Καταγόταν από το χωριό Γόλιτσα των Αγράφων (σήμερα το μικρό αυτό χωριό φέρει το όνομά του) και έζησε τον 17ο – 18ο αιώνα. Γράμματα δεν διδάχθηκε, αλλά πήρε καλή ανατροφή από τους ευσεβείς γονείς του.
Πηγαίνοντας στην εκκλησία και ακούγοντας τους βίους των Αγίων, άρχισε να αγωνίζεται προς μίμησι των άθλων τους. Έφευγε σε τόπους ησυχαστικούς και προσευχόταν. Οι γονείς του ήθελαν να τον νυμφεύσουν, αλλά αυτός έφυγε στα 23 του χρόνια στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου της Σουρβιάς, κοντά στη Μακρυνίτσα του Βόλου. Αφού εδοκιμάσθη επί αρκετό χρόνο, τον ενέδυσαν με το αγγελικό σχήμα ονομάζοντάς τον Ακάκιο. Εκεί από το υπερβολικό των ασκήσεών του, όλοι ενόμισαν ότι είχε πέσει σε πλάνη. Εκείνος όμως, ποθώντας περισσότερο την ησυχία και την αυστηρή άσκησι, ήλθε στο Άγιο Όρος, όπου και κατοίκησε διαδοχικά σε σκήτες και κελλιά της Μεγίστης Λαύρας και των μονών Διονυσίου, Γρηγορίου και Παντοκράτορος.
Τελικώς, με συμβουλή του κατουνακιώτου ασκητού Γαλακτίωνος, αποφασίζει να εγκατασταθή στον απρόσιτο τόπο επάνω από τα σημερινά Καυσοκαλύβια ενασκούμενος επί είκοσι έτη και εργαζόμενος το εργόχειρο της κατασκευής ξύλινων κουταλιών. Κατόπιν ασκήτευσε μέχρι το τέλος του βίου του μέσα σε σπήλαια, τρώγοντας μόνον ψωμί ανά δύο ή τρείς ημέρες.
Ο βιογράφος και μαθητής του παπα-Ιωνάς ελάχιστα δείγματα αναφέρει από τους σκληρούς αγώνες του, τα εκπληκτικά κατορθώματά του και τις αναρίθμητες θείες οράσεις του. Πολλές φορές έτριβε πέτρες και έτρωγε τη σκόνη μαζί με ξερά χόρτα. Κοιμόταν ελάχιστη ώρα γύρω στα μεσάνυχτα, ποτέ όμως ξαπλωμένος, αλλά στηριζόμενος στον βράχο του σπηλαίου του. Άλλοι ασκηταί από κοντινές καλύβες έβλεπαν να βγαίνουν φλόγες από το στόμα του όταν προσευχόταν. Ακόμη ο όσιος έγινε αλείπτης τριών οσιομαρτύρων οι οποίοι προετοιμάσθηκαν κοντά του και έτυχαν του μαρτυρίου.
Πρώτος ο άγιος Ρωμανός ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα πρεσβεύη στον Θεό υπέρ του Οσίου, να παραμείνη έως τέλους στον ασκητικό του αγώνα στο σπήλαιο, και ο όσιος Ακάκιος να εύχεται ώστε να τελειώση καλώς το μαρτύριο. Όταν ο όσιος Ακάκιος άφησε το σπήλαιο και επήγε στο κάθισμα του Αγίου Αθανασίου, ήλθε σε έκστασι και είδε τον οσιομάρτυρα Ρωμανό λευκοφόρο και λάμποντα να στρέφη το πρόσωπό του προς αυτόν και να τον ονειδίζη για την παράβασί του, για το ότι εγκατέλειψε το σπήλαιο. Ο όσιος τότε υπήκουσε και επέστρεψε στο σπήλαιο. Εκεί είδε σε οπτασία τον οσιομάρτυρα Ρωμανό με ιλαρό και γλυκύτατο πρόσωπο να τον παρηγορή. Επίσης ο Άγιος προετοίμασε τον οσιομάρτυρα Νικόδημο από το Ελβασάν και τον οσιομάρτυρα Παχώμιο από τη Ρωσία.
Όταν κάποτε τον ερώτησε ο μαθητής του παπα- Ιωνάς αν ο άνθρωπος μπορή να ιδή ή όχι τον Χριστό στον κόσμο τούτο, ο Όσιος αποκρίθηκε τα εξής: Αν ίσως ο Χριστιανός δεν αποκτήση την όρασιν των νοερών οφθαλμών, οπού να βλέπη καθαρώς τον Χριστόν εδώ εις την παρούσαν ζωήν, δεν είναι τρόπος ούτε εκεί να τον ιδή (κώδιξ Καυσοκαλυβίων 199, ιη’ αι, σελ. 546-547). Πρόσθεσε μάλιστα ότι ο ίδιος πολλές φορές είδε τον Χριστό.
Η θέση αυτή του οσίου Ακακίου έχει μεγάλη θεολογική σημασία, επειδή φανερώνει ότι ο Άγιος είναι συνεχιστής της παραδόσεως των μεγάλων Ησυχαστών του 14ου αι., οι οποίοι πάλι είχαν διδασκάλους τους μεγάλους Μυστικούς του 11ου αι. Είναι, λοιπόν, και αυτός ένας αληθινός και μεγάλος ησυχαστής του 17ου αι., όμως δυστυχώς δεν κατέγραψε τις μυστικές εμπειρίες του.
Ο όσιος Ακάκιος υπήρξε ένας από τους ιδρυτάς του μικρού μεν, αλλά περίφημου ασκητικού κέντρου των Καυσοκαλυβίων. Κατά την ίδρυσι της σκήπεως η έλλειψι του νερού ήταν εξ αρχής ένα σοβαρό πρόβλημα για τους πατέρες που κατοίκησαν εδώ, γι’ αυτό αρκετοί αναγκάστηκαν να αναχωρήσουν σε άλλους τόπους. Ο όσιος Ακάκιος, όμως, μετά από θερμή προσευχή, υπέδειξε στον μαθητή του Τιμόθεο ένα μέρος όπου έσκαψε και -ώ! του θαύματος- , ανέβλυσε άφθονο και κατακάθαρο νερό, από τρία μάλιστα σημεία, εις δόξαν και τιμήν της τρισηλίου θεότητος. Το νερό βγαίνει μέχρι σήμερα μέσα από τον βράχο και υδρεύει όλη τη σκήτη.
Ο όσιος Ακάκιος όμως, στο σπήλαιο εκείνο, υπέφερε μεγάλους πειρασμούς από τους δαίμονες, άλλοτε εμφανιζομένους ορατώς και άλλοτε αοράτως. Αλλ’ αυτός με το θαυμαστό άρμα της προσευχής διέλυσε τις τέχνες και τις επιβουλές τους, ωσάν το ύφασμα της αράχνης. Όταν δε συνέβαινε να έχη στενοχώρια από συνέργεια διαβολική, του παρουσιαζόταν σε έκστασι ο άγιος Μάξιμος με στολή λαμπρά και με θυμιατό στα χέρια, τον εθυμίαζε και ελευθερωνόταν από την πολλή λύπη. Άλλοτε πάλι παρουσιαζόταν το πρωί ένα ωραιότατο πουλάκι, μεγάλο σαν τρυγόνι, το οποίο καθήμενο επάνω στο δέντρο που ήταν εμπρός στο σπήλαιο, κελαηδούσε μια θαυμαστή μελωδία που ακούοντάς την έφευγε κάθε λύπη απ’ αυτόν και γέμιζε η καρδιά του χαρά και ευφροσύνη.
Ο Μακάριος Τριγώνης γράφει το 1772 στο Προσκυνητάριόν του :
Εμεγαλύνθηκε δε τη Σκήτη και ηύξησε από έναν Ακάκιον ασκητή πορκομμένο και στα ψυχικά τέλειο ο οποίος ασκήτευσε εκεί τώρα στους καιρούς μας, δηλαδή στα 1720, με μεγάλη άσκησι ο τρισόλβιος, κάνοντας άοικος και γυμνίτης χρόνους 20, εις δε το γήρας του έκτισε μικράν καλύβην. Ο θαυμαστός Ακάκιος τόσο έλαμψε στην αρετή, ώστε πολλούς από τους παλαιούς ξεπέρασε στους μεγάλους κόπους και ταλαιπωρίες από τους παλαιούς ξεπέρασε στους μεγάλους κόπους και ταλαιπωρίες του σώματός του, αλλά επειδή ζουν ακόμη πολλοί από αυτούς που τον εγνώριζαν και διηγούνται οι ίδιοι τα κατορθώματά του, δεν θεώρησαν απαραίτητο να γράψουν τον κατά πλάτος βίο του. Τόσο μόνο είναι αναγκαίο να ειπούμε, ότι υπέρ άνθρωπον είναι η πνευματική προκοπή του και όμοιος εστάθη στην αρετή με του παλαιούς εκείνους οσίους και πολλούς μεν παρεκίνησε στην αρετή, πολλούς δε στο μαρτύριο.
Ακόμη ο Όσιος είχε δώσει εντολή στον παπα-Ιωνά να κτισθή ναΐδριο προς τιμήν της Θεοτόκου επάνω από το σπήλαιο, γνωρίζοντας ως διορατικός ότι άλλο μέρος στερεό κοντά στο σπήλαιο δεν υπάρχει. Ο ναός αυτός έγινε με ενέργειες του παπα-Ιωνά μετά την κοίμησι του Οσίου. Ο όσιος Ακάκιος εκοιμήθη στις 12 Απριλίου του 1730 σε ηλικίαν 100 ετών, από τα οποία έζησε στο Άγιο Όρος τα 70.
Το 1858 η τιμία κάρα του Οσίου, με αίτημα των καυσοκαλυβιτών μοναχών, μεταφέρθηκε από την καλύβη του στο Κυριακό, εις διηνεκή αγιασμόν πάντων των Πα-τέρων και των ευσεβών προσκυνητών. Η μεταφορά έγινε από εξαρχία της ιεράς μονής Μεγίστης Λαύρας και τον τότε οσίου Ακακίου άφησαν ως ευλογία και αναφαίρετο κειμήλιο την κάτω σιαγόνα του. Τα χειρόγραφα του Βίου του Οσίου γραμμένα από το χέρι του μαθητού του παπα-Ιωνά, τα οποία περιέχουν και πολλές χρήσιμες πληροφορίες για τη ζωή και την ιστορία της σκήτης, ευρίσκονται στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας.
ΠΗΓΗ.Ακακίου Καυσοκαλυβίτου-Ασκητικές μορφές και ιστορίες από τον Άθωνα.