Οι δυο πόλοι της πνευματικής ζωής
Οκτωβρίου 6, 2010 — Χαράλαμπος
Εορτάζει η Εκκλησία μας σήμερα την μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, Πατριάρχου Αλεξανδρείας. Ο Άγιος Ιωάννης κατήγετο από την Κύπρο. Υπήρξε τέκνο ευσεβών και πλουσίων γονέων. Αν και ανετράφη μέσα στην άνεσι, έστρεψε όλη του την διάθεσι και προσοχή στην ευσέβεια. Διαβλέποντας η Θεία Χάρις μέσα στην αγνή ψυχή του, ότι θα απέδιδε πολύ πνευματικό καρπό στο μέλλον, τον προώρισε και τον ανεβίβασε στον θρόνο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, πού ήκμαζε τότε. Στον βίο του αναφέρεται ένα σύμβολο, πού έδειξε η Χάρις για την μέλλουσά του διαγωγή. Είδε στον ύπνο του μια ωραία κόρη στεφανωμένη με κλάδο ελαίας, η οποία του είπε: «Εγώ είμαι η πρώτη θυγάτηρ του βασιλέως. Αν με αγαπήσης, έχω την δύναμι να σε οδηγήσω εις αυτόν». Ο Άγιος συνεπέρανε ότι αυτή ήτο η Χάρις της συμπαθείας και της ελεημοσύνης.
Πράγματι. Το κεντρικώτερο σημείο πού ευρίσκεται μέσα στην θεοπρεπή μεγαλωσύνη, είναι η συμπάθεια. Αυτή εκίνησε τρόπον τινά τον Θεό να δημιουργήση τον κόσμο εκ του μηδενός. Αλλά και όταν εχρεωκόπησε ο κόσμος με την ιδική του απροσεξία, και εγκατέλειψε την ισορροπία, πάλι από συμπάθεια και ελεημοσύνη έκανε την «κένωσί» Του ο Θεός Λόγος. Επεδήμησε στον κόσμο αυτό, εφόρεσε την ιδική μας «πτώχεια» και ενεκάλεσε στην ισορροπία την διασαλευθείσα κτίσι. Μονογενής θυγάτηρ του Θεού, η ελεημοσύνη. Αυτή, διά να επανέλθωμε στον βίο του Αγίου, προεκάλεσε τον νέο τότε και του είπε: «Εάν με αγαπήσης, εγώ θα σε οδηγήσω στον βασιλέα, διότι έχω πολλή παρρησία εις αυτόν». Όταν προεχειρίσθη Πατριάρχης Αλεξανδρείας, η πόλι, αλλά και ολόκληρη η περιοχή της δικαιοδοσίας του είχε υποστεί πολλές δοκιμασίες, διότι ήταν η περίοδος πού άρχισε να εξαπλώνεται το Ισλάμ. Αρχισαν επιδρομές στα μέρη εκείνα, πού επίεζαν τον χριστιανικό κόσμο. Προστέθηκαν εις αυτά και διάφορες θεομηνίες, όπως ανομβρίες, πού προκαλούσαν φτώχεια, πείνα και δυστυχία. Η περιοχή ήταν καταδικασμένη, επειδή ο Νείλος ποταμός δεν επλημμύριζε, λόγω της ανομβρίας των χωρών όπου ευρίσκοντο οι πηγές του. Και μέσα εις αυτές τις συμφορές, οι χριστιανοί εζητούσαν καταφύγιο, ελεημοσύνη, τροφή και συμπαράστασι στην μεγάλη πόλι της Αλεξανδρείας. Τότε ο Άγιος Ιωάννης, πού ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή και θέσι, επέδειξε τις διαθέσεις της ψυχής του. Εφανέρωσε την πολλή συμπάθεια πού είχε. Τότε η Εκκλησία ήταν ανεξάρτητη οικονομικά. Είχε πόρους ιδικούς της και δεν είχε ανάγκη συμπαραστάσεως της πολιτείας. Σε δύσκολες μέρες ημπορούσε να κυβέρνηση τον λαό. Δημιουργούσε νοσοκομεία, θεραπευτήρια, εκπαιδευτήρια και πρακτικά εβοηθούσε τους ανθρώπους. Σ εκείνες τις ημέρες έδειξε τόσο πολύ την αμίμητη ελεημοσύνη του ο Άγιος, ώστε δικαίως ωνομάσθη «Ελεήμων». Τον μέν βίο του ημπορεί να μελετήση ο καθένας μας· εκείνο όμως πού θέλομε να τονίσωμε και πού είναι ωφέλιμο για μάς είναι ο ακριβής τρόπος της συμπάθειας προς τον πλησίον, πού είναι ο ένας πόλος του προορισμού του ανθρώπου.
Δυο είναι οι πόλοι στους οποίους κινείται ο άνθρωπος σαν ένα τέλειο και λογικό όν. Ο μέν ένας είναι το να αγαπήση τον Θεό «εξ όλης ψυχής, εξ όλης ισχύος, εξ όλης καρδίας» και ο δεύτερος να αγαπήση «τόν πλησίον ως εαυτόν». Εάν επιτύχη το πρώτο, οπωσδήποτε θα επιτύχη και το δεύτερο.
Πώς θα κινηθή ο άνθρωπος για να αγαπήση «Κύριον τον Θεόν του»;
Για να αγαπήση κανείς τον Θεό και να Τον λατρεύση, πρέπει να Τον πιστεύση σωστά. Για να Τον πιστεύση σωστά, πρέπει να Τον γνωρίση. Προηγείται εδώ η εισαγωγική γνώσι. Η εισαγωγική γνώσι, γεννά την εισαγωγική πίστι. Αν η εισαγωγική γνώσι δεν διαφθαρή από επιδράσεις ξένων θεωριών, αυτομάτως γεννά την πίστι. Διότι η πίστι είναι υπόστασι ψυχική. Δεν είναι επινόησι, όπως προσπαθούν να μάς αποπλανήσουν οι διάφοροι υλιστές σήμερα. Η πίστι είναι υπόστασι του πνευματικού κόσμου. Είναι συμφυής της πνευματικότητος των λογικών όντων.
Όταν ο νους είναι υγιής, ο άνθρωπος δεν ημπορεί παρά να πιστεύση, να παραδεχθή, ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχει αυτή η αρμονία στο σύμπαν, χωρίς να υπάρχει κάποια δύναμι, κάποια εξουσία, η οποία έχει βάλει στην γραμμή όλα αυτά και τα προνοεί. Σύμφωνα με τους κανόνες της φυσικής, τίποτε δεν είναι αυθύπαρκτο. Παρά τις τόσες έρευνες και παρά το πείσμα της απιστίας, δεν απεδείχθη το αντίθετο.
Με την εισαγωγική πίστι αρχίζει κανείς να πιστεύη, ότι πραγματικά υπάρχει Θεός. Το θέμα της πραγματικής πίστεως λύνεται με την αποκάλυψι. Εμείς σήμερα, δεν έχομε ανάγκη να ψηλαφίσωμε, να ανακαλύψωμε τον Θεό. Με την «κένωσι» του Θεού Λόγου, με την παρουσία του ενός προσώπου της Μακαρίας Τριάδος, εισερχόμεθα μέσα στην πίστι αυτή πού παραδίδει η Εκκλησία μας, το κέντρο της Αποκαλύψεως. Διότι εμείς δεν ενδιαφερόμεθα να μάθωμε εάν υπάρχη Θεός, αλλά αποβλέπομε στο να ρυθμίσωμε τις σχέσεις μας μαζί Του.
Εμείς, ως μεταπτωτικοί άνθρωποι, δεν ημπορούμε να υπάρξωμε χωρίς την παρουσία του Θεού. Υποκείμενοι τώρα μέσα στον θάνατο, τη φθορά, την ροή, τον πόνο και τον όλεθρο, πρέπει να ελευθερωθούμε από αυτά. Καμμία δύναμι δεν ημπορεί να μάς ελευθέρωση εκτός από τον Θεό. Χωρίς την μυστηριώδη παρουσία της προνοίας Του, δεν ημπορούμε να υπάρξωμε, ούτε εμείς, ούτε κανένα στοιχείο. Έχομε ανάγκη της προσωπικής μας σωτηρίας, διότι το φάσμα του θανάτου επικρεμμάται επάνω μας. Δεν ημπορούμε να απαλλαγούμε από αυτό. Αγόμεθα μέσα στον μύλο του θανάτου προς καταστροφή και απώλεια. Πρέπει οπωσδήποτε να απαλλαγούμε. Για να γίνη αυτό, πρέπει να έχωμε σχέσεις με Αυτόν, πού είναι η απόλυτη Αυτοζωία. Μόνο η απόλυτη αυτοζωία ημπορεί να καταργή τον θάνατο και να ελευθερώνη δυναμικά όσους καταφεύγουν εις Αυτόν. Τότε, μεταφερόμεθα από την εισαγωγική πίστι στην πίστι της θεωρίας. Στην πραγματική πίστι πού σημαίνει υποταγή στο Θείο θέλημα. Εμείς είμεθα έτοιμοι να προσφέρωμε ό,τι θέλει ο Θεός. Αυτή η υποταγή στο Θείο θέλημα, είναι αυτό πού περικλείεται στην εντολή «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης ψυχής, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας».
Με την υποταγή στον Θεό, εφαρμόζομε την αγάπη μας πρακτικά. Η υποταγή είναι το όργανο της αγάπης. Αγάπη αφηρημένη δεν είναι δυνατό να υπάρξη. Η αγάπη είναι συγκεκριμένη. Πώς θα μεταδώσης πρακτική αγάπη εάν δεν κινηθής να υπηρέτησης αυτόν πού λέγεις ότι αγαπάς; Αφού λοιπόν πιστεύσης στον Θεό θα εφαρμόσης και αυτά πού ζητά από σένα, με όλη σου την ψυχή. Όχι «κατ οφθαλμό-δουλεία» αλλά εκ προθέσεως ολοκλήρου. Αποδεικνύοντας ότι εξ ολοκλήρου αγαπάμε τον Θεό και προτιμούμε Αυτόν και το θέλημά Του, περισσότερο και από την ιδική μας ζωή, πείθομε τον Θεό και έρχεται και ενώνεται μαζί μας. Γίνεται η πραγματική ένωσι Θεού και ανθρώπου, αυτό πού ονομάζομε «Θεανθρωπισμό», πού με την παρουσία Του ο Θεός Λόγος μάς εδίδαξε πρακτικά. Και όταν εμείς δώσωμε στον Θεό ό,τι υπάρχει μέσα στο περιθώριο της αγάπης μας, τότε και Αυτός δίδει ό,τι έχει προς εμάς. Την ιδική Του αγάπη, τις ιδικές Του υποσχέσεις. Εφαρμόζεται αυτό πού λέγει ο Ιησούς μας. «Εκείνος εστίν ο αγαπών με, ο έχων τάς εντολάς μου και τηρών αυτάς» και τότε «ο αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου και εγώ και ο Πατήρ ελευσόμεθα και μονήν παρ αυτώ ποιήσομεν». Ο άνθρωπος μετέχει, όταν φθάση εις αυτή την θέσι, στις Θείες ιδιότητες. Συμβαίνει ό,τι και με το σίδερο πού το βάζομε μέσα στην φωτιά. Γίνεται και αυτό φωτιά. Κοκκινίζει και παίρνει όλες τις ιδιότητες της φωτιάς, χωρίς να αλλάζη. Μένει σίδερο, αλλά καίει και φωτίζει όπως η φωτιά. Το ίδιο συμβαίνει με τον άνθρωπο πού επήρε τις Θείες ιδιότητες. Γίνεται όλος αγάπη και τότε αγαπά «τόν πλησίον ως εαυτόν». Δεν ζή για τον εαυτό του. Γίνεται ακριβώς αυτό πού λέγει ο Απόστολος Παύλος. «Έκαστος τώ πλησίω αρεσκέτω εις το αγαθόν προς οικοδομήν». Και ο Ιωάννης λέγει ένα τολμηρότερο. «Τάς ψυχάς ημών οφείλομεν υπέρ των αδελφών ημών τιθέναι». Εις αυτή την θέσι, εις αυτή την κληρονομιά έφθασαν οι Πατέρες μας και αφού κατά μόνας κατόρθωσαν να αγαπήσουν τον Θεό, εξ όλης ψυχής, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας και εδέχθησαν τις Θείες ενέργειες, εστράφησαν ύστερα σε μάς τους ασθενείς και αδυνάτους, μεταδίδοντας όλη την συμπάθεια και αγάπη πού τους έδωσε ο Θεός. Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων είναι ένας εξ αυτών των τόσων πολλών πού η Εκκλησία μας πλουτεί. Με τις πρεσβείες του εύχομαι να ξεκινήσωμε με καλή πρόθεσι, αγαπώντες πρώτα τον Θεό και μετά τον πλησίον μας. Αμήν.
Πράγματι. Το κεντρικώτερο σημείο πού ευρίσκεται μέσα στην θεοπρεπή μεγαλωσύνη, είναι η συμπάθεια. Αυτή εκίνησε τρόπον τινά τον Θεό να δημιουργήση τον κόσμο εκ του μηδενός. Αλλά και όταν εχρεωκόπησε ο κόσμος με την ιδική του απροσεξία, και εγκατέλειψε την ισορροπία, πάλι από συμπάθεια και ελεημοσύνη έκανε την «κένωσί» Του ο Θεός Λόγος. Επεδήμησε στον κόσμο αυτό, εφόρεσε την ιδική μας «πτώχεια» και ενεκάλεσε στην ισορροπία την διασαλευθείσα κτίσι. Μονογενής θυγάτηρ του Θεού, η ελεημοσύνη. Αυτή, διά να επανέλθωμε στον βίο του Αγίου, προεκάλεσε τον νέο τότε και του είπε: «Εάν με αγαπήσης, εγώ θα σε οδηγήσω στον βασιλέα, διότι έχω πολλή παρρησία εις αυτόν». Όταν προεχειρίσθη Πατριάρχης Αλεξανδρείας, η πόλι, αλλά και ολόκληρη η περιοχή της δικαιοδοσίας του είχε υποστεί πολλές δοκιμασίες, διότι ήταν η περίοδος πού άρχισε να εξαπλώνεται το Ισλάμ. Αρχισαν επιδρομές στα μέρη εκείνα, πού επίεζαν τον χριστιανικό κόσμο. Προστέθηκαν εις αυτά και διάφορες θεομηνίες, όπως ανομβρίες, πού προκαλούσαν φτώχεια, πείνα και δυστυχία. Η περιοχή ήταν καταδικασμένη, επειδή ο Νείλος ποταμός δεν επλημμύριζε, λόγω της ανομβρίας των χωρών όπου ευρίσκοντο οι πηγές του. Και μέσα εις αυτές τις συμφορές, οι χριστιανοί εζητούσαν καταφύγιο, ελεημοσύνη, τροφή και συμπαράστασι στην μεγάλη πόλι της Αλεξανδρείας. Τότε ο Άγιος Ιωάννης, πού ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή και θέσι, επέδειξε τις διαθέσεις της ψυχής του. Εφανέρωσε την πολλή συμπάθεια πού είχε. Τότε η Εκκλησία ήταν ανεξάρτητη οικονομικά. Είχε πόρους ιδικούς της και δεν είχε ανάγκη συμπαραστάσεως της πολιτείας. Σε δύσκολες μέρες ημπορούσε να κυβέρνηση τον λαό. Δημιουργούσε νοσοκομεία, θεραπευτήρια, εκπαιδευτήρια και πρακτικά εβοηθούσε τους ανθρώπους. Σ εκείνες τις ημέρες έδειξε τόσο πολύ την αμίμητη ελεημοσύνη του ο Άγιος, ώστε δικαίως ωνομάσθη «Ελεήμων». Τον μέν βίο του ημπορεί να μελετήση ο καθένας μας· εκείνο όμως πού θέλομε να τονίσωμε και πού είναι ωφέλιμο για μάς είναι ο ακριβής τρόπος της συμπάθειας προς τον πλησίον, πού είναι ο ένας πόλος του προορισμού του ανθρώπου.
Δυο είναι οι πόλοι στους οποίους κινείται ο άνθρωπος σαν ένα τέλειο και λογικό όν. Ο μέν ένας είναι το να αγαπήση τον Θεό «εξ όλης ψυχής, εξ όλης ισχύος, εξ όλης καρδίας» και ο δεύτερος να αγαπήση «τόν πλησίον ως εαυτόν». Εάν επιτύχη το πρώτο, οπωσδήποτε θα επιτύχη και το δεύτερο.
Πώς θα κινηθή ο άνθρωπος για να αγαπήση «Κύριον τον Θεόν του»;
Για να αγαπήση κανείς τον Θεό και να Τον λατρεύση, πρέπει να Τον πιστεύση σωστά. Για να Τον πιστεύση σωστά, πρέπει να Τον γνωρίση. Προηγείται εδώ η εισαγωγική γνώσι. Η εισαγωγική γνώσι, γεννά την εισαγωγική πίστι. Αν η εισαγωγική γνώσι δεν διαφθαρή από επιδράσεις ξένων θεωριών, αυτομάτως γεννά την πίστι. Διότι η πίστι είναι υπόστασι ψυχική. Δεν είναι επινόησι, όπως προσπαθούν να μάς αποπλανήσουν οι διάφοροι υλιστές σήμερα. Η πίστι είναι υπόστασι του πνευματικού κόσμου. Είναι συμφυής της πνευματικότητος των λογικών όντων.
Όταν ο νους είναι υγιής, ο άνθρωπος δεν ημπορεί παρά να πιστεύση, να παραδεχθή, ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχει αυτή η αρμονία στο σύμπαν, χωρίς να υπάρχει κάποια δύναμι, κάποια εξουσία, η οποία έχει βάλει στην γραμμή όλα αυτά και τα προνοεί. Σύμφωνα με τους κανόνες της φυσικής, τίποτε δεν είναι αυθύπαρκτο. Παρά τις τόσες έρευνες και παρά το πείσμα της απιστίας, δεν απεδείχθη το αντίθετο.
Με την εισαγωγική πίστι αρχίζει κανείς να πιστεύη, ότι πραγματικά υπάρχει Θεός. Το θέμα της πραγματικής πίστεως λύνεται με την αποκάλυψι. Εμείς σήμερα, δεν έχομε ανάγκη να ψηλαφίσωμε, να ανακαλύψωμε τον Θεό. Με την «κένωσι» του Θεού Λόγου, με την παρουσία του ενός προσώπου της Μακαρίας Τριάδος, εισερχόμεθα μέσα στην πίστι αυτή πού παραδίδει η Εκκλησία μας, το κέντρο της Αποκαλύψεως. Διότι εμείς δεν ενδιαφερόμεθα να μάθωμε εάν υπάρχη Θεός, αλλά αποβλέπομε στο να ρυθμίσωμε τις σχέσεις μας μαζί Του.
Εμείς, ως μεταπτωτικοί άνθρωποι, δεν ημπορούμε να υπάρξωμε χωρίς την παρουσία του Θεού. Υποκείμενοι τώρα μέσα στον θάνατο, τη φθορά, την ροή, τον πόνο και τον όλεθρο, πρέπει να ελευθερωθούμε από αυτά. Καμμία δύναμι δεν ημπορεί να μάς ελευθέρωση εκτός από τον Θεό. Χωρίς την μυστηριώδη παρουσία της προνοίας Του, δεν ημπορούμε να υπάρξωμε, ούτε εμείς, ούτε κανένα στοιχείο. Έχομε ανάγκη της προσωπικής μας σωτηρίας, διότι το φάσμα του θανάτου επικρεμμάται επάνω μας. Δεν ημπορούμε να απαλλαγούμε από αυτό. Αγόμεθα μέσα στον μύλο του θανάτου προς καταστροφή και απώλεια. Πρέπει οπωσδήποτε να απαλλαγούμε. Για να γίνη αυτό, πρέπει να έχωμε σχέσεις με Αυτόν, πού είναι η απόλυτη Αυτοζωία. Μόνο η απόλυτη αυτοζωία ημπορεί να καταργή τον θάνατο και να ελευθερώνη δυναμικά όσους καταφεύγουν εις Αυτόν. Τότε, μεταφερόμεθα από την εισαγωγική πίστι στην πίστι της θεωρίας. Στην πραγματική πίστι πού σημαίνει υποταγή στο Θείο θέλημα. Εμείς είμεθα έτοιμοι να προσφέρωμε ό,τι θέλει ο Θεός. Αυτή η υποταγή στο Θείο θέλημα, είναι αυτό πού περικλείεται στην εντολή «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης ψυχής, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας».
Με την υποταγή στον Θεό, εφαρμόζομε την αγάπη μας πρακτικά. Η υποταγή είναι το όργανο της αγάπης. Αγάπη αφηρημένη δεν είναι δυνατό να υπάρξη. Η αγάπη είναι συγκεκριμένη. Πώς θα μεταδώσης πρακτική αγάπη εάν δεν κινηθής να υπηρέτησης αυτόν πού λέγεις ότι αγαπάς; Αφού λοιπόν πιστεύσης στον Θεό θα εφαρμόσης και αυτά πού ζητά από σένα, με όλη σου την ψυχή. Όχι «κατ οφθαλμό-δουλεία» αλλά εκ προθέσεως ολοκλήρου. Αποδεικνύοντας ότι εξ ολοκλήρου αγαπάμε τον Θεό και προτιμούμε Αυτόν και το θέλημά Του, περισσότερο και από την ιδική μας ζωή, πείθομε τον Θεό και έρχεται και ενώνεται μαζί μας. Γίνεται η πραγματική ένωσι Θεού και ανθρώπου, αυτό πού ονομάζομε «Θεανθρωπισμό», πού με την παρουσία Του ο Θεός Λόγος μάς εδίδαξε πρακτικά. Και όταν εμείς δώσωμε στον Θεό ό,τι υπάρχει μέσα στο περιθώριο της αγάπης μας, τότε και Αυτός δίδει ό,τι έχει προς εμάς. Την ιδική Του αγάπη, τις ιδικές Του υποσχέσεις. Εφαρμόζεται αυτό πού λέγει ο Ιησούς μας. «Εκείνος εστίν ο αγαπών με, ο έχων τάς εντολάς μου και τηρών αυτάς» και τότε «ο αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου και εγώ και ο Πατήρ ελευσόμεθα και μονήν παρ αυτώ ποιήσομεν». Ο άνθρωπος μετέχει, όταν φθάση εις αυτή την θέσι, στις Θείες ιδιότητες. Συμβαίνει ό,τι και με το σίδερο πού το βάζομε μέσα στην φωτιά. Γίνεται και αυτό φωτιά. Κοκκινίζει και παίρνει όλες τις ιδιότητες της φωτιάς, χωρίς να αλλάζη. Μένει σίδερο, αλλά καίει και φωτίζει όπως η φωτιά. Το ίδιο συμβαίνει με τον άνθρωπο πού επήρε τις Θείες ιδιότητες. Γίνεται όλος αγάπη και τότε αγαπά «τόν πλησίον ως εαυτόν». Δεν ζή για τον εαυτό του. Γίνεται ακριβώς αυτό πού λέγει ο Απόστολος Παύλος. «Έκαστος τώ πλησίω αρεσκέτω εις το αγαθόν προς οικοδομήν». Και ο Ιωάννης λέγει ένα τολμηρότερο. «Τάς ψυχάς ημών οφείλομεν υπέρ των αδελφών ημών τιθέναι». Εις αυτή την θέσι, εις αυτή την κληρονομιά έφθασαν οι Πατέρες μας και αφού κατά μόνας κατόρθωσαν να αγαπήσουν τον Θεό, εξ όλης ψυχής, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας και εδέχθησαν τις Θείες ενέργειες, εστράφησαν ύστερα σε μάς τους ασθενείς και αδυνάτους, μεταδίδοντας όλη την συμπάθεια και αγάπη πού τους έδωσε ο Θεός. Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων είναι ένας εξ αυτών των τόσων πολλών πού η Εκκλησία μας πλουτεί. Με τις πρεσβείες του εύχομαι να ξεκινήσωμε με καλή πρόθεσι, αγαπώντες πρώτα τον Θεό και μετά τον πλησίον μας. Αμήν.
(ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου