Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Η ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΙΣΜΟΥ

Screenshot_1
Ἡ ἀποσάθρωσις καί ἡ ἀσέβεια τοῦ Νεοβαρλααμίτικου Γιανναρισμοῦ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
  1. Σεσοφισμένος-μυθομανής Γιανναρισμός.
  2. Ἡ θρασύτητα τῶν «Μεταπατερικῶν».
  3. Ὁ εὐσεβής λαός, «γνωρίζει» τήν Θεοτοκολογία.
  4. Ὁ Γιανναράς, «ἀγνοεί» τήν Θεοτόκον.
  5. Ἀπλανῆς καί Θεόπνευστη τεκμηρείωσις.
  6. Ὁ Γιανναράς καταργεί τά ὅρια τῶν Θεοφόρων Πατέρων καί ὑπηρετεί τήν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
  7. Γιατί ἡ Βολουδάκιος ἀντιρρητική, κατά τοῦ Γιανναρισμοῦ, παραμένει ἀναπάντητη;
  8. Τά κορίτσια τῆς Ναζαρέτ, ἦταν πολλά. Θεοτόκος, μόνον μία!
  9. Ρητορικοί στοχασμοί νηπίων.
  10. Ὑστερόγραφον.
  11. Σημειώσεις.
  1. ΣΕΣΟΦΙΣΜΕΝΟΣ-ΜΥΘΟΜΑΝΗΣ ΓΙΑΝΝΑΡΙΣΜΟΣ
Παρ΄ὅλον πού δέν ἔχομεν τινά λογιωσύνη, ἤ τό ὑψηλόν μορφωτικόν ἐπίπεδο ἤ καί την μεγάλαυχον διανοητικήν ἰκανότητα, να ἀντιπαραταχθῶμεν, εἰς τά κείμενα τοῦ Νεορθοδόξου Φιλοσόφου Γιανναρᾶ, πέντε ἀράδες κριτικήν, θά τήν ἀποτολμήσομεν καί ἔχει ὁ Θεός. Δυστυχῶς, ὁ κύριος Χρ. Γιανναράς, ἀκόμη μία φορά, προκαλεί, τό ὀρθόδοξον θρησκευτικόν συναίσθημα, τῶν πιστῶν, μέ ἕνα ἀκόμη κακόδοξο καί ἀσεβές κείμενό του.
Τό κείμενο του φέρει τίτλο: «Δεκαπενταυγούστου τα αποσβεσμένα»·  μόνον ὁ Θεός καί ἡ ψυχή του, γνωρίζουν τί ἐννοεί… πολλῶ δέ μᾶλλον ὅταν τά παρελθοντικά ψευδόδοξα κακολογήματά του, δέν εἶναι «ἀποσβεσμένα»!
Ἦδη, ἀπ΄τήν πρῶτη πρότασιν καί παράγραφον, μᾶς καθιστά ἄκρως ἐπιφυλακτικούς, διά τό τί σεσοφισμένους μύθους, θά μᾶς ἀραδιάσει.
Γράφει τά ἑξῆς:
«Για τη συντριπτική μάλλον πλειονότητα σήμερα του ελλαδικού πληθυσμού (και όχι μόνο) οι λέξεις «Παναγιά», «Mεγαλόχαρη», «Θεοτόκος» και πλήθος συνώνυμες είναι τόσο κατανοητές όσο και τα «άμπρα – κατάμπρα» στα μωρουδιακά παραμύθια
Εἶναι φανερόν ἐκ μίας πρῶτης ὅψεως, σύμφωνα κατά τήν προσωπική μας γνῶμη, ὅτι ὑποτιμά καί μέμφεται τό ἱερόν θρησκευτικό συναίσθημα καί τό ἀλάθητο αἰσθητήριον τοῦ θρησκεύειν, τοῦ Χριστεπώνυμου πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς ἔν λόγῳ δυσάρεστες διαπιστώσεις του. Στήν καλύτερη τῶν περιπτώσεων, διά νά  σῶσει κανείς, τό γράμμα ἤ καί τό πνεῦμα, τοῦ κυρίου λογιοτατιστοῦ, δύναται νά τό ἐρμηνεύσομεν καί ὡς ἕνα δῆθεν ἀναμφίβολο καί ἁπλό παρατηρήσιμο γεγονός, ἄκρως ὑποκειμενικά περιγραφόμενο, ὑπό τινός γηραιοῦ φιλοσόφου καί «πιστοῦ» τῆς Ἐκκλησίας. Στήν χειρώτερη ὅμως, τῶν περιπτώσεων, στήν ὁποῖα καί ποντάρωμεν προσωπικῶς, εἶναι ἡ θλιβερά καί ἀπαράδεκτως, ὑποτίμηση, τοῦ θρησκεύειν καί τοῦ πιστεύειν, τινός ὁλάκερου πραγματικά πιστοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, διά τήν ἐξύψωσιν πολύ πιθανόν, τινῶν πολυποίκιλων ἐμπαθῶν συμπλεγμάτων καί διανοημάτων τινᾶς «ἀστόχαστης σουσουράδας».
Τό πλέον οὐσιαστικό προβλημα τοῦ κ. Γ., καθῶς και τοῦ κάθε Φιλοσόφου νόα, πού στοχάζονται ἀδειάλειπτα, περί τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας κ.λπ., εἶναι πού μᾶλλον δέν «ἀντιλαμβάνονται» διόλου, ἥ ἄν τό «ἀντιλαμβάνονται», τό προσπερνοῦν ἀδιάφορα, ἐλέω τῆς ἀκατάσχετης σοφιστικῆς στοχαστικότητας καί ἀσχετοσύνης των, δηλ. μέ μόλις προσφάτου καί δικῆς μας ἐπινοήσεως, νεολογισμόν: πρόκειται περί μπουρδολογισμικῆς ἀφασιο-ἀσυναρτησίας τό ἀνάγνωσμα· καθότι ἐξάπαντος, οἱ Θεολογικοί ὅροι τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ  δογματολογικοί ὅροι, οἱ  ἱεροί Κανόνες καί οἱ θεῖες Ἐντολές, δεν εἶναι καρποί, διανοητικῶν ἤ καί φιλοσοφικῶν στοχασμῶν, τινῶν ἐμπαθῶν διανοουμένων καί μή φιλόσοφων ἀνθρώπων, ἀλλά εἶναι καρπός, βιωματικῆς και Ἁγιοπνευματικῆς γνῶσις καί ἐμπειρίας, τινῶν θεωμένων καί τεθεωμένων, Ἁγίων Πατέρων καί Προφητῶν τῆς Ἔκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὤφειλαν σέ κάποια χωροχρονική συγκυρία, νά διατυπώσουν καί νά περιγράψουν κάπως, μέ κτιστά ῥήματα, τά Κτιστο-ἄκτιστα (=Θεανθρώπινα) Μυστήρια καί τῆς βιωματικές ἀλήθειες τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Εὐαγγελίου, διά νά ἀποκροῦσουν κυρίως, τούς φιλόσοφους αἱρετικούς, πού θεολογοῦσαν, ἐξάπαντος φιλοσοφικῶς καί σοφιστικῶς. Γι΄ αὐτόν το λόγο, δέν ἐπιθυμοῦμεν νά κολλάμεν στίς λέξεις καί τό γράμμα τῶν Γιανναρέϊκων λεξιδίων, διότι μᾶς ἐνδιαφέρουν τά θεολογικά πράγματα καί τα σημαινόμενα ἐξ αὐτῶν, χωρίς ὅμως νά ἀπαξιώνουμεν διόλου, τήν  σημασία τῶν τινῶν σημεῖων καί τῶν λέξεων αὐτοῦ. Ἡ προσπάθεια νά θεολογεί κανείς, φιλοσοφικῶς-διανοητικῶς, καί να στοχάζεται ὀρθολογικῶς καί λογικῶς, περί τοῦ Θεοῦ καί περί τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Θεολογίας καί τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας Αὐτῆς κ.λπ. συνιστά de facto αἵρεσιν καί κακοδοξία, καταδεδικασμένη τελεσίδικως, ὑπό τοῦ 15ου αἰ. μ.Χ. ἐκ τῆς Θ΄Οἰκουμενικής Συνόδου μέ πρωταγωνιστήν τόν Μέγαν καί Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶ! (Αὐτά τά γνωρίζει ὁ γέρων θεολογῶν κ. Γιανναρᾶς. Τά γνωρίσει μάλιστα, καλύτερον καί ἀπό μας, πού μόλις προχθές ἐγεννήθημεν. Μόνον, πού ἐπέλεξεν νά θαυμάζει, νά μιμεῖται, νά ἀκολουθεῖ καί νά εἶναι ἐξάπαντος ὁ «ἐπόμενος τοῖς αἱρετικοῖς πατράσιν»…!) Ὁ τότε πλέον σημαντικός, καταδικασθείς ὡς αἱρετικός, ἦτο ὁ Φιλόσοφος  κακόγερος καί παπόδουλος, ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός, καθῶς κ.ἄ. μαθητές του. Καί ἄρα, ἡ ἀπόπειρα τινῶν  διανοουμένων, νά θεολογοῦσιν φιλοσοφικῶς ἤ καί νά φιλοσοφοῦσιν θεολογικῶς, συνιστά ἐωσφορικήν αἵρεσιν, πού φέρει πλέον τήν ἐπωνυμίαν, ΒαρλααμισμόςΝεοβαρλααμισμός.
  1. Η ΘΡΑΣΥΤΗΤΑ ΤΩΝ «ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΩΝ»
Μᾶς διδάσκει ὅμως, ἕνας παραδοσιακός καί πραγματικά σύγχρονος καί λόγιος Καθηγητής:
«Δυστυχς, ο γαπητοί ν Χριστ δελφοί μας «μεταπατερικοί» θεολόγοι –μέ τίς παράτολμες, μλλον μέ τίς θρασύτατες καί ο κατ’ πίγνωσιν, σως, διατυπώσεις τους- μφανίζονται, πρακτικς, νά γνοον πλήρως τί εναι γιότητα, καθεαυτήν, (…) ποία ποτελε, κατά τήν μπειρία τς κκλησίας, τή θεμελιώδη προϋπόθεση το ρθοδόξως καί πλανς θεολογεν». [1]
Ἄρα, τό σημαίνων-σημεῖον, ποῦ διαφωνοῦμεν ριζικῶς, μέ τόν ἐν λόγῳ κύριο καθηγητή, τῆς Φιλοσοφίας, εἶναι ὅτι θεωροῦμεν, πώς ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ Χριστεπώνυμου πληρώματος (καί ὄχι ἀπόλυτα και μόνον στά στενά γεωγραφικά ὅρια ποῦ ὁρίζει καί καταγράφει ὁ κ. Γ.) τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέχρι καί εἰς τόν πιό ἀπλό καί ἀγράμματο πιστό Της, τούς θεολογικούς ὅρους «Παναγία» καί «Θεοτόκος» δέν τούς κατανοοῦν διανοητικά, λογικά, ὀρθολογιστικά, γνωσιολογικά ἥ ἄλλως πως…, ἀλλά τούς «κατανοοῦν» καρδιακά, τουτέστιν ἐμπειρικά καί βιωματικά, μιᾶς καί εἶναι λ.χ.  ὄντως Μυστήριον πράγμα καθότι περικλεῖει, μέγαν και παράδοξον τινά θαυμαστόν γεγονός, π.χ. ἡ ὀρθόδοξος ἔννοια καί ἡ ὁρολογία «Θεοτόκος», τόν ὁποῖον, ὀρθόδοξον δογματολογικόν ὅρο, μᾶς τόν ἐπικυρώνει καί  μᾶς τόν ὁμολογεῖ ἰδιαίτερα γραπτῶς, ἡ Θεόπνευστος Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος διά τινῶν Μεγίστων Θεοφόρων Πατερων, καθῶς καί ἡ ἄγραφος ἱ. Παράδοσις ἐκ τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων ἄχρι τῆς σήμερον.
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ μέν να μή γνωρίζει ἱστορικοδογματολογικές λεπτομέριες, περί τινῶν θεολογικῶν ὁρολογιῶν, κατηγορημάτων καί ἐννοιῶν, ἀλλά εἶμαι σχεδόν, ἀπόλυτα σίγουρος, ὅτι δέν ἔχει τό πλανερόν καί σοφιστικόν  αἰσθητήριο-διαπιστευτήριον τοῦ κ. Γιανναρᾶ, δηλ. νά συνταυτίζει, μέ ἄκρως ὑπερβολικές καί μηδενιστικές διαπιστώσεις, νά συμπλέκει μάλιστα, π.χ. τά διαβολικά μαντζούνια, τίς μάγισσες μέ τά σκουπόξυλα καί τίς φαιδρές δεισιδαιμονίες τῶν ἅμπρα κατάμπρα, μέ τήν Παναγία Δέσποινα καί Κυρία Θεοτόκο!  Γιατί ἆραγε, τέτοια φαιδρᾶ ὑποτίμηση καί ἀνόητος μηδενισμός, ἐπί τοῦ λαοῦ μας, ὁ κ. Γ.; Δηλαδή θεωρῶ, τό ἀκριβῶς καί ἄκρως ἀντίθετο, ἐξ ὅσων σοφίζεται, ὁ ταλαίπωρος ἐν Χριστῷ ἀδελφός μας.
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, εἶναι Λ[λ]ογικόν ποίμνιο καί ὄχι διανοητικά ὑστερημένα ὄντα· διότι αὐτό προκύπτει, στό ἄστοχον διανόημά του. Καί ἀκατήχητος νά εἶναι, ὁ Ἑλλαδικός λαός-πού ὅντως τό ὁμολογῶ-πώς εἶναι, ἡ εὐθύνη τοῦ ἀγαπητοῦ κ. Γ., στά κατηχητικά καί θεολογικά δρώμενα, τῆς Ἑλλαδίτσας μας, εἶναι τεραστία καί σημαντική, διότι σύμφωνα με τήν προσωπική μας ἔρευνα, δέν θά ἔπρεπε κἄν νά μιλά, ἀλλ΄οὔτε καί να γράφει, διότι ἀρκετά πλάνησε καί ἐξαπάτησε, πρώτιστα τόν ἑαυτό του καί ἔπειτα, ὁλόκληρες γενιές Νεοελλήνων, μέ τά πολυσέλιδα καί ἄθλια κακοδοξήματά του, τά πονηρά συκοφαντήματά του κατά τινῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας καί διά τινῶν πολυποίκιλων φλυαριῶν, αἱρέσεων καί πλανῶν του. Ἡ ἐποχή τοῦ Γιανναρισμοῦ, ἔλαβεν τέλος. Πρέπει κάποτε νά ἀπογαλακτιστῶμεν ἀπό τό μολυσμένο γάλα «Για-ννα-ράς» πού μᾶς πότιζαν ἐπί χρόνια ὁλόκληρα! Ἐπιτακτική ἐπιστροφή, ὅλων μας, πρός τούς Ἁγίους καί Θεοπνεύστους Πατέρες, καί βδελυρά ἀποστροφή, εἰς τούς ἀθλίους πατέρες τοῦ Νεοελληνισμοῦ τῆς «Νεορθοδοξίας».
Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως, δέν θά πρέπει νά ἀδικοῦμεν τόν ἄνθρωπο καί ἐν μέρει, ἴσως νά ἔχει τινά καί μερικόν δίκαιον· Δηλαδή, ὅταν μιά «συντριπτική πλειονότητα» τοῦ «ελλαδικού πληθυσμού», θά θεωροῦν, θά ἐννοῦν καί θά κατανοοῦν μᾶλλον, ὡς «μωρουδιακά παραμύθια», τόν ἁγιολογικό ὅρο «Παναγία καί Θεοτόκος», ὅλο αὐτό προϋποθέτει τόσον λογικά ὅσον καί ἐκκλησιολογικά, μή βαθιά θρησκευόμενους πιστούς, ἀλλά ρηχᾶ θρησκόληπτους καί δεισιδαίμονες «πιστούς», ἐντός τῶν εἰσαγωγικῶν πιστούς, εὐλαβείς-ἀνευλαβείς («εὐλαβείς-βλαμένους» παραφράζει δικαίως, ὁ Ἅγ. Γέρων Παΐσιος) ὡς μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς!
 Εἶναι ὅμως, ἡ συντριπτική πλειοψηφία, τῶν Ἑλλαδιτῶν, δεισιδαίμονες, θρησκόληπτοι καί εὐλαβείς-βλαμένοι; Καί αὐτό τό ἀνόητο καί σαρωτικό συμπεράσμα, πῶς τό ἐκφράζει ἔτσι αὐθαίρετα, κοτζάμ καθηγητής-στοχαστής; Οὔτε καί μία «ἀστόχαστη σουσουράδα», δέν μηδενίζει, μέ τέτοιον θλιβερό τρόπον, ὁλάκερον πιστεύουσα Κοινότητα ἤ καί ὁλόκληρον λαό…!
  1. Ο ΕΥΣΕΒΗΣ ΛΑΟΣ «ΓΝΩΡΙΖΕΙ» ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΛΟΓΙΑ
Ἄν κάτι «γνωρίζει» καλά καί ἄριστα, ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἑλλαδιτῶν, περί τῆς ὁρθοδόξου Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι νά διακρίνει σαφῶς, νά κατανοεί ψυχοσωματικῶς, νά βιῶνει ἐμπειρικῶς, νά προσεύχεται καρδιακῶς, νά παρακαλεί γονυπετής καί νά τιμά ἐκκλησιαστικῶς, τήν Θεόμορφον Κόρη καί Κυρία Θεογεννῆτορ*! Τρανή καί ὑψιπετής ἀπόδειξις, τῶν ὅσων γράφομεν, εἶναι τά ἐκατοντάδες Ἑλλα-δικά μας, ἱερά προσκηνύματα, τά ἱερά Μοναστήρια καί τά Ἡσυχαστήρια καθῶς καί οἱ ἀφιερωμένες ἐκκλησίες καί τά ἐξωκκλήσια, πρός τιμήν τῆς Θεογεννήτριας*, ὅπως καί τό Θεοτοκοβάδιστον Ἅγιον Ὅρος, μιᾶς καί γεωγραφικά ἐντάσσεται, στόν «λλαδικό πληθυσμό» του· ἐκτός κι ἄν ἐπί τοῦτο, ἔχει τινά ἀντίθετον γνῶμιν, ὁ Νεοβαρλααμῖτης κ. Γ., μέ τήν ὁποῖαν, θά χαρῶμεν πολύ, ἵνα μη την ἐκφράση διόλου, διότι γνωρίζομεν καλῶς, τά ὅσα κακόδοξα καί συκοφαντικά φληναφήματά του, διά τινῶν Ἁγίων καί ὁσίων Θεοφόρων Ἁγιορειτῶν Πατέρων (π.χ. Ἅγιον Νικόδημον τόν Ἁγιορείτην κ.ἄ.).
Ἄν καί τό καταγράφει ὁ Νεονικολαΐτης κ. Γ., περί τινάς «εμπειρικής μετοχής», δέν μᾶς την ἀποσαφηνίζει καλῶς καί ἀπλανῶς, δηλ. ὀρθόδοξα καί ἐκκλησιολογικά. Ἆρα ποῖον τό νόημα τοῦ στοχασμοῦ του, ἄν δέν τόν ἐνδιαφέρει, ἡ ὀντολογική ἀλήθεια, τοῦ πράγματος; Μήπως, διά νά ὑποψιάσει ἤ διά νά συγχίσει, περαιτέρω, τούς ὅσους διανοούμενος καί μή, διά συγκεκριμένου (ὀρθο)λογικοῦ τρόπου μετοχῆς, τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας; Ἐλπίζω νά μήν τόν παρεξηγῶ, καθότι δέν ἐπιθυμῶ νά παρερμηνεύω τινές προθέσεις καί γραπτα, διά νά μήν παρεξηγοῦν καί ἐμένα.
  1. Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ «ΑΓΝΟΕΙ» ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ
Ἐξάπαντος θεωροῦμεν, ὅτι τά πράγματα τά ἀποσαφηνίζει, λίαν καλῶς, στήν συγκερκριμένη καί παροῦσα πρόταση του:
«Δεν θα γνωρίσουμε ποτέ, γιατί το κορίτσι από τη Nαζαρέτ της Γαλιλαίας σημάδεψε την ανθρώπινη Iστορία ως «Θεοτόκος» και «Παναγία», αν δεν την προσεγγίσουμε με άμεση εμπειρική μετοχή στο «έργο» που επιτέλεσε – με τον ίδιο τρόπο γνωστικής εμπειρίας που γνωρίζουμε το έργο του μουσουργού ή του ζωγράφου.»
Σέ διαφορετικόν ὅμως καί πάλιν, βαθμόν, μᾶς τα ἀποσαφηνίζει ἄλλως πως, ὁ Καθηγητής τῆς Ὀρθόδοξης Δογματικῆς τῆς Ἐκκλησίας, κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
«μφανίζονται (ο «μεταπατερικοί» θεολόγοι)  στά κείμενά τους νά γνοον, τι ρθόδοξη καί πλαν θεολογία παράγουν, πρωτογενς, μόνον σοι καθαρίστηκαν πό τήν καθαρσία τν παθν τους, καί κυρίως, σοι φωτίστηκαν καί θεώθηκαν πό τίς κτιστες λάμψεις τς θεοποιο Χάριτος». [2]
Τουλάχιστον, νά παραδεχθοῦν οἱ Γιανναριστές «μεταπατερικοί»  διανοούμενοι καί ψευδο-διανοούμενοι ἀφελείς ἀδελφοί μας, ὅτι εἶναι ἄστοχος καί ἄτοπος, μήν ἀναφέρω-ἀσεβής- ὁ ἀνίερος χαρακτηρισμός, πρός τήν Πάναγνη Θεομῆτορ*, ὡς «τό κορίτσι από τη Ναζαρέτ», μάλιστα μετά ἀπό 2.000 χρόνια  ἀποδόσεως, ἐκκλησιαστικῶν τιμῶν καί δόξης ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί εἰδικά στόν Ἑλλαδικό χῶρο. Διαφορετικά, ἄς τό ὁμολογήσει ὁ κ. Γιανναράς, ὅτι συγγράφει καί ἀπευθύνεται κυρίως, σέ Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, ἤ ἐθνικούς-νεοπαγανιστές καί ὄχι σέ Χριστιανούς, ἤ ὅτι ἡ γεροντική ἄνοια καί ἀ-νοησία, εἶναι ὁ ὐπουλότερος ἐχθρός τῶν ψευδο-διανοουμένων καί ὄχι μόνον. Τρίτη λύση, δέν χωρεῖ, στά ἐν λόγῳ θεολογικά πράγματα. Διότι ἄν χωρεῖ σ΄αὐτά, αὐτή πού ἀπομένει, θά εἶναι τινά κακόδοξος καί κακόβουλη ὑπόσκαψις, τῆς Ὀρθοδόξου Θεοτοκολογίας τῆς Ἐκκλησίας, περί τῆς ὑπερευλογημένης Παρθενομῆτορ*…!
Τρανή ἀπόδειξις, τοῦ κακοδόξου Νεοβαρλααμισμοῦ, τοῦ Νεορθόδοξου κ. Γ., εἶναι εἰδικά τό σημεῖο αὐτό:
«…αν δεν την προσεγγίσουμε με άμεση εμπειρική μετοχή στο «έργο» που επιτέλεσε – με τον ίδιο τρόπο γνωστικής εμπειρίας που γνωρίζουμε το έργο του μουσουργού ή του ζωγράφου».
  1. ΑΠΛΑΝΗΣ ΚΑΙ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΗ ΤΕΚΜΗΡΕΙΩΣΙΣ
Ἐνῶ λόγου χάριν, ὁ Μέγας καί Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ὁ ὁποίος ἦτο καί ἄριστος φοιτητής, στό μάθημα τῆς Ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας, μᾶς διδάσκει, μέ ὀρθόδοξον ἀπλανή καί ἐμπειρικήν ἀκρίβειαν, σέ ἀντίθεση, μέ τόν Βαρλααμῖτην καί φιλόσοφον Γιανναράν:
«μες ο στοχασμος κολουθοντες, λλά θεολέκτοις λογίοις τήν μολογίαν τς πίστεως πεπλουτήκαμεν»! [3]
Μέ ἄλλα καί ἁπλούστερα λόγια, ἡ ἐμπειρική Θεοτοκολογία Θεογνωσία ἤ καί Θεοτοκογνωσία  (συγχωρέστε μας, διά τόν προσωπικόν μας νεο-Θεοτοκο-λογισμόν), τό «γιατί» τοῦ κ. Γιανναρᾶ, δέν γνωρίζεται, «με τον ίδιο τρόπο γνωστικής εμπειρίας» πού ἀντιλαμβανόμαστε καί μετέχομεν π.χ. μίαν μουσική πανδαισίαν ἤ θαυμάζομεν καί κατανοοῦμεν μία πινακοθήκη ἔργων τέχνης. Διότι, τόσον ἡ μουσική, ὅσον καί οἱ ζωγραφικοί πίνακες, εἶναι διανοητικά καί λογικά κατηγορήματα καί τεχνολογήματα, καί ἄρα πρόκειται σαφῶς, ἐξ Ὀρθοδόξου Θεολογίας, περί μίας κτιστοῦ καί γνωστῆς ἐμπειρίας ἤ καί κτιστοῦ μετοχῆς. Εἶναι λοιπόν, δημιουργημένα καί κατανοητά, ἀπό τό ἐγκεφαλικόν ὄργανον τῆς διανοίας, καί ἄρα ἀπολύτως κτιστά καί πεπερασμένα καί ἀνθρώπινα-κατασκευάσματα.
Ἡ μετοχή ὅμως, τοῦ Ἀνθρώπου, εἰς Τό Ἄκτιστον, εἰς τά Μυστήρια τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, δέν δύναται νά συγκριθεί, μέ τινᾶ φρουφροῦ καί ἀρώματα διά τῆς περιορισμένης διανοητικῆς ἀντιλήψεως τοῦ ἀνθρώπου… ὅσον ἰσχυρᾶ διάνοια καί νά εἶναι! Ἐκεῖνο τό λεξίδιο, μέ «τον ίδιο τρόπο» δέν(!) μᾶς ἀναπαύει καθόλου καί φρονοῦμεν, ὅτι εἶναι προβληματικό· διότι ἄν κατανοοῦμεν καλῶς τήν Ἑλληνικήν, νομίζομεν ὅτι ἄλλην καί διάφορον ἔννοιαν, φέρει νά ἔχει τό ὁμότροπον, καί μίαν ἄλλη τό ὁμο(ι)ότροπον!! Ἄλλην τό ὁμοούσιον, καί μίαν ἄλλην, τό ὁμο(ι)ούσιον!!!
Αὐτά τά ἁπλά πράγματα, ὁ κακόγλωσσος κ. Γ., δύναται νά τά «ἀντιληφθεί»; Δύναται μόνον, καί εἰκάζω ἐπί τοῦτο· ἄν μείζον κριτήριον καί ἀπλανῆς μεθοδολογία του, ἦτο ἡ ἀλήθεια τῶν θεολογικῶν πραγμάτων διά τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀντί τά πολυποίκιλα φιλοσοφικά-κοιλιόπνευστα-μεθοδολογήματα αὐτοῦ.
  1. Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Ὡστόσο, ὁ καλός διδάσκαλος καί καθηγητής, κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, μᾶς περιγράφει μέ ἀπόλυτον χειρουργικήν εὐστοχίαν, τά βαθύτερα αἴτια, τοῦ πλανερῶς θεολογεῖν:
«μως, ο πίδοξοι «μεταπατερικοί» θεολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά, τι διδασκαλία τν γίων Πατέρων θέτει σαφ ρια, τά ποα ετε δέν τούς ενοον προσωπικς, ετε κυρίως, μποδίζουν τούς στρατηγικούς στόχους, ο ποοι πηρετον τόν γαπημένο τούς Οκουμενισμό. Ατή εναι λήθεια. λα τά λλα εναι, πλς, τό πιμελημένο περιτύλιγμα!». [4]
Ὅλα ὅσα γράφομεν, δέν εἶναι δικά μας πράγματα, τά ἔχουν διαπιστώσει και τά ἔχουν καταγράψει, διαχρονικά, καί κατά τό παρελθόν, σημαντικοί Πνευματικοί Πατέρες τοῦ Γένους καί ἀκαδημαϊκοί Θεολόγοι Καθηγητές, τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καθῶς καί ἄλλοι παραδοσιακοί θεολόγοι, μέ εἰδικές βιβλιοκρισίες καί κριτικές μελέτες των. Τίς σωρηδόν κακοδοξίες καί αἱρεσεις, τοῦ κ. Χρῆστου Γιανναρᾶ, τίς στηλίτευσαν μαχητικᾶ καί τίς ἐπικρίνουν ἀπολογητικᾶ, ὁ ὅσιος Γέρων Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης [5], ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Βολουδάκης, ὁ Πρωτοπρεσβύτερος καί Ὁμότιμος Καθηγητής τοῦ ΑΠΘ [6] π. Θεόδωρος Ζήσης, οἱ θεολόγοι κ. Παναγιώτης Τελεβάντος [7] καί ὁ [8]  κ. Χριστόδουλος Βασιλειάδης καθῶς καί ἡ ἱ. Κοινότης [9] τοῦ Ἁγίου Ὄρους  κ.ἄ.
  1. ΓΙΑΤΙ Η ΒΟΛΟΥΔΑΚΙΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΙΣΜΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΗ;
Συγκεκριμένα ὁ Πρωτοπρεσβύτερος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, π. Βασίλειος Βολουδάκης, πρό 23 ἐτῶν (δημοσιεύθην ἡ πρῶτη κριτική του 2 Ὀκτωβρίου 1992, καί ὁλοκληρῶθην ἡ δημοσίευσις 5 Μαρτίου 1993, ὑπό τῆς μορφῆς 23 ἄρθρων, εἰς τήν Ἐκκλησιαστική ἐφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ»), συνέγραψε μίαν ῥωμαλέα, ἀπολογητικήν κριτικήν καί ἀντιρρητικήν, σέ εἰδικόν τόμον, κατά τοῦ κ. Χρῆστου Γιανναρᾶ, ὁ ὁποῖος μᾶς παραθέτει ἐπί λέξη:
«Γιά να νηφάλιο νθρωπο περίπτωσι το κ. Γ. εναι κλασσικό δεγμα ντιδραστικότητας. κολουθε τόν κλασσικό δρόμο λων τν ντιδραστικν τς στορίας, ο ποοι δημιούργησαν τίς γνωστές αρέσεις. πό τό να κρο στό λλο! πό τόν εσεβισμό στόν ρωτισμό… Χάθηκε τό μέτρο! Χάθηκαν τά ρια! Μέσα στήν παραζάλη του νά πιτεθ ναντίον θικολόγων καί στενόμυαλων (κατά τήν κρίσι του) νθρώπων, δέν σεβάσθηκε οτε τόν νεώτερο μεγάλο Πατέρα τς κκλησίας μας, τόν γιο Νικόδημο τόν γιορείτη (…)». [10]
Ἄρα ὁ Νεορθόδοξος Γ., ἔπαναλαμβάνει τό «μεταπατερικόν» καί θανάσιμον ἀμάρτημα, τῆς αἱρέσεως τοῦ Βαρλαάμ, τό ὁποῖον συγκεκριμένο νοσηρό πρόβλημα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Πατερική Θεολογία Της, τό ἔλυσεν καί τό κατεδίκασεν  ἀπό τόν 15ον αἰῶνα! Ὁ τρόπος καί ὁ δρόμος, πού προτείνει ὁ ταλαίπωρος Γ., εἶναι κομπογιαννίτικος, πλανεμένος, καί ὁδηγεί πρός τήν ἀπώλεια, ὅσους τυχόν τόν ἐμπιστεύονται. Ὁ δρόμος τῶν αἱρετικῶν φιλοσόφων, πού προσέγγιζαν ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων καί  ἀνέκαθεν, μέ τά φιλοσοφικά ἐργαλεία των καί ἀπροϋπόθετα, τήν Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἦτο a priori ἀποτυχημένος. Καί ὅλο αὐτό γιατί; Διότι, ἦσαν φανατικοί ἰδεολόγοι καί θεολογοῦσαν Ἀριστοτελικῶς ἀντί ἀλιευτικῶς. Ἄρα ὁ ἱδεολόγος κ. Γιανναρᾶς, μᾶς περιγράφει μέν διά ἄλλους καί πέραν τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά μᾶλλον ταιριάζει γάντι καί στήν δική του τραγική περίπτωση, με ἄριστη ἐπιστημολογικήν ἐπάρκεια, ὅτι:
«Γι’ αυτό και ο ιδεολογικός φανατισμός είναι πολύ κοντά στην ψυχασθένεια.»
Διότι, μία ἀπαραχάρακτος καί ἀναντίῤῥητως βασική ἀρχή, τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, εἶναι, ὅτι δέν γνωρίζεται καί δέν μετέχεται ἐμπειρικά, ὁ Θεός, μέ  τρόπον ἀνάλογα κτιστόν, ὅπως δηλ. μᾶς διδάσκει κακόδοξα ὁ ἄσοφος Φιλόσοφος τοῦ ἰδεολογικοῦ φανατισμοῦ, δηλαδή μέ τήν φιλοσοφία, τόν στοχασμόν καί την διάνοια! Ὁ Θεός καί τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐρευνῶνται, ἐξερευνῶνται καί βιώνονται, βεβαίως ὑπερφυσικά καί ὑπέρλογα, διά τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Πράγμα τό ὁποῖον, ἡ βασική ἐτοῦτη Εὐαγγελική ἀρχή, εἶναι κραυγαλέα ἀπῶν, ἐκ τοῦ ἀστόχαστου καί ψευδόδοξου ἀρθριδίου. Γι’αὐτόν τόν λόγο, χίλια χρόνια νά ζεῖ καί να προσπαθεί κανείς, νά γνωρίσει ἐμπειρικά, μέ τόν Βαρλααμικό καί Γιανναρέϊκο τρόπο, τόν Θεό καί τά Μυστήρια Αὐτοῦ, δέν πρόκειται νά κατορθώσει οὐδέν! Οὔτε καί μία τρύπα, στό νερό. Πάσα ἡ Πατερική Γραμματεία, πάντες οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μᾶς τό διευκρινίζουν καί μᾶς το ἀποσαφηνίζουν, συνεχῶς καί ἀδειάλειπτα, σέ κάθε αἰώνα! Ὁ ἀξιότιμος καί ἀγαπητός κ. Γ., ὁ πολυδιαβασμένος  Ἕλλην διανοούμενος καί στοχαστής τοῦ αἰῶνα μας, πῶς καί γιατί δέν πρόσεξε τό παρόν σημαίνον-σημεῖον, τῆς προσωπικῆς μας ἐνστάσεως; Πῶς καί γιατί καί μάλιστα διέλαχε τῆς προσοχῆς του, τέτοια φοβερά καί ἱερά λεπτομέρια; Λεπτομέρια ὁντολογική, λεπτομέρια ζωῆς καί θανάτου!
Τά περί ἱδεολογικοῦ φανατισμοῦ εἰς τόν Γ., μᾶς τά ἀποδεικνύει περίτρανα, καί πάλιν ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης, ἀπορώντας ἔκτοτε μέ τά ἑξῆς:
«λήθεια σέ τί διαφέρει κ. Γ. πό τήν γιομάχο Μαγδαληνή πού φωρισε κκλησία μας; κείνη βγαλε αρετικό τόν γιο το αἰῶνος μας γιο Νεκτάριο, κ. Γ. βγαλε αρετικό τόν μεγάλο Πατέρα μας γιο Νικόδημο! Ποιά διαφορά; Γιά νά μήν επ καί τό φοβερότερο!τι κ. Γ. ποδοκιμάζει σιωπηρς καί τόν γιο Νεκτάριο!!! (…) σφαλς θεωρε καί τόν γιο Νεκτάριο θικολόγο καί δυτικόπληκτο λλά φοβται νά τό γράψη, γιατί γνωρίζει τι λαός μας ατό δέν θά τό νεχθ…». [11]
  1. ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΝΑΖΑΡΕΤ ΗΤΑΝ ΠΟΛΛΑ. ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΟΝΟΝ ΜΙΑ!
Δυστυχῶς ὅμως, ὅσον φιλάνθρωπα καί νά θέλει κάποιος νά ἀσκήσει τινά κριτικήν, ἐπιμένει παραδόξως, ὁ γηραιός καί κακόγνωμος στοχαστής κ. Γ., στίς τελευταίες δύο παραγράφους τοῦ ἔν λόγῳ ἄρθρου του, νά ἀποκαλεί μέ βδελυράν ἀσέβειαν, τήν Θεόνυμφον* Κυρίαν Δέσποιναν καί Ἀειπάρθενον Θεοτόκον Μαρίαν, ὡς:
«Aυτή τη συγκατάθεση την έδωσε αφετηριακά, ανοίγοντας τον δρόμο σε όλους μας, το Kορίτσι από τη Nαζαρέτ της Γαλιλαίας… Γι’ αυτό και τιμάται στους αιώνες το «πανάγιο» Kορίτσι της Nαζαρέτ. Tο δικό της «ναι» συνόψισε σε πράξη τη δική μας νοσταλγία, τον πόθο μας για υπαρκτική ελευθερία, πληρωματικό έρωτα. Oποιος συντάσσεται στο «ναι» της Mαρίας, εντάσσεται στο άθλημα του «τρόπου» της ελευθερίας, στοχεύει στη μετοχή σε «πανήγυριν πάσης της κτίσεως»: Kάθε ποιότητα, κάθε ομορφιά, κάθε μέγεθος, από το αγριολούλουδο ώς τους γαλαξίες, «μακαρίζουν» το Kορίτσι της ελευθερίας και ελπίδας μας».
Δέν δυνάμεθα νά ἀντιληφθοῦμεν σαφῶς, ποιός ὁ ἄσοφος λόγος νά τεθεί, ἐντός τῶν εἰσαγωγικῶν, ἡ λέξη «πανάγιο», διά τήν Παναμώμητον* Κόρην καί Πάναγνον Θεοτόκον; Ἀμφισβητεί ὁ κακέμφατος Γ., τό Ἀειπάρθενον καί τήν Παναγιῶτητα της Χρυσαυγεστάτου* Παρθένου;
Ἐλπίζωμεν μόνον, οἱ σοβαροί καί ὁρθόδοξοι διανοούμενοι καθῶς καί οἱ προβληματιζόμενοι ἁπλοί πιστοί, περί τά κατά καιρούς κακόδοξα καί αἱρετικά δημοσιεύματα καί γραπτά τοῦ ἑτεροδιδασκάλου κ. Γ., νά προβληματιστοῦν βαθέως, ὅπως καί μέ τό παρόν ἄθλιον καί ἀσεβέστατον δημοσίευμα. Νά ἐπιμένει ὅμως, ὁ ἀθεόφοβος σοφιστής, πέραν τῶν πέντε περιπτώσεων, νά μᾶς ἀλάξει τήν Πίστη τῶν Πατέρων μας, λ.χ. περί τινός ἀφελοῦς «κοριτσιοῦ μέ τά σπίρτα» ἤ καί «τής Μαρίας μέ τά κίτρινα» χωρίς νά κάνει, ἔστω καί μία φορά, μιᾶ σοβαρή ἀναφορά, νά μᾶς πάρει ἡ Εὐχή, πρός τήν Μητέρα τοῦ Φωτός, τῶν θεολογικῶν ὅρων: εἴτε Ἀειπάρθενος, εἴτε Παναγία, εἴτε καί Θεοτόκος, κ.ἄ., ἀλλά νά σκαρφίζεται γραῶδη σοφίσματα, γιά νά κερδίζει τίς ἐντυπώσεις… νομίζω ὅτι μία νόσος Ἀλτσχάϊμερ σέ τέτοιαν ἡλικίαν, ἴσως διαφυλάξει, τά παραδοσιακά κεκτημένα καί πολύ πιθανόν, νά προστατέψει, μερικές ἁπλοϊκές καί ἀπλές ὑπάρξεις.
  1. ΡΗΤΟΡΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΝΗΠΙΩΝ
 –Ἆρα γέ, ποῖος νά εἶναι, ὁ σύγχρονος Νεοἕλλην πατῆρ, τοῦ ἰδεολογικοῦ φανατισμοῦ;
-Ποῖος νά εἶναι τή σήμερον, τό  alter ego, τοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ; Ποῖος διαστρέφει καί συκοφαντεί, ἀσύστολα, τούς ἅγιους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας;
-Ποῖος ὑποτιμά, τήν Κυρία Θεοτόκον; Ποιός προωθεί την ΚΑΙΡΟΣκοπίζουσα θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης καί τόν βδελυρό Οἰκουμενισμό;
-Ποιός ἐμπέδωσε τόν ἄκρατον καί τόν κατά διαόλου ἐρωτισμόν καί τόν Νικολαϊστισμόν;
Ποῖος λοιδωρεί καί κατακρίνει, τούς ὅντως Πνευματικούς ταγούς καί ὅντως ἀληθινούς ἀγωνιστές καί παραδοσιακούς Ποιμένες, τῆς Ἐκκλησίας μας; [12]
Ποῖος εἶναι ὁ φιλόσοφος νόας καί σατανικός μαΐστωρ, τῆς μεταπατερικῆς καί οἱκουμενιστικῆς θεολογίας, στήν Ἑλλαδική καί ὄχι μόνον, πραγματικότητα;
Ποῖες ἀθεολόγητες «φιλοσοφικές» κακοδοξίες, διδάσκονται ἐκ τῶν Γιανναρέϊκων ἐγειριδίων, εἰς τίς Θεολογικές Σχολές τῆς οἰκουμένης;
Ἆραγε μήπως, ὁ φιλοσοφῶν καί πατῆρ  τοῦ ἰδεολογικοῦ φανατισμοῦ, ἔτεκεν: Ἕλλην ψυχασθενήν, δεισιδαίμων καί εὐλαβήν-βλαμένον;
Ὑστερόγραφον:
Ἄ μάλιστα! Ἰδοῦ, γιατί μπάζει, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, τόσα πολλά χρόνια. Ἡ ἀποσάθρωσις καί ἡ ἀσέβεια, τοῦ ὑπερφίαλου πυροτεχνήματος, τοῦ Γιανναρισμοῦ, πνέει τά λοίσθια, διά τῶν πυρωμένων πρεσβειῶν καί ἐνεργειῶν τῆς Ἀκατάφλεκου Βάτου*.
Τοῦ Παναγιώτη Π. Νούνη
*Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορεῖτου, Θεοτοκάριον, Ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Θες/νίκη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Δημήτριου Ι. Τσελεγγίδη, ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ ΚΑΙ ΑΠΛΑΝΩΣ ΘΕΟΛΟΓΕΙΝ (Θεολογικές καί Ἐκκλησιολογικές Προσεγγίσεις), Ἐκδόσεις: Π.Πουρναρᾶ, Θες/νίκη 2013, σελ.103-104.
[2] Τοῦ Αὐτοῦ, ἔνθ. ἀνωτ. σελ.104.
[3] Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἅπαντα τά ἔργα, ΕΠΕ Τόμος 1ος,  Δύο λόγοι ἀποδεικτικοί περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, Κεφ.18, σελ.216
[4] Δημήτριου Ι. Τσελεγγίδη, ἔνθ. ἀνωτ. σελ.110.
[5] Μοναχοῦ Θεόκλητου Διονυσιάτη, ΠΕΡΙ ΘΕΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΕΡΩΤΟΣ (Α΄. Ὁ Νεονικολαϊτισμός τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ), Ἐκδόσεις: “ΣΠΗΛΙΩΤΗ”, Γ’ Έκδοση, 2003.
[6] Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, ΚΟΛΛΥΒΑΔΙΚΑ (Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος), Ἐκδόσεις: “Βρυέννιος”, Θες/νίκη 2004, σελ.17-23.
[7] Παναγιώτη Τελεβάντου καί Χριστόδουλου Βασιλειάδη, Θεολογικά Δοκίμια περί τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ, http://panayiotistelevantos.blogspot.com/search/label/%CE%93%CE%99%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%91%CE%A1%CE%91%CE%A3
[8] Τῶν Αὐτῶν, Θεολογικά Δοκίμια περί τοῦ Νεονικολαϊτισμοῦ, http://panayiotistelevantos.blogspot.com/search/label/%CE%9D%CE%95%CE%9F%CE%9D%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%9B%CE%91%CE%99%CE%A4%CE%99%CE%A3%CE%9C%CE%9F%CE%A3
[9] Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀνακοίνωσις Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους («ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ κ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ»), φ.1020 (16-4-1993) καί  βλέπ. ἀποσπάσματα, στό ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ τοῦ Πρωτ. Β. Βολουδάκη, Ἐκδόσεις: “ΥΠΑΚΟΗ”, 1993, σελ. 262-269.
 [10] Πρωτοπρεσβυτέρου Βασίλειου Ε. Βολουδάκη, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Ἐκδόσεις: “ΥΠΑΚΟΗ”, 1993, σελ.36.
[11] Τοῦ Αὐτοῦ, ἔνθ. ἀνωτ. σελ.37-38.
[12] Ὀρθόδοξου Οἰκουμενιστοῦ, ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΡΑΔΙΟΣΤΑΘΜΟΙ, Η “ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ” ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, Ο ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΙΛΙΚΙΑ ΤΟΥ, 
http://apologitiki.blogspot.com/2014/10/blog-post_25.html
http://aplanostheologen.blogspot.gr/2014/10/blog-post_25.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου