Δέν πρέπει νά παρασύρῃ τό ρεῦμα τῆς
λησμονιᾶς τόν ἀείμνηστο παπᾶ Στέφανο, τοῦ ὁποίου ἡ ἑξηκοντετής παρουσία του
στήν Μονή μας, πολλά ἔχει νά μᾶς διδάξῃ.
Δέν ἔχει σημασία νά μάθουμε πόσο
ψηλά ἔφθασε. Αὐτό τό γνωρίζει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος τόν ἀντήμειψε γιά τούς μοναχικούς
του κόπους. Ἐμεῖς τά πνευματικά του ἐγγόνια ἐπιθυμοῦμε ν᾿ ἀκούσωμε διδακτικά
περιστατικά ἀπό τήν ζωή του, νά λάβουμε ὅπλα πολυετοῦς μοναχικῆς ἐμπειρίας γιά
νά κτυπήσουμε τόν διάβολο, τόν αἰώνιο ἐχθρό τῆς σωτηρίας μας.
Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα χωριό
τῆς Κερκύρας τό 1891. Τό 1916 ἦλθε στό Μοναστήρι μας καί ὑπετάγη στήν ὑπακοή τοῦ
Καθηγουμένου τῆς Μονῆς Γεωργίου.
Ἐκοιμήθη στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς
τό 1956. Δέν ἀξιωθήκαμε νά τόν γνωρίσουμε ἐμεῖς οἱ νέοι Πατέρες. Τόν γνωρίσαμε ὅμως
μέσῳ τῶν Γερόντων Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς μας, οἱ ὁποῖοι καί μᾶς διηγήθησαν ἀρκετά ἀπό
τήν ζωή του.
Διακρίθηκε διά τήν πραότητα, τήν σιωπή καί τήν νηστεία. Γι᾿ αὐτό εἶχε καί μεγάλη εὐλάβεια στόν ῞Αγιο Ἰωάννη τόν Νηστευτή. Ἀγάπησε τό Μοναστήρι μας καί ἔβαλε κανόνα στόν ἑαυτόν του νά μήν ἐξέλθη ποτέ μέχρι τοῦ θανάτου του.
Διακρίθηκε διά τήν πραότητα, τήν σιωπή καί τήν νηστεία. Γι᾿ αὐτό εἶχε καί μεγάλη εὐλάβεια στόν ῞Αγιο Ἰωάννη τόν Νηστευτή. Ἀγάπησε τό Μοναστήρι μας καί ἔβαλε κανόνα στόν ἑαυτόν του νά μήν ἐξέλθη ποτέ μέχρι τοῦ θανάτου του.
Καί τό ἐφήρμοσε. Ἀπό τότε πού ἦλθε
μέχρι τήν τελευταία πνοή του, δέν ἐπῆγε γιά ἐπίσκεψι, οὔτε στήν Δάφνη, ἀλλά οὔτε
καί ἄλλα Μοναστήρια τοῦ ῎Ορους καί Σκῆτες ἐπισκέφθηκε. Ἀγωνίσθηκε
μυστικά γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, καί ἀπέκτησε πολλές ἀρετές καί
πνευματική σοφία. Δέν ἤξερε ἄλλο δρόμον ἀπ᾿ αὐτόν πού ὁδηγεῖ στήν ἐκκλησία,
στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ καί στό κελλί του. Στά νειᾶτα του ὑπηρέτησε πολλά
χρόνια ὡς κηπουρός.
Μέ κίνδυνον τῆς ζωῆς του, καθώς μοῦ
ἔλεγον οἱ τελευταῖοι παλαιοί Πατέρες, σκαρφάλωνε στίς μάνδρες γιά νά τίς ἐπισκευάσῃ,
στόν πύργο τῆς Μονῆς γιά νά στερεώσῃ τά κρεβατά, στά δένδρα γιά νά τά κλαδεύσῃ.
Τά καλοκαίρια δέν ἐγνώριζε ξεκούρασι στό κελλί του. Σάν τήν φιλέρημη τρυγόνα κρυβόταν μέσα σ᾿ ἕνα πυκνόφυλλο δένδρο, τό Ἄριο ὀνομαζόμενο, ὅπου εἶχε κάνει τό ξυλοκρέβατό του. Ἐκεῖ βυθιζόταν στούς πνευματικούς του στοχασμούς, γιά τήν ὡραιότητα τῆς ὁρατῆς Δημιουργίας καί τά κάλλη τοῦ πενυματικοῦ παραδείσου.
Τά καλοκαίρια δέν ἐγνώριζε ξεκούρασι στό κελλί του. Σάν τήν φιλέρημη τρυγόνα κρυβόταν μέσα σ᾿ ἕνα πυκνόφυλλο δένδρο, τό Ἄριο ὀνομαζόμενο, ὅπου εἶχε κάνει τό ξυλοκρέβατό του. Ἐκεῖ βυθιζόταν στούς πνευματικούς του στοχασμούς, γιά τήν ὡραιότητα τῆς ὁρατῆς Δημιουργίας καί τά κάλλη τοῦ πενυματικοῦ παραδείσου.
Προσευχόταν ἀδιάκοπα καί μυστικά,
γι᾿ αὐτό ἀπέφευγε συνάντησι καί συζήτησι μέ Πατέρες καί λαϊκούς.
Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τόν εἶχαν σέ ἰδιαίτερη
εὐλάβεια. Κάποια φορά δέχτηκε τό δυνατό ράπισμα ἑνός παραδελφοῦ του, διότι τόν ἐθεώρησε
ἔνοχο γιά τήν ἀσύνετη διεκπεραίωσι ἑνός ἔργου, ἐνῶ ἦταν ἀθῶος. Δέχτηκε τό
κτύπημα ὡς ἄκακο ἀρνίο. Μάλιστα γύρισε τό πρόσωπό του καί στήν ἄλλη πλευρά καί
εἶπε στόν χειροδικήσαντα ἀδελφό· «κτύπα καί ἀπό ἐδῶ, κτύπα καί ἀπό ἐδῶ»
Κάθε βράδυ, πρίν κοιμηθῆ, εἶχε τήν ὡραία
συνήθεια νά διαβάζῃ τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου. Συχνά οἱ ἄλλοι Πατέρες τόν ἄκουγαν
ἀπ᾿ ἔξω νά στενάζῃ καί ἄλλοτε νά ἐπικαλῆται δυνατά τήν ἄμαχο πρεσβεία τῆς
Θεομήτορος. Τήν βία στήν ὀρθοστασία, σύμφωνα μέ τήν τότε παράδοσι, τήν κρατοῦσε
μέ πολλή ἐπιμέλεια. Μόνο στήν ἀνάγνωσι τῶν Καθισμάτων τοῦ Ψαλτηρίου καί στίς ῟Ωρες,
ὅπως καί ἀλλοῦ ἐγράψαμε, ἐκάθοντο οἱ παλαιοί Πατέρες.
Λόγῳ τῶν χαρισμάτων καί ἀρετῶν του ὁ
῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς ἀρχιμ. Ἀθανάσιος, τόν ἐκάλεσε κάποτε στήν γεροντική
Σύναξι νά βάλη μετάνοια γιά νά γίνη Πνευματικός.
῾Ο Παπᾶ Θανάσης τοῦ εἶπε τά ἑξῆς: Σέ
καλέσαμε ἐδῶ, πάτερ Στέφανε, γιά νά σέ κάνουμε πνευματικό τῆς Μονῆς. Τό Μοναστήρι
ἀναγνωρίζει τά προσόντα σου, τήν ἀγάπη σου, τήν εὐλάβειά σου πρός τίς ἀκολουθίες
καί ἦλθε ἡ ὥρα νά σέ τιμήσῃ καί προαγάγῃ.
Σεβαστέ μου Γέροντα, καί ἀγαπητοί
μου Πατέρες, τί πνευματικός νά γίνω ἐγώ; Νά ἔρχωνται οἱ πατέρες μέ ἕνα πειρασμό
καί νά φεύγουν μέ δέκα;
Παρέμεινε ταπεινός καί ἀφανής ὁ
λειτουργός τοῦ Θεοῦ καί τῆς Μονῆς μέχρι τῆς τελευταίας ἀναπνοῆς του. Ἐμίσησε τά
ἀξιώματα, διότι ἀγάπησε τήν ἐσωστρέφεια καί τήν νηπτική ἐργασία τῆς προσευχῆς, ἡ
ὁποία ἀληθινά τιμᾶ καί πλουτίζει τόν ἄνθρωπο.
Τά τελευταῖα 20 χρόνια ἐργάσθηκε ὡς
προσφοράρης τῆς Μονῆς. Στά γεράματά του μεταφέρθηκε στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς,
καί διακονήθηκε ἀπό τόν Γέρο ῾Ησύχιο, ὁ ὁποῖος τώρα εἶναι 99 καί μοῦ εἶπε ἀρκετά
γιά τόν μακαριστό παπᾶ Στέφανο.
Λόγῳ τῆς ἀσθενείας του δέν μποροῦσε νά τρώγῃ σχεδόν τίποτα.
Λόγῳ τῆς ἀσθενείας του δέν μποροῦσε νά τρώγῃ σχεδόν τίποτα.
῾Ο διακονητής τοῦ ἔκανε πιλάφι. Τόν
ἐρωτᾶ νά βάλῃ μέσα βούτυρο ἤ λάδι;
῏Ηταν περίοδος Τεσσαρακοστῆς. Οὔτε
τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο τοῦ εἶπε. Τόσο πολύ ἀδυνάτισε, πού ὁ γηροκόμος του ὅπως μοῦ
ἔλεγε, ψηλαφοῦσε ἀπό τό μέρος τῆς κοιλιᾶς του τούς σπονδύλους τῆς σπονδυλικῆς
στήλης του.
Δέν χωροῦσε οἰκονομία στά φαγητά καί
κατάλυσις, λόγῳ ἀσθενείας. ῏Ηταν αὐστηρός στά τυπικά καί προσηλωμένος στίς
μοναχικές του συνήθειες καί παραδόσεις.
Τίς τελευταῖες δέκα ἡμέρες ἄρχισε νά
χάνῃ τίς αἰσθήσεις του. ῏Ηταν εἰρηνικός, χαρωπός καί τοῦ ἄρεσε νά ψάλλῃ. ῞Ενα
πρωϊνό, κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καί σέ λίγο εἰδοποίησε τόν διακονητή
του νά τοῦ εἰπῇ ὅτι ἦλθε ὁ Παπποῦς (ὁ ῞Αγιος Νικόλαος), καί τοῦ εἶπε: «Κάνε λίγο
ὑπομονή καί θά ἔλθουμε νά σέ πάρουμε».
Προφανῶς μαζί μέ τούς ἄλλους δύο
Προστάτας, τόν ῞Οσιο Γρηγόριο καί τήν ῾Αγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία. Εἰδοποιήθηκε ὁ
Γέροντας τῆς Μονῆς καί τοῦ μετέφερε τ᾿ Ἄχραντα Μυστήρια. Μετά ἀπό μία ὥρα
παρέδωκε ὁ ἀείμνητος παπᾶ Στυέφδανος τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
῎Ετσι ἐξεδήμησε πρός Κύριον ὁ ἐξαίρετος
Λευῒτης τοῦ Θεοῦ παπᾶ Σέφανος καί μετέστη ὡς ἄσαρκος στήν ἄσαρκον ἀγγελικήν
χοροστασία. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε.
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω, 2005
Ἐπιμέλεια
κειμένου Αναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου