Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

ΝΙΚΟΛΑΟΥ Α. ΜΟΤΟΒΙΛΩΒ ΜΑΘΗΤΗ ΤΟΥ ΆΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ anaxoriti



ΜΙΑ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ ΦΑΝΕΡΩΣΗ ΘΑΥΜΑΣΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΝ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΟΤΟΒΙΛΩΦ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΒΟΡΟΝΕΖ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ ΟΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΥΡ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΟΝ- ΤΟΝ ΑΚΟΙΜΗΤΟ ΣΚΩΛΗΞ – ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΥΓΜΟ ΚΑΙ ΤΡΙΓΜΟ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΩΝ- ΓΙΑ ΤΑ ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ- ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΆΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ- ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ- ΓΙΑ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ , ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΤΗ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΚΛΠ.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ ΠΑΤΗΡ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΝΤΑΛΙΝΙΝ ΠΤ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ
2005

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
« ΚΥΡΙΕ, ΣΩΣΕ ΚΑΙ ΕΛΕΗΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΣΕ ΚΑΘΕ ΤΟΠΟ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΤΕΙΑΣ ΣΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ.  ΔΩΡΗΣΑΙ ΤΟΥΣ ΕΙΡΗΝΗ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΟΣ. ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΤΟΥΣ ΚΑΘΕ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΟ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΙΟ. ΔΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΣΕΥΧΩΝ ΤΟΥΣ ΕΛΕΗΣΕ ΚΑΙ ΕΜΕΝΑ ΤΟΝ ΑΘΛΙΟ»

Συνοπτική βιογραφία Όσίου Σεραφείμ του Σάρωφ (1759-1833)
     Ό Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ γεννήθηκε στο Κούρσκ της Ρωσίας στις 19 Ιουλίου του 1759. Στο ά­γιο βάπτισμα έλαβε το όνομα Πρόχορος.
στις 20 Νοεμβρίου του 1778 καί σε ηλικία 19 ετών επήγε στην Μονή του Σάρωφ, καί στις 13 Αυγούστου του 1786 έγινε μοναχός καί έλαβε το όνομα Σεραφείμ.
στις 27 Οκτωβρίου 1786 χειροτονήθηκε διάκονος, καί στις 2 Σεπτεμβρίου του 1793 χειροτονήθηκε ιερεύς.
στις 20 Νοεμβρίου του 1794 αναχώρησε για την έ­ρημο, στις δε 9 Μαΐου του 1810 έγινε έγκλειστος. στις 25 Νοεμβρίου του 1825, κατ’ εντολή της Ύπεραγιας Θεοτόκου, εγκατέλειψε τον έγκλειστο βίο καί αφιερώθηκε στην πνευματική καθοδήγηση του λάου του Θεού.
Έκοιμήθη προσευχόμενος οσίως στις 2 Ιανουα­ρίου του 1833 σε ηλικία 73 ετών. στις 22 Ιανουαρίου του 1903 με σχετική πράξη ή Ιερά Σύνοδος της Εκ­κλησίας της Ρωσίας κατέταξε τον στάρετς Σεραφείμ στην χορεία των αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και στις 19 Ιουλίου του 1903 έγινε ή πανηγυρική ανακομιδή των ιερών λειψάνων του οσίου Σεραφείμ.
Η μνήμη του αγίου Σεραφείμ εορτάζεται στις 2 Ιανουαρίου, ήμερα της κοιμήσεως του, καί στις 19 Ιουλίου, ημέρα της ανακομιδής των ιερών του λειψά­νων.
Ό άγιος Μητροφάνης του ΒΟΡΟΝΕΖ
Ό άγιος Μητροφάνης του Βορόνεζ, κατά κόσμον Μιχαήλ, γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1623 στην πε­ριοχή του Βορόνεζ. Κάποια στοιχεία για τους γονείς του δεν υπάρχουν, το μόνο πού ξέρουμε είναι ότι ό πατέρας του ήταν ή ιερέας ή διάκονος.
Το πρώτο μισό της ζωής του ό άγιος Μητροφάνης ζούσε στον κόσμο, ήταν έγγαμος ιερέας και υπηρετού­σε σ’ ένα χωριό πού λεγόταν Σιντορόβσκοε. Είχε καί έναν γιο.
Στην ηλικία των 40 ετών έκοιμήθη ή πρεσβυτέρα του καί αποφάσισε να γίνει μοναχός. Αρχικά ασκήτευε στο ησυχαστήριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου οπού το έτος 1663 εκάρη μοναχός με το όνομα Μη­τροφάνης. Ή ενάρετη ζωή του γρήγορα έγινε γνωστή ώστε ή αδελφότητα της μονής Κόσμιν, πού ήταν κο­ντά στο ησυχαστήριο, όταν τέθηκε το θέμα του νέου ηγουμένου, παρακάλεσε τον πατριάρχη να γίνει ηγού­μενος ό πατήρ Μητροφάνης. Καί πραγματικά έγινε ε­κεί ηγούμενος τον Ιούνιο του 1665. Σ’ αυτή τη θέση ό πατήρ Μητροφάνης βρισκόταν σχεδόν δέκα χρόνια. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έκανε πολλά για το μοναστή­ρι του: έχτισε έναν καινούριο μεγάλο ναό του Σωτήρος Χριστού, καί πολλά αλλά.
Το 1675 με την εντολή του πατριάρχη Ιωακείμ ό άγιος Μητροφάνης γίνεται ηγούμενος μιας άλλης μονής, της Αγίας Τριάδος Ούνζενσκα, ή οποία βρισκό­ταν υπό την προστασία των Ρώσων τσάρων. Εδώ ό­πως καί στο μοναστήρι Κόσμιν ό άγιος Μητροφάνης βρήκε μεγάλο πεδίο δράσεως. Έχτισε καινούρια εκ­κλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου με καμπανα­ριό, τα εγκαίνια της οποίας έγιναν το 1680.
στις 2 Απριλίου του 1682 ό πατριάρχης Ιωακείμ χειροτόνησε τον ηγούμενο Μητροφάνη σε επίσκοπο καί τον τοποθέτησε στην καινούρια μητρόπολη του Βορόνεζ. Τότε ό άγιος Μητροφάνης ήταν 58 χρονών. Ή επαρχία του ήταν πάρα πολύ μεγάλη αλλά είχε μόνο 182 εκκλησίες. Υπήρχαν περιοχές οπού για 80 βέρστια (περίπου 85 χιλιόμετρα) γύρω δεν υπήρχε ούτε μία εκ­κλησία. Το πρώτο πράγμα πού άρχισε να κάνει ό άγιος Μητροφάνης στη μητρόπολη του, ήταν να χτίσει και­νούριο μητροπολιτικό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου ό όποιος καί εγκαινιάστηκε το έτος 1692.
Ό άγιος Μητροφάνης ήταν αληθινός πατέρας για όλο το ποίμνιο του, τους κληρικούς, τους μοναχούς καί τους λαϊκούς. Όμως πιο πολύ ό άγιος Μητροφά­νης αγαπούσε τους φτωχούς. Ένας από τους βιογρά­φους του λέει: «ένας από τους πιο βασικούς κανόνες πού ακολουθούσε στη ζωή του ο άγιος ιεράρχης ήταν να δίνει όλα πού έχει αποκτήσει πρώτα στον Θεό, πού είναι ή αιτία όλων των αγαθών καί δεύτερο στον πλη­σίον, σ’ αυτόν πού δεν έχει τίποτα».
Οι περιηγήσεις του αγίου ιεράρχη στην επαρχία του ήταν για τους ανήμπορους ανθρώπους αληθινή γιορτή. Ξεκινώντας για το ταξίδι ό άγιος Μητροφά­νης έπαιρνε μαζί του αρκετά λεφτά από το ταμείο της μητρόπολης τα όποια μοίραζε στους φτωχούς, τους φυλακισμένους καί σ’ όλους όσοι είχαν ανάγκη σε κάθε πόλη ή χωριό πού επισκεπτόταν.

Ακόμα περισσότερες ευεργεσίες δέχονταν από τον άγιο Μητροφάνη οί μόνιμοι κάτοικοι της πόλης Βορόνεζ. «Το σπίτι του ιεράρχη, λέει ό βιογράφος του, ήταν αληθινό καταφύγιο για όλους, για τους ξέ­νους, ξενώνας, για τους αρρώστους, θεραπευτήριο, για τους φτωχούς καί ανήμπορους, ένα μέρος οπού αυ­τοί οί άνθρωποι έβρισκαν ανακούφιση από τους πό­νους τους». Ακόμα καί τα δικά του ρούχα έδινε στους φτωχούς ό άγιος Μητροφάνης.
Μια φορά το 1700, όταν ό Μέγας Πέτρος βρισκό­ταν στο Βορόνεζ ήθελε να δει τον άγιο Μητροφάνη τον όποιο σεβόταν πολύ. Ό άγιος μόλις το έμαθε ξε­κίνησε από το σπίτι του με τα πόδια για το τσαρικό παλάτι. Πλησιάζοντας το παλάτι βλέπει ό άγιος ιε­ράρχης ότι γύρω, γύρω είναι στημένα τα είδωλα των αρχαίων ελληνικών θεών. Μόλις το είδε ό άγιος Μη­τροφάνης αμέσως γύρισε πίσω. Ό τσάρος έμαθε γι’ αυτή την πράξη του καί έστειλε τους ανθρώπους να του πουν ότι αν δεν θα έλθει θα τιμωρηθεί με θάνατο. Ό άγιος Μητροφάνης αρνήθηκε. Το απόγευμα άκου­σε ό τσάρος να χτυπάνε δυνατά οί καμπάνες καί έστει­λε να ρωτήσει τι γίνεται. Ό άγιος απάντησε ότι προε­τοιμάζεται για το θάνατο. Μαλάκωσε ή καρδιά του τσάρου όταν το άκουσε καί είπε ότι τον συγχωρεί. Α­πό τότε άρχισε ακόμα περισσότερο να σέβεται τον ά­γιο ιεράρχη.
Το έτος 1703 ήταν το τελευταίο της ζωής του. Τό­τε ό άγιος Μητροφάνης ήταν 80 χρόνων. στις 2 Αυ­γούστου ό ιεράρχης αρρώστησε βαριά. Πλησίαζε προς το τέλος του. Ή κοίμηση του όπως καί όλη ή ζωή του αγίου Μητροφάνη ήταν γνήσια χριστιανική. Αρνήθηκε να δεχθεί την βοήθεια των γιατρών εμπι­στευόμενος τον εαυτό του στα χέρια του επουράνιου Ακόμα καί όταν βρισκόταν πάνω στην επιθα­νάτια κλίνη ό άγιος Μητροφάνης δεν ξέχασε τους αν­θρώπους πού αγαπούσε τόσο πολύ, τους φτωχούς καί τους φυλακισμένους. Έδωσε εντολή να δώσουν λεφτά από το ταμείο της μητρόπολης στους φτωχούς καί να στείλουν πλούσια ελεημοσύνη στους φυλακισμένους. στις 10 Αυγούστου ό άγιος έλαβε το μεγάλο μοναχικό σχήμα καί από Μητροφάνης μετονομάστηκε Μακά­ριος. Κοιμήθηκε ό άγιος στις 23 Νοεμβρίου 1703. Α­ναγνωρίστηκε άγιος από την Ιερά Σύνοδο της Ρωσι­κής Εκκλησίας το 1832. Ή μνήμη του τιμάται στις 7 Αυγούστου, 4 Σεπτεμβρίου καί 23 Νοεμβρίου (με το παλαιό ημερολόγιο).

Ό Άγιος Τυχών του Ζαντόνσκ, 1724-1783
Ό άγιος Τυχών του Ζαντόνσκ γεννήθηκε το 1724 στο χωριό Κορότσκε του Νόβγκοροντ της Ρωσίας. Στην βάπτιση του ονομάστηκε Τιμόθεος. Έμεινε από την παιδική του ηλικία ορφανός καί από τους δύο γο­νείς του καί την προστασία του ανέλαβε ό μεγαλύτε­ρος αδελφός του….
Τον Απρίλιο του 1758 έγινε μοναχός με το όνομα Τυχών, καί το ίδιο έτος χειροτονείται διάκονος καί ιε­ρεύς στην Πετρούπολη.
Σε ηλικία 37 ετών εκλέγεται βοηθός επίσκοπος καί χειροτονείται στις 13 Μαΐου του 1761 στην Πε­τρούπολη με έδρα την Μονή Χουτίνσκ.
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1763 προάγεται σε αρχιε­πίσκοπο του Βορόνεζ.
στις 3 Ιανουαρίου του 1768 επέτυχε να γίνη δεκτή ή παραίτηση του καί προτίμησε το ταπεινό κελί της Μονής της Παναγίας του Ζαντόνσκ για να ζήση α­σκητικότερη καί βαθύτερη πνευματική ζωή.
Με τίς πνευματικές ασκήσεις, τίς μελέτες, προσευ­χές καί θεωρίες, έγινε όχι μόνον θεοφώτιστος καθοδη­γητής των ψυχών, αλλά του δόθηκε καί το χάρισμα της θαυματουργίας.
στις 13 Αυγούστου του 1783 καί σε ηλικία 59 ετών εκοιμήθη ό πνευματοφόρος καί χριστοφόρος στάρετς Τυχών του Ζαντόνσκ. Μετά από 63 χρόνια βρέθηκαν το άγιο λείψανο καί τα αρχιερατικά του άμφια χωρίς καμιά φθορά. Ή επίσημη ανακομιδή καί αναγνώριση του σε άγιο έγινε στις 13 Αύγουστου του 1861 με την παρουσία του αυτοκράτορα, πολλών μελών της Ιεράς Συνόδου καί 300.000 λαού.
Ή μνήμη του Αγίου Ίεράρχου Τύχωνος του θαυ­ματουργού εορτάζεται στις 13 Αύγουστου
Άγιος Αντώνιος, Αρχιεπίσκοπος Βορόνεζ
Ό άγιος Αντώνιος, κατά κόσμον Αβραάμ, γεννή­θηκε στις 29 Οκτωβρίου 1773. Την ημέρα αυτή ή Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του αγίου Α­βραάμ του Ροστώφ το όνομα του οποίου καί έλαβε κα­τά το βάπτισμα ό άγιος Αντώνιος. Ό πατέρας του λε­γόταν Γαβριήλ καί ήταν πρωθιερέας. Ή οικογένεια τους είχε πολλά παιδιά.
Τα πρώτα γράμματα ό Αβραάμ τα έμαθε διαβάζο­ντας το Ψαλτήρι καί το Ωρολόγιο. Από μικρός άρχι­σε να βοηθά τον πατέρα του στην εκκλησία ψάλλο­ντας στο αναλόγιο. Έδειχνε πολύ ζήλο στην προσευ­χή καί αγάπη για τίς ιερές ακολουθίες. Μία μέρα ό Κύριος έσωσε με θαυμαστό τρόπο την ζωή του όταν ό Αβραάμ στο δρόμο του προς την εκκλησία έπεσε σε τρύπα στο παγωμένο ποτάμι καί κινδύνευσε να πνιγεί.
Το 1783 ό Αβραάμ άρχισε να πηγαίνει στο εκκλη­σιαστικό σχολείο όπου κατά τα έθιμα εκείνης της ε­ποχής του δόθηκε το επίθετο Σμιρνίτσκι. Τελείωσε με άριστα το σχολείο καί μπήκε στη Θεολογική Ακα­δημία του Κιέβου. Εκεί ό Αβραάμ δεν ήταν μόνο έ­νας από τους καλύτερους φοιτητές αλλά καί άριστο παράδειγμα, καί για τους διδάσκοντες και για τους δι­δασκόμενους, της γνήσιας ευλάβειας.
Τον Αύγουστο του 1796 έγινε δόκιμος στη Λαύρα των σπηλαίων του Κιέβου διότι ήθελε, όπως έλεγε ό ί­διος, «να διδάσκεται τα πνευματικά μαθήματα από τους δασκάλους πού αναπαύονται στα σπήλαια». Ε­κείνη την νύχτα του παρουσιάστηκε στον ύπνο ό ά­γιος Αντώνιος του Κιέβου καί του έδωσε ευλογία να γίνει μοναχός, καί για να τον δυναμώσει του έδωσε τα  Άχραντα Μυστήρια. Ό ίδιος ό αρχιεπίσκοπος Αντώ­νιος έλεγε αργότερα για τον εαυτό του το έξης: «Ό­ταν ήμουν νέος μου ήταν δύσκολο να αποφασίσω να γίνω μοναχός. Γιατί δεν ήθελα να αφήσω τον κόσμο. Όταν όμως διάβασα το έργο του άγιου Έφραίμ του Σύρου περί της Φοβέρας Κρίσεως αισθάνθηκα απέ­χθεια για τα πράγματα του κόσμου και γρήγορα έτρε­ξα για το μοναστήρι».
στις 21 Φεβρουαρίου 1797 έκάρη μοναχός και από Αβραάμ μετονομάστηκε Αντώνιος προς τιμήν του α­γίου Αντωνίου του Κιέβου. στις 12 Απριλίου του ι­δίου έτους ό νέος μοναχός χειροτονήθηκε διάκονος. Ή διακονία του ήταν να κηρύττει το θείο λόγο στο λαό του Θεού στην εκκλησία. Ή πιο αγαπητή του ε­νασχόληση ήταν να εργάζεται στη βιβλιοθήκη, πράγ­μα πού του έδωσε την δυνατότητα να εμβαθύνει στην ιερά παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
στις 20 Νοεμβρίου του 1799 ό ιεροδιάκονος Αντώ­νιος χειροτονήθηκε ιερομόναχος από τον μητροπολί­τη Κιέβου καί Γκάλιτς Γαβριήλ. Στις 25 Ιανουαρίου 1808 ό μητροπολίτης του Κιέβου Σεραπίων τον έκανε υπεύθυνο των εκδόσεων της Λαύρας λέγοντας του το έξης: «Τώρα θα είσαι κυβερνήτης μιας μικρής λέμβου αλλά στη συνέχεια θα σου δοθεί ένα μεγάλο πλοίο».
Από την αρχή κιόλας της μοναχικής του πορείας ό μελλοντικός ιεράρχης διακρινόταν για την φιλανθρω­πία καί την ακτημοσύνη. Για τον εαυτό του είχε μόνο τα απαραίτητα τα λεφτά πού έπαιρνε, για την εργα­σία του στο τυπογραφείο, τα έδινε σ’ αυτούς πού εί­χαν ανάγκη, τους αρρώστους, τους φτωχούς καί τους ανήμπορους.
στις 20 Σεπτεμβρίου 1814 ό ιερομόναχος Αντώ­νιος έγινε φύλακας των «κοντινών» σπηλαίων τα ό­ποια ονομάζονται «σπήλαια του Αντωνίου» στο όνο­μα του ιδρυτού του μοναχισμού στη Ρωσία αγίου Α­ντωνίου του Κιέβου, καί οπού βρίσκονται τα τίμια λείψανα πολλών καί μεγάλων αγίων. Αυτή ή «διακο­νία» ήταν για τον Αντώνιο ιδιαίτερα σημαντική διό­τι, όπως έλεγε ό ίδιος, εδώ «ζούσε την ευωδιά της α­γιότητας», απορροφούσε την θεία χάρη αισθανόμενος την προστασία των επουρανίων δυνάμεων καί την εγ­γύτητα του Ουρανού.
Ήλθε ό καιρός να βγει ό δούλος του Θεού από το στενό του κελί καί να τοποθετηθεί πάνω στην λυχνία για να τον βλέπουν όλοι. στις 2 Ιανουαρίου του 1815 ό ιερομόναχος Αντώνιος έγινε καθηγούμενος της Λαύρας του Κιέβου, καί το έτος 1817 αρχιμανδρίτης. Αλλά, όπως λέει ή Αγία Γραφή, «ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη» (Μτ. 5, 14). Ήλθε ή ώρα να γίνει ό αρχιμανδρίτης Αντώνιος από ποιμέ­νας αρχιποιμένας καί άγγελος μιας από τίς επαρχίες της Εκκλησίας της Ρωσίας. Το ότι ό Αντώνιος είχε κλήση από τον Θεό να γίνει επίσκοπος μαρτυρεί το έ­ξης δράμα πού είδε.
Αργότερα ό ίδιος ό επίσκοπος Αντώνιος το διηγόταν ως έξης: «Μία μέρα μετά τον όρθρο γύρισα στο κελί μου στη Λαύρα καί άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο. στις οχτώ ή στις εννιά το πρωί ή πόρτα του κελιού μου άνοιξε καί μέσα μπήκε ή Βασίλισσα όλη διακοσμημένη με πολύτιμους λίθους. Σηκώθηκα. Αυ­τή με πλησίασε καί μου είπε: «Πάμε, πάτερ Αντώνιε». Βγήκαμε έξω καί ανεβήκαμε σε μια άμαξα πού περίμε­νε στην είσοδο… Φτάσαμε σε μια μεγάλη εκκλησία. Βλέπω πάνω στο αναλόγιο το Σταυρό καί το Ευαγγέ­λιο. Δίπλα στεκόταν ένας ιερέας. «Διαβάστε την ακο­λουθία του γάμου», διέταξε ή Βασίλισσα στον ιερέα. «Είμαι μοναχός», διαμαρτυρήθηκα εγώ. «Κάντε αυτό πού σας λέω», επανέλαβε Αυτή υψώνοντας την φω­νή… Όταν τελείωσε ή τελετή με έφεραν πίσω στη Λαύρα». Αυτό το δράμα ό άγιος Αντώνιος το είδε έξι μήνες πριν να γίνει αρχιερέας.
Ή χειροτονία του σε Επίσκοπο (με τίτλο επίσκο­πος Βορόνεζ καί Τσερκάσκ) έγινε στις 31 Ιανουαρίου 1826 στη Λαύρα του Κιέβου. Ό νέος επίσκοπος εργα­ζόταν: ακούραστα. Ή επαρχία του ήταν πολύ μεγάλη γι’ αυτό ό επίσκοπος Αντώνιος συχνά έκανε ταξίδια γυρίζοντας χωριά καί πόλεις καί παντού λειτουργού­σε. Μια φορά μέσα σε 24 μέρες αυτός έκανε 22 λει­τουργίες. Λένε ότι ή ήμερα, κατά την οποία ό επίσκο­πος Αντώνιος επισκεπτόταν ένα χωριό ή μία πόλη, γινόταν για τους κατοίκους τους γιορτή. Συχνά γύρω από την εκκλησία οπού λειτουργούσε ό Σεβασμιότατος έστρωναν τραπέζια για τους χωρικούς καί μετά το τέλος της λειτουργίας εκεί έτρωγαν όλοι μαζί με επι­κεφαλής τον Δεσπότη.
Ό επίσκοπος Αντώνιος αγαπούσε πολύ τους φτω­χούς καί συχνά έλεγε ότι «ή περιουσία του επισκόπου ανήκει στους φτωχούς». Το 1834 μετά από μια μεγάλη πυρκαγιά, με τα λεφτά πού μάζεψε ό ίδιος χτίστηκαν 100 καινούρια σπίτια. Επίσης ό Σεβασμιότατος Επίσκοπος Αντώνιος φρόντιζε πολύ να χτίζονται στην επαρχία του καινούριες εκκλησίες καί μοναστήρια. Μόνο τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του στην επαρχία του Βορόνεζ χτίστηκαν 63 καινούριοι ναοί. Το τελευταίο χρόνο της ζωής του στην ηλικία των 73 ετών ό αρχιεπίσκοπος Αντώνιος έκανε εγκαί­νια δύο ναών πού απέχουν από το Βορόνεζ 200 χι­λιόμετρα. στις 12 Δεκεμβρίου 1846 ό ιεράρχης αρ­ρώστησε βαριά. Το βράδυ 17 Δεκεμβρίου εξομολο­γήθηκε καί την επόμενη μέρα κοινώνησε των Άχρα­ντων Μυστηρίων. στις 20 Δεκεμβρίου ό Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος ευλόγησε τους πα­ρόντες καί το βράδυ κοιμήθηκε ειρηνικά εν Κυρίω.
Ανακηρύχθηκε Άγιος από την τοπική Εκκλησία του Βορόνεζ το έτος 2002. η μνήμη του τιμάται στις 20 Δεκεμβρίου (2 Ιανουαρίου).

Νικόλαος Αλεξάν. Μοτοβίλωφ (1808-1879)
Ό Νικόλαος Μοτοβίλωφ γεννήθηκε το 1808 στην επαρχία Σιμπίρσκ. Οί γονείς του ήσαν ευσεβείς χριστιανοί.
-Ή μητέρα του οδήγησε τον μικρό υιό της στον στάρετς Σεραφείμ όταν ακόμη ήταν 6 ετών. Σε ηλικία 22 ετών αρρώστησε βαρεία καί για τρία χρόνια υπέφε­ρε χωρίς ελπίδα θεραπείας από τους ιατρούς.
Τον Σεπτέμβριο του 1831 ήλθε από την επαρχία του Σιμπίρσκ στον στάρετς Σεραφείμ στο Σάρωφ ό ό­ποιος καί τον θεράπευσε θαυματουργικά με την προ­σευχή του.
Στον άγιο Σεραφείμ ό Κύριος καί ή Αγία Μητέρα του απεκάλυψαν όλη την ζωή του Μοτοβίλωφ από την γέννηση ως τον θάνατο του, καί του φανέρωσε το μέλλον του καί της Ρωσίας.
Οπλισμένος με τίς οδηγίες του αγίου Σεραφείμ ό Μοτοβίλωφ επήγε για το Βορόνεζ στον ενάρετο Επί­σκοπο Αντώνιο… Ευρισκόμενος εκεί τον πληροφόρη­σε ό Σεβασμιότατος ότι έκοιμήθη ό Στάρετς Σεραφείμ, οπότε με μεγάλο πόνο ψυχής ό Νικόλαος Μοτοβίλωφ αναχώρησε για το Σάρωφ. Έφθασε εκεί δυο ημέρες με­τά τον ενταφιασμό του στάρετς Σεραφείμ. Εκεί αργό­τερα βρήκε εκ μέρους του στάρετς ένα επιθανάτιο μή­νυμα: «Πέστε του πώς αυτό πού ελπίζει να αποκτήσει δεν είναι γι’ αυτόν. Μια άλλη του προορίζεται».
Ό Νικόλαος Μοτοβίλωφ παρ’ όλη την γενναιό­δωρη φύση του, την αφοσίωση του στην Παναγία από ευγνωμοσύνη για τη θεραπεία του, την προσκόλληση του στον άγιο Σεραφείμ του οποίου ήταν φίλος και «ταπεινός υπηρέτης» καί «τροφός» της «κοινότητος» του Ντιβέγιεβο, αγαπούσε τίς περιπλανήσεις με το έλ­κηθρο, όσο καί τα μακρινά προσκυνήματα. Καίτοι ό κόσμος τον τραβούσε καθόταν πολλούς μήνες στο Ντιβέγιεβο καί πήγαινε μόνο στην εκκλησία.
Κατά την διάρκεια μιας πολυήμερης παραμονής του στο Ντιβέγιεβο γνώρισε την Ελένη Μελιούκωφ, ανεψιά των μοναζουσών Παρασκευής καί Μαρίας πού ανατράφηκε από την παιδική της ηλικία στο μονα­στήρι. Ό πλούσιος καί ευγενής Μοτοβίλωφ παντρεύ­τηκε αυτή την κοπέλα από αγροτική οικογένεια καί την έφερε στα κτήματα του στο Σιμπίρσκ. Με αυτόν τον γάμο διατηρήθηκαν καί αυξήθηκαν οί δεσμοί πού τον ένωναν με τον στάρετς Σεραφείμ καί την Κοινό­τητα του Ντιβέγιεβο.
Προς το τέλος της ζωής του ό Νικόλαος Μοτοβί­λωφ, βλέποντας παντού μέσα στον κόσμο το πνεύμα το κοσμικό του αντίχριστου, πραγματοποιούσε συ­χνότερα μακρινά προσκυνήματα σε αγιασμένα μέρη της τεράστιας Ρωσίας.
Ένα μήνα πριν από το θάνατο του, ό Μοτοβίλωφ είδε ένα όνειρο πού το διηγήθηκε στη γυναίκα του. Ή Βασίλισσα του Ουρανού του παρουσιάσθηκε καί του υποσχέθηκε πώς σε λίγο θα τον οδηγούσε σ’ ένα προ­σκύνημα, μέσα σε μια άγνωστη περιοχή, όπου θα του γνώριζε αγίους, για τους οποίους δεν είχε ποτέ ακού­σει να μιλούν.
Μετά άπ’ αυτό το όνειρο οί δυνάμεις του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν. Πέθανε ειρηνικά στα κτήματα του στο Σιμπίρσκ στις 17 Ιανουαρίου του 1879 σε ηλικία 71 ετών, καί ενταφιάσθηκε στο Ντιβέγιεβο, ό­πως το είχε προβλέψει ό στάρετς Σεραφείμ. Μετά τον θάνατο του Μοτοβίλωφ ή σύζυγος του Ελένη ήλθε καί πάλι στο μοναστήρι, όπου είχε περάσει τα παιδι­κά και τα νεανικά της χρόνια, καί έγινε μοναχή.
Ή διήγηση της συνομιλίας του πατέρα Σεραφείμ με τον Μοτοβίλωφ, κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1903, την ήμερα πού ανακηρύχθηκε άγιος. Θάλεγε κα­νείς πώς, από τον ουρανό ψηλά, ό στάρετς δημοσίευ­σε ό ίδιος το έσχατο μήνυμα του.

Το νεοευρεθέν
αποκαλυπτικό υπόμνημα
του Νικολάου Μοτοβίλωφ
καί ο Άγιος ΣΕΡΑΦΕΙΜ Σάρωφ

Το Υπόμνημα τον κυρίου Μοτοβίλωφ
προς τον Σεβασμιώτατο Ισίδωρο Μητροπολίτη Αγίας Πετρούπολης καί Νόβγκοροντ
13 Αυγούστου 1861
Σεβασμιότατε αρχιποιμένα!
Από τίς ανακοινώσεις πού έγιναν στο λαό έμαθα ότι σύμφωνα με τη θέληση του αυτοκράτορα στις 13 Αυγούστου 1861 θα γίνει ή ανακομιδή των τιμίων λει­ψάνων του αγίου Τύχωνα, Επισκόπου Βορόνεζ καί Ζαντόνσκ. Έμαθα επίσης ότι ή Σεβασμιότητά Σας έ­χει τεθεί επικεφαλής αυτής της υπόθεσης. Το μεγάλο αυτό εκκλησιαστικό γεγονός πολύ καιρό με πόθο πε­ριμένει όλη ή Ρωσία καί εγώ ό ίδιος όχι μόνο το επι­θυμούσα καί το περίμενα με πόθο είκοσι εφτά χρόνια αλλά είχα απευθυνθεί γι’ αυτό το θέμα καί στον αυτο­κράτορα διότι υπήρχε γι’ αυτό καί ή δική μου προσω­πική ανάγκη.
Είχα την τιμή να γράψω ένα γράμμα γι’ αυτό το θέμα στις 13 Αυγούστου 1857 στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βορόνεζ καί Ζαντόνσκ Ιωσήφ οπού πε­ριέγραψα την θεραπεία πού έλαβα την 1 Οκτωβρίου 1832 από τον μακαρίτη επίσκοπο, έπειτα αρχιεπίσκο­πο Βορόνεζ καί Ζαντόνσκ, Αντώνιο. Στην αρχή εκεί­νης της αναφοράς μου είχα πει ότι ή οριστική θερα­πεία όλων των εσωτερικών μου νόσων, πού άρχισε τίς τελευταίες ήμερες του Οκτωβρίου 1834, είχε αναβλη­θεί μέχρι την ήμερα της ανακομιδής των τιμίων καί ά­φθαρτων λειψάνων του αγίου Τύχωνα πού θα γινόταν στις 13 Αύγουστου 1861. Καί θεωρώ ιερό καθήκον μου, πριν γίνει ή ανακομιδή των λειψάνων, να κάνω γνωστές όλες τίς λεπτομέρειες αυτής της εσωτερικής μου αρρώστιας καί των θαυμαστών γεγονότων πού την συνόδευαν, αν καί προφανώς πολλοί δεν θα με πι­στέψουν. Όμως ό λόγος του Θεού δεν δεσμεύεται, αν καί μερικοί θα ήθελαν να τον δεσμεύσουν, καί ή αλήθεια του Χριστού πρέπει να είναι γνωστή σ’ όλο τον κόσμο με όλη την καθαρότητα της. Όπως αυτή ή α­λήθεια έχει πραγματοποιηθεί πάνω σ’ αυτούς πού ή Θεία Πρόνοια τους αξίωσε να είναι αποδέκτες των ε­νεργειών της, κατά το θέλημα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, δια του Όποιου κινούμαστε καί είμαστε αυ­τοί πού είμαστε, πού ή χάρη Του ευδόκησε να είμα­στε.
Στη συνέχεια παραθέτω τι ακριβώς έχει συμβεί μαζί μου.
Ό μεγάλος πατήρ Σεραφείμ, στον όποιο τη νύχτα τρεις με τέσσερις Σεπτεμβρίου 1832 αποκαλύφθηκαν όλες οί περιστάσεις της ζωής μου, στην συνομιλία πού είχε μαζί μου στις 4 Σεπτεμβρίου, τελευταία πριν το θάνατο του, στην οποία ανέφερε όλα οσα ό Κύριος του επέτρεψε να μου φανερώσει, μεταξύ των άλλων μου είπε το έξης:
«Να μην λέτε, ευλαβέστατε, «ποιος είναι ό Σερα­φείμ», γιατί αυτό είναι βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, διότι αν καί είμαστε απλοί καί όμοιοι με τους άλλους άνθρωποι, αλλά λόγω των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος πού έχει ό καθένας από μας, εί­μαστε θεοφόροι καί κοινωνοί της χάριτος Του, καί γι’ αυτό τέτοια λόγια δεν είναι προσβολή για μας αλλά βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, Θεού καί Κυ­ρίου, πού μας αγιάζει καί μας τοποθετεί στην διακο­νία του Θεού. Για τέτοια βλασφημία του Αγίου Πνεύ­ματος δεν υπάρχει συγχώρηση ούτε σ’ αυτό τον αιώνα ούτε στον μέλλοντα».
Εγώ άρχισα να κλαίω καί έπεσα κάτω στα πόδια του λέγοντας:
«Είναι δυνατόν να πω εγώ κάτι τέτοιο για σας, παππούλη μου, πού τόσο πολύ καί ανυπόκριτα σας α­γαπάω εν Κυρίω;»                                            ·
«Ό Κύριος μου αποκάλυψε, θεοφιλέστατε, είπε αυτός, ότι εσείς ποτέ δεν θα πείτε κάτι τέτοιο για τον ταπεινό Σεραφείμ, να μην πείτε όμως για κάποιον άλ­λον, διότι αυτό είναι βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος καί μπορεί να γίνει αφορμή βασάνων, αλ­λά ακόμα καί του θανάτου».
«Όλα, όσα κάνουμε κατά Θεόν καί για τον Θεό, πρέπει να τα κάνουμε προς όφελος της Αγίας Εκκλη­σίας μας» .
Εγώ τρόμαξα και άρχισα να κλαίω πιο δυνατά, έπεσα στην αγκαλιά του καί αυτός άρχισε με σιγανή φωνή να λέει στο αυτί μου καί να μου αποκαλύπτει το μυστήριο της ζωής του μέλλοντα αιώνα. Το έχω πει πολλές φορές σε πολλούς, καί πρώτα στον τότε αρχιε­πίσκοπο Ταμπόβ, πού τώρα είναι μητροπολίτης Κιέ­βου, Αρσένιο, καί τον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη του Νίζνι Νόβγκοροντ, πού τώρα είναι αρχιεπίσκοπος Τσερκάσκ καί Ντον. Δεν μπορούσα όμως να το εξηγήσω με σαφήνεια ούτε σ’ αυτούς ούτε σε κανέναν άλλον, πρώ­τα διότι μερικά πράγματα πού άκουσα από τον άγιον Σεραφείμ αφορούν μόνο εμένα, καί δεύτερο, όπως λέει καί ό θείος απόστολος Παύλος, ό πιο αγαπητός μου μεταξύ των αποστόλων, «ουκ εξόν άνθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. 12, 4) τα μυστήρια του μέλλοντα αιώνα. Έχω όμως την υποχρέωση να το πω φανερά σ’ όλο τον κό­σμο, για να θυμηθείτε τότε, όταν ό Θεός συγχωρέσει όλες τίς αμαρτίες μας, με τη χάρη Του θα μας ελεήσει καί θα μας αξιώσει να σταθούμε χωρίς ντροπή δεξιά Του, τον καιρό τής Φοβέρας Του Κρίσεως, ότι τότε, ό­ταν βρισκόμουν μεταξύ σας στην πρόσκαιρη αυτή ζωή όχι μόνο προφορικά σας έλεγα με ειλικρίνεια όλα όσα αφορούν την σωτηρία της ψυχής μας, καί πού εί­χα εντολή να σας φανερώσω, αλλά καί με επίσημα γράμματα. Διότι όλα, όσα κάνουμε κατά Θεόν καί για τον Θεό, πρέπει να τα κάνουμε προς όφελος της Α­γίας Εκκλησίας μας, με καθαρή συνείδηση καί σαν να είμαστε ενώπιον του Θεού, δηλαδή με φόβο Θεού καί μόνο προς δόξαν του Μονογενούς Υιού του Πα­τρός, του Θεανθρώπου Ιησού καί των πιστών δούλων Του, χωρίς να αποκρύπτουμε τίποτα άπ’ αυτούς πού πεινούν καί διψούν την αιωνία σωτηρία τους.
Όλα αυτά πού θα γράψω παρακάτω αφορούν τον αγώνα μου κατά των δαιμόνων, ό όποιος αγώνας προ­κάλεσε πολλά σχόλια καί πολλές διαβολές καί συκο­φαντίες όχι μόνο προς το μέρος μου αλλά καί του Σεβασμιότατου Επισκόπου κυρίου Αντωνίου… Αν τα υπέμεινα όλα αυτά μέχρι σήμερα το έκανα επειδή με παρακαλούσε ό μεγάλος αυτός Αρχιεπίσκοπος Αντώ­νιος, ό όποιος συχνά έλεγε να τα υπομένω μαζί του καί αφού υποφέρω μαζί του, μαζί του θα έχω καί την παρηγοριά καί όχι μόνο στον μέλλοντα αιώνα αλλά καί εδώ στη γη.
Αυτός μου είχε πει:
«Εφόσον είμαι ζωντανός τίποτα να μην λέτε για μένα καί μην με επαινείτε. Άλλα μετά το θάνατο μου όχι μόνο σας επιτρέπω αλλά καί σας διατάζω να απο­καλύψετε όλα όσα γνωρίζετε για τον αμαρτωλό Αντώ­νιο, του οποίου τα της ζωής έργα των κατά Θεόν γινο­μένων, ό Κύριος ό Θεός σας έδωσε να είστε μάρτυ­ρας».
‘Αλλά ας συνεχίσω τη διήγηση μου.
Τα προφητικά λόγια του μεγάλου πατρός Σερα­φείμ σύντομα πραγματοποιήθηκαν επάνω μου. Έγινε αυτό στην πόλη Βορόνεζ μετά την θεραπεία πού έλα­βα με τίς προσευχές του Σεβασμιότατου Επισκόπου Αντωνίου τη νύχτα της εορτής της Αγίας Σκέπης. Έ­κτος άπ’ αυτό αξιώθηκα, με την βοήθεια του Κυρίου, να γράψω καί την πλήρη ακολουθία του αγίου Μη­τροφάνη. Ό Επίσκοπος Αντώνιος, τότε, μου υποσχέ­θηκε ότι θα την στείλει στον ίδιο τον αυτοκράτορα Νικολάι Παύλοβιτς ως δώρο για την ήμερα της γιορ­τής του αγίου του στις 6 Δεκεμβρίου του 1832. Ταυτό­χρονα μου είπε καί το έξης: «Με πολλές ευεργεσίες θα σας ανταποδώσει ό Κύριος για τον ζήλο σας καί  την αγάπη πού έχετε για τον άγιο Μητροφάνη, διότι είστε πρώτος σ’ όλο τον κόσμο πού έγραψε την πλή­ρη ακολουθία του, πού πράγματι αξίζει στην αγιότητα του. Πολλοί μου λένε ότι ό αυτοκράτορας εκτός από την αμοιβή πού θα σας δώσει γι’ αυτό το έργο σας, θα σας χαρίσει καί μία πάρα πολύ καλή θέση στην κρα­τική υπηρεσία. Με όλη την ψυχή μου χαίρομαι για σας διότι αυτό είναι μεγάλη εύνοια καί λίγοι άνθρω­ποι την αξιώνονται»….
Εγώ, όμως, είπα στον Σεβασμιώτατο ότι το έκανα όχι επειδή είχα υπόψη μου κάποια πρόσκαιρα αγαθά αλλά μόνο από αγάπη προς τον Άγιο καί διότι επιθυ­μούσα να προσφέρω κάτι στην Αγία Καθολική Εκ­κλησία του Χριστού. Να είναι αυτό το έργο προσφο­ρά υπέρ της αμαρτωλής ψυχής μου πού στην μεγάλη άμαρτωλότητά της πουθενά άλλου δεν έψαχνε να βρει καταφύγιο παρά μόνο στον Κύριο Ιησού, την Υπεραγία Παρθένο Μαρία καί την Αγία Ορθόδοξη Καθολι­κή Εκκλησία. Αυτό είναι προσφορά για τίς μέλλου­σες γενιές, πιο πολύ όμως το έκανα για την δόξα του Θεού καί την σωτηρία τη δική μου καί μαζί μου όλου του κόσμου.
«Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό, είπε ό Σεβασμιότατος Επίσκοπος Αντώνιος, αλλά μαζί με τα αιώνια αγαθά να έχουμε καί κάποια πρόσκαιρα δεν μας βλάπτει, αφού καί ό ίδιος ό Κύριος λέγοντας «ζητείτε δε πρώ­τον την βασιλείαν του Θεού καί την δικαιοσύνην αυτού», αμέσως μετά συμπληρώνει: «καί ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν…, είδε γαρ ό πατήρ υμών ό ουρά­νιος ότι χρήζεται τούτων απάντων»» (Μτ. 6, 32-33). Καί σ’ αυτό εδώ το σημείο τελείωσε τότε ή συζήτηση μας….
Μια φορά σ’ ένα δείπνο οπού ήταν παρόντες πολ­λοί επίσημοι, όπως, για παράδειγμα, ό διοικητής του Βορόνεζ Δημήτρη Μπέγκιτσεβ, διαβάσαμε την ακο­λουθία πού είχα συγγράψει. Ήταν εκεί καί ό Σεβασμιότατος Επίσκοπος Αντώνιος, ένας συνταγματάρ­χης Νικηφόρο Κόπτεβ καί άλλοι. Τότε ό κύριος Κόπτεβ διηγήθηκε καί ένα όνειρο πού είχε δει καί πού αφορούσε τους υμνογράφους της Εκκλησίας. Είπε ότι είδε μια τεράστια πυραμίδα πού στις πλευρές της ήταν γραμμένα τα ονόματα όλων των υμνογράφων πού υ­πήρχαν στην ιστορία της Εκκλησίας καί αυτών πού θα υπάρχουν στο μέλλον. Είπε ότι ήταν ένας πλήρης κατάλογος πού περιείχε ακριβώς χίλια διακόσια ονό­ματα των υμνογράφων πού τα έργα τους κοσμούν την Αγία Καθολική Εκκλησία του Χριστού.
«Βλέπετε, μου είπε ό Σεβασμιότατος, πόσο μακά­ριος είστε. Ακόμα καί στους ουρανούς υπάρχει γραμ­μένο για πάντα καί το δικό σας όνομα ως υμνογράφου της Εκκλησίας. Σάς έλεγα καί πριν, ότι ό Κύριος μου είχε αποκαλύψει ότι όλα τα αγαθά καί τα πρόσκαιρα καί τα αιώνια θα σας δώσει εδώ στο Βορόνεζ με τίς πρεσβείες του αγίου Μητροφάνη».
«όλα στη ζωή μου, μέσα σε στιγμή χρόνου, έγι­ναν άνω κάτω… Ό Θεός επιτρέπει καί ό αντίπαλος ε­νεργεί».
   Εγώ, ό αφελής καί εύπιστος σαν το παιδί, βρισκό­μουν τότε στο απόγειο της ευτυχίας μου. Όλα όσα μου έλεγαν τα δεχόμουν σαν να έβγαιναν από το στό­μα του Θεού. Καί μόνο ένας άνθρωπος πού είναι τόσο απλός, όπως εγώ, μπορεί να καταλάβει πόσο ρόδινο μου φαινόταν τότε το μέλλον μου. Τα γράφω όλα ειλικρινά καί με ανοιχτή καρδιά για να δώσω να καταλά­βουν όλοι γιατί αυτή ή απότομη αλλαγή πού συνέβη στη ζωή μου, τότε πού εγώ περίμενα μόνο το καλό, θα μπορούσε να είναι ολέθρια για μένα, θα μπορούσε να με καταστρέψει για πάντα. Αυτό θα γίνει κατανοητό από την παρακάτω διήγηση διότι όλα στη ζωή μου, μέσα σε στιγμή χρόνου, έγιναν άνω κάτω.
Πρέπει να πω ότι αμέσως μόλις τελείωσα την ακο­λουθία του αγίου Μητροφάνη άρχισα να γράφω τον ε­κτενή βίο του… Ό Θεός επιτρέπει καί ό αντίπαλος ενεργεί. Βρέθηκαν άνθρωποι πού με ζήλεψαν για την καλή μου πορεία. Αυτοί άρχισαν, παρά την τεράστια αγάπη, γνήσια καί θα έλεγα θεία αγάπη, πού είχα για τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο, να πλέκουν δίκτυα, να στήνουν παγίδες καί να σπέρνουν ζιζάνια με σκοπό να την καταστρέψουν αυτή την αγάπη. Ό Σεβασμιότατος όχι μόνο δεν έστειλε έγκαιρα, όπως μου είχε υ­ποσχεθεί, την ακολουθία του αγίου Μητροφάνη ώστε να την λάβει ό αυτοκράτορας στις 6 Δεκεμβρίου του 1832, αλλά δεν την έστειλε καί αργότερα, λέγοντας ότι περιμένει να τελειώσω το βίο για να τα στείλει όλα μαζί. Εν τω μεταξύ είχα γράψει καί έναν σύντομο βίο του αγίου Μητροφάνη, πού στους ανθρώπους πού το διάβασαν άρεσε πάρα πολύ, καί το όποιο ήθελα να στείλω στο περιοδικό «Χριστιανικά αναγνώσματα». Άλλα ούτε αυτό δεν το έκανε ό Σεβασμιότατος. Τότε πολλοί από τον κύκλο των ανθρώπων, πού δήθεν με συμπαθούσαν, άρχισαν να με πειράζουν καί να με ενοχλούν λέγοντας: «τι κάνει ό Σεβασμιότατος, γιατί αρ­γεί τόσο καί εσύ τόση ελπίδα είχες» κ.τ.λ. Δεν είναι κατάλληλη στιγμή τώρα να τα αναφέρω αυτά, όμως πρέπει να πω ότι όλα αυτά με πλήγωναν πολύ καί εί­χαν άσχημη απήχηση στην ψυχή μου ή οποία, όπως παραπάνω είχα πει, δεν βρισκόταν καί σε πολύ καλή κατάσταση.
Είναι δύσκολο ή μάλλον καί αδύνατο να περιγρά­ψω με λίγες λέξεις την πάλη πού άρχισε μέσα στην ψυχή μου, την ανορεξία καί βαρυθυμία πού σε στιγμή χρόνου με κατέλαβαν καί άρχισαν ανελέητα να με σπρώχνουν προς το βάθος της άπειρης απελπισίας. Μόνο ό Θεός τα γνωρίζει όλα αυτά. Μόνο Αυτός μπο­ρεί να πληροφορήσει μυστικά καί να φανερώσει αυτά πού έχω δοκιμάσει σ’ εκείνους πού Αυτός γνωρίζει. Θα πω μόνο, ότι από τότε άρχισε ή πάλη μου με τους δαίμονες, πού ή Πρόνοια του Θεού, μου επέτρεψε να δοκιμάσω. Τον αγώνα πού με περιμένει, ό Θεός τον είχε αποκαλύψει στον μεγάλο Γέροντα τον πατέρα Σεραφείμ τη νύχτα 3 με 4 Σεπτεμβρίου του 1832, όταν του φανέρωσε όλη τη ζωή μου. Τότε ό πατήρ Σεραφείμ, λαμβάνοντας αφορμή άπ’ αυτό το γεγονός, μου διηγήθηκε λεπτομερώς καί τον δικό του αγώνα πού εί­χε, όταν χίλιες καί μία μέρες καί χίλιες καί μία νύ­χτες στεκόταν πάνω σε βράχο καί προσευχόταν….
«Ποτέ δεν Θα πάψω να πιστεύω στο Ιερό Ευαγγέ­λιο του Χριστού καί σε όλα τα δόγματα, αλλά καί στην Ιερά Παράδοση…».
Για να μην αποσπάμε την προσοχή του αναγνώ­στη καί του ακροατή ας συνεχίσουμε την διήγηση μας. Όπως είπα, εκείνο τον καιρό, ήμουν απασχολη­μένος με την συγγραφή της εκτενής βιογραφίας του ά­γιου Μητροφάνη. Την δουλειά αυτή την έκανα μέσα σε ένα δωμάτιο στη μητρόπολη το όποιο προοριζόταν για την υποδοχή των αρχιερέων. Σήμερα στη θέση αύτου δωματίου υπάρχει ένα παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού καί ακριβώς στο μέρος οπού καθόμουν σήμε­ρα βρίσκεται μια εικόνα των δώδεκα εορτών. Όταν περιγράφοντας τα θαύματα του Αγίου έφτασα στο 48ο θαύμα του, πού είναι το θαύμα της θεραπείας μιας δαι­μονισμένης αριστοκράτισσας, ή οποία είχε δαιμόνιο σαράντα πέντε χρόνια, τότε αναρωτήθηκα: πώς είναι δυνατόν αυτή να είχε δαιμόνιο μέσα της σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια καί δεν το κατάλαβε ούτε ή ίδια ούτε κανείς άλλος άνθρωπος του περιβάλλοντος της; Καί πώς είναι δυνατόν σ’ έναν ορθόδοξο, ό όποιος τα­κτικά πηγαίνει στην εκκλησία καί κοινωνεί των Α­γίων Μυστηρίων να κατοικεί το δαιμόνιο καί να μην βγαίνει ούτε με την Θεία Κοινωνία; Τέτοιες σκέψεις είχα τότε (το 1832) όχι επειδή δεν πίστευα στην ύπαρ­ξη των πονηρών πνευμάτων, αλλιώς δαιμόνων ή πε­σμένων αγγέλων, καί την δυνατότητα να κατοικήσουν αυτοί μέσα στον άνθρωπο. Μάλλον το αντίθετο, καί τότε (το 1832) πίστευα καί σήμερα (το 1861) πιστεύω ακράδαντα καί ποτέ δεν θα πάψω να πιστεύω στο Ιερό Ευαγγέλιο του Χριστού καί σε όλα τα δόγματα, αλλά καί στην Ιερά Παράδοση και τους βίους των Αγίων της δικής μας Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού….

Λοιπόν, δεν είχα καμία αμφιβολία για την ύπαρξη των δαιμόνων καί την δυνατότητα της εγκατοίκησής τους μέσα στον άνθρωπο. Ήμουν όμως από την φύση μου πολύ περίεργος, γι’ αυτό καί ήθελα να μάθω καί να δοκιμάσω, σαν τον απόστολο Θωμά, ό ίδιος να αισθανθώ καί να καταλάβω πώς γίνεται αυτό το πράγμα στον άνθρωπο. Πώς μπορεί, σε ευνοϊκές θα έλεγα πνευματικές συνθήκες, σ’ έναν άνθρωπο προικισμένο με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος να κατοικήσει ό διάβολος; Αυτές τίς σκέψεις είχα μέσα μου την φοβερή εκείνη στιγμή, καί όχι μόνο από περιέργεια. Θα ήθελα μετά, αυτή την εμπειρία μου, να την μεταφέρω καί σε άλλους ανθρώπους, στους πιο άπιστους, πού αυτή ή απιστία τους,  τους οδηγεί στην απώλεια. Να τους πείσω ότι ό λόγος του Θεού, τον όποιο είπε το Πνεύμα του Θεού μέσα στο ιερό Ευαγγέλιο, είναι α­ληθής καί ότι πράγματι «ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου» από αυτή την Αγία καί Θεόπνευστη Γραφή «έως αν πάντα γένηται» (Μτ. 5, 18).
Θυμάμαι ότι καθόμουν, τότε, στον καναπέ σ’ εκεί­νο το δωμάτιο, πού είπα προηγουμένως, καί όταν οί σκέψεις μου αυτές στερεώθηκαν μέσα μου, τότε, με κα­τέλαβε ένας ασυνήθιστος καί ανέκφραστος τρόμος ώ­στε δεν μπορούσα να κρατήσω στο χέρι μου την πένα καί αυτή έπεσε κάτω. Υπάρχει καί μια απόδειξη γι’ αυτό, διότι ή εργασία μου, την οποία έχω καί σήμερα, όπως καί το αντίγραφο πού έκανα άπ’ αυτή την εργα­σία, τότε, όταν με συνέλαβαν, καί το όποιο σήμερα φυ­λάσσεται στο αρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών, σταματάνε στο σημείο πού περιγράφεται εκείνο το θαύμα της θεραπείας από τον άγιο Μητροφάνη εκείνης της δαιμονισμένης αριστοκράτισσας. Ό καθένας λοι­πόν μπορεί να την πάρει καί να βεβαιωθεί μόνος του….
«Ένας ανέκφραστος τρόμος παρέλυσε τίς δυνάμεις της ψυχής μου».
   Έτρεμα σύγκορμος από τον φόβο. Ένας ανέκ­φραστος τρόμος παρέλυσε τίς δυνάμεις της ψυχής μου. Ό ανθρώπινος λόγος είναι αδύνατον να περιγρά­ψει τον πόνο, την θλίψη καί την συντριβή πού κατέ­λαβε όλο το είναι μου, σαν να βυθίστηκε εκείνη τη στιγμή στην άβυσσο. Όσο καί αν προσπαθούσα με τα δάκρυα, την προσευχή καί το σημείο του Τιμίου Σταυρού, πού έκανα ασταμάτητα, να διώξω αύτη τη συμφορά πού με βρήκε, δεν το πέτυχα. Όταν έκαμνα επάνω μου το σημείο του Σταυρού αισθανόμουν μια α­νακούφιση αλλά μόλις σταματούσα, γιατί κουραζόταν το χέρι, οί δαίμονες με μεγαλύτερη δύναμη επιτίθονταν επάνω μου καί το αισθανόμουν καθαρά με μια πνευματική αίσθηση. Δεν μπόρεσα όχι μόνο να πάρω την πένα στο χέρι μου αλλά καί να διαβάσω ούτε μία φράση από το έγγραφο πού είχα μπροστά μου, το ό­ποιο αφορούσε τα άφθαρτα λείψανα του αγίου Μη­τροφάνη, γιατί οί λέξεις χόρευαν στα μάτια μου.
Βρισκόμενος σ’ αυτή την κατάσταση άκουσα ξαφνι­κά κάποιον απέξω να λέει την ευχή του Ιησού. Ήταν ό Σεβασμιότατος Επίσκοπος Αντώνιος. Είπα «αμήν» καί του άνοιξα την πόρτα. «τι έχετε, με ρώτησε αμέσως μό­λις με είδε, γιατί το πρόσωπο μου ήταν παραμορφωμένο από το φόβο καί το κορμί μου έτρεμε ολόκληρο.  τι έχε­τε, με ξαναρώτησε, σαν να μην με ακούτε;»
Τον πλησίασα καί πήρα άπ’ αυτόν ευλογία. Με δυσκολία μπόρεσα να του εξηγήσω τι μου συμβαίνει.
«Μη δίνετε σημασία σ’ όλα αυτά, είναι του διαβό­λου. Αυτός προσπαθεί να καταστρέψει το έργο σας γι’ αυτό καί σας φοβίζει. Ό Κύριος καί ή Παναγία θα σας βοηθήσουν, με τις πρεσβείες των αγίων Μητρο­φάνη καί Τύχωνα καί τις δικές μου ανάξιες ευχές, να ολοκληρώσετε το έργο σας για την δόξα του Θεού καί το καλό της Εκκλησίας Του. Τώρα όμως ας πάμε να φάμε μαζί».
Καί μετά το γεύμα, αντί να πάει να ξεκουραστεί, αυτός προσπάθησε να παρηγορήσει την ψυχή μου. Με λόγια γεμάτα πατρική αγάπη προσπαθούσε να με πείσει να μην φοβάμαι τίς επιθέσεις του Πονηρού. Έλεγε να μην επιτρέψω να ριζωθεί μέσα μου ή σκέψη ότι αυτός έχει αλλάξει την γνώμη του για μένα, γιατί με αγαπάει όπως καί πριν. Ότι δεν κάνει διπλωματία μαζί  μου όπως έλεγαν μερικοί, καί δεν έχει στο νου του να με εμποδίσει να στείλω την ακολουθία πού συ­νέγραψα για την δόξα του αγίου Μητροφάνη καί ότι όλα αυτά είναι μηχανορραφίες των έχθρων του Θεού. Κάθισε μαζί μου μέχρι αργά το βράδυ προσπαθώντας να παρηγορήσει την ψυχή μου πού είχε βυθιστεί στην απόγνωση καί να ανακουφίσει τον πόνο πού αισθανό­μουν σ’ όλο το σώμα μου. Εις μάτην όμως, τα λόγια παρηγοριάς δεν με βοηθούσαν καθόλου, όσο καί αν προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτός ό με­γάλος Αντώνιος με αγαπάει κατά Θεόν τώρα, όπως καί πριν, δεν μπόρεσα να το κάνω.
«Καί τι δεν κάνει ή πονηρία των ανθρώπων καί ή πανουργία του αντιπάλου για να βγάλει τον άνθρωπο από το σωστό δρόμο!».
  Όχι μόνο οί πονηροί λογισμοί μέσα μου με ενο­χλούσαν αλλά καί οί άνθρωποι από το περιβάλλον του επισκόπου σχεδόν κάθε μέρα μου έλεγαν ότι αυ­τός δεν είναι ειλικρινής άνθρωπος, ότι κάνει πολιτική καί ότι ποτέ δεν θα στείλει την ακολουθία πού έχω γράψει στον αυτοκράτορα. Καί τι δεν κάνει ή πονη­ριά των ανθρώπων καί ή πανουργία του αντιπάλου για να βγάλει τον άνθρωπο από το σωστό δρόμο! Καί ε­γώ, ποιος ήμουν εγώ; Στα είκοσι τρία μου χρόνια ή­μουν αφελής καί εύπιστος καί το παράδοξο είναι ότι καί σήμερα μετά δηλαδή από είκοσι εννέα χρόνια παραμένω ίδιος καί όλα τα δέχομαι με εμπιστοσύνη .
Δεν πέρασαν ούτε είκοσι μέρες, άπ’ εκείνο το γεγονός, όταν με κατέλαβε ένα καινούριο κύμα απελπισίας, ή πάλη, με μεγαλύτερη δύναμη, ξανάρχισε μέσα μου: ό γογγυσμός γιατί ό Σεβασμιότατος δεν στέλνει το έργο μου στον αυτοκράτορα, γιατί αργεί, γιατί μου στερεί καί τα αιώνια καί τα πρόσκαιρα αγαθά; Τότε με κατέλαβε ένας ανέκφραστος πόνος. Μετάνιωσα πού ήλθα στο Βορόνεζ. Γιατί δεν έμεινα στο Σάρωφ όταν ό πατήρ Σεραφείμ ό ίδιος ήθελε να με θεραπεύσει καί να φροντίσει για όλες τίς άλλες ανάγκες μου; Ξέ­χασα ότι μόνος μου συμφώνησα να έλθω εδώ καί ότι ό πατήρ Σεραφείμ πριν κάνει κάτι ζήτησε από τον Θεό να του αποκαλύψει τα σχετικά με μένα: να με θε­ραπεύσει δηλαδή ό ίδιος, όπως το έκανε στις 5 Σεπτεμβρίου 1831 ή να με στείλει στο Βορόνεζ;  Καί μό­νο, τότε, όταν ό Θεός του φανέρωσε όλη τη ζωή μου, αυτός μου πρότεινε να πάω στο Βορόνεζ. Όταν όμως ό νους του ανθρώπου σκοτίζεται από τίς επιθέσεις του αντιπάλου, τότε, ό οφθαλμός της ψυχής του κλείνει καί αυτή χάνει την ικανότητα της διάκρισης καί ό άν­θρωπος σαν να γίνεται εκτός εαυτού. Βρισκόμενος σ’ αυτή την θλιβερή κατάσταση κοινώνησα στις 27 ή 28 Δεκεμβρίου 1832 των Άχραντων καί Ζωοποιών Μυ­στηρίων του Κυρίου από τα ‘ίδια τα χέρια του Σεβασμιότατου Αντωνίου. Όμως αυτή ή μετάληψη των Ιε­ρών Μυστηρίων δεν ήταν εις αγιασμό καί ανακούφι­ση της ψυχής μου αλλά προς αύξηση των βασάνων μου.
Όταν πήγα να πάρω την Θεία Κοινωνία τα δόντια μου ξαφνικά σφίχτηκαν. Ό Σεβασμιότατος Αντώ­νιος, όταν το είδε, μου είπε: «Άνοιξε το στόμα». Αμέ­σως άνοιξα το στόμα καί δέχθηκα μέσα μου τα Ζωοποιά Μυστήρια του Κυρίου. Αντί όμως για γλυκύτητα ,την πνευματική χαρά καί την ανακούφιση πού πάντα αισθανόμουν, όταν κοινωνούσα των Άχραντων  Μυστηρίων  του Χριστού, αισθάνθηκα μέσα μου το πυρ τής κολάσεως. Δεν θυμάμαι πώς διάβασα τίς ευχές μετά την θεία Κοινωνία, πώς πήγα σπίτι, πώς ή­πια τσάι καί μετά έπεσα στο κρεβάτι να ξεκουραστώ. Ήμουν ράκος καί έμεινα στο κρεβάτι όλη εκείνη την ήμερα μέχρι το βράδυ….
Από τότε άρχισα κάθε μέρα να ενοχλώ τον Αρχιε­πίσκοπο Αντώνιο καί να του λέω ότι αν αυτός δεν θέ­λει να στείλει την ακολουθία του αγίου Μητροφάνη στον αυτοκράτορα, τότε, εγώ δεν θα μείνω στο Βορό­νεζ καί δεν θα συνεχίσω το έργο πού είχα αρχίσει να κάνω για την Εκκλησία…. Ό Σεβασμιότατος προσπά­θησε ξανά να με καθησυχάσει λέγοντας ότι οπωσδήπο­τε θα στείλει τη δουλειά μου στον Τσάρο καί ότι ή κα­τά Θεόν αγάπη του για μένα είναι ίδια, όπως καί πριν. Εγώ όμως με τίποτα δεν μπορούσα να παρηγορηθώ, γιατί ή ψυχή μου είχε απελπιστεί, καί τίποτα δεν μπο­ρούσε να με βοηθήσει να πάρω λίγο κουράγιο….
Εκείνη την εποχή είχα γράψει καί ένα μικρό ποί­ημα στο όποιο αποχαιρετούσα το Βορόνεζ, πού το α­ντίγραφο του πιθανόν καί σήμερα να υπάρχει στο αρ­χείο του Υπουργείου Εσωτερικών:
Στην πόλη του Βορόνεζ θαύματα πολλά,
Χαρές καί θλίψεις ή ψυχή μου είδε
Καί ήλθε τώρα ή στιγμή εμείς να χωριστούμε
Σου εύχομαι ειρήνη
Ξανά δεν θα συναντηθούμε, κ.τ.λ.
Αυτές  οί γραμμές εν μέρει εκφράζουν την στενο­χώρια πού είχα τότε. στις 2 Ιανουαρίου 1833 το βράδυ με  δάκρυα στα μάτια, διάβασα αυτό το ποίημα στον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο και μετά του είπα ότι δεν αντέχω άλλο, ότι δεν μπορώ άλλο να μείνω στο Βορόνεζ. Αν δεν πάω στον πατέρα Σεραφείμ θα πεθά­νω. Είπα πώς δεν νομίζω ότι ό Σεβασμιότατος θέλει μετά να δώσει λόγο για το θάνατο μου.
«Αυτός πού είδατε ήταν ό πατήρ Σεραφείμ καί το όνειρο αυτό αφορά αποκλειστικά έμενα».
-Γιατί το λέτε αυτό, είπε εκείνος, γιατί απελπίζε­στε, σας έχω πει ότι όχι μόνο δεν θα πεθάνετε αλλά ό άγιος Μητροφάνης θα σας δώσει όλα όσα χρειάζεστε καί πρόσκαιρα καί αιώνια αγαθά. Για ποιο λόγο να α­πελπίζεστε; Καί για ποιο λόγο να πάτε στο μοναστήρι του Σάρωφ στον πατέρα Σεραφείμ; Έχω ακούσει από έναν γαιοκτήμονα πού ζει στο Ταμπόβ ότι ό πατήρ Σεραφείμ πέθανε αυτές τις ήμερες.
-Αυτό δεν είναι αλήθεια, είπα εγώ, όχι, ό πατήρ Σεραφείμ ζει, δεν μπορεί να πεθάνει χωρίς να με δει, μου το έχει υποσχεθεί καί είναι πιστός στις υποσχέ­σεις του. Μου έδωσε εντολή εκ μέρους της Παναγίας να υπηρετώ την κοινότητα των παρθένων πού αυτός έ­χει ιδρύσει. Μιλήσαμε τότε στο περιβολάκι του στην πρασιά με πατάτα καί μου είπε ότι το επόμενο καλο­καίρι θα εργαστούμε εδώ μαζί. Πρέπει να τον δω καί να του μιλήσω, έχω πολλά να τον ρωτήσω. Είναι πραγματικός άγιος του Θεού καί ό λόγος του είναι α­λήθεια σαν τον λόγο του Θεού Παντοκράτορα. Όταν αυτός  μίλησε,  τότε,  μαζί μου  ήταν γεμάτος  Άγιο Πνεύμα καί τα λόγια του Αγίου Πνεύματος είναι αλη­θινά καί αμετάβλητα, όπως ό ίδιος ό Θεός. Όχι, Σεβασμιότατε, ψέματα σας είπε εκείνος ό γαιοκτήμονας, δεν πρέπει να πιστεύετε σ’ αυτά.
Ό Αρχιεπίσκοπος για λίγο παρέμεινε σιωπηλός καί μετά είπε:
-Σήμερα τα ξημερώματα, δύο ή τρεις την ώρα, εί­δα ένα όνειρο. Μετά ξύπνησα αλλά συνέχισα να βλέ­πω το όραμα καί σε εγρήγορση. Είδα λοιπόν ότι στη Λαύρα των σπηλαίων του Κιέβου αυτή τη νύχτα, στις 2 δηλαδή Ιανουαρίου 1833, πέθανε ένας καλόγηρος, μεγάλος στη ζωή σαν τον γέροντα Βασσιανό . Καί εί­δα αυτόν να εμφανίζεται μπροστά μου καί τα δάκρυα να τρέχουν, από τα μάτια του, σαν ποτάμι.
«Γιατί Γέροντα κλαις τόσο πικρά καί απαρηγόρη­τα; – τον ρώτησα. -Δεν υπάρχει λόγος να κλαις εσύ διότι ξέφυγες των βλαβερών δικτύων αυτού του κό­σμου, καί τώρα πορεύεσαι στην αιώνια καί άφθαρτη ζωή του μέλλοντα αιώνα, πού για σένα προετοιμάζει μόνο την μακαριότητα. Όποτε δεν υπάρχει για σένα λόγος να κλαις, αλλά πρέπει να χαίρεσαι πού αφήνεις αυτά τα πρόσκαιρα καί φθαρτά καί κληρονομείς τα αιώνια καί τα άφθαρτα».
«Δεν κλαίω για τον εαυτό μου τόσο πικρά καί α­παρηγόρητα, -μου απάντησε ό Γέροντας-, αλλά για την ανιψιά μου πού τώρα την φιλοξενείς στο σπίτι σου εδώ στο Βορόνεζ. Πονάει ή ψυχή μου καί θλίβε­ται ή καρδιά μου, καί κλαίω καί αναστενάζω διότι αυ­τή τέσσερις ή πέντε ημέρες πριν ήπιε δηλητήριο, εί­κοσι οχτώ ζολοτνίκ τέσσερα διάφορα δηλητήρια… καί τώρα είναι έτοιμη να πεθάνει. Της λένε: «πάρε το αντίδοτο», καί αυτή λέει: «δεν θέλω, θέλω να πεθάνω», καί δεν ξέρω πώς μέχρι τώρα είναι ζωντανή. Γι’ αυτό εγώ κλαίω καί ικετεύω τον Θεό να την σπλαχνιστεί καί να την διαφυλάξει, καί παρακαλώ καί εσάς, Σεβασμιότατε, να προσευχηθείτε γι’ αυτήν».
-Παράξενο όνειρο, μου είπε ό Σεβασμιότατος, όχι όνειρο αλλά μάλλον θα έλεγα οπτασία καί δεν ξέρω τι σημαίνουν όλα αυτά στην πραγματικότητα. Σαν να τον βλέπω, ακόμα καί να τον ακούω, αυτόν τον Γέροντα. Εγώ απάντησα στον Σεβασμιώτατο το έξης: -Αυτός πού είδατε ήταν ό πατήρ Σεραφείμ καί το όνειρο αυτό άφορα αποκλειστικά εμένα. Κανείς γέρο­ντας Βασσιανός δεν υπάρχει τώρα στο Κίεβο. Μου το είχατε πει καί μόνος σας, τότε, όταν μου μιλήσατε γι’ αυτόν. Το ότι λέτε την αλήθεια είμαι σίγουρος διότι σας πιστεύω σαν τον πατέρα Σεραφείμ. Γι’ αυτό καί ή­θελα να ρθώ στο Βορόνεζ, πιο πολύ για να δω καί να ακούσω έναν άγιο άνθρωπο, σαν τον πατέρα Σερα­φείμ, καί πραγματικά είδα ότι είστε ένας τέτοιος άν­θρωπος. Ξέρω ότι λέτε την αλήθεια γι’ αυτό καί νομί­ζω ότι πέθανε όχι κάποιος γέροντας στο Κίεβο αλλά πέθανε στο Σάρωφ ό ίδιος ό πατήρ Σεραφείμ καί κα­νείς άλλος. Ότι άφορα τον γέροντα Βασσιανό καί τον πατέρα Σεραφείμ εσείς ό ίδιος μου έχετε πει ότι αυτοί οι δύο βρίσκονται στο ίδιο πνευματικό επίπεδο. Καί ή ανιψιά του, πού φιλοξενείτε στο σπίτι σας, είναι ή δι­κή μου ψυχή. Αυτό, γιατί ό πατήρ Σεραφείμ, όταν άκουσε από μένα ότι ό δικός μου πατέρας έζησε δύο χρόνια στο μοναστήρι του Σάρωφ, οπού είχε διακονία να φτιάχνει τα πρόσφορα καί μετά παντρεύτηκε (σε εισαγωγικά θα πω ότι το έκανε με την ειδική εντολή του αγίου Νικολάου), μου είπε: «Γιατί ό πατέρας σας δεν έμεινε στο Σάρωφ; – μετά αυτός διέκοψε για λίγο τον λόγο του καί σιώπησε, μετά το πρόσωπο του έλαμψε με μια ασυνήθιστη λάμψη καί εκείνος είπε: -Δόξα τω Θεώ, παππούλη μου, καί χωρίς αυτό ό Κύ­ριος ό Θεός τον ευεργέτησε, ευεργέτησε πάρα πολύ, εμείς μ’ αυτόν είμαστε πνευματικά αδέλφια».
-Γι’ αυτό καί νομίζω ότι ό πατήρ Σεραφείμ λέγο­ντας ανιψιά εννοούσε την ψυχή μου. Το δηλητήριο πού πήρε ή ανιψιά είναι τα Αγια Μυστήρια του Κυ­ρίου πού μάλλον με έβλαψαν παρά καθάρισαν τίς α­μαρτίες μου διότι δεν τα έλαβα με καθαρή καρδιά, δεν εξομολογήθηκα, Σεβασμιότατε, ότι σας κατηγορούσα πού δεν στείλατε το έργο μου στον αυτοκράτορα καί ότι είμαι θυμωμένος μαζί σας. Φαίνεται πώς είχε δί­καιο ό πατήρ Σεραφείμ, όταν έλεγε: «Να μην λέτε, θε­οφιλέστατε, «ποιος είναι ό Σεραφείμ», γιατί αυτό εί­ναι βλασφημία κατά του Άγιου Πνεύματος, για την ο­ποία δεν υπάρχει συγχώρηση ούτε σ’ αυτό τον αιώνα ούτε στον μέλλοντα».
-Χωρίς να μετανοήσω, για την θανάσιμη αμαρτία καί χωρίς να την εξομολογηθώ, κοινώνησα των Ά­χραντων καί Ζωοποιών Μυστηρίων του Σώματος καί του Αίματος του Χριστού. Γι’ αυτό καί φοβάται για την ψυχή μου ό πατήρ Σεραφείμ να μην πεθάνει….
Συγχωρέστε με τον ταλαίπωρο, Σεβασμιότατε, χά­νεται ή ψυχή μου, χάνεται καί το σώμα μου, δεν μπο­ρώ άλλο να μείνω εδώ στο Βορόνεζ αλλά αφήστε με να πάω στον πατέρα μου, τον Γέροντα Σεραφείμ. Μό­νο αυτός, με την χάρη πού του έχει δοθεί, μπορεί να παρηγορήσει καί να ζωντανέψει την ψυχή μου πού εί­ναι νεκρή από την απελπισία καί τίς επιθέσεις των δαιμόνων. Αυτός μου έχει αποκαλύψει τα μυστικά της μέλλουσας ζωής καί πιστεύω ότι όλα οσα είπε θα πραγματοποιηθούν….
Συγχωρέστε με τον ανάξιο, Σεβασμιότατε, ξέρει ό Θεός ότι σας αγαπάω και δεν ήθελα να προσβάλω ε­σάς και το Άγιο Πνεύμα, όμως αμάρτησα χωρίς να το θέλω. Συγχωρέστε με, αλλά βλέπω ότι αντί για χαρές, τιμές καί δόξα καί σ’ αυτή την ζωή καί στην μέλλου­σα, πού μου είχατε υποσχεθεί, με περιμένουν στην γη μόνο οί θλίψεις καί τα παθήματα…. Καλύτερα να μην ερχόμουν εδώ στο Βορόνεζ. Ήλθα για θεραπεία καί φεύγω τώρα έχοντας στην ψυχή μου ένα τόσο ανυπό­φορο βάρος. Συγχωρέστε με καί να εύχεστε για μένα τον ταλαίπωρο να μην πεθάνει ή ψυχή μου για την μέλλουσα ζωή, διότι και για μένα ό Θεάνθρωπος Κύ­ριος Ιησούς Χριστός έχυσε το Τίμιο Αίμα Του»….
Ό Σεβασμιότατος Αντώνιος, αφού άκουσε όλα αυτά, μου είπε:
-Αν θέλετε ελάτε αργότερα για να τελειώσετε το έργο πού έχετε αρχίσει να κάνετε για την δόξα του Θεού. Ό Θεός να σας συγχωρέσει καί εσείς να συγ­χωρέσετε εμάς μήπως τυχόν, από ανθρώπινη αδυνα­μία, κάναμε κάτι πού να σας εμπόδιζε στο δρόμο της σωτηρίας σας. Να ξέρετε πάντως ότι όλοι εμείς εδώ στο Βορόνεζ, καί οί άγιοι Μητροφάνης καί Τυχών, ό­πως καί εγώ ό ανάξιος Αντώνιος, πάντα προσευχόμα­στε για σας. Να είστε σίγουρος ότι ό κόπος σας δεν χάθηκε καί θα αμειφθεί καί σ’ αύτη την ζωή καί στην μετά θάνατον..
Δεν θέλω να περιγράψω τα δάκρυα μου, πού έχυσα στον τάφο του πατρός Σεραφείμ, διότι, όταν εγώ έφτασα στο Σάρωφ, ήδη είχε αφήσει αυτή την ζωή, ούτε  την συζήτηση μου με τον ηγούμενο της Μονής του Σάρωφ πατέρα Νήφωνα… Ό π. Νήφων μου είχε πει, ότι γνωρίζει για την εντολή πού μου έδωσε ό πατήρ Σεραφείμ να φροντίζω την κοινότητα του Ντιβέγιεβο… Μου έδωσε, τότε, για ευλογία ό πατήρ Νήφων τον ξύλινο σταυρό πού τον έφτιαξε ό ίδιος ό πατήρ Σεραφείμ, όπως καί το Ευαγγέλιο με δερμάτινο δέσι­μο το όποιο ό πατήρ Σεραφείμ χρησιμοποιούσε τα τε­λευταία τρία χρόνια της ζωής του, την εικόνα της Πα­ναγίας πού λέγεται «Ζωοδότρια», την οποία του είχε δώσει, ως ευλογία, ή μητέρα του καί ένα παλιό βιβλίο πού λεγόταν «Πνευματικό αλφαβητάριο» στο όποιο τα πρώτα φύλλα είχαν χαθεί καί από το όποιο ό ίδιος ό πατήρ Σεραφείμ διδασκόταν την πνευματική ζωή.
Θα παραλείψω καί πολλά άλλα διότι είμαι της γνώμης ότι αυτά πρέπει να αποτελέσουν ένα ξεχωρι­στό καί αναλυτικότερο βιβλίο το όποιο να περιέχει το πληρέστερο βίο του μεγάλου αυτού Γέροντα, του πα­τρός Σεραφείμ. Καί δεν αρνούμαι να αναλάβω την σύ­νταξη αυτού του βιβλίου διότι είμαι ό μόνος πού κα­τέχω το κλειδί για όλα τα μυστήρια της πραγματικά θαυμαστής καί χαρισματικής ζωής του. Θα το κάνω, αν έχω την ευλογία του Θεού δια των πρεσβειών των τριών ιεραρχών του Βορόνεζ, δύο αναγνωρισμένων, του Μητροφάνη και του Τύχωνα δηλαδή, καί του Α­ντωνίου (πού αν καί δεν αναγνωρίστηκε ακόμα επίση­μα άγιος όμως είχε αποδείξει την αγιότητα του με το θαύμα πού έκανε σε μένα την 1 Οκτωβρίου του 1832).
Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να αναφερθώ, έστω καί περιληπτικά, σε μια πραγματικά χυδαία πράξη ε­ναντίον των Αγίων της πόλης Βορόνεζ καί των έργων του Θεού πού τελούνται σ’ αυτή την πόλη, εξαιτίας των οποίων με συνέλαβαν το έτος 1833 στην πόλη Κορσούν, καί στη συνέχεια με οδήγησαν στο Σιμπίρσκ οπού μου επέβαλαν τρίμηνο περιορισμό. Τότε την πρώτη κιόλας νύχτα της σύλληψης μου εγώ απέ­κτησα άσπρα μαλλιά, όλες οί τρίχες στο κεφάλι μου έγιναν άσπρες. Τίς έχω έτσι μέχρι σήμερα, δηλαδή εί­κοσι οχτώ ολόκληρα χρόνια, χωρίς να τα βάφω μαύ­ρα, για να έχω αυτά σαν θεοδώρητη μαρτυρία των πα­θών μου υπέρ του ιερού έργου του Θεού…, καί του Σεβασμιότατου αρχιεπισκόπου Αντωνίου για την θερα­πεία πού μου έκανε την πρώτη ημέρα του Οκτωβρίου του 1832, θεραπεύοντας με από τους φοβερούς πόνους πού για τέσσερις μήνες είχα στα χέρια, στα πόδια καί σ’ όλο γενικά το σώμα μου, καί εξαιτίας των οποίων παρέλυαν πολλές φορές τα χέρια καί τα πόδια μου.
Να λοιπόν πώς έγινε ή σύλληψη μου.
Ό κύριος Αλέξανδρος Ζαγκράσκι ό όποιος εκτε­λούσε, τότε, τα καθήκοντα του πολιτικού διοικητού της περιφέρειας Σιμπίρσκ τόλμησε, μετά από όσα του είχα διηγηθεί, να υποψιαστεί ότι στο Βορόνεζ υπό το πρόσχημα της προετοιμασίας για την ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του αγίου Μητροφάνη δρα μια μυ­στική οργάνωση πού ό σκοπός της είναι να περιορί­σει την εξουσία των Ρώσων αυτοκρατόρων καί να τους αναγκάσει να δώσουν στον λαό σύνταγμα. Με κατηγόρησε λοιπόν ότι είμαι μέλος αυτής της οργάνωσης, τα πρώτα πρόσωπα της οποίας, κατ’ αυτόν, ή­ταν ό Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος καί αλλά γνωστά πρόσωπα. Μ’ αυτή λοιπόν την κατηγο­ρία ό κύριος Ζαγκράσκι με συνέλαβε καί με έστειλε μέσω της Αγίας Πετρούπολης στο Σιμπίρσκ οπού με κράτησε υπό περιορισμό επί τρεις μήνες καί ελευθε­ρώθηκα χάρη στην ειδική παρέμβαση του Υπουργού της Δημόσιας Τάξης κυρίου Δημητρίου Μπλούντοβ…·
Είμαι τώρα πενήντα δύο ετών αλλά καί σ’ αυτή  την ηλικία ή ζωή είναι πολύτιμη. Σκεφτείτε τώρα πώς ήταν να την αφήσω τότε πού ήμουν είκοσι τέσσερα, έ­να παλικάρι γεμάτο δύναμη!….
Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό το γεγονός ήταν αποτέ­λεσμα της ενέργειας των πονηρών πνευμάτων, για την άλλη φοβερή επίθεση των εναντίον μου, για την ο­ποίαν θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω, καί αποτελεί θα έλεγα πρόλογο εκείνου του μεγάλου καί ιερού δρά­ματος των θείων παρεμβάσεων, πού ευδόκησε ό Θεός να ζήσω….
«Να έχετε πίστη σ’ αυτά πού σας λέω διότι είναι αλήθεια».
Δεν γράφω εδώ την ιστορία της ζωής μου αλλά α­ναφέρω περιληπτικά μόνο εκείνα τα γεγονότα τα ό­ποια, κατά την γνώμη μου, έχουν σχέση με το κύριο θέμα αυτής της επιστολής. Παραλείποντας πολλά άλ­λα θα πω ότι κατά την δεύτερη επίσκεψη μου στην πόλη Βορόνεζ, στον Σεβασμιώτατο Αντώνιο, φανερώ­θηκε ή Παναγία καί του είπε ότι κακώς με μάλωσε γι’ αυτό πού είπα πώς είμαι δούλος του πατρός Σεραφείμ. Καί συμπλήρωσε μάλιστα πώς είμαι δούλος καί δικός Της καί τον διέταξε να έχουμε πιο στενές σχέσεις μεταξύ μας διότι καί οί δύο μας  την υπηρετούμε καί βρισκόμαστε κάτω από την προστασία Της.
Καί ό άγιος Μητροφάνης τον διέταξε να μου πει για την αγιότητα καί την μεγαλοσύνη του πατρός Σεραφείμ το έξης:

.
«Πες στον Μοτοβίλωφ: για ποιο λόγο αυτοί πού γνώριζαν τον Σεραφείμ να ζητάνε βοήθεια από τον Μητροφάνη, ή μήπως δεν ξέρουν ότι ό Κύριος έδωσε στον Σεραφείμ ίδια με μένα χάρη; Έχεις εδώ «τα ορ­φανά» του πατρός Σεραφείμ. Αυτοί σου έχουν φέρει ένα κομμάτι από την πέτρα πάνω στην οποία ό Σερα­φείμ πολεμούσε κατά των δαιμόνων χίλιες καί μία ημέρες καί νύχτες καί τους νίκησε. Αυτό το γεγονός ο ίδιος, όταν ζούσε, το είχε διηγηθεί στον Μοτοβίλωφ με λεπτομέρειες. Πες του, λοιπόν, ότι για τους αγώνες
πού ό Σεραφείμ υπέμενε για τον Χριστό ή πέτρα αυτή έγινε θαυματουργή καί αυτοί πού θα πίνουν νερό πού
θα αγιάζουν μ’ αύτη την πέτρα θα θεραπεύονται από τις αρρώστιες τους καί όποιοι με πίστη κρατούν μι­κρά κομμάτια όπ’ αυτή θα σώζονται από τις ραδιουρ­
γίες των δαιμόνων…». Και μου έδωσε εντολή ό άγιος να γνωστοποιώ σε όλους αυτά τα λόγια καί να μοιρά­ζω στους ανθρώπους τα κομμάτια από την πέτρα του
πατρός Σεραφείμ, πράγμα το όποιο έκανα αρχίζοντας από το 1833 καί στο όποιο με ακολούθησαν όσοι τους διηγήθηκα αυτή την οπτασία…

Αφήνω κατά μέρος τα γεγονότα πού έχουν συμβεί κατά τη διάρκεια σχεδόν ενός χρόνου, μέχρι δηλαδή το φθινόπωρο του 1834 καί περνάω στην περιγραφή της πιο φοβερής επίθεσης πού έχω δεχθεί. Ήταν ή ε­πίθεση όχι των ανθρώπων πού τους παρακινούσαν οί δαίμονες, ανθρώπων πού ήταν όργανα των δαιμόνων, αλλά του Ίδιου του δαίμονα καί μάλιστα του πιο φοβερού άπ’ όλους του Αβαδδών, πού στα ελληνικά λέγε­ται Απολλύων (Άποκ. 9, 11) καί είναι δεύτερος μετά τον Αυγερινό, τον Εωσφόρο, ό όποιος είναι αρχηγός των αγγέλων πού εξέπεσαν.
Καί πρέπει εδώ να αναφέρω τα λόγια πού έλεγαν οί παλαιοί πνευματικοί συγγραφείς, όταν περιέγραφαν τα θαυμαστά γεγονότα: «Να έχετε πίστη, πατέρες καί αδελφοί, σ’ αυτά πού σας λέω διότι είναι αλήθεια». Το λέω γιατί σήμερα όταν ή ανθρώπινη σκέψη ακολουθεί λανθασμένο δρόμο, αν καί θεωρούν οί άνθρω­ποι τα έργα τους πρόοδο καί τα ονομάζουν πολιτισμό, ενώ στην πραγματικότητα απομακρύνονται από τον Χριστό, όλα αυτά θα θεωρηθούν ανόητα παραμύθια. Έμενα θα με πουν τρελό, φανατικό καί απατεώνα, θα με στολίσουν καί με διάφορα άλλα επίθετα, με τα ό­ποια οί άνθρωποι του κόσμου συνήθως βρίζουν τους ανθρώπους πού έχουν φόβο Θεού καί τηρούν τίς εντο­λές Του. Άλλα ότι καί να γίνει εγώ αφήνω τη ζωή μου στα χέρια του Θεού Παντοκράτορα, ό Όποιος με φύλαξε μέχρι σήμερα από τίς βλαβερές ενέργειες του δαίμονα Αβαδδών, πού σημαίνει Καταστροφέας. Ξα­ναλέω αυτό πού είχα πει στην αρχή, ότι δηλαδή ό λό­γος του Θεού είναι δυνατός καί δεν μπορεί κανείς να τον εμποδίσει να λέγεται ακόμη καί αν θα ήθελε να το κάνει παρά το θέλημα του Θεού.
Ακολούθησαν λοιπόν τα εξής γεγονότα.
Το φθινόπωρο του 1834, ενώ βρισκόμουν στο Βορόνεζ στη γιορτή της Αγίας Σκέπης, την ήμερα εκεί­νη είχε γίνει ή πρώτη μου θεραπεία καί πάντα την γιόρταζα, σκέφτηκα να πάω στο Κούρσκ, στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατρός Σεραφείμ, για να συγκεντρώ­σω από τους συγγενείς καί φίλους της οικογενείας του στοιχεία για τα παιδικά του χρόνια. Όπως επίσης και για να αγοράσω δύο χιλιάδες μηλιές, τίς όποιες ή­θελα να φυτέψω στο Ντιβέγιεβο κατ’ εντολή του πα­τρός Σεραφείμ.
Ό Σεβασμιότατος Αντώνιος, στον όποιο έλεγα τα πάντα, μου είπε το εξής, όταν του ομολόγησα αύτη την σκέψη μου: «Θα σας συμβούλευα να μην πάτε πουθενά, αλλά να μείνετε εδώ στο Βορόνεζ και να α­πολαύσετε τα αγαθά, πού είμαι σίγουρος ότι θα σας χαρίσει ό Κύριος, για όλα πού έχετε υποφέρει. Και ό­χι μόνο πρόσκαιρα αλλά και αιώνια αγαθά και θα τα λάβετε όλα εδώ στο Βορόνεζ. Μου φαίνεται ότι το τα­ξίδι στο Κούρσκ δεν θα σας ωφελήσει καί νομίζω ότι εδώ κρύβεται κάποια πονηριά των δαιμόνων. Γι’ αυτό θα σας έλεγα ή να μην πάτε καθόλου ή τουλάχιστον να το αναβάλετε για λίγο, μήπως ό Κύριος μας δείξει πιο φανερά ποιο είναι το θέλημα Του. Ή καρδιά μου λέει ότι δεν, θα σας ωφελήσει αυτό το ταξίδι».
«Δεν είχα δύναμη να υπομένω άλλο αυτά τα βάσανα».
Άλλα εγώ δεν τον άκουσα. Μάλλον το επέτρεψε ό Θεός να μην τον ακούσω. Δεν υπάκουσα στην συμ­βουλή, πού υπαγόρευε στον Σεβασμιώτατο ή αγάπη του για μένα, αλλά επιπόλαια ακολούθησα το θέλημα της καρδιάς μου, έχοντας την πεποίθηση ότι καί μό­νος μου είμαι ικανός καί μπορώ να καθορίζω ποιο δρόμο να ακολουθήσω στη ζωή μου καί να καταλα­βαίνω ποιο είναι το θέλημα του Θεού για μένα. Έτσι εγώ ξεκίνησα καί πήγα στο Κούρσκ. Στο δρόμο μου είχα πολλούς πειρασμούς. Δεν τα αναφέρω όλα εδώ, θα πω μόνο ότι πολλά από τα χαρίσματα πού είχα λά­βει από τον Θεό στο Βορόνεζ τα έχασα στο δρόμο. Παρόλο αυτά όμως με φύλαξε ο Θεός. Στο Κούρσκ σταμάτησα σε ένα ξενοδοχείο του Πολτοράτσκι και έμεινα Εκει μια βδομάδα. Εκει άρχισαν φανερά να μου επιτίθενται οι δαίμονες. Με περιγελούσαν και έλεγαν αυτός που έγραψε την ακολουθία για τον άγιο Μητροφάνη, άλλα ο Αντώνιος δεν την έστειλε στον αυτοκράτορα.  Αυτοί οι δαίμονες μου προκαλούσαν πόνο στα εσωτερικά μου όργανα. Μεταξύ τους μιλούσαν σλαβονικά και ο ένας είπε στον άλλον. «πες αδελφέ ποιο είναι το τέλος τέτοιων ανθρώπων;’ Και ο άλλος του έλεγε «Τέτοιο» και οι δυο μαζί άρχιζαν να κατασπαράζουν την σάρκα μου…
Συνέχεια έκανα επάνω μου το σημείο του Σταυρού άλλα γρήγορα το χέρι μου κουράζονταν και τότε οι δαίμονες με μεγαλύτερη δύναμη καί θράσος ρίχνονταν επάνω μου. Δεν είχα δύναμη να υπομένω α αυτά τα βάσανα. Δεν ξέρω πώς δεν έχασα τότε τα λογικά μου. Εκεί ένας κύριος με συμβούλεψε να πάω να  προσκυνήσω τα άγια λείψανα του αγίου επισκόπου Ίωάσαφ καί εγώ αντί να επιστρέψω γρήγορα  στο Βορόνεζ πήγα Στο Μπέλγκοροντ, όπου ήταν αυτά λείψανα. Μόλις έβαλαν πάνω Στο κεφάλι μου την κάρα  του αγίου Ίωάσαφ αισθάνθηκα τέτοια πίεση κεφάλι μου πού νόμιζα ότι θα σπάσει. Τα μάτια πετούσαν σπινθήρες καί νόμιζα ότι θα πεθάνω επί τόπου……..
«Δεν πολεμούσα πλέον με τα πάθη μου μόνο καί με τους ίδιους τους δαίμονες αυτοπροσώπως».
Επιτέλους ξεκίνησα καί πήγα Στο Βορόνεζ. ξέρω πώς δεν πέθανα Στο δρόμο, ό Θεός ξέρει.
Πάντως ό Κύριος με φύλαξε από την αμαρτία… Δεν πολεμούσα πλέον με τα πάθη μου μόνο αλλά και με τους ίδιους τους δαίμονες αυτοπροσώπως. Αυτοί άρχισαν κιόλας να μου μιλάνε. Μου έλεγαν: «Που πάς εσύ; Για ποιο λόγο να πάς στο Βορόνεζ; Να πάς στο Σιμπίρσκ, εκεί σε περιμένει ή Κάτια Γιαζίκοβα. Από τον Αντώνιο τι να περιμένεις, αυτός ακόμα καί την ακολουθία σου δεν μπόρεσε να την στείλει στον αυτοκράτορα. Τίποτα δεν θα πάρεις άπ’ αυτόν, αλλά θα χάσεις ακόμα καί αυτό πού έχεις. Ας τον, πήγαινε καλύ­τερα στο Σιμπίρσκ».
Όταν αποφάσισα, πάση θυσία, να πάω στο Βορό­νεζ, στον πνευματικό πατέρα μου καί ευεργέτη, να του ζητήσω συγχώρηση για την βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, τότε οί δαίμονες με τίς απαίσιες φωνές καί κραυγές ρίχτηκαν επάνω μου: «Δεν μας ακούς ανόητε! Θες να πάς στον Αντώνιο, να ξέρεις ότι θα σου πάρει την Κάτια σου». «Όχι, τους έλεγα, δεν θα μου την πάρει, γιατί ό Θεός είχε υποσχεθεί να μου την δώσει». «Σου έχει υποσχεθεί; Θα δούμε πώς θα την πάρεις. Θα δεις ότι θα σου την πάρει ό Αντώνιος. Σου λέμε, άκουσε μας – να πάς στο Σιμπίρσκ, ή Κά­τια θα είναι δική σου καί θα απολαύσεις όλα τα αγα­θά της γης».
«Όχι, – τους έλεγα κάνοντας επάνω μου το ση­μείο του Σταυρού, – ότι καί να μου κάνετε εγώ πάω κατευθείαν στο Βορόνεζ καί πουθενά άλλου».
«Αυτά λες, χαζέ, – φώναξαν όλοι τους ταυτόχρο­να, – θα δεις τι θα σου κάνουμε».
«Αυτό μόνο ό Θεός μπορεί να διορθώσει… Τουλά­χιστον να μην παραδίδεστε στην απόγνωση».
Ένα φοβερό καί ψυχρό μαύρο σύννεφο μπήκε μέ­σα στην αμαξά. Τα χέρια μου έπεσαν κάτω, δεν μπορούσα πια να τα σηκώσω για να κάνω το σημείο του Σταυρού, τα πόδια μου τεντώθηκαν, το στόμα άνοιξε παρά την θέληση μου, σαν να το άνοιγε κάποιος από μέσα. Το στόμα μου ήταν ορθάνοιχτο. Τότε εκείνο το μαύρο καί δύσοσμο σύννεφο άρχισε να μπαίνει μέσα μου, στο στόμα, στο λάρυγγα, στα σπλάγχνα. Όταν μπήκε μέσα μου ολόκληρο, τότε το στόμα έκλεισε μό­νο του. Μέσα σε μια στιγμή μία πυρακτωμένη μάζα ανέβηκε από τα νεφρά, μέσω σπονδυλικής στήλης στον εγκέφαλο, μετά γέμισε όλο το σώμα μου δη­μιουργώντας ανυπόφορη πίεση στα άκρα.
Όταν έφτασα στο Βορόνεζ πήγα αμέσως στον Σεβασμιώτατο Αντώνιο. Εκείνος βλέποντας την κατά­σταση μου κατάλαβε με το πνευματικό του αισθητή­ριο την συμφορά πού με βρήκε. Δάκρυσε καί μου εί­πε: «Να σας ελεήσει ό Θεός».
-Αμάρτησα ενώπιον του Θεού καί ενώπιον σας, Σεβασμιότατε, του είπα. Δεν άκουσα την πατρική σας συμβουλή καί πήγα στο Κούρσκ.
-τι να κάνουμε, μου είπε εκείνος, αυτό μόνο ό Θε­ός μπορεί να διορθώσει. Καί όχι μόνο να διορθώσει αλλά και να σας γεμίσει με την χάρη του, ή οποία αναπληροί τα υστερήματα. Τουλάχιστον να μην παραδίδε­στε στην απόγνωση. Ό Πέτρος καί ό Ιούδας καί οί δύο τους ήταν Απόστολοι, καί οί δύο τους αξιώθηκαν των αυτών χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, καί οί δύο τους αμάρτησαν με την ίδια αμαρτία. Οί Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας δεν βλέπουν διαφορά στην αμαρτία του ενός καί του άλλου. Όπως ό ένας μπόρεσε να χαθεί, το ίδιο καί ό άλλος. Καί όπως ό ένας μπόρε­σε να σωθεί το ίδιο καί ό άλλος. Άλλα ό ένας πήγε καί κρεμάστηκε, αν καί τον παρακαλούσε ό Κύριος να μην το κάνει, να μην απελπίζεται. Του έλεγε ότι τον συγχω­ρεί, ότι θα τον κάνει πρώτο των αποστόλων. Άλλα ε­κείνος παραδόθηκε στην πλήρη απελπισία και γι’ αυτό και χάθηκε. Διότι πίστεψε ότι ή αμαρτία του είναι τόσο μεγάλη πού δεν μπορεί να συγχωρεθεί.
«Ή απελπισία είναι βλασφημία κατά του Άγίου Πνεύματος».
Αυτή είναι ή αιτία πού χάθηκε ό Ιούδας, γι’ αυτό ή απελπισία είναι ή πιο βαριά αμαρτία άπ’ όλες τίς α­μαρτίες πού υπάρχουν στον κόσμο. Διότι απελπισία σημαίνει αναίρεση της παντοδύναμης χάρης του Θεού πού μας δόθηκε εξαιτίας των σεπτών Παθών, του Θα­νάτου καί της Αναστάσεως του Χριστού. Είναι βλα­σφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, διότι αν ό Χρι­στός σήκωσε τίς αμαρτίες όλου του κόσμου, είναι δυνατόν να μην σηκώσει και τίς δικές μας; Να μην καθαρίσει με το Πανάγιο καί Ζωοποιό Αίμα Του τίς δικές μας αμαρτίες; Να μην θεραπεύσει τίς πνευματικές και τίς σωματικές μας πληγές, με το Θεανθρώπινο Σώμα Του; Γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να απελπισθεί ό Ιού­δας, θα μπορούσε καί εκείνος να σωθεί. αφού ένας άλλος Απόστολος, ό Πέτρος, πού αμάρτησε με ίδια μ’ εκείνον αμαρτία, δεν απελπίστηκε αλλά «εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς» (Μτ. 26, 75). Καί τον συγχώρησε ό Κύριος και οί άγγελοι είπαν στις μυροφόρες γυναίκες «υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού καί τω Πέτρω» (Μκ. 16, 7). Καί αυτός είναι ένας από τους δύο πρωτο- κορυφαίους Αποστόλους για την ακράδαντη πίστη του οποίου ό Κύριος είπε: «Σύ ει Πέτρος, καί επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την έκκλησίαν, καί πύλαι αδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Μτ. 16, 18).
Τέτοια ελπίδα πρέπει να έχουμε καί εμείς για να μπορέσει ό Κύριος να πει μυστικά στην καρδιά μας: «είσαι ό Πέτρος», δηλαδή δυνατός σαν την πέτρα, «καί πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκ­κλησία μου» μέσα σου, και «οί δυνάμεις του άδη», οί διάφορες επιθέσεις του πονηρού, «δεν θα την καταλά­βουν». «Καί θα κατοικήσω στην Εκκλησία αυτή», στη σκηνή του σώματος σου, «καί θα είμαι ό Θεός σου καί εσύ ό εκλεκτός μου». «Ημέρας ό ήλιος ου συγκαύσει σε, ουδέ ή σελήνη την νύκτα. Κύριος φυλάξει σε από παντός κάκου, φυλάξει την ψυχή ν σου ό Κύριος. Κύ­ριος φυλάξει την εισοδον σου, καί την εξοδόν σου, α­πό του νυν καί έως του αιώνος» (Ψαλ. 120, 6-8).
Τέτοια, λοιπόν, ελπίδα πρέπει να έχουμε καί με φόβο Θεού να επιδιώκουμε την σωτηρία μας. Διότι «ούτως λέγει Κύριος καιρώ δεκτώ έπήκουσά σου καί εν ήμερα σωτηρίας εβοήθησά σοι» (Ήσ. 49, 8). «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β’Κορ. 6, 2), καί ό Κύριος λέει: «επικάλεσαί με εν ή­μερα θλίψεώς σου, καί εξελούμαί σε καί δοξάσεις με» (Ψαλ. 49, 15). Με τέτοια καί παρόμοια λόγια ό καλός Επίσκοπος Αντώνιος προσπαθούσε να με παρηγορή­σει. Όταν τελείωσε ή συζήτηση μας με άφησε να πάω στο δωμάτιο μου.
«Αυτά πού έχεις εσύ μέσα σον όλα προέρχονται από το πνεύμα της κακίας».
Αύτη την πρώτη νύχτα, μετά την επιστροφή μου από το Κούρσκ, 18 με 19 Οκτωβρίου του 1834, είδα πρώτη φορά τον άγιο Μητροφάνη, ό όποιος μου πα­ρουσιάστηκε στον ύπνο με μια πολύ μεγάλη αλυσίδα καί ένα τεράστιο λουκέτο στα χέρια του καί μου είπε: «Υπάρχει ή σοφία ή άνωθεν κατερχόμενη, αλλά εκεί­νη ή σοφία είναι διαφορετική είναι αγνή, ειρηνική, επιεικής, γεμάτη ευσπλαχνία καί καλά έργα (βλ. Ίακ. 3, 15-17). Αυτά όμως πού έχεις εσύ μέσα σου όλα προ­έρχονται από το πνεύμα της κακίας».
Εγώ από τα δώδεκα μου χρόνια βρισκόμουν στον κύκλο των Ρώσων Αρχιερέων καί γνώριζα τόσο καλά όλη τη Βίβλο πού σχεδόν την ήξερα απέξω καί έλεγα ολόκληρα κομμάτια από στήθους.
Το λέω εδώ για να γίνει κατανοητό τι εννοούσε ό άγιος Μητροφάνης όταν έλεγε: «Αυτά πού έχεις εσύ μέσα σου όλα προέρχονται από το πνεύμα της κα­κίας». Διότι υπήρχαν καί μερικά πού προέρχονταν α­πό τον Θεό, τα όποια «τα μερικά» τα φανέρωσε ό ά­γιος Μητροφάνης στον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο. Ε­κείνη, λοιπόν, την πρώτη φορά μου είπε ό άγιος Μη­τροφάνης το έξης:
«Δες, ό πολέμιος, ό διάβολος, είναι μέσα σου σαν βράχος, καί δες πόσο ανθρώπινο πνεύμα έμεινε μέσα σου». Έδειξε την προεξοχή του λάρυγγα στον λαιμό, πού οί άνθρωποι το ονομάζουν καρύδι, καί δεν ξέρω με ποιόν τρόπο, αλλά είδα αυτό το καρύδι άσπρο ενώ όλο το υπόλοιπο σώμα μου ήταν μαύρο σαν κάρβου­νο. Μετά ό άγιος Μητροφάνης μου είπε: «’Αλλά εγώ θα σε βοηθήσω». Πήρε καί στα δύο του χέρια την α­λυσίδα καί την έβαλε στα χέρια καί στα πόδια μου, δένοντας μ’ αυτό τον τρόπο το πνεύμα της κακίας, το όποιο, όπως είπα προηγουμένως, είχε μπει μέσα μου σαν ένα σκοτεινό σύννεφο. Την αλυσίδα αυτή την ασφάλισε με το λουκέτο, το όποιο έβαλε στην γλώσσα μου. Πήρε το κλειδί καί μου είπε: «Τον έδεσα τώρα για να μην σε καταστρέψει καί το κλειδί προς το πα­ρόν θα το έχω εγώ». Με ευλόγησε, κάνοντας το ση­μείο του Σταυρού, καί μετά χάθηκε από μπροστά μου.
«Καί εσείς μην απελπίζεστε αλλά να ευχαριστείτε τον Θεό».
Το πρωί της επόμενης μέρας, όταν ξύπνησα, πήγα στον Επίσκοπο Αντώνιο καί ό όποιος με υποδέχθηκε με τα εξής λόγια: «Αυτή τη νύχτα με επισκέφθηκε ό άγιος Μητροφάνης καί μου είπε ότι αυτή τη νύχτα έ­δεσε με αλυσίδες τον μεγάλο εχθρό της Εκκλησίας, τον κλείδωσε καί πήρε το κλειδί».
Εγώ είπα ότι έμενα έδεσε με αλυσίδες ό άγιος Μητροφάνης. «όχι, είπε ό Επίσκοπος Αντώνιος, καί σαν να μην απαντούσε σε μένα αλλά στο δαιμόνιο πού μπήκε μέσα μου. όχι, ό Νικολάι Άλεξάνδροβιτς Μοτοβίλωφ είναι τέκνο της Εκκλησίας του Θεού καί υπηρέτης της Παναγίας, γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να τον δένουμε με αλυσίδες, αλλά εσένα, καταραμένε, πραγματικά σε έδεσε ό άγιος Μητροφάνης, για να μην βλάπτεις τον δούλο του Θεού Νικόλαο. Καί ε­σείς, είπε απευθυνόμενος σε μένα ό Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος, μην απελπίζεστε αλλά να ευχαριστείτε τον Θεό, ό Όποιος αν καί σας επισκέφθηκε με τέτοια θλί­ψη, επιτρέποντας στον εχθρό να σας πειράξει μ’ αυτό τον τρόπο, όμως ό νους σας έμεινε καθαρός καί δεν ά­φησε ό Κύριος τον πονηρό να κυριαρχήσει στην μνήμη καί την θέληση σας».
Εγώ βλέποντας την κατάσταση μου σκεφτόμουν το εξής: «Γιατί ό Κύριος, παρά την αγάπη μου για τον Αρχιεπίσκοπο, επέτρεψε στον εχθρό να με κυριέ­ψει; Γιατί επέτρεψε να κυριέψει ό διάβολος τον άν­θρωπο Του, τον άνθρωπο ό όποιος με όλες τίς δυνά­μεις της ψυχής του καί του πνεύματος του δεν επιθυ­μούσε τίποτα εκτός από τον Κύριο; Αν καί αγαπούσα με πόθο την Γιαζίκοβα, καί ήθελα μόνο αυτή να έχω για γυναίκα, επειδή μου την είχε υποσχεθεί ό Κύριος, για να μην βλασφημείται το όνομα Του. Αισθανόμουν φοβερό πόνο, όχι σωματικό αλλά πνευματικό. Όμως εκείνο το μέρος της λογικής πού δεν είχε σκοτιστεί α­πό την επήρεια του δαίμονα μου έλεγε: «τι να κάνουμε, άπ’ ότι φαίνεται ό Θεός θέλει να υποφέρω όλη τη ζωή μου αρχίζοντας από την πρώτη κιόλας ημέρα. Να καί ό εκλεκτός του Θεού, ό προφήτης Δαβίδ, κεχρισμένος βασιλιάς καί ό πιο αγαπητός στον λαό του Θε­ού, και αυτός έβγαζε αφρό από το στόμα του καί έκα­νε τον τρελό για να ξεφύγει από τα χέρια των έχθρων του. Εκείνος ήταν δίκαιος ενώ εγώ είμαι αμαρτωλός καί δίκαια υποφέρω για τίς αμαρτίες μου. Αν καί ό ε­χθρός ό διάβολος είναι μέσα μου, σαν βράχος, μου αρκεί ό Κύριος ό Θεός να μην με αφήσει με την χάρη Του. Ό πολέμιος δεν μπορεί να νικήσει την δύναμη του Χριστου καί ό αληθινός Λίθος, ό Θεάνθρωπος Ιησούς, αν θελήσει, μπορεί με την παντοδυναμία Του να κάνει ψιλή άμμο αυτή την πέτρα, τον θεομάχο διάβο­λο, καί να καταστρέψει όλες τίς παγίδες του και τίς ε­πιθέσεις του εναντίον μου, καί κάποτε θα μου χαρίσει την ολοκληρωτική νίκη επί του διαβόλου, όπως την χάρισε στον πατέρα Σεραφείμ με τις πρεσβείες της Θεοτόκου. Ίσως γι’ αυτό ό πατήρ Σεραφείμ μου έλεγε για την πάλη καί την νίκη του κατά του διαβόλου, ε­πειδή γνώριζε ότι καί εμένα με περιμένει ίδιος αγώ­νας». Τέτοιου είδους σκέψεις έχυναν λίγο φως καί έδι­ναν λίγη ανακούφιση στην πονεμένη ψυχή μου. Ήταν όμως όχι το τέλος αλλά ή αρχή των απερίγρα­πτων βασάνων μου.
«Ταυτόχρονα με το Άγιο Πνεύμα πού τον επισκία­σε επέτρεψε ό Θεός καί μπήκε μέσα του ό διάβολος».
   Ό Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος με παρηγόρησε με μια πνευματική συνομιλία καί, μεταξύ των άλλων, μου είπε καί κάτι για τον άγιο Μητροφά­νη. Όταν στο νου του παρουσιάστηκε ή σκέψη ποιος αμάρτησε, ό Μοτοβίλωφ ή οί γονείς του καί υποφέρει τόσο πολύ, τότε ό άγιος Μητροφάνης του έδωσε την έξης απάντηση: «Μήπως ξέχασες τον λόγο του Ευαγ­γελίου, τι είπε ό Κύριος σε παρόμοια περίπτωση, όταν οί μαθητές ρώτησαν τον Θεάνθρωπο Ιησού για τον εκ γενετής τυφλό ποιος αμάρτησε, αυτός ή οί γο­νείς του; Καί ό Μοτοβίλωφ, αν καί δεν είναι εκ γενε­τής τυφλός όμως υποφέρει αρχίζοντας από την βάπτι­ση του. Καί γι’ αυτόν δηλαδή καί για τον εκ γενετής τυφλό ό Κύριος λέει: «ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γο­νείς αυτού, άλλ’ ίνα φανερωθη τα έργα του Θεού εν αύτω» (Ίω. 9, 3). Οί γονείς του Μοτοβίλωφ ήταν κα­λοί χριστιανοί καί πιστοί στον Θεό. Καί ό Μοτοβί­λωφ είναι το παιδί πού ό Θεός τους είχε υποσχεθεί. Μέχρι την βάπτιση του δεν θα μπορούσε να παροργίσει τον Θεό. Όμως του δόθηκε να υποφέρει αρχίζο­ντας κιόλας από την βάπτιση του, καί σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου, «ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά καί το υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλιπ. 1, 29). Καί αυτό όχι για να χαθεί μέσα στην απαρηγόρη­τη θλίψη του, αλλά για να φανερωθεί ή δύναμη του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Αυτή είναι ή θαυμαστή πρόνοια του Θεού, ό Όποιος του επέτρεψε να δοκιμάσει όλα αυτά.
Ρώτησε τον για την γέννηση και την βάπτιση του, πότε καί με ποιο τρόπο του δόθηκε το όνομα. Καί αυ­τός θα σου πει ότι το όνομα του το έδωσε ό άγιος Νι­κόλαος όχι μόνο πριν γεννηθεί αυτός αλλά καί πριν ακόμα παντρευτούν οί γονείς του. Θα σου πει επίσης ότι όταν γινόταν ή βάπτιση αυτός φώναξε πάρα πολύ δυνατά καί μέσα σε μια στιγμή οί τρίχες των μαλλιών του από μαύρες έγιναν λευκές. Τότε όλοι νόμιζαν ότι το παιδί φώναξε επειδή το νερό στην κολυμβήθρα ή­ταν κρύο. Όμως ή αιτία ήταν ότι ταυτόχρονα με το Άγιο Πνεύμα πού τον επισκίασε επέτρεψε ό Θεός καί μπήκε μέσα του ό διάβολος καί του προκάλεσε φοβε­ρό σωματικό πόνο, γι’ αυτό καί το παιδί φώναξε. Θα σου πει επίσης ότι τον πρώτο χρόνο της ζωής του υ­πέφερε από φοβερό πόνο. Οι γιατροί έλεγαν ότι έχει πέτρες στα εσωτερικά του όργανα γι’ αυτό καί πονάει. Όμως τον πόνο του τον προκαλούσε ό δαίμονας πού υπήρχε μέσα του.
Ρώτησε τον τι παράξενα πράγματα συνέβησαν σ’ αυτόν όταν ήταν παιδί. Πώς έπεφτε στην πλάτη, τα πόδια του κολλούσαν στο κεφάλι καί αυτός άρχιζε να περιστρέφεται σαν σβούρα. Δεν το έκανε από μόνος του αλλά το έκανε μια ξένη δύναμη. Σου λέω ότι έτσι ενεργούσε μέσα του ό διάβολος, καί όταν τελείωνε τη δουλειά του, το παιδί ερχόταν σε κανονική κατάστα­ση. Χτυπούσε πάρα πολύ δυνατά τα πόδια καί τα χέ­ρια του στο πάτωμα, γι’ αυτό οί γονείς του από φόβο να μην τραυματιστεί είχαν πολλά μαξιλάρια στο δω­μάτιο πού ήταν το παιδί. Μέχρι τα τρία του χρόνια αυτός δεν μπορούσε να κοιμάται τη νύχτα. ‘Αγρυπνούσε μόνος του στο δωμάτιο του καί ή μόνη παρηγοριά του ήταν τα αστέρια στον ουρανό. Ό ύπνος τον έ­παιρνε μόνο το πρωί. Αυτά καί διάφορα αλλά παράξενα πράγματα γίνονταν μαζί του καί ή αιτία όλων αυ­τών ήταν ό δαίμονας πού ενεργούσε μέσα του. Για να μην τον καταστρέψει τελείως ό διάβολος του δόθηκε ή χάρη του Θεού καί αξιώθηκε αυτός να δει πολλά α­ληθινά οράματα καί γνώρισε πολλές αποκαλύψεις. Γι’ αυτό τον λόγο έκανε ό Θεός να γνωριστεί αυτός με τον μεγάλο Γέροντα Σεραφείμ καί με σένα. Καί τώρα έβαλε εμάς για να τον προστατέψουμε από τίς ενέρ­γειες του μισάνθρωπου διαβόλου. Αν καί επέτρεψε ή πρόνοια του Θεού να κατοικήσει μέσα του ό διάβολος την στιγμή κιόλας πού γινόταν ή βάπτιση, όμως όχι για να τον τιμωρήσει αλλά για κάποιον λόγο πού γνω­ρίζει μόνο Αυτός, τον όποιο θα αποκαλύψει όταν θε­λήσει Εκείνος καί όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου».
Μετά ό άγιος Μητροφάνης έδωσε εντολή στον Ε­πίσκοπο Αντώνιο να με διαβάζει, πράγμα πού αυτός ανέθεσε στον πνευματικό του, τον πατέρα Βαρλαάμ. ‘Αλλά πρώτ’ άπ’ όλα μου είπαν να κάνω αγιασμό καί να διαβάσω παράκληση στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Παρακάλεσε να το κάνει ό εφημέριος του ναού των Α­γίων Αρχαγγέλων. Καί όταν τελειώσαμε την παρά­κληση καί τον αγιασμό ό δαίμονας άρχισε τόσο πολύ να με καίει πού στην επιδερμίδα μου άρχισε να εμφα­νίζεται ή καπνιά, ώστε αναγκαζόμουν να αλλάζω συχνά, επειδή τα ρούχα μου γρήγορα γίνονταν μαύρα. Ή καπνιά έβγαινε μαζί με τον ίδρωτα γι’ αυτό έπρεπε πολλές φορές την ημέρα να πλένω το πρόσωπο μου γιατί αλλιώς γινόμουν σαν Αιθίοπας.
«Αυτά πού έτρωγα και έπινα χάνονταν μέσα μου σαν μέσα στην άβυσσο καί αισθανόμουν νηστικός».
Δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψω καί δεν μπορεί να φανταστεί ό νους του ανθρώπου τα βάσανα πού υ­πέφερα, πού ήταν σαν τα αιώνια βάσανα. Αυτά κράτη­σαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες, καί δεν θα τα άντεχα αν δεν μου έδινε δύναμη ό Θεός. Όλα αυτά τα τρία εικοσιτετράωρα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Έπρεπε να τρώω καί να πίνω λόγω της αδυναμίας της ανθρώ­πινης φύσης πού δεν μπορεί να ζει χωρίς τροφή καί νερό. Όμως αυτά πού έτρωγα καί έπινα χάνονταν μέ­σα μου σαν μέσα στην άβυσσο καί αισθανόμουν νη­στικός. Καί όλο αυτό τον καιρό κάποιος αόρατος αλ­λά καλός καί πολύ συμπαθητικός μου μιλούσε με τρυ­φερή καί ήρεμη φωνή. Καί τώρα πού γράφω αυτά, στις 12 Αυγούστου του 1861, την παραμονή της ανακομιδής των τιμίων λειψάνων του αγίου Τύχωνα του Ζαντόνσκ, μου φαίνεται πώς ήταν ή φωνή του μεγά­λου Γέροντα πατρός Σεραφείμ, ό όποιος συχνά εμφα­νιζόταν στον Επίσκοπο Αντώνιο για να τον καθοδη­γεί, γιατί άπ’ ότι γνωρίζουμε καί από τους βίους των Αγίων ότι καί παρά την αγιότητα πού έχει ό άνθρω­πος, καί την οποία αναμφίβολα είχε ό Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος, κάποια πράγματα θα μπο­ρούσαν να του ξεφύγουν, γιατί μόνο ό Θεός είναι Τέ­λειος καί πραγματικά Άγιος….
«Όχι μόνο από λύπη καί ντροπή για τίς αμαρ­τίες τους θα υποφέρουν οί αμαρτωλοί αλλά καί από πραγματικούς σωματικούς πόνους».
Αυτά θα είναι τα βάσανα πού θα προκαλεί ή άσβεστη φλόγα της κολάσεως ή οποία θα καίει τους α­μαρτωλούς χωρίς οί ίδιοι να καίγονται. Άπ’ αυτή την φλόγα υπέφερε ό πλούσιος καί αυτή του προκα­λούσε δίψα πού δεν μπορούσε να ικανοποιήσει, γι’ αυτό καί παρακαλούσε τον φτωχό Λάζαρο, πού στην γήινη ζωή του ήταν φτωχός, όμως στη ζωή του μέλ­λοντος αιώνα ήταν πλούσιος καί αναπαυόταν στους κόλπους του Αβραάμ. Τον παρακαλούσε ό πλούσιος να του δώσει έστω καί μία σταγόνα νερό να δροσι­στεί, αλλά αυτό ήταν αδύνατον διότι όταν ζούσε στη γη δεν φρόντισε να τηρήσει τίς εντολές του Κυρίου καί να φυλάξει το νόμο του Θεού. αφού δεν το έκανε σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, γι’ αυτό και στερήθηκε των αγαθών της ζωής του μέλλοντα αιώνα. Εδώ στη γη σπέρνουμε καλό και κακό, ενώ εκεί θα είναι ό καιρός να μαζέψουμε τους καρπούς, καί ό καθένας θα λάβει αυτά πού του αξίζουν. Τώρα ό Θεός μου δίνει να δοκιμάσω τι στην πραγματικότητα θα είναι ή φλό­γα της κολάσεως. Εγώ, άνθρωπος πού έχει πτυχίο πανεπιστημίου, πρέπει να το δοκιμάσω στον εαυτό μου για να πω κάποτε στους συναδέλφους μου τους ε­πιστήμονες, ιδίως σ’ αυτούς πού σπουδάζουν σε θεο­λογικές σχολές καί ετοιμάζονται να γίνουν κληρικοί, αρχιμανδρίτες καί ιεράρχες, να τους πω, ότι τα βάσα­να πού θα προκαλεί ή φλόγα της κολάσεως δεν θα εί­ναι μόνο βάσανα συνειδήσεως. Όχι μόνο από λύπη καί ντροπή για τίς αμαρτίες τους θα υποφέρουν οί αμαρτωλοί αλλά καί από πραγματικούς σωματικούς πόνους. Διότι κατά την ανάσταση μας από τους νε­κρούς εμείς θα λάβουμε την ίδια σάρκα πού έχουμε καί τώρα, πού λάβαμε από την μητέρα μας καί τον πατέρα μας….
«Μέσα μου φλεγόταν ή φλόγα της κολάσεως αλλά εγώ δεν καιγόμουν». «όλα αυτά σας τα έδωσε ό Θεός για να τα κάνετε φανερά σ’ όλο τον κόσμο».
Ψέμα λένε οί νέοι θεολόγοι ότι δεν θα αναστηθού­με με την ίδια σάρκα, καί μ’ αυτά πού λένε καταστρέ­φουν τους ανθρώπους πού δεν είναι σταθεροί στην πί­στη. Καί αν αυτοί οί θεολόγοι δεν μετανοήσουν δημό­σια για να διορθωθούν καί να επιστρέψουν στην αλη­θινή πίστη καί οί άνθρωποι τους όποιους αυτοί έχουν αποπλανήσει, τότε, οί ίδιοι αυτοί οί θεολόγοι θα δοκι­μάσουν ίδια με τα δικά μου ή καί χειρότερα βάσανα. Μέσα μου φλεγόταν ή φλόγα της κολάσεως αλλά εγώ δεν καιγόμουν. Όμως για να είναι φανερά τα σημεία, έκανε ό Θεός, για να καταλαβαίνουν οί άνθρωποι ότι ή φλόγα αυτή είναι πραγματική, να βγάζει το σώμα μου καπνιά….
Όλα αυτά τα διηγήθηκα λεπτομερώς στον Αρχιε­πίσκοπο Αντώνιο καί αυτός μου έδωσε την έξης εντο­λή: να τα φυλάξω αυτά στην καρδιά μου καί να τα α­ποκαλύπτω μόνο σ’ εκείνους πού φοβούνται τον Κύ­ριο έως ότου έλθει ό καιρός να γίνουν αυτά γνωστά σ’ όλο τον κόσμο. Αναφέρω καί τον λόγο του πού μου έ­λεγε συχνά, σχετικά μ’ αυτή την υπόθεση: «Μήπως ό Κύριος πού έκανε τόσα θαύματα στην ζωή σας καί σας έδωσε τόσες αποκαλύψεις το έκανε μόνο για σας, να στερεωθείτε στην πίστη; Εσείς καί χωρίς αυτά θα ήσασταν πιστός σ’ Αυτόν καί θα μπορούσατε να σω­θείτε. Όλα αυτά χρειάζονται για τον κόσμο, για να πειστούν οί άνθρωποι ότι ό Ιησούς Χριστός καί χθες και σήμερα είναι ίδιος καί στους αιώνες. Ότι το Πνεύμα του Θεού πού παλιά ενεργούσε στους εκλεκτούς του ενεργεί καί σήμερα καί μοιράζει σ’ όποιον θέλει τα χαρίσματα Του. Όλα αυτά σας τα έδωσε ό Θεός ό­χι μόνο για τον εαυτό σας αλλά καί για να τα κάνετε φανερά σ’ όλο τον κόσμο. Καί όταν εγώ δεν θα βρί­σκομαι πια στη ζωή, καί έλθει ό καιρός να σταματή­σουν τα βάσανα σας, να τα αποκαλύψετε για την δόξα του Θεού καί την ωφέλεια όλων αυτών πού επιζητούν την σωτηρία τους καί όχι μόνο αυτών αλλά καί εκεί­νων των ανθρώπων πού δεν φροντίζουν για την σωτη­ρία τους ή δεν ξέρουν τι είναι ή σωτηρία, γιατί ό Κύ­ριος μας Ιησούς Χριστός φανέρωσε τον εαυτό Του καί σ’ εκείνους πού δεν Τον αναζητούσαν». Αυτό, λοι­πόν, κάνω τώρα σύμφωνα με την εντολή του.
«Τα κόκαλα μου καί όλα τα σωθικά μου τα τρώει ή φλόγα της κολάσεως».
Συνεχίζω την διήγηση μου. Προς το τέλος του τρίτου εικοσιτετραώρου αύτη ή φλόγα της γέεννας πού φλεγόταν μέσα μου χωρίς να καίγομαι έγινε τόσο ισχυρή πού τα κόκαλα μου άρχισαν να τρίζουν. Εγώ αλαφιασμένος έτρεξα στον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο. «Θα χαθώ για πάντα, του είπα, αν δεν μου δώσετε λί­γη ανακούφιση, χάνω τα λογικά μου καί φοβάμαι να μην αυτοκτονήσω. Αν δεν με βοηθήσετε, Θα πεθάνω ε­δώ κάτω στα πόδια σας, γιατί τα κόκαλα μου καί όλα τα σωθικά μου τα τρώει ή φλόγα της κολάσεως».
Εκείνος με κοίταξε με βλέμμα γεμάτο καλοσύνη καί μου είπε: «Όλοι μας είμαστε καλοί στο να αμαρτάνουμε, όμως για να μετανοήσουμε δεν έχουμε όρε­ξη. Ή μετάνοια δεν είναι μια απλή εξομολόγηση των αμαρτιών μας. Μετάνοια σημαίνει να υπομένουμε τα πάντα μέχρι να τίς εξαλείψουμε, έως «τον εσχατον κοδράντην» (Μτ. 5, 26), όπως είπε ό Σωτήρας».
«Ό Κύριος σπλαχνίζεται τους αμαρτωλούς πού μετανοούν…».
Έχασα την τελευταία ελπίδα, τα πόδια μου λύγι­σαν, έχασα την ισορροπία μου καί παρά λίγο να έπε­φτα κάτω, αν δεν με κρατούσε ό Αρχιεπίσκοπος Α­ντώνιος. «Τι να κάνουμε, μου είπε, τα βάσανα σας εί­ναι φοβερά, τουλάχιστον να μην απελπίζεστε αλλά να ελπίζετε στην βοήθεια της Παναγίας, στις πρεσβείες Της. Θυμηθείτε όσα είχε κάνει για σας, είναι δυνατόν μετά από τόσες ευεργεσίες να σας αφήσει χωρίς παρη­γοριά; Ό Κύριος σπλαχνίζεται τους αμαρτωλούς πού μετανοούν καί μέσω Αυτής Τον Ικετεύουν για την ά­φεση των αμαρτιών τους».
Μετά μου έφερε ένα μεγάλο ποτήρι κρασί καί μου έδωσε να το πιω με τα έξης λόγια: «Είναι από τον ά­γιο Μητροφάνη». Το ήπια. Ή φλόγωση πού αισθανό­μουν μέσα μου θα έπρεπε να δυναμώσει, αν ήταν μια φυσική φλόγωση, εγώ όμως αντίθετα αισθάνθηκα μέ­σα μου μια γλυκιά δροσούλα καί ανακούφιση. Ή φλόγα άρχισε να εξασθενεί καί οί πόνοι υποχώρησαν. Ό Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος είπε: «Να πάτε τώρα στον πατέρα Βαρλαάμ, να του εξομολογηθείτε όλες τις αμαρτίες σας καί αύριο να κοινωνήσετε των Ζωο­ποιών Μυστηρίων του Κυρίου».
Στην εξομολόγηση αισθανόμουν τα κόκαλα μου να σπάζουν καί τα άκρα μου, χέρια καί πόδια, να απο­χωρίζονται από το υπόλοιπο σώμα μου. Αναγκάστη­κα να κρατάω με τα χέρια μου το στομάχι, γιατί μου φαινόταν, καθώς περπατούσα, ότι έχει ανοίξει ή κοι­λιά μου καί τα σπλάχνα μου θα πέσουν κάτω.
«Το πιο τρομερό ήταν το ότι ή ίδια φωτιά δεν μπο­ρούσε να κόψη την σάρκα μου πού ήταν σαν πάγος».
Όταν, στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, πήγα να κοινωνήσω, το δεξί μου χέρι έκανε μια απότομη κίνηση, σαν να το έσπρωξε κάποια δύναμη, καί παρά λίγο να χτυπήσω το άγιο Ποτήριο με τα Άχραντα Μυστήρια πού κρατούσε στα χέρια του ό Ιερομόνα­χος ό όποιος με κοινωνούσε. Μετά την Θεία Κοινω­νία τρεις – τέσσερις μέρες αισθανόμουν ανακούφιση. Συνέχιζαν να διαβάζουν τους εξορκισμούς διότι ό δαί­μονας δεν έλεγε το όνομα του. Λίγες μέρες μετά -δεν θυμάμαι πόσες ακριβώς καί δεν θέλω να λέω ψέμα ό­ταν πρόκειται για την αλήθεια του Θεού- άρχισα να κρυώνω τόσο πολύ πού καλύτερα να πω πώς δεν ήταν κρύο αυτό πού αισθανόμουν αλλά παγωνιά. Ανέβαινα πάνω σε αναμμένη σόμπα αλλά ούτε εκεί δεν μπορού­σα να ζεσταθώ. Πήγαινα καί στεκόμουν μπροστά στο αναμμένο τζάκι αλλά ούτε αυτό με βοηθούσε. Άλλα το πιο άσχημο καί το πιο τρομερό ήταν το ότι ή ίδια φωτιά δεν με έκαιγε, σαν να έχασε αυτή για μένα την καυστική της δύναμη καί δεν μπορούσε να κάψει την σάρκα μου πού ήταν σαν πάγος. Αν, για παράδειγμα, έβαζα το χέρι μου πάνω στα αναμμένα κάρβουνα καί το κρατούσα αρκετή ώρα, ή φωτιά όχι μόνο δεν το έ­καιγε αλλά ούτε το θέρμαινε, μόνο το μαύριζε με καπνιά.
Όταν το άκουσε ό Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκο­πος Αντώνιος με ρώτησε: «Είναι αλήθεια ότι δεν σας καίει ή φωτιά! Θα ήθελα μόνος μου να το δω».  «Ορίστε, του είπα, δυστυχώς για μένα αυτό είναι αλήθεια, διότι όχι μόνο δεν μπορώ για λίγο να ζεσταθώ αλλά ούτε αισθάνομαι Θερμότητα, όταν βάζω το χέρι μου στην φωτιά». Έφεραν ένα κερί. Εγώ δεκαπέντε λεπτά κρατούσα το χέρι μου πάνω στο κερί και αυτό όχι μό­νο δεν κάηκε αλλά ούτε ζεστάθηκε, μόνο μαύρισε από καπνιά.
«Ό ίδιος ό Κύριος καί Θεός με βοηθούσε με την ευ­σπλαχνία Του να αντέξω αυτό το ανυπόφορο μαρτύριο».
Αυτή ή κατάσταση, πού αισθανόμουν ανυπόφορο κρύο καί ήμουν σαν ένα κομμάτι πάγου, κράτησε δύο εικοσιτετράωρα. Θα έλεγα ότι δεν ξέρω πώς το άντεξα αν δεν έβλεπα πραγματικά ότι ό ίδιος ό Κύριος καί Θεός με βοηθούσε με την ευσπλαχνία Του να αντέξω αυτό το ανυπόφορο μαρτύριο.
Όπως καί πριν ή ίδια αόρατη ιλαρή, τρυφερή και γεμάτη αγάπη φωνή μου εξηγούσε ότι αυτή ή παγω­νιά πού αισθάνομαι είναι το αιώνιο κρύο των Ταρτά­ρων, του Κάτω Κόσμου οπού δεν υπάρχει θέρμη… Αυ­τό το διδάσκει ή Αγία του Θεού Εκκλησία, όμως το αρνούνται οί νέοι θεολόγοι, καί γι’ αυτό το λόγο τα Τάρταρα θα είναι κατεξοχήν ό δικός τους κλήρος στην μέλλουσα ζωή….
Μετά ό Σεβασμιότατος Αντώνιος μου είπε να κοι­νωνήσω πάλι των Άχραντων καί Ζωοποιών Μυστη­ρίων του Κυρίου, «οις ζωούται καί θεούται πάς ό τρώ­γων σε καί πίνων εξ ειλικρινούς καρδίας» , με πίστη καί αγάπη, όπως είπε. Αυτά τα Ζωοποιά Μυστήρια καταστρέφουν την εξουσία του διαβόλου πάνω στον άνθρωπο καί τον καθαρίζουν όλο, καί την ψυχή καί το σώμα, αν υπάρχει γι’ αυτό θέλημα του Θεού Πα­ντοκράτορα.
«Έτσι έπλασα Εγώ τον Μοτοβίλωφ, ώστε να μπορέσει να τα αντέξει όλα».
Δεν τελείωσαν όμως εδώ τα βάσανα μου, τα όποια ή πρόνοια του Θεού μου έδωσε να δοκιμάσω για να καταλάβω τι είναι τα αιώνια βάσανα. Μετά από τρεις ή τέσσερις ημέρες, της γλυκύτατης θείας παρηγοριάς καί ανακούφισης, ήλθε καί ή τρίτη δοκιμασία – το ακοίμητο σκουλήκι. Αυτό κράτησε μόνο τριάντα έξι ώ­ρες καί όμως αυτό το βάσανο ήταν χίλιες φορές χει­ρότερο από τα δύο προηγούμενα. Καί μέχρι τώρα δεν μπορώ να καταλάβω πώς το άντεξα, αν καί είχα την βοήθεια του Θεού. Αυτό το βάσανο είναι το χειρότε­ρο άπ’ όλα τα βάσανα στον κόσμο. Και αν αυτό, τότε, πού κράτησε περίπου τριάντα έξι ώρες ή λίγο παρα­πάνω, πάντως όχι πάνω από πενήντα, μου φάνηκε τό­σο ανυπόφορο, τότε τι να πω για εκείνη την κατάστα­ση πού θα υπάρχει στην κόλαση, στο αιώνιο σκότος, οπού δεν υπάρχει ή βοήθεια του Θεού καί οί ψυχές ξέρουν ότι αυτή ή κατάσταση τους είναι αιώνια καί δεν μπορεί να αλλάξει!!!
Φανταστείτε ότι μέσα σας υπάρχουν εκατομμύρια σκουλήκια καί σκνίπες πού τρώνε από μέσα τη σάρκα σας καί κάθε στιγμή είναι έτοιμα να βγουν στην επι­φάνεια καί να σκεπάσουν το σώμα σας. Τα βλέπετε με τα μάτια σας, μπορείτε να τα αγγίξετε αλλά δεν μπο­ρείτε να απαλλαχθείτε άπ’ αυτά. Σκεφτείτε ότι όλα όσα αγγίζετε αμέσως γεμίζουν σκουλήκια τα όποια βλέπετε μόνο εσείς. Δεν μπορείτε να πίνετε καί να τρώτε γιατί θα πίνετε καί θα τρώτε μόνο σκουλήκια. Φανταστείτε όλα αυτά καί τότε εν μέρει θα μπορέσετε να καταλάβετε τι σημαίνει το ακοίμητο σκουλήκι καί τι βάσανα είχα δοκιμάσει μέσα σ’ αυτές τίς τριάντα έ­ξι ή πενήντα ώρες πού μου φάνηκαν ολόκληροι αιώ­νες. Παρά λίγο να πέθαινα της πείνας γιατί τίποτα δεν μπορούσα να τρώω καί να πίνω από αηδία… «Αυτό σημαίνει το ακοίμητο σκουλήκι, το τρομερό αιώνιο βάσανο», μου είπε ή ίδια ιερά καί μυστική φωνή, φω­νή μιας αόρατης ύπαρξης πού με αγαπούσε καί σπλαχνιζόταν πολύ, πού ήταν τότε κοντά μου, φωνή πού πάντα μου έδινε παρηγοριά. Αυτή μου εξήγησε λεπτο­μερώς τι σημασία έχουν τα βάσανα πού δοκιμάζω.
Μόνο στον Σεβασμιώτατο Αντώνιο βρήκα μετά άπ’ όλα αυτά τα βάσανα τροφή χωρίς σκουλήκια – έ­να μήλο πού εκείνος μου έδωσε με τα έξης λόγια: «Όλα τώρα εκπληρώθηκαν, μη στενοχωριέστε, ό Κύ­ριος θα σας ελεήσει. ‘Αλλά όταν Αυτός μου φανέρωσε αυτά πού θα έπρεπε να δοκιμάσετε καί τα βάσανα πού σας περιμένουν, τότε το πνεύμα μου ταράχτηκε καί σκέφτηκα: «Πώς θα γίνει αυτό; Είναι δυνατόν να το αντέξει ένας άνθρωπος;» – Καί ό Κύριος μου απα­ντούσε: Θα το αντέξει’ «Παρά άνθρώποις τούτο αδύ­νατον εστί, παρά δε Θεώ πάντα δυνατά εστί» (Μτ. 19, 26). Έτσι έπλασα Εγώ τον Μοτοβίλωφ, ώστε να μπο­ρέσει να τα αντέξει όλα. Καί όχι μόνο αυτά πού πέρα­σε. Αυτός θα τηρήσει το θέλημα μου μέχρι τέλους… καί τότε Εγώ θα τον ευλογήσω καί «εύλογων ευλογήσω… καί πληθύνων πληθύνω…» το έλεος Μου πάνω σ’ αυτόν (βλ. Γεν. 22, 17) ώστε δεν θα μπορέσουν να το πιστέψουν όσοι το δουν. Τότε θα πραγματοποιηθούν καί τα λόγια πού είπα Εγώ στον άγιο Μητροφά­νη καί τα όποια εσύ μετέφερες στον Μοτοβίλωφ, εν­νοώ το έλεος καί την ευλογία Μου, πού του είχα υποσχεθεί».
«Σε όλα αυτά θα βοηθήσει τον Μοτοβίλωφ το Άγιο Πνεύμα, το Όποιο από τον Πατέρα εκπορεύεται καί σε Μένα αναπαύεται».
-Εγώ, συνέχισε ό Σεβασμιότατος, τόλμησα να ρωτήσω τον Κύριο: Είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλα φοβερότερα άπ’ αυτά τα τρία βάσανα;
-Ναι, υπάρχουν, μου απάντησε ό Κύριος. ‘Αλλά καί αυτά για χάρη Μου θα τα αντέξει ό Μοτοβίλωφ, γιατί είμαι μαζί του καί θα κάνω ότι ό Πατέρας μου ευδόκησε να γίνουν. Σε όλα αυτά θα βοηθήσει τον Μοτοβίλωφ το Άγιο Πνεύμα, το Όποιο από τον Πατέρα εκπορεύεται καί σε Μένα αναπαύεται….
Καί τι είναι αυτά τα βάσανα; τόλμησα εγώ να ρωτήσω τον Κύριο….
-Θα το δεις αργότερα, μου απάντησε ό Κύριος, γιατί δεν θέλω τίποτα να κρύψω από σένα, διότι αγα­πάς Έμενα καί την Παναγία Μητέρα Μου.
Μετά άπ’ αυτό άρχισαν φανερά να μου εμφανίζο­νται οι δαίμονες καί να προσπαθούν να με φοβερί­σουν. Γι’ αυτό τον λόγο ό Σεβασμιότατος Αντώνιος μου έδωσε ευλογία να κοινωνώ καί δύο καί τρεις φο­ρές τη βδομάδα. Μου έδινε συνέχεια να τρώω πρό­σφορα και να πίνω τον αγιασμό των Θεοφανίων… Μου είπε επίσης να αντιγράψω ολόκληρο το Ευαγγέ­λιο το κατά Ίωάννην, γιατί, όπως είπε, ό άγιος Ιωάν­νης είναι ό κατ’ εξοχήν Απόστολος πού έχει τη δύναμη καί την εξουσία να διώχνει τα δαιμόνια καί να καταστρέφει τίς μηχανορραφίες τους. Αυτή τη δύναμη του έδωσε ό Χριστός γιατί ήταν ό πιο στενός φίλος Του καί ό πιο αγαπητός μαθητής.
Μια μέρα, όταν εγώ ασχολιόμουν με την αντιγρα­φή του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου μου παρουσιά­στηκε δαίμονας με τη μορφή ενός γνωστού μου επι­σκόπου με την αρχιερατική του στολή καί μου είπε να σταματήσω να το κάνω. Μου είπε επίσης να τον υ­πακούω σε όλα γιατί, δήθεν, είναι μητροπολίτης καί έχει τόση αγιότητα πού μπόρεσε σαν τον Χριστό να μπει μέσα στο δωμάτιο με κλειστές πόρτες. Τον κοί­ταξα προσεκτικά καί κατάλαβα ότι είναι όλος γεμά­τος κακία καί μίσος.
Έκανα επάνω μου το σημείο του Σταυρού. Εκεί­νος όμως εξακολουθούσε να στέκεται μπροστά μου. Μου είπε, περιφρονητικά, ότι δεν φοβάται το Σταυρό. «Ψέμα λες, απάντησα εγώ στον δαίμονα, δεν είσαι ό μητροπολίτης πού γνωρίζω. Καταλαβαίνω ότι είσαι δαίμονας, μη μου λες ότι δεν φοβάσαι τον Τίμιο καί Ζωοποιό Σταυρό του Χριστού, με τη δύναμη Του θα σε εξαφανίσω».
Δεν ξέρω που βρήκα θάρρος. Σηκώθηκα από τη θέση μου καί τον πλησίασα. Άρχισα να τον σταυρώ­νω άπ’ όλες τίς πλευρές. Ξαφνικά ό δαίμονας μπρο­στά στα μάτια μου άλλαξε μορφή καί εξαφανίστηκε, κάνοντας φοβερό θόρυβο καί σκορπώντας σπινθήρες προς όλες τίς κατευθύνσεις. Εγώ νόμιζα ότι θα πεθά­νω από τον φόβο μου. Έτσι όπως ήμουν με ελαφρά ρούχα, παρ’ όλο πού ήταν ένδεκα το βράδυ, ήταν Νο­έμβριος μήνας καί έξω είχε χιόνι, έτρεξα στον δεσπό­τη μου.
-τι έχετε; με ρώτησε ό Αρχιεπίσκοπος μόλις με είδε. Του τα διηγήθηκα όλα καί τον παρακάλεσα να με φιλοξενήσει προσωρινά στο σπίτι του. Εκείνος α­πάντησε:
«Για χάρη σας είμαι έτοιμος να κάνω όλα όσα θέ­λετε. Να ξέρετε, όμως, ότι ό εχθρός ό διάβολος ακό­μα καί στο ναό, την ώρα της Θείας Λειτουργίας πει­ράζει τους λειτουργούς του Θεού. Μη νομίζετε ότι ε­δώ στο σπίτι μου θα μπορέσετε να κρυφθείτε άπ’ αυ­τόν. Το καλύτερο πού θα μπορούσατε να κάνετε σ’ αυτή την περίπτωση είναι, να προσεύχεστε στην Πα­ναγία…».
«Είμαι ό Αβαδδών, είμαι αυτός πού θα ζω μέσα στον Αντίχριστο».
Είπε επίσης, ό Σεβασμιότατος, καί το έξης: «Να πείτε στον πατέρα Βαρλαάμ να συνεχίσει να διαβάζει τους εξορκισμούς καί να αναγκάσει το δαιμόνιο να πει το όνομα του, ποιος είναι καί με ποιο τρόπο μπή­κε μέσα σας». Ταυτόχρονα ό Σεβασμιότατος έδωσε εντολή να προσεύχονται για μένα σ’ όλες τίς εκκλη­σίες της επαρχίας του.
Μετά από δώδεκα μέρες, από τότε πού άρχισαν να διαβάζουν τους εξορκισμούς, το δαιμόνιο άρχισε να κλαίει. Στην αρχή νόμιζα ότι κλαίω εγώ ό ίδιος, αλλά με τη χάρη του Θεού είδα ότι δεν κλαίω εγώ αλλά κλαίει κάποιος άλλος μέσα μου, καί αυτός ό κάποιος δεν ήταν άνθρωπος. Εκείνος είπε το έξης:
-Ταλαίπωρος εγώ. Ό ίδιος ό Θεός με άφησε να μπω εδώ. Είμαι ό Αβαδδών, είμαι αυτός πού θα ζω μέ­σα στον Αντίχριστο. τι με ρωτάς πότε καί πώς μπήκα μέσα του. Ό Μητροφάνης τα είπε όλα στον Αντώνιο. τι άλλο θέλει εκείνος από μένα;
«Μόνο με την δύναμη Της (της Παναγίας) σώθη­κα εγώ από τις πανουργίες του δαίμονα».
Ό δαίμονας είπε επίσης ότι τρεις φορές προσπά­θησε να με πνίξει στην Μαύρη λίμνη κοντά στο Καζάν. Μετά, την τέταρτη φορά, προσπάθησε να με κά­νει αρχηγό μιας ομάδας ληστών. ‘Αλλά το να με πνί­ξει τον εμπόδισε ή Μαρία, όπως έλεγε, εννοώντας την Παναγία. Αύτη μου εμφανίστηκε με τη μορφή μιας ει­κόνας Της μέσα σε μια φοβερή λάμψη, μέσα σε ολοσκότεινη νύχτα πάνω από την Μαύρη λίμνη και με μια αόρατη δύναμη με πέταξε μακριά από την όχθη της λίμνης από την οποία ήθελα να πηδήξω. Τότε μου είπε ότι θα με προστατεύει για πάντα. Μετά μου εμφα­νίστηκε καί την τέταρτη φορά μέσα στην δόξα Της καί μου είπε, ότι ό Κύριος Της έδωσε δύναμη καί ε­ξουσία να με προστατεύει εμένα τον ανάξιο καί, είπε επίσης, ότι μόνο με την δύναμη Της σώθηκα εγώ από τίς πανουργίες του δαίμονα.
Μετά ό πατήρ Βαρλαάμ, ό όποιος διάβαζε τους ε­ξορκισμούς καί εγώ είπαμε όλα αυτά στον Σεβασμιώτατο Αντώνιο. Την επόμενη μέρα ό Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος μου είπε το εξής: «Είδα καί πάλι τον άγιο Μητροφάνη καί τον ρώτησα για σας. Όταν ό πατήρ Βαρλαάμ καί εσείς μου είπατε αυτά πού ακούσατε από το δαιμόνιο, τότε εγώ σκέφτηκα: Τι σημαίνει αυτό; Ξέρω καλά ότι ό άγιος Μητροφάνης έχει πολύ δύνα­μη καί του δόθηκε μεγάλη εξουσία από τον Θεό να εκβάλλει τα δαιμόνια καί όμως πέρασαν δώδεκα μέρες από τότε πού άρχισαν να διαβάζουν τους εξορκισμούς στον Μοτοβίλωφ καί το δαιμόνιο ακόμα δεν έφυγε. Μήπως ό Άγιος έχασε την δύναμη του ή το δαιμόνιο αυτό είναι τόσο ισχυρό ώστε ακόμα καί ή δύναμη του Αγίου Πνεύματος δεν φτάνει για να το διώξει. ‘Αλλά αυτό είναι αδύνατον.
«Ό Θεός Θέλει να υποφέρει ό Μοτοβίλωφ… Αυτά τα βάσανα όμως δεν είναι για απώλεια αλλά για σωτη­ρία».
       Όταν τα σκεφτόμουν όλα αυτά, μου εμφανίστηκε ό άγιος Μητροφάνης, και μου είπε: «Μου κάνει εντύ­πωση το εξής: ενώ εσύ ό ίδιος μπορείς εύκολα να διώ­ξεις το δαιμόνιο από τον Μοτοβίλωφ όμως δεν το κά­νεις. Ξέρεις καλά ότι αν παρακαλούσες τον Θεό θα σε άκουγε αμέσως καί θα έκανε αυτό πού θα Του ζητού­σες διότι σε ακούει ό Θεός, όπως καί εμένα. Καί όμως από ταπείνωση δεν το έκανες. Και τώρα σκέφτεσαι γιατί εγώ δεν εκβάλλω το δαιμόνιο. Λες ότι μπορεί να έχασα την πίστη μου αλλά αυτό είναι αδύνατον διότι βρίσκομαι σε άλλο κόσμο όπου βλέπω πρόσωπο προς πρόσωπο Εκείνον. Μου έδωσε τόση χάρη ό Κύριος ό Θεός ώστε θα έφτανε μόνον να φυσήξω καί το δαιμό­νιο θα έφευγε αμέσως από τον Μοτοβίλωφ. ‘Αλλά να ξέρεις ότι έτσι θέλει ό Θεός, αύτη είναι ή Πρόνοια Του, άγνωστη ακόμα καί στους αγγέλους Του. Ό Θε­ός θέλει να υποφέρει ό Μοτοβίλωφ. Τα βάσανα του είναι θάνατος πριν το θάνατο καί κόλαση πριν την κρίση. Αυτά τα βάσανα, όμως, δεν είναι για απώλεια αλλά για σωτηρία. Έτσι καί ό αμαρτωλός στην Κό­ρινθο παραδόθηκε στο σατανά «εις όλεθρον της σαρ­κός, ίνα το πνεύμα σωθη εν τη ήμερα του Κυρίου Ιη­σού» (Α’ Κορ. 5, 5). Τόσο περισσότερο ό Μοτοβίλωφ, ό όποιος υποφέρει, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, πού είναι πάντα αγαθό καί τέλειο. Μπορεί τα βάσανα του να κρατήσουν πολύ, όμως δεν θα είναι φανερά για τους άλλους, αλλά εσωτερικά καί θα τα καταλαβαίνει μόνο εκείνος….
Τα βάσανα τέτοιων ανθρώπων είναι χειρότερα α­κόμα και από εκείνα του Ιώβ, γιατί όχι μόνο οί φίλοι καί οί γυναίκες τους , τους αποστρέφονται αλλά καί ό­λοι οί άνθρωποι τους διώχνουν σαν τους λεπρούς, δεν θέλουν να τους μιλούν. Τα βάσανα τους τα γνωρίζει μόνο ό Θεός ό Όποιος όχι μόνο δεν τους αποστρέφε­ται αλλά τους αγαπά περισσότερο από τους άλλους. «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υίόν όν παραδέχεται. Ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ό Θεός τίς γαρ εστίν υιός όν ου παι­δεύει πατήρ; Ει δε χωρίς έστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, αρά νόθοι έστε καί ούχ υιοί» (Έβρ. 12, 6-8).
«Στον Μοτοβίλωφ εκ μέρους μου να πεις ότι ό Κύ­ριος όρισε να υποφέρει αυτά τα εσωτερικά βάσανα μέ­χρι την ήμερα της ευρέσεως των τιμίων λειψάνων του αγίου Τύχωνος…, καί τότε Θα δει το έλεος του Θεού».
Για όλα, όμως, τα βάσανα τους αυτοί θα ανταμει­φθούν κατά την ήμερα την όποια προόρισε ό Κύριος «κρίναι την γήν. Κρίνει την οικουμένην εν δικαιοσύνη καί λαούς εν τη αλήθεια αυτού» (Ψαλ. 95, 13). Στον Μοτοβίλωφ εκ μέρους μου να πεις ότι ό Κύριος όρισε να υποφέρει αυτά τα εσωτερικά βάσανα μέχρι την η­μέρα της ευρέσεως των τιμίων λειψάνων του αγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ καί μέχρι, τότε, με τίποτα δεν θα μπορέσει να ελευθερωθεί άπ’ αυτά. Να περιμένει την ημέρα εκείνη και τότε θα δει το έλεος του Θεού».
Ό άγιος Μητροφάνης μέσω του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου μου έδωσε εντολή να πάω αμέσως στο Ζαντόνσκ, λέγοντας ότι εκεί, δια των ευχών του αγίου Τύχωνος, θα βρω λίγη ανακούφιση. Έτσι καί έγινε στην πραγματικότητα, γιατί μόλις έφτασα εκεί καί κοινώνησα των Άχραντων καί Ζωοποιών Μυστηρίων του Κυρίου αμέσως αισθάνθηκα ανακούφιση. Χαρού­μενος γύρισα στο Βορόνεζ καί ή χαρά μου αυτή έγινε ακόμα πιο μεγάλη όταν έλαβα γράμμα από το Σιμπίρσκ από μια κυρία πού μου έγραφε ότι ή Γιαζίκοβα βρίσκεται τώρα εκεί καί απορεί γιατί καθυστερώ τόσο πολύ στο Βορόνεζ καί δεν βιάζομαι να έλθω. Ε­κείνη ή κυρία μου έγραφε επίσης ότι ό γάμος μας με την Γιαζίκοβα μπορεί κιόλας να γίνει ήδη αυτό το χειμώνα, 1834-1835.
Όταν τα είπα όλα αυτά στον Σεβασμιώτατο Αντώ­νιο εκείνος μου απάντησε κυριολεκτικά το εξής: «Νο­μίζω ότι είναι μια καινούρια παγίδα του σατανά ό ό­ποιος θέλει να σας βγάλει από το σωστό δρόμο. Αφή­στε όλα αυτά, αφήστε τα αγαθά καί τίς χαρές του κό­σμου, γίνετε μοναχός, θα είστε πολύ καλός αρχιερέας».
«Δεν μιλάς τώρα με Άγγελο, μιλάς με Σεραφείμ».
«Το ξέρω αυτό, του απάντησα εγώ, το ξέρω, γιατί καί ό πατήρ Σεραφείμ μου είχε πει το ίδιο. Μου έλεγε ότι, αν γινόμουν μοναχός, θα με κάνανε αρχιερέα καί θα ήμουν μεγαλύτερος ακόμα καί από τον Μέγα Βασί­λειο. Θυμάμαι ότι, τότε, τόλμησα να του πω ότι το θέ­λημα του Θεού δεν το αποκαλύπτουν οί άνθρωποι αλ­λά άγγελοι. Ξέχασα ό ταλαίπωρος ότι μιλάω με μεγά­λο άγιο του Θεού. Τότε ό πατήρ Σεραφείμ σηκώθηκε από τη θέση του καί έριξε επάνω μου ένα βλέμμα πού δεν είχα ξαναδεί: «Δεν μιλάς τώρα με Άγγελο, μιλάς με Σεραφείμ. Να ξέρεις, όσο ή δόξα των Σεραφείμ ειναι ανώτερη από την δόξα άλλων αγγέλων, τόσο τα λόγια μου είναι ανώτερα άπ’ φυτά των αγγέλων. Αυτό είναι αλήθεια».
Αμέσως μετά το πρόσωπο του έλαμψε με μια ε­πουράνια λάμψη και εκείνος είπε: «τι να κάνουμε, ευ­λαβέστατε, κάποιοι γεννιούνται για την παρθενική ζωή καί κάποιοι άλλοι για την τεκνογονία, αυτό το τε­λευταίο άφορα καί εσάς»»….
Μετά ό Σεβασμιότατος πάλι μου είπε: «Γιατί να μην γίνετε μοναχός, θα ήσασταν πολύ καλός αρχιερέ­ας». «Ναι, το ξέρω, του απάντησα, αλλά αν εγώ γίνω αρχιερέας αυτό σημαίνει τέλος για τη Σύνοδο γιατί θ’ αρχίσω με επιμονή να παρακαλώ τον αυτοκράτορα να είναι, όπως παλιά στη Ρωσία, επικεφαλής της Εκ­κλησίας ό Πατριάρχης καί πρώτος πατριάρχης να γί­νω εγώ. Καί τι με ωφελεί αυτό – να είμαι Παναγιότατος ενώπιον των ανθρώπων αλλά ενώπιον του Θεού. να είμαι ό πιο αμαρτωλός; Τον Θεό δεν μπορούμε να Τον ξεγελάσουμε. Αυτός καλύτερα άπ’ όλους ξέρει ποιος είμαι στην πραγματικότητα….
Εγώ για την ιεροσύνη έχω την έξης γνώμη. Δεν νομίζω ότι ό άγιος Σέργιος μόνο από ταπείνωση αρ­νήθηκε να γίνη Μητροπολίτης. Αν μου επιτρέπετε να πω την γνώμη μου νομίζω ότι αρνήθηκε την ιεροσύνη επειδή καί μόνο είχε βαθιά πεποίθηση ότι ή ιεροσύνη από μόνη της δεν δίνει στον άνθρωπο περισσό­τερο Άγιο Πνεύμα. Πρέπει ό άνθρωπος μόνος του να κοπιάσει για να το αποκτήσει. Με αλλά λόγια από μόνη της ή ιεροσύνη δεν είναι ή ίδια ή χάρη του Θεού άλλα μέσο πού δίνει στον άνθρωπο την δυνατότη­τα να αποκτήσει αυτή την χάρη. Καί όσο σε πιο υψη­λή βαθμίδα της ιεροσύνης βρίσκεται κανείς τόσο πε­ρισσότερη δυνατότητα του παρέχεται να αποκτά την χάρη του Θεού. ‘Αλλά καί αυτό πάλι προϋποθέτει κό­πο καί ακόμα περισσότερο κόπο, όπως μου το έχει πει ό πατήρ Σεραφείμ, τότε πού μου εξηγούσε πώς το Πνεύμα του Θεού κατοικεί καί ενεργεί μέσα στον άν­θρωπο……
«Εγώ ανήκω στον Θεό, είμαι δούλος της Πανα­γίας καί του πατρός Σεραφείμ, ότι μου πει ό Θεός αυτό κάνω».
Την άλλη μέρα με κάλεσε πάλι ό Σεβασμιότατος και μου είπε ότι το θέλημα του Θεού, όπως του απο­καλύφθηκε αυτή τη νύχτα, είναι να πάω στο Κίεβο.
«Θα πάτε στο Κίεβο;» με ρώτησε αυτός. «Πώς μπορώ να μην πάω αν γι’ αυτό υπάρχει το θέλημα του Θεού, του απάντησα. Εγώ ανήκω στον Θεό, είμαι δούλος της Παναγίας καί του πατρός Σεραφείμ, ότι μου πει ό Θεός αυτό κάνω. Αν λέει να πάω στο Κίεβο θα πάω. Πρέπει όμως να πω ότι δεν μου αρέσει να πα­ραβιάζω την συνείδηση μου, επίσης δεν μου αρέσει να ξεγελάω τους ανθρώπους, τον Θεό έτσι καί αλλιώς, αν καί ήθελε κανείς, δεν θα μπορούσε να ξεγελάσει. Πρέπει να πω, λοιπόν, αυτό πού έχω μέσα μου. Καί είναι αλήθεια ότι πιο πολύ άπ’ όλα τα άλλα θα ήθελα τώρα να πάω στο Σιμπίρσκ στην Κάτια μου…. ‘Αν όμως υπάρχει θέλημα Θεού να πάω στο Κίεβο, τότε θα πάω εκεί, γιατί τον Θεό καί την Παναγία αγαπάω πιο πολύ από την Γιαζίκοβα…. Ένα πράγμα όμως με ενδιαφέρει, τι θα γίνει με  την Κάτια μου;» – ρώτησα ε­γώ τον Αρχιεπίσκοπο.
Ό Σεβασμιότατος έριξε επάνω μου ένα βλέμμα καί πολύ βιαστικά μου απάντησε: «Ή Γιαζίκοβα θα παντρευτεί και εσείς θα γίνετε μοναχός». «όχι, του είπα, δεν θέλω να γίνω μοναχός. Αν αύτη παντρευτεί, καλύτερα εγώ να πεθάνω παρά να γίνω μοναχός». Με­τά άρχισα να κλαίω καί αναίσθητος έπεσα κάτω στο πάτωμα…. Ήμουν απελπισμένος….
Μετά ό Σεβασμιότατος με σήκωσε πάνω… Εγώ συνέχιζα να κλαίω πικρά… Γυναίκα την οποία μου εί­χε υποσχεθεί ό Θεός καί την οποία εγώ περίμενα τό­σα χρόνια πέθανε για μένα…, «συγχωρέστε με τον α­μαρτωλό», είπα καί έπεσα στην αγκαλιά του Αρχιεπι­σκόπου. Πέρασε αρκετή ώρα. Μετά εκείνος ρώτησε: «Πώς μετά άπ’ όλα αυτά θα πάτε στο Κίεβο;» «Θα πάω όπως πήγε ό Αβραάμ στο βουνό να θυσιάσει τον υιό του τον Ισαάκ. Εύκολο ήταν γι’ αυτόν να θυσιά­σει τον αγαπημένο του υιό; καί όμως αποφάσισε να το κάνει. Το ίδιο καί εγώ, αν καί δεν είναι εύκολο τώρα για μένα αντί για Σιμπίρσκ να πάω στο Κίεβο, όμως θα πάω, γιατί το θέλει ό Θεός», απάντησα εγώ.
«Δηλαδή είστε αποφασισμένος;» ρώτησε ξανά ό Σεβασμιότατος.
«Ναι», του απάντησα εγώ.
«Ό Κύριος μου είπε, συνέχισε ό Αρχιεπίσκοπος, ότι εκεί στο Κίεβο θα σας αποκαλύψει κάτι σπουδαίο καί θαυμαστό, μόνο να παρακαλέσετε εκεί την Σύναξη των Γερόντων να σας επιτρέψουν να περάσετε μία νύ­χτα στο κελί του Όσιου Θεοδοσίου, την ήμερα τον οποίου έχετε γεννηθεί,… όμως οπωσδήποτε την επό­μενη μέρα να κοινωνήσετε των Άχραντων Μυστηρίων στο ναό των Είσοδίων της Ύπεραγίας Θεοτόκου».
Τον Ιανουάριο του 1835 έφτασα στο Κίεβο μαζί με μία φίλη της μητέρας μου την Ναντέζντα Ίβάνοβνα Σαβράσοβα. Ξέχασα την εντολή πού μου έδωσε ό Σεβασμιότατος, για το κελί του Όσίου Θεοδοσίου, αλλά ό ίδιος μου έστειλε στη Μονή των Σπηλαίων έ­να γράμμα στο όποιο μου το ξαναθύμισε. Όταν ή Σύ­ναξη των Γερόντων μετέφερε στον Μητροπολίτη Ευ­γένιο την παράκληση μου, λέγοντας ότι είμαι ό τάδε πού ήλθε από το Βορόνεζ με την ευλογία του Αρχιεπι­σκόπου Αντωνίου, εκείνος όχι μόνο μου έδωσε αμέσως την σχετική άδεια αλλά καί είπε στους μοναχούς να μου φέρονται σαν να ήμουν εγώ ό ίδιος ό Σεβασμιότατος Αντώνιος…. Επίσης μου έδωσαν ευλογία να πίνω κάθε μέρα ένα μικρό ποτηράκι με το μύρο α­πό τα αγία λείψανα των όσιων του Κιέβου….
«Από την χαρά μου άρχισα να φωνάζω: «Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσε όλους εμάς»».
Ή μεγαλύτερη, όμως, ευλογία ήταν ότι, εδώ σ’ αυ­τή τη θαυμαστή Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, για πρώτη φορά μου εμφανίστηκε ή Θεοτόκος. Υπάρχει εδώ μια θαυματουργή εικόνα της Κοιμήσεως της Θεο­τόκου πού την έχουν ψηλά στο εικονοστάσιο. Την ει­κόνα αυτή συχνά την κατεβάζουν για να προσκυνούν οί προσκυνητές. Μία φορά πού την κατέβαζαν μπρο­στά μου είδα την ίδια την Παναγία να κατεβαίνει από τους Ουρανούς. Το βλέμμα Της ήταν στραμμένο σε μένα καί μου χαμογελούσε. Εγώ άρχισα να κλαίω και έπεσα κάτω. Έκλαιγα τόσο δυνατά ώστε ό πατήρ Παφνούτιος, έπειτα μοναχός Παρθένιος, όπως ό ίδιος μετά μου έλεγε, νόμιζε ότι είμαι τρελός. Από την χα­ρά, πού εγώ ό αμαρτωλός αξιώθηκα να δω την Παναγία, έχασα τον εαυτό μου καί άρχισα να φωνάζω: «Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσε όλους εμάς».
Όταν έπινα το μύρο, πού μου έδιναν από τα τίμια λείψανα των άγιων του Κιέβου, αισθανόμουν μέσα μου ανέκφραστη γαλήνη, ησυχία, ειρήνη, γλυκύτητα καί παρηγοριά. Αυτή ή κατάσταση πού βρισκόμουν μου θύμιζε πάρα πολύ εκείνη πού ήμουν το Νοέμβριο του 1831, τότε, όταν είδα τον πάτερ Σεραφείμ μέσα στο άκτιστο Φως της Θείας δόξας, όταν το πρόσωπο του έλαμψε δυνατότερα από τον ήλιο καί απαύγασμα αυτού του Φωτός, όπως μου είπε καί ό ίδιος ό πατήρ Σεραφείμ, αντανακλούσε καί στο δικό μου πρόσωπο. Ή σάρκα μου σαν να είχε λιώσει, ή επιδερμίδα μου έ­γινε πολύ απαλή. Το μύρο αυτό εξέχεε μια θεσπέσια εύωδία πού μου θύμιζε πολύ την μυρωδιά πού έχει το σώμα ενός γλυκού μωρού.
«Μέσα μου αισθανόμουν γαλήνη καί ένιωθα ζω­σμένος με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος».
Καί εδώ στη Λαύρα υπέφερα πάρα πολύ από τα δαιμόνια. Τίς παγίδες τους με βοήθησε να καταλάβω καί να αποφύγω ή μεγαλόσχημη μοναχή Παρασκευή πού το μοναχικό της σχήμα το έλαβε στα Ιεροσόλυμα και τώρα ζούσε εδώ στην Λαύρα. Ό Θεός της αποκά­λυψε τα βάσανα μου. Αύτη με συμβούλεψε πριν πάω στο κελί του άγιου Θεοδοσίου μια μέρα να μην τρώω καί να μην πίνω τίποτα. στις 8 Φεβρουαρίου του 1835 με κάλεσε καί μου πρόσφερε το γεύμα πού ετοίμασε για μένα ή δούκισσα Αικατερίνα Κουντάσεβα, ή ο­ποία είχε το σπίτι της κοντά στη Λάβρα καί για την ο­ποία έλεγε ή μητέρα Παρασκευή ότι έχει άγια ζωή καί είναι γεμάτη χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Μετά το γεύμα καί το απογευματινό τσάι ή μητέ­ρα Παρασκευή με έστειλε με τον πατέρα Ιλαρίωνα, α­πευθείας στα σπήλαια, στο κελί του Όσίου Θεοδο­σίου, για να περάσω εκεί τη νύχτα 8 με 9 Φεβρουα­ρίου. πριν μπω μέσα ό πατήρ Ιλαρίων θύμιασε καί ράντισε με αγιασμό όχι μόνο το κελί του Όσίου αλ­λά καί όλο το σπήλαιο γιατί, καθώς έλεγαν, οί δαίμο­νες βασάνιζαν πολύ τους ανθρώπους πού τολμούσαν να μείνουν τη νύχτα στο κελί του Όσίου καί μερικοί πέθαναν από φόβο. Γι’ αυτό το λόγο ή διανυκτέρευση στο κελί του Όσίου επιτρεπόταν μόνο σ’ εκείνους πού είχαν την ειδική αδεία του Μητροπολίτου.
Όλη εκείνη τη νύχτα μέχρι το πρωί δεν έκλεισα μάτι καί διάβαζα πρώτα την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως και στη συνέχεια το πατερικό του Κιέβου. Μέσα μου αισθανόμουν γαλήνη καί ησυχία καί πραγ­ματικά ένιωθα ζωσμένος με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος του Θεού. Ταυτόχρονα ένιωθα ότι μέσα μου αναστατώθηκε κάποια δύναμη, το αίμα κυκλοφο­ρούσε πιο γρήγορα, από τα άκρα στο κεφάλι καί από κει πάλι στα άκρα. Ήθελα χωρίς να κοιμηθώ καθό­λου να πάω να κοινωνήσω των Άχραντων Μυστη­ρίων του Χριστού. Όταν όμως ήλθε ή ώρα να πάω στη λειτουργία αισθάνθηκα τόσο κουρασμένος, πρώ­τον επειδή αγρύπνησα όλη τη νύχτα καί δεύτερον για­τί αυτές οί θαυμαστές θείες εμπειρίες με έκαναν να χά­σω τελείως κάθε σωματική δύναμη, ώστε θα μπορού­σα να πω μαζί με τον προφήτη Δαβίδ «διεσκορπίσθη πάντα τα οστά μου» (Ψαλ. 21, 15). Έτσι κοιμήθηκα κάτω στο πάτωμα στο κελί του αγίου Θεοδοσίου, και κοιμόμουν τόσο βαθιά ώστε όταν στις έντεκα το πρωί προσπάθησαν να με ξυπνήσουν, με δυσκολία μπορούσαν να το κάνουν. Ευτυχώς ό καλός Ιερομόναχος δεν άρχιζε την λειτουργία μέχρι να έλθω εγώ. Ήμουν τό­σο αδύνατος ώστε με δυσκολία με πήγαν μέχρι την Εκκλησία των Είσοδίων της Θεοτόκου ή οποία βρι­σκόταν κάτω στα σπήλαια μόλις μερικά βήματα από το κελί του Όσίου Θεοδοσίου. Όλη την λειτουργία καθόμουν κάτω σε σκαμνί καί μόνο όταν ήλθε ή ώρα της Θείας Κοινωνίας άρχισα ,σιγά, σιγά να συνέρχο­μαι καί σηκώθηκα να λάβω τα Ζωοποιό Μυστήρια του Σώματος καί του Αίματος του Χριστού.
«Μεγάλη χάρη σου έδωσε ό Θεός για τα βάσανα πού υπέμεινες».
Μετά τη Λειτουργία ό Ιερομόναχος έκανε αγια­σμό με παράκληση προς την Παναγία, έτσι μου είπε να κάνω ή γερόντισσα Παρασκεύα Ντμήτριεβνα. Ε­κείνη την ώρα άρχισα δυνατά να φτερνίζομαι. Μετά από περίπου εκατό φτερνίσματα αισθάνθηκα σαν να ε­λευθερώθηκα από ένα μεγάλο βάρος. Ήμουν τόσο ευ­τυχής καί χαρούμενος πού δεν μπορώ να το περιγρά­ψω με τα λόγια. Ήμουν σαν νέο παλικάρι γεμάτος δύ­ναμη καί όχι όπως παλιά σαν ένας γέρος εκατό χρό­νων. Από την Εκκλησία πήγα αμέσως στην μεγάλη μου γερόντισσα Παρασκεύα Ντμήτριεβνα. Όταν την είδα πήγα να φιλήσω το χέρι της αλλά εκείνη δεν με άφησε να το κάνω.
«Όχι, παππούλη, μου είπε, όχι εσύ αλλά εγώ πρέ­πει να φιλήσω το χέρι σου για την χάρη του Αγίου Πνεύματος πού έλαβες από τον Θεό…. Πρέπει να συ­νειδητοποιήσεις καλά πόσο μεγάλη χάρη σου έδωσε ό Θεός για τα βάσανα πού υπέμεινες. Στη ζωή μου έχω δει πολλούς ανθρώπους προικισμένους με τη χάρη του Θεού αλλά τόσο πλούσια χάρη λίγες φορές την είδα. Μπορεί να είναι κανείς αρχιερέας καί να μην δοκιμά­σει ποτέ στη ζωή του αυτό πού έχεις δοκιμάσει εσύ. Αυτό το έκαναν οι προσευχές των μεγάλων ιεραρχών του Βορόνεζ, Μητροφάνη, Τύχωνος καί Αντωνίου. Μαζί τους ό άγιος Νικόλαος ό Θαυματουργός, Αντώνιος καί Θεοδόσιος του Κιέβου καί ή Παναγία. Αυτοί ικέτευαν καί παρακαλούσαν τον Θεό να σου δώσει αυ­τή την πλούσια χάρη. Πρόσεχε να μην την χάσεις».
Μετά με κέρασε τσάι πού έφτιαξε μόνη της, μου έ­δωσε να φάω καί μου είπε να πάω τώρα κατευθείαν στον ξενώνα στο κελί μου χωρίς να παίρνω στο δρό­μο ευχή από κανένα ιερομόναχο, καί χωρίς να πω ού­τε μια λέξη να ξαπλώσω να ξεκουραστώ, καί ότι μου συμβεί εκείνη την ώρα της ξεκούρασης να έλθω το βράδυ να της τα διηγηθώ με λεπτομέρειες.
«Που να βρω τόση σοφία για να περιγράψω αυτά πού είδα καί έζησα τότε!».
Που να βρω όμως τα λόγια, που να βρω τόση σο­φία για να περιγράψω αυτά πού είδα καί έζησα τότε! Ό ίδιος ό Κύριος Ιησούς Χριστός ήλθε στον εσωτε­ρικό ναό της ψυχής μου καί, πραγματικά όχι φαινομε­νικά, δείπνησε μαζί μου. Από την καρδιά μου σαν α­πό την άβυσσο της θαλάσσης ανάβλυσε ή ανέκφρα­στη γλυκύτητα πού απλώθηκε σ’ όλο μου το σώμα. Ή καρδιά μου καί όλο το σώμα μου χαίρονταν για τον Θεό πού ενώθηκε μαζί μου. Από τους «χείμαρρους της τρυφής» (Ψαλ. 35, 9) ήπια τόσο πολύ πού θα μπο­ρούσα να πω για τον εαυτό μου ότι είμαι μεθυσμένος, αλλά ήξερα ότι δεν είμαι, ότι είμαι νηφάλιος. Βρισκόμουν όλος, και το πνεύμα μου καί ή ψυχή καί το σώ­μα, σε έξαρση χαράς την οποία το Άγιο Πνεύμα του Θεού χαρίζει μυστικά στους ανθρώπους. Ή πνοή Του είναι σαν λεπτή αύρα πού φέρνει ανέκφραστη ειρήνη, γλυκύτητα καί απερίγραπτη γαλήνη.
Αυτή ή ανέκφραστη γλυκύτητα από την καρδιά α­πλώθηκε δια μέσου των φλεβών στα οστά καί σ’ όλο το σώμα μου καί με γέμισε τέτοια απερίγραπτη αγαλ­λίαση πού ό ανθρώπινος λόγος αδυνατεί να το εκφρά­σει. «Πάντα τα οστά μου ερούσι’ Κύριε, τίς όμοιος σοι;» (Ψαλ. 34, 10)….
«Μέσα μου έλαμψε ένα ασυνήθιστο φως.,.».
Με τους εσωτερικούς μου οφθαλμούς είδα πώς μέ­σα μου έλαμψε ένα ασυνήθιστο φως μέσα από το ό­ποιο είδα καθαρά όλα τα σπλάχνα μου. Με ποιο τρό­πο έγινε αυτό δεν μπορώ να εξηγήσω. Το μόνο πού μπορώ ναπω ότι το είδα πραγματικά. Εν τω μεταξύ κάποιο Όν αόρατο μου εξηγούσε: «Εσύ από τότε πού έγινες δώδεκα χρονών άρχισες να ισχυρίζεσαι ότι ό άνθρωπος είναι τριμερής – αποτελείται από πνεύμα, ψυχή καί σάρκα. Ό δάσκαλος σου στο σχολείο πρωθιερέας σε τιμωρούσε γι’ αυτό πού έλεγες καί σε θεω­ρούσε αιρετικό. Άλλα ό Θεός σε δικαίωσε μέσω Αμ­βροσίου αρχιεπισκόπου Καζάν καί Σβιάσκ και έδει­ξε ότι ή άποψη σου αυτή ήταν σωστή….
Μετά αυτός ό Αόρατος μου έδειξε που βρίσκεται το πνεύμα μου. Αυτό ήταν σαν την φλόγα του κεριού ή σαν την πύρινη φλόγα όπως ζωγραφίζεται στην ει­κόνα της Πεντηκοστής. «Αυτό είναι το ανθρώπινο πνεύμα, μου είπε Εκείνος, καί το έχει κάθε άνθρωπος. Έτσι πλάστηκε ό άνθρωπος από τον Θεό με ψυχή καί πνεύμα…. Αν λέει ό Απόστολος Παύλος ότι υπάρ­χουν άνθρωποι πού δεν έχουν πνεύμα αυτό δεν σημαί­νει ότι πραγματικά δεν έχουν πνεύμα αλλά ότι αυτό το πνεύμα τους δεν έχει αναπτυχθεί εξαιτίας της α­προσεξίας πού δείχνουν για τον εσωτερικό τους οίκο, όπου όρισε ό Θεός να είναι ή κατοικία Του. Εκεί στο ανθρώπινο πνεύμα βρίσκεται ό θρόνος του Θεού. Το ανθρώπινο πνεύμα αλλιώς λέγεται καρδιά καί είναι ε­κείνη ή καρδιά για την οποία ό προφήτης Δαβίδ λέει: «Έτοιμη ή καρδία μου, ό Θεός, έτοιμη ή καρδία μου» (Ψαλ. 56, 8) καί «ή καρδία μου καί ή σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα» (Ψαλ. 83, 3)….
Έτσι είναι το πνεύμα ενός συνηθισμένου ανθρώ­που. Τώρα θα δεις πώς γίνεται όταν τον άνθρωπο επι­σκιάζει ή χάρη του Θεού. Μ’ αυτά τα λόγια ή φλόγα του πνεύματος, σαν μια πυρακτωμένη ουσία, ανέβηκε δια μέσου της σπονδυλικής στήλης στον εγκέφαλο μου φέρνοντας χαρά, ειρήνη καί ησυχία. Ταυτόχρονα ένα άλλο ρεύμα πήγε προς τα άκρα έτσι ώστε σταδια­κά όλο το σώμα μου γέμισε αυτή τη γλυκύτητα για την οποία μιλούσα παραπάνω καί ή οποία προερχό­ταν από την καρδιά. Όλο το σώμα μου σαν να ντύθη­κε ένα λαμπρό χιτώνα. «Βλέπεις, αυτό σημαίνει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Έτσι ντύνεται ό άνθρω­πος το ένδυμα της αφθαρσίας, το ένδυμα γάμου για το όποιο μιλάει το Ευαγγέλιο: «Εισελθών δε ό βασιλεύς θεάσασθαι τους ανακειμένους είδεν εκεί ανθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου, καί λέγει αυτώ εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου;» (Μτ. 22, 11-12)….»
Εδώ τελειώνω τη διήγηση για τίς θαυμαστές απο­καλύψεις και τα οράματα πού είδα εκείνη την ημέρα καί τα όποια το απόγευμα της ίδιας ημέρας τα διηγή­θηκα στην γερόντισσα Παρασκεύα. Καί μετά, όταν πήγα στο Βορόνεζ, το ίδιο έτος 1835, τα διηγήθηκα καί στον αρχιεπίσκοπο Αντώνιο.
«Ό Κύριος με αξίωσε να δω πώς ή χάρη Του ενεργεί στους εκλεκτούς Του».
Την ημέρα του Πάσχα, στον όρθρο, όταν ό αρχιε­πίσκοπος Αντώνιος μαζί με τους ιερείς βγήκε στον σολέα για να ψάλλει έναν από τους ύμνους του κανό­να του Πάσχα, εγώ αξιώθηκα να τον δω περιβεβλημέ­νο με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Κάποιοι Ίσως δεν θα με πιστέψουν εγώ όμως θεωρώ καθήκον μου να το πω. Μόλις άρχισε ό Σεβασμιότατος Αντώ­νιος να ψάλλει τον ύμνο, από το στόμα του βγήκε φωτιά πού ήταν σαν την πύρινη γλώσσα καί είχε άσπρο χρώμα. Αυτή ή φωτιά τον τύλιξε, μετά απλώθηκε σ’ ό­λο το ναό μέχρι καί την τελευταία γωνία. Ολόκληρη ή εκκλησία ήταν γεμάτη τέτοια λάμψη ώστε το φως των κεριών δεν φαινόταν καθόλου. Παντού ήταν μόνο το φως της Θείας Χάρης το όποιο προερχόταν από τον αρχιεπίσκοπο Αντώνιο σαν από τον ήλιο. Ό ί­διος ό Σεβασμιότατος αρχιεπίσκοπος έγινε διάφανος καί εγώ μπορούσα να βλέπω το αίμα πού κυκλοφορού­σε στις φλέβες του καί τα οστά. Πώς έγινε αυτό δεν ξέρω. Άλλα το είδα στην πραγματικότητα. Την στιγμή πού με απορία κοιτούσα τον αρχιεπίσκοπο Αντώ­νιο εκείνος, χωρίς να σταματάει να ψάλλει, έστρεψε προς το μέρος μου το κεφάλι του, χαμογέλασε καί με ένα νεύμα μου έδωσε να καταλάβω πώς εκείνος ξέρει ότι ό Κύριος με αξίωσε εμένα τον αμαρτωλό να δω πώς ή χάρη Του ενεργεί στους εκλεκτούς Του.
Μετά άρχισα να γυρίζω το κεφάλι μου προς τα διάφορα σημεία της εκκλησίας υπακούοντας σε κά­ποια δύναμη. Κανένας από τους ανθρώπους πού έβλε­πα γύρω μου δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον αρχιε­πίσκοπο Αντώνιο. Μόνο κάποιοι λίγοι προσκυνητές στο βάθος της εκκλησίας ήταν σαν τα αστέρια και φώτιζαν τους ανθρώπους γύρω τους. Κάποιοι άνθρω­ποι ήταν φωτεινοί και χαμογελούσαν, κάποιοι άλλοι ήταν μαύροι σαν κάρβουνο. Σε μερικούς κάποια μέρη του σώματος τους ήταν μαύρα. Πιο πολύ την προσο­χή μου τράβηξε ένας πρωθιερέας άπ’ αυτούς πού συλ­λειτουργούσαν με τον αρχιεπίσκοπο. Ήταν ραβδωτός σαν τη ζέβρα. Αργότερα αυτός καθαιρέθηκε. Μία ράβδωση λευκή έλαμπε με το φως της Θείας Χάρης ενώ μια άλλη ήταν μαύρη….
Αυτή ή κατάσταση πού μπορούσα να βλέπω τον ε­σωτερικό κόσμο του καθενός κράτησε όλη την ώρα πού έψαλλαν εκείνον τον ύμνο τρεις φορές… Όταν τε­λείωσε ή Λειτουργία πήγα στο ιερό να ευχηθώ στον σεβασμιότατο «Καλό Πάσχα» καί να του πω’ «Χρι­στός ανέστη». Εκεί του είπα: «Είδα σήμερα ένα θαύμα, επιτρέψτε μου να σας το διηγηθώ». «Το ξέρω, μου απάντησε, χαμογέλασα καί σας έκανα νεύμα για να δείξω ότι ξέρω πώς ό Θεός σας αξίωσε καί εσάς να δείτε την χάρη Του καί πώς αυτή ή χάρη ενεργεί στους ανθρώπους. Τώρα όμως μην πείτε τίποτα, ούτε σε μένα ούτε σε κάποιον άλλον αυτό πού είδατε, καί να μην αναφέρεστε καθόλου σ’ αυτό ούτε τώρα πού θα πιούμε το τσάι μας ούτε κατά το μεσημεριανό γεύμα. ‘Αλλά ελάτε το βράδυ κατά τίς δέκα στο γραφείο μου καί εκεί θα το συζητήσουμε».
Μετά το γεύμα ό αρχιεπίσκοπος Αντώνιος πάλι μου το υπενθύμισε: «Όποτε σας περιμένω κατά τίς δέ­κα το βράδυ. Τώρα να πάτε να ξεκουραστείτε, φαίνε­στε κουρασμένος. Πάω καί εγώ να ξαπλώσω λίγο». ‘Αλλά εγώ κοιμήθηκα πολύ καί άργησα να σηκωθώ. Ήλθε ό υποτακτικός του αρχιεπισκόπου Ιωάννης ό όποιος με ξύπνησε καί με κάλεσε στον δεσπότη. Ό­ταν μπήκα στο γραφείο του Σεβασμιότατου εκεί βρι­σκόταν ήδη ένας άλλος επισκέπτης, ό κύριος Παύλοβ , Αλεξέι ‘Αλεξάντροβιτς. Γι’ αυτό ένας άλλος υποτα­κτικός του Σεβασμιότατου, Μηχάιλο Νικήτιν με πήγε σ’ ένα άλλο δωμάτιο, αυτό πού ήταν δίπλα στην κρε­βατοκάμαρα του αρχιεπισκόπου να περιμένω εκεί τον σεβασμιώτατο Αντώνιο. Μου πρότεινε τσάι. Όταν ό Σεβασμιότατος τελείωσε την συζήτηση του με τον κύ­ριο Παύλοβ καί τον αποχαιρέτησε, τότε μπήκε στο γραφείο του οπού τον περίμενα εγώ, καί μου είπε: «Με συγχωρείτε πού άργησα τόσο πολύ. Δεν ήθελα να στενοχωρήσω τον Παύλοβ τέτοια μεγάλη μέρα.
Αυτός έχει υπηρετήσει πολύ τον άγιο Μητροφάνη καί συνέβαλε πολύ στο να αναγνωριστεί άγιος ό αρ­χιεπίσκοπος Μητροφάνης. Αυτός δεν είναι φίλος μό­νο δικός μου αλλά καί των αγίων Μητροφάνη καί Τύχωνα. Σε τέτοιους ανθρώπους τίποτα δεν μπορώ να αρνηθώ γιατί καί εγώ είμαι δούλος καί υπηρέτης του αγίου Μητροφάνη… Εσύ Μηχάιλο, απευθύνθηκε ό Σεβασμιότατος στον υποτακτικό του, βάλε ακόμα το σαμοβάρι γιατί θέλω τώρα και μόνος μου προσωπικά να κεράσω τσάι τον Νικολάι Αλεξάντροβιτς. Εκείνος είπε ότι ήδη με είχε κεράσει το τσάι αλλά ό αρ­χιεπίσκοπος σ’ αυτό του απάντησε: «Εκείνο το τσάι ήταν δικό σου, τώρα εγώ θέλω να του δώσω δικό μου τσάι, το τσάι του αγίου Μητροφάνη. Φέρε μας καί το ψωμί ακόμα, δεν θα φάω το βραδινό. Όταν ό Μηχάι­λο μας έφερε έτοιμο καυτό σαμοβάρι, τότε ό Σεβασμιότατος του είπε: «Τώρα πήγαινε να κοιμηθείς καί πες σε όλους να πάνε για ύπνο. Εμείς μαζί με τον Νι­κολάι ‘Αλεξάντροβιτς θα καθίσουμε εδώ για να πιούμε το τσάι μας καί να συζητήσουμε, μπορεί καί μέχρι το πρωί. Αύριο δεν θα λειτουργήσω. Καί να πεις να μην κλειδώσουν την πόρτα για να μπορέσει μετά ό Νικολάι ‘Αλεξάντροβιτς να πάει στο κελί του».
Όταν μείναμε μόνοι μας στο κελί εκείνος βάζο­ντας τσάι στα φλιτζάνια με ρώτησε: «τι θέλατε να μου πείτε σήμερα το πρωί;»
Καί εγώ του απάντησα: «Μέχρι τώρα νόμιζα ότι πρέπει να σας πω αυτό πού είδα το πρωί, αλλά βλέπω ότι πρώτα πρέπει να σας πω κάτι άλλο. Να σας πω ότι τώρα πού βάζετε τσάι στα φλιτζάνια σας βλέπω σαν πυρακτωμένο σίδηρο, σαν αναμμένο κόκκινο κάρβουνο πού φλέγεται καί δεν καίγεται».
Εκείνος μου απάντησε: «Σάς είπα να έλθετε αργό­τερα, μετά τίς δέκα, για να δείτε μόνος σας ότι ή χάρη του Θεού δεν ενεργεί έτσι όπως το γράφουν οί νεότε­ροι θεολόγοι οί όποιοι δεν έχουν δοκιμάσει στον εαυ­τό τους πώς ενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Αυτοί μεταφρά­ζουν την ελληνική λέξη «έκσταση» σαν «φρενοβλάβεια» ή «τρέλα» καί νομίζουν ότι, όταν ή χάρη ενερ­γεί στην ψυχή του ανθρώπου, ό άνθρωπος σαν να γί­νεται έξω φρενών. Άλλοι πάλι νομίζουν ότι ή έκστα­ση δεν μπορεί να κρατάει πολύ ώρα. Εμείς όμως από τη δική μας πείρα γνωρίζουμε ότι ή ουσία αυτής της πνευματικής κατάστασης είναι άλλη. Ό άνθρωπος, ό­ταν πίνει κρασί ή κάποιο άλλο αλκοολούχο ποτό, δεν μεθάει αμέσως αλλά τότε, όταν το οινόπνευμα θ’ αρχί­σει να επιδρά στο κεφάλι. Το ίδιο καί το κρασί της χάρης του Αγίου Πνεύματος, το πνευματικό εκείνο ποτό το όποιο πίνουμε τίς λαμπρές αυτές ήμερες του Πάσχα ή άλλες φορές, όταν μας επισκέπτεται το Πα­νάγιο Πνεύμα ή όταν κοινωνούμε των Άχραντων καί Ζωοποιών Μυστηρίων του Χριστού, ή χάρη του Θεού δεν μας φέρνει όλες μαζί τίς δωρεές του Αγίου Πνεύ­ματος αλλά σταδιακά εισέρχεται στα μέλη μας, την ψυχή καί το σώμα μας, καί στην καρδιά, καίει τίς α­μαρτίες μας καί μας γεμίζει χαρά καί αγαλλίαση. Ό­μως ούτε εγώ ούτε εσείς δεν χάσαμε τα λογικά μας. Αν και ή κατάσταση πού βρισκόμαστε τώρα δεν είναι  μια συνηθισμένη κατάσταση αλλά έκσταση, καί όμως δεν μπορούμε να πούμε για τον εαυτό μας ότι είμαστε φρενοβλαβείς. Ακριβώς έτσι θα έλεγαν οι άνθρωποι πού δεν μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει έκσταση καί πώς ενεργεί το Άγιο Πνεύμα στους προφήτες καί άλλους ανθρώπους πού έχουν αποκτήσει την χάρη Του. Τρώμε, ξεκουραζόμαστε, πίνουμε το τσάι μας, συζητάμε, δηλαδή κάνουμε αυτό πού κάνουν όλοι οί άλλοι, κάποιο κοινό καί συνηθισμένο πράγμα. Πέρα­σε σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο, – γιατί στην κατάστα­ση πού σας λέω βρισκόμασταν από το πρωί της προη­γούμενης μέρας καί τώρα κοντεύει να ξημερώσει ή ε­πόμενη, – καί όμως αυτή ή κατάσταση, ή έκσταση πού λέμε, δεν τελειώνει, το βλέπουμε καί το αισθανόμα­στε».
Αυτή ή συζήτηση μας κράτησε μέχρι το πρωί. Έ­τσι περάσαμε τη δεύτερη νύχτα του Πάσχα….

Ή θαυματουργική θεραπεία του Νικολάου Μοτοβίλωφ από τον Γέροντα Σεραφείμ.
Σ’ αυτό το σημείο, Σεβασμιότατε, θα μπορούσα να τελειώσω την εκτεταμένη αναφορά μου, αλλά πώς να μην αναφέρω ότι τη νύχτα 3 με 4 Σεπτεμβρίου 1832 ό Θεός αποκάλυψε στον μεγάλο Γέροντα πατέρα Σεραφείμ όλα όσα είχαν συμβεί στη ζωή μου. Σ’ αυτή τη συζήτηση εκείνος μου είπε καί για την πάλη του κατά των δαιμόνων ή οποία πάλη κράτησε 1001 μέ­ρες καί 1001 νύχτες καί όχι 1000 μέρες καί νύχτες όπως γράφουν μερικοί. Θεωρώ λοιπόν το καθήκον μου να συμπληρώσω την αναφορά μου καί μ’ αυτή τη διή­γηση.
στις 5 Σεπτεμβρίου 1831 ό μεγάλος πατήρ Σερα­φείμ με θεράπευσε από μια σοβαρή αρρώστια πού εί­χα τρία χρόνια. Την θεραπεία μου αυτή μετά την επι­βεβαίωσε και ό γιατρός της περιφέρειας του Σιμπίρσκ κύριος Λιμπγόλντ….
Ή θεραπεία αυτή έγινε με τον εξής τρόπο. Όταν με έφεραν στον μεγάλο Γέροντα Σεραφείμ, στο κοντι­νό του ερημητήριο, πού εκείνος το αποκαλούσε κο­ντινό λαχανόκηπο, δίπλα στο ποτάμι Σαρόβκα, εκεί­νος μου είπε:
«Πιστεύεις ότι ό Κύριος μας Ιησούς Χριστός είναι αληθινός Θεός καί αληθινός Άνθρωπος καί όχι μόνο ένας πολύ σοφός άνθρωπος όπως κάποιοι λανθασμένα διδάσκουν γι’ Αυτόν;»
«Πιστεύω», του απάντησα.
«Πιστεύεις ότι ή Παναγία, ή Βασίλισσα των Ουρα­νών, ή Θεοτόκος, είναι Παρθένος πριν τη γέννηση, στη γέννηση καί μετά τη γέννηση, ότι δεν Την άγγιξε ή φθορά καί ότι Αυτή μαζί με τον Υιό της, πού μετά από τρεις ήμερες αναστήθηκε από τους νεκρούς, φροντί­ζει καί σήμερα για την σωτηρία μας;» «Πιστεύω», του απάντησα.    «Πιστεύεις ότι ό Κύριος μας Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός «χθες καί σήμερον ό αυτός καί εις τους αιώ­νας» (Έβρ. 13, 8) καί όπως παλιά έκανε θαύματα καί θεράπευε τίς ασθένειες των ανθρώπων μόνο με έναν λόγο Του καί έδιωχνε τα δαιμόνια, το ίδιο μπορεί να κάνει καί σήμερα;»
«Πώς να μην το πιστεύω, του είπα αν δεν το πί­στευα τότε δεν θα έλεγα στους ανθρώπους μου να με φέρουν σε σας, παππούλη μου. Άλλα εγώ πίστευα, πι­στεύω καί πάντα θα πιστεύω ότι ό Κύριος μας Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Μονογενής καί Θεάνθρωπος, αληθινός κατά την Θεότητα καί κατά την αν­θρωπότητα Του, ότι ή Θεότητα, δεν έπαψε να είναι Θε­ότητα, ούτε ή ανθρωπότητα θεοποιήθηκε, αλλά Εκεί­νος στις δύο Του φύσεις ασυγχύτως γνωρίζεται. Επί­σης πιστεύω ότι ή Άχραντος Θεοτόκος είναι Αειπάρθενος καί είναι ή δική μου προστασία. Καί όπως Ε­κείνος παλιά έκανε θαύματα διώχνοντας τα δαιμόνια καί θεραπεύοντας κάθε ασθένεια στους ανθρώπους το ίδιο μπορεί να κάνει καί σήμερα με τίς πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας Του. Όμως εγώ εξαιτίας των πολ­λών μου αμαρτιών δεν έχω παρρησία ενώπιον Του, γι’ αυτό καί σκέφτηκα εσάς. Μου είχατε δώσει μια φορά την ευχή σας, τότε πού ήμουν εφτά χρονών. Ξέρω ότι ευαρεστείτε τον Θεό και την Παναγία, γι’ αυτό καί εί­πα να με φέρουν εδώ για να με θεραπεύσετε».
Αυτός χαμογέλασε καί μου είπε: «»Αν πιστεύετε, ευλαβέστατε, αυτό σημαίνει ότι ήδη έχετε γίνει καλά. Είστε υγιής καί δεν έχετε ανάγκη θεραπείας».
«Δεν μπορώ να σηκωθώ, του απάντησα, τέσσερις άνθρωποι κρατάνε το σώμα μου καί ό πέμπτος το κε­φάλι. Καί μόνος σας βλέπετε ότι δεν μπορώ να κουνηθώ. Πώς μπορώ να σταθώ όρθιος;»
«Μπορείτε, μου είπε εκείνος κάνοντας νεύμα στους ανθρώπους μου να κάνουν στην άκρη, καί ό ί­διος με σήκωσε με τα χέρια του. Μ’ αυτό τον τρόπο, είπε, βλέπετε πόσο καλά στέκεστε στα πόδια σας;»
«Ναι, στέκομαι επειδή εσείς με κρατάτε, του απά­ντησα».
«Όχι, μου είπε χαμογελώντας εκείνος. Όχι, καί πήρε τα χέρια του από μένα, να, τώρα δεν σας κρατάω αλλά καί πάλι στέκεστε στα πόδια σας μια χαρά, προ­χωράτε τώρα, ό Κύριος σας θεράπευσε».
«Με συγχωρείτε, του είπα εγώ, αλλά αν αρχίσω να περπατάω θα πέσω κάτω καί θα είμαι χειρότερα α­πό ότι είμαι τώρα».
«Όχι, μου απάντησε εκείνος, με πήρε από το χέρι καί προχωρήσαμε μαζί. Περπατούσα χωρίς να σκο­ντάφτω.
Μπορεί ένας άνθρωπος να περπατάει καλύτερα; με ρώτησε. – «Έχετε γίνει εντελώς καλά». Μετά άρχισε να με σπρώχνει από πίσω λέγοντας: «Προχωράτε, ευ­λαβέστατε, προχωράτε, τι ωραία πού περπατάτε, καί έ­τσι θα περπατάτε πάντα. Ό Κύριος σας έκανε κα­λά»….
«Αύτη ή ασθένεια ουκ εστί προς θάνατον, άλλ’ υ­πέρ της δόξης τον Θεού, ίνα δοξασθη ό υιός του Θεού δι` αυτής».
Την άνοιξη 1832 ό μεγάλος πατήρ Σεραφείμ μου έδωσε εντολή να επιστρέψω στο σπίτι μου στο Σιμπίρσκ. Εκεί έμαθα ότι ή αγαπημένη μου Κάτια Γιαζίκοβα έχει αρραβωνιαστεί. Όταν το έμαθα παρέλυ­σαν τα άκρα μου, τα χέρια και τα πόδια. Ήμουν ξανά άρρωστος.
Τότε άκουσα για την εύρεση των τιμίων λειψάνων του μεγάλου αγίου του Θεού Μητροφάνη. Είπα στους ανθρώπους μου να με πάνε αμέσως στο Βορόνεζ. Είχα ακούσει για τον δεσπότη εκεί πού λεγόταν Αντώνιος ότι είναι ένας άγιος άνθρωπος, σαν τον πατέρα Σεραφείμ. Πριν όμως πάω εκεί είπα να περάσουμε από το μοναστήρι του Σαρόβ, από τον πατέρα Σεραφείμ. Στο δρόμο στην πόλη Άρζαμάς συνάντησα την εικόνα της Παναγίας από την οποία έχουν γίνει πολλά θαύ­ματα. Αυτή ή εικόνα λεγόταν Βλαντιμίρσκαγια – Όράνσκαγια καί σαν να ευλόγησε το δρόμο μου. Στο μετόχι της μονής του Σαρόβ οπού σταμάτησα να ξε­κουραστώ άκουσα από τον αρχοντάρη, τον πατέρα Ιά­κωβο Σουχορούκι τα έξης λόγια: «Αυτή ή ασθένεια ουκ εστί προς θάνατον, άλλ’ υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθή ό υιός του Θεού δι’ αυτής» (Ίω. 11, 4), τα όποια ήταν για μένα σαν το αναστάσιμο μήνυ­μα.
Όταν έφτασα στο μοναστήρι του Σαρόβ καί με έ­φεραν στο κελί του μεγάλου πατρός Σεραφείμ, εκεί­νος μου είπε, ότι έλαβε το γράμμα στο όποιο του είχα γράψει σχετικά με την Κάτια Γιαζίκοβα. Σ’ εκείνο το γράμμα έλεγα ότι ήμουν σαν τον απόστολο Πέτρο πού περπατούσε πάνω στα κύματα αλλά όταν είδε ότι ό άνεμος είναι ισχυρός, παρά λίγο να πνιγεί στη θά­λασσα. Του έγραφα επίσης ότι, όταν έμαθα πώς ή Κά­τια αρραβωνιάστηκε, παρέλυσε το σώμα μου καί έγι­να άρρωστος χειρότερα από πριν καί παρά λίγο να πέ­θαινα. Γι’ αυτό είπα να με πάνε στο Βορόνεζ καί στο δρόμο πέρασα από το Σαρόβ να δω τον πατέρα καί τον ευεργέτη μου για να πάρω την ευχή του για το τα­ξίδι….
«Τα λείψανα των αγίων ανθρώπων είναι άφωνες σάλπιγγες πού ευαγγελίζονται το θέλημα του Θεού».
Ρώτησα τον πατέρα Σεραφείμ για μερικά θέματα πού με απασχολούσαν μεταξύ των οποίων ήταν καί ή αφθαρσία των τιμίων λειψάνων… Πολλά μου είπε ό πατήρ Σεραφείμ αλλά εγώ αναφέρω εδώ μόνο την ου­σία. Είπε ότι δεν υπάρχει ούτε ένα χριστιανικό κοιμη­τήριο οπού να μην υπήρχαν τα άγια λείψανα. Είπε ότι όχι μόνο τα λείψανα των μοναχών αλλά καί των λαϊκών μπορούν να είναι άφθαρτα. Ότι την αφθαρσία έ­χει το σώμα εξαιτίας της χάρης του Αγίου Πνεύματος πού συγκατοικεί με το πνεύμα του άνθρωπου στην ψυ­χή καί το σώμα μας. Ότι μόνο εκείνα τα μέρη του σώ­ματος παραμένουν άφθαρτα όπου κατοικούσε το Άγιο Πνεύμα ενώ τα άλλα όπου βασίλευε το σκότος της α­μαρτίας, εκείνα αποσυντίθενται κατά τον αψευδή λό­γο του Θεού «γη ει καί εις γήν απελεύση» (Γεν. 3, 19). Ότι υπάρχουν περιπτώσεις πού ή φθορά δεν αγγί­ζει καθόλου το σώμα αλλά αυτό δεν σημαίνει οπωσ­δήποτε ότι το σώμα αυτό είναι ενός αγίου άνθρωπου. Μπορεί ό άνθρωπος αυτός, μ’ αυτό τον τρόπο, να έχει τιμωρηθεί από τον Θεό για τίς αμαρτίες του καί όταν ή Εκκλησία προσευχηθεί για την άφεση των αμαρ­τιών του αμέσως το σώμα του αποσυντίθεται, γιατί δεν έχει την δόξα της αφθαρσίας την οποία έχουν μό­νο οι πραγματικοί άγιοι του Θεού. Ότι ή αναγνώριση των τιμίων λειψάνων δεν είναι μια γραφειοκρατική διαδικασία όπως λένε αυτοί πού δεν γνωρίζουν τους δρόμους του Θεού αλλά ευαρεστούν τους ανθρώπους αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι χριστιανό αλλά αντιχριστιανοί. Τα φανερώνει Κύριος ό Θεός όχι για να απο­δείξει την ορθότητα της πίστης μας καί όχι επειδή είμαστε άξιοι.
Ή αποκάλυψη καί ή αναγνώριση των τιμίων λει­ψάνων είναι έργο της Θείας Πρόνοιας ή οποία κάνει τους ανθρώπους, πού ευαρεστούν τον Θεό, να είναι όργανα με τα όποια Αυτός οδηγεί άλλους στη σωτη­ρία. Καί μόνο ό Θεός αποφασίζει πότε καί πόσα άγια λείψανα να φανερώσει. Ότι τα λείψανα των άγιων αν­θρώπων είναι  άφωνες  σάλπιγγες καί  βροντές  πού ευαγγελίζονται το θέλημα του Θεού, οι όποιες μας καλούν στη μετάνοια. Τότε, όταν ή ασέβεια διαφθείρει τα περισσότερα μέλη της Αγίας Εκκλησίας, ό Θεός αναδεικνύει τα λείψανα των αγίων σαν τους προφήτες στην παλιά εποχή, τους οποίους έστελνε να πουν στο λαό Του το θέλημα Του, πού τους καλούσε στη μετά­νοια. Άλλα εκείνη την εποχή οί άνθρωποι ήταν πιο απλοί καί πίστευαν ότι καί ένας ζωντανός άνθρωπος μπορεί να είναι άγιος και να εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα, γι’ αυτό καί μπορούσε ό Θεός να στέλνει ζω­ντανούς προφήτες καί κήρυκες της μετάνοιας. Όμως στους έσχατους καιρούς ή πίστη καί ή ευλάβεια χάνο­νται ενώ στη θέση τους μπαίνουν ή ασέβεια, ή βλα­σφημία κατά του Αγίου Πνεύματος καί ή πλήρης α­πουσία της πίστης στον Θεό, τον Χριστό καί την δυ­νατότητα της πραγματικής κοινωνίας των ανθρώπων με το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό αν καί υπάρχουν σήμε­ρα μεταξύ μας άνθρωποι θεοφόροι, δια μέσου των ό­ποιων θα μπορούσε να ενεργήσει ό Θεός, όμως οί άλ­λοι δεν τους πιστεύουν καί λένε ότι βρίσκονται σε πλάνη. Ή στην περίπτωση πού παραδεχτούν ότι σ’ αυτούς τους ανθρώπους πραγματικά ενεργεί το Άγιο Πνεύμα, μπορούν να πουν καί το εξής: «Τώρα σ’ αυ­τούς τους ανθρώπους ενεργεί το Άγιο Πνεύμα αλλά μετά μπορούν αυτοί οί προφήτες του Θεού καί να α­μαρτήσουν. Τότε τι κήρυκες του θελήματος του Θεού καί των λόγων Του είναι αυτοί;» Γι’ αυτό θα έχουν αμφιβολίες καί δεν θα πιστέψουν στον εμπνευσμένο από τον Θεό λόγο τους. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο καί φανερώνει ό Κύριος στην εποχή μας τα άγια λεί­ψανα. Καί μακάριοι είναι εκείνοι οί άνθρωποι πού βοηθούν στην αναγνώριση των τιμίων λειψάνων καί αξιώνονται, μ’ αυτό τον τρόπο, να είναι όργανα της Θείας Πρόνοιας….
«Ό Κύριος μου φανέρωσε όλη την ζωή σας αρχί­ζοντας από την γέννηση καί μέχρι την κοίμηση σας».
Όταν είπε ό πατήρ Σεραφείμ αυτά τα λόγια, με ρώτησε, διότι γνώριζε την επιθυμία μου να λάβω την θεραπεία της ασθένειας μου από τον άγιο Μητροφάνη στο Βορόνεζ: «Μήπως θέλετε, ευλαβέστατε, να σας θεραπεύσω εγώ; Πέρσι εγώ σας θεράπευσα καί μέχρι πρόσφατα ήσασταν καλά καί θα ήσαστε καί τώρα αν δεν συνέβαινε αυτό το θλιβερό γεγονός το όποιο σας στενοχώρησε τόσο πολύ, όπως μου είπατε. Τι λέτε, να σας θεραπεύσω τώρα;»
Καί εγώ του απάντησα: «Όπως νομίζετε, πάτερ, με όλη την ψυχή μου καί με χαρά θα σας παρακαλού­σα να με θεραπεύσετε. Αν έτσι, τότε ούτε στο Βορό­νεζ δεν θα πάω. Μόνο θα ήθελα πολύ να γνωριστώ με τον εκεί αρχιεπίσκοπο Αντώνιο ό όποιος, όπως λένε, είναι σαν καί εσάς δούλος του Κυρίου καί της Πανα­γίας. Ακόμα θα ήθελα να δω καί τον αυτοκράτορα τον όποιο θα ήθελα να παρακαλέσω να με προστατέ­ψει από τις επιθέσεις των κακών ανθρώπων… Άλλα ό­τι άφορα την θεραπεία μου, με χαρά θα παρακαλούσα να με θεραπεύσετε εσείς πάτερ μου».
Τότε ό πατήρ Σεραφείμ σώπασε για λίγο καί μετά είπε: «Ξέρετε, ευλαβέστατε, λάθος σας είπα ότι πέρσι σας θεράπευσα εγώ. Δεν σας θεράπευσα εγώ αλλά ό Κύριος μας Ιησούς Χριστός με τίς πρεσβείες της Παναγίας, αν καί ή θεραπεία αυτή έγινε δια μέσου εμού του φτωχού Σεραφείμ. Μήπως μπορείτε να μείνετε ε­δώ ακόμα μία ήμερα», με ρώτησε. Εγώ του είπα ότι με μεγάλη μου χαρά θα μείνω καί είμαι έτοιμος να μην πάω καθόλου στο Βορόνεζ.
«Όχι, μου είπε, ελάτε καλύτερα να προσευχηθού­με στον Θεό για να μας αποκαλύψει τι πρέπει να κά­νω, να σας θεραπεύσω εγώ ή να σας αφήσω να πάτε για την θεραπεία στο Βορόνεζ. Εσείς, ευλαβέστατε, να μείνετε ακόμα για μία νύχτα εδώ καί εγώ θα προσευχηθώ στον Κύριο, τι θα μου πει Εκείνος για σας. Εσείς να πάτε τώρα στον ξενώνα καί εγώ θα μείνω για προσευχή καί αύριο μετά το μεσημεριανό σας γεύμα ελάτε μαζί με τον πατέρα Γούρια στο κοντινό μου ερημητήριο».
Όταν την επόμενη μέρα με έφεραν στον πατέρα Σεραφείμ, στο κοντινό του ερημητήριο, καί με κατέ­βασαν από το λόφο κάτω, τότε είδα να κάθονται στις δύο μεγάλες πρασιές δύο γερόντισσες από το Ντιβέγεβο καί να μαζεύουν πατάτες. Ήταν 4 Σεπτεμβρίου 1832. Ό πατήρ Γουρίας, επειδή ή ημέρα εκείνη ήταν αρκετά ζεστή, πήρε το πανωφόρι μου καί το άφησε σ’ εκείνες τίς μοναχές για να το προσέχουν καί εμένα με πήγαν πιο πέρα από τη βρύση, σ’ έναν τόπο πού απείχε άπ’ αυτή περίπου εξήντα βήματα, μέσα στο δάσος, όπου σ’ ένα ξέφωτο καθόταν ό μεγάλος γέροντας πα­τήρ Σεραφείμ περιστοιχισμένος από φλαμουριές, σαν στο κιόσκι, καί συζητούσε, όπως έμαθα αργότερα, με την εκκλησάρισσα της αδελφότητας του Ντιβέγεβο. Όταν με είδε εμένα να με κουβαλούν οι υπηρέτες με την συνοδεία του πατρός Γούρια, τότε άφησε εκείνη να φύγει δίνοντας την ευλογία καί δείχνοντας με το χέρι που ακριβώς πρέπει να πάει καί έκανε νεύμα να με φέρουν κοντά του. Είπε στους ανθρώπους να με α­φήσουν κάτω στην πρασιά…, καί μετά άρχισε να μου μιλά μαζεύοντας ταυτόχρονα πατάτες.
«Χτες, ευλαβέστατε, αποφασίσαμε να προσευχηθώ στον Θεό για να μου πει τι να κάνω: να σας θεραπεύ­σω με την χάρη Του εγώ ό ίδιος, όπως με αξίωσε πέρ­σι να το κάνω, ή να σας αφήσω να πάτε στο Βορόνεζ. Αυτό καί έκανα. Καί ό Κύριος μου φανέρωσε όλη την ζωή σας αρχίζοντας από τη γέννηση καί μέχρι την κοίμηση σας».
«Καί τι θα μου συμβεί;», τον ρώτησα.
«Αυτό μου είπε ό Κύριος να μην σας το πω, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα φταίτε για τίς αμαρτίες πού θα κάνετε καί για τίς αρετές σας, δεν θα μπορέσε­τε να αμειφθείτε. Πραγματικά, δεν θα πείτε στον Κύ­ριο, αν θελήσει να σας τιμωρήσει: «Κύριε, ό δούλος Σου Σεραφείμ εκ μέρους Σου μου είπε ότι θα κάνω στη ζωή μου πολλές αμαρτίες, τότε για ποιο λόγο Ε­σύ με τιμωρείς;» Η αντίθετα, αν θελήσει, ευλαβέστα­τε, ό Κύριος να σας αμείψει για τίς αρετές καί την δι­καιοσύνη σας, τότε δεν θα έχει δικαίωμα ό διάβολος να πει στον Θεό: «Για ποιο λόγο, Κύριε, του δίνεις α­μοιβή; Δεν είναι τίποτα σπουδαίο πού έκανε τόσες καλές πράξεις, πού δεν με φοβόταν καί με τόση δύναμη μου αντιστεκόταν. Δεν του είχε πει ό Σεραφείμ εκ μέ­ρους Σου όλα όσα θα του συμβούν; Ή δική του δου­λειά ποια είναι; Ό καθένας θα έκανε το ίδιο αν ήξερε εκ των προτέρων τι θα του συμβεί». Γι’ αυτό το λόγο, φίλε Θεού, απαγόρεψε ό Θεός να σας φανερώσω τι θα σας συμβεί στη ζωή σας. Άλλα καί σε άλλους δεν δί­νει ό Κύριος να γνωρίζουν πλήρως την πορεία της ζωής  τους.  Μόνο  μερικές  φορές  την  αποκαλύπτει στους εκλεκτούς Του, καί μόνο ένα μέρος, «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α’Κορ. 13, 12). Καί το κάνει για να μην απελπίζονται όταν βλέπουν τίς επιθέσεις του εχθρού, πού ό Κύριος γνωρίζει ότι θα δοκιμάσουν
στο μέλλον, για να έχουν έστω καί μια μικρή παρηγο­ριά στις θλίψεις τους, ένα φως μέσα στο σκοτάδι των επιβουλών του πονηρού, πού επιτρέπει ό Θεός να δο­κιμάζουν. Καί αν δεν είχαμε τέτοιες «εν μέρει αποκα­λύψεις», πού δίνει ό Θεός στους εκλεκτούς Του, για
να βοηθήσει τους ανθρώπους «ουκ αν εσώθη πάσα σαρξ» (Μτ. 24, 22) από τίς επιβουλές καί ραδιουργίες του διαβόλου. Γι’ αυτό λοιπόν το λόγο, θεοφιλέστατε,
ό Κύριος μου είπε να μην σας φανερώσω όλα αλλά έ­να μέρος, αυτό δηλαδή πού ή ευσπλαχνία Του ευδόκησε μέσω εμού να σας αποκαλύψει.
«Ό Κύριος μου είπε ότι στη ζωή σας τα πνευματι­κά με τα κοσμικά καί τα κοσμικά με τα πνευματικά…, είναι αδύνατον να ξεχωρίσουμε…».
-Ένα πράγμα θα σας πω καί αυτό είναι το πιο βα­σικό: «Εάν ό ίδιος ό Κύριος καί ή Παναγία δεν μου φα­νέρωναν την ζωή σας δεν θα πίστευα ότι μπορεί να υ­πάρχει μια τέτοια ζωή. Ό Κύριος μου είπε ότι στη ζωή σας τα πνευματικά με τα κοσμικά καί τα κοσμικά με τα πνευματικά είναι τόσο στενά συνδεδεμένα, ώστε είναι αδύνατον να ξεχωρίσουμε το ένα από το άλλο, καί ότι Αυτός ό ίδιος αποφάσισε να έχετε μια τέτοια ζωή καί ότι ή ανθρωπότητα στο μέλλον θα ακολουθή­σει αυτό ακριβώς το δρόμο, αν θελήσει να σωθεί, καί ότι όλα αυτά είναι σύμφωνα με το θέλημα Του, καί ότι μόνο γι’ αυτό το λόγο μου επιτρέπει να σας αποκαλύ­ψω κάτι από τη ζωή σας, για να μην χαθείτε βλέπο­ντας τόσες δυσκολίες στο δρόμο σας».
«τι θα μου συμβεί, παππούλη μου;» τον ρώτησα εγώ. Καί εκείνος συνέχισε: «Εγώ, φίλε του Θεού, δεν ξέρω καλά τα γράμματα, ακόμα καί υπογράφω με δυ­σκολία, καί την γραμματική δεν την γνωρίζω καθό­λου, αλλά διαβάζω γρήγορα όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά καί άλλα βιβλία, καί μπορούσα παλιά να διαβά­ζω δύο καί τρία βιβλία το εικοσιτετράωρο. Καί τέτοια μνήμη μου έδωσε ό Θεός πού μπορώ πολλά να σας πω από στήθους – τόσο ισχυρή μνήμη ευδόκησε Κύριος ό Θεός να μου δώσει. Γι’ αυτό αν καί δεν ήμουν κα­λός στα μαθήματα καί δεν έμαθα καθόλου την γραμ­ματική, όμως ξέρω πάρα πολλά, περισσότερα ακόμα καί από μερικούς επιστήμονες, διότι πολλές χιλιάδες βιβλία κρατάω στη μνήμη μου. Έκτος άπ’ αυτό καί το χάρισμα της σοφίας καί της διάκρισης πού δίνεται ά­νωθεν από τον Θεό. Εκείνος μου το έδωσε πλούσια μετά από τίς θλίψεις καί τίς στενοχώριες πού υπέφερα για το όνομα Του. Θα σας πω, φίλε του Θεού, πόσα καί ποια βιβλία διάβασα για να δείτε καί μόνος σας ότι ξέρω καλά εκτός από την Αγία Γραφή καί τα εκ­κλησιαστικά βιβλία καί τα λεγόμενα κοσμικά. Στη βιβλιοθήκη της Μονής μας νομίζω ότι υπάρχουν περίπου πεντέμισι χιλιάδες βιβλία, μεταξύ αυτών είναι καί τέτοια σαν την Ιστορία του Ρολλέν   στη μετά­φραση του Τρετγιακόβ πού αποτελείται από τριάντα τόμους. Και όλα αυτά τα βιβλία εγώ τα διάβασα, ακό­μα καί τέτοια σαν το βιβλίο περί των συστημάτων ή της δομής του κόσμου ή το Αλκοράν περί του Μωά­μεθ    καί αλλά παρόμοια βιβλία. Σε μερικά βιβλία, ό­πως για παράδειγμα του Τρετγιακόβ, ή γλώσσα είναι βαριά, εγώ όμως επεδίωκα να βρω την ουσία, να μάθω τι γίνεται πάνω στη γη καί τι ό άνθρωπος αξιώθηκε α­πό τον Θεό να μάθει.
Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ξέρουμε καί τίς αιρέ­σεις, να τίς ξέρουμε αλλά να μην τίς ακολουθούμε, γιατί ό ίδιος ό Κύριος λέει στη Βίβλο: «Όταν πληθύ­νεται ή γνώση, τότε αποκαλύπτονται τα μυστήρια»… Επίσης διάβασα και πολλά βιβλία των ευεργετών της Μονής, όπως καί τα βιβλία των πατέρων της Μονής μας, τριάντα από τον ένα, εβδομήντα από τον άλλο, και τα διάβασα όλα. Είχα άκρατη επιθυμία για το διά­βασμα, θεοφιλέστατε. Διάβαζα καί σκεφτόμουν πώς καλύτερα να ευαρεστήσω τον Θεό. Σάς λέω ότι δεν ξέ­ρω ποιος άλλος άνθρωπος διάβασε περισσότερα από μένα εκκλησιαστικά καί κοσμικά βιβλία. Σάς το λέω όχι για να επαινέσω τον εαυτό μου αλλά για να σας κάνω να καταλάβετε ότι πραγματικά ξέρω αρκετά. Έ­κτος άπ’ αυτό καί ό Θεός μου αποκαλύπτει τα μυστή­ρια Του, όπως αποκάλυψε καί την ζωή σας, όμως που­θενά δεν είδα καί δεν διάβασα για μια τέτοια ζωή σαν τη δική σας, καί αν ό ίδιος ό Θεός δεν μου έλεγε ότι υπάρχει μια τέτοια ζωή…., ποτέ δεν θα πίστευα…. Άλ­λα ό Θεός μου το είπε. Καί εγώ πιστεύω ότι ό λόγος Του είναι αλήθεια καί ότι όλα θα γίνουν έτσι όπως Αυτός μου το αποκάλυψε, καί μερικά άπ’ αυτά μου επέτρεψε να τα αποκαλύψω και σε σας.
«Στο πρόσωπο σας Εκείνος ήθελε να δείξει καί αυτό τον τρόπο της σωτηρίας…».
Θα σας πω για παράδειγμα το έξης: θυμάστε πέρσι μου λέγατε πώς υπάρχει στο νου σας μια σκέψη, ότι είναι δυνατόν καί αυτός πού ζει μέσα στον κόσμο να αποκτήσει μια τέτοια χάρη σαν καί εκείνον πού ζει στην έρημο;… Άλλα εγώ σας είπα, συνέχισε ό πατήρ Σεραφείμ, ότι αυτό είναι αδύνατον για εκείνους πού ζουν μέσα στον κόσμο, θέλουν να παντρευτούν, θέ­λουν να υπηρετούν σε μια κρατική υπηρεσία, να έ­χουν μεγάλες επιχειρήσεις σαν εκείνη την οποία θέ­λατε να κάνετε εσείς. Άνθρωποι σαν εσάς, θεοφιλέστατε, οί όποιοι με όλη την ψυχή τους αγάπησαν τον Κύριο, καί εσείς πραγματικά Τον αγαπάτε, όπως μου είπε Εκείνος, τέτοιοι άνθρωποι όχι μόνο δεν ήθελαν και δεν επιθυμούσαν αυτά πού θέλετε και επιθυμείτε ε­σείς αλλά άφηναν καί τίς γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τα αξιώματα, τον πλούτο, την δόξα, τίς τιμές, καί όλες γενικά τίς γήινες και πρόσκαιρες χαρές καί έφευγαν στην έρημο, όπου ζούσαν μέσα στην παρθε­νία, την φτώχεια καί τίς στερήσεις καί έτσι αποκτού­σαν την χάρη του Παναγίου Πνεύματος του Θεού.
Καί εσείς λέγατε τότε ότι την ίδια χάρη μπορεί να την αποκτήσει και ένας πού ζει μέσα στον κόσμο. Ε­γώ τότε σας έλεγα, καί δεν έλεγα ψέμα, ότι για έναν πού ζει μέσα στον κόσμο αυτό είναι αδύνατον. Σάς το έλεγα κατά Θεόν. όμως, τώρα, ό Κύριος μου αποκά­λυψε ότι αυτή ή σκέψη δεν ήταν δική σας, ότι αυτή την σκέψη Εκείνος την έβαλε στο νου σας καί Εκεί­νος έκανε να στερεωθείτε σ’ αυτήν. Στο πρόσωπο σας Εκείνος ήθελε να δείξει καί αυτό τον τρόπο της σωτη­ρίας, για να είναι καί οι άνθρωποι πού ζουν μέσα στον κόσμο κοινωνοί ίδιων χαρισμάτων του Αγίου Πνεύμα­τος, όπως καί οι μοναχοί, αν σηκώσουν μέχρι τέλους τους κόπους, τους αγώνες, τα βάσανα καί τίς θλίψεις για τον Χριστό»….
Άρχισε μετά ό πατήρ Σεραφείμ να μιλάει για την πάλη του με τους δαίμονες καί έλεγε τα έξης: «Ό Κύ­ριος μου αποκάλυψε ότι εσείς, θεοφιλέστατε, όταν δια­βάζατε τους βίους των αγίων πολλές φορές στο νου σας εμφανιζόταν ή σκέψη ότι θα ήταν καλό να πολεμήσετε με τους δαίμονες καί να τους νικήσετε καί ότι θα τους πολεμούσατε με θάρρος. Όλα αυτά είναι καλά αλλά μόνο στην περίπτωση πού ό Κύριος βοηθήσει τον άνθρωπο σ’ αυτή την πάλη, δεν τον αφήσει να χα­θεί και δώσει νίκη επί του διαβόλου. Καί όμως χρειά­ζεται να έχουμε πολύ προσοχή, να μην αναζητούμε μόνοι μας ν’ αρχίσουμε αυτό τον επικίνδυνο αγώνα, γιατί εκεί ή μέση δεν υπάρχει, ή νίκη ή θάνατος. Ακό­μα καί οί μεγάλοι ασκητές καί θαυματουργοί μόλις άρχιζαν να ελπίζουν μόνο στις δικές τους δυνάμεις χά­νονταν. Γι’ αυτό ό άνθρωπος πρέπει πολύ να ταπεινώνεται καί όσο μπορεί να αποφεύγει αυτό τον αγώνα καί να μην βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι θα έχει μεγά­λη αμοιβή από τον Κύριο αν νικήσει. Διότι αν μόνοι μας βγαίνουμε σ’ αυτή την πάλη χωρίς να έχουμε κλή­ση από τον Θεό, δεν ξέρουμε ποιο θα είναι το τέλος.»
«Ή δύναμη των δαιμόνων είναι τόσο μεγάλη ώστε ό πιο μικρός άπ’ αυτούς μπορεί μόνο με ένα νύχι του να γυρίσει τη γη μας ανάποδα, σαν τη μπάλα…».
Εγώ ό πτωχός Σεραφείμ έχω δοκιμάσει αυτή την πάλη με τους δαίμονες καί θα χανόμουν τελείως αν ό Κύριος καί ή Παναγία δεν με βοηθούσαν καί δεν με προστάτευαν. Ή δύναμη των δαιμόνων είναι τόσο με­γάλη ώστε ό πιο μικρός άπ’ αυτούς μπορεί μόνο με έ­να νύχι του να γυρίσει τη γη μας ανάποδα, σαν τη μπάλα, καί θα το έκανε αν δεν τον εμπόδιζε σ’ αυτό ή παντοδύναμη δεξιά του Θεού. Τόσο πολύ ό Θεός τα­πείνωσε τους δαίμονες για την υπερηφάνεια τους, ώστε -καί το βλέπουμε στο βιβλίο του Τωβίτ με τον αρχάγγελο Ραφαήλ- καί ή χολή του ψαριού μπορεί να τους διώχνει από τους ανθρώπους».
Τότε εγώ ρώτησα τον πατέρα Σεραφείμ’ «Άραγε, οί δαίμονες έχουν νύχια;»
Καί εκείνος μου απάντησε: «Εσείς, φίλε του Θεού, πού έχετε τελειώσει πανεπιστήμιο με ρωτάτε αν οί δαίμονες έχουν νύχια; Δεν ξέρετε ότι οί δαίμονες εί­ναι άγγελοι αν καί πεσμένοι, δηλαδή πνεύματα, καί το πνεύμα σάρκα καί οστά δεν έχει, όπως είπε ό ίδιος ό Κύριος, αν καί ό δαίμονας, παρ’ όλο πού είναι άγγε­λος του σκότους, μπορεί να μεταμορφώνεται σε άγγε­λο φωτός. Ή Αγία μας Εκκλησία για να δώσει στους απλούς ανθρώπους, πού ακόμα δεν έχουν αποκτήσει το Άγιο Πνεύμα, να καταλάβουν καλύτερα την εσωτε­ρική καί την εξωτερική ασχήμια των πεσμένων αγγέ­λων, αναγκάζεται να τους παρουσιάζει με μορφή πιο άσχημη καί αποκρουστική για τα εσωτερικά μας μά­τια. Γι’ αυτό το λόγο οί δαίμονες εικονίζονται με νύ­χια, ουρά, κέρατα, μεγάλα δόντια καί άλλα. Στην πραγματικότητα οί δαίμονες δεν έχουν τίποτα άπ’ αυ­τά, ή φύση τους παραμένει να είναι αγγελική, έτσι ό­πως είχαν πλαστεί. αφού όμως έχουν χάσει την χάρη του Αγίου Πνεύματος έγιναν τόσο άσχημοι ώστε καί αυτή ή μορφή με την οποία τώρα τους παρουσιάζει ή Εκκλησία είναι καλύτερη από αυτή πού είναι στην πραγματικότητα».
«Καί πώς το γνωρίζετε αυτό;» – τον ρώτησα εγώ. «Πώς να μην το ξέρω, ευλαβέστατε, αφού πολεμούσα μ’ αυτούς. Είναι τόσο άσχημοι ώστε ό άνθρωπος, πού δεν έχει αποκτήσει την χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί να τους δει, διότι μπορεί να πεθάνει από τρόμο. Το ίδιο είναι αδύνατον να δει καί τους αγίους αγγέλους, αφού από την χαρά πού θα του προκαλούσε αυτή ή θέα μπορεί μάλλον να πεθάνει μέσα σε μια στιγμή. Εγώ όμως, με τη χάρη καί τη βοήθεια της Παναγίας, παρέμεινα αβλαβής, καί έγινε αυτό με τον εξής τρόπο. Πολύ πιο πριν να γίνει ό Φώτιος καθηγούμενος της Μονής «Γιούργεβ» στο Νόβγκοροντ ή Ιερά Σύνοδος έδωσε εντολή στη Μονή του Σαρόβ να στείλει έναν από τους μοναχούς της Μονής πού στα χαρίσματα να ήταν όμοιος με τον πατέρα Ναζάριο της Μονής Βαλαάμ, ό όποιος καί αυτός προερχόταν από το Σαρόβ, για να πάρει την θέση του Καθηγούμενου στο Νόβγκοροντ… Έτσι ό καθηγούμενος της Μονής μας καί μαζί του όλοι οί αδελφοί ήλθαν σε μέ­να στο μακρινό μου ερημητήριο καί μου είπεν ότι είχαν διαλέξει εμένα σ’ αυτή τη θέση. Εγώ τότε άρχισα να αρνούμαι λέγοντας ότι δεν ξέρω καλά τα γράμματα καί με δυσκολία γράφω ακόμα καί το όνομά μου, ότι έχω αποφασίσει μέχρι το τέλος της ζωής μου να ζω μέσα στην έρημο για να κερδίσω το έλεος του Θεού. Αυτοί όμως συνέχισαν να με παρακαλούν καί στο τέ­λος μου πρότειναν να λύσουμε αυτό το θέμα ρίχνο­ντας κλήρο. Καί πέντε φορές βγήκε να γίνω εγώ ό πτωχός Σεραφείμ αρχιμανδρίτης στη Μονή «Γιούρ­γεβ». Τότε εγώ άρχισα να κλαίω πικρά, έπεσα στα πό­δια του καθηγουμένου καί άρχισα να τον ικετεύω να με σπλαχνιστεί καί να μου επιτρέψει να μείνω στην έ­ρημο. Μετά σύρθηκα στα πόδια του πατρός Αβραάμ καί του είπα: «Δείξε αγάπη αδελφέ, πάρε εσύ αύτη την θέση αντί για μένα, για να μείνω εγώ καί να πεθά­νω στην έρημο, πράγμα πού έχω αποφασίσει να κάνω για τον Θεό καί το όποιο επιθυμώ πολύ».
Τότε ό καθηγούμενος της Μονής καί όλοι οί α­δελφοί αποφάσισαν να με αφήσουν στην ησυχία μου καί να στείλουν εκείνον στην Αγία Πετρούπολη. Δύο ή τρεις μήνες μετά άπ’ αυτό το γεγονός έμεινα ήσυ­χος. Μετά όμως άρχισαν να έρχονται σε μένα κάποιοι πατέρες της Μονής του Σαρόβ, καί όχι απλοί μοναχοί αλλά γεροντάδες προικισμένοι με την χάρη του Κυ­ρίου καί να μου λένε ότι δεν έκανα καλά πού αρνήθη­κα να γίνω αρχιμανδρίτης καί καθηγούμενος. Έλεγαν ότι αρνήθηκα να ακολουθήσω το θέλημα του Θεού καί γι’ αυτό, αφού έδειξα ανυπακοή, τίποτα καλό δεν θα μπορέσω να αποκτήσω ζώντας στην έρημο. Ότι θα καταστραφώ, θα χάσω το δρόμο της σωτηρίας, ενώ θα μπορούσα να γίνω φως για πολλές χιλιάδες ανθρώ­πους καί να τους οδηγήσω στη σωτηρία. Αυτό συνεχι­ζόταν σχεδόν μισό χρόνο. Ήμουν ανάστατος – ταραγ­μένος ψυχικά καί στενοχωρημένος, δεν ήξερα τι να κάνω, μόνο έκραζα προς τον Κύριο, λέγοντας ότι γνω­ρίζει την καρδιά μου, ξέρει ότι αρνήθηκα να γίνω η­γούμενος όχι επειδή δεν ήθελα να ακολουθήσω το ά­γιο θέλημα Του, αλλά επειδή ήθελα να μιμηθώ τον ό­σιο Σέργιο του Ραντονέζ ό όποιος αρνήθηκε να γίνει μητροπολίτης Μόσχας για να μην χάσει τους καρ­πούς της ησυχίας τους οποίους μόλις άρχισε να γεύε­ται. Άλλα δόξα τω Θεώ οί πατέρες καί οί αδελφοί με άφησαν στην ησυχία μου καί δύο ή τρεις μήνες πάλι ξεκουράστηκα.
«Τότε οί δαίμονες φανερά άρχισαν να μου επιτίθε­νται καί απαιτούσαν από μένα να τους προσκυνήσω».
       Μετά άρχισαν να μου επιτίθενται οί λογισμοί. Μου έλεγαν ότι είμαι αντίπαλος του Θεού καί ότι θα χαθώ στην έρημο. Δεν μπορώ να σας περιγράψω με τα λόγια, φίλε του Θεού, πόσο φοβερός ήταν αυτός ό α­γώνας. Μόνο θα σας πω, για να καταλάβετε την ένταση του, ότι αναγκαζόμουν με το χέρι μου να ελέγχω αν το κεφάλι μου πραγματικά βρίσκεται στη θέση του για να βεβαιωθώ ότι ή εσωτερική πίεση του αίματος δεν το είχε χαλάσει. Ταυτόχρονα όμως σταθεροποιή­θηκα στη σκέψη ότι ό Κύριος γνωρίζει τίς προθέσεις μου ότι είναι καλές, καί ησύχαζα πάλι, όχι όμως για πολύ καιρό. Όταν αποφάσισα να μείνω στην έρημο μέχρι να με αξιώσει ό Κύριος να φτάσω «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 13), τότε οί δαίμονες φανερά άρχισαν να μου επιτίθενται. Έλεγαν καί απαιτούσαν από μένα να υποταχθώ σ’ αυτούς, να τους προσκυνήσω. Αν τους ακούσω υπόσχονταν να με κάνουν όχι μόνο αρχιμανδρίτη αλλά καί αρχιερέα, να με κάνουν μητροπολίτη. Αν όχι, έ­λεγαν ότι θα με καταστρέψουν… Άλλα εγώ με την χά­ρη του Θεού τους αντιστεκόμουν 1001 μέρες καί νύ­χτες καί άντεξα. Με τίποτε δεν μπορούσαν να με ανα­γκάσουν να αρνηθώ τον Θεό μου. Αν όμως δεν είχα την βοήθεια της Παναγίας ή οποία με έσωσε, τότε αυ­τοί οί δαίμονες κυριολεκτικά θα με έκαναν σκόνη αφού με ανέβαζαν στο ύψος ενός δένδρου καί από ‘κει με έριχναν κάτω στην πέτρα. Επίσης εμφανίζονταν σαν σκνίπες, γέμιζαν όλο το κελί μου καί προσπαθούσαν να με πνίξουν…. Με λίγα λόγια, «ει μη ότι Κύ­ριος ην εν ημίν…, αρά ζώντας αν κατέπιον ημάς» (Ψαλ. 123, 1-2)….
Κλείνω σ’ αυτό το σημείο τη διήγηση του πατρός Σεραφείμ. Το μόνο πού θέλω να προσθέσω είναι, ότι μετά άπ’ αυτό το περιστατικό ό πατήρ Σεραφείμ έλαβε από τον Θεό πλήρη εξουσία πάνω στα δαιμόνια καί αυτά δεν μπορούσαν πλέον να τον πειράζουν….
«Είμαι δούλος του Θεού Πατέρα, Υιού καί Αγίου Πνεύματος…, καί της Ύπεραγίας Θεοτόκου καί Παρ­θένου Μαρίας».
Τελειώνοντας την αναφορά μου, Σεβασμιότατε, θέλω να πω το έξης. Βλέποντας την πάνσοφη καί ευ­εργετική πρόνοια του Θεού στη ζωή μου σκέφτομαι: μπορεί ό πηλός να πει στον αγγειοπλάστη – γιατί με έκανες σκεύος «εις άτιμίαν»; Μπορώ εγώ να πω στον Κύριο: γιατί επέτρεψες στον δαίμονα να με περιπαί­ζει, γιατί με έκανες «όνειδος ανθρώπων καί εξουθένημα λαού» (Ψαλ. 21, 7) ώστε ακόμα και οί συγγενείς μου να με αποστρέφονται καί όλοι οί άνθρωποι, ακό­μη καί μέχρι σήμερα να με θεωρούν τρελό; Άλλα δεν τολμά το στόμα μου να πει κάτι τέτοιο. Είμαι δούλος του Θεού μου, αυτού πού με έπλασε, δούλος του Θεού Πατέρα, Υιού καί Αγίου Πνεύματος, της Αγίας καί α­διαιρέτου Τριάδος καί της Ύπεραγίας Θεοτόκου καί Παρθένου Μαρίας.
Δόξα τω Θεώ για όλα, δόξα στην Παναγία, δόξα στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού.
Για όλα ευχαριστώ τον Θεό μου!
«Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου