Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Δημήτριος Τσελεγγίδης, Είναι οι Ετερόδοξοι μέλη της Εκκλησίας;



Εἶ­ναι οἱ Ἑ­τε­ρό­δο­ξοι μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;
ἄρθρο τοῦ Κα­θη­γη­τή Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη
Πρω­τί­στως πρέ­πει νά δι­ευ­κρι­νή­σου­με ὅ­τι ὡς Ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στεύ­ου­με, σύμ­φω­να μέ τό Σύμ­βο­λο Πί­στε­ως τῆς Νι­καί­ας-Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως (381), «εἰς μί­αν, ἁ­γί­αν, ἀ­πο­στο­λι­κήν καί κα­θο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν». Κα­τά τήν ἀ­δι­ά­κο­πη δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή κα­τά τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της, ἡ μί­α αὐ­τή Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη.
Ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Συμ­βό­λου ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι «μί­α» ση­μαί­νει πώς αὐ­τή εἶ­ναι βα­σι­κή ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ταυ­τό­τη­τάς της. Πρα­κτι­κῶς αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ νά δι­αι­ρε­θεῖ, νά κομ­μα­τι­α­στεῖ, ἐ­πει­δή αὐ­τή εἶ­ναι τό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Καί ὁ Χρι­στός ὡς κε­φα­λή τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας οὔ­τε πολ­λά σώ­μα­τα μπο­ρεῖ νά ἔ­χει οὔ­τε καί δι­η­ρη­μέ­νο σῶ­μα νά κα­τέ­χει.

Στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ νι­κή­θη­κε καί αὐ­τός ὁ θά­να­τος. Ἔτ­σι, ὅ­ποι­ος ἐν­τάσ­σε­ται στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νός σ' αὐ­τό μέ τά θε­ουρ­γά μυ­στή­ρι­α καί τήν ἀ­γα­πη­τι­κή τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν, με­τα­βαί­νει ἀ­πό τόν βι­ο­λο­γι­κό θά­να­το στήν αἰ­ώ­νι­α καί ἀ­ΐ­δι­α ζω­ή τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­πως τά κλα­δι­ά τῆς ἀμ­πέ­λου δέν μπο­ροῦν νά ζή­σουν καί νά καρ­πο­φο­ρή­σουν, ἄν ἀ­πο­κο­ποῦν ἀ­πό τήν ἄμ­πε­λο, ἔτ­σι καί ὁ ἀ­πο­κο­μμέ­νος ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α πι­στός ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρες κοι­νό­τη­τες πι­στῶν- ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τό ἀ­ριθ­μη­τι­κό τους πλῆ­θος- δέν μπο­ροῦν οὔ­τε νά ὑ­πάρ­ξουν ἐν Χρι­στῷ οὔ­τε νά συ­στή­σουν ἄλ­λη Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἡ πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι θε­ό­πνευ­στη καί ἀ­δι­α­πραγ­μά­τευ­τη. Σύμ­φω­να μέ τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη πί­στη της, πολ­λές ἤ δι­η­ρη­μέ­νες Ἐκ­κλη­σί­ες δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν, ἐ­πει­δή ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τί­φα­ση ἐν τοῖς ὅ­ροις τό μί­α καί τό πολ­λές ἤ τό μί­α καί τό δι­η­ρη­μέ­νη. Τό δι­η­ρη­μέ­νη ἀ­ναι­ρεῖ στήν πρά­ξη τήν πί­στη στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού μό­νο ὡς μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τη μπο­ρεῖ νά κα­τα­νο­η­θεῖ μέ βά­ση τήν ὀρ­θό­δο­ξη αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἄρ­νη­ση τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἄρ­νη­ση τῆς ταυ­τό­τη­τας καί τῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας της, ὅ­ταν κά­ποι­ος κά­νει λό­γο ἐν­συ­νεί­δη­τα γι­ά δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔτ­σι, οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι δέν ἔ­χουν κα­νέ­να ψυ­χο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα (κόμ­πλεξ) ταυ­τό­τη­τας ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­πο­κο­πῆς ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στι­α­νῶν. Βε­βαί­ως πο­νοῦν, προ­σεύ­χον­ται καί ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται γι­ά τή με­τά­νοι­α καί τήν ἐ­πι­στρο­φή τους.
1. Ἀ­πο­στο­λι­κή Πί­στη
Ἡ ἔν­τα­ξη καί ἡ πα­ρα­μο­νή στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν εἶ­ναι ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τη. Προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν χω­ρίς ὅ­ρους ἀ­πο­δο­χή καί ὁ­μο­λο­γί­α τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς πί­στε­ως, ὅ­πως αὐ­τή ἑρ­μη­νεύ­τη­κε καί ὁ­ρι­ο­θε­τή­θη­κε ἀ­πό τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἔτ­σι, ὅ­ταν κά­ποι­ος πι­στός -ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή θε­σμι­κή θέ­ση πού ἔ­χει στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας- ἤ σύ­νο­λα πι­στῶν -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ τους- πα­ρα­βι­ά­σουν ἐκ πε­ποι­θή­σε­ως τήν ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τό σῶ­μα της. Καί ἄν εἶ­ναι σ' ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἱ­ε­ρα­τι­κό ἀ­ξί­ω­μα κα­θαι­ροῦν­ται, ἐ­νῶ οἱ λα­ϊ­κοί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι δέν μπο­ροῦν στό ἑ­ξῆς νά με­τέ­χουν καί νά κοι­νω­νοῦν στά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πι­σή­μως τόν 11ο αἰ­ώ­να. Τό 1014 εἰ­σή­γα­γαν στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τους γι­ά τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, τό γνω­στό F­i­l­i­o­q­ue. Σύμ­φω­να μέ τή δι­δα­σκα­λί­α αὐ­τή τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα ὡς θεῖ­ο Πρό­σω­πο ἔ­χει τήν ὕ­παρ­ξή του ἐκ­πο­ρευ­τῶς καί ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα καί ἀ­πό τόν Υἱ­ό. Ἡ δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ὅ­μως ἀ­να­τρέ­πει τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, ἀ­φοῦ κα­τά τόν Εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας «πα­ρά τοῦ Πα­τρός ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται» (15,26). Ἄλ­λω­στε, ἡ Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος δι­ά τοῦ Προ­έ­δρου της, ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ἀ­να­φε­ρό­με­νη στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως κα­θό­ρι­σε ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κά, ὅ­τι «οὐ­δε­νί ἐ­πι­τρέ­πε­ται λέ­ξιν ἀ­μεῖ­ψαι τῶν ἐγ­κει­μέ­νων ἐ­κεῖ­σε ἤ μί­αν γοῦν πα­ρα­βῆ­ναι συλ­λα­βήν» (σέ κα­νέ­ναν δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά προ­σθέ­σει ἤ νά ἀ­φαι­ρέ­σει οὔ­τε μί­α συλ­λα­βή ἀ­πό αὐ­τά πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως). Ὅ­λες οἱ ἑ­πό­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι κα­τα­κύ­ρω­σαν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς.
Εἶ­ναι λοι­πόν προ­φα­νές ὅ­τι οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί -κα­τ' ἐ­πέ­κτα­ση καί οἱ Προ­τε­στάν­τες πού υἱ­ο­θέ­τη­σαν τό F­i­l­i­o­q­ue- ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι γι' αὐ­τό πε­ριτ­τό νά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­λους τούς με­τέ­πει­τα νε­ω­τε­ρι­σμούς στήν πί­στη ἐκ μέ­ρους τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στι­α­νῶν (ὅ­πως τό ἀ­λά­θη­το τοῦ πά­πα, τά μα­ρι­ο­λο­γι­κά δόγ­μα­τα, τό πρω­τεῖ­ο, ἡ κτι­στή Χά­ρη κ.ἄ.­).
2. Ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή
Μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη συν­δέ­ε­ται ἀ­δι­αί­ρε­τα καί ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἔ­χει οὐ­σι­α­στι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο μό­νο μέ­σα στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη.
Λέ­γον­τας ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἐν­νο­οῦ­με τήν ἀ­δι­ά­κο­πη συ­νέ­χει­α τῆς ἡ­γε­σί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους. Ἡ συ­νέ­χει­α αὐ­τή ἔ­χει χα­ρι­σμα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα καί δι­α­σφα­λί­ζε­ται μέ τή με­τά­δο­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τῶν Ἀ­πο­στό­λων στούς Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί δι' αὐ­τῶν στούς ἱ­ε­ρεῖς.
Ὁ τρό­πος με­τα­δό­σε­ως τῆς πνευ­ματ­ι­κῆς-ἀ­πο­στο­λι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας στούς Ἐ­πι­σκό­πους γί­νε­ται μέ τή χει­ρο­το­νί­α. Ἄν, ἑ­πο­μέ­νως, κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἔ­χει λά­βει μέ κα­νο­νι­κό - ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό τρό­πο τή χει­ρο­το­νί­α του καί στή συ­νέ­χει­α βρε­θεῖ ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἐ­σφαλ­μέ­νης πί­στε­ώς του, παύ­ει οὐ­σι­α­στι­κά νά ἔ­χει καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἀ­φοῦ αὐ­τή ἔ­χει νό­η­μα μό­νο μέ­σα στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Κα­τά συ­νέ­πει­α, ἄν κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρη το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἀ­ριθ­μοῦ με­λῶν- ἐκ­πέ­σουν ἀ­πό τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή ἐκ­φρά­στη­κε ἀ­λα­θή­τως στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, παύ­ουν νά ἔ­χουν οἱ ἴ­δι­οι τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή βρί­σκον­ται ἤ­δη ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί, ἀ­φοῦ δι­α­κό­πτε­ται ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή οὐ­σι­α­στι­κά, δέν μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται λό­γος γι­ά κα­το­χή ἤ γι­ά συ­νέ­χει­α τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς στούς ἐκ­πε­σόν­τες ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Μέ βά­ση τά πα­ρα­πά­νω, ὁ ἴ­δι­ος ὁ πά­πας, ἀλ­λά καί τό σύ­νο­λο τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν ἐ­πι­σκό­πων στε­ροῦν­ται τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή στε­ρη­θέν­τες τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη ξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κα­τά συ­νέ­πει­α, λό­γος γι­ά ἀ­πο­στο­λι­κή δι­αδ­ο­χή ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι λό­γος ἀ­τε­κμη­ρί­ω­τος ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, εἶ­ναι δη­λα­δή λό­γος ἀ­θε­ο­λό­γη­τος.
3. Ἱερωσύνη καί τά ἄλλα Μυ­στή­ρι­α
Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη στό πλαί­σι­ο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ ἴ­δι­ου τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­φοῦ ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός τε­λεῖ τά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του δι­ά τῶν Ἐ­πι­σκό­πων καί Ἱ­ε­ρέ­ων Του.
Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἀ­δι­ά­κο­πη συ­νέ­χει­ά της ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους, προ­ϋ­πο­θέ­τει δη­λα­δή τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Πρω­τί­στως ὅ­μως ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη προ­ϋ­πο­θέ­τει τόν Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό ὡς ἱ­ε­ρουρ­γό στό μυ­στη­ρι­α­κό Σῶ­μα Του, τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ ὑ­φί­στα­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί πα­ρέ­χε­ται ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τόν Χρι­στό δι­ά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του καί γι­ά τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του. Αὐ­το­νο­μη­μέ­νη ἱ­ε­ρω­σύ­νη καί αὐ­το­νο­μη­μέ­να ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μυ­στή­ρι­α δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν.
Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί ὅ­λα τά μυ­στή­ρι­α, ἀ­πο­τε­λεῖ λει­τουρ­γι­κή φα­νέ­ρω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (ἡ Ἐκ­κλη­σί­α «ση­μαί­νε­ται ἐν τοῖς μυ­στη­ρί­οις», κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα­). Τοῦ­το ση­μαί­νει, ὅ­τι γι­ά νά ὑ­πάρ­χουν μυ­στή­ρι­α, πρέ­πει προ­η­γου­μέ­νως νά ὑ­πάρ­χει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Τά μυ­στή­ρι­α εἶ­ναι σάν τά κλα­δι­ά ἑ­νός δέν­δρου. Ζων­τα­νά κλα­δι­ά, πού ἀν­θοῦν καί καρ­πο­φο­ροῦν, μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν μό­νον ὅ­ταν αὐ­τά εἶ­ναι ὀρ­γα­νι­κή προ­έ­κτα­ση τοῦ δέν­δρου, ὅ­ταν δη­λα­δή εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κά συν­δε­μέ­να μέ τόν κορ­μό τοῦ δέν­δρου.
Εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ἀ­κα­τα­νό­η­το νά ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται ὅ­τι οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι, Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ἤ Προ­τε­στάν­τες, ἔ­χουν ἔ­στω καί ἕ­να μυ­στή­ρι­ο, π.χ. τό βά­πτι­σμα. Τό θε­με­λι­ῶ­δες ἐ­ρώ­τη­μα πού πρέ­πει νά τί­θε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι: Ποι­ός ἱ­ε­ρούρ­γη­σε τό μυ­στή­ρι­ο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος; Ποῦ βρῆ­κε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη ὁ ἱ­ε­ρουρ­γός; Ποι­ός τοῦ ἔ­δω­σε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη, ἀ­φοῦ αὐ­τήν τήν πα­ρέ­χει μό­νον ἡ Ἐκ­κλη­σί­α; Καί ποῦ βρέ­θη­κε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἀ­φοῦ αὐ­τοί λό­γῳ τῆς ἐ­σφαλ­μέ­νης δογ­μα­τι­κῆς πί­στε­ώς τους ξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α;
4.Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν «δύ­ο πνευ­μό­νων» τοῦ Χρι­στοῦ
Ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή ἔ­χει τήν πα­τρό­τη­τά της στόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό. Σύμ­φω­να μέ τή θε­ω­ρί­α αὐ­τή ὁ Χρι­στός ἔ­χει ὡς «πνεύ­μο­νές» Του τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κισμό καί τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α.
Σή­με­ρα, δυ­στυ­χῶς, ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή υἱ­ο­θε­τή­θη­κε καί ἀ­πό πολ­λούς ὀρ­θό­δο­ξους ἱ­ε­ράρ­χες καί λα­ϊ­κούς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κούς θε­ο­λό­γους, μᾶλ­λον ἀ­βα­σά­νι­στα. Καί τοῦ­το, γι­α­τί ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή κρι­νό­με­νη ἀ­πό ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­πο­ψη ὄ­χι μό­νον ἀ­θε­ο­λό­γη­τη εἶ­ναι, ἀλ­λά καί κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βλά­σφη­μη.
Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται ὀν­το­λο­γι­κά ἀ­πό τό Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό γι­ά κα­θα­ρά δογ­μα­τι­κούς λό­γους. Ἔτ­σι, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α θε­ω­ρεῖ ὅ­τι μό­νον αὐ­τή δι­α­σώ­ζει τόν χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς Θε­αν­θρω­πί­νου Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός ἔ­χει ἐ­δῶ καί χί­λι­α χρό­νι­α ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ.
Ἄλ­λω­στε, ἐ­πει­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως εἶ­ναι «μί­α» καί ἑ­νι­αί­α, εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά τε­λεί­ως ἀ­κα­τα­νό­η­το νά ὑ­πο­νο­οῦν­ται, σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρα­πά­νω θε­ω­ρί­α, ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός ὡς οἱ «δύ­ο πνεύ­μο­νες» τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς κά­ποι­α ἰ­σό­τι­μα δη­λα­δή μέ­λη τοῦ σώ­μα­τός Του. Σέ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση θά πρέ­πει νά θε­ω­ρή­σου­με ὅ­τι τά ἄλ­λα μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ ἤ πα­ρα­μέ­νουν ἀ­κά­λυ­πτα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς ἤ κα­λύ­πτον­ται ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά ἀ­πό ἄλ­λες, ἐ­κτός τῶν δύ­ο, Ἐκ­κλη­σί­ες. Κά­τι τέ­τοι­ο ὅ­μως θά μᾶς ὁ­δη­γοῦ­σε εὐ­θέ­ως στήν υἱ­ο­θέ­τη­ση τῆς προ­τε­σταν­τι­κῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῶν κλά­δων» (B­r­a­n­ch t­h­e­o­ry). [Λέγοντας θεωρία τῶν κλάδων ἐννοοῦμε τή θεωρία τῶν προτεσταντῶν γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκ­κλη­σί­α κα­τά τούς προ­τε­στάν­τες εἶ­ναι ἡ ἀ­ό­ρα­τη κο­νω­νί­α τῶν ἁ­γί­ων. Οἱ δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­ρι­κές-ἐμ­πει­ρι­κές ἐκ­κλη­σί­ες ὅ­λων τῶν δογ­μά­των ἔ­χουν νο­μι­μό­τη­τα καί ἰ­σό­τη­τα ὑ­πάρ­ξε­ως, ὡς κλα­δι­ά τοῦ ἑ­νός δέν­δρου τῆς ἀ­ό­ρα­της ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἀ­ό­ρα­τη ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ κα­θαυ­τό ἐκ­κλη­σί­α ἡ ὁ­ποί­α καί ὁ­μο­λο­γεῖ­ται στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως. Κα­τά συ­νέ­πει­α, καμ­μί­α ἐ­πι­μέ­ρους το­πι­κή ἐκ­κλη­σί­α ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε δόγ­μα­τος, δέν ἐν­σαρ­κώ­νει τήν «μί­α ἁ­γί­α κα­θο­λι­κή καί ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α». Καμ­μί­α το­πι­κή ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ νά ἰ­σχυ­ρι­σθεῖ ὅ­τι κα­τέ­χει τήν πλη­ρό­τη­τα τῆς ἀ­πο­κα­λυ­φθεί­σας ἀ­λή­θει­ας. Ἡ μί­α ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι το συ­νο­λι­κό ἄ­θροι­σμα τῶν ἐ­πι­μέ­ρους τμη­μά­των της, δη­λα­δή τῶν κα­τά τό­πους ἐκ­κλη­σι­ῶν ὅ­λων τῶν δογ­μά­των, ὅ­σο καί ἄν δι­α­φέ­ρουν δογ­μα­τι­κά με­τα­ξύ τους]. Πράγ­μα τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτο ἀ­πό ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­πο­ψη.
Εἶ­ναι ὅ­μως καί βλά­σφη­μη ἡ πα­ρα­πά­νω Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς προ­έ­λευ­σης θε­ω­ρί­α πε­ρί τῶν «δύ­ο πνευ­μό­νων» τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ταν αὐ­τή συμ­βαί­νει νά υἱ­ο­θε­τεῖ­ται ἀ­πό Ὀρ­θο­δό­ξους. Καί εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βλά­σφη­μη, ἐ­πει­δή ἐν­τάσ­σει στό ἄ­μω­μο Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό ὡς ὀρ­γα­νι­κό μέ­λος Του (ὡς ἕ­να «πνεύ­μο­νά» Του), τή στιγ­μή πού ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός θε­σμι­κά πά­σχει ὀν­το­λο­γι­κῶς, ὡς πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐ­κτός τοῦ Θε­αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
5. «Ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες»
Ἀρ­χι­κά ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» εἶ­ναι ἀ­πό ἀ­δό­κι­μος ἕ­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος. Ἀ­δό­κι­μος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι, ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ά νά ἐκ­φρά­σει τή σχέ­ση με­τα­ξύ τῶν το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι ὁ ὅ­ρος, ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ά νά προσ­δι­ο­ρί­σει τόν ὀν­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ.
Κα­ταρ­χήν, ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» δέν εἶ­ναι βι­βλι­κά θε­με­λι­ω­μέ­νος, οὔ­τε κἄν νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νος. Ὅ­ταν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρε­ται στίς δι­ά­φο­ρες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες, δέν τίς ἀ­πο­κα­λεῖ «ἀ­δελ­φές», οὔ­τε ὑ­πο­νο­εῖ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α Ἐκ­κλη­σί­α ὡς «μη­τέ­ρα» αὐ­τῶν τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ἔ­χει τή συ­νεί­δη­ση ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μί­α καί ὅ­τι αὐ­τή ἔ­χει κα­θο­λι­κό χα­ρα­κτή­ρα, μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πλη­ρό­τη­τας τῆς ἀ­λη­θεί­ας καί τῆς ζω­ῆς της, κε­φα­λή τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ, ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός. Ἔτ­σι, ὅ­ταν ἀ­πευ­θύ­νε­ται σέ κά­ποι­α το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­χει τή στε­ρε­ό­τυ­πη ἔκ­φρα­ση: «τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ τῇ οὔ­σῃ ἐν.­.. (π.χ. Κο­ρίν­θῳ)­». Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς ὅ­λης Ἐκ­κλη­σί­ας μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται σέ κά­θε τό­πο, ὅ­που ὑ­πάρ­χει ἡ εὐ­χα­ρι­στι­α­κή κοι­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν ὑ­πό τόν Ἐ­πί­σκο­πό της. Εἶ­ναι βε­βαί­ως αὐ­το­νό­η­το ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν αὐ­τῶν δι­α­σφα­λί­ζε­ται μέ τήν κο­ι­νω­νί­α με­τα­ξύ τους στήν αὐ­τή πί­στη, ζω­ή καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τά­ξη. Τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν ἐγ­γυ­ᾶ­ται στήν πρά­ξη ἡ σύ­νο­δος τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τους.
Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τό ὅ­τι, ἀ­φοῦ καί οἱ ὁ­μό­φρο­νες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες στό πλαί­σι­ο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας δέν νο­μι­μο­ποι­οῦν­ται θε­ο­λο­γι­κά, ὅ­ταν ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές», πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν ὑ­πάρ­χει θε­ο­λο­γι­κό-ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ὑ­πό­βα­θρο γι­ά νά ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός. Ἄλ­λω­στε ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός δέν μπο­ρεῖ νά ὀ­νο­μά­ζε­ται κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό 1014, ἐ­πει­δή ἀ­πό τό­τε ὑ­φί­σταν­ται πνευ­μα­τι­κῶς γι' αὐ­τόν τά ἐ­πι­τί­μι­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, μέ συ­νέ­πει­α τήν ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα.
Ἐ­δῶ πρέ­πει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ἡ ἄρ­ση τῶν πα­ρα­πά­νω ἐ­πι­τι­μί­ων δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πό κα­νέ­να θε­σμι­κό πρό­σω­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σο ψη­λά καί ἄν βρί­σκε­ται στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­ε­ραρ­χί­α, πα­ρά μό­νον ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο. Ἀλ­λά καί τοῦ­το μπο­ρεῖ νά γί­νει μό­νο στήν πε­ρί­πτω­ση πού ἀρ­θοῦν προ­η­γου­μέ­νως οἱ δογ­μα­τι­κοί λό­γοι, στούς ὁ­ποί­ους οὐ­σι­α­στι­κά ὀ­φεί­λε­ται ἡ ἔκ­πτω­ση τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Εἶ­ναι λοι­πόν φα­νε­ρό ὅ­τι, ἐ­πι­σή­μως, ἀ­πό τό 1014 ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός δέν εἶ­ναι Ἐκ­κλη­σί­α. Τοῦ­το πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν ἔ­χει τήν ὀρ­θή ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Δέν ἔ­χει τήν ἄ­κτι­στη Χά­ρη καί κα­τε­πέ­κτα­ση δέν ἔ­χει τά θε­ουρ­γά μυ­στή­ρι­α, πού κα­θι­στοῦν τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως» τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί, ἐ­πει­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά εἶ­ναι καί νά πα­ρα­μέ­νει ἕ­ως τῆς συν­τε­λεί­ας μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τη, κά­θε χρι­στι­α­νι­κή κοι­νό­τη­τα, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶ­ναι ἁ­πλά αἱ­ρε­τι­κή. 
ΠΗΓΗ:"Ἐν Συνειδήσει", Ἔκτακτη ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου-Ἰούνιος 2009  - Από: Μητρόπολη Κυθήρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου