Όταν κάποτε, λοιπόν, πέρασε από το μοναστήρι, είδε μια εικόνα του Αγίου που έμοιαζε πάρα πολύ σ’ αυτόν. Και τότε παρακάλεσε τον ηγούμενο να του την χαρίσει. Αυτός, όμως, δεν συμφωνούσε γιατί την ήθελε και ο ίδιος πάρα πολύ.
Παρ’ όλα αυτά ο Κοσμάς δεν σταματούσε να του την ζητά και όρκιζε τον ηγούμενο στον Άγιο και τον παρακαλούσε να του κάνει την χάρη αυτή και να μην τον αφήσει περίλυπο.
Και τότε του είπε ο Αντώνιος:
– Μείνε εδώ τρεις μέρες μέχρι να μου ζωγραφίσει ο εικονογράφος μιαν άλλη ίδια σαν κι αυτή και τότε θα σου την δώσω.
Έτσι και έγινε. Ο ηγούμενος το πρωί της επομένης μέρας πήρε την εικόνα και πήγε στον αγιογράφο, ο οποίος ονομαζόταν Παντολέοντας, και του είπε να ζωγραφίσει την εικόνα τάχιστα και όσο πιο ωραία μπορούσε.
Όταν άκουσε τα λόγια αυτά ο αγιογράφος του απάντησε:
– Από την στιγμή που χθες το βράδυ μου μήνυσες με τον μαθητή σου για το θέμα αυτό, ετοίμασα όλα τα χρειώδη, και τώρα ήμουν έτοιμος να την αρχίσω.
Ο Αντώνιος όταν άκουσε τα λόγια του αγιογράφου απόρησε, και ρώτησε τον μαθητή του, που ήταν μαζί του, αν πράγματι πήγε την προηγούμενη μέρα στον εικονογράφο και του ζήτησε να του ζωγραφίσει εικόνα του Αγίου. Αυτός, όμως, του απάντησε πως δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Για τον λόγο αυτό, κατάλαβαν πως ότι έγινε, αποτελούσε επισκίαση και ενέργεια του Αγίου Αθανασίου και τον ευχαρίστησαν όπως ακριβώς άξιζε.
Τέλος, όταν μετά από τρεις μέρες η εικόνα ετοιμάστηκε, παρέλαβε ο Εκκλησιάρχης το πρωτότυπο, και αφού επέστρεψε στη Μεγίστη Λαύρα διηγήθηκε σε όλους τους αδελφούς την θαυματουργία που έκανε ο Άγιος τους.
Την ίδια την εικόνα την κρέμασαν στον τάφο του, την προσκυνούσαν και είχαν προς αυτήν μεγάλη ευλάβεια, διότι εκεί διασωζόταν ακριβώς και απαράλλακτα η μορφή του Αγίου.
Διασκευή από τον «Μεγάλο Συναξαριστή της Εκκλησίας», μήνας Ιούλιος, τόμος Ζ’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου