλη ανάγκη και τον επόμενο αιώνα πού ανατέλει σε λίγο…

πηγή: Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄, Τεύχος 24ο, σελ. 57-71, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος १९९९
http://www।pemptousia.gr/
http://thesvitis.blogspot.com/