Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Category Archives: ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ

Category Archives: ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ

Ο μοναχός απο το Σινά και το θαύμα στην Θεία Λειτουργία

images

Αφηγήθηκαν κάποτε οι πατέρες για έναν αδελφό ότι «Όταν μια Κυριακή γινόταν ακολουθία ξεκίνησε να έλθει στην εκκλησία σύμφωνα με τη συνήθεια αλλά τον κορόιδεψε ό διάβολος λέγοντας του- « Πηγαίνεις στην εκκλησία για να μεταλάβεις άρτο και οίνο και για να σου πουν ότι αυτά είναι σώμα και αίμα Χριστού; Μην κοροϊδεύεσαι ». Ό αδελφός υπάκουσε στον λογισμό του και δεν πήγε σύμφωνα με την συνήθεια στην εκκλησία, ενώ οι αδελφοί του τον περίμεναν γιατί έτσι είναι ή συνήθεια σε κείνη την έρημο, να μην τελούν την ακολουθία μέχρις ότου έλθουν όλοι. Αφού τον περίμεναν αρκετά και κείνος δεν ερχόταν, μερικοί απ’ αυτούς πήγαν στο κελί του σκεπτόμενοι- « Μήπως είναι άρρωστος ή πέθανε ό αδελφός;».
Όταν ήλθαν στο κελί τον ρωτούσαν « Γιατί αδελφέ δεν ήλθες στην εκκλησία; «. Αυτός ντρεπόταν να τους απαντήσει. Όταν όμως αντιλήφτηκαν το φαύλο τέχνασμα του διαβόλου, οι αδελφοί τον υποχρέωσαν να τούς ομολογήσει την επιβουλή του διαβόλου. Αυτός τούς απάντησε• « Συγχωρήστε με, αδελφοί, γιατί ενώ ξεκινούσα όπως πάντα να έλθω στην εκκλησία, ό λογισμός μου, μου λέγει ότι δεν είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού αυτό πού πας να μεταλάβεις, άλλ’ είναι απλώς άρτος και οίνος.
Αν λοιπόν θέλετε να έλθω μαζί σας, διορθώστε μου τον λογισμό για τη θεία λειτουργία «. Αυτοί του είπαν «Σήκω, έλα μαζί μας και θα παρακαλέσουμε τον Θεό να σου δείξει ζωντανά την θεϊκή δύναμη». Αυτός πήγε στην εκκλησία και εκεί αφού ικέτευσαν πάρα πολύ τον Θεό για τον αδελφό, δηλαδή να του αποκαλυφθεί ή δύναμη των μυστηρίων, άρχισαν αμέσως τη θεία λειτουργία, αφού τοποθέτησαν τον αδελφό στη μέση της εκκλησίας, ενώ αυτός ως την απόλυση δεν σταμάτησε να βρέχει με τα δάκρυα του το πρόσωπο του.
Μετά το τέλος της λειτουργίας παρακάλεσαν οι πατέρες τον αδελφό να τούς απαντήσει- «Πες μας αν σου έδειξε κάτι ό Θεός για να ωφεληθούμε και μείς». Αυτός κλαίγοντας άρχισε να λέγει- «Όταν τέλειωσε ό κανόνας της ψαλμωδίας και αναγνώστηκε ή διδαχή των αποστόλων και ετοιμάστηκε ό διάκονος να αναγνώσει το ευαγγέλιο, τότε είδα να ανοίγει ή στέγη της εκκλησίας και να φαίνεται ό ουρανός και κάθε λόγος του αγίου ευαγγελίου να γίνεται φωτιά μέχρι τον ουρανό. Όταν τελείωσε ή ανάγνωση του ευαγγελίου, ήλθαν οι κληρικοί από το διακονικό κρατώντας την μετάληψη των αγίων μυστηρίων.
Τότε είδα να ανοίγουν οι ουρανοί και να κατεβαίνει φωτιά και μαζί της ένα πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων και πάνω απ’ αυτούς δύο πρόσωπα ενάρετα των οποίων την ομορφιά δεν μπορώ να περιγράψω — γιατί ή φεγγοβολή τους ήταν σαν αστραπή — και ανάμεσα τους υπήρχε ένα μικρό παιδί. Τότε οι άγγελοι παρατάχτηκαν γύρω από την αγία Τράπεζα και το παιδί βρισκόταν ανάμεσα τους. Όταν τελείωσαν οι θεϊκές ευχές και άρχισαν οι κληρικοί να τεμαχίζουν τούς άρτους της προθέσεως, είδα τα δύο πρόσωπα πάνω στην αγία Τράπεζα να κρατούν τα χέρια και τα πόδια του παιδιού, πού ήταν πάνω στην άγια Τράπεζα, και με το μαχαίρι πού κρατούσαν έσφαξαν το παιδί και άδειασαν το αίμα του στο Ποτήριο πού βρίσκονταν πάνω στην άγια Τράπεζα. Αφού έκοψαν σε μικρά τεμάχια το σώμα του παιδιού τα τοποθέτησαν πάνω από τούς άρτους και έγιναν και οι άρτοι σώμα. Τότε ήρθε στο μυαλό μου ό Απόστολος πού λέει- Γιατί ή δική μας γιορτή του Πάσχα συνίσταται στο γεγονός ότι ό Χριστός θυσιάστηκε για χάρη μας. Όταν όμως πλησίασαν οι αδελφοί να μεταλάβουν την αγία προσφορά, τους προσφέρονταν ζωντανό σώμα.
images (1)
Μόλις όμως χρησιμοποιούσαν την επίκληση αμήν γινότανε άρτος στα χέρια τους. Όταν όμως πήγα και εγώ να μεταλάβω μου δόθηκε σώμα και δεν μπορούσα να μεταλάβω. Τότε άκουσα μια φωνή στα αυτιά μου να μου λέει- Άνθρωπε γιατί δεν μεταλαβαίνεις, αυτό δεν είναι αυτό πού ζήτησες; Τότε είπα- Λυπήσου με, Κύριε, δεν μπορώ να μεταλάβω σώμα. Πάλι μου είπε Αν μπορούσε ό άνθρωπος να μεταλάβει σώμα, σώμα θα υπήρχε όπως το βρήκες. Κανείς όμως δεν μπορεί να φάγει σώμα, γι’ αυτό όρισε ό Κύριος τούς άρτους της προθέσεως.
Γιατί όπως από την αρχή ό Αδάμ με τα χέρια του Θεού έγινε σάρκα και μετά της έδωσε πνεύμα ζωής ό Θεός, κατόπιν ή σάρκα χωρίστηκε στη γη, το πνεύμα όμως παρέμεινε, έτσι και τώρα ό Χριστός προσφέρει τη σάρκα του μαζί με το άγιο Πνεύμα. Και ή σάρκα δεν είναι τέλεια στον άνθρωπο, το πνεύμα όμως εγκαθίσταται στην καρδιά. Αν λοιπόν πίστεψες, μετάλαβε αυτό πού έχεις στο χέρι σου. Και μόλις είπα- Πιστεύω Κύριε, έγινε το σώμα πού είχα στο χέρι μου άρτος. Αφού ευχαρίστησα λοιπόν τον Θεό μετέλαβα την αγία προσφορά. Όταν προχώρησε ή λειτουργία και ξαναγύρισαν οι κληρικοί είδα πάλι το μικρό παιδί ανάμεσα στα δύο πρόσωπα και ενώ οι κληρικοί συμμάζευαν τα δώρα, είδα πάλι τη στέγη να ανοίγει και οι θείες δυνάμεις να ανυψώνονται στον ουρανό»».
Αυτά αφού άκουσαν οι αδελφοί και αφού ένιωσαν βαθιά κατάνυξη, αναχώρησαν στα κελιά τους.
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΙΝΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι .Μ. ΤΟΥ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΙΝΑ.
πηγή:  http://sn139w.snt139.mail.live.com/default.aspx#!/mail/InboxLight.aspx?n=259522480!n=1997336030&fid=1&fav=1&mid=7846cd62-4728-11e1-b174-00215ad9ed78&fv=1
 
Γ    Αναρτήθηκε από τον/την στο Αυγούστου 18, 2013 in ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ, ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
 

…μεταχρονολογημένες επιταγές….

yellow-shouldered-parrot-chicks-venezuela-jose-manuel-briceno.jpg
Μια φορά πήγε στον αγιορείτη όσιο Κούξα της Οδησσού μια γυναίκα έγκυος στο 4ο της παιδί για να τον παρακαλέσει να προσευχηθεί ώστε το παιδί της αυτό να γεννηθεί υγιές μια και τα τρία προηγούμενα είχαν γεννηθεί τυφλά….
Τότε ο παππούλης την κάλεσε να εξομολογηθεί αναλυτικά λέγοντας της «Για εξομολογήσου, γιατί τα παιδιά σου είναι τυφλα;;» κι εκείνη μετα απο δυο-τρεις εξομολογήσεις δεν κατάφερε να θυμηθεί κάτι που να σχετίζεται με την τυφλότητα των παιδιών της.
Τότε ο άγιος της υπενθύμισε πως όταν ήταν στην Α΄Δημοτικού μετά το τέλος κάποιου μαθήματος πήγε στο νεκροταφείο …
Εκείνη ανακάλεσε στη μνήμη της πως εκεί βρήκε σε έναν θάμνο μια φωλιά με τέσσερα νεογέννητα πουλάκια κι εκείνη πήρε μια ακίδα καλαμιού και τρύπησε τα ματάκια τους…
Τότε ο όσιος Κούξα της είπε «έλα να προσευχηθούμε τώρα στον Θεό ώστε τουλαχιστον το τέταρτο παιδία σου να βλέπει »
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ misha.pblogs.gr
Αναρτήθηκε από τον/την στο Ιουλίου 17, 2013 in ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ
 

Τα μάτια της μοναχής.

 
 istoria_monaxis_marias
 
 
 
῎Εκλεισαν ἁπαλά τήν πόρτα πίσω τους. Διέσχισαν τό ἥσυχο δρομάκι κι ἔστριψαν ἀριστερά γιά τόν μεγάλο δρόμο πού ἔβγαζε στήν ᾽Εκκλησία τῆς περιοχῆς τους. Δέν ἄργησαν νά φτάσουν. ῎Αναψαν τό κεράκι τους καί ἀποσύρθηκαν σέ μιά ἥσυχη καί σκοτεινή γωνιά. Σιωπηλές προσεύχονταν. ῾Η ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου γιά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς δέν εἶχε ἀκόμη ξεκινήσει.
 
῎Ενιωθαν πολύ τυχερές πού σέ τόσο μικρή ἀπόσταση ἀπό τό σπίτι τους βρισκόταν ὁ ναός καί μποροῦσαν νά πηγαίνουν στίς θεῖες λειτουργίες, τίς Κυριακές καί τίς ἑορτές. Δέν ἦταν βέβαια λίγες καί οἱ φορές πού ἐπισκέπτονταν τόν ναό γιά νά προσφέρουν τρόφιμα, ροῦχα, χρήματα γιά τούς ἀναγκεμένους συνανθρώπους τους. Οἱ ἐλεημοσύνες τους ἦταν συνεχεῖς καί εἶχαν γίνει γνωστές, παρ᾽ ὅλες τίς προσπάθειες νά τίς κρατήσουν μυστικές. ῞Οσο περισσότερο μάλιστα κρύβονταν, τόσο καί πιό πολύ τίς φανέρωνε ὁ Θεός.
 
 εικονοστάσι
Τό ὑπόλοιπο διάστημα τῆς ἑβδομάδας τό περνοῦσαν στό σπίτι, πού τό ᾽χαν μετατρέψει σέ μοναστήρι. ᾽Αξημέρωτα ἀκόμη ξεκινοῦσαν τίς  προσευχές μπροστά στό εἰκονοστάσι τους καί συνέχιζαν μέχρις ὅτου ὁ ἥλιος ἀνέβαινε ψηλά. Συνέχιζαν μέ τά διακονήματά τους: τό μαγείρεμα, τό καθάρισμα τοῦ σπιτιοῦ, τόν ἀργαλειό γιά τά ὑφαντά τους, πού τούς ἀπέφεραν ἀρκετά γιά τήν ἐπιβίωσή τους καί τίς προσφορές τους. ῾Ο κόπος τῆς ἐργασίας ἦταν μέσα στόν καθημερινό τους πρόγραμμα.  Τό ἀπόγευμα οἱ προσευχές ἔπαιρναν καί πάλι τήν θέση τους. Τό βράδυ ἐπίσης. Οἱ ἀγρυπνίες τους πολλές. Δέν ὑπῆρχε προσευχή καί ἀκολουθία πού νά μήν τήν ἔλεγαν καί νά μήν τήν ἔψελναν.
 
 ῾Οἱ μοναχές᾽, ἔλεγε ὁ κόσμος μόλις τίς ἔβλεπε, κι ἔνιωθε ἕνα δέος κι ἕναν ξεχωριστό σεβασμό στό πέρασμά τους. Δέν ἦταν λίγες μάλιστα οἱ φορές πού γυναῖκες ταλαιπωρημένες καί κακοποιημένες ἔπαιρναν τό θάρρος νά διαβοῦν τό κατώφλι τους, γιά νά βροῦν λίγη βοήθεια καί παρηγοριά.
 
 
 
῾Η μία ἦταν πράγματι μοναχή. ῾Η ἀδελφή ᾽Ιωάννα. ᾽Από νεαρή εἶχε ἀφιερωθεῖ στόν Θεό καί  εἶχε δώσει τούς ὅρκους της στό γυναικεῖο μοναστήρι λίγο ἔξω ἀπό τήν ᾽Αλεξάνδρεια. Οἱ γονεῖς της πού ἔτρεφαν ὄνειρα νά τήν δοῦν ἀποκαταστημένη μέ τήν δική της οἰκογένεια, λόγω τῆς μόρφωσής της καί τῆς ἰδιαίτερης ὀμορφιᾶς της, στήν ἀρχή ἀντέδρασαν, ἀλλά γρήγορα πείστηκαν ὅτι αὐτό ἦταν πού ποθοῦσε περισσότερο ἀπό ὅλα ἡ μονάκριβη θυγατέρα τους. ῎Εδωσαν τήν συγκατάθεσή τους κι ἄρχισαν κι αὐτοί νά χαίρονται τήν προκοπή της. Γιατί πράγματι πολύ γρήγορα ἡ καλόγρια κόρη τους προχώρησε πνευματικά. ῾Η ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη της τήν ἔκαναν σύντομα νά ξεχωρίσει.
 
᾽Αναγκάστηκε ἐκ τῶν πραγμάτων νά ἐγκαταλείψει τό μοναστήρι  μετά ἀπό λίγα χρόνια. Πέθανε ὁ πατέρας της, ἀρρώστησε ἡ μάνα της. Πῆγε κοντά της νά τήν ὑπηρετεῖ. Μαζί της εἶχε καί τήν ὑπηρέτρια τοῦ σπιτιοῦ τους, τήν Μαρία, μιά πολύ πιστή στόν Θεό μεσήλικη γυναίκα, τήν ὁποία βεβαίως ἀντιμετώπιζε ὄχι μόνο ὡς ἀδελφή, ἀλλά σάν τόν ἑαυτό της καί τά σπλάχνα της, κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου. Μιά ψυχή σέ δυό σώματα, πού λέγανε γιά τόν ἅγιο Βασίλειο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο.
 
῞Οταν ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή μετά ἀπό κάποιο διάστημα καί ἡ μάνα της, σκέφτηκε ἡ ᾽Ιωάννα νά παραμείνει στό σπίτι καί νά τό κάνει ἡσυχαστήριο. Θά ᾽χε βοηθό καί συναγωνίστρια τήν Μαρία, πού συγκατένευσε μέ μεγάλη εὐχαρίστηση. Κι ἐκείνη δέν εἶχε κανέναν στόν κόσμο. Μέ τήν ἄδεια τῆς ἡγουμένης τοῦ μοναστηριοῦ πράγματι ἄρχισε ἕναν ἄλλον ἀγώνα. ῾Ησυχάστρια μέσα στόν κόσμο.
 
Ποιό καλό ἔργο ὅμως μένει ἥσυχο καί ἀνέπαφο στόν κόσμο αὐτό; Δέν εἴμαστε μόνο ἐμεῖς πού παλεύουμε μέ τά πάθη μας. Εἶναι καί ὁ Πονηρός, ὁ ὁποῖος ῾ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ᾽.
 
 
Δέν ἄργησε λοιπόν ὁ τρισκατάρατος νά φθονήσει τήν καθαρότητα τῆς ζωῆς τους καί τό ἐλεῆμον ἔργο τους καί νά σηκώσει κουρνιαχτό, κατά τό λεγόμενο, ἐναντίον τους καί μάλιστα κατά τῆς ἀδελφῆς ᾽Ιωάννας. Τοῦ παρεχώρησε ὁ Κύριος καί ἄρχισε τά σκάνδαλά του. Καί βρῆκε ἕναν πολύ ὕπουλο τρόπο γιά νά ταράξει τήν ἥσυχη ζωή τους: προξένησε σατανικό πόθο σ᾽ ἕναν νέο γιά τήν… μοναχή.  ῾Ο νέος ἄρχισε νά τήν σκέφτεται νυχθημερόν κι ἔβαλε σκοπό του νά τῆς ἀλλάξει τά μυαλά, νά τήν φέρει στά δικά του νερά, νά τήν κάνει δική του.
 
Καθημερινά λοιπόν τήν ἔστηνε ἔξω ἀπό τό σπίτι τῶν γυναικῶν. Δέν τολμοῦσαν νά βγοῦν νά πᾶνε στήν ᾽Εκκλησία, τήν μόνη ἄλλωστε ἔξοδό τους, καί τίς ἀκολουθοῦσε, λέγοντας λόγια ἀδιάντροπα στήν μοναχή, καλώντας την νά ἀνταποκριθεῖ στόν ἔρωτά του, νά ὑποταχτεῖ στόν μανιακό πόθο του.
 
 
Οἱ γυναῖκες καί πιό πολύ ἡ ἀδελφή ᾽Ιωάννα ταράχτηκαν πολύ. Εἶδαν καθαρά τόν πειρασμό τοῦ διαβόλου καί μέ σιωπή καί προσευχή προσπάθησαν νά τόν ξεπεράσουν.
῾Κύριε, φώτισε τόν νεαρό καί ἀπάλλαξέ τον ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ᾽, ἔλεγαν καί ξανάλεγαν στίς προσευχές τους.
 
Ματαίως ὅμως. ῞Οσο περνοῦσε ὁ καιρός ὁ πειρασμός σάν νά φούντωνε. Σταμάτησαν πιά νά βγαίνουν ἔξω. Τό σπίτι τους ἦταν σάν κάστρο πολιορκημένο. ῾Ο νεαρός εἶχε γίνει ἡ σκιά τους.
 
Ρίχτηκαν περισσότερο στήν προσευχή. ῾Γνώρισόν μοι, Κύριε,  ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τήν ψυχήν μου᾽. Σέ Σένα, Κύριε, καταφεύγουμε, πές μας τί νά κάνουμε.
 
Φωτίστηκε μιά μέρα ἡ καλόγρια. ᾽Αποφάσισε νά ἀντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τό πρόβλημα.
῾Πές στόν νεαρό νά μπεῖ μέσα στό σπίτι᾽, εἶπε στήν Μαρία. ᾽Εκείνη γούρλωσε τά μάτια της, ἀλλά ὑπάκουσε. ῾῎Ελα μέσα᾽ τοῦ εἶπε. ῾Σέ θέλει ἡ κυρά μου᾽.
 
Πέταξε ἀπό τήν χαρά του τό ἐνεργούμενο τοῦ διαβόλου. ῾Πέτυχα τόν σκοπό μου᾽ σκέφτηκε. ῾Θά γίνει δικιά μου᾽. Κι ἔνιωσε  τήν καρδιά του νά χτυπάει μανιασμένα.
 
 
Βρῆκε τήν μοναχή νά κάθεται στόν ἀργαλειό της. ῾Κάθισε᾽ τοῦ πρότεινε ἐκείνη. Τήν παρατηροῦσε ξαναμμένος.
 
῾Εἰλικρινά, ἀδελφέ μου᾽ εἶπε ἥσυχα καί χωρίς ταραχή ἡ μοναχή, ῾θέλω νά μοῦ πεῖς γιατί μέ στενοχωρεῖς τόσο καί δέν μ᾽ ἀφήνεις νά βγῶ οὔτε ἔξω ἀπό τό σπίτι μου!᾽
 
῎Εσπευσε νά ἀπαντήσει ὁ νέος. ῾Εἰλικρινά σοῦ μιλάω κι ἐγώ, κυρία μου, ὅπως σοῦ τοῦ ἔχω ξαναπεῖ, σέ ποθῶ πάρα πολύ. Κάθε φορά μάλιστα πού σέ βλέπω γίνομαι ὁλόκληρος σάν φωτιά!᾽
 
 
Σάν νά κοκκίνησε λίγο μέ τά λόγια αὐτά, πράγμα πού τό θεώρησε πολύ θετικό ἡ ᾽Ιωάννα. ῾Κάτι καλό ἔχει μέσα του τό παλληκάρι αὐτό᾽, σκέφτηκε. ῾῾Υπάρχει μιά ντροπή πού σημαίνει ὅτι λειτουργεῖ ἀκόμη ἡ χάρη τοῦ βαπτίσματός του. Φαίνεται ὅμως ὅτι βρῆκε κάποια δίοδο μέσα του ὁ διάβολος καί τό περιπαίζει μέ τόν τρόπο αὐτόν᾽. ῾Κύριε, βοήθησε κι αὐτόν κι ἐμένα᾽ ἔστρεψε νοερά τήν σκέψη της στόν Κύριο ἡ ᾽Ιωάννα.
 
῾Καί τί καλό εἶδες σέ μένα καί μ᾽ ἀγαπᾶς τόσο;᾽ συνέχισε τήν κουβέντα ἡ μοναχή, πού ᾽νιωσε μιά ἰδιαίτερη δύναμη στήν καρδιά της.
 
Τήν φορά αὐτή ὁ νέος δέν ἔσπευσε στήν ἀπάντησή του. Πέρασαν κάποιες στιγμές καί τελικά τό ξεστόμισε. ῾Τά μάτια σου. Αὐτά μέ ἀπάτησαν καί μέ ἔκαναν νά χάσω τόν νοῦ καί τόν ὕπνο μου!᾽
 
 
῞Ο,τι ἀκολούθησε δέν περιγράφεται μέ λόγια. ῾Η ᾽Ιωάννα σηκώθηκε ὄρθια, ὕψωσε τό βλέμμα της στόν οὐρανό καί πῆρε ἤρεμα τήν σαΐτα τοῦ ἀργαλειοῦ της.
 
῾Η Μαρία παρακολουθοῦσε τήν σκηνή ἄναυδη, χωρίς νά μπορεῖ νά καταλάβει τί γίνεται κι οὔτε νά ὑποψιαστεῖ τό τί θ᾽ ἀκολουθήσει. ῾Ο νεαρός φαινόταν νά τά ᾽χει χαμένα.
 
Μέ κινήσεις ἀποφασιστικές ἡ μοναχή, ἔχοντας ἀπόλυτη ἐπίγνωση καί συναίσθηση τοῦ τί ἔκανε, εἶπε φωναχτά:  ῾Κύριε, Σύ εἶπες ὅτι ἄν ὁ ὀφθαλμός σου σέ σκανδαλίσει, βγάλε τον καί πέταξέ τον, γιατί συμφέρει νά μπεῖ κανείς χωρίς μάτια στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρά μέ μάτια καί ἔξω ἀπό αὐτήν. Κύριε,  δέξου τήν θυσία μου αὐτή καί ἀπάλλαξε τόν δοῦλο σου ἀπό τόν πειρασμό του γιά μένα᾽.
 
 
῏Ηταν τά τελευταῖα λόγια πού εἶπε ἡ μάρτυρας καλόγρια πρίν γίνει ἐντελῶς ἀόμματη. Γιατί ἀμέσως μετά τά λόγια τῆς προσευχῆς ἔστρεψε τήν σαΐτα ἴσια πάνω στά μάτια της, τά τρύπησε καί τά ἔβγαλε.
 
᾽Ακούστηκε μιά κραυγή τῆς Μαρίας κι ἀμέσως ἔπεσε χάμω λιπόθυμη.
῾Ο νέος δέν μποροῦσε νά σύρει οὔτε τά βήματά του. ῎Εβλεπε κάτασπρος τό αἷμα νά χύνεται κάτω ποτάμι, τά δυό μάτια χυμένα, τήν μοναχή μ᾽ ἕνα γαλήνιο χαμόγελο, τήν ἄλλη γυναίκα στό πάτωμα.
 
 
Μαθεύτηκε σέ λίγο καιρό ὅτι ὁ νεαρός πῆγε σέ μία γειτονική μοναχική σκήτη κι ἔγινε καλόγερος. ᾽Αργότερα ἀκούστηκε ὅτι τά δάκρυα δέν ἔφυγαν ποτέ ἀπό τά μάτια του κι ὅτι ἔφτασε σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας ἀπό τήν μετάνοιά του.
πηγη.ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ.
    
Αναρτήθηκε από τον/την στο Ιουλίου 6, 2013 in ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ
 

Ο φονιάς καλόγερος .

oi-treis-kalogeroi-kai-o-agios-antonios-1-315x236

Μιά δυνατή γυναικεία κραυγή, στριγγλιά καλύτερα, ἔσχισε τόν ἀέρα καί πάγωσε τό αἷμα ὅλων μέσα στήν τραπεζαρία τοῦ πανδοχείου.
῾Βοήθεια, βοήθεια, τό παιδί μου κινδυνεύει, πεθαίνει. ῎Ας σώσει κάποιος τό παιδί μου᾽!
Πετάχτηκαν ὅλοι ἀλαφιασμένοι. ῎Ετρεξαν ἔξω καί τό θέαμα πού ἀντίκρυσαν τούς ἄφησε ἄφωνους. ῞Ενα ἑξάχρονο περίπου παιδί βρισκόταν στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του, ἡ ὁποία κείτουνταν χάμω στό ἔδαφος, κοντά στήν φάτνη πού ἦταν ἡ τροφή τῶν ζώων, κλαίγοντας σπαρακτικά μέ ἀναφιλητά. ῾Τό παιδί μου, σῶστε τό παιδί μου᾽, ἔλεγε ξανά καί ξανά.Λίγο πιό πέρα, ἕνα μουλάρι δεμένο κοντά στήν φάτνη γυρόφερνε πανικόβλητο καί ἀνήσυχο.
῾Γιατί παιδάκι μου ἔφυγες ἀπό κοντά μου;᾽ ἔλεγε τώρα ἡ γυναίκα πού φαινόταν κυριολεκτικά χαμένη. ῾Γιατί πῆγες στά ζῶα; Γιατί;᾽
῞Ολοι κατάλαβαν περίπου τί εἶχε συμβεῖ. ῾Η γυναίκα μέ τό παιδάκι της ἔφτασε στό πανδοχεῖο μέ τήν ἅμαξα πού μόλις εἶχε καταφτάσει, καί τό παιδάκι ξέφυγε ἀπό τήν μάνα κι ἔτρεξε στό μέρος πού σιτίζονταν τά ζῶα. ῞Ενα μουλάρι ξαφνιάστηκε καί τρόμαξε, ἀνασηκώθηκε στά πόδια του καί πέφτοντας πάτησε τό παιδάκι πού εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ. Προφανῶς οἱ κραυγές τοῦ παιδιοῦ πανικόβαλαν περισσότερο τό ζῶο πού ἀνασηκωνόταν καί ἔπεφτε πρός τά κάτω διαρκῶς.
Τό παιδί, ὅσο ἐπέτρεπε τό φῶς τοῦ σούρουπου, φαινόταν καταπληγωμένο, μέ τσαλακωμένο τό προσωπάκι του, χωρίς νά κινεῖται, χωρίς νά δείχνει κανένα σημάδι ζωῆς.
῾Κάντε πέρα ὅλοι᾽, ἀκούστηκε ἡ φωνή ἑνός ἀπό τούς πελάτες τοῦ πανδοχείου. ῾Εἶμαι γιατρός. Νά δῶ τό παιδί. Μή μαζεύεστε ὅλοι ἀπό πάνω του᾽.
Παραμέρισαν. ῾Ο γιατρός ἐξέτασε τό παιδί, προσπάθησε νά βρεῖ σημάδι ζωῆς, ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τό παιδάκι δέν εἶχε ἀντέξει τά κτυπήματα τοῦ ζώου. Μπροστά τους εἶχαν μόνο τό ἄψυχο κορμάκι του.
῎Επεσε νεκρική σιγή. Τά πρόσωπα ὅλων ἦταν ἀλλοιωμένα ἀπό τό τραγικό συμβάν. Οἱ πιό ψύχραιμοι πῆραν τήν γυναίκα καί τό παιδί καί τούς ἔβαλαν στό πανδοχεῖο, προσπαθώντας ὅσο μποροῦσαν νά διευθετήσουν τά πράγματα. ῎Αλλοι ἔμειναν ἔξω χωρίς νά ἔχουν κατανοήσει ἀκόμη ἐπακριβῶς τό τί διαδραματίστηκε, ἄλλοι ἄρχισαν σιγά σιγά νά συζητοῦν χαμηλόφωνα καί νά σχολιάζουν τό γεγονός.
Κανείς μέσα στήν γενική ἀναταραχή δέν πρόσεξε ἕναν καλόγερο πού ἀπό τήν ὥρα πού πετάχτηκε κι αὐτός ἔξω ἀπό τίς κραυγές τῆς γυναίκας ἔπεσε παράμερα, χωρίς νά ἔχει τήν παραμικρή δύναμη νά σύρει πιά τά πόδια του. Κείτουνταν ἄναυδος κι ἄν μποροῦσε κανείς νά δεῖ μέσα στήν ψυχή του, θά ἔβλεπε ὅτι ἔσερνε πιά ἕνα βάρος, σάν νά τόν εἶχε πλακώσει ὁλάκερη ἡ γῆ.
Τό μουλάρι ἀνῆκε στόν καλόγερο. ᾽Εκεῖνος μετά ἀπό ὧρες πορεία ἀπό τό μοναστήρι του, σταλμένος γιά ἐξωτερικά διακονήματα, βρῆκε τό πανδοχεῖο, ἔδεσε τό μουλάρι στό σημεῖο πού σιτίζονταν τά ζῶα καί μπῆκε νά ξαποστάσει. Ποῦ νά φανταστεῖ τό τί θ᾽ ἀκολουθοῦσε μετά ἀπό λίγο!
῾Γιατί, Θεέ μου;᾽ ἔλεγε καί ξανάλεγε. ῾᾽Εγώ τό σκότωσα. ᾽Εγώ εἶμαι ὁ φονιάς τοῦ παιδιοῦ᾽. Οἱ λογισμοί κατέτρωγαν τόν ἀββᾶ Παῦλο. ῾῏Ηρθα ἀπό τήν Ρώμη στά ἅγια χώματα πού πάτησε ὁ Χριστός μας, ἀφιερώθηκα σ᾽ Αὐτόν, καί νά τώρα ἡ ἐξέλιξή μου. Εἶναι φανερό. ῾Ο Θεός δέν εὐλόγησε τόν ἐρχομό μου στά ῾Ιεροσόλυμα. Μόνο μέ τό αἷμα μου ἴσως ξεπλύνω τόν φόνο πού ἔκανα᾽.
῾Ο ἀββᾶς βρισκόταν σέ μεγάλη σύγχυση. ῾Η ταραχή δέν τόν ἄφηνε νά ἔχει νηφάλιο τόν νοῦ του. Οἱ ἐνοχές τόν εἶχαν καταβάλει. Εἶχε γύρει πιά ἐντελῶς πάνω στό χῶμα, τό πρόσωπό του ἀκουμποῦσε σ᾽ αὐτό. Ξέψυχα ἐπανελάμβανε διαρκῶς: ῾Εἶμαι φονιάς, εἶμαι φονιάς᾽.
Κάποτε, ἕνα χέρι φιλικό ἔνιωσε νά τόν ἀγγίζει στόν ὦμο. ῾Γέροντα, ἐδῶ εἶσαι; ᾽Ανησυχήσαμε. ῞Ολοι εἶναι πιά μέσα, ἐκτός ἀπό σένα. Τί ἔχεις; Τί ἔπαθες;᾽
῾Ο Παῦλος ἐξακολουθοῦσε νά λέει: ῾εἶμαι φονιάς, ἐγώ σκότωσα τό παιδί᾽.
῾Γέροντα, τρελλάθηκες; Μαζί μου μέσα στό πανδοχεῖο δέν ἤσουνα; Τί λές ὅτι ἐσύ τό σκότωσες;᾽
῾Τό ζῶο εἶναι δικό μου. ᾽Από τά κτυπήματά του πέθανε τό παιδί. ᾽Εγώ ἔχω τήν εὐθύνη᾽.
Κοντοστάθηκε ὁ πανδοχέας. ῾Γέροντα, δέν εἶναι ἔτσι᾽ εἶπε. ῾Τό ζῶο ἦταν στήν θέση πού τό βάλαμε. Δεμένο καί ἔτρωγε. Τό παιδάκι ξέφυγε ἀπό τήν μάνα του καί πῆγε πρός τά ἐκεῖ. ῎Αν κάποιος φέρει εὐθύνη, εἶναι ἡ ἴδια ἡ μάνα στό κάτω-κάτω πού δέν τό πρόσεξε ὅσο ἔπρεπε. ᾽Εσύ λοιπόν τί εὐθύνη ἔχεις;᾽
῾Ο ἀββᾶς Παῦλος δέν ἄκουγε. Μπορεῖ ἡ λογική νά συνηγοροῦσε μ᾽ αὐτό πού τοῦ ἔλεγε ὁ πανδοχέας, ἀλλά ἡ καρδιά του ἔλεγε ἄλλα. ᾽Ανασηκώθηκε μέ τήν βοήθεια τοῦ πανδοχέα καί χωρίς νά πεῖ τίποτε ἄλλο, τήν ἴδια νύκτα ἔφυγε γιά τόν ᾽Αρονά, μιά ἐρημική περιοχή, ἀρκετά μακριά ἀπό ἐκεῖ πού βρισκόταν, πού ἤξερε ὅτι τήν ἐπέλεγαν οἱ μοναχοί, ὅταν ἤθελαν νά ἀφιερωθοῦν περισσότερο στόν Θεό ὡς ἀναχωρητές.
῾Δέν μπορῶ νά μένω πιά στό μοναστήρι. Εἶμαι ἀνάξιος νά βρίσκομαι μαζί μέ τούς καλούς ἐκεῖ ἀδελφούς. ῾Η θέση μου εἶναι νά κλαίω γιά τό ἀνόμημά μου στήν ἔρημο καί νά ᾽μαι μαζί μέ τά θηρία᾽, μονολογοῦσε διαρκῶς.
῾Ο θρῆνος του ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός γινόταν πιό σπαρακτικός. ῾Η μόνιμη ἐπωδός τῶν ὅποιων προσευχῶν καί τῶν σκέψεών του ἦταν: ῾᾽Εγώ ἔκανα τόν φόνο τοῦ παιδιοῦ καί θά κριθῶ σάν φονιάς στήν μέλλουσα κρίση᾽.
῾Η ἀρχική σκέψη πού εἶχε κάνει ἔξω ἀπό τό πανδοχεῖο, ὅτι μέ τό αἷμα του πρέπει νά ξεπλύνει τόν ῾φόνο᾽, κέρδιζε διαρκῶς ἔδαφος στήν ψυχή του. ῾Τό λιοντάρι, τό λιοντάρι, αὐτό εἶναι ἡ λύση. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾μάχαιραν ἔδωκες, μάχαιραν θά λάβεις;᾽ Λοιπόν κι ἐγώ ἀφοῦ σκότωσα τό παιδί, πρέπει νά σκοτωθῶ. Πρέπει νά λειτουργήσει ὁ πνευματικός νόμος᾽.
Ξεκίνησε τήν ἑπόμενη ἀξημέρωτα ἀκόμη. Τό λιοντάρι πού τό θεωροῦσε λύση βρισκόταν πολύ κοντά του. ῎Εμενε σέ μιά σπηλιά καί ἦταν τό φόβητρο ὅλης τῆς περιοχῆς καί ὅλων τῶν ἐρημιτῶν. Καί μοναχά ὁ βρυχηθμός του γέμιζε φόβο καί τρόμο τίς καρδιές.
Δέν ἄργησε νά φτάσει. Τό λιοντάρι ἦταν στήν σπηλιά. Μέ τό θάρρος τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει ἀποφασίσει ἤδη τόν θάνατό του προχώρησε θαρρετά στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Τό θηρίο τοῦ ἔριξε μιά ματιά καί δέν κουνήθηκε καθόλου. ῾Ο Παῦλος μέ τό ραβδί του τσίγκλισε τό ἄγριο λιοντάρι. Κι αὐτό νά μήν ἤθελε, μέ τίς προκλήσεις του θά τό ἀγρίευε. Τοῦ ἦρθε στήν σκέψη ὁ ἅγιος ᾽Ιγνάτιος ὁ θεοφόρος. Κι ἐκεῖνος ἀπό λιοντάρια ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή. ῾Κι ἄν αὐτά δέν θελήσουν νά μοῦ ἐπιτεθοῦν, ἐγώ θά τά προκαλέσω᾽ εἶχε γράψει στίς ἐπιστολές του στούς χριστιανούς πηγαίνοντας πρός τήν Ρώμη. ῾Τά δόντια τους θά μέ ἀλέσουν, ὥστε σάν καθαρό ψωμί νά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριό μου᾽.
῾Μέ τήν διαφορά᾽, σκοτείνιασε πιό πολύ τό βλέμμα τοῦ Παύλου, ῾ἐκεῖνος ἦταν μάρτυρας, ἦταν ἅγιος. Γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ κατασπαράχτηκε. ᾽Εγώ ὅμως…!᾽
Τό λιοντάρι καί πάλι δέν τοῦ ἔδωσε σημασία. Τό ἀντίθετο. Μαζεύτηκε σάν ἥσυχο σκυλάκι καί πῆγε παραμέσα στήν σπηλιά.
῾Μά, τί κάνει;᾽ ψιθύρισε ὁ ἀββᾶς. Προχώρησε κι αὐτός πιό μέσα. Καί πάλι μέ τό ραβδί του τό τσίγκλισε. Πῆρε καί μιά πέτρα πού βρῆκε καί τοῦ τό πέταξε.
Καμμιά ἀντίδραση. Τό λιοντάρι σάν νά βαριόταν δέν ἔδειχνε νά ἐνοχλεῖται.
῾Θά ξανάρθω αὔριο᾽, σκέφτησε ὁ ἀναχωρητής. ῎Ισως σήμερα δέν ἔχει ὄρεξη. Μπορεῖ νά εἶναι καί ἄρρωστο.
Τό ἴδιο σκηνικό ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές, ἀλλά μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Τό λιοντάρι ὅ,τι καί νά ἔκανε ὁ ἀπελπισμένος καλόγερος δέν ἀντιδροῦσε. Σάν νά τό συγκρατοῦσε μιά δύναμη πολύ μεγαλύτερη ἀπό αὐτό, κάτι πού δέν μποροῦσε νά σκεφτεῖ μέ τόν θολωμένο νοῦ του ὁ ἀββᾶς.
Τό μυαλό του δούλευε πάνω στήν ἀπόφασή του. Νόμισε ὅτι βρῆκε τελικά τήν λύση. ῾Τό λιοντάρι κάθε μέρα κατεβαίνει στό ποτάμι νά πιεῖ νερό. ᾽Εκεῖ λοιπόν στόν δρόμο του ἐπάνω θά ξαπλώσω καί θά κοιμηθῶ, ὁπότε, δέν μπορεῖ, θά μοῦ ἐπιτεθεῖ᾽.
῾Η λύση πού βρῆκε τόν ἀνέπαυσε. ῎Εβαλε ἀμέσως σέ ἐνέργεια τό σχέδιό του. Πῆγε καί ξάπλωσε στό μονοπάτι γιά τό ποτάμι. Δέν χρειάστηκε νά περιμένει γιά πολύ. ῎Ακουσε τά μεγαλόπρεπα βήματα τοῦ βασιλιά τῶν ζώων. ῾Ο βρυχηθμός του χωρίς νά τό θέλει ἔσφιξε τήν καρδιά του.
῾Κύριε, δῶσε μου θάρρος. ῎Ας γίνει ἡ θυσία μου αὐτή τό ξέπλυμα τῆς ἀνομίας μου. Κύριε, σβῆσε τήν ἁμαρτία τοῦ φόνου καί μήν μοῦ τήν καταλογίσεις στήν κρίση Σου᾽. ῎Ακουσε τήν καρδιά του νά χτυπάει δυνατά. ῎Εσφιξε τά δόντια καί περίμενε. ῾Λίγο ἀκόμη καί τό αἷμα μου θά ξεπλύνει τό αἷμα τοῦ ἀδικοχαμένου παιδιοῦ᾽.
῎Ακουσε τώρα τήν ἀνάσα τοῦ λιονταριοῦ πάνω ἀπό τό κεφάλι του. ῾Κύριε, δέξου τό πνεῦμα μου᾽. Καί τότε, ὤ τοῦ θαύματος! Τό λιοντάρι, σάν νά ἦταν ἄνθρωπος ὑπερπήδησε τόν γέροντα ἥσυχα-ἥσυχα καί προχώρησε στήν πορεία του. Καί πάλι τό θηρίο δέν ἀσχολήθηκε καθόλου μέ αὐτόν.
Δάκρυα πλημμύρισαν τά μάτια τοῦ ἀββᾶ Παύλου τοῦ Ρωμαίου. Δάκρυα αὐτήν τήν φορά εὐγνωμοσύνης καί ἀγαλλίασης. Σάν νά ἄστραψε φῶς μέσα στόν νοῦ του καί κατάλαβε ὅτι ὁ Θεός δέν τοῦ κρατάει τίποτε γιά τό συμβάν μέ τό παιδάκι. ῾Ο Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει. Τό σημάδι μέ τό λιοντάρι ἦταν παραπάνω ἀπό φανερό. ῎Αρχισε νά καταλαβαίνει αὐτό πού λέει ἡ Γραφή καί ἡ ᾽Εκκλησία ὅτι δέν εἶναι τό αἷμα τό δικό μας πού ξεπλένει τίς ἁμαρτίες, ἀλλά τό χυμένο ἤδη ῾μιά φορά καί γιά πάντα᾽ αἷμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. ῾Ναί, Κύριε, ᾽Εσύ εἶσαι ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Κύριε, Σέ εὐχαριστῶ. Κύριε, ἐλέησόν με᾽.
῾Ο ἀναχωρητής πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιά τό μοναστήρι του. ῾Η πληροφορία στήν καρδιά του ὅτι ὁ Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει ἔδινε φτερά στά πόδιά του. ᾽Εξομολογήθηκε στόν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἔκπληκτος ἄκουσε τήν διήγηση τοῦ καλοῦ καί εὐαίσθητου μοναχοῦ του. Τόν συμβούλευσε, τόν κανόνισε, τόν ξανάβαλε στόν εὐλογημένο ρυθμό τοῦ μοναστηριοῦ.
῾Ο ἀββᾶς Παῦλος ὁ Ρωμαῖος πέρασε ἔκτοτε ἐκεῖ τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του, μέχρι τήν πρός Θεόν ἀνάπαυσή του, ὠφελώντας καί οἰκοδομώντας τούς πάντες, διηγούμενος συχνά αὐτό πού τοῦ συνέβη καί τό πόσο ὁ Κύριος εἶναι ἵλεως πρός ὅλους, ἀρκεῖ νά δείχνουμε τήν πρέπουσα μετάνοια.
ΠΗΓΗ:ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ
    
Αναρτήθηκε από τον/την στο Ιουλίου 4, 2013 in ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου