Οι
άνθρωποι που αγαπούν την λησμοσύνη είναι στου Θεού την θύμηση. Και
εκείνοι που εκκωφαντικά σιωπούν, συνομιλούν αδιάκοπα μετά του Σωτήρος
Χριστού.
Όταν μακραίνουν εκ του κόσμου, τους ανθρώπους ωφελούν. Και όταν στις ερήμους κατοικούν, τα διαβατικά της Βασιλείας των ουρανών περιπατούν. Στους κάτω τούτους χρόνους, κατά τους οποίους η οσμή της αμαρτίας και η δαιμονιώδης βλασφημία έφθασαν στον θρόνο του Θεού, ευωδία ουράνια και παρηγορία υπερκόσμια ξεχύνεται από το ηγιασμένο όρος των Αστερουσίων, της αγιοτόκου και ηρωοτόκου Κρήτης. Το εσπέρας της Μεγάλης Πέμπτης, όταν στις Εκκλησιές, της υπ’ ουρανόν Ορθοδοξίας, υψώνονταν ο Εσταυρωμένος Σωτήρας Χριστός, υψώθηκε και εκ των προσκαίρων και φθαρτών εις τα ουράνια και άφθιτα, ο σπηλαιώτης ασκητής του Αγιοφαράγγου, παπά-Θεόδωρος. Πόσες φορές δεν επικαλέσθηκε τον Κύριο με το «Μνήσθητι μου» του ευγνώμονος ληστού. Δεσποτικής φωνής αξιώθηκε ο μακάριος γέρων, «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τώ Παραδείσω».
Στίς απαρχές της ιερατικής του διακονίας, πύρ ουράνιο κατέκαυσε την καρδία του, αφού έχυσε κρουνούς δακρύων μετανοίας. Επίσκεψη Θεού η παράδοξη και ανερμήνευτη απόφασή του, για ασκητική αναχώρηση. Δεν εμπιστεύεται τον λογισμό του, διά τούτο και προσφεύγει στον Άγιο γέροντα Παίσιο, στον οσιώτατο ασκητή των Κατουνακίων π. Εφραίμ αλλά και στον ακραιφνή ερμηνευτή των θείων και ιερών Κανόνων, Αρχιμανδρίτη Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Και οι τρείς, εν ενί στόματι, αναγνωρίζουν την πρόσκληση του Θεού στον π. Θεόδωρο και του δείχνουν το στάδιο των αρετών, την ηγιασμένη έρημο. Μετά από πολλές δοκιμασίες κατέρχεται στην Κρήτη, στο Φαράγγι των Αγίων. Ο μακαριστός, πλέον, Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας, κυρός Κύριλλος, σε συνάντηση που είχε με τον γέροντα Θεόδωρο, του εκφράζει τις εγκάρδιες ευχαριστίες του, διότι με την παρουσία του ξαναζωντάνεψε το ερημωμένο φαράγγι και του δίδει την πατρική του ευχή, να συνεχίσει τον ασκητικό του αγώνα, εν προσευχή και νηστεία, στον Προφήτη Ηλία.
Εκεί, λοιπόν, στο Αγιοφάραγγο, τούτος ο καλόγηρος, αναψηλάφησε χρόνους αλλοτινούς, ολόφωτους, ασκητικούς. Ελπιδοφόρο ξάφνιασμα η φανέρωσή του, στους δύστηνους καιρούς μας. Ένας απόηχος η ασκητική του βιοτή, από τους ερημίτες της γής του Νείλου. Σάρκωσε τους θρύλους των κρυφών και φανερών ασκητάδων των Αστερουσίων. Πλάτυνε τα σπήλαια του ηγιασμένου τόπου, με τις παννύχιες προσευχές του. Πότισε γή ερημική, με τα δάκρυα της μετανοίας του. Δρόσισε ο σιωπηλός μοναχός, με το ύδωρ το ζών, τις διψασμένες ψυχές των ανθρώπων. Ουρανό εποίησε τον βραχωμένο τόπο, με την μελίρρυτη ψαλμουδιά του. Θυσιαστήρια του Θεού υπερήψωσε στην άνικμη γή, με τα κουρασμένα χέρια του. Δεν μνησικάκησε, όταν εφρύαξε ο δαίμονας και του γκρέμισε τον Προφήτη Ηλία. «Τήν πιό έντονη προσευχή μου την έκανα για τους διώκτες μου. Ιδιαίτερα, γι’ αυτόν που με εδίωξε από τον Προφήτη Ηλία και γκρέμισε την εκκλησία και την σκήτη και για όσους κρύβονται πίσω απ’ αυτόν. Παρακαλώ τον Θεό να τους συγχωρήσει, να τους χαρίσει υγεία και μετάνοια, να μην τους συμβεί κακό και να μην στήσει αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Αν είχα ίχνος εμπαθείας μέσα στην καρδιά μου, θα σταματούσα την Θεία Κοινωνία», μας έλεγε ο μακαριστός γέροντας στο ασκητήριό του, πλέον, στο Κεφάλι, αποκαλύπτοντας, με ζηλευτή ηρεμία, τον πλούτο της αγαθής καρδίας του. Συγκινημένος πολιός Επίσκοπος της Εκκλησίας μας, έλεγε για τον γέροντα Θεόδωρο: «Θά το θεωρούσα μεγάλη ευλογία και σημάδι θεϊκό την παρουσία τέτοιου ασκητού στην επαρχία μου, που θα εύχονταν και θα προσεύχονταν δι’ εμέ και το ποίμνιό μου».
Παρηγόρησε ο παππούλης, ανέπαυσε ο γέροντας, ευχήθηκε ο ασκητής, προσευχήθηκε ο ερημίτης. Μέτρο αυταπάρνησης, θυσιαστικής αγάπης, ασκητικότητος και βάθους πνευματικότητος, ο βίος του. Ακατανόητος, αλλότριος και ξένος πρός την εμπαθή και ειδωλομανούσα εποχή μας. Αγόγγυστα υπέμεινε, ο ταπεινός ασκητής, ως γνήσιος φίλος και μαθητής του Κυρίου Ιησού και την συκοφαντία. «Φιλάδελφα χέρια που μου κόλλησαν την ετικέτα του πλανεμένου, μου προσήγαγαν την μεγαλύτερη ευεργεσία. Δεν ήρθα στην έρημο για ανθρώπινη πελατεία αλλά για την πολυπόθητη σωτηρία. Αυτό με έκανε να φύγω από το αρχικό μου σπήλαιο και να πάω ψηλότερα και πιό απρόσιτα, στον Αη-Λιά. Ήθελα μόνωση και ησυχία, όχι θόρυβο και πολυκοσμία», μας έλεγε ο πάντα ήρεμος και γαλήνιος γέροντας.
Τελευταία επιθυμία του χαρισματικού γέροντος ήταν να παραδώσει την καθάρια του ψυχή εις χείρας Θεού, στο ασκητήριό του, στο Κεφάλι, σιμά στο ναό της Αγίας Κασσιανής, της μεγάλης ασκητρίας των Αστερουσίων, που μετά κόπου πολλού ανήγειρε. Στο νοσοκομείο, που νοσηλεύονταν, έλαβε, ως γνήσιος εκκλησιαστικός ανήρ, την ευχή του Επισκόπου του και το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης τον ανέβασαν στο ασκητήριό του, στο Κεφάλι, όπως επιθυμούσε. Τον έβαλαν στο κρεβάτι του, κοίταξε γαλήνια για λίγο γύρω του και ήσυχα μετέβει «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος».
Η αγιοτόκος και ηρωοτόκος Κρήτη για πολλά μπορεί να καυχηθεί. Εξαιρέτως, όμως, μπορεί να μεγαλύνεται, διότι σ’ αυτούς τους σκοτεινούς χρόνους δεν έπαψε να προσφέρει στην Εκκλησία του Χριστού ένθεους αγωνιστές και ηγιασμένους αθλητές. Στύλοι άσειστοι και εδραίοι είναι τα μοσχομυρισμένα μνήματα του γέροντος Αναστασίου, στο Μοναστήρι του Κουδουμά, του γέροντος Ευμενίου στην Εθιά, του γέροντος Θεοδώρου, στο Κεφάλι, του γέροντος Ευμενίου, στο Ρέθυμνο. Και φαεινές λαμπάδες είναι που μεταφέρουν το ανέσπερο φώς της Αναστάσεως του Χριστού στον πεπλανημένο, από την αμαρτία, κόσμο μας.
Από τους πολύτιμους θησαυρούς που περικρατούμε, του μακαριστού γέροντος Θεοδώρου, από την ασκητική και ηγιασμένη κληρονομία του, καταθέτουμε, πρός ωφέλεια και επιστηριγμό, τούτον τον λόγο του: «Άν θα με ρωτούσατε να σας πώ, τι κατάλαβα τόσα χρόνια στην έρημο, θα σας απαντούσα με μιά λέξη: την δύναμη του ψαλτηρίου. Άν ξεκινούσα την ζωή μου τώρα, ένα θα πάσχιζα να κάνω, να αποστηθίσω το ψαλτήρι. Αυτό είναι η γονική μήτρα της νοεράς προσευχής. Αυτό είναι το εύφορο χώμα, όπου ευδοκιμεί ο σπόρος της ευχής. Αυτό μαστίζει τους δαίμονες. Όταν διάβαζα, στις αγρυπνίες μου, το ψαλτήρι, ερχόνταν ο δαίμονας, που μούγκριζε σαν αγριόχοιρος στο αυτί μου. Ειδικά, όταν έλεγα τον στίχο, «Αναστήτω ο Θεός…» και τον στίχο που λέει, «Εσύ είσαι Κύριος και Θεός μου». Λυσσούσε, με έπιανε από τον λαιμό, με έπνιγε. Μπέρδευε τα λόγια μου, για να μην το πώ. Τόσο πολύ καιγόταν…». Να έχουμε την αγία του ευχή και ο Θεός να δώσει μιμητές της ασκητικής και ηγιασμένης του ζωής.
του Αρχιμ. Ιερεμίου Γεωργαλή
Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου