anaxoriti
Α) Ή ζωή του
Ό άγιος Ιεράρχης Καλλίνικος από την Τσερνίκα γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1787 στο Βουκουρέστι κοντά στην εκκλησία του αγίου Βησσαρίωνος. Κατά το άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος.
Οι γονείς του ονομάζονταν Αντώνιος καί Άνθη καί ήταν πολύ ευσεβείς. Ό μεγαλύτερος κατά την ηλικία από τα παιδιά των ήταν ιερεύς έγγαμος. Αργότερα μπήκε στη μοναχική ζωή καί εκάρη μοναχός με το όνομα Ακάκιος. Ομοίως καί ή μητέρα του αγίου Καλλινίκου, ή μακαριά Άνθη, αφού μεγάλωσε τα παιδιά της, αναχώρησε για το μοναστήρι Πασάρεα, όπου έλαβε το μεγάλο καί Αγγελικό Σχήμα με το όνομα Φιλοθέη μεγαλόσχημη.
Ό νεαρός Κωνσταντίνος, ό μικρότερος μεταξύ των παιδιών, έλαβε από μικρός μία σπάνια θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Σπούδασε στο Βουκουρέστι, στα σχολεία πού λειτουργούσαν εκείνο τον καιρό, δίπλα στην εκκλησία. Το έτος 1807 εισήλθε στην μοναχική άσκηση στο μοναστήρι Τσερνίκα. Μπήκε στην υπακοή του οσίου στάρετς άρχιμανδρίτου Τιμοθέου. στις 12 Νοεμβρίου 1808 έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Καλλίνικος. στις 3 Δεκεμβρίου 1808 χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος. στις 13 Φεβρουαρίου 1813 χειροτονήθηκε Ιερομόναχος, ενώ στις 20 Σεπτεμβρίου 1815 χειροθετήθηκε Πνευματικός από τον ίδιο Μητροπολίτη της Ρουμανικής χώρας Νεκτάρι Ανέλαβε επίσης καί το διακόνημα του εκκλησιαστικού στο Μοναστήρι Τσερνίκα. Το καλοκαίρι του έτους 1812 ταξίδευσε στην Μολδαβία μαζί με τον Πνευματικό του ιερομόναχο μεγαλόσχημο Ποιμένα ως συνοδό του, ενώ το έτος 1817 μετέβη στο Αγιον Όρος. στις 14 Δεκεμβρίου 1818 ό όσιος Καλλίνικος εξελέγη ηγούμενος στο μοναστήρι Τσερνίκα. Δεν ήταν τότε παραπάνω από 31 ετών. Για την ταπεινή ζωή του καί την καλή διακυβέρνηση της μονής, στις 9 Απριλίου 1820 χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης καί διηύθυνε το μοναστήρι Τσερνίκα επί 32 χρόνια, δημιουργώντας μια εκλεκτή μοναχική αδελφότητα.
στις 14 Σεπτεμβρίου 1850 εξελέγη επίσκοπος στην επαρχία Ρίμνικ του Νέου Σεβήρου, την οποίαν ποίμανε επί 17 χρόνια. στις 24 Μαΐου 1867 αποσύρθηκε από τον θρόνο για το μοναστήρι της μετανοίας του, ενώ στις 11 Απριλίου 1868 απεδήμησε για τους ουράνιους θαλάμους.
Ή αγιοποιήσεις του αγίου ίεράρχου Καλλινίκου έγινε στις 21 Οκτωβρίου 1955, ενώ ή πανηγυρική μνήμη του τελείται στις 11 Απριλίου.
Β) Έργα καί λόγοι διδασκαλίας
1) Ό όσιος Καλλίνικος, όταν ακόμη ήταν νέος μοναχός στο μοναστήρι Τσερνίκα, νήστευε πάρα πολύ, ό ίδιος καθόριζε τον καθημερινό κανόνα καί τίς πνευματικές του ασκήσεις με πολλή επιμέλεια καί αγωνιζόταν κατά του ύπνου. Κοιμόταν μόνο τρεις ώρες την νύκτα. Δεν αναπαυόταν σε κρεβάτι, αλλά σ’ ένα σκαμνί σε μια γωνιά του κελιού του, σύμφωνα με τίς μαρτυρίες του γέροντος Χαρίτωνος, ενώ την ημέρα εργαζόταν με τους πατέρας στις πιο δύσκολες υπηρεσίες της μονής.
2) Μετά την αναχώρηση του πνευματικού του πατρός Ποιμένος στο Αγιον Όρος, ό όσιος Καλλίνικος επήρε μια πολύ σκληρή απόφαση: να μην τρώγει μαγειρευμένα φαγητά όλη την εβδομάδα, παρά μόνο ψωμί καί νερό μετά την δύσι του ηλίου, ενώ το Σάββατο και την Κυριακή να πηγαίνει στην τράπεζα μαζί με τους πατέρας καί να τρώγει με εγκράτεια.
3) Μαρτυρούν οί πατέρες πού γνώρισαν τον άγιο Καλλίνικο ότι το πρόσωπο του ήταν πάντοτε χλωμό από την πολλή νηστεία, οι κόγχες των ματιών του βαθουλωτές από τίς πολλές αγρυπνίες και τα πολλά δάκρυα. Είχε βέβαια αξιωθεί από τον Θεό του δώρου των δακρύων στην αγία προσευχή του.
4) Το έτος 1813, επειδή πέθαναν από την αρρώστια της πανούκλας πολλοί ιερείς καί μοναχοί του μοναστηρίου Τσερνίκα, ό στάρετς Τιμόθεος επέμενε συνεχώς να κάνη ιερέα τον ταπεινό ιεροδιάκονο Καλλίνικο. ‘Αλλά αυτός παραιτήθηκε από ένα τόσο μεγάλο αξίωμα σαν αυτό, θεωρώντας τον εαυτό του τελείως ανάξιο. Μα ως καλός υποτακτικός άφησε τον εαυτό του στο θέλημα του Θεού καί έλαβε το αξίωμα της αγίας Ιεροσύνης, ιερουργώντας τα άγια σ’ όλη την ζωή του με δάκρυα καί με πολλή ευλάβεια.
5) Μετά την αποδοχή του χαρίσματος της Ιεροσύνης ό άγιος Καλλίνικος άρχισε ν’ αγωνίζεται περισσότερο καί να υπηρέτη με επιμέλεια όλους. Ήταν γεμάτος από ιερή αγάπη προς όλους κατά το λόγιο: «Εάν θέλεις να σ’ αγαπούν όλοι, αγάπησε τους καί συ όλους». Όταν έβλεπε κάποιον να στενοχωρείται, θλιβόταν καί αυτός μαζί του. Παρακουλουθούσε τους ασθενείς καί με όλες του τίς δυνάμεις τους ανακούφιζε. Τους πτωχούς πάντοτε ελεούσε. Γενικά όλους τους αγαπούσε σαν ένας πνευματικός πατήρ καί πνευματικός ποιμήν.
6) Ό άγιος Καλλίνικος όσο ταπεινώθηκε τόσο καί πιο τιμητικά υψώθηκε με το χάρισμα της αγάπης προς όλους. Ταπεινώθηκε υπέρμετρα απέναντι σε όλους, κατά τον λόγο του Κυρίου:
«Αυτός πού θέλει να είναι ανάμεσα σας πρώτος, ας είναι άπ’ όλους σας ό έσχατος» (Ματθ. 20, 26).
7) Όταν ο όσιος Καλλίνικος έγινε Πνευματικός στο μοναστήρι Τσερνίκα, πλησίασε με αγάπη όλους τους πατέρας καί αδελφούς της αδελφότητας. Εκείνοι πάλι εξομολογούντο στην αγιοσύνη του, διότι όλοι κατακτήθηκαν από τους αγώνας του καί σ’ αυτόν εύρισκαν καταφύγιο καί παρηγοριά στις στενοχώριες των. ‘Ήταν τόσο έμπειρος Πνευματικός, ώστε έρχονταν να εξομολογηθούν όχι μόνο μοναχοί, αλλά καί πολλοί από τον έξω κόσμο, ακόμη καί ό Μητροπολίτης.
8) Ό μακάριος πατήρ Καλλίνικος, όταν καμιά φορά δυσφημίζετο από κάποιον, του μιλούσε με καλοσύνη καί ανεξικακία. Εκείνον πού τον αδικούσε, αμέσως ό ίδιος τον ελεούσε καί τον βοηθούσε με κάθε τρόπο. ‘Ακόμη καί σ’ αυτό το κελί του δεν εύρίσκετο τίποτε άλλο παρά μόνο μια στάμνα με νερό.
9) Έλεγαν οί πατέρες ότι το κελί του οσίου ήταν τόσο ησυχαστικό, ώστε κανείς από τους μαθητάς του, δεν αντιλαμβανόταν τι έκανε μέσα, πότε δηλαδή αναπαυόταν καί πότε προσευχόταν.
10) Κατά μαρτυρίας των περισσοτέρων Πνευματικών της εποχής του, ό όσιος Καλλίνικος έκανε το 24ωρο 2000 προσκυνητές μετάνοιες καί 300 μεγάλες (εδαφιαίες), καθώς καί τον καθορισμένο κανόνα πού γίνεται στο κελί από κάθε μοναχό.
11) Οί ίδιοι οι Πνευματικοί του μοναστηρίου Τσερνίκας επεβεβαίωναν ότι ό άγιος Καλλίνικος από τα νεανικά του ακόμη χρόνια είχε λάβει το δώρο της αδιάλειπτου προσευχής, με την οποία είχε γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος καί σκεύος των αρετών.
12) Την άνοιξη του έτους 1817 ό όσιος Καλλίνικος μαζί με τον Πνευματικό Ιγνάτιο καί με ένα άλλο μοναχό απεφάσισαν από κοινού να νηστεύουν τελείως ολόκληρη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Άγιο Πάσχα. Πήραν λοιπόν την ευλογία από τον ηγούμενο της μονής Δωρόθεο καί άρχισαν αύτη την σκληρή καί δυσκολοκατόρθωτη άσκηση. Άλλα από έλλειψη διακρίσεως ό σατανάς τους προξένησε ένα μεγάλο πειρασμό. Ό μοναχός δεν μπορούσε να νηστεύση καθόλου. Ό ίερομ. μεγαλόσχημος Ιγνάτιος νήστευσε μερικές εβδομάδες, κατόπιν αδυνάτισε πολύ, αρρώστησε καί με πολλή
δυσκολία έγινε καλά. Ό όσιος Καλλίνικος όμως νήστευσε τελείως μέχρι την Πέμπτη του Μεγάλου Κανόνος, οπότε έφαγε μισό παξιμάδι. Μα επειδή ήθελε να συμπλήρωση τίς σαράντα ήμερες της νηστείας, όπως ακριβώς ό Σωτήρ καί οί άγιοι του παλαιού καιρού, αρρώστησε από μια τρομερή ζαλάδα του κεφαλιού καί αδυνάτισε στο σώμα, ώστε δεν ανεγνώριζε κανένα μέχρι την Κυριακή του Θωμά.
Ως εκ τούτου ό στάρετς Δωρόθεος ήταν πολύ στενοχωρημένος, νομίζοντας ότι πλέον ό όσιος Καλλίνικος δεν θα γλιτώσει την ζωή του.
13) Μα με την χάρι του Θεού ό όσιος Καλλίνικος επανήλθε στις αισθήσεις του, πράγμα το όποιο προξένησε μεγάλη χαρά στον ηγούμενο καί σ’ όλή την συνοδεία. Από εκείνη την ώρα ό πατήρ Δωρόθεος αποφάσισε να κράτη σ’ όλή τη ζωή του την βασιλική οδό. Δηλαδή να μη αποχωρίζεται κανείς από την αδελφότητα την ώρα του φαγητού στην τράπεζα. Έτσι λοιπόν έκανε υπακοή ό πατήρ Καλλίνικος, έτρωγε καθημερινώς με τους αδελφούς το φαγητό, χωρίς πλέον να έχή κανένα φαγητό στο κελί του καί να τα τρώγει χωρίς ευλογία. Παρ’ όλα αυτά νήστευσε σαράντα ήμερες ό όσιος, αφού παρέμεινε όμως ένας μόνιμος πονοκέφαλος πού κράτησε ως το τέλος της ζωής του Το καλοκαίρι του ιδίου έτους, ό άγιος Καλλίνικος δεν έτρωγε ψωμί καθόλου επί σαράντα ήμερες, ούτε μαγειρευμένο φαγητό.
Μόνο το βράδυ μετά την δύσι του ηλίου έτρωγε μια φέτα πεπόνι και ωμά φρούτα για να ενίσχυση την σωματική του αδυναμία καί για να μη παραβαίνει την εντολή του Γέροντα του.
14) Ό μαθητής του, αρχιμανδρίτης Αναστάσιος Μπαλτοβίν, έλεγε ότι σ’ όλή την ζωή του ό όσιος δεν ξάπλωσε να κοιμήθή στο κρεβάτι, αλλά κοιμόταν λίγες ώρες σ’ ένα σκαμνί καί σκεπαζόταν καί θερμαινόταν μ’ ένα φαρδύ σκέπασμα από δέρμα. Ήταν σαν αληθινός φρουρός, έτοιμος για οποιαδήποτε μάχη, άγρυπνος εναντίον των αοράτων έχθρων πού δοκίμαζαν να τον πειράξουν είτε στο σώμα είτε στις σκέψεις.
15) Ό ίδιος ο πολυαγάπητος μαθητής του αγίου Καλλινίκου έλεγε ότι ό δάσκαλος του ήταν τόσο πράος καί ταπεινός στην καρδιά, ώστε καθένας νόμιζε το πρόσωπο του αγγελικό καί όχι ανθρώπινο. Γι’ αυτό όλοι τον αγαπούσαν, τον τιμούσαν, τον είχαν σαν αληθινό άγιο, τόσο μοναχοί καί λαϊκοί, όσο καί επίσκοποι καί άρχοντες της χώρας.
16) Αφού εξελέγη ηγούμενος ό όσιος παρά την θέληση του, όχι μόνο με τη ζωή του, αλλά καί με τίς σοφές πνευματικές συμβουλές του διόρθωνε τους αμελείς καί ταραχοποιούς μοναχούς του μοναστηριού, καί πολλούς καθοδηγούσε στην απλανή οδό. όμως τους σκανδαλοποιούς καί παρήκόους τους απεμάκρυνε από την αδελφότητα, κατά την εντολή του αποστόλου, για να μη βλάπτουν καί τους άλλους.
17) Ό άγιος Καλλίνικος θεωρούσε ότι ή υπακοή είναι ή μεγαλύτερη αρετή για τους μοναχούς καί το θεμέλιο της μοναχικής ζωής.
Δίδασκε ως εξής τα πνευματικά του παιδιά: «Την κοινοβιακή ζωή πού έχει την αγία υπακοή, την θεμελίωσε ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με το παράδειγμα του επιγείου βίου του».
18) Έλεγαν οί πατέρες καί τούτο, ότι ό μεγάλος στάρετς δεν επέτρεπε καθόλου την συκοφαντία στους μοναχούς, καθόσον το θεωρούσε θάνατο της ψυχής. Συμβούλευε τους μαθητάς του αντί να πιάνουν άσκοπες συζητήσεις, να εξασκούνται στην αδιάκοπη σιωπή καί στην καρδιακή προσευχή.
19) Οι ίδιοι οί πατέρες έλεγαν ότι ό όσιος ξεπλήρωνε κατά τέλειο τρόπο τα καθήκοντα του ηγουμένου με μεγάλο ζήλο, με φόβο Θεού, έχοντας ύπ’ όψιν του ότι το βαρύτερο καί δυσκολότερο έργο είναι ή τέχνη διακυβερνήσεως των ψυχών στην οδό της σωτηρίας.
20) Μερικές φορές έλεγε προς τους μαθητάς του:
—Ό ηγούμενος είναι καρδιά όλων των καρδιών. Τίς παρακολουθεί, τίς συμβουλεύει, τίς παρηγορεί. Αυτός είναι ή οδός προς την τελειότητα σε όλες τίς ευσεβείς ψυχές πού είναι τριγύρω του.
21) Ό όσιος συνήθιζε συχνά να ψαρεύει στη λίμνη πού είναι πλησίον του μοναστηρίου. Τα ψάρια πού έπιανε τα έδινε στην αδελφότητα για την τροφή των πατέρων. Κάποια ημέρα ένας νέος μοναχός καθάριζε μια μικρή μαρίδα από τα λέπια, καί άρχισε να γκρινιάζει,
να κτυπά το ψάρι με το μαχαίρι, καί να λέει: «Να! Να! γιατί δεν έφερες τον πατέρα σου, την μητέρα σου, τον πάππου σου, τους προγόνους σου πού έχουν λέπια μεγαλύτερα, για να μη στενοχωριέμαι τόσο!». Ύστερα πάλι ό ίδιος απάντησε: «Ήλθα καί με πατέρα καί με μητέρα καί με πάππου καί με προγόνους, αλλά τους έπιασαν οι πνευματικοί πατέρες της Γεροντίας καί ό ηγούμενος». Άλλα τα λόγια έφθασαν στ’ αυτιά του οσίου στάρετς Καλλινίκου. Αμέσως Ο στάρετς κατάλαβε τους λογισμούς του καί για να εξάλειψη οποιαδήποτε αιτία σκανδάλου στο μοναστήρι, είπε: Από τώρα καί στο έξης δεν θα βάλω πλέον ψάρι στο στόμα μου! Καί πράγματι μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έφαγε ουδέποτε ψάρι, φυλάγοντας μ’ ευλάβεια την υπόσχεση πού έδωσε στο Θεό. Τρεφόταν μόνο με χορταρικά καί αυτά μια φορά την ημέρα με πολλή εγκράτεια.
22) Την περίοδο της εθνικής εξεγέρσεως του έτους 1821 πολλοί κάτοικοι από το Βουκουρέστι κατέφυγαν στο μοναστήρι της Τσερνίκας. Τότε ό καλός στάρετς τους φιλοξένησε όλους στο νησί της λίμνης του αγίου Νικολάου, στα κελιά των μοναχών, ενώ τους μοναχούς τους μετέφερε στο νησί του Αγίου Γεωργίου. στις δύσκολες αυτές για την πατρίδα ήμερες, πολλή ανακούφιση βρήκαν οί κάτοικοι της πρωτευούσης από τον άγιο Καλλίνικο. Διότι τους ενίσχυσε ηθικά, τους παρηγόρησε καί τους τροφοδότησε τελείως δωρεάν από τα τρόφιμα του μοναστηρίου.
23) Την άνοιξη του ιδίου έτους, σαν έμαθαν οί Τούρκοι ότι πλήθος λαϊκών είναι συγκεντρωμένοι στη λίμνη της Τσερνίκας, νόμιζαν ότι βρίσκονται ανάμεσα τους επαναστάτες καί γι’ αυτό περιεκύκλωσαν το μοναστήρι με κανόνια, έτοιμοι να το καταστρέψουν, ενώ οί άλλοι ευρίσκονταν στα νησιά για να τους σκοτώσουν με τα
σπαθιά. Τότε ό άγιος Καλλίνικος συγκέντρωσε όλο τον λαό καί τους μοναχούς στην εκκλησία, τους απηύθυνε λόγια ενθαρρυντικά και έκαναν όλοι μαζί ολονύκτια αγρυπνία. Κατά την δεύτερη ήμερα απέστειλε ένα μοναχό με αναφορά παραπόνων στον αρχηγό των Τούρκων πού ήταν στο στρατόπεδο. Καί έτσι με την ευχή του αγίου Καλλινίκου, με τα δάκρυα του λάου καί με την μεσιτεία του αγίου Νικολάου καταπραΰνθηκαν οί Τούρκοι καί γλίτωσαν όλοι από τον θάνατο.
24) Όταν τελείωσαν οί τροφές του μοναστηρίου Τσερνίκας, μοναχοί καί λαϊκοί μαστίζονταν από φοβερή πείνα. Τότε γονάτισε Ο άγιος Καλλίνικος, προσευχήθηκε με πολλά δάκρυα ενώπιον της εικόνος της Θεομήτορος καί του αγίου Νικολάου καί ζήτησε βοήθεια. Αμέσως εισακούσθηκε. Όταν σηκώθηκε ό μεγάλος στάρετς από την προσευχή, έφθασαν στην πόρτα του μοναστηριού πέντε άτομα πού τραβούσαν ανά δύο βόδια με κάρα φορτωμένα παξιμάδι σταλμένο από τον πασά, τον αρχηγό των τούρκων του κοντινού στρατοπέδου.
25) Επίσης το έτος 1821 ένας άλλος πασάς πού ό ίδιος είχε στρατόπεδο στο χωριό Παντελεήμων, έκλεψε μια μοναχή από το μοναστήρι Πασάρεα για όμηρο. Άλλα ό άγιος Καλλίνικος δεν ανέχθηκε να ευρίσκεται ή νύμφη του Χριστού στα χέρια των απίστων
καί γι αυτό έκαμε αναφορά παραπόνων στην ανωτέρα τουρκική αρχή καί γλίτωσε την μοναχή από τα χέρια του τούρκου. Ως εκ τού του θύμωσε ό σκληρός πασάς καί απεφάσισε να ξεκινήσει την νύκτα με τα κανόνια του εναντίον του μοναστηριού, να το λεηλατήσει καί
να σκοτώσει τον στάρετς. Τότε ό άγιος Καλλίνικος, επειδή έμαθε ότι πρόκειται να
εκδικηθούν οί Τούρκοι, έκαμε ολονύκτια αγρυπνία ζητώντας την βοήθεια του Θεού. Καί πάλι θαυμαστός λυτρώθηκε από τον κίνδυνο. Διότι ακριβώς την νύκτα εκείνη, όταν ό πασάς έπαιρνε τον καφέ του, για να ορμίσει κατόπιν εναντίον του μοναστηρίου, ένας δούλος δοκίμασε να τον σκοτώσει με το όπλο του. Αλλά ή σφαίρα σταμάτησε στα ρούχα της κίτρινης στολής του καί ό τούρκος γλίτωσε την ζωή του. Άπ’ αυτό το θαύμα φοβήθηκε ό πασάς, καί τη δεύτερη ήμερα έστειλε την κίτρινη εκείνη στολή του στο μοναστήρι Τσερνίκα, με τα έξοδα της οποίας κατ’ εντολή του οσίου κατασκευάσθηκε στην είσοδο ένα πηγάδι, γνωστό μέχρι σήμερα με το όνομα «Το πηγάδι του τούρκου».
26) Κατ’ αρχάς ό μεγάλος στάρετς της Τσερνίκας φρόντισε για την αναζωπύρωση της πνευματικής ζωής της αδελφότητας του για τα αναγκαία της παρούσης ζωής κατά το παράδειγμα των προκατόχων του. Ως εκ τούτου τελείωσε την αγιογράφηση της εκκλησίας του αγίου Νικολάου στη λίμνη, ενώ με τα χρήματα από την δωρεά του αρχιερέως Ίωαννικίου Στρατονικία από το Βουκουρέστι έκτισε μία μεγάλη εκκλησία με φρούριο στη λίμνη του αγίου Γεωργίου, διότι δεν χωρούσαν πλέον οί μοναχοί σε μια μόνο εκκλησία. Πριν ακόμη από την έναρξη της κατασκευής της εκκλησίας εμφανίσθηκαν την νύκτα στον ύπνο του ό άγιος ιεράρχης Νικόλαος, ο άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος καί ό μακάριος στάρετς Γεώργιος. Τότε ό άγιος Νικόλαος είπε στον άγιο Καλλίνικο: «Σήκω να κτίσης στη μικρή λίμνη μια εκκλησία στο όνομα του αγίου μεγαλομάρτυρας Γεωργίου». Κατόπιν ό μεγαλομάρτυς πρόσθεσε αυτά τα λόγια: «Εμείς οί ίδιοι θα σου στείλουμε ό,τιδήποτε χρειαστείς». Τέλος ό στάρετς Γεώργιος του είπε: «Να μην έχεις καμιά αμφιβολία στην καρδιά σου!». Αυτό το δράμα το απεκάλυψε συγχρόνως καί στον Πνευματικό του, τον όσιο Ποιμένα καί εκείνος παρακίνησε τον άγιο Καλλίνικο ν’ αρχίσει την εργασία.
Το έτος 1832 άρχισε ή νέα εκκλησία. Το 1838 όμως γκρεμίστηκε από ένα φοβερό σεισμό, ενώ μετά από 4 χρόνια κτίστηκε εκ νέου, όπως ακριβώς φαίνεται μέχρι σήμερα. Επί πλέον έκτισε το έτος 1846 την εκκλησία του μοναστηρίου Πασάρεα καί μερικές άλλες εκκλησίες της επαρχίας.
27) Ό άγιος Καλλίνικος ήταν επίσης καλός οικονόμος του μοναστηρίου Τσερνίκα καί των άλλων μοναστηριών Πασάρεα, Σναγκώβ, Καλνταρουσάνι, Τσιοροτζίρλα καί Μεγάλη Ποϊάνα, τα όποια ήταν υπό την πνευματική του καθοδήγηση. Όταν ανέλαβε ηγούμενος, ή Τσερνίκα είχε ένα κάρο καί ένα βόδι πού το γυρόφερνε ένας μοναχός στους δρόμους του Βουκουρεστίου. Όποιος λαϊκός ήθελε, έριχνε ένα κομμάτι ψωμί μέσα στο κάρο, κατόπιν ό μοναχός επέστρεφε στο μοναστήρι καί μοίραζε το ψωμί στους μοναχούς. Όσο για την ενδυμασία των μοναχών, αποστέλλονταν από τον ηγεμόνα καί από τους άλλους καλούς χριστιανούς τα αναγκαία ρούχα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ό αξιοσέβαστος στάρετς σε λίγο καιρό ανόρθωσε τα οικονομικά της μονής, έκανε ένα μεγάλο μετόχι στο χωριό Μπουέστ περιοχής Ίλβόφ, έκτισε σπίτια καί καταλύματα για τους ανθρώπους καί τα ζώα, καλλιέργησε την γη με κάθε είδους δημητριακά καί φύτευσε αμπέλια καί δάση, ώστε να θαυμάζουν όλοι την πρωτοβουλία του. Χάριν αυτού το μοναστήρι απέκτησε λιβάδι για
τα ζώα καί για το κοπάδι με τα πρόβατα. Ακόμη φρόντισε για την ενδυμασία των μοναχών της λαύρας.
28) Προσκάλεσαν τον άγιο Καλλίνικο καί του πρότειναν αρκετές φορές να γίνη μητροπολίτης της Ρουμανικής χώρας, αλλά από την μεγάλη του ταπείνωση δεν δέχθηκε. Κάποιος εχθρός του όμως, άνθρωπος από το περιβάλλον του, παρακινήθηκε από φθόνο καί του έδωσε δηλητήριο. «Όταν ό μεγάλος στάρετς ξάπλωσε στο κρεβάτι του θανάτου, προσευχήθηκε στο Θεό λέγοντας: «Κύριε, ό Θεός της σωτηρίας μου, δεν πίστευα καί δεν επιθυμούσα να πεθάνω από δηλητήριο». Τότε μέσα στο σκοτάδι της νύκτας μια μυστική φωνή του απάντησε: «Δεν θα πεθάνεις από δηλητήριο. Σήκω πάνω, είσαι υγιής. Σε λίγο καιρό θα γίνεις επίσκοπος στο Ρίμνικ περιοχής Βίλτσεα, όπου θα ανόρθωσης την εκκλησία καί τον κλήρο πού είναι σε πνευματικό μαρασμό».
Την ώρα εκείνη ό όσιος σηκώθηκε υγιής από το κρεβάτι του καί πήγε στον όρθρο, διότι ήταν μεσάνυκτα.
29) Λόγω της πραότητας καί αγιότητας της ζωής του, τόσοι πολλοί μοναχοί συγκεντρώθηκαν γύρω του, ώστε δεν χωρούσαν πλέον στο δεύτερο νησάκι της λίμνης. Το έτος 1850, όταν αναχώρησε για επίσκοπος στο Ρίμνικ περιοχής Βίλτσεα, άφησε στο μοναστήρι Τσερνίκας 350 ενάρετους μοναχούς.
30) Τον καιρό πού ό όσιος ήταν ηγούμενος, ήλθε ό οικονόμος του μοναστηριού καί του ανακοίνωσε ότι τελείωσε το αλεύρι. Τότε αυτός απάντησε: «Ας έχουμε την ελπίδα μας στην Μητέρα του Κυρίου καί στον άγιο ιεράρχη Νικόλαο καί τίποτε δεν θα στερηθούμε». Κατόπιν μπήκε στο κελί του, γονάτισε για προσευχή μπροστά
στην εικόνα του προστάτου του, καί είπε: «Άγιε αρχιερέα του Χριστού Νικόλαε, προστάτα των πτωχών καί θερμότατε ευεργέτα όσων σε επικαλούνται με πίστη, έλα καί τώρα, βοήθησε το ταπεινό σου ποίμνιο. Απάλλαξε μας από την πείνα, όπως έσωσες αυτούς πού πνίγονταν στην θάλασσα. Δεν έχουμε άλλη βοήθεια, μετά την Θεοτόκο Μητέρα μας, εκτός από σένα…». Κατόπιν μετά τον εσπερινό, έβαλε να διαβάσουν στην εκκλησία την Παράκληση του αγίου Νικολάου. Καί ό άγιος ιεράρχης Νικόλαος άκουσε την προσευχή του αγαπητού δούλου του καί ήλθε αμέσως να βοηθήσει το μοναστήρι Τσερνίκα. Την ίδια ώρα έφθασε στο αρχονταρίκι της μονής ένα κάρο με βόδια, φορτωμένο αλεύρι. Δύο άγνωστοι άνθρωποι είχαν σταλεί μ αυτή την ελεημοσύνη από το αφεντικό των, οί όποιοι ξεφόρτωσαν το φορτίο καί αμέσως αναχώρησαν.
Με την πρέπουσα ευγνωμοσύνη ό μεγάλος στάρετς σύναξε την συνοδεία στην εκκλησία καί μετά τον εσπερινό έψαλλαν τους χαιρετισμούς του αγίου Νικολάου. Κατόπιν, αφού ευλόγησε το αλεύρι, το έδωσε να ζυμώσουν την ίδια νύκτα ψωμί για να ανάπαυση σωματικά τους αδελφούς καί τους πατέρες.
31) Την άλλη ημέρα, όταν μιλούσε με τον πατέρα Ποιμένα, τον Πνευματικό του, ήλθε στον άγιο Καλλίνικο ένας άνθρωπος πού ζητούσε ελεημοσύνη. Τότε αυτός του έδωσε 50 λέϊ (1 λέι = περίπου 4 δρχ.). Μετά από μια ώρα ήλθε ένας νέος καί είπε του στάρετς: «Πάτερ, ό πατέρας μου πέθανε καί μου άφησε να φέρω στο μοναστήρι 1000 λέϊ. Να, εδώ τα πεντακόσια, τα υπόλοιπα θα τα φέρω αύριο, διότι δεν τα έχω τώρα». Ύστερα έφυγε. Τότε ό γέροντας Πνευματικός ερώτησε τον όσιο:
—τι σκεπτόσουν, πάτερ Καλλίνικε, όταν έδινες την ελεημοσύνη σ’ αυτόν τον άνθρωπο; Καί ό πράος στάρετς απάντησε:
—Μακάρι να ήθελα να του δώσω εκατό λέϊ, αλλά δεν θέλησα. Του έδωσα μόνο πενήντα καί έλαβα πεντακόσια!
32) Το έτος 1829, τον Ιούνιο μήνα, πρωί μιας εορτάσιμου ημέρας, έμενε ό όσιος Καλλίνικος στο κελί του στο μεγάλο νησάκι δίπλα στο αρχονταρίκι. Σαν κοίταξε από το παράθυρο, είδε πολλούς επισκέπτες, οί όποιοι τότε είχαν έλθει, ενώ οί καημένοι οί μοναχοί, οί διακονητές του αρχονταρικιού, έτρεχαν σ’ όλα τα μέρη για να εξυπηρετήσουν τους προσκυνητές. Βλέποντας τέτοια περιποίηση Ο στάρετς, είπε κατ’ ιδίαν με πόνο στην καρδιά:
—Αχ, Θεέ μου! Πόσο έχει να δυσφημιστεί το μοναχικό σχήμα από τη συναναστροφή των μοναχών με τους λαϊκούς! Καί κατόπιν με πολλή στενοχώρια άρχισε να διαβάζει τίς τοιχογραφίες του αγίου ίεράρχου Νικολάου.
33) Έλεγαν οί μαθηταί του αγίου Καλλινίκου ότι τα έργα του ήταν απολύτως σύμφωνα με τα λόγια του στόματος του.
Δεν μπορούσε κανείς να του εύρη ούτε μια κατηγορία, διότι όπως δίδασκε έτσι καί έπραττε, καθώς λέγει καί ή Γραφή: «Έστω δε ό λόγος υμών ναι, ναι καί ου, ου». (Ματθ. 5, 37).
34) Οί ίδιοι οί μαθήταί του ομολογούσαν ότι ό άγιος Καλλίνικος με πολλή λύπη δέχθηκε την εκλογή του σε επίσκοπο στις 14 Σεπτεμβρίου 1850, καί αυτό επειδή δεν ήθελε να λύπηση το αγαπητό πνευματικό του τέκνο Δημήτριον Στίρμπα —ηγεμόνα της Ρουμανικής χώρας— καί υπεχώρησε στη θέληση της Γεροντίας της αδελφότητας…
35) Έλεγε ό άγιος Καλλίνικος την ώρα του αποχωρισμού στα
πνευματικά του παιδιά:
—Ό μοναχός οπουδήποτε να πάει καί οσαδήποτε καλά να εύρη, δεν είναι αυτά το πάν, αν στην καρδιά δεν ύπάρχη ή ειρήνη.
36) Άλλοτε πάλι τους έλεγε:
—Αγαπητοί μου αδελφοί, χρειάζεται μεγάλη προσοχή όταν μπαίνουμε στην αγία Εκκλησία, στο άγιο Βήμα, διότι εκεί υπάρχει ό ίδιος ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπό την μορφή των Πανάχραντων Μυστηρίων.
37) Έλεγε ό μαθητής του Αναστάσιος ότι κάποτε, μετά την άνοδο του στον επισκοπικό θρόνο του Ρίμνικ – Βίλτσεα, άρχισε να δίνη εντολές στους πρωτοπρεσβυτέρους, όπου ευρίσκουν κανένα άνθρωπο αστεφάνωτο, να τον στεφανώνουν. Πρώτα να τον εξετάζουν
επακριβώς γιατί δεν στεφανώνεται καί να του εξηγούν τους λόγους για τους οποίους πρέπει να κάνη το μυστήριο.
38) Διηγόταν πάλι ό ίδιος μαθητής ότι ό άγιος ιεράρχης Καλλίνικος είχε μεγάλη ευλάβεια στον άγιο Νικόλαο, του οποίου τους χαιρετισμούς έψαλλε καθημερινώς. Με την βοήθεια του Θεού και του μεγάλου ίεράρχου καί προστάτου του, επανίδρυσε εκ θεμελίων τον καθεδρικό επισκοπικό ναό του Ρίμνικ – Βίλτσεα, τον επισκοπικό οίκο καί το σεμινάριο ανάμεσα στα χρόνια 1854-1856, τα όποια είχαν καταστροφή το 1847 από εμπρηστές. Επί πλέον κοντά στην εκκλησία της μητροπόλεως ό πράος επίσκοπος ίδρυσε καί το περίφημο τυπογραφείο της Επισκοπής Ρίμνικ, όπου εκτύπωνε παντός
είδους λειτουργικά καί πνευματικής οικοδομής βιβλία, τα όποια κατόπιν τα έστελνε δωρεάν σε ιερείς καί λαϊκούς.
39) Έλεγε πάλι ό αρχιμανδρίτης Αναστάσιος Μπαλντοβίν για τον Γέροντα του, τον ιερότατο Καλλίνικο, τα εξής:
—Θαύμαζα την υπερφυή ζωή του, διότι έβλεπα ότι υπηρετούσα ένα ζωντανό άγιο. Γι’ αυτό αξιώθηκα πολλές φορές να τον ρωτήσω ενίοτε για τα θεία μυστήρια, καί αυτός μου απεκάλυψε όσα γνώριζε, διότι μου ήταν ωφέλιμα καί όσα μπόρεσα συγκράτησα στο αδύνατο καί σκοτισμένο μου μυαλό. Όταν όμως προχωρούσα σε ερωτήσεις για βαθύτερα θέματα, μου έλεγε: «Δεν είναι τώρα καιρός για τέτοιες ερωτήσεις».
Ό άγιος Ιεράρχης Καλλίνικος από την Τσερνίκα γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1787 στο Βουκουρέστι κοντά στην εκκλησία του αγίου Βησσαρίωνος. Κατά το άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος.
Οι γονείς του ονομάζονταν Αντώνιος καί Άνθη καί ήταν πολύ ευσεβείς. Ό μεγαλύτερος κατά την ηλικία από τα παιδιά των ήταν ιερεύς έγγαμος. Αργότερα μπήκε στη μοναχική ζωή καί εκάρη μοναχός με το όνομα Ακάκιος. Ομοίως καί ή μητέρα του αγίου Καλλινίκου, ή μακαριά Άνθη, αφού μεγάλωσε τα παιδιά της, αναχώρησε για το μοναστήρι Πασάρεα, όπου έλαβε το μεγάλο καί Αγγελικό Σχήμα με το όνομα Φιλοθέη μεγαλόσχημη.
Ό νεαρός Κωνσταντίνος, ό μικρότερος μεταξύ των παιδιών, έλαβε από μικρός μία σπάνια θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Σπούδασε στο Βουκουρέστι, στα σχολεία πού λειτουργούσαν εκείνο τον καιρό, δίπλα στην εκκλησία. Το έτος 1807 εισήλθε στην μοναχική άσκηση στο μοναστήρι Τσερνίκα. Μπήκε στην υπακοή του οσίου στάρετς άρχιμανδρίτου Τιμοθέου. στις 12 Νοεμβρίου 1808 έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Καλλίνικος. στις 3 Δεκεμβρίου 1808 χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος. στις 13 Φεβρουαρίου 1813 χειροτονήθηκε Ιερομόναχος, ενώ στις 20 Σεπτεμβρίου 1815 χειροθετήθηκε Πνευματικός από τον ίδιο Μητροπολίτη της Ρουμανικής χώρας Νεκτάρι Ανέλαβε επίσης καί το διακόνημα του εκκλησιαστικού στο Μοναστήρι Τσερνίκα. Το καλοκαίρι του έτους 1812 ταξίδευσε στην Μολδαβία μαζί με τον Πνευματικό του ιερομόναχο μεγαλόσχημο Ποιμένα ως συνοδό του, ενώ το έτος 1817 μετέβη στο Αγιον Όρος. στις 14 Δεκεμβρίου 1818 ό όσιος Καλλίνικος εξελέγη ηγούμενος στο μοναστήρι Τσερνίκα. Δεν ήταν τότε παραπάνω από 31 ετών. Για την ταπεινή ζωή του καί την καλή διακυβέρνηση της μονής, στις 9 Απριλίου 1820 χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης καί διηύθυνε το μοναστήρι Τσερνίκα επί 32 χρόνια, δημιουργώντας μια εκλεκτή μοναχική αδελφότητα.
στις 14 Σεπτεμβρίου 1850 εξελέγη επίσκοπος στην επαρχία Ρίμνικ του Νέου Σεβήρου, την οποίαν ποίμανε επί 17 χρόνια. στις 24 Μαΐου 1867 αποσύρθηκε από τον θρόνο για το μοναστήρι της μετανοίας του, ενώ στις 11 Απριλίου 1868 απεδήμησε για τους ουράνιους θαλάμους.
Ή αγιοποιήσεις του αγίου ίεράρχου Καλλινίκου έγινε στις 21 Οκτωβρίου 1955, ενώ ή πανηγυρική μνήμη του τελείται στις 11 Απριλίου.
Β) Έργα καί λόγοι διδασκαλίας
1) Ό όσιος Καλλίνικος, όταν ακόμη ήταν νέος μοναχός στο μοναστήρι Τσερνίκα, νήστευε πάρα πολύ, ό ίδιος καθόριζε τον καθημερινό κανόνα καί τίς πνευματικές του ασκήσεις με πολλή επιμέλεια καί αγωνιζόταν κατά του ύπνου. Κοιμόταν μόνο τρεις ώρες την νύκτα. Δεν αναπαυόταν σε κρεβάτι, αλλά σ’ ένα σκαμνί σε μια γωνιά του κελιού του, σύμφωνα με τίς μαρτυρίες του γέροντος Χαρίτωνος, ενώ την ημέρα εργαζόταν με τους πατέρας στις πιο δύσκολες υπηρεσίες της μονής.
2) Μετά την αναχώρηση του πνευματικού του πατρός Ποιμένος στο Αγιον Όρος, ό όσιος Καλλίνικος επήρε μια πολύ σκληρή απόφαση: να μην τρώγει μαγειρευμένα φαγητά όλη την εβδομάδα, παρά μόνο ψωμί καί νερό μετά την δύσι του ηλίου, ενώ το Σάββατο και την Κυριακή να πηγαίνει στην τράπεζα μαζί με τους πατέρας καί να τρώγει με εγκράτεια.
3) Μαρτυρούν οί πατέρες πού γνώρισαν τον άγιο Καλλίνικο ότι το πρόσωπο του ήταν πάντοτε χλωμό από την πολλή νηστεία, οι κόγχες των ματιών του βαθουλωτές από τίς πολλές αγρυπνίες και τα πολλά δάκρυα. Είχε βέβαια αξιωθεί από τον Θεό του δώρου των δακρύων στην αγία προσευχή του.
4) Το έτος 1813, επειδή πέθαναν από την αρρώστια της πανούκλας πολλοί ιερείς καί μοναχοί του μοναστηρίου Τσερνίκα, ό στάρετς Τιμόθεος επέμενε συνεχώς να κάνη ιερέα τον ταπεινό ιεροδιάκονο Καλλίνικο. ‘Αλλά αυτός παραιτήθηκε από ένα τόσο μεγάλο αξίωμα σαν αυτό, θεωρώντας τον εαυτό του τελείως ανάξιο. Μα ως καλός υποτακτικός άφησε τον εαυτό του στο θέλημα του Θεού καί έλαβε το αξίωμα της αγίας Ιεροσύνης, ιερουργώντας τα άγια σ’ όλη την ζωή του με δάκρυα καί με πολλή ευλάβεια.
5) Μετά την αποδοχή του χαρίσματος της Ιεροσύνης ό άγιος Καλλίνικος άρχισε ν’ αγωνίζεται περισσότερο καί να υπηρέτη με επιμέλεια όλους. Ήταν γεμάτος από ιερή αγάπη προς όλους κατά το λόγιο: «Εάν θέλεις να σ’ αγαπούν όλοι, αγάπησε τους καί συ όλους». Όταν έβλεπε κάποιον να στενοχωρείται, θλιβόταν καί αυτός μαζί του. Παρακουλουθούσε τους ασθενείς καί με όλες του τίς δυνάμεις τους ανακούφιζε. Τους πτωχούς πάντοτε ελεούσε. Γενικά όλους τους αγαπούσε σαν ένας πνευματικός πατήρ καί πνευματικός ποιμήν.
6) Ό άγιος Καλλίνικος όσο ταπεινώθηκε τόσο καί πιο τιμητικά υψώθηκε με το χάρισμα της αγάπης προς όλους. Ταπεινώθηκε υπέρμετρα απέναντι σε όλους, κατά τον λόγο του Κυρίου:
«Αυτός πού θέλει να είναι ανάμεσα σας πρώτος, ας είναι άπ’ όλους σας ό έσχατος» (Ματθ. 20, 26).
7) Όταν ο όσιος Καλλίνικος έγινε Πνευματικός στο μοναστήρι Τσερνίκα, πλησίασε με αγάπη όλους τους πατέρας καί αδελφούς της αδελφότητας. Εκείνοι πάλι εξομολογούντο στην αγιοσύνη του, διότι όλοι κατακτήθηκαν από τους αγώνας του καί σ’ αυτόν εύρισκαν καταφύγιο καί παρηγοριά στις στενοχώριες των. ‘Ήταν τόσο έμπειρος Πνευματικός, ώστε έρχονταν να εξομολογηθούν όχι μόνο μοναχοί, αλλά καί πολλοί από τον έξω κόσμο, ακόμη καί ό Μητροπολίτης.
8) Ό μακάριος πατήρ Καλλίνικος, όταν καμιά φορά δυσφημίζετο από κάποιον, του μιλούσε με καλοσύνη καί ανεξικακία. Εκείνον πού τον αδικούσε, αμέσως ό ίδιος τον ελεούσε καί τον βοηθούσε με κάθε τρόπο. ‘Ακόμη καί σ’ αυτό το κελί του δεν εύρίσκετο τίποτε άλλο παρά μόνο μια στάμνα με νερό.
9) Έλεγαν οί πατέρες ότι το κελί του οσίου ήταν τόσο ησυχαστικό, ώστε κανείς από τους μαθητάς του, δεν αντιλαμβανόταν τι έκανε μέσα, πότε δηλαδή αναπαυόταν καί πότε προσευχόταν.
10) Κατά μαρτυρίας των περισσοτέρων Πνευματικών της εποχής του, ό όσιος Καλλίνικος έκανε το 24ωρο 2000 προσκυνητές μετάνοιες καί 300 μεγάλες (εδαφιαίες), καθώς καί τον καθορισμένο κανόνα πού γίνεται στο κελί από κάθε μοναχό.
11) Οί ίδιοι οι Πνευματικοί του μοναστηρίου Τσερνίκας επεβεβαίωναν ότι ό άγιος Καλλίνικος από τα νεανικά του ακόμη χρόνια είχε λάβει το δώρο της αδιάλειπτου προσευχής, με την οποία είχε γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος καί σκεύος των αρετών.
12) Την άνοιξη του έτους 1817 ό όσιος Καλλίνικος μαζί με τον Πνευματικό Ιγνάτιο καί με ένα άλλο μοναχό απεφάσισαν από κοινού να νηστεύουν τελείως ολόκληρη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Άγιο Πάσχα. Πήραν λοιπόν την ευλογία από τον ηγούμενο της μονής Δωρόθεο καί άρχισαν αύτη την σκληρή καί δυσκολοκατόρθωτη άσκηση. Άλλα από έλλειψη διακρίσεως ό σατανάς τους προξένησε ένα μεγάλο πειρασμό. Ό μοναχός δεν μπορούσε να νηστεύση καθόλου. Ό ίερομ. μεγαλόσχημος Ιγνάτιος νήστευσε μερικές εβδομάδες, κατόπιν αδυνάτισε πολύ, αρρώστησε καί με πολλή
δυσκολία έγινε καλά. Ό όσιος Καλλίνικος όμως νήστευσε τελείως μέχρι την Πέμπτη του Μεγάλου Κανόνος, οπότε έφαγε μισό παξιμάδι. Μα επειδή ήθελε να συμπλήρωση τίς σαράντα ήμερες της νηστείας, όπως ακριβώς ό Σωτήρ καί οί άγιοι του παλαιού καιρού, αρρώστησε από μια τρομερή ζαλάδα του κεφαλιού καί αδυνάτισε στο σώμα, ώστε δεν ανεγνώριζε κανένα μέχρι την Κυριακή του Θωμά.
Ως εκ τούτου ό στάρετς Δωρόθεος ήταν πολύ στενοχωρημένος, νομίζοντας ότι πλέον ό όσιος Καλλίνικος δεν θα γλιτώσει την ζωή του.
13) Μα με την χάρι του Θεού ό όσιος Καλλίνικος επανήλθε στις αισθήσεις του, πράγμα το όποιο προξένησε μεγάλη χαρά στον ηγούμενο καί σ’ όλή την συνοδεία. Από εκείνη την ώρα ό πατήρ Δωρόθεος αποφάσισε να κράτη σ’ όλή τη ζωή του την βασιλική οδό. Δηλαδή να μη αποχωρίζεται κανείς από την αδελφότητα την ώρα του φαγητού στην τράπεζα. Έτσι λοιπόν έκανε υπακοή ό πατήρ Καλλίνικος, έτρωγε καθημερινώς με τους αδελφούς το φαγητό, χωρίς πλέον να έχή κανένα φαγητό στο κελί του καί να τα τρώγει χωρίς ευλογία. Παρ’ όλα αυτά νήστευσε σαράντα ήμερες ό όσιος, αφού παρέμεινε όμως ένας μόνιμος πονοκέφαλος πού κράτησε ως το τέλος της ζωής του Το καλοκαίρι του ιδίου έτους, ό άγιος Καλλίνικος δεν έτρωγε ψωμί καθόλου επί σαράντα ήμερες, ούτε μαγειρευμένο φαγητό.
Μόνο το βράδυ μετά την δύσι του ηλίου έτρωγε μια φέτα πεπόνι και ωμά φρούτα για να ενίσχυση την σωματική του αδυναμία καί για να μη παραβαίνει την εντολή του Γέροντα του.
14) Ό μαθητής του, αρχιμανδρίτης Αναστάσιος Μπαλτοβίν, έλεγε ότι σ’ όλή την ζωή του ό όσιος δεν ξάπλωσε να κοιμήθή στο κρεβάτι, αλλά κοιμόταν λίγες ώρες σ’ ένα σκαμνί καί σκεπαζόταν καί θερμαινόταν μ’ ένα φαρδύ σκέπασμα από δέρμα. Ήταν σαν αληθινός φρουρός, έτοιμος για οποιαδήποτε μάχη, άγρυπνος εναντίον των αοράτων έχθρων πού δοκίμαζαν να τον πειράξουν είτε στο σώμα είτε στις σκέψεις.
15) Ό ίδιος ο πολυαγάπητος μαθητής του αγίου Καλλινίκου έλεγε ότι ό δάσκαλος του ήταν τόσο πράος καί ταπεινός στην καρδιά, ώστε καθένας νόμιζε το πρόσωπο του αγγελικό καί όχι ανθρώπινο. Γι’ αυτό όλοι τον αγαπούσαν, τον τιμούσαν, τον είχαν σαν αληθινό άγιο, τόσο μοναχοί καί λαϊκοί, όσο καί επίσκοποι καί άρχοντες της χώρας.
16) Αφού εξελέγη ηγούμενος ό όσιος παρά την θέληση του, όχι μόνο με τη ζωή του, αλλά καί με τίς σοφές πνευματικές συμβουλές του διόρθωνε τους αμελείς καί ταραχοποιούς μοναχούς του μοναστηριού, καί πολλούς καθοδηγούσε στην απλανή οδό. όμως τους σκανδαλοποιούς καί παρήκόους τους απεμάκρυνε από την αδελφότητα, κατά την εντολή του αποστόλου, για να μη βλάπτουν καί τους άλλους.
17) Ό άγιος Καλλίνικος θεωρούσε ότι ή υπακοή είναι ή μεγαλύτερη αρετή για τους μοναχούς καί το θεμέλιο της μοναχικής ζωής.
Δίδασκε ως εξής τα πνευματικά του παιδιά: «Την κοινοβιακή ζωή πού έχει την αγία υπακοή, την θεμελίωσε ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με το παράδειγμα του επιγείου βίου του».
18) Έλεγαν οί πατέρες καί τούτο, ότι ό μεγάλος στάρετς δεν επέτρεπε καθόλου την συκοφαντία στους μοναχούς, καθόσον το θεωρούσε θάνατο της ψυχής. Συμβούλευε τους μαθητάς του αντί να πιάνουν άσκοπες συζητήσεις, να εξασκούνται στην αδιάκοπη σιωπή καί στην καρδιακή προσευχή.
19) Οι ίδιοι οί πατέρες έλεγαν ότι ό όσιος ξεπλήρωνε κατά τέλειο τρόπο τα καθήκοντα του ηγουμένου με μεγάλο ζήλο, με φόβο Θεού, έχοντας ύπ’ όψιν του ότι το βαρύτερο καί δυσκολότερο έργο είναι ή τέχνη διακυβερνήσεως των ψυχών στην οδό της σωτηρίας.
20) Μερικές φορές έλεγε προς τους μαθητάς του:
—Ό ηγούμενος είναι καρδιά όλων των καρδιών. Τίς παρακολουθεί, τίς συμβουλεύει, τίς παρηγορεί. Αυτός είναι ή οδός προς την τελειότητα σε όλες τίς ευσεβείς ψυχές πού είναι τριγύρω του.
21) Ό όσιος συνήθιζε συχνά να ψαρεύει στη λίμνη πού είναι πλησίον του μοναστηρίου. Τα ψάρια πού έπιανε τα έδινε στην αδελφότητα για την τροφή των πατέρων. Κάποια ημέρα ένας νέος μοναχός καθάριζε μια μικρή μαρίδα από τα λέπια, καί άρχισε να γκρινιάζει,
να κτυπά το ψάρι με το μαχαίρι, καί να λέει: «Να! Να! γιατί δεν έφερες τον πατέρα σου, την μητέρα σου, τον πάππου σου, τους προγόνους σου πού έχουν λέπια μεγαλύτερα, για να μη στενοχωριέμαι τόσο!». Ύστερα πάλι ό ίδιος απάντησε: «Ήλθα καί με πατέρα καί με μητέρα καί με πάππου καί με προγόνους, αλλά τους έπιασαν οι πνευματικοί πατέρες της Γεροντίας καί ό ηγούμενος». Άλλα τα λόγια έφθασαν στ’ αυτιά του οσίου στάρετς Καλλινίκου. Αμέσως Ο στάρετς κατάλαβε τους λογισμούς του καί για να εξάλειψη οποιαδήποτε αιτία σκανδάλου στο μοναστήρι, είπε: Από τώρα καί στο έξης δεν θα βάλω πλέον ψάρι στο στόμα μου! Καί πράγματι μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έφαγε ουδέποτε ψάρι, φυλάγοντας μ’ ευλάβεια την υπόσχεση πού έδωσε στο Θεό. Τρεφόταν μόνο με χορταρικά καί αυτά μια φορά την ημέρα με πολλή εγκράτεια.
22) Την περίοδο της εθνικής εξεγέρσεως του έτους 1821 πολλοί κάτοικοι από το Βουκουρέστι κατέφυγαν στο μοναστήρι της Τσερνίκας. Τότε ό καλός στάρετς τους φιλοξένησε όλους στο νησί της λίμνης του αγίου Νικολάου, στα κελιά των μοναχών, ενώ τους μοναχούς τους μετέφερε στο νησί του Αγίου Γεωργίου. στις δύσκολες αυτές για την πατρίδα ήμερες, πολλή ανακούφιση βρήκαν οί κάτοικοι της πρωτευούσης από τον άγιο Καλλίνικο. Διότι τους ενίσχυσε ηθικά, τους παρηγόρησε καί τους τροφοδότησε τελείως δωρεάν από τα τρόφιμα του μοναστηρίου.
23) Την άνοιξη του ιδίου έτους, σαν έμαθαν οί Τούρκοι ότι πλήθος λαϊκών είναι συγκεντρωμένοι στη λίμνη της Τσερνίκας, νόμιζαν ότι βρίσκονται ανάμεσα τους επαναστάτες καί γι’ αυτό περιεκύκλωσαν το μοναστήρι με κανόνια, έτοιμοι να το καταστρέψουν, ενώ οί άλλοι ευρίσκονταν στα νησιά για να τους σκοτώσουν με τα
σπαθιά. Τότε ό άγιος Καλλίνικος συγκέντρωσε όλο τον λαό καί τους μοναχούς στην εκκλησία, τους απηύθυνε λόγια ενθαρρυντικά και έκαναν όλοι μαζί ολονύκτια αγρυπνία. Κατά την δεύτερη ήμερα απέστειλε ένα μοναχό με αναφορά παραπόνων στον αρχηγό των Τούρκων πού ήταν στο στρατόπεδο. Καί έτσι με την ευχή του αγίου Καλλινίκου, με τα δάκρυα του λάου καί με την μεσιτεία του αγίου Νικολάου καταπραΰνθηκαν οί Τούρκοι καί γλίτωσαν όλοι από τον θάνατο.
24) Όταν τελείωσαν οί τροφές του μοναστηρίου Τσερνίκας, μοναχοί καί λαϊκοί μαστίζονταν από φοβερή πείνα. Τότε γονάτισε Ο άγιος Καλλίνικος, προσευχήθηκε με πολλά δάκρυα ενώπιον της εικόνος της Θεομήτορος καί του αγίου Νικολάου καί ζήτησε βοήθεια. Αμέσως εισακούσθηκε. Όταν σηκώθηκε ό μεγάλος στάρετς από την προσευχή, έφθασαν στην πόρτα του μοναστηριού πέντε άτομα πού τραβούσαν ανά δύο βόδια με κάρα φορτωμένα παξιμάδι σταλμένο από τον πασά, τον αρχηγό των τούρκων του κοντινού στρατοπέδου.
25) Επίσης το έτος 1821 ένας άλλος πασάς πού ό ίδιος είχε στρατόπεδο στο χωριό Παντελεήμων, έκλεψε μια μοναχή από το μοναστήρι Πασάρεα για όμηρο. Άλλα ό άγιος Καλλίνικος δεν ανέχθηκε να ευρίσκεται ή νύμφη του Χριστού στα χέρια των απίστων
καί γι αυτό έκαμε αναφορά παραπόνων στην ανωτέρα τουρκική αρχή καί γλίτωσε την μοναχή από τα χέρια του τούρκου. Ως εκ τού του θύμωσε ό σκληρός πασάς καί απεφάσισε να ξεκινήσει την νύκτα με τα κανόνια του εναντίον του μοναστηριού, να το λεηλατήσει καί
να σκοτώσει τον στάρετς. Τότε ό άγιος Καλλίνικος, επειδή έμαθε ότι πρόκειται να
εκδικηθούν οί Τούρκοι, έκαμε ολονύκτια αγρυπνία ζητώντας την βοήθεια του Θεού. Καί πάλι θαυμαστός λυτρώθηκε από τον κίνδυνο. Διότι ακριβώς την νύκτα εκείνη, όταν ό πασάς έπαιρνε τον καφέ του, για να ορμίσει κατόπιν εναντίον του μοναστηρίου, ένας δούλος δοκίμασε να τον σκοτώσει με το όπλο του. Αλλά ή σφαίρα σταμάτησε στα ρούχα της κίτρινης στολής του καί ό τούρκος γλίτωσε την ζωή του. Άπ’ αυτό το θαύμα φοβήθηκε ό πασάς, καί τη δεύτερη ήμερα έστειλε την κίτρινη εκείνη στολή του στο μοναστήρι Τσερνίκα, με τα έξοδα της οποίας κατ’ εντολή του οσίου κατασκευάσθηκε στην είσοδο ένα πηγάδι, γνωστό μέχρι σήμερα με το όνομα «Το πηγάδι του τούρκου».
26) Κατ’ αρχάς ό μεγάλος στάρετς της Τσερνίκας φρόντισε για την αναζωπύρωση της πνευματικής ζωής της αδελφότητας του για τα αναγκαία της παρούσης ζωής κατά το παράδειγμα των προκατόχων του. Ως εκ τούτου τελείωσε την αγιογράφηση της εκκλησίας του αγίου Νικολάου στη λίμνη, ενώ με τα χρήματα από την δωρεά του αρχιερέως Ίωαννικίου Στρατονικία από το Βουκουρέστι έκτισε μία μεγάλη εκκλησία με φρούριο στη λίμνη του αγίου Γεωργίου, διότι δεν χωρούσαν πλέον οί μοναχοί σε μια μόνο εκκλησία. Πριν ακόμη από την έναρξη της κατασκευής της εκκλησίας εμφανίσθηκαν την νύκτα στον ύπνο του ό άγιος ιεράρχης Νικόλαος, ο άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος καί ό μακάριος στάρετς Γεώργιος. Τότε ό άγιος Νικόλαος είπε στον άγιο Καλλίνικο: «Σήκω να κτίσης στη μικρή λίμνη μια εκκλησία στο όνομα του αγίου μεγαλομάρτυρας Γεωργίου». Κατόπιν ό μεγαλομάρτυς πρόσθεσε αυτά τα λόγια: «Εμείς οί ίδιοι θα σου στείλουμε ό,τιδήποτε χρειαστείς». Τέλος ό στάρετς Γεώργιος του είπε: «Να μην έχεις καμιά αμφιβολία στην καρδιά σου!». Αυτό το δράμα το απεκάλυψε συγχρόνως καί στον Πνευματικό του, τον όσιο Ποιμένα καί εκείνος παρακίνησε τον άγιο Καλλίνικο ν’ αρχίσει την εργασία.
Το έτος 1832 άρχισε ή νέα εκκλησία. Το 1838 όμως γκρεμίστηκε από ένα φοβερό σεισμό, ενώ μετά από 4 χρόνια κτίστηκε εκ νέου, όπως ακριβώς φαίνεται μέχρι σήμερα. Επί πλέον έκτισε το έτος 1846 την εκκλησία του μοναστηρίου Πασάρεα καί μερικές άλλες εκκλησίες της επαρχίας.
27) Ό άγιος Καλλίνικος ήταν επίσης καλός οικονόμος του μοναστηρίου Τσερνίκα καί των άλλων μοναστηριών Πασάρεα, Σναγκώβ, Καλνταρουσάνι, Τσιοροτζίρλα καί Μεγάλη Ποϊάνα, τα όποια ήταν υπό την πνευματική του καθοδήγηση. Όταν ανέλαβε ηγούμενος, ή Τσερνίκα είχε ένα κάρο καί ένα βόδι πού το γυρόφερνε ένας μοναχός στους δρόμους του Βουκουρεστίου. Όποιος λαϊκός ήθελε, έριχνε ένα κομμάτι ψωμί μέσα στο κάρο, κατόπιν ό μοναχός επέστρεφε στο μοναστήρι καί μοίραζε το ψωμί στους μοναχούς. Όσο για την ενδυμασία των μοναχών, αποστέλλονταν από τον ηγεμόνα καί από τους άλλους καλούς χριστιανούς τα αναγκαία ρούχα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ό αξιοσέβαστος στάρετς σε λίγο καιρό ανόρθωσε τα οικονομικά της μονής, έκανε ένα μεγάλο μετόχι στο χωριό Μπουέστ περιοχής Ίλβόφ, έκτισε σπίτια καί καταλύματα για τους ανθρώπους καί τα ζώα, καλλιέργησε την γη με κάθε είδους δημητριακά καί φύτευσε αμπέλια καί δάση, ώστε να θαυμάζουν όλοι την πρωτοβουλία του. Χάριν αυτού το μοναστήρι απέκτησε λιβάδι για
τα ζώα καί για το κοπάδι με τα πρόβατα. Ακόμη φρόντισε για την ενδυμασία των μοναχών της λαύρας.
28) Προσκάλεσαν τον άγιο Καλλίνικο καί του πρότειναν αρκετές φορές να γίνη μητροπολίτης της Ρουμανικής χώρας, αλλά από την μεγάλη του ταπείνωση δεν δέχθηκε. Κάποιος εχθρός του όμως, άνθρωπος από το περιβάλλον του, παρακινήθηκε από φθόνο καί του έδωσε δηλητήριο. «Όταν ό μεγάλος στάρετς ξάπλωσε στο κρεβάτι του θανάτου, προσευχήθηκε στο Θεό λέγοντας: «Κύριε, ό Θεός της σωτηρίας μου, δεν πίστευα καί δεν επιθυμούσα να πεθάνω από δηλητήριο». Τότε μέσα στο σκοτάδι της νύκτας μια μυστική φωνή του απάντησε: «Δεν θα πεθάνεις από δηλητήριο. Σήκω πάνω, είσαι υγιής. Σε λίγο καιρό θα γίνεις επίσκοπος στο Ρίμνικ περιοχής Βίλτσεα, όπου θα ανόρθωσης την εκκλησία καί τον κλήρο πού είναι σε πνευματικό μαρασμό».
Την ώρα εκείνη ό όσιος σηκώθηκε υγιής από το κρεβάτι του καί πήγε στον όρθρο, διότι ήταν μεσάνυκτα.
29) Λόγω της πραότητας καί αγιότητας της ζωής του, τόσοι πολλοί μοναχοί συγκεντρώθηκαν γύρω του, ώστε δεν χωρούσαν πλέον στο δεύτερο νησάκι της λίμνης. Το έτος 1850, όταν αναχώρησε για επίσκοπος στο Ρίμνικ περιοχής Βίλτσεα, άφησε στο μοναστήρι Τσερνίκας 350 ενάρετους μοναχούς.
30) Τον καιρό πού ό όσιος ήταν ηγούμενος, ήλθε ό οικονόμος του μοναστηριού καί του ανακοίνωσε ότι τελείωσε το αλεύρι. Τότε αυτός απάντησε: «Ας έχουμε την ελπίδα μας στην Μητέρα του Κυρίου καί στον άγιο ιεράρχη Νικόλαο καί τίποτε δεν θα στερηθούμε». Κατόπιν μπήκε στο κελί του, γονάτισε για προσευχή μπροστά
στην εικόνα του προστάτου του, καί είπε: «Άγιε αρχιερέα του Χριστού Νικόλαε, προστάτα των πτωχών καί θερμότατε ευεργέτα όσων σε επικαλούνται με πίστη, έλα καί τώρα, βοήθησε το ταπεινό σου ποίμνιο. Απάλλαξε μας από την πείνα, όπως έσωσες αυτούς πού πνίγονταν στην θάλασσα. Δεν έχουμε άλλη βοήθεια, μετά την Θεοτόκο Μητέρα μας, εκτός από σένα…». Κατόπιν μετά τον εσπερινό, έβαλε να διαβάσουν στην εκκλησία την Παράκληση του αγίου Νικολάου. Καί ό άγιος ιεράρχης Νικόλαος άκουσε την προσευχή του αγαπητού δούλου του καί ήλθε αμέσως να βοηθήσει το μοναστήρι Τσερνίκα. Την ίδια ώρα έφθασε στο αρχονταρίκι της μονής ένα κάρο με βόδια, φορτωμένο αλεύρι. Δύο άγνωστοι άνθρωποι είχαν σταλεί μ αυτή την ελεημοσύνη από το αφεντικό των, οί όποιοι ξεφόρτωσαν το φορτίο καί αμέσως αναχώρησαν.
Με την πρέπουσα ευγνωμοσύνη ό μεγάλος στάρετς σύναξε την συνοδεία στην εκκλησία καί μετά τον εσπερινό έψαλλαν τους χαιρετισμούς του αγίου Νικολάου. Κατόπιν, αφού ευλόγησε το αλεύρι, το έδωσε να ζυμώσουν την ίδια νύκτα ψωμί για να ανάπαυση σωματικά τους αδελφούς καί τους πατέρες.
31) Την άλλη ημέρα, όταν μιλούσε με τον πατέρα Ποιμένα, τον Πνευματικό του, ήλθε στον άγιο Καλλίνικο ένας άνθρωπος πού ζητούσε ελεημοσύνη. Τότε αυτός του έδωσε 50 λέϊ (1 λέι = περίπου 4 δρχ.). Μετά από μια ώρα ήλθε ένας νέος καί είπε του στάρετς: «Πάτερ, ό πατέρας μου πέθανε καί μου άφησε να φέρω στο μοναστήρι 1000 λέϊ. Να, εδώ τα πεντακόσια, τα υπόλοιπα θα τα φέρω αύριο, διότι δεν τα έχω τώρα». Ύστερα έφυγε. Τότε ό γέροντας Πνευματικός ερώτησε τον όσιο:
—τι σκεπτόσουν, πάτερ Καλλίνικε, όταν έδινες την ελεημοσύνη σ’ αυτόν τον άνθρωπο; Καί ό πράος στάρετς απάντησε:
—Μακάρι να ήθελα να του δώσω εκατό λέϊ, αλλά δεν θέλησα. Του έδωσα μόνο πενήντα καί έλαβα πεντακόσια!
32) Το έτος 1829, τον Ιούνιο μήνα, πρωί μιας εορτάσιμου ημέρας, έμενε ό όσιος Καλλίνικος στο κελί του στο μεγάλο νησάκι δίπλα στο αρχονταρίκι. Σαν κοίταξε από το παράθυρο, είδε πολλούς επισκέπτες, οί όποιοι τότε είχαν έλθει, ενώ οί καημένοι οί μοναχοί, οί διακονητές του αρχονταρικιού, έτρεχαν σ’ όλα τα μέρη για να εξυπηρετήσουν τους προσκυνητές. Βλέποντας τέτοια περιποίηση Ο στάρετς, είπε κατ’ ιδίαν με πόνο στην καρδιά:
—Αχ, Θεέ μου! Πόσο έχει να δυσφημιστεί το μοναχικό σχήμα από τη συναναστροφή των μοναχών με τους λαϊκούς! Καί κατόπιν με πολλή στενοχώρια άρχισε να διαβάζει τίς τοιχογραφίες του αγίου ίεράρχου Νικολάου.
33) Έλεγαν οί μαθηταί του αγίου Καλλινίκου ότι τα έργα του ήταν απολύτως σύμφωνα με τα λόγια του στόματος του.
Δεν μπορούσε κανείς να του εύρη ούτε μια κατηγορία, διότι όπως δίδασκε έτσι καί έπραττε, καθώς λέγει καί ή Γραφή: «Έστω δε ό λόγος υμών ναι, ναι καί ου, ου». (Ματθ. 5, 37).
34) Οί ίδιοι οί μαθήταί του ομολογούσαν ότι ό άγιος Καλλίνικος με πολλή λύπη δέχθηκε την εκλογή του σε επίσκοπο στις 14 Σεπτεμβρίου 1850, καί αυτό επειδή δεν ήθελε να λύπηση το αγαπητό πνευματικό του τέκνο Δημήτριον Στίρμπα —ηγεμόνα της Ρουμανικής χώρας— καί υπεχώρησε στη θέληση της Γεροντίας της αδελφότητας…
35) Έλεγε ό άγιος Καλλίνικος την ώρα του αποχωρισμού στα
πνευματικά του παιδιά:
—Ό μοναχός οπουδήποτε να πάει καί οσαδήποτε καλά να εύρη, δεν είναι αυτά το πάν, αν στην καρδιά δεν ύπάρχη ή ειρήνη.
36) Άλλοτε πάλι τους έλεγε:
—Αγαπητοί μου αδελφοί, χρειάζεται μεγάλη προσοχή όταν μπαίνουμε στην αγία Εκκλησία, στο άγιο Βήμα, διότι εκεί υπάρχει ό ίδιος ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπό την μορφή των Πανάχραντων Μυστηρίων.
37) Έλεγε ό μαθητής του Αναστάσιος ότι κάποτε, μετά την άνοδο του στον επισκοπικό θρόνο του Ρίμνικ – Βίλτσεα, άρχισε να δίνη εντολές στους πρωτοπρεσβυτέρους, όπου ευρίσκουν κανένα άνθρωπο αστεφάνωτο, να τον στεφανώνουν. Πρώτα να τον εξετάζουν
επακριβώς γιατί δεν στεφανώνεται καί να του εξηγούν τους λόγους για τους οποίους πρέπει να κάνη το μυστήριο.
38) Διηγόταν πάλι ό ίδιος μαθητής ότι ό άγιος ιεράρχης Καλλίνικος είχε μεγάλη ευλάβεια στον άγιο Νικόλαο, του οποίου τους χαιρετισμούς έψαλλε καθημερινώς. Με την βοήθεια του Θεού και του μεγάλου ίεράρχου καί προστάτου του, επανίδρυσε εκ θεμελίων τον καθεδρικό επισκοπικό ναό του Ρίμνικ – Βίλτσεα, τον επισκοπικό οίκο καί το σεμινάριο ανάμεσα στα χρόνια 1854-1856, τα όποια είχαν καταστροφή το 1847 από εμπρηστές. Επί πλέον κοντά στην εκκλησία της μητροπόλεως ό πράος επίσκοπος ίδρυσε καί το περίφημο τυπογραφείο της Επισκοπής Ρίμνικ, όπου εκτύπωνε παντός
είδους λειτουργικά καί πνευματικής οικοδομής βιβλία, τα όποια κατόπιν τα έστελνε δωρεάν σε ιερείς καί λαϊκούς.
39) Έλεγε πάλι ό αρχιμανδρίτης Αναστάσιος Μπαλντοβίν για τον Γέροντα του, τον ιερότατο Καλλίνικο, τα εξής:
—Θαύμαζα την υπερφυή ζωή του, διότι έβλεπα ότι υπηρετούσα ένα ζωντανό άγιο. Γι’ αυτό αξιώθηκα πολλές φορές να τον ρωτήσω ενίοτε για τα θεία μυστήρια, καί αυτός μου απεκάλυψε όσα γνώριζε, διότι μου ήταν ωφέλιμα καί όσα μπόρεσα συγκράτησα στο αδύνατο καί σκοτισμένο μου μυαλό. Όταν όμως προχωρούσα σε ερωτήσεις για βαθύτερα θέματα, μου έλεγε: «Δεν είναι τώρα καιρός για τέτοιες ερωτήσεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου