Στη Σύμη των Δωδεκανήσων γεννήθηκε το 1905 ο κατά
κόσμον Δημήτριος Καλαμάς του Γεωργίου και της Μαρίας.
Προσήλθε το 1922 στην Καλύβη του Ευαγγελισμού της
Θεοτόκου των Καυσοκαλυβίων κι εκάρη μοναχός το επόμενο έτος από τον τυφλό
Γέροντα Αρσένιο († 1930).
Ήταν ένας μοναχός, που στο πρόσωπό του
φέγγιζε η εσωτερική του νηνεμία, νηφαλιότητα, χάρη, χαρά, ηρεμία και γαλήνη.
Ανέπαυε στοργικά τις ψυχές όσων τον πλησίαζαν. Έτσι τον γνωρίσαμε κι εμείς οι
ταπεινοί προσκυνητές στην πρώτη μας επίσκεψη στα θαυμάσια Καυσοκαλύβια. Με
παραστατικότητα, γνησιότητα και καθαρότητα μας διηγείτο τα θαύματα του Θεού και
των αγίων στη ζωή του, για να μας νουθετήσει κι ενισχύσει, παραμυθήσει και
κατανύξει.
Οι εικόνες του, παρά το ότι ήταν αναγεννησιακής
τεχνοτροπίας, είχαν μια ξεχωριστή χάρη. Ήταν καμωμένες με πολλή προσευχή.
Αγιογράφησε μία εικόνα του αγίου Σάββα του εν
Καλύμνω († 1948) δίχως να έχει κανένα πρότυπο, και είναι ίδιος ο άγιος, όπως
φαίνεται από φωτογραφίες. Προφανώς του παρουσιάσθηκε ο άγιος στην προσευχή του
και του οδηγούσε το χέρι του. Όταν η εικόνα μετεφέρθη στο μοναστήρι του στην
Κάλυμνο, οι καμπάνες χτυπούσαν μόνες τους. Μία εικόνα που έφτιαξε, του αγίου
Νεκταρίου Πενταπόλεως, την πήγε ο ίδιος στον νεόδμητο ναό του στη Ρόδο.
Επιστρέφοντας στο Άγιον Όρος αρρώστησε σοβαρά από το έλκος του στομάχου που τον
ταλαιπωρούσε χρόνια, και πονούσε πολύ. Στο κελλί του του παρουσιάσθηκε ο άγιος,
για να του πει πως με τη βοήθειά του έγινε καλά και να δοξάζει τον Κύριο και τη
Θεοτόκο. Άλλοτε πάλι ο Γέροντας προσευχόταν στον άγιο, την ημέρα της μνήμης
του, και γέμισε όλος ο ναός και η Καλύβη τους από μία λεπτή ευωδία, που
προερχόταν από το τεμάχιο του τιμίου λειψάνου του θαυματουργού αγίου. Ο παπάς
που πήγε να λειτουργήσει, νόμιζε πως έριξαν αρώματα. Η θαυμάσια αυτή ευωδία βάστηξε
ένα πενθήμερο, προς μεγάλη χαρά αυτού και του υποτακτικού του Γαβριήλ.
Ο Γέροντας Χερουβείμ της μονής του Παρακλήτου,
γράφει γι’ αυτόν: «Ο γέρων Μιχαήλ με το αειθαλές χαμόγελο, με την παιδική ψυχή
και την βαθειά πνευματικότητα, μου έχει μείνει αλησμόνητος. Ο μοναχός αυτός,
χωρίς να γίνεται αντιληπτός, εργαζόταν την νοερά προσευχή, την οποία είχε
διδαχθή από κάποιον μεγάλο νηπτικό γέροντα». Ο παπα-Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης
συνεχίζει: «Ήταν πάντοτε χαρούμενος κι ανέπαυε τις ψυχές των μοναχών και των προσκυνητών
με τις διηγήσεις του και τα πνευματικά του λόγια, που ήταν γεμάτα ζωντάνια και
παραστατικότητα. Επίσης ήταν πολύ επιμελής στα πνευματικά της μοναχικής ζωής:
ακολουθίες, κανόνα, λειτουργίες. Φρόντιζε όσο το δυνατόν περισσότερο να κάνη
λειτουργίες στην Καλύβη του, επειδή ενστερνιζόταν το μεγαλείο και την ψυχική
ωφέλεια κάθε λειτουργίας. Επιπλέον, ήταν και καλός ψάλτης, αγαπούσε πολύ τις
ολονύκτιες αγρυπνίες, καθώς και τις λειτουργίες οι όποιες τελούνταν στο
Κυριακό. Κοντά του βρήκαν ανάπαυση και ψυχική ηρεμία αρκετοί μοναχοί της
σκήτης…».
Συνδεόταν με στενή πνευματική φιλία με τον
συμπατριώτη του Γέροντα Αββακούμ τον Λαυριώτη († 1978). Κάποτε που είχε
εισαχθεί σε νοσοκομείο των Αθηνών με διάγνωση καρκίνου, δεν χρειάσθηκε να
χειρουργηθεί, γιατί με τη θερμή προσευχή του και τις πρεσβείες των φίλων του
αγίων έγινε τελείως καλά. Έτσι την παραμονή της χειρουργικής επεμβάσεως
αναχώρησε για τη σκήτη των Καυσοκαλυβίων, αφήνοντας άναυδο το ιατρικό και
νοσηλευτικό προσωπικό του νοσοκομείου. Ο Γέροντας Πορφύριος († 1991) έλεγε ότι
ο Γέροντας Μιχαήλ είχε πλούσια τη χάρη του Θεού από μικρό παιδί. Τον θαύμαζε,
γιατί ήταν αρκετά χαριτωμένος. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 12.5.1979
συμπαραστατούμενος από τον καλοκάγαθο υποτακτικό του μοναχό Γαβριήλ. Πριν
αναχωρήσει για τον ουρανό αξιώθηκε να δει τον Κύριο και την Κυρία Θεοτόκο.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Χερουβείμ αρχιμ., Από το Περιβόλι της Παναγίας
νοσταλγικές αναμνήσεις, Ωρωπός Αττικής 1981, σσ. 234-235. Ι. Μ. Χατζηφώτη, Ο
αγιογράφος Μιχαήλ ο Συμαίος ο Καυσοκαλυβίτης (1904-1979), Εκκλησιαστική Αλήθεια
424/1997, σ. 11. Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου ιερομ., Ασκητικές μορφές και διηγήσεις
από τον Άθω, Άγιον Όρος 2001, σσ. 229-232 (απ’ όπου η φωτογραφία). Παταπίου
Καυσοκαλυβίτου μοναχού, Αγιασμένες μορφές των Καυσοκαλυβίων, Άγιον Όρος 2007, σσ.
186-190.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικό
ενάρετων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμος Β΄ 1956-1983.
http://www.pemptousia.gr
Ο Γέρων Μιχαήλ ο Καυσοκαλυβίτης
Ὁ γερο-Μιχαήλ, γεννήθηκε στὴν Σύμη
τὸ 1906 καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴν Καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὸν
μοναχὸ Ἀρσένιο. Στὸ Ὄρος ἦλθε τὸ 1922 καὶ ἐκάρη μοναχὸς τὸ 1923· ἦταν πάντα
χαρούμενος καὶ ἀνέπαυε τὶς ψυχὲς τῶν μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν μὲ τὶς
διηγήσεις του καὶ τὰ πνευματικά του λόγια, ποὺ ἦταν γεμάτα ζωντάνια καὶ
παραστατικότητα. Ἐπίσης, ἦταν πολὺ ἐπιμελὴς στὰ πνευματικὰ τῆς μοναχικῆς ζωῆς: ἀκολουθίες,
κανόνα, λειτουργίες.
Φρόντιζε ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο
νὰ κάνει λειτουργίες στὴν Καλύβη του, ἐπειδὴ ἐνστερνιζόταν τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν
ψυχικὴ ὠφέλεια τῆς κάθε Λειτουργίας. Ἐπιπλέον, ἦταν καὶ καλὸς ψάλτης, ἀγαποῦσε
πολὺ τὶς ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες, καθὼς καὶ τὶς λειτουργίες οἱ ὁποῖες τελοῦνταν στὸ
Κυριακό.
Ὁ Γέρων Μιχαήλ, εἶχε ὡς ἐργόχειρο τὴν
ξυλογλυπτική. Κατασκεύαζε κυρίως κουτάλια καὶ χαρτοκόπτες.
Κατέβαζε μὲ τὴν συνοδεία του ἀπὸ τὸ
βουνὸ στὴν πλάτη μὲ πολὺ κόπο τὰ ξύλα ποὺ χρειάζοταν ὡς πρώτη ὕλη γιὰ τὸ ἐργόχειρό
του. Κατέβαζε μὲ τὴν συνοδεία του ἀπὸ τὸ βουνὸ στὴν πλάτη μὲ πολὺ κόπο τὰ ξύλα,
ἐνῶ τὰ ἔσοδα ἦταν μηδαμινὰ καὶ ἀνεπαρκὴ γιὰ τὴν συντήρησή τους.
Μὲ τὴν προθυμία τοῦ ὑποτακτικοῦ
του, π. Γαβριήλ, ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς Ἰωασαφαίους λίγα πράγματα γιὰ νὰ ἐργασθοῦν τὴν
ἁγιογραφία.
Οἱ εἰκόνες τοῦ Γέροντος Μιχαήλ, εἶχαν
θεία Χάρη.
Τὸ 1959, ἔλαβε ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη
Φιλοθέη, τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Πάντων Καλύμνου, νὰ ἱστορήσει τὸν Ὅσιο Σάββα. Ὁ π.
Μιχαήλ, ἐπειδὴ δὲν εἶχε εἰκόνα τοῦ Ὁσίου, οὔτε τὸν ἐγνώριζε προσωπικῶς,
παρεκάλεσε τὸν Κύριον, ἀλλὰ καὶ τὸν Ἅγιο Σάββα εἰς προσευχὴν νὰ φωτισθῆ διὰ νὰ ἱστορήσει
τὴν εἰκόνα. Πράγματι, εἶχε μεγάλη εὐχέρεια κατὰ τὴν ἐργασία καὶ ἐπιτυχία. Ὅταν ἡ
ἁγία εἰκὼν παρεδόθη εἰς τὸ τελωνεῖο, ἤρχισε νὰ κρούει μόνη της ἡ καμπάνα τοῦ
Μοναστηριοῦ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦτο ἀνεξήγητο μέχρι τὴν ἑπομένη, ὅταν ἔλαβαν εἴδηση
ἀπὸ τὸ τελωνεῖο διὰ τὴν παραλαβὴ τῆς εἰκόνος. Ἡ καμπάνα ἔκρουε μόνη της ἕως ὅτου
ἔφεραν τὴν εἰκόνα εἰς τὸ Μοναστήρι.
Κάποιος Χριστιανὸς ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀρχίπολη
τῆς Ῥόδου, ὁδηγοῦσε τὸ τρακτὲρ καὶ μαζί του ἔφερε καὶ τὸν μικρό του γιό. Στὸν
δρόμο συναντοῦν κάποιον καλόγερο, ποὺ τοὺς σταμάτει καὶ τοὺς ζητᾶ νὰ ἀνέβῃ ἐπάνω.
Τοὺς λέει ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ κτίσουν ἕναν ναό, παρακάτω τοὺς ὑποδεικνύει καὶ τὸ
μέρος, τοὺς ἀποκαλύπτει ὅτι λέγεται Νεκτάριος καὶ ἀμέσως γίνεται ἄφαντος. Ὁ ναὸς
κτίσθηκε πολὺ σύντομα, μικρὸς βέβαια, καὶ ἐζητήθηκε ἀπὸ τὸν γερο-Μιχαήλ, νὰ
κάνει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ γερο-Μιχαὴλ τὴν ἔφτιαξε καὶ πῆγε στὴν Ῥόδο
γιὰ νὰ τὴν παραδώσει, παρὰ τὸ ὅ,τι ὑπέφερε πολλὰ χρόνια ἀπὸ ἕλκος στομάχου. Στὴν
ἐπιστροφὴ ὅμως, καθόταν σὲ μία γωνιὰ κουβαριασμένος. Στὸ ἴδιο πλοῖο συνταξίδευε
καὶ κάποιος γιατρὸς παθολόγος, ὀνόματι Παπανικολάου. Ὁ γιατρὸς ῥώτησε τὸν
γερο-Μιχαὴλ τί πρόβλημα εἶχε, καί, ἀφοῦ ἔμαθε τὸ πρόβλημά του, τοῦ ἔδωσε ἕνα
φάρμακο· οἱ πόνοι ὑποχώρησαν καὶ συνέχισε τὸ ταξίδι του ἀνενόχλητα μέχρι τὴν
Καλύβη του στὰ Καυσοκαλύβια.
Μετὰ τὸ καθιερωμένο Ἀπόδειπνο, ὅταν
πῆγε νὰ ἀναπαυθῆ, ἄκουσε νὰ ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του· τρομαγμένος
σηκώνεται πάνω καὶ βλέπει μπροστά του ἕναν ἱεροπρεπῆ ἄνδρα. Ἀρχικὰ τὸν κατέλαβε
φόβος, τὸν κοίταξε προσεκτικὰ καὶ διεπίστωσε ὅτι ἦταν ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος
καὶ τοῦ εἶπε: «Σὲ πληροφορῶ, ὅτι δὲν θεραπεύτηκες ἀπὸ τὸν γιατρὸ στὸν
καράβι, ἀλλὰ ἀπὸ ἐμένα τὸν ἴδιο. Νὰ δοξάζεις τὸν Κύριο καὶ τὴν Κυρία
Θεοτόκο». Ὁ ὑποτακτικὸς Γαβριήλ, ἄκουσε τὴν ἔντονη ὁμιλία, σηκώθηκε καὶ εἶδε
τὸν γερο-Μιχαὴλ σηκωμένο νὰ ἀναζητᾶ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Πῆγαν καὶ οἱ δύο στὴν ἐκκλησία
καὶ εὐχαρίστησαν τὸν Ἅγιο καὶ τὴν Παναγία.
Μία ἄλλη χρονιά, εἶχαν τελέσει Θεία
Λειτουργία στὶς 8 Νοεμβρίου, τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ κάλεσαν καὶ τὴν ἑπομένη τὸν ἱερέα
νὰ λειτουργήσει, ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Τὸ βράδυ ἐκεῖνο, ὁ γερο-Μιχαὴλ
δὲν εἶχε ὕπνο. Πηγαινοερχόταν στὸν ναΐσκο καὶ προσευχόταν μὲ τὸ κομποσχοίνι στὸν
Ἅγιο. Κάποτε, αἰσθάνθηκε νὰ ἐξέρχεται οὐράνια εὐωδία τόσο πολύ, ὥστε ὅλη ἡ Καλύβη
πλημμύρισε ἀπὸ θεία μυρωδιά. Ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸ παράθυρο,
τίποτε! Ὁ ναὸς εἶχε γίνει πηγή, ἀπὸ ὅπου ἀνέβλυζε θεϊκὴ εὐωδία. Μετὰ τὸ πέρας
τοῦ ὄρθου, ἦλθε ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος νὰ λειτουργήσει καὶ εἶπε στὸν Γαβριήλ: «Ἀρώματα
ῥίξατε;!». Μόλις μπῆκε στὸ ἱερό, ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ εὐωδία προερχόταν ἀπὸ τὴν
λειψανοθήκη μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.
Γέρω-Μιχαήλ Καυσοκαλυβίτης
(1906-1978)
Ο γερω-Μιχαήλ, κατά κόσμον
Δημήτριος Γ. Καλαμιάς, γεννήθηκε στη Σύμη το έτος 1906. Ο πατέρας του ήταν
οργανοπαίκτης, έπαιζε μπουζούκι. Όταν έγινε 15-16 ετών, ο πατέρας του τον πήρε
μαζί του και πήγαν στη Ρόδο να του αγοράσει μπουζούκι για να εργάζεται επαγγελματικά.
Κατά την επιστροφή με το καράβι συνταξίδευε με μια χριστιανική οικογένεια. Ένας
απ' αυτή την οικογένεια είδε το μικρό με το μπουζούκι να χαίρεται και να το
θαυμάζει. Τον ρώτησε σαν να μην ήξερε:
- Τι είναι αυτό;
- Μπουζούκι, του απάντησε.
- Να ξέρεις ότι όσα σύρματα
(χορδές) έχει, τόσα δαιμόνια έχει πάνω του. Όταν παίζεις μπουζούκι, χορεύουν οι
δαίμονες.
Για τον μικρό, αυτό ήταν
καθοριστικό. Έκτοτε παράτησε το μπουζούκι και απεφάσισε να γίνει μοναχός. Ούτε
στη δουλειά του πήγαινε πλέον, αλλά ετοιμαζόταν για τη μοναχική ζωή. Ο πατέρας
του τού έλεγε: "Τουλάχιστο δούλεψε να ξεχρεώσουμε το μπουζούκι".
Αυτός όμως είχε πάρει τη μεγάλη
απόφαση και το έτος 1922 έφυγε για το Άγιον Όρος.
Ήρθε και κοινοβίασε στα
Καυσοκαλύβια στην Καλύβη του Ευαγγελισμού. Γέροντάς του ήταν ο γερω-Αρσένιος.
Είχε έρθει από ένα Μοναστήρι από τον κόσμο.
Επειδή ήταν ενάρετος και ταπεινός,
οι κοσμικοί τον επαινούσαν. Αυτός στενοχωριόταν και φοβούμενος μην βλαφτεί από
τους επαίνους είπε στον εαυτό του: "Αρσένιε, φεύγε και σώζου". Είχε
ως εργόχειρο τα κουτάλια και έκανε το μάγειρα στους Ιωσαφαίους.
Έτσι οικονομούνταν μαζί με το
καλογέρι του, το οποίο μετά τη δοκιμή τον έκανε μοναχό με το όνομα Μιχαήλ το
έτος 1923. Έμαθε και ο π. Μιχαήλ να κάνει κουτάλια. Τα έκανε μάλιστα πολύ καλά,
ίσια, σα λαμπάδα, ενώ ο Γέροντάς του, επειδή δεν έβλεπε καλά, τα έκανε στραβά.
Κάποιος προσκυνητής πέρασε να
αγοράσει κουτάλια και ο π. Μιχαήλ του έδωσε από τα καλά τα δικά του. Εκείνος
του είπε: "Έχετε τίποτε καλύτερα;". Τον π. Μιχαήλ τον φώτισε τότε ο
Θεός και του έδειξε τα στραβά: "Αυτά ήθελα", είπε και πήρε τα στραβά,
ίσως γιατί γίνονταν με προσευχή και είχαν χάρη.
Ο π. Μιχαήλ ήταν καλός υποτακτικός
και αγωνιστής. Συνδέθηκε με αγάπη αδελφική με τον τότε μονάζοντα στα
Καυσοκαλύβια γερω-Πορφύριο. Αγωνίζονταν μαζί από δόκιμοι. Δεν ήταν απλή
συμπάθεια ή φιλία τους, αλλά με το χάρισμά του ο γερω-Πορφύριος έβλεπε εμφανώς
τη χάρη που είχε. Γι' αυτό και όταν εκοιμήθη είπε να τον θάψουν στον τάφο του π
Μιχαήλ. όπως και έγινε.
Στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων ζούσε
τότε κάποιος γερω-Θεόπεμπτος. Έμενε σ' ένα ησυχαστικό και μισοερειπωμένο καλύβι
που ήταν στην άκρη της Σκήτεως. Ήταν βιαστής, εργάτης της νοεράς προσευχής και
έκανε τον διά Χριστόν σαλό. Όλη την εβδομάδα ησύχαζε και τις Κυριακές και
εορτές ελειτουργείτο και κοινωνούσε στο Κυριακό.
Μαζί του συνδέθηκε πνευματικά π.
Μιχαήλ. Του οικονομούσε το παξιμάδι και την κουμπάνια του, ενώ ο
γερω-Θεόπεμπτος τον καθοδηγούσε στη νοερά προσευχή. Κάποτε ο π. Μιχαήλ είχε
αιμοπτύσεις και έτρεξε ανήσυχος στο γερω-Θεόπεμπτο. Εκείνος τον καθησύχασε
λέγοντάς του ότι αυτό ωφείλετο στη βία της ευχής.
Ο π. Μιχαήλ ευλαβείτο τον Αρχάγγελο
Μιχαήλ, γιατί είχε το όνομά του, αλλά και για κάποιον άλλο λόγο. όπως διηγήθηκε
ο ίδιος σ' έναν ομώνυμό του Κοινοβιάτη, κάποτε που έκανε τον κανόνα του
παρουσιάστηκε μπροστά του ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και του έδειξε πώς να
προσεύχεται. Να κρατά το κομποσχοίνι, να λέγει την ευχή και να κάνει συγχρόνως
σταυρούς με μικρές μετάνοιες.
Επειδή πλέον τα κουτάλια δεν είχαν
πέραση, ο π. Μιχαήλ έμαθε αγιογραφία. Εκοιμήθη ο Γέροντάς του και ήρθε για
συνοδεία του ο π. Γαβριήλ, που και σ' αυτόν έμαθε αγιογραφία. Ήταν ο
γερω-Μιχαήλ καλός αγιογράφος και έκανε τις εικόνες με προσευχή και ευλάβεια,
γι' αυτό έγιναν και θαύματα.
Διηγήθηκε ο π. Γαβριήλ ο
υποτακτικός του: "Κάποτε που αγιογραφούσε ο Γέροντάς μου Μιχαήλ μία εικόνα
του Χριστού, είδε τον ίδιο το Χριστό στον ύπνο του και του είπε ευχαριστημένος
ότι είναι ωραία η εικόνα, μόνο να διορθώσει κάτι".
Έκανε και την εικόνα του Αρχαγγέλου
Μιχαήλ, όπως τον είχε δει.
Στη Ρόδο είχε εμφανιστεί ο άγιος
Νεκτάριος σ' έναν αγρότη που πήγαινε στην Αρχίπολη, και του είπε να κάνει εκεί
μία Εκκλησία. Πράγματι κτίσθηκε ένα ωραίο Εκκλησάκι και παρήγγειλαν την εικόνα
του Αγίου στο γερω-Μιχαήλ. Αυτή η εικόνα έκανε και κάνει πολλά θαύματα. Κάποτε
πήγαν έναν Τούρκο παράλυτο. Προσκύνησε και έφυγε υγιής.
Αγιογράφησε επίσης την εικόνα του
αγίου Σάββα του εν Καλύμνω. Όταν μετέφεραν την εικόνα στην Κάλυμνο, άρχισαν να
χτυπούν οι καμπάνες μόνες τους.
Κάποτε τον επισκέφθηκαν δύο πατέρες
από τον Άγιο Βασίλειο. Ενώ συνομιλούσαν και ο γερω-Μιχαήλ αγιογραφούσε, άρχισαν
να τρέχουν ποτάμι τα δάκρυά του και το πρόσωπό του κοκκίνισε. Οι πατέρες
ανησύχησαν και τον ρώτησαν τι συμβαίνει. Εκείνος τους καθησύχασε λέγοντάς τους
ότι προέρχονται από την ενέργεια της νοεράς προσευχής που προσπαθούσε να λέει
αδιάλειπτα. Όποτε ήθελε έρχονταν τα δάκρυα. Σε όσους τον ρωτούσαν τους έλεγε
για τη νοερά προσευχή. Αυτός βοηθήθηκε εκτός από το γερω-Θεόπεμπτο και από ένα
γέροντα που ασκήτευε στο ξερονήσι του Αγίου Χριστοφόρου, απέναντι από τα
Καυσοκαλύβια.
Όταν γήρασε και ήταν άρρωστος, για
να μην ξεσκεπάζεται τις νύχτες και κρυώνει, ο υποτακτικός του έβαλε φερμουάρ
στην κουβέρτα του. Κάποια νύχτα ακουγόταν συνομιλία στο κελί του γερω-Μιχαήλ. Ο
υποτακτικός του άνοιξε την πόρτα να δει με ποιόν μιλά. Του είπε ο γερω-Μιχαήλ:
"Τί μου έκανες! Είχε έρθει ο άγιος Νεκτάριος εδώ και δεν μπορούσα να
σηκωθώ".
Ο γερω-Μιχαήλ εγνώριζε που
βρίσκεται θαμμένο το λείψανο του αγίου Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτη και το
φανέρωσε και στο φίλο του γερω-Πορφύριο.
Ο γερω-Μιχαήλ, όπως διηγούνται όσοι
τον γνώρισαν, ήταν ομολογουμένως ενάρετος μοναχός άνθρωπος του Θεού, άκακος σαν
αρνάκι. Αγαπούσε τις ακολουθίες. Δεν έκανε μεγάλες ασκήσεις ούτε ιδιαίτερες
νηστείες και αγρυπνίες. Ήταν όμως πολύ ελεήμων, πράος και ειρηνικός με όλους.
Είχε πολλή αγάπη για όλους τους πατέρες. Άφηνε τις δικές του δουλειές και
πήγαινε να βοηθήσει αρρώστους που είχαν ανάγκη. Πήρε και γηροκόμησε τον π.
Αθανάσιο Στρέζοβα, τελευταίο διάδοχο από τη συνοδεία του παπα-Χαρίτωνος του
Πνευματικού και Ησυχαστού.
Είχε χάρισμα να βοηθά και να
παρηγορεί τους νέους μοναχούς διηγούμενος ωραίες ιστορίες. Έλεγε για την
υπερηφάνεια: "Ο υπερήφανος προτιμά να ανέβει τρεις φορές στον Άθωνα, παρά
να πει ένα "ευλόγησον". Συμβούλευε πολύ ωραία και πρακτικά τους προσκυνητές
που περνούσαν απ' το καλύβι του. Έλεγε σε κάποιον ιεροκήρυκα κληρικό: " Να
μιλάς. Δεν βλέπεις τους κομμουνιστές πόσους έχουν παρασύρει με τα επίμονα και
συνεχή κηρύγματά τους;".
Ήταν σεβαστός και αγαπητός σε όλους
τους πατέρες.
Εκοιμήθη ειρηνικά το έτος 1978.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Εκδόσεις Ιερόν Ησυχαστήριον
"Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος" σελ. 119-125
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου