Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Θεοφάνης Πάγκαλος στο χωριό Ρέθι Κορινθίας
το 1897, από ευσεβείς, πολύτεκνους και πλούσιους γονείς σε πνευματικά και υλικά
αγαθά. Τη νεότητα του διήλθε μελετώντας τα έργα του όσιου Νικοδήμου του
Αγιορείτου και επισκεπτόμενος μονές και εκκλησίες. Από νωρίς είχε πάρει την
απόφαση για τη μοναχική του αφιέρωση.
Το
1925 ήλθε στο Άγιον Όρος και υπετάγη στον ενάρετο Γέροντα Ιωακείμ (†1943) της
Καλύβης των Αγίων Αναργύρων της Νέας Σκήτης. Εκάρη μοναχός το 1926. Αγάπησε
θερμά την ασκητική ζωή δι’ όλου του βίου του. Νηστεία, αγρυπνία, κακοπάθεια,
ακτημοσύνη, υπακοή, υπομονή, προσευχή, ταπείνωση τον στόλιζαν. Υπόμενε το κρύο
του χειμώνα δίχως καμία θέρμανση. Δεν του αρκούσαν οι καθιερωμένες νηστείες της
Εκκλησίας, αλλά πρόσθετε και άλλες. Απόφευγε να μαγειρεύει μόνος του. Αν του
έδιναν κάτι, το έτρωγε. Είχε την αλουσία των παλαιών πατέρων και δεν μύριζε.
Έλεγε ακατάπαυστα την ευχή του Ιησού. Η ψυχική καθαρότητα και η πηγαία
ταπεινότητά του τον έκανε αγαπητό σε όλους τους πατέρες.
Οι
ένθεες αρετές στόλιζαν την αγνή του καρδιά. Με την ανεξικακία του συμπαθούσε
και τους συκοφάντες του. Τους συκοφάντες του θεωρούσε ευεργέτες του. Ο δαίμονας
τον πολεμούσε κι εκείνος τον αντιπολεμούσε επιτήδεια και νικηφόρα. Δεν άφηνε το
νου του να παρασυρθεί από μάταιους λογισμούς. «Δεν φθάνει που απαρνηθήκαμε τον
κόσμο», έλεγε, «αλλά πρέπει να ευαρεστήσουμε και τον Θεό». Είδε τον Κύριο να
του λέει πως όλοι οι μοναχοί δεν σώζονται. Δεν αιχμαλωτίσθηκε ποτέ από υλικά
πράγματα. Το νου του είχε μόνιμα στραμμένο στα ουράνια. Είχε μία χάρη το
πρόσωπό του. Γαλήνευε κανείς μόνο που τον έβλεπε. Είχε παιδική ψυχή, απλότητα,
ακακία, αγαθότητα. Την αρετή του την έκρυβε επισταμένως. Μερικές φορές λόγω της
μακαρίας απλότητάς του φανερωνόταν.
Είχε
μαθητεύσει στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή († 1959) και ήταν επιμελής εργάτης
της νοεράς προσευχής. Απλά έλεγε: «Μόνη της έρχεται μέσα μου η ευχή, δεν
καταβάλλω προσπάθεια, αβίαστα την λέγω». Ευχάριστα και πρόθυμα προσευχόταν για
όποιον του το ζητούσε. Οι δαίμονες, κατά το κοινώς λεγόμενο, είχαν βρει τον
μπελά τους μαζί του. Η αυτομεμψία τον χαρακτήριζε, γιατί ήταν αληθινά ταπεινός.
Δεν πίστευε ότι θα εισέλθει στον παράδεισο. Είχε μία φυσική ευγένεια, λεπτότητα
και χάρη παντού και πάντοτε.
Είχε
μεγάλη ευλάβεια στους Αγίους Ανάργυρους, τους προστάτες της Καλύβης του. Πολλές
φορές είδε τα θαύματά τους στη ζωή του και τους είχε ένθερμους και αχώριστους
φίλους του, τους ονόμαζε «χρυσά παλληκάρια». Όλα του τα προβλήματα τα έλυνε διά
των αγίων. Κάποτε που ήταν πολύ άρρωστος, πήγε στην εικόνα τους κι άκουσε να
του λένε το εξής θαυμάσιο και αξιοπρόσεκτο: «Εμείς, Γέροντα, σε θεραπεύουμε,
εάν θέλεις, αλλά αυτό δεν σε συμφέρει!». Στο τέλος της ζωής του τυφλώθηκε
τελείως, φωτίσθηκαν όμως τότε πιό πολύ τα μάτια της ψυχής του. Πήγαιναν να τον
παρηγορήσουν και παρηγορούνταν οι ίδιοι. Η ζωή του κύλησε μέσα σε θεία και
αποκαλυπτικά οράματα. Οι επιθέσεις του πονηρού πολλές. Οι πρεσβείες των άγιων
δυνατές και η σκέπη της Θεοτόκου σωστική.
Υπόμενε
ασθένειες, γηρατειά, τύφλωση γενναία. Είχε όμως κουρασθεί και ήθελε να φύγει
από τη ζωή. Είχε προγευθεί ουράνιες δωρεές της θείας Χάριτος κι επιθυμούσε την
αιώνια ζωή. Προσευχόμενος απήλθε της παρούσης ματαιότητος. Ανεπαύθη στις
15/28.7.1986. Ένας ιερεύς της σκήτης που έκανε σαρανταλείτουργο υπέρ αναπαύσεως
της ψυχής του, είδε τον Γέροντα Θεοφύλακτο αναπαυμένο με πολλή δόξα σε ολόφωτο
ανάκτορο…
Ο
βιογράφος του ιερομόναχος Πρόδρομος στο τέλος της ωραίας βιογραφίας του
σημειώνει: «Μυρίπνοο άνθος της Χάριτος του Θεού υπήρξε και ο Γέρων Θεοφύλακτος,
που με το άρωμα της αγιότητός του κατηύφρανε τους συνασκητάς του και με τους
ασκητικούς του αγώνας ευλόγησε την αθωνική γη».
Πηγές-Βιβλιογραφία:
Προδρόμου
Νεοσκητιώτου μονάχου, Ο Γέρων Θεοφύλακτος ο Νεοσκητιώτης, το ευωδέστατον άνθος
της Χάριτος, Άγιον Όρος 2007.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του
εικοστού αιώνος Τόμος Γ’ – 1956-1983, σελ. 1153-1156, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄
Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Μοναχός
Θεοφύλακτος Νεοσκητιώτης
(1897
- 28 Ιουλίου 1986)
Άλλον γέροντα προσφάτως κοιμηθέντα και άξιον μνήμης έχομεν τον
π. Θεοφύλακτον, υποτακτικόν του αειμνήστου γέροντος Ιωακείμ Σπετσιέρη,
ευλαβέστατον, σιωπηλόν, ησύχιον, ακτήμονα εις αφάνταστον βαθμόν. Μετά τον
θάνατον του γέροντός του πατρός Ιωακείμ έμεινε μόνος, μή γνωρίζων δε εργόχειρον
έζη μετά πολλής πτώχειας, όχι μόνον εκ της ελλείψεως κάθε εσόδου αλλά κυρίως εκ
της συνηθείας της αμεριμνίας και λιτότητος. Μετέβαινε ενίοτε εις τας γειτονικάς
καλύβας της Σκήτεως και προσέφερε υπηρεσίας, όπως και όσον ηδύνατο, και του
έδιδον οι γέροντες ολίγον φαγητόν. Είχε εις την καλύβην του μερικάς κληματαριάς
εις κρεβατά όπως συνηθίζεται εις το Άγιον Όρος δια το περιορισμένον του χώρου.
Πολλάκις οι διάφοροι κοσμικοί αλιείς και προσκυνηταί του έκλεπτον τα σταφύλια.
Ο γέρων Θεοφύλακτος πάντοτε τους έβλεπε, αλλά εκρύπτετο δια να μην
τον ίδωσιν εκείνοι και εντραπώσι και ούτως αυτοί έκλεπτον τα σταφύλια, εις
αυτόν δε έμενε μόνον ο κόπος της περιποιήσεως έως ότου ωριμάσουν.
Ημείς διεμένομεν ακόμη εις τα σπήλαια της Μικράς Αγίας Άννης,
όταν ο π. Θεοφύλακτος μας επεσκέφθη. Ο αείμνηστός μας γέρων τον
υπεδέχθη μετά χαράς και καλοσύνης και τον ηρώτησε διά την ζωήν του, πώς διάγει
εις την καλύβην του· και αν είναι ευχαριστημένος.
Αφού είπε εις τον γέροντα γενικώς πώς είναι και τί σκέπτεται,
και έμαθε και την ιδικήν μας ζωήν, παρεκάλεσε τον γέροντα νά τον δεχθή νά έλθη
και αυτός νά μένη μαζί μας, διότι δέν ανεπαύετο νά συνέχιση ως ήτο. Ο γέρων τον
παρηγόρησε και του είπε νά μή φύγη από την καλύβην του, αλλά νά έρχεται κατά
διαστήματα νά μένη μεθ’ ημών διά νά αναπαύεται και πάλιν νά επιστρέφη εις την
καλύβην του.
Αυτό εγένετο δι’ ολίγον. Ακολούθως ηθέλησε νά γίνη Μεγαλόσχημος
Μοναχός, διότι μέχρι τότε δέν ήτο. Τον ανεδέχθη λοιπόν ο ιδικός μας γέρων και
τον έκειρε μοναχόν εις τα σπήλαια της Μικράς Αγίας Άννης. Ακολούθως η επαφή μας
εγένετο στενωτέρα. Επεσκεπτόμεθα και ημείς την καλύβην του, όταν επηγαίναμεν
διά διαφόρους εργασίας εις την Νέαν Σκήτιν ούτω δε απετελούσαμεν πλέον μίαν
συνοδίαν. Κατά την περίοδον αυτήν εγεννήθη εις ημάς η ιδέα της φυγής από τα
στενά περιβάλλοντα της σπηλαιωτικής κατοικίας μας εις την Μικράν Αγίαν Άνναν
και εζητούσαμεν τόπον κατάλληλον διά νά μεταφερθώμεν. Επληθύνθημεν και ο χώρος
δεν επέτρεπε άλλην παραμονήν, διότι ήτο στενός διά περισσοτέρους των τριών ή τεσσάρων,
ενώ ημείς ήμεθα επτά. Τότε ο π. Θεοφύλακτος μάς έδωκε την ιδέαν της
Νέας Σκήτεως, με πρώτην βάσιν την ιδικήν του καλύβην, έως ότου επεκταθώμεν εις
ευρύτερον περιβάλλον. Όντως ούτως εγένετο και ανεχωρήσαμεν διά την Νέαν Σκήτιν.
Ο π. Θεοφύλακτος παρέμεινε εις την καλύβην του μεθ’ ενός αδελφού εξ
ημών και όλοι ομού εις τον κοινόν βίον υπό τον αείμνηστον γέροντά μας εις τας
νέας καλύβας όπου εμένομεν οι υπόλοιποι έξω από την Σκήτιν κατά την παράδοσιν
της κυριάρχου Μονής.
Αν και γέρων, ο π. Θεοφύλακτος, εκράτησε το άπλαστον και
ταπεινόν φρόνημά του και εφέρετο πάντοτε ως υποτακτικός, ακόμη και εις τον
νεώτερον αδελφόν της συνοδίας μας. Άκακος και εξυπηρετικός υπεχώρει πάντοτε
χωρίς ποτέ νά αντιλέγη η νά προβάλλη ιδικόν του θέλημα ή διαμαρτυρίαν εις την μεταξύ
μας αναστροφήν.
Εκείνο το οποίον κατ’ εξαίρεσιν τον εχαρακτήριζε ήτο η ολόθερμος
ευλάβεια και ο ζήλος του προς τους εικοσιένα Αγίους Αναργύρους, την σύναξιν των
οποίων εόρταζε η μικρή του εκκλησία. Η πηγαία και αμείωτος πίστις του προς τούς
Αγίους του, ως τους απεκάλει, τον επαρηγόρει διά διαφόρων αντιλήψεων και
εμφανίσεων τας οποίας προσεδόκει μετά παιδικής απλότητος, διά τούτο δε και δέν
υστερείτο αυτών ως συχνότατα μάς διηγείτο. Ω μακάρια απλότης, η οποία δεν
περιεργάζεσαι ούτε ψηλαφείς, αλλά πιστεύεις όσα η θεία χάρις σε καταξιοί!
Ο πόλεμος, τον οποίον είχε σχεδόν μονίμως ο ευλαβέστατος αυτός
αγωνιστής, ήτο εν είδος λύπης, περίπου ως η μελαγχολία, το οποίον συχνάκις τον
ετυράννει, ιδίως όταν ήτο μόνος μετά τον θάνατον του πρώτου γέροντος του π.
Ιωακείμ. Εις τας δύσκολους στιγμάς του όταν επιέζετο από τον πόλεμον αυτόν και
έχανε το θάρρος του, εισήρχετο εις την μικράν του εκκλησίαν και έλεγε το
παράπονόν του εις τους προστάτας του Αγίους Αναργύρους, οι οποίοι με κάποιαν
ιδικήν των θεωρίαν τον επαρηγόρουν αναλόγως.«Κάποτε, μάς είπε, πού ήμουν πολύ
πνιγμένος από τον πόλεμόν μου αυτόν, πήγα νά κοιμηθώ σχεδόν απελπισμένος και
εις τον ύπνον μου βλέπω ότι πήγαινα προς το Κυριακόν της Σκήτεως. Όταν βρέθηκα
σε κάποιο σημείον στενόν, με τείχη δεξιά και αριστερά, αισθάνθηκα φόβον πολύν
και βλέπω» έξαφνα μπροστά μου στον δρόμον ένα τεράστιο σκύλοι σε μέγεθος
υπερφυσικό, ως λέοντα με άγριο βλέμμα και διάθεσιν εναντίον μου. Τότε τα έχασα
κυριολεκτικά: και άρχισα νά παρακαλώ τους Αγίου μου νά με σώσουν. Δέν πρόλαβα σχεδόν
νά παρακαλέσω, και στην στιγμήν παρουσιάστηκαν δύο παλληκάρια όλο φώς και δόξα·
άρπαξαν το θηρίο αυτό, το έδεσαν με χονδρή αλυσίδα και μου είπανε: «Βλέπεις πώς
τον δέσαμε και δέν μπορεί νά σε βλάψη; Μή φοβάσαι λοιπόν, αλλά γύρισε στην
καλύβη σου και ησύχαζε». Ταυτοχρόνως μου έδωσαν και ένα όμορφο κάτασπρο ψωμάκι,
και αμέσως ξύπνησα και ήμουν όλος χαρά.
Άλλοτε πάλι είχα τον ίδιο πόλεμο και η απόγνωσι με μάστιζε
τρομερά. Εγνώριζα βέβαια ότι είναι πόλεμος, αλλά δεν μπορούσα νά απαλλαγώ. Λόγω
της απειρίας μου δεν το πολέμησα εξ αρχής, όταν μου πρωτοεμφανίστηκε αυτό το
πάθος, και μου έγινε μόνιμος σταυρός. Αφού κάθησα νά ξεκουραστώ βλέπω μία ομάδα
ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας νά ανεβαίνη από τον δρόμον του Κυριακού προς τά
πάνω, πού ήταν η δική μου καλύβη, και μιλούσαν μεταξύ τους. Εγώ πρόσεχα ποίοι
ήσαν και πού θά πήγαιναν. Όταν πέρασαν το σταυροδρόμι και πλησίασαν την δική
μου εξώπορτα, σταμάτησαν γιά λίγο και τους ακούω νά λέγουν ευκρινώς: «Δεν
περνάμε από το καταγώγιό μας;». Πράγματι άνοιξαν την πόρτα μου και μπήκαν μέσα
με την σειρά ψάλλοντας το δικό τους απολυτίκιο: «Την εικοσάριθμον ένθεον
φάλαγγα, την εξαστράπτουσαν χάριν ουράνιον, των Αναργύρων των λαμπρών το στίφος
ανευφημούμεν…». Επροπορεύετο όλων ο Άγιος Παντελεήμων, νεαρός, ξανθός,
μεγαλοπρεπής και με παράσημον ιατρικής στό στήθος του, και η ηκολούθησαν οι
υπόλοιποι ψάλλοντας μελωδικώτατα όλο τους το τροπάριο. Ανέβηκαν την σκάλα της
καλύβης στον επάνω όροφο πού είναι η εκκλησία τους, μπήκαν μέσα, στάθηκαν με
την σειρά στους δύο χορούς και άρχισαν νά ψάλλουν τροπάρια από την ακολουθία
τους. Όταν τελείωσαν την ψαλμωδία, γύρισαν πίσοο και έφυγαν προς το επάνω μέρος
της Σκήτεως, αφού μου άφησαν την ευλογία τους και πολλή παρηγοριά και επί
σειράν ημερών ήμουν γεμάτος χαρά και πνευματική ευτυχία».
Δεν εκράτουν σημειώσεις, ο ταπεινός, όταν πολλάκις μοί εδιηγείτο
τοιαύτας αντιλήψεις των Αγίων Αναργύρων, και τας έκλεψεν η λήθη.
Ειδικώς εχαρακτήριζε τον ευλογημένον αυτόν γέροντα εις όλην του
την ζωήν η πολλή του υπομονή, διότι πέραν των ποικίλων περιπετειών του
μοναχικού του βίου, εσήκωνε και τον Σταυρόν μιάς ισοβίου ασθενείας η οποία τον
εταλαιπώρει μονίμως. Τον επόνει συνεχώς ο στόμαχός του, χωρίς όμως νά είναι
πάθημα στομαχικόν ως μερικοί ιατροί διέγνωσαν, αλλά μάλλον του ήπατος· πολλάκις
δε εδυνάμωνε πολύ. Όπως μάς έλεγε, συχνά πήγαινε εις τους φίλους του, τους
ιατρούς Αγίους Αναργύρους και τους παρεπονείτο, διατί δεν τον θεραπεύουν, και
τους έβλεπε εις τον ύπνον του νά του λέγουν. «Εμείς, γέροντα, σε θεραπεύομεν
εάν θέλης, αλλά αυτό δέν σε συμφέρει». Αύτη η πληροφορία τον ανέπαυε δι’
αρκετόν καιρόν και μετά πάλιν συνέχιζε ο Σταυρός του.
Όσον διεμένομεν ημείς εις την Σκήτιν, είχε παρηγορίαν διότι
είμεθα όλοι μαζί· όταν όμως ανεχωρήσαμεν δι΄ άλλα μέρη του ιερού μας τόπου, ως
ο Κύριος οικονόμησεν, έμεινε μόνος και κάπως εδυσκολεύετο. Τον παρεκαλέσαμεν νά
δεχθή νά έλθη μαζί μας, διότι μάς ήτο αγαπητός, αλλά δεν ήθελε νά αποχωρισθή
τους φίλους του, τους Αγίους Αναργύρους. Εις το τέλος, όταν επληθύνθησαν αι
σωματικαί του ασθένειαι και εχρειάζετο συμπαράστασιν, ευλαβείς γέροντες της
Σκήτεως τον συνώδευσαν έως τας Αθήνας δι’ ιατρικήν παρακολούθησιν, διότι
επόνουν οι οφθαλμοί του και το φως του ηλαττούτο σημαντικώς. Δυστυχώς όμως δεν
επρόλαβε την θεραπείαν των οφθαλμών. Ανεπτύχθη γλαύκωμα προκεχωρημένης μορφής
και ούτως απώλεσε τελείως το φως του. Είχε όμως και άλλην άσθένειαν, η οποία
επίσης εξελίσσετο, ως δε διεπίστωσαν οι θεράποντες ιατροί, ήτο καρκίνος εις τα
τελευταία στάδια. Μετά ταύτα ειδοποιήθησαν οι συγγενείς του και οι πατέρες της
Σκήτεως ότι δεν είχε πλέον ανθρωπίνως ελπίδα ζωής και θά έζει το πολύ είκοσιν
ημέρας.
Οι ευλαβείς γέροντες της Σκήτεως, και η ιδίως η φιλόχριστος
αδελφότης των Αβραμαίων, ανέλαβον προθύμως την επαναφοράν του εις την Σκήτην
και την όλην του κηδεμονίαν και πρόνοιαν και τον εκράτησαν πλέον πλησίον τους
μέχρι των δυσμών του βίου του. Να μείνη πλέον εις την καλύβην του ως τελείως
τυφλός, ήτο αδύνατον. Τότε εφηρμόσθη εις τον οσιώτατον και καρτερικώτατον
τούτον γέροντα το λόγιον «Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε θεός κελεύει».
Παρήλθον αι είκοσι ημέραι και πολλαί εικοσάδες ήμερων ο δε
γέρων Θεοφύλακτος έζησεν άλλα πέντε έτη χαριέστατος και πλήρης
διαύγειας και πίστεως, προσδοκών μετά πεπαρρησιασμένου θάρρους την είσοδόν του
εις την βασιλείαν των ουρανών, την οποίαν ησθάνετο αδιαλείπτως ιδίως εις τας
ημέρας κατά τας οποίας σωματικώς δεν έβλεπε.
Αν και ημποδίζετο να ίδη με τους αισθητούς οφθαλμούς τα πράγματα
του κόσμου τούτου, με τους οφθαλμούς όμως της ψυχής, οι οποίοι ήσαν
διαυγέστατοι και πλήρης θείου φωτισμού, έβλεπε τα μυστήρια της αιωνίου ζωής και
την κατάπαυσιν των δικαίων. Εις την σκληράν αυτήν δοκιμασίαν της παντελούς
τυφλώσεώς του έδειξε, ιώβειον υπομονήν, ώστε να παρήγορη αυτός μάλλον τους
βουλομένους να τον παρηγορήσουν, διότι είχε την έσωθεν παρηγορίαν της χάριτος,
η οποία τον εδρόσιζε πνευματικώς. Αυτό το γνωρίζουν όσοι ηξιώθησαν να περασθούν
η να διωχθούν «ένεκεν δικαιοσύνης».
Συχνά τον ήκουον να ψιθυρίζη μετά χαρούμενου μειδιάματος οι
ευλαβέστατοι και φιλόστοργοι πατέρες της Αβραμιαίας συνοδείας, οι οποίοι
προθύμως και αγογγύστως τον υπηρέτησαν. Όταν δε τον ηρώτων να είπη με ποίον
ομιλεί η τι βλέπει, τους έλεγε με την παιδικήν αθωότητα η οποία πάντοτε τον
εχαρακτήριζε: «Δεν βλέπετε την εικόνα της Παναγίας μας, πόσον θαυμαστή και
ωραία είναι;» Πολλάκις έβλεπε «το χρυσό του παλληκάρι», ως συνήθιζε να αποκαλή
τον άγιον Παντελεήμονα, τον έξαρχον των άγιων Αναργύρων.
Δι’ εμέ, όταν έπασχαν από τον στόμαχόν μου, πολλά παρεκάλεσε τον
άγιον Παντελεήμονα και τον είδε εις τον ναόν του, εις το Κυριακόν της Σκήτεως
του Κουτλουμουσίου και του είπε ότι θα γίνω καλά και να μη κάμω εγχείρησιν την
οποίαν είχον αποφασίσει οι θεράποντες μου ιατροί. Είχον έλκος προκεχωρημένης
μορφής και καμμία δίαιτα ούτε φάρμακον μοι προσέφερε τίποτε. Μετά την αποχήν
όλων των βλαπτόντων επί διετίαν και πλέον δεν υπήρχε άλλη λύσις από την
εκτομήν. Τότε επενέβη ο ένδοξος μεγαλομάρτυς του Χριστού, ο συμπαθέστατος
Παντελεήμων, και παρήγγειλε εις τον γέροντα Θεοφύλακτον να μοι είπη επιτακτικώς
να μη κάμω εγχείρησιν, αλλά να το αφήσω εις την πρόνοιαν της Παναγίας μας. Αμέσως
εθεραπεύθην τελείως, διά να το διαπιστώσω δε και πρακτικώς επεσκέφθην τους
θεράποντος ιατρούς μου, οι οποίοι εγνώριζον την ασθένειάν μου εις όλην της την
έκτασιν διά να μοι είπωσι τώρα εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκομαι. Μου έκαμαν
ακτινοσκόπησιν και δεν εύρον απολύτως τίποτε, παρά μόνον μικράν ουλήν παλαιάς
επουλωμένης πληγής.
Άλλοτε πάλιν, όταν έγραφον τον βίον του αειμνήστου γέροντος μας,
και έφθασα εις το μέσον περίπου, με εκυρίευσεν αποθάρρυνσις και με έκαμε να
σταματήσω την συγγραφήν τελείως. Αφού παρήλθον πολλαί ημέραι χωρίς να γνωρίζη
κανείς τίποτε περί του πρακτέου, μοι λέγει μίαν πρωίαν όλως χαρούμενος ο
γέρων Θεοφύλακτος. Απόψε είδα τον γέροντα μας Ιωσήφ και μου έδωκε δύο
σφραγίδες για να σου τις δώσω. Η μία ήταν έτοιμη με τα γράμματα της και η άλλη
ακατέργαστη. Τον ρώτησα, τι να τις κάμη γέροντα, και μου αποκρίθηκε. Δώστου τες
και αυτός ξέρει τι να τις κάμη». Τότε κατενόησα το νόημα, ότι δηλαδή πρέπει να
συνεχίσω την βιογραφίαν την οποίαν είχον αφήσει- και όντως μοι ήλθε ζήλος και
μετά προθυμίας επεράτωσα τον βίον.
Κάποτε μοι είπε και αυτό το παράδοξον, το οποίον σημειώνω διά
τους ενδιαφερομένους. Κάποιος ευλαβής γέρων ήθελε να χειροτονηθή ο υποτακτικός
του ιερεύς. Εις την ζωήν του, τόσον την παρούσαν όσον και την παρελθούσαν, ήτο
άμεμπτος και συνάμα ευλαβέστατος με σημεία της χάριτος και του θείου φόβου. Τον
έστειλε λοιπόν ο γέρων εις πνευματικόν άνδρα ευλαβή και διακριτικόν, διά να του
δώση την απαραίτητον συμμαρτυρίαν διά την χειροτονίαν. Αφού τον ηρεύνησεν ο
πνευματικός περί όλης του της ζωής και περί των λογισμών του ακόμη, δεν εύρε
τίποτε, έστω και το ελάχιστον, το όποιον να τον κωλύη από την χειροτονίαν. Όταν
όμως έφθανε ο πνευματικός να υπογράψη την συμμαρτυρίαν ημποδίζετο η χειρ του,
πράγμα το όποιον και τον ίδιον τον πνευματικόν εξέπληττε. Τότε του είπε:
«Πήγαινε, παιδί μου, σήμερα στον γέροντα σου και να έλθης αύριον, και κάμε και
συ λίγη προσευχή να μας φώτιση ο Θεός». Έφυγε ο υποτακτικός εις το κελλίον του,
και ο πνευματικός προσηύχετο να του δείξη ο Θεός διατί ημποδίζετο να δώση
συμμαρτυρίαν, αφού δεν υπάρχει ουδέν κώλυμα.
Την άλλην ημέραν ήλθε ο μοναχός εις τον πνευματικόν διά τον
ίδιον σκοπόν, αλλά πάλιν ο πνευματικός ημποδίζετο να υπογράψη. Τότε ήρχισε να
έρωτα τον νέον μετά λεπτομέρειας από την νεαρωτάτην του ηλικίαν, εάν ενεθυμείτο
τίποτε, αν έβλαψε κανένα η αν είδε καμμίαν εικόνα τρομακτικήν, η οποία να του
προεκάλεσε λύπην ή κάποιαν απορίαν και ο νέος εμνήσθη του εξής γεγονότος: Όταν
ήτο μικρός, περίπου πέντε ετών, έπαιζε σχοινίον και ενεπλέχθη εις αυτό μία
έγκυος γυνή και έπαθε αποβολήν! Τότε κατάλαβε ο πνευματικός διατί ημπόδιζε η
χάρις την έκδοσιν της συμμαρτυρίας, διότι η γυνή ήτο έγκυος, εφ’ όσον δε
ενεπλέχθη εις το σχοινίον του παιδιού, έπεσε και έπαθε αποβολήν, και άρα η
πράξις επείχε θέσιν φόνου και ως φονεύς ο μοναχός δεν ηδύνατο να γίνη ιερεύς!
Αυτό το ήκουσα και εκ δευτέρου προσώπου μετά πάσης λεπτομέρειας και ας
προσέξουν οι, ενδιαφερόμενοι υπεύθυνοι, ως και ο
γέρων Θεοφύλακτος μοι ηρμήνευσε.
Ημείς τώρα πάλιν εις τον σκοπόν του προκειμένου μας, τον γέροντα
Θεοφύλακτον, τον καρτερικώτατον ήρωα της υπομονής, τον όποιον αν και εβάρυνον
και εταλαιπώρουν αι ασθένειαι, ήτο κατάδηλος η μακάρια ελπίς εις το φωτεινόν
του πρόσωπον. Αυτή είναι το πλήρωμα της πνευματικής χαράς, το όποιον γεύονται
εκείνοι των οποίων κατά την Γραφήν, ο μισθός είναι «πολύς εν τοις ουρανοίς».
Όντως ο μακάριος ούτος γέρων κατά τον Παύλον «τον δρόμον ετελείωσε και τήν
πίστιν ετήρησε». Το κεχαριτωμένον μειδίαμα της εν Χριστώ νηπιότητός του δεν
έλειπε εκ των χειλέων του. Εις οιονδήποτε τον εχαιρέτα η απόκρισίς του ήτο
καθαρώς πνευματική. Εις τους πλησιέστερους του δε, τους οποίους ενεπιστεύετο,
απεκάλυπτε την εσωτερικήν του γαλήνην και ενέργειαν της χάριτος, η οποία του
προεκάλει, ως έλεγεν, η αδιάλειπτος ευχή, η οποία μάλιστα ηυξήθη προς το τέλος
του.
Με την μακαρίαν ελπίδα, η οποία αδιαλείπτως έδρόσιζε την αθώαν
του ψυχήν, έφθασεν εις το τέρμα της ζωής του ο φιλόπονος και καρτερικός
γέρων Θεοφύλακτος, και ετελειώθη πλήρης ήμερων, εις ηλικίαν ενενήκοντα
ενός ετών διά να προστεθή εις την σειράν τον πατέρων μας, τους
οποίους μετά ζήλου και αυταπαρνήσεως εμιμήθη.
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, Οσίων Μορφών Αναμνήσεις, Ψυχωφελή
Βατοπαιδινά 4, β’ Έκδοσις, Ιερά Βασιλική και Πατριαρχική Μεγίστη Μονή του
Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, 2003.
Ως η διψώσα έλαφος δέχεται το δροσερόν ύδωρ των πηγών, έτσι και
η αγνή ψυχή του νεαρού Θεοφύλακτου εδέχετο και εδροσίζετο με τας
θείας και αγίας νουθεσίας των πεφωτισμένων τούτων Γεροντων. Έτσι και ως
δεκτικός εκ φύσεως των χαρισμάτων του Πνεύματος, δεν ήργησε ούτε εδυσκολεύθη να
αφομοίωση τάς νουθεσίας των διακεκριμένων διδασκάλων του, και να βιώση τάς
πράξεις και την ζωήν των.
Αμέσως ήρχισεν όλας αυτάς να εφαρμόζη αυτός πρώτος εις την ζωήν
του, με αποτέλεσμα να ενοικήση η Χάρις του Κυρίου εις την καρδίαν του και να
γίνη πνευματικόν φως διά πολλάς ψυχάς.
Ώς πρώτον μέσον διά την επιτυχίαν του εθεώρησεν αναγκαίαν την
καλλιέργειαν της προς τον Χριστον πίστεως, με σκοπόν να κατορθώση και τα
υπόλοιπα, επειδή «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Επίστευε άνευ επιφυλάξεων και
συμβιβασμών, διά να ημπορέση ν’ ανυψώση τον νουν του εις τον Θεόν. Διά τούτο
και εις τους διαδοχικως χρηματίσαντας Πνευματικούς του Πατέρας ενεπιστεύθη
ανεπιφυλάκτως όλην την ζωήν του, πιστεύων έτσι ότι παραδίδεται και υπηρετεί τον
Χριστόν.
Δεύτερον μέσον της επιτυχίας του εχρησιμοποίησε την προσευχήν
και νηστείαν. Πιστεύων εις τον Κύριον, επίστευσε και εις τους λόγους Του:
«τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Και επειδή ο
μοναχός Θεοφύλακτος επεθύμει να νικήση τον διάβολον και τα φρόνηματα της σαρκός
και να καθαρίση την ψυχήν του, επεδόθη με όλας τας δυνάμεις του εις την άσκησιν
της νοεράς και αδιαλείπτου καρδιακής προσευχής και αυστηράς νηστείας με κόπους
και ιδρώτας, διά να φθάση πολύ ενωρίς εις το σημείον να ασκήται εις αυτά ακόπως
πλέον και ευχερώς.
Τρίτον μέσον της επιτυχίας έθεσεν εις την ζωήν του την αγάπην.
Πιστός εις τον Κύριον και Δεσπότην Χριστόν, τον οποίον θερμώς ηγάπησεν,
εμιμείτο Αυτόν εις την αγάπην προς όλους, ως πιστός φίλος και μαθητής.
Εκαλλιέργει την ειλικρινή και ανιδιοτελή αγάπην, και τους πάντας από καρδίας
συνεχώρει. Δεν κατηράτο ποτέ, αλλ’ ηύχετο και προσηύχετο δι΄ ολους, ακόμη και
διά τους αδικούντας αυτόν. Έτσι με την ανεξικακίαν και το ταπεινόν του φρόνημα
ηκτινοβόλει προς πάντας και ήτο προσιτός και ευχάριστος εις τας μετά των άλλων
συναναστροφάς.
Τέταρτον στόχον έβαλε την ταπείνωσιν. Ολόκληρος η ζωή του ήτο
ένας συνεχής αγών διά την απόκτησιν με την Θείαν Χάριν της αγίας ταπεινώσεως
του Κυρίου. Πόσοι άνθρωποι δεν τον ηνώχλουν και εστενοχώρουν. Όμως αυτός
ουδέποτε αντέλεγε και ελοιδώρει, αλλά σιωπών προσηύχετο υπέρ αυτών και τους
συνεχώρει, πριν έλθουν oι ίδιοι να ζητήσουν συγχώρησι. Εδώ αξίζει να σημειωθή
το παρακάτω διά την βαθειά ταπείνωσιν του γεγονός: Ολίγας ημέρας προ της
εκδημίας του, τον επεσκέφθη Καθηγούμενος Ιεράς Μονής με μερικούς νέους
μοναχούς. Όταν τον ηρώτησε να είπη λόγους ψυχωφελείς, ο κατάκοιτος γέρων
απήντησε: «Δεν μπορώ να μιλήσω εγώ, διότι εσύ είσαι Ηγούμενος». Όταν όμως και
διά δευτέραν φοράν τον παρεκάλεσε, εκείνος, ως υπάκουος μοναχός, είπε: «Όποιος
δεν έχει και δεν καλλιεργεί την ευχή, είναι δύσκολο να σωθή».
Εις ολην την μοναχικήν του ζωήν ήτο πτωχός και εστερημένος. Με
την χάριν του Θεού είχε ξεπεράσει το πάθος του πλούτου και των χρημάτων.
Επεθύμει το χρήμα, το οποίον δεν ημπορούν οι κλέπται να το αρπάσουν και ο
σκώληξ να το καταστρέψη. Διά τούτο ποτέ δεν ησχολήθη με χειρωνακτικήν εργασίαν,
αλλά είχεν εκλέξει την αγαθήν μερίδα, την νοεράν προσευχήν, η οποία τον
εχόρταινε περισσότερο από κάθε υλικήν τροφήν. Είχε, κατά το ψαλμικον, επιρρίψει
την μέριμναν αυτού επί τον Κύριον, και ο Κύριος, ο οποίος αγαπά τους αγαπώντας
Αυτόν, του έστελνε την εξ ύψους βοήθειαν και παρηγορίαν. Η μόνη του περιουσία
ήσαν μερικά ξυνόδενδρα, τους καρπούς των οποίων ουδέποτε επώλησεν, αλλά τους έδιδεν
ευλογία, χωρίς να κρατά διά τον εαυτόν του τίποτε. Και εις τούτο ανεδείχθη
γνήσιος μαθητής του Κυρίου, κατά το γραφικόν: «Μακάριοι οι ελεήμονες…».
Πέμπτον μέσον της επιτυχίας του είχε την εύλογημένην υπομονήν. Ω
θαυμάσιε παππού, τί και πόσα δεν υπέμεινες με ανδρείαν και ταπείνωσιν! Τους εξ
ανθρώπων πειρασμούς δεν υπέμεινες καρτερικώς και σιωπηλώς, προσευχόμενος υπέρ
των πειραζόντων σε, η τους δαίμονας δεν αντιμετώπιζες με τα παντοδύναμα όπλα
της προσευχής, νηστείας και ταπεινώσεως; Πόσας φοράς σε κατεπολέμησεν ο πονηρος
με ποικίλα τεχνάσματα, διά να σε φέρη εις απελπισίαν και εις άπρεπα πράγματα;
Αλλά σύ, ως γενναίος στρατιώτης του Χριστού, δεν εδειλίασες και παρέμεινες
σταθερός και ακλόνητος εις τας επάλξεις, μαχόμενος με το κομβοσχοίνιον σου!
Άξια θαυμασμού ήταν η μακάρια υπομονή σου, την οποίαν έδειξες εις τα 85 χρόνια
της ζωής σου και η οποία δεν ηξεύρω εάν υστερή και αυτής της του δικαίου Ιώβ.
Ποιός εζήτησε την ευχήν του και αυτός δεν παρεκάλεσετον Κύριο με
το ευλογημένον κομβοσχοίνι του; Ελυπείτο και εστενοχωρείτο υπέρμετρα διά τους
αιρετικούς, επειδή με τα λόγια και έργα των εβλασφήμουν το Όνομα του Κυρίου και
Θεού ημών. Δι΄ αυτοό ωμιλούσε με πικρίαν και πόνον, χωρίς όμως να παύση να
προσεύχεται να τους φωτίση και ελεήση ο Πανάγαθος Θεός.
Ο Κύριος εις τα τέλη της ζωής του του επεφύλαξε το μεγαλύτερον
δώρον διά τους ακάματους αγώνας του, διά να τον έχη πλησίον του εστεφανωμένον
με το μαρτύριον της υπομονής. Ηθέλησε να δοκιμάση τον χρυσόν περισσότερον διά
να λάμπη εν τω ουρανώ, επιτρέπων εις αυτόν την ανίατον και μαρτυρικήν ασθένειαν
της στερήσεως του φωτός του. Επί πενταετίαν και πλέον, με σιωπήν και υπομονήν
υπέμεινε την ασθένειαν του, παρότι ως άνθρωπος ενίοτε εστενοχωρείτο διά την
μοναξιά και το βαθύ σκοτάδι εις το οποίον ευρίσκετο ημέραν και νύκτα. Δεν
ηγανάκτει όμως, ούτε παρεπονείτο, διότι μέσα εις το σκότος αυτό, έζη το άϋλον,
άκτιστον και ανέσπερον φως της μεγαλειότητος του Κυρίου, δι αυτό και το πρόσωπον
του ηκτινοβόλει, ηυχαριστείτο και εδοξολόγει τον Θεόν, πότε με λόγους και πότε
με σιγανούς και ταπεινούς ύμνους. Την ανθρωπίνην αυτήν στενοχωρίαν διεσκέδαζεν
ακόμη, και με την χαράν και ελπίδα των μελλόντων αγαθών και ήδη από της
παρούσης ζωής, ήρχιζε ν’ απολαμβάνη αυτά, υπομένων αγογγύστως το μαρτύριον της
τυφλώσεώς του.
Πριν δεχθή αυτή την δοκιμασία της στερήσεως του φωτός του, είχεν
οικειοθελώς ως διακόνημά του αφ΄ ενός μέν την διανομή της αλληλογραφίας των
Πατέρων της Σκήτης και ιδίως των ευρισκομένων μακρύτερον του Κυριακού, αφ’
έτερου δέ, δύο φοράς την ημέραν να περιέρχεται την Σκήτην, ανάπτων τας κανδήλας
τεσσάρων προσκυνηταρίων με οιασδήποτε καιρικάς συνθήκας.
Προσέτι είχε και την χάριν της ξενιτείας προς συγγενείς και
φίλους, ζων μόνος, σιωπηλός και προσευχόμενος.
Ως ταπεινός ωμιλούσε και εδίδασκε περισσότερον με την σιωπήν και
πραότητά του, αποφεύγων τας διά λόγου διδασκαλίας.
Συνεπεία αυτής της μοναξιάς, του γήρατος και της ασθενείας του,
αναγκάσθηκε να δεχθή τάς περιποιήσεις και φιλοξενίαν της φιλαδέλφου Αδελφότητος
των Αβραμαίων, οι οποίοι με αγάπην, στοργήν και αυτοθυσίαν, τον υπηρέτησαν επί
μίαν εξαετίαν, ουχί ως άνθρωπον, άλλ’ ως αυτον τον Κύριον, ανιδιοτελώς
προσφέροντες την αγάπην των προς τον έχοντα ανάγκην βοηθείας αδελφόν.
Είχα την ευτυχίαν και ευλογίαν να τον επισκέπτωμαι συχνά και
μάλιστα να τον συντροφεύσω την τελευταίαν νύκτα της ζωής του. Καθ΄ όλην την
νύκτα ήτο ήρεμος και γαλήνιος, διατηρούσε την πνευματικήν του διαύγειαν μέχρι
και μιάς ώρας προ της εκπνοής του, αν και δεν μπορούσε να ομιλή, λόγω της
μεγάλης δύσπνοιας, πλην αντελαμβάνετο τα πάντα.
Όταν ηρωτήθη επίσης υπό του προαναφερθέντος Καθηγουμένου εάν
προσεύχεται διά τους πατέρας, οπως και διά κάποιαν γνωστήν του οικογένειαν,
απήντησεν:
—Τόσον διά σας και την συνοδείαν σας όσον και διά την
οικογένειαν αυτήν τραβώ κάθε ημέρα κομβοσχοίνι.
Παρ’ ότι υπέφερε πολύ από την άσθένειαν (πιθανόν καρκίνον του
στομάχου) δεν διέκοψε την προσευχην διά τους γνωστούς του. Καθ΄ όλην την
διάρκειαν της ασθενείας του είχε αδιάλειπτον· την προσευχήν. Όταν ηρωτήθη αν
μπορή να προσεύχεται, απήντησε:
—Δεν καταβάλλω προσπάθειαν. Μόνη της έρχεται μέσα μου η ευχή.
Μόνον όταν ομιλούν πολλοί κοντά μου δυσκολεύομαι.
Τέλος βασταζόμενος υπ’ εμού και του πατρός Ανδρέου, παρέδωσε την
μακαρίαν αυτού ψυχην εις χείρας Ζώντος Θεού την 15ην (28ην) Ιουλίου του έτους 1986.
Έτσι έφυγε σωματικώς από κοντά μας, διά να μας συνοδεύη σ’ όλη
την υπόλοιπη ζωή μας η ευχή του.
Αιωνία σου η μνημη, και εύχου υπέρ ημών προς τον Πανοικτίρμονα
Θεόν, Σεβαστέ Γέροντα Θεοφύλακτε.
Πηγή: Π.Μ.Γ., Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», Τεύχος 11, σελ.
85-91, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος, 1986.
...Μετά τα Καρούλια επισκέφθηκα το σπήλαιο της Αγίας Τριάδος,
πλησίον της Ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου. Ακολούθησα και εδώ τα βήματα του
Γέροντος, ο οποίος από το Ρωσικό Μοναστήρι πήγε για επτά περίπου χρόνια στα
Καρούλια και στην συνέχεια για τρία χρόνια στο σπήλαιο της Αγίας Τριάδος.
Το σπήλαιο αυτό φαίνεται και από την θάλασσα, στο ενδιάμεσο
μεταξύ της Μονής του Αγίου Παύλου και της Νέας Σκήτης, όταν ταξιδεύη κανείς με
καραβάκι. Ανέβηκα εκεί από ένα δύσβατο και κλειστό μονοπάτι, σχεδόν από τον
αρσανά της Μονής του Αγίου Παύλου.
Στην Νέα Σκήτη συνάντησα τον Γερο-Θεοφύλακτο, έναν ευλαβέστατο
μοναχό, φορέα της ησυχαστικής παραδόσεως, ο οποίος ήταν υποτακτικός του
περίφημου Αρχιμ. Ιωακείμ Σπετσιέρη, ο οποίος έζησε στην Νέα Σκήτη στο τέλος της
ζωής του, έγραψε ως άλλος αββάς Ζωσιμάς το βιβλίο για την ερημίτισσα Φωτεινή
και εξέδωσε τα ασκητικά έργα του αγίου Ισαάκ του Σύρου.
Επίσης ο Γερο-Θεοφύλακτος είχε συνδεθή με τον Γερο-Ιωσήφ
Σπηλαιώτη-ησυχαστή και με την συνοδεία του, ασκούμενος και αυτός στην νοερά προσευχή.
Είχε μεγάλη ευλάβεια στους αγίους Αναργύρους, την εικόνα των οποίων είχε στο
κελλί του και στους οποίους προσευχόταν να του στείλουν λίγο λαδάκι, γιατί
διαφορετικά δεν θα άναβε τα κανδήλια τους, ή «θα τους άφηνε έξω στο κρύο να
παγώσουν» και οι άγιοι Ανάργυροι πραγματοποιούσαν την επιθυμία του. Επίσης τους
παρακαλούσε να τον απαλλάξουν από τις επιθέσεις του διαβόλου, όταν προσευχόταν,
κατά το τυπικό του, όλη την νύκτα με το κομποσχοίνι για συγκεκριμένα προβλήματα
των ανθρώπων, και οι άγιοι Ανάργυροι «υπάκουαν» στην παράκλησή του.
Ο Γερο-Θεοφύλακτος ήταν εκείνος που βοηθούσε τον Γέροντα
Σωφρόνιο στην ψαλμωδία, όταν λειτουργούσε στον Ναό του σπηλαίου της Αγίας
Τριάδος. Γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος στο βιβλίο του: «ότε ήμην εν τη ερήμω και
ετέλουν μόνος την Λειτουργίαν, έχων μετ’ εμού μόνον ένα μοναχόν –όστις ήρχετο,
ίνα απαντά εις τας δεήσεις των εκτενών, αναγινώσκη τον Απόστολον και παρέχη την
λοιπήν αναγκαίαν συμμετοχήν, εις τόπον λαού– τότε ούτε εγώ ούτε ο μοναχός
εκείνος ησθάνθημεν ποτε έλλειψιν τινα: Άπας ο κόσμος ήτο εκεί μεθ’ ημών· ο
κόσμος και ο Κύριος· ο Κύριος και η αιωνιότης».
Πρόκειται για τον Γερο-Θεοφύλακτο.
Όταν τον ρώτησα για τον Γέροντα Σωφρόνιο έκλαψε από συγκίνηση,
ζητούσε πληροφορίες για την ζωή του, μου διηγόταν τι τον συμβούλευε και πώς τον
βοηθούσε πνευματικά να αντιμετωπίση μια περίπτωση με τον Γέροντά του,
διασώζοντας και την υπακοή σε αυτόν, αλλά εκφράζοντας και την αλήθεια.
Επανειλημμένως μου έλεγε: «Ο Γέροντας Σωφρόνιος είναι άγιος». Και με παρακάλεσε
να του μεταφέρω τα σέβη μου. Αλλά και ο Γέροντας Σωφρόνιος, όταν του μετέφερα
τα σχετικά με τον Γερο-Θεοφύλακτο, χάρηκε και ομιλούσε με αγάπη και σεβασμό για
την ευλάβεια του μοναχού Θεοφύλακτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου