ΕΝΑΣ ΑΝΕΛΕΗΤΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ
Όσο καιρό ζούσα σέ εκείνο το μοναστήρι η μεγαλύτερη χαρά πού ένιωθα ήταν πού έβλεπα πώς εκείνος ο οσιότατος ηγούμενος, σαν φιλεύσπλαχνος πατέρας, διοικούσε την αδελφότητα με μεγάλη Αγάπη, με πραότητα και ταπείνωση, με υπομονή και καρτερικότητα. Αν συνέβαινε κάποιος από τούς αδελφούς, σαν άνθρωπος, να αμαρτήσει σέ κάτι, και να ζητήσει συγγνώμη, αμέσως τον συγχωρούσε, διορθώνοντάς τον με πνεύμα πραότητας και τιμωρώντας τον με λόγια ψυχωφελή, ορίζοντας του και κανόνα, στο μέτρο των δυνάμεών του.
Γι’ αυτό και ολόκληρη η αδελφότητα ζούσε σέ βαθιά ειρήνη, ευχαριστώντας γι’ αυτό τον Θεό. Όταν πέρασαν τρεις μήνες από τον ερχομό μου στο μοναστήρι, με εντολή του πανιερώτατος μητροπολίτη Μολδαβίας κυρ Αντωνίου, πού αρχιεράτευε στο Τσερνίγοβ, ορίστηκε να ηγουμενεύει άλλος ηγούμενος, από άλλο μοναστήρι, άνθρωπος μορφωμένος, ο Γερμανός Ζαμπορόφσκι.Ήρθε λοιπόν στη μονή τού Λιούμπετς, στην οποία ζούσα, και άρχισε να τη διοικεί όχι όπως ο ηγούμενος πού ανέφερα παρά αυταρχικός. Όταν με τον καιρό οι αδελφοί κατάλαβαν τις διαθέσεις του τρομοκρατήθηκαν και από τον φόβο τους δραπέτευσαν από το μοναστήρι σέ άγνωστο τόπο. Συνεχίζοντας εγώ το ίδιο διακόνημα, έτρεμα μην κάνω κάποιο σφάλμα, πράγμα πού δεν απέφυγα.
Κάποια μέρα, τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, με διέταξε να δώσω στους μάγειρες κάποιο είδους λαχανικού για την τράπεζά του. Μην έχοντας καταλάβει τί είδους λάχανο με διέταξε να δώσω, βγήκα από το κελί του και, χωρίς να τολμήσω να τον ξαναρωτήσω, διαβίβασα στους μάγειρες την εντολή. Αυτοί λοιπόν μαγείρεψαν εκείνο το λάχανο πού νόμιζαν για καλύτερο.
Όταν ο μάγειρας το έφερε στο κελί του και το απόθεσε στο τραπέζι τον ρώτησε: «Τί λάχανο είναι αυτό;» «Όταν έμαθε από αυτόν τί έγινε, δεν είπε τίποτε, μόνο φώναξε έμενα στο κελί του, σηκώθηκε από το τραπέζι, και μου είπε: «Αυτό το λάχανο σέ διέταξα να δώσεις για την τράπεζά μου;» Και λέγοντας αυτό, τόσο δυνατά με χτύπησε στο μάγουλο, πού μόλις και μπόρεσα να στηριχθώ στα πόδια μου. Στη συνέχεια με κλώτσησε και έπεσα στο κατώφλι του κελιού. Μόλις σηκώθηκα, μου φώναξε: «Έξω, ακαμάτη». Βγήκα έξω και έτρεμα από τον φόβο, σκεπτόμουνα δέ ότι, αν γι’ αυτό πού δεν πίστευα ότι είναι μεγάλο σφάλμα, τόσο θύμωσε με έμενα, τί θα υπέφερα αν τύχαινε και έπεφτα σε μεγαλύτερο.
Το ίδιο συνέβη και με τον ηγουμενιάρη πού τον υπηρετούσε, ο οποίος έμενε στο ίδιο κελί με εμένα, ο οποίος έτυχε να φταίξει σέ κάτι απέναντι του• θύμωσε και με τούς δύο μας, και καυχιόταν μπροστά σέ άλλους ότι θα μας τιμωρήσει με άγριο ξυλοδαρμό, πράγμα που από Αγάπη για εμάς αυτοί μας το πληροφόρησαν. Ο υπηρέτης του, πού γνώριζε τις διαθέσεις του, φοβήθηκε μήπως συμβεί κάτι τέτοιο, και άρχισε να σκέφτεται που θα μπορούσε να καταφύγει, μού μίλησε δέ και έμενα γι’ αυτό.
Ξεθάρρεψα και εγώ και τού εμπιστεύτηκα ότι είχα την απόφαση να φύγω από τη χώρα, να ξενιτευτώ και να ψάξω για κατάλληλο μέρος, όπου θα αξιωνόμουν να λάβω το μοναχικό σχήμα. Μόλις το άκουσε χάρηκε πολύ. Έτσι, αρχίσαμε να συζητάμε πώς να περάσουμε τά σύνορα πού ήταν ό Δνείπερος, πάνω στον όποιο, όχι μακριά, στο βουνό, βρίσκεται η μονή του Λιούμπετς
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.
http://paterikoslogos.com/viewtopic.php?f=4&t=1680&sid=abbba6995b52add7149fb3bd9be1d8bb&start=10#p9470
Όσο καιρό ζούσα σέ εκείνο το μοναστήρι η μεγαλύτερη χαρά πού ένιωθα ήταν πού έβλεπα πώς εκείνος ο οσιότατος ηγούμενος, σαν φιλεύσπλαχνος πατέρας, διοικούσε την αδελφότητα με μεγάλη Αγάπη, με πραότητα και ταπείνωση, με υπομονή και καρτερικότητα. Αν συνέβαινε κάποιος από τούς αδελφούς, σαν άνθρωπος, να αμαρτήσει σέ κάτι, και να ζητήσει συγγνώμη, αμέσως τον συγχωρούσε, διορθώνοντάς τον με πνεύμα πραότητας και τιμωρώντας τον με λόγια ψυχωφελή, ορίζοντας του και κανόνα, στο μέτρο των δυνάμεών του.
Γι’ αυτό και ολόκληρη η αδελφότητα ζούσε σέ βαθιά ειρήνη, ευχαριστώντας γι’ αυτό τον Θεό. Όταν πέρασαν τρεις μήνες από τον ερχομό μου στο μοναστήρι, με εντολή του πανιερώτατος μητροπολίτη Μολδαβίας κυρ Αντωνίου, πού αρχιεράτευε στο Τσερνίγοβ, ορίστηκε να ηγουμενεύει άλλος ηγούμενος, από άλλο μοναστήρι, άνθρωπος μορφωμένος, ο Γερμανός Ζαμπορόφσκι.Ήρθε λοιπόν στη μονή τού Λιούμπετς, στην οποία ζούσα, και άρχισε να τη διοικεί όχι όπως ο ηγούμενος πού ανέφερα παρά αυταρχικός. Όταν με τον καιρό οι αδελφοί κατάλαβαν τις διαθέσεις του τρομοκρατήθηκαν και από τον φόβο τους δραπέτευσαν από το μοναστήρι σέ άγνωστο τόπο. Συνεχίζοντας εγώ το ίδιο διακόνημα, έτρεμα μην κάνω κάποιο σφάλμα, πράγμα πού δεν απέφυγα.
Κάποια μέρα, τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, με διέταξε να δώσω στους μάγειρες κάποιο είδους λαχανικού για την τράπεζά του. Μην έχοντας καταλάβει τί είδους λάχανο με διέταξε να δώσω, βγήκα από το κελί του και, χωρίς να τολμήσω να τον ξαναρωτήσω, διαβίβασα στους μάγειρες την εντολή. Αυτοί λοιπόν μαγείρεψαν εκείνο το λάχανο πού νόμιζαν για καλύτερο.
Όταν ο μάγειρας το έφερε στο κελί του και το απόθεσε στο τραπέζι τον ρώτησε: «Τί λάχανο είναι αυτό;» «Όταν έμαθε από αυτόν τί έγινε, δεν είπε τίποτε, μόνο φώναξε έμενα στο κελί του, σηκώθηκε από το τραπέζι, και μου είπε: «Αυτό το λάχανο σέ διέταξα να δώσεις για την τράπεζά μου;» Και λέγοντας αυτό, τόσο δυνατά με χτύπησε στο μάγουλο, πού μόλις και μπόρεσα να στηριχθώ στα πόδια μου. Στη συνέχεια με κλώτσησε και έπεσα στο κατώφλι του κελιού. Μόλις σηκώθηκα, μου φώναξε: «Έξω, ακαμάτη». Βγήκα έξω και έτρεμα από τον φόβο, σκεπτόμουνα δέ ότι, αν γι’ αυτό πού δεν πίστευα ότι είναι μεγάλο σφάλμα, τόσο θύμωσε με έμενα, τί θα υπέφερα αν τύχαινε και έπεφτα σε μεγαλύτερο.
Το ίδιο συνέβη και με τον ηγουμενιάρη πού τον υπηρετούσε, ο οποίος έμενε στο ίδιο κελί με εμένα, ο οποίος έτυχε να φταίξει σέ κάτι απέναντι του• θύμωσε και με τούς δύο μας, και καυχιόταν μπροστά σέ άλλους ότι θα μας τιμωρήσει με άγριο ξυλοδαρμό, πράγμα που από Αγάπη για εμάς αυτοί μας το πληροφόρησαν. Ο υπηρέτης του, πού γνώριζε τις διαθέσεις του, φοβήθηκε μήπως συμβεί κάτι τέτοιο, και άρχισε να σκέφτεται που θα μπορούσε να καταφύγει, μού μίλησε δέ και έμενα γι’ αυτό.
Ξεθάρρεψα και εγώ και τού εμπιστεύτηκα ότι είχα την απόφαση να φύγω από τη χώρα, να ξενιτευτώ και να ψάξω για κατάλληλο μέρος, όπου θα αξιωνόμουν να λάβω το μοναχικό σχήμα. Μόλις το άκουσε χάρηκε πολύ. Έτσι, αρχίσαμε να συζητάμε πώς να περάσουμε τά σύνορα πού ήταν ό Δνείπερος, πάνω στον όποιο, όχι μακριά, στο βουνό, βρίσκεται η μονή του Λιούμπετς
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.
http://paterikoslogos.com/viewtopic.php?f=4&t=1680&sid=abbba6995b52add7149fb3bd9be1d8bb&start=10#p9470
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου