Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Γεώργιος μοναχός Παντοκρατορινός (1902 - 1982)


Γεννήθηκε στο Σουφλί του Έβρου το 1902 ο κατά κόσμον Δήμος Ι. Καζακίδης. Νέος ήλθε το 1925 να μονάσει στο Παντοκρατορινό Κελλί του Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου της Καψάλας, στην υπακοή του εναρέτου Γέροντος Ευλογίου του νηστευτού (†1948), που υπήρξε υποτακτικός του περιβόητου ασκητή του Άθωνος Χατζη-Γιώργη (†1886). Εκάρη μοναχός το 1928. Μετά την οσιακή κοίμηση του Γέροντος Ευλογίου, ο π. Γεώργιος υποτάχθηκε πρόθυμα στον Γέροντα Παχώμιο (†1974), ο οποίος και αυτός υπήρξε θερμός φίλος της αρετής, όπως και ο παραδελφός του Δανιήλ (†1930).
Ο Γέροντας Γεώργιος είχε μεγάλη ευλάβεια στον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο, του οποίου τ’ όνομα έφερε και διηγείτο με θέρμη, θαυμασμό και συγκίνηση τα θαύματα του προστάτη αγίου του Κελλιού τους, ο οποίος πολλές φορές φανέρωσε τη θαυματουργή του χάρη στους πιστούς δούλους του. 
Κάποτε ακινητοποίησε ληστές, που πήγαν να κλέψουν τους μοναχούς, και άλλοτε τους πήγε ψάρια στην πανήγυρή τους κατά θαυμαστό τρόπο…
Διακρινόταν για την υπακοή, την απλότητα, την ταπείνωση, τη σε¬μνότητα και το φιλακόλουθο. Ακόμη και ηλικιωμένος πήγαινε στις αγρυπνίες του Πρωτάτου και των Κελλιών. Επίσης χαρακτηρίζεται για την ελεήμονα καρδιά που έκρυβε. Τον γνωρίσαμε στις Καρυές και χαρήκαμε τη συναναστροφή μαζί του. Λιγομίλητος, καλοσυνάτος, δεν κατέκρινε κανέναν. Ευλογημένο γεροντάκι. Χαιρόταν να κάνει την πανήγυρη του αγίου του Κελλιού του. Όσοι περισσότεροι πήγαιναν, τόσο χαιρόταν. Τους έφτιαχνε και λουκουμάδες, για να τους ευχαριστήσει. Αγωνιζόταν να κρύβει την αρετή του.
Στην πανήγυρη του 1982 έδωσε όλο τον εαυτό του. Γνώριζε καλά ότι θα ήταν η τελευταία. Ο Γέροντάς του Παχώμιος πριν πολλά χρόνια του είχε πει: «Μόλις εσύ παιδί μου φθάσεις στα ογδόντα σου χρόνια, τότε θα κοιμηθείς. Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα». Σε κάποιους μοναχούς που τον επισκέφθηκαν στα μέσα του 1982 έλεγε: «Φέτος φεύγω από τη ζωή αυτή, διότι έτσι μου είχε πει ο Γέροντάς μου πριν 40 χρόνια, ότι όταν φθάσεις στα ογδόντα σου, τότε θα κοιμηθείς». Έτσι κι έγινε. Γηροκομούμενος σε καλούς γειτόνους του και παρηγορούμενος από θεία οράματα ανεπαύθη εν Κυρίω ο μακάριος στις 11.10.1982 στο Κελλί του Αγίου Δημητρίου Τρυγωνάδων.
Στον επίσκοπο Ροδοστόλου Χρυσόστομο κάποτε εκμυστηρεύθηκε εξομολογητικά, φοβούμενος μη πλανάται: «Μπαίνω για τον όρθρο πολύ νύχτα ακόμα, όπως συνηθίζουμε, προσκυνώ τις εικόνες και βλέπω ύστερα τα καντήλια, κι αν είναι κανένα σβησμένο το ανάβω. Με “τραβάει” ύστερα να δω πολύ προσεκτικά την εικόνα του Ιησού Χριστού μας. Αρχίζω ύστερα την ευχή. Στην αρχή την λέω καθαρά με το στόμα, την καταλαβαίνω όλη. Ύστερα τα χάνω. Ούτε εικόνα βλέπω, ούτε τα χείλη μου αισθάνομαι να λένε τίποτα. Μόνο που ειρηνεύουν όλα και μου φαίνεται σαν να λέγεται η ευχή μέσα μου· την ακούω και την καταλαβαίνω κατακάθαρα μέσα εδώ· και ευχαριστιέμαι, πολύ ευχαριστιέμαι. Όταν σταματάει, είναι ήδη χαραυγή και πολλές φορές ψηλωμένος ο ήλιος. Πάει λοιπόν η ακολουθία. Το ίδιο κι όταν μπαίνω για εσπερινό· με πιάνει η νύχτα και εσπερινό δεν κάνω. Το ίδιο παθαίνω και μπροστά στην εικόνα της Παναγίας μας. Την αγαπώ πολύ. Μ’ αρέσει πολύ να την αντικρίζω, κι αρχίζω το “Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς”· κι απ’ εκεί τα ίδια. Έχω και το φόβο μη και πέση απ’ τα χέρια μου το καντηλοκέρι και κάψω την εκκλησιά του Άη Γιώργη μου και καγώ κι εγώ· γι’ αυτό το σβήνω και το αποθέτω παρ’ έκει, προτού αρχίσω την ευχή …».
Πήγες – Βιβλιογραφία
Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Γέρων Γεώργιος από το Κελλί του Φανερωμένου (†1983), Πρωτάτον 2/1983, σσ. 26-27. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Γράμματα και άρματα στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2000, σσ. 188-192. Βασιλείου Ιωσαφαίου μοναχού, Ενάρετοι άνθρωποι που γνωρίσαμε στο Άγιον Όρος στις μέρες μας, Ο Όσιος Γρηγόριος 32/2007, σσ. 88-97.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 1037- 1039  , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.


Ενθυμήσεις από τον Γερο Γεώργη του Φανερωμένου
Ὁ Γερο Γεώργης ἐρχόταν συχνὰ στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ διανυκτερεύση καὶ νὰ λειτουργηθῆ, καὶ εἴχαμε εὐκαιρία νὰ γνωρίσουμε τὴν σοφία, τὴν ἁπλότητα, τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν μεγάλη ἀγάπη ποὺ τὸν χαρακτήριζαν -γνωρίσματα τοῦ ἀληθινὰ πνευματικοῦ ἀνθρώπου.
Ἦταν τὸ ἔτος 1979, δύο χρόνια ἀφότου ἀνέλαβα καθήκοντα ἡγουμένου σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον πολυπαθῆ μοναστήρια τοῦ Ἄθωνα, ὅταν ὁ Γερο-Γεώργης μᾶς ἐπισκέφθηκε τὴν παραμονὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Κεκοπιακώς, περίλυπος καὶ ἀπαρηγόρητος μοῦ ἀνακοίνωσε τὴν αἰτία τῆς στενοχωρίας του. Ὁ καιρὸς ἐμπόδισε τὸ καράβι νὰ φέρη ψάρια γιὰ τὴν πανήγυρι καὶ ἔτσι δὲν θὰ εἶχε νὰ φιλέψη τοὺς πανηγυριστὲς τοῦ Κελλιοῦ καὶ νὰ τιμήση τὸν Ἅγιο.
Τότε, τοῦ προσφέραμε ὅσα ψάρια ἔτυχε νὰ ἔχουμε γιὰ τὴν ἑορταστικὴ τράπεζα τῆς μονῆς. Καὶ ἐκεῖνος τὰ δέχθηκε, γονάτισε μπροστὰ στὴν πύλη τῆς μονῆς, εὐχαρίστησε καὶ εὐχήθηκε. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναχώρησή του, καὶ ἐνῶ δὲν εἶχε διασχίσει τὰ ὅρια τῆς μονῆς, κατέφθασε ὁ μ. Γ. καὶ ἔφερε ψάρια, ποὺ εἶχε μόλις πιάσει ἀπὸ τὴν Καληάγρα, γιὰ νὰ τὰ προσφέρη εὐλογία —ἀκριβῶς τόσες μερίδες, ὅσες εἴχαμε δώσει στὸν Γερο-Γεώργη. Ὅταν τὶς ἑπόμενες μέρες ὁ γέροντας ἦρθε πάλι νὰ εὐχαριστήση, ἄναψε κερὶ στὴν Μεταμόρφωση καὶ εὐχήθηκε νὰ μὴ λείψη τίποτε ἀπὸ τὸ Κοινόβιο.
Ἄλλοτε, εἶχε στείλει ὁ ἴδιος ἕναν ἄγνωστο φτωχό, γιὰ νὰ πάρη ἐλεημοσύνη ἀπὸ τὴν μονή. Τότε, ποὺ τὸ μοναστήρι περνοῦσε τὴν πιὸ δύσκολη ἴσως περίοδο τῆς ζωῆς του μετὰ ἀπὸ μεγάλο διάστημα λειψανδρίας καὶ λεηλασίας, ἔτυχε νὰ βρίσκωνται ὄχι πάνω ἀπὸ ἑκατὸ δραχμὲς στὸ ταμεῖο. Ὁ ἐπίτροπος τῆς μονῆς διαμαρτυρήθηκε, ἀλλὰ τελικῶς τὰ χρήματα δόθηκαν μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη θὰ ἑλκύση τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ φτωχὸς ἀναχώρησε, ἕνας ἄγνωστος προσκυνητὴς μὲ ζήτησε στὸ προρταρίκι καὶ παρέδωσε βιαστικὸς ἕνα φάκελο. Περιεῖχε χίλιες ἑκατὸ δραχμές! Ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ ποσό, ἀφαίρεσα τὶς ἑκατὸ δραχμὲς καὶ ἔστειλα ἕναν ἀδελφὸ νὰ τρέξη πίσω ἀπὸ τὸν φτωχὸ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρη καὶ τοῦτο τὸ περίσσευμα. Συνειδηποποιήσαμε τότε πόσο ταχεῖα εἶναι ἡ ἀνταπόδοση τῆς Παναγίας. Ἀλλά, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Γερο- Γεώργης ἔφθασε τὸ Σάββατο γιὰ νὰ λειτουργηθῆ, χωρὶς νὰ ἔχει πληροφορηθῆ ἀπὸ κάποιον γιὰ τὰ γενόμενα, μὲ πλησίασε ὅλο χαρὰ καὶ μοῦ εἶπε: «Εἶδες, ὅταν δίνη τὸ ἕνα χέρι, ἡ Παναγία προσφέρει πενταπλάσια στὸ ἄλλο.»
Ἡ τελευταία φράση ποὺ μοῦ εἶπε κατὰ τὴν τελευταία ἐπίσκεψή του στὸ μοναστήρι ἦταν «Καλὴ ἀντάμωση. Τώρα δὲν θὰ ξαναϊδωθοῦμε.»
Καλὴ ἀντάμωση στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Μὲ τὴν εὐχή του.
Ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος
Καθηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου

http://koutloumous.com

Πατέρες, περπατάω τα ογδόντα μου, δεν θα ξαναγιορτάσω στη γη τον άηΓιώργη μου και θέλω να τον ευαρεστήσω φέτος περισσότερο…
[…]Θα μας μείνη όμως αλησμόνητη η περίπτωσις της κατ’ έτος χαράς και λάμψεως του πολύ εναρέτου πατρός Γεωργίου (Καζάκος Δήμος εκ Σουφλίου Θράκης, γεν. 1902, προς. 1925, κουρ. 1928, κοιμ 1982), Γέροντος του κελλίου του Αγίου Γεωργίου του «Φανερωμένου», στα βορειοδυτικά των Καρυών, που, στην πανήγυρι του έτους 1982, μπαινόβγενε στην εκκλησία του φτωχού κελλιού του και παρακαλούσε τους ψάλτες «να ψάλουν πιο καλά»∙ και έκανε και ξόδεψε τα πάντα του για εκείνη την τράπεζα, για να ευχαριστηθούν οι αδελφοί περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί ο αυστηρότατος νηστευτής και προορατικός Γέροντάς του του είχε προείπει, τότε που ήταν καλογέρι ακόμα:
«Θα πεθάνης όταν γίνης ογδόντα χρονών». Μας πληροφόρησαν ότι επρόκειτο περί αγίου ανδρός. Απεφάσιζε και διήνυε (Ευλόγιος το όνομά του, εκοιμήθη δε το 1948) δεκαετίες ολόκληρες αυστηράς νηστείας, απέχων, ο αείμνηστος, από κατάλυσι και αυτού του λαδιού ακόμη.
- Πατέρες, περπατάω τα ογδόντα μου, δεν θα ξαναγιορτάσω στη γη τον άηΓιώργη μου και θέλω να τον ευαρεστήσω φέτος περισσότερο απ’ όλες τις άλλες φορές∙ γι αυτό, σας παρακαλώ, ψάλτε και ευχαριστηθήτεκαι σεις μαζί μου∙ συγχωρέστεμε και Θεός σχωρέσ’ σας…
Πράγματι, το ίδιο έτος 1982, ημέρα Κυριακή και ώρα 11η προμεσιμβρινή, ο ευλαβέστατος και πολύ ενάρετος «ΓεροΓιώργης» παρέδωκε το πνεύμα του στον Σωτήρα Κύριο, έξι μήνες, δηλαδή, μετά απ’ εκείνη την πανήγυρι του αγίου Γεωργίου και την πανηγυρική τράπεζα, που είχε παραθέσει προς ευχαρίστησι των συμπανηγυριστών πατέρων.
Όσοι παραβρέθηκαν στην κηδεία του -και είχαν σπεύσει πάρα πολλοί, γιατί ήταν πασίγνωστος και πολύ αγαπητός-, όλοι συγκινημένοι σχολίαζαν τόσο το προορατικό χάρισμα του Γέροντός του όσο και την πεποίθησι, την προσδοκία και την διαβεβαίωσι του ιδίου, του χαριτωμένου μας Γέροντος Γεωργίου, του οποίου η απλότης, η ταπείνωσις και οι κατ’ εξοχήν μοναχικές αρετές ήταν γνωστές και ομολογούμενε απ’ όλους, και ο οποίος το να πεθάνη όταν θα γινόταν 80 ετών, όπως προείπε ο Γέροντά του στα χρόνια της νεότητός του, το εξελάμβανε σαν θέσφατο και δεδομένο και περίπου σαν θέμα… υπακοής.[…]
Από το βιβλίο
του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου
σελ. 188-189

Θεόφιλος ιερομόναχος Παντοκρατορινός (1882 - 1969)


Ο κατά κόσμον Αντώνιος Ζάμαρος του Δημητρίου και της Καλλιόπης γεννήθηκε στο χωριό Δρυόπη της νήσου Κύθνου των Κυκλάδων το 1882. Στον κόσμο ήταν σεβαστός και αγαπητός. Είχε πολλά πνευματικά τέκνα. Είχε φήμη εναρέτου κληρικού.
Στην Ιερά μονή Παντοκράτορος προσήλθε ηλικιωμένος το 1961. Κατέφυγε στο Άγιον Όρος, ως έλεγε, γιατί διάβασε και άκουσε ότι στο Περιβόλι της Παναγίας η Υπεραγία Θεοτόκος είναι άγρυπνη πρέσβειρα και ασφαλής μεσίτρια για τη σωτηρία όλων των προσφευγόντων στον ιερό Άθωνα.
Επέλεξε τη μονή Παντοκράτορος, για να τελειώσει τον βίο του, ευλαβούμενος τη θαυματουργική «Γερόντισσα» Παναγία, την προστάτιδα αυτής.
Είναι γεγονός, ως αναφέρεται, «ότι ο Μακαριστός Γέρων Θεόφιλος εγκαταβίωσεν εις την Ιεράν ημών Μονήν, εβίωσεν όντως ως Μοναχός και Ιερεύς, με καθολικήν “καλήν μαρτυρίαν” περί αυτού, ως ταπεινού, φιλακολούθου, ελεήμονος, ευγενούς, αφιλοχρημάτου, ησυχαστικού και προσευχής φίλου πιστού». Σύντομα έγινε γνωστός για την αρετή του κι έτρεχαν πολλοί να τον συναντήσουν, ν’ ακούσουν τις συμβουλές του και να εξομολογηθούν σε αυτόν. Όλους τους παρηγορούσε, τους ανέπαυε και κανόνιζε διακριτικά. Ως Πνευματικός ήταν, λέγουν, πράος, μειλίχιος, προσηνής και υπομονετικός.
Με μεγάλη καρτερία αντιμετώπισε και το ότι έμεινε κατάκοιτος προ της κοιμήσεώς του. Με προθυμία τον διακονούσε ο μοναχός Αντώνιος από την Πάρο. Μέχρι του τέλους του είχε πλήρεις τις αισθήσεις του και άριστη πνευματική διαύγεια. Είχε οσιακά τέλη. Το πρόσωπό του έλαμψε. Ο μοναχός Ιάκωβος († 2001) έλεγε πως του διηγείτο με συγκίνηση τα μεγαλεία του Θεού κι έκλαιγε ευφραινόμενος. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 10.9.1969 ελπίζοντας στις πρεσβείες τις ακοίμητες της δεομένης Γερόντισσας.
Πηγές-Βιβλιογραφία:
Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, Νεκρολόγιον, σ. 20. Ιεράς Μονής Παντοκράτορος. Επιστολή 3.7.1977 προς κ. Γ. Δημητρακόπουλο εις Αμαλιάδα.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, Τόμος Β΄ – 1900-1955, σελ. 821, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Άνθιμος ιερομόναχος Παντοκρατορινός (1909 - 1993)


Ο κατά κόσμον Αντώνιος Κατσαλιάκης του Ζαχαρία και της Τριανταφυλλιάς γεννήθηκε στο χωριό Τζιτζιφέ Κισάμου Κρήτης το 1909. Στην ιερά μονή Παντοκράτορος προσήλθε το 1928 και εκάρη μοναχός το επόμενο έτος.
Κατά τον φιλοαθωνίτη δάσκαλο Αντώνιο Στιβακτάκη, «ο Γέροντας Άνθιμος Παντοκρατορινός είχε γενναία καρδιά, ακατάβλητο φρόνημα, και αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής γνήσιο τέκνο της λεβεντογέννας Κρήτης, συμμετέχοντας ενεργώς στην Εθνική Αντίσταση και μεταφέροντας μόνος του με μία βάρκα από τον Άθωνα στις ακτές της Μικράς Ασίας Έλληνες και συμμάχους, οι οποίοι εν συνεχεία προωθούνταν στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο, για να συνεχίσουν τον υπέρ ελευθερίας αγώνα». Το 1947 αναχώρησε της μονής του και το επόμενο έτος χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος, λειτουργώντας σε διάφορα μέρη.
Το 1982 επέστρεψε στη μονή της μετανοίας του. Ήταν άνθρωπος πολύ ισχυρής κράσεως, φιλάνθρωπος, πρόθυμος και καλοσυνάτος. Μία φορά επιστρέφοντας με τα κουπιά στη μονή του από τα παράλια της Μ. Ασίας, όπου είχε φυγαδεύσει συμμάχους, κινδύνεψε από φοβερή θαλασσοταραχή. Μάλιστα δεν του είχαν απομείνει καθόλου τροφές και νερό. Οι σωματικές του δυνάμεις τον είχαν εγκαταλείψει τελείως. Επικαλέσθηκε τον άγιο Νικόλαο και άφησε όλες του τις ελπίδες σε αυτόν. Ο άγιος θαυματούργησε και τον πήγε σώο σ’ ένα εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στην περιοχή των Καυσοκαλυβίων. ’Ήταν ατρόμητος ο Γέροντας Άνθιμος. Από το Άγιον ’Όρος έφευγε με τη βάρκα για τη Σαμοθράκη, από εκεί για την Ίμβρο και από εκεί για τη Μ. Ασία. Κάποτε τον έπιασαν οι Γερμανοί και σκόπευαν να τον θανατώσουν, αλλά ο Θεός πάλι τον βοήθησε. Ο επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος τον χαρακτηρίζει «λεβεντοκαλόγερο», τον «ηρωικότερο Αγιορείτη κατά την περίοδο της Γερμανοκατοχής», γενναία καρδιά με ακατάβλητο πατριωτικό φρόνημα. Ταπεινός και μετριόφρων στα γεράματά του απέφευγε να μιλά για τον εαυτό του και τα κατορθώματά του.
Ανεπαύθη εν Κυρίω σιωπηλός, λησμονημένος και τεταπεινομένος στις 12.6.1993 στην αγαπητή μονή της μετάνοιας του.
Πηγές–Βιβλιογραφία:
Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Ωδή στα αμάραντα στον Άθωνα, Άγιον ’Όρος 2004, σσ. 275-283. Αντωνίου Στιβακτάκη, Κρήτες Αγιορείτες Μοναχοί, ‘Ιεράπετρα 2007, σσ. 151-152. 
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄ – 1956-1983, σελ. 595-597, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμ­βριος 2011.

Γουρίας μοναχός Παντοκρατορινός (1885 - 1975)


Ο κατά κόσμον Γεώργιος Πασκάς του Στεφάνου και της Κασσάνδρας γεννήθηκε στο Στανέν της Ρουμανίας. Στο Άγιον Όρος προσήλθε το 1903. Το 1908 εκάρη μοναχός. Έζησε στη ρουμανική σκή­τη του Τιμίου Προδρόμου και σε άλλα μέρη του ιερού Άθωνα.
Επί περίπου σαράντα χρόνια έζησε στην Καλύβη της Παντοκρατορινής Κάτω Καψάλας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Νέο τον λέγανε ναύαρχο, γιατί από κοσμικός είχε κάνει ναυτικός. Έκανε τον καπετάνιο και τον καραβοκύρη και μετέφερε σιτάρι στις μονές σε δύσκολα χρό­νια. Συνασκητή είχε τον συμπατριώτη του ιερομόναχο Θεοδόσιο, που αργότερα τον πήρε μαζί του στην Καλύβη του Αγίου Σάββα της Καψά­λας. Πριν από αυτούς στην Καλύβη του Ευαγγελισμού είχαν κατοικήσει οι επίσης συμπατριώτες τους ιερομόναχοι αδελφοί και λίαν ενάρετοι Γυμνάσιος (†1965) και Διονύσιος (†2004), οι μετέπειτα Κολιτσιώτες.
Ο Γέροντας Γουρίας είχε μία μυστική και άγνωστη στους πολλούς ασκητική ζωή. Συχνά αποσυρόταν στην παρακείμενη της Καλύβης του σπηλιά και ζούσε ουράνιες καταστάσεις προσευχόμενος θερμά και μετά δακρύων υπέρ εαυτού και του σύμπαντος κόσμου.
Αν και σχεδόν αγράμματος, ήταν μεγάλος αγωνιστής και βιαστής μοναχός. «Αγρυπνών, προσευχόμενος και νηστεύων υπέρ πάντας, φθάσας εις βαθύ γήρας απήλθεν εις τας αιωνίους σκηνάς και θαύμα εξαίσιον εν τη εξόδω αυτού εγένετο». Καθήμενος και ερωτηθείς αν είναι καλά απάντησε πως είναι πολύ καλά. Όταν τον ρώτησαν αν θέλει κάτι, ζήτησε λίγο νερό. Τούτο συνέβη δύο φορές. Κατόπιν συνεχίζων καθήμενος σταύρωσε τα χέρια, έλαβε μία ωραία μορφή, πήρε μια βαθιά ανάσα και εξέπνευσε. Χοροί αγγέλων ψάλλοντας παρέλαβαν την ψυχή του. Ανεπαύθη σε γειτονική Καλύβη στις 7.12.1975. Είχε όντως τέλος οσιακό.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Παντοκράτορος.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄1956-1983 , σελ.899 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011

Παχώμιος μοναχός Παντοκρατορινός (1880 - 1974)


Ο κατά κόσμον Νικόλαος Τριαντάφυλλου ήταν από το χωριό Καλύβια της Β. Εύβοιας. Υπήρξε μετανάστης στην Αμερική, έγγαμος και πατέρας ενός παιδιού. Μετά τον θάνατο του παιδιού του, επέστρεψε στην Ελλάδα κι εγκατέλειψε τα εγκόσμια, υστέρα και από άλλες πικρές περιπέτειες της ζωής του. Κατευθύνθηκε πρώτα στη μονή Κουτλουμουσίου, όπου μόναζε ένας ενάρετος συμπατριώτης του, ο μοναχός Ιωάσαφ († 1928). Εκεί ασθένησε και τον επισκέφθηκε ο Γέροντας Ευλόγιος από το Κελλί του Φανερωμένου, ως πρακτικός ιατρός, για να τον συνδράμει. Έτσι γνωρίσθηκαν και συνδέθηκαν και αργότερα τον ακολούθησε στο Κελλί του Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου, το 1908. Εκάρη μοναχός το 1912.
Ο Γέροντας Παχώμιος υπήρξε πνευματικός εγγονός του Γέροντα Χατζη-Γιώργη. Ήταν απλός, ήρεμος και ησύχιος. Είχε οσιακό τέλος. Τρεις ημέρες προ της εκδημίας του κάλεσε τον υποτακτικό του Γεώργιο († 1982) και του είπε να πάει να προμηθευθεί ψάρια για την επικείμενη εορτή του Αγίου Γεωργίου και για την κηδεία του. «Εγώ θα γιορτάσω στον Ουρανό», είπε, «με τον Άγιο Γεώργιο, δεν θα είμαι μαζί σας». Έτσι κι έγινε. Με χαρά ψυχής μεγάλη μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων δοξάζοντας εκ βαθέων τον Πανάγαθο Θεό. Την ώρα που εξήρχετο η ψυχή του, στις 22.4.1974, ακούσθηκε αγγελικός χαιρετισμός: «Χαίροις ψυχή απερχομένου». Ο μοναχός Γεώργιος που τον διακονούσε το άκουσε καλά. Ταυτόχρονα ευωδίασε όλο το κελλί και ιδιαίτερα το δωμάτιο του Γέροντος Παχωμίου, που είχε πριν βαριά μυρωδιά από τη μακρά ασθένεια του κατάκοιτου Γέροντος. Ο Γέροντας Παΐσιος γράφοντας για τους ενάρετους Αγιορείτες πατέρες αναφέρει: «Ο πατήρ Παχώμιος γιόρτασε με τον Άγιο Γεώργιο στον Ουρανό, όπως είπε, και χόρτασε από τα κάλλη του Παραδείσου και μέθυσε από το πνευματικό κρασί της αγάπης του Θεού μαζί με τον Άγιο Γεώργιο. Ο καλός Θεός να αξιώσει και εμάς να γευθούμε λίγο απ’ αυτό».
Πήγες – Βιβλιογραφία
Δαβίδ ιερομ., Ο Γέρων Ευλόγιος του Φανερωμένου, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 20-21. Παϊσίου Αγιορείτου μοναχού, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1994, σσ. 43-44.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμος Β΄ 1956-1983. σελ. 885-886
Οι Γέροντες Ευλόγιος († 11 Απριλίου 1948) και Παχώμιος († 22 Απριλίου 1974) και η πνευματική τους σχέση με τον Χατζή–Γεώργη
Ο Γερο–Ευλόγιος ο υποτακτικός του Χατζή – Γεώργη
Πάνω από τις Καρυές, προς το Βατοπέδι, είναι το Κελλί του Αγίου Γεωργίου «Φανερωμένου». Εκεί ασκήτευαν έξι «Χατζή-Γεωργιάτες» με Γέροντα τον μεγαλύτερο παραδελφό τους, Γερο- Ευλόγιο. Αργότερα δε, είχαν προστεθή άλλοι δύο αδελφοί στην Συνοδία τους, ο Πατήρ Παχώμιος και ο Πατήρ Γεώργιος, και έγιναν εγγόνια του Χατζή – Γεώργη.
Χαίρεται κανείς, όταν βλέπη αυτή την αγία Πατερική συνέχεια και θεία μετάδοση της Καλογερικής, από τους Όσιους Παππούδες στον Όσιο Πατέρα Χατζή - Γεώργη, και από τον Πατέρα στα παιδιά και στα εγγόνια! Αξίζει, φυσικά, να γράψη πολλά γι’ αυτούς, όπως και για τον Γερο-Εύλόγιο. Επειδή όμως έγραψε και ένας Πατέρας από την Σιμωνόμετρα, πατριώτης του, γι’ αυτό εγώ θα περιοριστώ μόνο σ’ ένα περιστατικό από το τέλος της ζωής του, πως πάλευε με τους δαίμονες μέχρι τα βαθιά του γεράματα ο αθλητής του Χριστού Γερο-Ευλόγιος!
Όταν είχε γεράσει πιά ο Γέροντας, αφού είχε περάσει τα εκατό του χρόνια, καθόταν σ’ έναν καναπέ και έλεγε συνέχεια την ευχή. Μια μέρα λοιπόν οι δύο υποτακτικοί του, ο Πατήρ Παχώμιος και ο Πατήρ Γεώργιος, είχαν πάει να μάσουν ελιές, και ο Γέροντας έκλεισε την πόρτα και ακουμπισμένος στον καναπέ έλεγε την ευχή. Για μια στιγμή άκουσε πολύ θόρυβο μέσα στο κελλί του και διέκοψε την ευχή, Όρμησαν τότε επάνω του τριάντα δαίμονες, τον πέταξαν κάτω στο πάτωμα και τον έδειραν γερά. Φυσικά, δεν μπορούσε να σηκωθή πιά το Γεροντάκι μετά από τόσο πολύ ξύλο! Όταν έγινε μεσημέρι, γύρισαν οι Πατέρες από την δουλειά και φώναζαν τον Γέροντα να τους άνοιξη την πόρτα. Αλλά που να ακούση το καϋμένο Γεροντάκι και πως να σηκωθή στην κατάσταση που βρισκόταν; Ο Πατήρ Γεώργιος, ανήσυχος, πέρασε από ένα παραθυράκι, άνοιξε την πόρτα, και προχώρησαν και oι δύο Πατέρες με αγωνία στο κελλί του Γέροντα. Αλλά τι να ιδούν; Τον Γερο–Ευλόγιο πεσμένο στο πάτωμα, χτυπημένο και να τους λέη ψύχραιμα:
-Ακούς! τριάντα δαίμονες μαζεύτηκαν, για να με δείρουν! δεν ήταν ένας και δύο!
Στο κελλί του είχε έναν ξύλινο Σταυρό κρεμασμένο και μπροστά του συνήθως προσευχόταν. Κάποτε, την ώρα που προσευχόταν, ήρθε ένας διάβολος από το παράθυρο, για να πειράξη τον Γέροντα.
Βλέπει ξαφνικά ο Γερο-Ευλόγιος τον Σταυρό να ξεκρεμιέται μόνος του, να πλησιάζη τον διάβολο, και να εξαφανίζεται αμέσως ο έξω από εδώ. Μετά είδε πάλι τον Σταυρό μόνο του να ξανακρεμιέται στην θέση του.
Έτσι αγωνιζόταν ο Γερο-Ευλόγιος μέχρι τα εκατόν οκτώ του χρόνια. Και αφού ωρίμασε πιά πνευματικά και έπρεπε να αναχώρηση απ’ αυτή την ζωή για την αιώνια με τον πνευματικό του πλούτο, έλαβε πληροφορία από τον Θεό να ετοιμασθή και να ετοιμάση και τα Καλογέρια του, δίνοντας τις τελευταίες του συμβουλές μαζί με την ευχή του:
- Εγώ, Καλογέρια μου, φεύγω πιά, πηγαίνω κοντά στον Άγιο Αντώνιο. Αργότερα θα έρθετε κι εσείς εκεί κοντά, στον Παράδεισο. Εσύ, Πάτερ Γεώργιε, θα ζήσης ογδόντα χρόνια.
Ζήτησε μετά και κοινώνησε και ανεπαύθη εν Κυρίω ο ευλογημένος του Θεού Ευλόγιος, στις 11-4-1948.
Ο Πατήρ Γεώργιος λοιπόν, όταν έκλεισε τα ογδόντα, έλεγε:
- Εφέτος θα πεθάνω∙ έτσι μου είπε ο Γέροντας.
Ο γιατρός βλέποντας την δυνατή κράση του, του έλεγε:
- Εσύ θα ζήσης άλλα τριάντα χρόνια.
Μόλις έκλεισε τα ογδόντα ο Πατήρ Γεώργιος, έκλεισε και τα μάτια του, και όλοι θαύμασαν!
Ο Γερο-Παχώμιος· ο υποτακτικός του Γερο-Ευλόγιου και εγγονός του Χατζή-Γεώργη
Όπως και για τον Γερο-Ευλόγιο, έτσι και για τον ευλογημένο υποτακτικό του, τον Πατέρα Παχώμιο, θα αναφέρω και γι’ αυτόν κάτι από το τέλος της ζωής του, και οι ευλαβείς αγωνιστές, που έχουν αγνούς λογισμούς, θα καταλάβουν την εξαγνισμένη ψυχή του Γερο-Παχώμιου!
Τρεις μέρες λοιπόν πριν από τον θάνατο του, ημέρα Πέμπτη, ο Γερο-Παχώμιος κάλεσε τον Πατέρα Γεώργιο και του λέει:
- Κάνε αγάπη, Πάτερ Γεώργιε, και πήγαινε στην Κολετσού να αγοράσης ψάρια για την Πανήγυρη του Αγίου Γεωργίου, που έχουμε την Δευτέρα. Να αγοράσης όμως αυτή την φορά πολλά ψάρια, γιατί θα έχετε δυο Πανηγύρια εσείς. Εγώ θα γιορτάσω στον Ουρανό με τον Άγιο Γεώργιο∙ δεν θα είμαι μαζί σας.
Πηγαίνει αμέσως στην Κολετσού ο Πατήρ Γεώργιος, φέρνει τα ψάρια και τα ετοιμάζει, για να μή χαλάσουν.
Την Παρασκευή ο Γερο-Παχώμιος στέλνει πάλι τον Πατέρα Γεώργιο να καλέση τους Πατέρες για την Πανήγυρη και του λέει:
- Να πής στους Πατέρες να κανονίσουν και τις δουλειές τους, γιατί θα έχουν δυο Πανηγύρια: την κηδεία μου με το μνημόσυνο και την επομένη την μνήμη του Αγίου Γεωργίου.
Ο Πατήρ Γεώργιος το ανήγγειλε στους Πατέρες, όπως του είπε ο Γερο-Παχώμιος. Το Σάββατο το πρωί τον έστειλε να ειδοποιήση τον Παπα - Δημήτρη να έλθη να τον κοινωνήση. Μόλις είδε τον Ιερέα, άρχισε να ψέλνη χαρούμενος Του Δείπνου σου του μυστικού και μόλις κοινώνησε είπε «Δόξα τω Θεώ!» Ασπάσθηκε μετά τους Πατέρες, που βρίσκονταν κοντά του, και έφυγε για τους Ουρανούς η αγιασμένη του ψυχή το έτος 1974, στις 22 Απριλίου.
Την Κυριακή έγινε η κηδεία και το μνημόσυνο με την τράπεζα της μιας Πανήγυρης, και την Δευτέρα γιόρτασαν τον Άγιο Γεώργιο, κι έγινε το δεύτερο Πανηγύρι. Ο Πατήρ Παχώμιος όμως γιόρτασε με τον Άγιο Γεώργιο στον Ουρανό, όπως είπε, και χόρτασε από τα κάλλη του Παραδείσου και μέθυσε από το πνευματικό κρασί της αγάπης του Θεού μαζί με τον Άγιο Γεώργιο.
Ο Καλός Θεός να αξιώση και εμάς να γευθούμε λίγο απ’ αυτό. Αμήν.
Πηγή: Αγιορείτες πατέρες και αγιορείτικα

Γεώργιος μοναχός Παλιομοναστηριώτης (1920 - 1972)


Ο κατά κόσμον Μπράνκο Βίτκοβιτς γεννήθηκε στο χωριό Μιρούσι της επαρχίας Μπιλέκα της Σερβίας το 1920. Τελείωσε το σχολείο με άριστα, τη στρατιωτική σχολή μηχανικών με εξαιρετική επιτυχία, τη σχολή μηχανικής και ηλεκτροτεχνικής του Μονάχου και το Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι. Στον πόλεμο του 1941 κα­τέληξε αιχμάλωτος στην Ιταλία και τη Γαλλία. Το 1954 αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα κι έμεινε για ένα διάστημα στη μονή του Αγίου Σάββα.
Από εκεί ήλθε στο Άγιον Όρος να μονάσει στη μονή Χιλανδαρίου. Έμεινε ένα διάστημα ως δόκιμος, κάνοντας πολλές μετάνοιες κάθε νύχτα. Τον τραβούσε όμως η ησυχία της ερήμου. Συνδέθηκε πνευμα­τικά με τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (†1959), ο οποίος του αποκάλυψε τα μυστικά της νοεράς προσευχής. Εκάρη μοναχός στο Παλιομονάστηρο, εκεί που είχε ζήσει και ο άγιος Σάββας των Σέρβων (†1236).
Η ησυχία, η μόνωση, η σιγή, η σιωπή, η άκρα νηστεία, η αγρυπνία, η προσευχή, η μελέτη ήταν η εδώ ζωή του. Οι ασθένειες δεν του ανέκοπταν το αυστηρό τυπικό του. Την πάσαν ελπίδα του είχε αφήσει στην Πανα­γία. Η μόνη του σκέψη ήταν το έλεος του Χριστού. Είχε αδυσώπητο πόλεμο με τον δαίμονα.
Τ’ απαραίτητα για να ζει τα εξοικονομούσε φτιάχνοντας σκούπες. Ήταν πάμπλουτος με την έσχατη πενία του. Μέσα στην κακουχία και τη στέρηση ζούσε μία υπέροχη χαρά. Χαιρετούσε τους επισκέπτες του με το «Χριστός Ανέστη» όλο τον χρόνο. «Είμαστε παιδιά της Αναστάσεως», έλεγε. «Εμείς οι μοναχοί χωρίς τη χαρά της Αναστάσεως δεν είναι δυνατόν να ζήσουμε ούτε να σωθούμε». Ο φίλος του και βιογράφος του Γέροντας Μητροφάνης Χιλανδαρινός (+1999) έλεγε: «Απ’ αυτή την πνευματική του χαρά καμιά φορά προερχόταν και κατάλληλο και οικοδομητικό χιούμορ, το οποίο χειριζόταν πάντα στους αγώνες του με τον πειρασμό, τον διάβολο».
Ο μορφωμένος και πολύγλωσσος αυτός μοναχός είχε κάλους στα γόνατα και τα χέρια από τις αμέτρητες γονυκλισίες. Λέει ο Γέροντας Χερουβείμ της μονής του Παρακλήτου που τον γνώρισε: «Η φλόγα της θείας αγάπης που έκαιε μέσα του ήταν απέραντη. Νύχτες ολόκληρες έλιωνε στην προσευχή υπέρ των άλλων, υπέρ της Εκκλησίας, υπέρ των δεινοπαθούντων και ιδιαιτέρως υπέρ των αμαρτωλών της γης». Ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ Βατοπεδινός (+2009) συμπληρώνει: «Στο Παλιομονάστηρο που έμενε και στη χειμερινή περίοδο με ψύχος, αρκετούς βαθμούς κάτω του μηδενός, ούτε θέρμανση είχε, παρ’ όλο που υπήρχαν σόμπες και ξύλα όσα ήθελε, αλλ’ ούτε και σκεπάσματα κατάλληλα χρησιμοποιούσε. Η αυστηρή φιλοπονία του ήταν ο γενικός κανόνας της ζωής του και ουδέποτε χαλάρωσε αυτή την “ανελέητη” ζωή έως του θανάτου του».
Ο Γέροντας Μητροφάνης Χιλανδαρινός καταλήγει στην ωραία βιο­γραφία του: «Ο μοναχός Γεώργιος κοιμήθηκε τη νύχτα της παραμονής της Γεννήσεως της Θεοτόκου, 8.9.1972, στο Παλαιό Ρωσικό μοναστήρι, όπου έγινε μοναχός ο άγιος Σάββας. Εκεί στην εκκλησία που βρίσκεται στον πύργο ο π. Γεώργιος άναβε ασταμάτητα το κανδήλι. Εκτενέστερα για τον βίο του π. Γεωργίου γνωρίζουν οι μοναχοί στο Περιβόλι της Παναγίας, της Μητέρας του Θεού, στο Άγιον Όρος, και στη Βασιλεία των Ουρανών, όπου αυτός τώρα κατοικεί αναπαυόμενος των πολλών μόχθων του».
Ο μητροπολίτης Φιλίππων Αλέξανδρος (+1978) γράφει: «Την άλλη μέρα του θανάτου του, κηδεύθηκε με ψιθυριστές ευχές και νεκρώσιμα τροπάρια ενός γέρου ιερομονάχου του Αγίου Παντελεήμονα, με τη συ­νοδεία δύο λαϊκών, δύο αξιωματικών της χωροφυλακής· θάφτηκε μέσα στο κελλί όπου ασκήτευσε, τυλιγμένος μέσα στο τριμμένο ράσο του που σκέπαζε το ημίγυμνο κουφάρι του. Η περιουσία του: ένας ξύλινος, χοντροκομμένος σταυρός του λαιμού, αναρτημένος μ’ ένα σύρμα. Σε μετρητά κέρματα ως πενήντα δραχμές. Τρόφιμα: λίγα ξεροκόμματα ψωμιού, μία ποσότητα πράσινες ελιές κρεμασμένες σ’ ένα κομμάτι κου­ρέλι μισοσαπισμένες, γιατί δεν ήσαν αλατισμένες. Ρουχισμός: το ράσο που χρησίμευσε για σάβανο, ένα ζευγάρι μπότες με χοντρά ράμματα και τρύπες. Μία χύτρα με τσάι του βουνού, χωρίς να βρεθεί πουθενά ζάχαρη, μερικά ξερά κλαδιά στο τζάκι, λιβάνι και μερικά εκκλησιαστικά και θρησκευτικά βιβλία».
Ο Γέροντας Ιωαννίκιος στο λαμπρό Αθωνικόν Γεροντικόν του γράφει τί του είπε σε μία συνάντησή τους ο μακάριος Γεώργιος: «Η πνευμα­τική ζωή είναι η αδιάλειπτος παραμονή εν τω Θεώ. Δηλαδή το “μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν”. Ουδείς δύναται να θεωρηθεί θεολόγος χωρίς την αποφατικήν θεολογίαν. Τα δόγματα της Εκκλησίας μας και αι δογματικαί αλήθειαι πρέπει να βιωθούν, να γίνουν εμπειρίαι. Προς τούτο χρειάζεται να κάνουμε ένα προσωπικό “Πάσχα”, διάβασιν, διά να τα κατακτήσωμε. Αν δεν γνωρίσουμε τον Θεόν, δεν θα τον αποκτήσωμε. Θεοπτία είναι και η γνώσις του Θεού. Θεωρών τις τον Θεόν θεωρεί και τα πράγματα τα του Θεού. Η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτος, αι ενέργειαι Αυτού όμως μεθεκταί. Προσιτή η δόξα, η ακτινοβολία, από την ουσία του Θεού προερχομένη. Εξ  αντανακλάσεως φωτιζόμενοι γνω­ρίζομε πρόσωπα, γνωρίζομε τα δύσκολα της Αγίας Γραφής, δεχόμεθα πληροφορίας, γνωρίζομε τα πάντα. Αι κοσμικαί ιδέαι, τα του κόσμου γενικώς, διασπούν την αυτοσυγκέντρωσιν, μας κάνουν εξωτερικούς, παλαιούς ανθρώπους. Ποιός δύναται να διηγηθεί την χαράν της Θείας Κοινωνίας; Ανέκφραστος αγαλλίασις, “Χριστός ανέστη” διά την ύπαρξίν μας … Η καλυτέρα προσευχή είναι το “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με”».
Ο νυν ηγούμενος της μονής Παρακλήτου αρχιμ. Τιμόθεος τον συνάν­τησε δύο ημέρες προ της κοιμήσεώς του και συνομίλησε αρκετά μαζί του. Γράφει περί αυτού: «Ο λόγος του π. Γεωργίου ήταν χειμαρρώ­δης και έντονα βιωματικός. Ήθελε να τα πει όλα, να εκφράσει όλες τις πνευματικές του εμπειρίες, να αποκαλύψει όλους τους πολύτιμους θησαυρούς της καρδιάς του. Σαν να προαισθανόταν, ο μακάριος, ότι εκείνη ήταν η τελευταία του συζήτηση. Ο χρόνος κυλούσε δίχως να το καταλαβαίνουμε. Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα, και ο π. Γεώργιος συνέχιζε ακούραστος να επεκτείνεται από το ένα θέμα στο άλλο, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της συζητήσεως με το αριστερό του χέρι δούλευε ασταμάτητα το τριμμένο κομποσχοίνι του …». Έλεγε: «Το πρώτο δειλό ξεκίνημα για μια υψηλή πνευματική ζωή συνίσταται: α) στην απαλλα­γή από τα πάθη, ελαττώματα, αδυναμίες κ.τ.ό., β) στο ακατάκριτο της γλώσσης και της διανοίας, γ) στην απροσπάθεια έναντι των πραγμάτων του παρόντος κόσμου (πλούτος, δόξες, τιμές κ.λπ.) και δ) στην απόλυτα ήρεμη συνείδηση. Όλα αυτά είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις, οι βάσεις, η προετοιμασία για τους μεγάλους αγώνες». Ο άνθρωπος του Θεού δεν επιδιώκει ούτε τη ζωή ούτε κι αυτόν τον παράδεισο, αλλά μόνο τη δόξα του Θεού. Είναι έτοιμος για οποιαδήποτε θυσία χάριν του Θεού. Έχει πάψει να ζει για τον εαυτό του. Ζει για τον Θεό και τον πλησίον. Απόρροια της αγάπης του αυτής είναι η επιθυμία του ευαγ­γελισμού των ανθρώπων, η ανάγκη να κάνει κοινωνούς των βιωμάτων του και τους άλλους …».
Πηγές- Βιβλιογραφία:
Ιωαννικίου Κοτσώνη αρχιμ., Αθωνικόν Γεροντικόν, Κουφάλια Θεσσαλονίκης 19993, σσ. 407, 441-442. Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Μοναχός Γεώργιος ο ερημίτης του Άθω (1920-1972), Θεσσαλονίκη 20052. Τιμοθέου αρχιμ., Για μία υψηλή πνευματική ζωή, Μοναχού Γεωργίου του Ερημίτου (1920-1972), Πρωτάτον 117/2010, σσ. 17-21.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄ – 1956-1983, σελ. 847-852, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Ευσέβιος προηγούμενος Ξηροποταμινός (1904 - 1983)


Όταν ήμουν παιδί, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ένα γεγονός που είχε γίνει μερικά χρόνια νωρίτερα, εξακολουθούσε να κυριαρχεί έντονα στο χωριό μας και να επηρεάζει την πνευματική και τη θρησκευτική ζωή του.
Τρεις νέοι είχαν εγκαταλείψει τα εγκόσμια και είχαν αναχωρήσει από το χωριό για το Άγιον Όρος, όπου προσήλθαν στην ιερά Μονή Ξηροποτάμου για να δοκιμασθούν και να γίνουν «εν καιρώ τω δέοντι» μοναχοί.
Αυτό το γεγονός έγινε αφορμή να δημιουργηθεί στο χωριό μας μία έντονα πνευματική-«αγιορείτικη» ατμόσφαιρα και οι διηγήσεις για τη ζωή στον Άθωνα, για τους μοναχούς, τους ασκητές, τους ησυχαστές, τους ερημίτες και τους οσιομάρτυρες ήταν καθημερινές καιδημιουργούσαν συγκίνηση και κατάνυξη στην ψυχή μας.
Εμείς τα παιδιά ακούγαμε αυτές τις αθωνικές αφηγήσεις «με ανοικτό στόμα» και τερπόταν η καρδιά μας, ενώ η φαντασία μας φτερούγιζε στους απορρώγους βράχους, στις πλαγιές, στα διάσελα και στα δάση του Άθωνα, όπου «συναντούσαμε» αιωνόβιους εξαϋλωμένους ασκητές, με κάτασπρα μακρυά γένια που έφταναν έως τα γόνατα των ποδιών τους, ημίγυμνους (για σληρότερη σωματική και πνευματική άσκηση) άγιους ασκητές που ζούσαν στη βαθυτέρα έρημο και δεν εμφανιζόταν παρά μόνο στον ιερέα που τουςκοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων, νηπτικούς μοναχούς που το πρόσωπό τους ακτινοβολούσε ένα ιλαρό θεϊκό φως, νεαρά καλογέρια που πριν γνωρίσουν με τις ατελείωτες ώρες αγρυπνίας και προσευχής, με την ταπείνωση και την απόλυτη υπακοή.
Τότε άρχισαν και τα πρώτα νοσταλγικά «φτερουγίσματα» και της δικής μου καρδιάς προς το Άγιον Όρος[1]. Άκουγα ότι εκεί ο Θεός λατρεύεται πραγματικά και ο άνθρωπος πλησιάζει πολύ κοντά στον Θεό, γίνεται Θεός κατά Χάριν, όπως έκπληκτος άκουσα ναλέγει ο μακαριστός Ιερομόναχος Ιουστίνος από την Αγία Μονή Βιάννου, ο οποίος υπηρέτησε ως Εφημέριος για κάποιο χρονικό διάστημα στο χωριό μου[2].
Πέρασαν βέβαια πολλά χρόνια από τότε για να κατανοήσω τι ακριβώς εννοούσε ο Γέροντας Ιουστίνος, τον οποίο, αν και ήμουν παιδί, ιδιαίτερα αγαπούσα και ευλαβούμουν, γιατί η όλη παρουσία του και η αγάπη του προκαλούσαν ιερό σεβασμό και δέος.
Άκουγα επίσης να λένε ότι αυτοί οι τρεις χωριανοί μας νέοι είχαν Γέροντά τους τον Ιερο μόναχο Ευσέβιο, που καταγόταν από το χωριό Χριστός Ιεράπετρας, ο οποίος τους οδήγησε στο Άγιον Όρος και στο οποίο υποτάχθηκαν, δηλαδή έκαναν απόλυτη υπακοή.
Όλες αυτές τις λέξεις, Γέροντας, υποτακτικός, υπακοή, δόκιμος, δοκιμασία κ.ά. τις άκουγα για πρώτη φορά και δεν γνώρισα τη σημασία τους και το ακριβές περιεχόμενό τους. Μάλιστα, όταν ρώτησα να μάθω, μου είπαν ότι αυτοί οι τρεις νέοι άφησαν τους γονείς τους, τους συγγενείς τους, τους φίλους τους, τους συγχωριανούς τους, ακολούθησαν τον Γέροντά τους, δηλαδή τον πνευματικό τους Πατέρα, στο Άγιον Όρος, όπου για κάποιο μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θα τους δοκίμαζε στην υπακοή και στην άσκηση, κιαν έκρινε ότι μπορούσαν να ανταποκριθούν επιτυχώς, θα έδινε τη συγκατάθεσή του να καρούν μοναχοί, να ενδυθούν το αγγελικό σχήμα και να αφοσιωθούν απόλυτα και ολοκληρωτικά στον Θεό.
Για τον Γέροντα Ευσέβιο τον Ξηροποταμηνό μιλούσαν με σεβασμό και θαυμασμό. Έλεγαν οτι ασκούνταν ήδη σαράντα και πλέον χρόνια στο Άγιον Όρος, ότι είχε βοηθήσει πολύ τη Μονή Ξηροποτάμου, τόσο στην ανακαίνισή της, μετά από μια καταστροφική πυρκαγιά, όσο και στην επάνδρωσή της από νέους μοναχούς. Έλεγαν ότι ο Γέροντας αυτός είχε πολλά πνευματικά παιδιά, τα οποία προέτρεπε και βοηθούσε να σπουδάσουν, να γίνουν πιστοί και ευσεβείς επιστήμονες και να φανούν χρήσιμοι στην κοινωνία.
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια και όταν τον Ιούλιο του 1985 βρέθηκα για πρώτη φορά ως ταπεινός προσκυνητής στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου, ζήτησα να συναντήσω τον Γέροντα Ευσέβιο, να τον γνωρίσω «διά ζώσης» και να πάρω την ευχή του. Δυστυχώς όμως, όπως με πληροφόρησε ο ευγενέστατος αρχοντάρης, αν θυμάμαι καλά ήταν ο π. Χρυσόστομος, ο Γέροντας Ευσέβιος είχε κοιμηθεί τον ύπνο των δικαίων πριν από ένα χρόνο. Η χαρμολύπη κυρίευσε την ψυχή μου.’Ενιωθα μεγάλη χαρά, γιατί βρισκόμουν στηΜονή Ξηροποτάμου, Σ΄ ένα μοναστήρι για το οποίο τόσα είχα ακούσει κατά την παιδική μου ηλικία, σ’ έναν τόπο μετάνοιας, πνευματικής ασκήσεως, προσευχής και αληθινής λατρείας του Θεού, που είχε μάλιστα τη μεγάλη ευλογία να φιλοξενεί το μεγαλύτερο τμήμααπό τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Αισθανόμουν όμως και λύπη, γιατί δεν πρόλαβα να γνωρίσω στην παρούσα ζωή το Γέροντα Ευσέβιο, αλλά και γιατί δεν βρίσκονταν πια εδώ οι τρεις συγχωριανοί μου, που περί το 1960 είχαν ενταχθεί ως δόκιμοι στην Ξηροποταμηνή Αδελφότητα υπό την υπακοήκαι πνευματική καθοδήγηση του Γέροντος Ευσεβίου.
Ο ένας εξ αυτών εκάρη μοναχός με το όνομα Βασίλειος. Αργότερα βγήκε στον κόσμο, έγινε Ιεροδιάκονος και Ιερομόναχος από τον μακαριστό Μητροπολίτη Πέτρας Δημήτριο Μπουρλάκη (†1990), προσήλθε στην Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου-Αγία Μονή Βιάννου, της οποίας είναι επί πολλά έτη Καθηγούμενος[3]. Οι άλλοι δύο δεν έγιναν μοναχοί και επέστρεψαν στο χωριό. Ο ένας έγινε αργότερα έγγαμος ιερέας και σήμερα είναι εφημέριος στην Ενορία Καστρίου Χόνδρου Βιάννου. Ο άλλος δημιούργησε οικογένεια χωρίς να γίνει κληρικός.
Ποιός ήταν όμως ο Γέροντας Ευσέβιος ο Ξηροποταμηνός, αυτός ο ευλογημένος άνθρωπος των παιδικών μου αναμνήσεων, ο οποίος υπηρέτησε με επίγνωση τον Θεό, απέκτησε δεκάδες πνευματικά τέκνα και τα βοήθησε να πορευθούν ασφαλώς το δύσκολο δρόμο της ζωής και «εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν»[4];
Ο κατά κόσμον Εμμανουήλ Γ. Δασκαλάκης γεννήθηκε το έτος 1904 στο χωριό Χριστός Ιεράπετρας (τότε Βιάννου) από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, οι οποίοι ονομάζονταν Γεώρ γιος και Δέσποινα.Ήταν το ένα από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Τα άλλα πέντε ήταν ο Μιχαήλ, η Μαρία, η Χαριτωμένη, η Ευαγγελία και η Παρασκευή[5].
Στο Δημοτικό Σχολείο του Χριστού έμαθε τα πρώτα γράμματα και εν συνεχεία «μετήρχετο το επάγγελμα του υποδηματοποιού-γεωργού»[6] για να συνεισφέρει και αυτός στα πενιχρά οικονομικά της αγροτικής οικογένειάς του, η οποία μάλιστα ήταν και πολύτεκνη (δύο γονείς και έξι παιδιά), σε μια πολύ δύσκολη εποχή που η ανέχεια κυριαρχούσε στην ύπαιθρο της πατρίδας μας.
Για το λόγο αυτό οι χωρικοί ασχολούνταν συνήθως με τη γεωργία και την οικόσιτη κτηνο τροφία, όμως πολλοί εξ αυτών ασκούσαν και κάποιο άλλο «πάρεργο; επάγγελμα (υποδηματοποιός, κουρέας, πεταλωτής κ.ά.) για να ενισχύσουν το πενιχρό οικογενειακό βαλάντιον.
Έτσι περνούσαν οι ημέρες του νεαρού Εμμανουήλ στο χωριό, όταν σε ηλικία 18 ετών, το έτος 1922, ο Κύριος «έκρουσε τη θύραν» της καρδιάς του και τον έκανε να πάρει καθοριστικές αποφάσεις για την πορεία της ζωής του.
Αποφάσισε λοιπόν να εγκαταλείψει τους γονείς, τα αδέλφια του, τους άλλους συγγενείς, τους φίλους του και τους συγχωριανούς του και να πορευθεί στο Άγιον Όρος, στην πανίερη κιβωτό της Ορθοδοξίας, στο μεθόριον του κόσμου και των ουρανίων, στοπνευματικό εργαστήριο που κατεργάζεται και σφυρηλατεί ψυχές και τις στέλνει στο αιώνιο φως του Ουρανού.
Προσήλθε εκουσίως και χωρίς «δεύτερες σκέψεις» στις 23 Απριλίου 1922 στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου, που εκείνα τα χρόνια, παρά το γεγονός ότι ήταν ιδιόρρυθμη, ήκμαζε πνευματικά και ασκούνταν εκεί μεγάλα πνευματικά αναστήματα μεταξύ των οποίων ήτανκαι οι Κρήτες Ιερομόναχοι Ευδόκιμος και Βασίλειος[7]. Προσήλθε για να δοκιμασθεί και να γίνει, αν το επέτρεπε ο Θεός, «εν καιρώ τω δέοντι» μοναχός.
Υποτάχθηκε στον Ιερομόναχο Βασίλειο Βλασσάκη[8], άνδρα εγνωσμένης αρετής και ασκητικής βιοτής, που είχε προσέλθει στην Ιερά Μονή από το 1893 και είχε ήδη διανύσει επιτυχώς τριάντα ολόκληρα χρόνια αυστηρής ασκητικής ζωής. Σ’ αυτόν τον έμπειρο πνευματικό οδηγό υποτάχθηκε χωρίς όρους και όρια ο νεαρός Εμμανουήλ και στήριξε τις ελπίδες του να γίνει γνήσιος και αληθινός μοναχός.
Μετά από τη σχετική δοκιμασία εκάρη μοναχός στις 11 Σεπτεμβρίου 1922. Χειροτονήθηκε Διάκονος στις 23 Φεβρουαρίου 1925 και Ιερομόναχος στις 10 Μαρτίου 1930. Προήχθη Προϊστάμενος της Μονής στις 7 Ίανουαρίου 1936[9]. Υπήρξε ένας από τους πλέον δυναμικούς Ιερομονάχους της Ξηροποταμηνής Αδελφότητας και υπηρέτησε τη Μονή της μετάνοιάς του από διάφορες καίριες θέσεις και σε όλα τα διακονήματα «διελθών κανονικώς όλα τα αξιώματα»[10]. Υπηρέτησε και ως Πρόεδρος της Μοναστηριακής Συνάξεως, ουσιαστικά δηλαδή ως Καθηγούμενος, όπως γίνεται στα ιδιόρρυθμα μοναστήρια.
Πολύ σημαντική και γόνιμη ήταν η υπηρεσία και παρουσία του Γέροντα Ευσεβίου στη θέση του Επιστάτη της Μονής Ξηροποτάμου στην Ιερά Κοινότητα από την οποία υπηρέτησε επιτυχώς, τόσο τη Μονή της μετάνοιάς του, όσο και το Άγιον Όρος γενικότερα.
Το έτος 1952 κάηκε η βορειοανατολική πτέρυγα της Μονής και, όπως αναφέρεται σε αξιόλογο βιβλίο της αγιορείτικης βιβλιογραφίας, «ξανακτίσθηκε με προσπάθειες και εράνους των μοναχών με επικεφαλής τον δυναμικό Προηγούμενο της Μονής Ευσέβιο Δασκαλάκη, ο οποίος πρόσφερε σπουδαίες υπηρεσίες στη Μονή και στο Όρος επί πενήντα ολόκληρα χρόνια, ως Προϊστάμενος και Επίτροπος στη Μονή του και ως Επιστάτης στην Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους»[11].
Πραγματικά, κατά τη χρονική περίοδο που ήταν Πρόεδρος της Μοναστηριακής Συνάξεως, τέθηκε επικεφαλής του δύσκολου αγώνα και της άοκνης προσπάθειας να αποκατασταθεί και να ανακαινισθεί το τμήμα «του εκ του πυρός αναλωθέντος κτηρίου τ η ςΜονής» Ξηροποτάμου, που τελικώς επιτεύχθηκε εξαιτίας της επιμονής και της δυναμικής παρουσίας του Γέροντος Ευσεβίου.
Ο Γέροντας απέκτησε δεκάδες πνευματικά τέκνα στον κόσμο, τα οποία νουθετούσε και τα ενίσχυε στην προς τον Χριστό δύσκολη πορεία τους και γενικότερα στη ζωή τους.
Όπως αναφέρει ο Θεοχάρης Μ. Προβατάκης, τ. Διευθυντής στο Υπουργείο Πολιτισμού «τη πνευματική υποδείξει και τη ηθική και οικονομική ενισχύσει του Γέροντος Ευσεβίου εσπούδασαν 20 θεολόγοι, 5 φιλόλογοι, 4 νομικοί, αρκετοί δάσκαλοι και πλείονες όσοι κληρικοί μεταξύ των οποίων και ένας Αρχιερεύς, ο μακαριστός Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Ευδόκιμος»[12].
Οι περισσότεροι εξ αυτών κατείχαν και κάποιοι κατέχουν έως σήμερα καίριες κρατικές και επιστημονικές θέσεις. Άλλοι δίδαξαν ή διδάσκουν σε Πανεπιστήμια, άλλοι είναι ανώτεροι υπάλληλοι Υπουργείων (Διευθυντές Υπουργείων Πολιτισμού, Εθνικής Παιδείας καιΘρησκευμάτων κ.ά.), άλλοι διηύθυναν Εκκλησιαστικές Σχολές και ιδρύματα, άλλοι είναι Καθηγητές και Διευθυντές Γυμνασίων και Λυκείων, άλλοι είναι διδάσκαλοι και ol περισσότεροι είναι ιερείς, Λειτουργοί του Θεού, και τελούν την Αναίμακτη Θυσία του Κυρίου μας ενώπιον του Ιερού και Αγίου Θυσιαστηρίου, τόσο εντός Ελλάδας, όσο και στο εξωτερικό στον Ελληνισμό της διασποράς.
Ο Γέροντας Ευσέβιος οδήγησε πολλούς «νέους στο μοναχικό ιδεώδες και αρκετοί από τους υποτακτικούς του σπούδασαν την ιερή επιστήμη της θεολογίας και προσφέρουν αθόρυβα τις υπηρεσίες τους στο σύγχρονο Ορθόδοξο μοναχισμό ως απλοί υποτακτικοί, ως Ιερομόναχοι, αλλά και ως Καθηγούμενοι»[13]. Πίστευε ότι το Άγιον Όρος πρέπει να βρίσκεται σε κοινωνία και άμεση επικοινωνία με τον κόσμο για να παιδαγωγεί εις Χριστόν και τους «εν τω κόσμω» αγωνιζομένους ορθοδόξους χριστιανούς. Γνώριζε ο ευλογημένος τους λόγους του Κυρίου ότι «ο θερίζων μισθόν λαμβανει και συνάγει καρπόν εις την αιώνιον ζωήν»[14]. Δηλαδή, εκείνος που ελκύει ψυχές στη σωτηρία παίρνει μισθό και αποθηκεύει καρπό για την αιώνια ζωή.
Για το λόγο αυτό, με την άδεια και την ευλογία της Ιεράς Κοινότητος, «ηγήθη το 1963 ειδικής αποστολής προς μεταφοράν ανά την Ελλάδα του μεγαλυτέρου Τεμαχίου Τιμίου Ξύ λου που φυλάσσεται εν τη Ιερά Μονή Ξηροποτάμου προς πανελλήνιον προσκύνημα»[15].
Σ’ αυτή τη βαθύτατη πεποίθηση, που είχε ο Γέροντας περί της στενής σχέσεως του Αγίου Όρους με τον κόσμο, εντάσσεται και η συνεχής και άοκνη προσπάθειά του να αποκτήσει πνευματικά τέκνα στον κόσμο και να τα βοηθήσει να προοδεύσουν στη βιοτή τουςκαι κυρίως στην εν Χριστώ Ιησού ζωή.
Ο Γέροντας Ευσέβιος μελετούσε πολύ, και έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για καθετί, για οποιαδήποτε ενέργεια βοηθούσε στην πρόοδο, ιδιαίτερα στην πνευματική πρόοδο και στην αναζήτηση της αλήθειας.
Στο περιοδικό «Πρωτάτον» ανιχνεύσαμε μία επιστολή την οποία απέστειλε τον Ιανουάριο του 1983 στον εκδότη του περιοδικού Γέροντα Καρεώτη στον οποίο εκφράζει την ικανο ποίησή του για την επανέκδοση του περιοδικού και ζητά την εγγραφή του ωςσυνδρομητού σ΄ αυτήν την προσπάθεια.
Αυτό το απλό γεγονός καταδεικνύει ότι ο Ιερομόναχος Ευσέβος Ξηροποταμηνός, παρά τη μεγάλη ηλικία του, δεν έπαυε να ενδιαφέρεται και να αγωνίζεται για την διά βίου άσκηση, μά θηση, βελτίωση και πνευματική τελείωσή του, παρά το γεγονός ότι ήταν ασκητής εξήντα και πλέον έτη.
Δεν έπαυε επίσης να ενισχύει κάθε θεοφιλή προσπάθεια, για να γίνει περαιτέρω γνωστή η πνευματική ζωή της μοναστικής αθωνικής πολιτείας, με τελικό σκοπό την πνευματική καλ λιέργεια των χριστιανών που ζούσαν μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Με πολλήν αγάπην και χαράν έλαβον το Αγιορειτικόν Δελτίον υφ υμών εκδιδόμενον, το οποίον επισταμένως διεξήλθον και έχω επ’ αυτού θερμά συγχαρητήρια προς υμάς. Εάν και εφ όσον θα εκδίδηται τούτο υφ υμών εν συνεχεία, παρακαλώ να με έγγραψητε ωςσυνδρομητήν κατά την τάξιν την οποίαν θα ακολουθήσητε…»[16].
Πρέπει να αναφερθεί ότι ο Γέροντας Ευσέβιος πέρασε στη ζωή του και πειρασμούς και δοκιμασίες. Όμως αυτό συμβαίνει με όλους εκείνους τους φλογερούς χριστιανούς και μάλιστα τους μοναχούς, που αγωνίζονται με πνευματικό ηρωισμό και αυταπάρνηση καιγίνονται στόχος του αρχέκακου «αντικειμένου» στην πορεία του ανθρώπου, στην όντως δύσκολη και επίπονη πορεία του προς τον Χριστό, προς την Άνω Ιερουσαλήμ, προς τη Βασιλεία των Ουρανών.
Είναι γνωστό εξάλλου το πατερικόν ότι «είναι αδύνατον χωρίς να δοκιμασθούμε από τα κύματα και τον ενάντιο άνεμο των πειρασμών, να φθάσουμε στην αντίπερα Όχθη»[17] κι ακόμη αυτό που λέγει ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος απευθυνόμενος στον κάθε χριστιανόκαι ιδιαίτερα σ΄ αυτόν που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πνευματικού αγώνα: «Γνώριζε ότι χωρίς πειρασμούς βρίσκεσαι μακριά από τον δρόμο του Θεού και δεν περπατάς στα ίχνη των αγίων»[18].
Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές των δοκιμασιών, των πειρασμών και των θλίψεων, που, αν τις υπομείνει κανείς με ταπείνωση, με υπομονή, με καρτερία και με πίστη, αποδεικνύεται αποτελεσματικό παιδαγωγικό μέσον στην εν Χριστώ Ιησού ζωή, ο Γέροντας Ευσέβιος είχε πάντα την ελπίδα του στον Θεό και επαναλάμβανε τους λόγους του ψαλμωδού:
«Μή αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού· εν η αν ημέρα θλίβωμαι, κλίνον προς με το ους σου· εν η αν ημέρα επικαλέσωμαί σε ταχύ επάκουσόν μου»[19].
Δηλαδή, μή στρέψεις αλλού το πρόσωπόν Σου, Κύριε, ώστε να μή με βλέπεις. Κατά την ημέρα της θλίψεώς μου πλησίασε προς εμέ το αυτί Σου, και άκουσέ με με κατανόηση και ευμένεια. Όσες φορές Σε επικαλεσθώ, γρήγορα και χωρίς αναβολή ή αργοπορία επάκουσόν με.
Ο Γέροντας Ευσέβιος ο Ξηροποταμηνός αξιώθηκε από τον Θεό, λίγα χρόνια πριν κοιμηθεί, να δεί τη Μονή της μετάνοιάς του να υιοθετεί και να ακολουθεί την κοινοβιακή ζωή, να γίνεται ένα άριστο κοινόβιο από την Αδελφότητα του Γέροντα Εφραίμ του Φιλοθεΐτου (του Πρεσβυτέρου), ο οποίος απέστειλε το 1980 στη Μονή Ξηροποτάμου ευάριθμη ομάδα Φιλοθεϊτών Πατέρων με επικεφαλής τον εκλεκτό υποτακτικό του Ιερομόναχο Εφραίμ, ο οποίος κατεστάθη πρώτος Ηγούμενος της κοινοβιακής πλέον Μονής Ξηροποτάμου στις 9 Μαρτίου 1981, δημιουργώντας ένα λαμπρό κοινόβιο.
Μετά την πρόωρη κοίμησή του στις 21 Νοεμβρίου 1984, ημέρα εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου, Καθηγούμενος εξελέγη ο Ιερομόναχος Ιωσήφ, ο οποίος συνεχίζει έως σήμερα την τριαντάχρονη κοινοβιακή πορεία της κατά την οποία η Ιερά Μονή Ξηροποτάμου ανθεί και θάλλει πνευματικά.
Ο Γέροντας Ευσέβιος ο Ξηροποταμηνός κοιμήθηκε τον ύπνο των δικαίων στις 18 Ιουλίου 1985 πλήρης ημερών και «εν μετανοία» στην Αθήνα, όπου βρισκόταν εκείνες τις ημέρες.Η σωρός του μεταφέρθη στη Μονή της Μετάνοιάς του, όπου και ετάφη.
Όλη η ζωή του και ιδαιτέρως η διακονία του στον Αμπελώνα του Κυρίου μαρτυρεί άνδρα που η ψυχή του εφλέγετο από την αγάπη του προς τον Θεό και προς τον πλησίον.
Ας έχομε την ευχή του και την ευλογία του.
Αντώνιος Εμμ. Στιβακτάκης Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Στιβακτάκης Αντ.,Οδοιπορικό στον Άθωνα, Αθήνα, 1987, σ. 5-6.
2. α) Στιβακτάκης Αντ., «Εκκλησιαστική Ιστορία της Βιάννου», Νέα Χριστιανική Κρήτη, 2004, 23, σ. 173-212.
β) Στιβακτάκης Αντ., Ο Χόνδρος Βιάννου στα μονοπάτια της Ιστορίας, Ηράκλειο, 2008, σ.171-173.
γ) Στιβακτάκης Αντ., «Γενική επισκόπηση της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Βιάννου», Επιστημονική Επετηρίδα Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου, τόμος Β’, 2011.
3. α) Στιβακτάκης Αντ., Κρήτες Αγιορείτες Μοναχοί, Ιεράπετρα, 2007, σ. 84.
β) Στιβακτάκης Αντ., «Παρουσία Βιαννιτών Μοναχών στο Άγιον Όρος», Βιαννίτικες Ρίζες, 2008, 2, σ. 155-156.
4. Ευχή α’ Μεγάλου Βασιλείου στην ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως.
5. α) Σημαντικές πληροφορίες για τον Γέροντα Ευσέβιο Ξηροποταμηνό μας έδωσε ο κατά σάρκα συγγενής του Θεοχάρης Μ. Προβατάκης, τ. Διευθυντής στοΥπουργείο Πολιτισμού.
β) Σύμφωνα με το Μοναχολόγιον της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου γεννήθηκε το έτος 1904, ενώ ο θεοχάρης Προβατάκης αναφέρει ως έτος γεννήσεώς του το 1900.
6. Πληροφορίες, Θεοχάρης Μ. Προβατάκης.
7. α) Ευδόκιμος Ξηροποταμηνός Προηγούμενος, Η εν Αγίω Όρει Ιερά Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Ξηροποτάμου (α’ εκδ. 1926), Θεσσαλονίκη 1971.
β) Στιβακτάκης Αντ., «Ευδόκιμος Ξηροποταμηνός», Αγκυρα Ελπίδος, 2005, 25, α. 30-35.
γ) Στιβακτάκης Αντ., «Βασίλειος ο Ξηροποταμηνός», Αγκυρα Ελπίδος, 2002, 10, σ. 29-34.
8. α) Στιβακτάκης Αντ., Κρήτες Αγιορείτες Μοναχοί, Ιεράπετρα, 2007, σ. 79-81.
β) Στιβακτάκης Αντ., «Γέρων Βασίλειος ο Ξηροποταμηνός», Μαρτυρία 2004, 221, σ. 41-47.
9. Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου.
10. Πληροφορίες, Θεοχάρης Μ. Προβατάκης.
11. Προβατάκης Θεοχ., Το Άγιον Όρος-Αθως, Αθήνα, 1986, σ.169.
12. Πληροφορίες, Θεοχάρης Μ. Προβατάκης.
13. Πληροφορίες, Θεοχάρης Μ. Προβατάκης. 14/Ιωάν. 4,36.
15. Πληροφορίες, Θεοχάρης Μ. Προβατάκης.
16. «Κείμενα και Μαρτυρίες», Πρωτάτον, 1983, 4, σ.77.
17. Ώριγένης.
18. Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
19. Ψαλμ. 101,3.
Πηγή: Διμηνιαία Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπυτνής και Σητείας, Περίοδος Β΄,τ.69, Ιούλιος-Αύγουστος 2012

Καισάριος Δαπόντε μοναχός Ξηροποταμινός (1713 - 1784)


ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟΥΣ
ΛΟΓΙΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ 18ου αιώνα
Του Φλορίν Μαρινέσκου
Κέντρο νεοελληνικών ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
Από τους σημαντικούς λογίους του ΙΗ' αιώνα, ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος, γεννήθηκε στη Σκόπελο το 1713. Η οικογένειά του ήταν ιταλικής καταγωγής - Da Ρonte. Ήταν γιος του Στεφάνου και της Μαγδαληνής. Ο πατέρας του διετέλεσε πρόξενος της Αγγλίας, με νομικές αρμοδιότητες στη Σκόπελο, στη Σκιάθο και στην Κιλιοδρομία.
Οι Δαπόντε είχαν συνολικά 12 αγόρια και τρεις κόρες, στους οποίους εξασφάλισαν μία σοβαρή εκπαίδευση. Ο Κωνσταντίνος παρακολουθούσε τα μαθήματα του νεοϊδρυθέντος τοπικού σχολείου μέχρι την ηλικία των 17 χρονών. Στη συνέχεια, στις 30 Ιανουαρίου 1731, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο δραγουμάνος του στόλου Κωνσταντίνος Βεντούρας τον βοήθησε ουσιαστικά. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους έφτασε στο Βουκουρέστι, όπου γράφτηκε αμέσως στη γνωστή Ηγεμονική Ακαδημία. Τρεις μήνες αργότερα γνώρισε τον ηγεμόνα Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο, τον οποίο δεν άργησε να υπηρετεί-τόσο στη Βλαχία όσο και στην Μολδαβία όπου μεταπηδούσε διαδοχικά. Γενικά οι σχέσεις του με τον Φαναριώτη βοεβόδα υπήρξαν αρμονικές. Το 1743, ύστερα από την άρνηση του τελευταίου όμως να τον προβιβάσει, ο Σκοπελίτης λόγιος αποφάσισε να επιστρέψει στο νησί του. Πριν φύγει μετέβη στο Ιάσιο, όπου υπέβαλε τα σέβη του στον υποψήφιο ηγεμόνα Ιωάννη Μαυροκορδάτο, αδελφό του Κωνσταντίνου. Ο Ιωάννης ανέβηκε τελικά στο θρόνο της Μολδαβίας και πρότεινε αμέσως στον Δαπόντε το αξίωμα του γραμματέα, καθώς και εκείνο του καμινάρη, που ήταν επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων επί των οινοπωλείων.
Όλο αυτό το διάστημα που υπηρέτησε τους ηγεμόνες Κωνσταντίνο και Ιωάννη Μαυροκορδάτο -ως το 1746- ο Δαπόντε χαρακτηρίστηκε από τη φιλαργυρία του, εξυπηρετώντας -με το αζημίωτο- διαφόρους τοπικούς παράγοντες. Ο ίδιος περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες και με κάθε ειλικρίνεια τις δραστηριότητες του αυτές και, μερικές φορές και τα ποσά που εισέπραττε στο γνωστό του έργο Κήπος Χαρίτων.
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Ύστερα από συνεχείς πολιτικές αντιπαραθέσεις με τον μεγάλο ποστέλνικο Αντωνάκη Ραμαδάνη και τη φυγή του στην Κριμαία, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη συνοδεύοντας τον Χάνο Σελίμ Γκιράι. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι αντέδρασαν με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για 20 μήνες (27 Μαρτίου 1747-27Νοεμβρίου 1748) στην Πόλη, όπου υπέφερε φριχτά, σωματικά και κυρίως ψυχολογικά, μία που θεωρούσε τη φυλάκισή του φυσικό επακόλουθο των αμαρτιών του. Σ' αυτό το διάστημα -τον Αύγουστο πέθανε η μητέρα του, η οποία είχε ξεκινήσει για τις φυλακές, αν και ο γιος της, γεμάτος τύψεις για την οδύνη που της προκάλεσε, απέφυγε να την δει.
Απελευθερώθηκε στα τέλη Νοεμβρίου 1748, αφού πλήρωσε 55 πουγκιά και αποσύρθηκε για ανάρρωση στη Μονή της Αγίας Τριάδος στη Χάλκη. Εκεί ήλθε σε επαφή με πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες της εποχής: Ιωάννικο Καρατζά, μέλλοντα Οικουμενικό Πατριάρχη, Παΐσιο πρώην Πατριάρχη, Σύλβεστρο Πατριάρχη Αντιοχείας. Ο τελευταίος του συνέστησε μία κοπέλα ονόματι Μαριόρα, κόρη του Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη και της Φεβρωνίας, την οποία παντρεύτηκε στις 21 Νοεμβρίου 1749.
ΜΟΝΑΧΟΣ
Στις 24 Αυγούστου 1751 γεννήθηκε η κόρη τους Μαγδαληνή η οποία πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου λίγο πριν από την μητέρα της. Ύστερα από αυτά τα πλήγματα ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Στις 10 Αυγούστου 1753 αποσύρθηκε στο Πιπέρι, όπου στις 26 Οκτωβρίου έγινε μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Καισάριος. Για τρία χρόνια ζει μια ήσυχη ζωή ως μοναχός, μέχρι το 1756, οπότε έπειτα από σύγκρουση με τον ηγούμενο της μονής, φτάνει στη Σκόπελο με άκρα μυστικότητα και αποσύρεται αμέσως στην οικογενειακή του μονή της Ευαγγελίστριας.
Την 1η Μαΐου 1757 φεύγει για προσκύνημα για πρώτη φορά στο Άγιον Όρος συγκεκριμένα στη μονή Ξηροπόταμου, όπου ο σκευοφύλαξ μοναχός Άνθιμος ήταν συντοπίτης του. Εκείνη την εποχή οι πατέρες της μονής αναζητούσαν ένα μοναχό λόγιο, με κύρος και διασυνδέσεις, ο οποίος θα αναλάμβανε μια αποστολή, με το Τίμιο Ξύλο -κυρίως στις ρουμανικές χώρες- απ' όπου θα επιχειρούσε να εξασφαλίσει οικονομική ενίσχυση για την ευρισκόμενη σε παρακμή μονή, κυρίως για την ανοικοδόμηση του Καθολικού της.
ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΜΕ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Η αποστολή (τριμελής) ξεκίνησε στις 22 Μαΐου 1757 και επέστρεψε στη μονή στις 11 Σεπτεμβρίου 1765. Περιέλαβε εκτός από τις Ηγεμονίες και την Κωνσταντινούπολη (προκαθορισμένους στόχους της περιοδείας) καθώς και τη Χίο, τη Σάμο, τα Ψαρά, την Εύβοια, και τη Σκόπελο, στις τελευταίες περιοχές πήγε ύστερα από παράκληση των κατοίκων τους.
Συνολικά η θητεία αυτή θεωρείται πετυχημένη, αφού απέφερε στη μονή μετά οκτώ χρόνια, τρεις μήνες και είκοσι μέρες πολλά χρήματα, άμφια, ιερά υφάσματα, ιερά βιβλία, ιερά σκεύη, φορητές εικόνες και διάφορα υλικά για το ναό.
Μετά την άφιξή του στη μονή, την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 1765, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές, ο Καισάριος άρχισε να ασχολείται με την επίβλεψη της επισκευής του Καθολικού. Το 1771, ύστερα από μία παρεξήγηση, προφανώς με τους ξηροποταμινούς πατέρες, πήγε στην μονή Κουτλουμουσίου. Το 1778 αναχώρησε για την μονή Ευαγγελιστρίας της Σκοπέλου, την οποία είχε κτίσει ο παππούς του Ιωάννης Γραμματικός, ενώ ο πατέρας του Στέφανος είχε οικοδομήσει το Καθολικό. Το 1784 ο Καισάριος αφιέρωσε τη μονή αυτή στην Ξηροποτάμου και, πριν λάβει την επικυρωτική απάντηση των αγιορειτών, επέστρεψε εκεί όπου και πέθανε στις 4 Δεκεμβρίου 1784.
Ο Δαπόντε υπήρξε ένας από τους γνωστότερους συγγραφείς του αιώνα του. Από τα 26 έργα του τα 18 έχουν τυπωθεί, ενώ τα'; άλλα διασώθηκαν σε χειρόγραφη μορφή στην Ξηροποτάμου, σε βιβλιοθήκες της Ελλάδας, της Αγγλίας, της Ρουμανίας, στην Κωνσταντινούπολη και αλλού.
Συνέταξε κυρίως θρησκευτικά έργα - αλφάβητα, ειρμούς, θεοτόκια, μακαρισμούς, μεγαλυνάρια, εκκλησιαστικούς κανόνες κ.λπ., αλλά και πονήματα ιστορικού περιεχομένου, που διατηρούν την αξία τους και σήμερα.
Στον Σκοπελίτη λόγιο ταιριάζουν απόλυτα, πιστεύουμε, δύο δικοί του στίχοι :
«Όσα δεν είδα κοσμικός, καλόγηρος τα είδα
κι εχάρηκα κι εχόρτασα πάσαν μου παρ' ελπίδα».
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
Ο Καισάριος Δαπόντες υπήρξε ένας από τους γνωστότερους συγγραφείς του αιώνα του (18ος αιώνας). Συνέταξε κυρίως θρησκευτικά έργα (αλφάβητα, ειρμούς, θεοτόκια, μακαρισμούς, μεγαλυνάρια, εκκλησιαστικούς κανόνες κ.λπ.), αλλά και πονήματα ιστορικού περιεχομένου, που διατηρούν την αξία τους και σήμερα. Από τα 26 έργα του τα 18 έχουν τυπωθεί, ενώ τα άλλα διασώθηκαν σε χειρόγραφη μορφή στη Μονή Ξηροποτάμου, σε βιβλιοθήκες της Ελλάδας, της Αγγλίας, της Ρουμανίας, στην Κωνσταντινούπολη και αλλού.
Μερικά από τα έργα του
Καθρέπτης γυναικών, 1766
Κήπος Χαρίτων, 1768
Χρηστοήθεια, 1770
Γεωγραφική Ιστορία, 1781
Περί ματαιότητος κόσμου και αθλιότητος του ανθρώπου
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΟΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
Ο Καισάριος Δαπόντες επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Άγιο Όρος και συγκεκριμένα τη μονή Ξηροποτάμου το έτος 1757. Την εποχή εκείνη η μονή, από πολλές και διάφορες αιτίες (προηγούμενες επιδρομές Τούρκων, μεγάλες πυρκαγιές, αδιάκοπους σχεδόν δικαστικούς αγώνες που είχαν σχέση κυρίως με οριακές διαφορές με τις γειτονικές της μονές) βρισκόταν σε παρακμή.
Πολυμαθής λόγιος με επιβλητική προσωπικότητα, ο Δαπόντες, επιλέγεται μαζί με άλλους δύο μοναχούς να περιοδεύσει στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με το Τίμιο Ξύλο (το μεγαλύτερο στον κόσμο τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, στο οποίο φαίνεται μια από τις τρύπες, όπου είχαν μπήξει τα καρφιά κατά τη Σταύρωση) και τεμάχια από τα λείψανα των 40 Μαρτύρων, με σκοπό τη συγκέντρωση χρηματικού ποσού για την ενίσχυση της μονής.
Η περιοδεία διήρκεσε οκτώ χρόνια (1757 - 1765) και απέφερε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό.
Επισκευή και Ανοικοδόμηση του Καθολικού της Μονής Ξηροποτάμου
Μετά την οκτάχρονη περιοδεία του, ο Καισάριος Δαπόντες, επιστρέφει στη μονή το 1765 και αναλαμβάνει να ανακαινίσει το μεγαλύτερο μέρος της, κτίζει τα προπύλαια και ασχολείται με την επίβλεψη της επισκευής και ανοικοδόμησης του Καθολικού.
Το Καθολικό της μονής, τιμώμενο στη μνήμη των αγίων 40 Μαρτύρων, βρίσκεται στο κέντρο της λιθόστρωτης αυλής και είναι στραμμένο περισσότερο προς βορρά ακολουθώντας την ανάλογη διαμόρφωση του εδάφους. Κτισμένο με τον ίδιο τρόπο, όπως τα άλλα καθολικά, είναι πολύ ευρύχωρο, εκτός από το σχετικά στενό Ιερό Βήμα. Η κεραμοπλαστική του διακόσμηση ομορφαίνει περισσότερο την προσεγμένη τοιχοποιία του, ενώ σε μια γωνία του εξωνάρθηκα βρίσκεται εντοιχισμένη μια ανάγλυφη πλάκα από τη μεσοβυζαντινή εποχή με την ολόσωμη παράσταση του αγίου Δημητρίου.
Η Φιάλη του Αγιασμού
Έξω από το καθολικό, στη λιθόστρωτη αυλή, υπάρχει η φιάλη του αγιασμού από ερυθρό μάρμαρο, που έφερε και εγκατέστησε εδώ, σύμφωνα με μια επιγραφή της, ο Καισάριος Δαπόντες.
http://www.skopelos.net