Η τέταρτη ερώτηση από
ομιλία που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Ιεράς Μητροπόλεως
Λεμεσού στις 16 Δεκεμβρίου 2011 με τον κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη,
Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
Η υποδομή της Χριστιανικής μας ταυτότητας, υπόθεση ζωής
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Ερώτηση 4
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Ερώτηση 4
Άλλο
ερώτημα. Εδώ ο πατήρ. Νομίζω ότι ακολουθείτε το πράγμα πιστά
ιεραρχικώς· πρώτα θα μιλήσουν οι εν τη Εκκλησία ηγέτες και μετά θα
ακολουθήσει και το ποίμνιον.
Ορίστε, πάτερ.
Κύριε καθηγητά, ήθελα να ρωτήσω το εξής: Επειδή ακόμα κι η αναφορά στην υπακοή, την οποία κάματε, και η απάντηση που δώσατε στον π. Τρύφωνα και η περίοδος, στην οποία ζούμε, θυμίζει ακριβώς τα χρόνια, οι διαδικασίες, οι θεολογικές σκέψεις, οι οποίες κυριαρχούν ή συγκρούονται στον Ορθόδοξο χώρο, θυμίζουν γεγονότα, τα οποία έγιναν περίπου πριν εκατό χρόνια. Πιστεύετε, φοβάστε, έχετε στην σκέψη κατά νου, ότι πιθανόν τα πράγματα εκεί που οδηγούνται, είτε από ανθρώπους οι οποίοι νιώθουν να έχουν την αυθεντία της Ορθοδοξίας είτε από ανθρώπους οι οποίοι νιώθουν να είναι οι ζηλωτές της πίστης και να είναι αυτοί, οι οποίοι έχουν ακέραια την πίστη, σε μία εξέλιξη των πραγμάτων και ίσως υποβοηθούμενα και από τις όποιες κοινωνικοπολιτικές παρεκτροπές θα έχουμε στο ιστορικό πλαίσιο του Γένους μας, παράλληλα με την επαναπροσδιόριση της διεκδίκησης των Σλάβων επί της Ορθοδοξίας, εάν μπορούμε να οδηγηθούμε σε ένα νέο σχίσμα των Ελληνορθοδόξων. Τα αίτια, για κάποιον ο οποίος μελετά λίγο την Εκκλησιαστική Ιστορία, τα γεγονότα, δεικνύουν ότι πάμε σε μία κάθετη ρήξη. Το ποίμνιον μπορεί να μη το έχει αντιληφθεί ακόμα το τι συμβαίνει, μπορεί να μην έχει νιώσει του τι διεργασίες γίνονται, αλλά τα πράγματα δεικνύουν ότι ξαφνικά θα ξυπνήσουν οι πιστοί και θα βρεθούν σε μία τέτοια οριακή κατάσταση, που θα πρέπει να επιλέξουν σε ποια Εκκλησία μετέχουν ή ποιας Εκκλησίας είναι μέλη· ή θα πρέπει να ξανασυζητηθεί μετά από πάρα μα πάρα πολλά χρόνια του τι είναι Ορθόδοξο και του τι δεν είναι Ορθόδοξο.
Μάλιστα. Ευχαριστώ για το καίριο αυτό ερώτημα, που πραγματικά είναι και διάπυρο, καίει. Θα επιχειρήσω να το απαντήσω ως εξής: Το να είμαστε στην Εκκλησία, θυμάμαι τον πρώην πνευματικό μου, τον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, στον οποίο πολλοί έλεγαν «να εύχεσαι γέροντα, να εύχεσαι γέροντα για μας» κι εκείνος έλεγε «εμού ευχομένου, υμών δε κοιμωμένων, ουδέν το όφελος»! Με το να εύχονται οι πνευματικοί πατέρες, να αγρυπνούν αυτοί, που ούτως ή άλλως αγρυπνούν, και καλά κάνουν, πρωτίστως για τον εαυτό τους και στη συνέχεια και για τους άλλους, κάνουν το καθήκον τους· αλλά μαγικά, μηχανιστικά δεν συμβαίνουν αυτά τα πράγματα.
Ορίστε, πάτερ.
Κύριε καθηγητά, ήθελα να ρωτήσω το εξής: Επειδή ακόμα κι η αναφορά στην υπακοή, την οποία κάματε, και η απάντηση που δώσατε στον π. Τρύφωνα και η περίοδος, στην οποία ζούμε, θυμίζει ακριβώς τα χρόνια, οι διαδικασίες, οι θεολογικές σκέψεις, οι οποίες κυριαρχούν ή συγκρούονται στον Ορθόδοξο χώρο, θυμίζουν γεγονότα, τα οποία έγιναν περίπου πριν εκατό χρόνια. Πιστεύετε, φοβάστε, έχετε στην σκέψη κατά νου, ότι πιθανόν τα πράγματα εκεί που οδηγούνται, είτε από ανθρώπους οι οποίοι νιώθουν να έχουν την αυθεντία της Ορθοδοξίας είτε από ανθρώπους οι οποίοι νιώθουν να είναι οι ζηλωτές της πίστης και να είναι αυτοί, οι οποίοι έχουν ακέραια την πίστη, σε μία εξέλιξη των πραγμάτων και ίσως υποβοηθούμενα και από τις όποιες κοινωνικοπολιτικές παρεκτροπές θα έχουμε στο ιστορικό πλαίσιο του Γένους μας, παράλληλα με την επαναπροσδιόριση της διεκδίκησης των Σλάβων επί της Ορθοδοξίας, εάν μπορούμε να οδηγηθούμε σε ένα νέο σχίσμα των Ελληνορθοδόξων. Τα αίτια, για κάποιον ο οποίος μελετά λίγο την Εκκλησιαστική Ιστορία, τα γεγονότα, δεικνύουν ότι πάμε σε μία κάθετη ρήξη. Το ποίμνιον μπορεί να μη το έχει αντιληφθεί ακόμα το τι συμβαίνει, μπορεί να μην έχει νιώσει του τι διεργασίες γίνονται, αλλά τα πράγματα δεικνύουν ότι ξαφνικά θα ξυπνήσουν οι πιστοί και θα βρεθούν σε μία τέτοια οριακή κατάσταση, που θα πρέπει να επιλέξουν σε ποια Εκκλησία μετέχουν ή ποιας Εκκλησίας είναι μέλη· ή θα πρέπει να ξανασυζητηθεί μετά από πάρα μα πάρα πολλά χρόνια του τι είναι Ορθόδοξο και του τι δεν είναι Ορθόδοξο.
Μάλιστα. Ευχαριστώ για το καίριο αυτό ερώτημα, που πραγματικά είναι και διάπυρο, καίει. Θα επιχειρήσω να το απαντήσω ως εξής: Το να είμαστε στην Εκκλησία, θυμάμαι τον πρώην πνευματικό μου, τον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, στον οποίο πολλοί έλεγαν «να εύχεσαι γέροντα, να εύχεσαι γέροντα για μας» κι εκείνος έλεγε «εμού ευχομένου, υμών δε κοιμωμένων, ουδέν το όφελος»! Με το να εύχονται οι πνευματικοί πατέρες, να αγρυπνούν αυτοί, που ούτως ή άλλως αγρυπνούν, και καλά κάνουν, πρωτίστως για τον εαυτό τους και στη συνέχεια και για τους άλλους, κάνουν το καθήκον τους· αλλά μαγικά, μηχανιστικά δεν συμβαίνουν αυτά τα πράγματα.
Το
θέμα είναι κατ’ εξοχήν πνευματικό, υπαρξιακό, εδώ και τώρα. Δηλαδή, τι
θέλω να πω: Με βάση και όσα λέχθηκαν για την αγιοπνευματική ζωή, δεν
είναι πολυτέλεια η αγιοπνευματική μας ζωή μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι
πολυτέλεια η πνευματική εγρήγορση. Όταν η πνευματική εγρήγορση είναι πού
είναι ο νους μας. Ο νους του ανθρώπου, όταν λέω για νου δε μιλάω για το
μυαλό, έτσι, για τον εγκέφαλο. Ο νους του ανθρώπου έχει σχέση με την
ηγεσία, που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, είναι μία δύναμη της ψυχής ο
νους, όπως και η λογική, όπως και το πνεύμα, ο οποίος είναι ο βασιλιάς,
είναι ο ηγεμόνας· ό,τι ο νους υπαγορεύσει στην ψυχή, περνάει στο σώμα
μας ως καλό, η πνευματική αλλοίωση π.χ. διά του νοός προχωρεί και στο
σώμα και η κακή αλλοίωση πάλι διά του νοός. Άρα το ζητούμενο είναι πού
είναι ο νους μας. Όσοι επιχείρησαν σοβαρά να κάνουν το αυτονόητο στην
Εκκλησία, δηλαδή να προσεύχονται κατά την εντολή· κι όταν λέμε εντολή,
δε σημαίνει επιλογή. Σήμερα ακούγεται αυτό το πράγμα ως επιλογή: «Ε,
έγινε καλόγηρος, κάνει κομποσχοίνι, προσεύχεται· εγώ είμαι
οικογενειάρχης, εγώ είμαι στον κόσμο, εγώ είμαι επαγγελματίας κτλ».
Είναι τελείως ανόητο πράγμα! Διότι, το παίρνει ως επιλογή ενώ είναι
εντολή: δει υμάς πάντοτε προσεύχεσθε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, θα μας
πει ο Απόστολος Παύλος κτλ.
Όσο
πολυτέλεια μπορεί να θεωρηθεί για έναν άνθρωπο, που θέλει να ζει, το να
αναπνέει άλλο τόσο και περισσότερο, κατά τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο,
είναι επιβεβλημένο να προσεύχεται. Δηλαδή υπαρξιακώς πρέπει να είμαστε,
ως ύπαρξη, προσανατολισμένοι στο Θεό και ο νους μας κατά βάση να είναι
εκεί. Αν λέω, με βάση αυτήν την εντολή, κάνει κάποιος, κατά την ρήσιν
του π. Εφραίμ του Κατουνακιώτη, μία αυτοεπίσκεψη, αν επισκεφτεί δηλαδή
μόνος τον μόνο εαυτό του, μακριά από κάθε άλλη προκατάληψη κτλ, θα
διαπιστώσει ότι ο νους του είναι παντού αλλού εκτός από το σπίτι του,
που είναι η καρδιά του. Αν επιχειρήσει στη συνέχεια να κάνει αληθινή
προσευχή, δηλαδή στην αρχή της, θα διαπιστώσει ότι ο νους είναι σαν το
χέλι· τον φέρνει, σε κάποια περίπτωση, θέλει πολύ ζόρισμα για να τον
φέρεις, γιατί έχει μάθει στην αλητεία, διαρκώς να φεύγει. Έχουμε
σχηματίσει και δια της Παιδείας μας, της θύραθεν, της αλλοτριωμένης
Παιδείας, ότι αυτό είναι πολύ φυσιολογικό πράμα, ο νους πηγαίνει εδώ κι
εκεί· λέει, αυτός είναι πανέξυπνος, πάει παντού το μυαλό του, και σου
λέει «κάλτσα του διαβόλου, παιδί μου», και το εννοεί «πανέξυπνος» λέει.
Μα, αυτός είναι τόσο έξυπνος όσο είναι κι ο διάβολος, που δεν είναι
έξυπνος ο διάβολος, είναι κουτός. Έξυπνος είναι εκείνος, ο οποίος κάνει
τον μικρότερο κόπο, τον λιγότερο χρόνο και πετυχαίνει το μέγιστο δυνατό
αποτέλεσμα· κατά τον δικό μου ορισμό, αυτός είναι ο δικός μου ορισμός,
δεν είναι εκκλησιαστικός. Εγώ έτσι την καταλαβαίνω την εξυπνάδα. Και
αυτό είναι εκείνος, ο οποίος κάνει προσευχή. Διότι, με τον λιγότερο
χρόνο που διαθέτει, με τον λιγότερο κόπο, πετυχαίνει το μέγιστο δυνατό
αποτέλεσμα, το οποίο αποτέλεσμα δεν είναι κτιστό, είναι του ίδιου του
Θεού. Άρα, αν το προσπαθήσει αυτό το πράμα, θα διαπιστώσει ότι είναι
τελείως αποξενωμένος απ’ τον εαυτό του ο άνθρωπος.
Έτσι
λοιπόν μ’ αυτό θέλω να πω ότι το πρώτιστο πράγμα, το οποίο πρέπει να
κάνουμε ως πιστοί, είναι να ενδιαφερθούμε για το νου μας, πού βρίσκεται,
προκειμένου να κάνουμε αυτό που είπα, την ανάκριση, για να κάνουμε την
κρίση. Γιατί άμα δεν κάνεις, άμα δεν βλέπεις, άμα δεν έχεις
κριτήρια, δηλαδή το θέλημα του Θεού, να ανακρίνεις κάτι, δεν μπορείς
μετά να κρίνεις. Αλλιώς θα κρίνεις εκ του προχείρου και θα είναι
επισφαλής η κρίση σου. Έτσι λοιπόν ο κίνδυνος αυτός είναι
υπαρκτός, πράγματι, με τα σήμερα συμβαίνοντα. Αλλά θα σας πω ότι ήταν σε
κάθε εποχή και θα είναι σε κάθε εποχή μέχρι της συντελείας του αιώνος,
γιατί ο ίδιος ο Χριστός είπε, αυτές είναι δοκιμασίες και τις δοκιμασίες
τις επιτρέπει ο Θεός, γιατί; Ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται (Κορινθ.,
11, 19).
Αποδεικνύεται
λοιπόν σε κάθε κρίση η ανεπάρκεια της στάσεώς μας, της προετοιμασίας
μας. Γιατί, τι λέει ο ψαλμωδός; Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην (Ψαλμ.,
118, στ. 60). Το γεγονός ότι συνταρασσόμαστε σήμερα, όχι ταρασσόμαστε
απ’ την κρίση, σημαίνει ότι δεν κάναμε αυτό που έπρεπε νωρίτερα. Το
«ητοιμάσθην» λοιπόν, η ετοιμασία του πιστού είναι το να βρίσκεται εν
νήψη διαρκή. Ενδιαφερόμενος λοιπόν για το ουσιαστικό, ο κάθε πιστός,
δηλαδή να βρίσκεται εν τω ονόματί Του, γιατί αυτή είναι η εντολή του
Χριστού, μη μετεωρίζεσθε, μείνατε εν τω ονόματί μου, αυτή την εντολή
έδωσε στους μαθητές Του, αλλά δεν τους είπε πότε θα γίνει η Πεντηκοστή,
μετά την Ανάσταση. Αυτό κάναν οι μαθητές, απ’ ότι πληροφορούμαστε από
τις Πράξεις, ότι ήταν συνηγμένοι και προσευχόμενοι, έμεναν δηλαδή εν τω
ονόματί Του, και δεν ήταν μετεωριζόμενοι από δω κι από κει, και τότε
ήρθε το Άγιο Πνεύμα.
Αντιστρόφως
τώρα, εμείς που δεχτήκαμε την προσωπική μας Πεντηκοστή με το Άγιο
Χρίσμα, που συνέβη να μπαζωθούμε κτλ, και τώρα διά της μετανοίας κτλ
απομπαζωνόμαστε, πρέπει να βρισκόμαστε σ’ αυτήν την ετοιμότητα, δηλαδή
εν προσευχή, δηλαδή εν τω ονόματι του Χριστού, ώστε να μπορεί να γίνεται
πράξη η προσωπική Πεντηκοστή μας· είναι αυτό το οποίο έλεγα στην
εισήγησή μου, δηλαδή να είναι ενεργοποιημένη η εν ημίν Βασιλεία του
Θεού, το οποίο είναι ως πρώτο ζητούμενο. Γιατί ο Χριστός είπε ζητείτε
πρώτον την Βασιλείαν του Θεού (Ματθ., 6, 33) δηλαδή Εμένα ουσιαστικά
λέει να ζητάτε, δηλαδή έτσι, ας επιτραπεί η έκφραση, εισπράττουμε εμείς
πρακτικώς τον Χριστό, ως τη Βασιλεία Του, η οποία είναι μέσα μας, και
δεύτερον τι θα φάμε, τι θα πιούμε και όλα τ’ άλλα τα βιοτικά, τα οποία
είναι αυτονόητα αφού μας έκανε με σάρκα και οστά έχουμε ανάγκη·
γνωρίζει, λέει, ο Πατέρας σας πριν εσείς το ζητήσετε τι ακριβώς έχετε
ανάγκη, κι Αυτός που φροντίζει για τα κρίνα του αγρού και τα στολίζει
όσο ούτε ο Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού, αυτά που είναι εφήμερα και
αύριο θα τα πετάξουμε να τα κάψουμε, τα λουλούδια του αγρού, τα
φροντίζει, και τα πετεινά του ουρανού και δεν πέφτει ούτε ένα πουλί
χωρίς τη θέλησή Του, άρα πολύ περισσότερο, λέει, εσάς! Για μας ήρθε ο
Υιός του Θεού κι έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε για να μας σώσει! Και δεν
θα ενδιαφερθεί τι θα φάμε, αν θα είμαστε άρρωστοι, αν η αρρώστιά μας θα
είναι αυτή ή εκείνη, τι θα γίνουν τα παιδιά μας κτλ; Αυτό δείχνει μόνο
απιστία, αν μας περνούν τέτοιοι λογισμοί, για να μην πω ότι ο επάνω
όροφός μας έχει γίνει κέντρο διερχομένων λογισμών και όχι μόνον
διερχομένων αλλά και αγκυροβολημένων, κοσμικά όμως προσανατολίζοντας τον
νου μας σ’ αυτήν την απιστία. Εκεί κρίνεται σήμερα ο πιστός! Αν
είναι πιστός πράγματι ή εάν, όπως λέγει ο Άγιος Συμεών, ανάβει το κερί
του στην εκκλησία και μετά το ανάβει και στους ναούς των ειδώλων. Γιατί
κάθε πάθος, κάθε τέτοια απιστία, είναι πίστη είτε στον εαυτό του είτε σε
κάποιους άλλους, όχι όμως στον Θεό του.
Έτσι,
με συγχωρείτε που είπα πολλά, αλλά επειδή είναι πολύ σοβαρό το θέμα και
δεν θέλω, γιατί κινδυνεύει εκεί κανείς να φθάσει σε έναν φανατισμό και
σε έναν, θα έλεγα, νεστοριανισμό, ραφιναρισμένα όμως, δηλαδή να δει το
θέμα της πίστης, μην το πάνε... Βεβαίως και είναι κορυφαίο το θέμα της
πίστης, γιατί ο Χριστός είπε, να είστε φρόνιμοι ως οι όφεις (Ματθ., 10,
16) κι ο Άγιος Χρυσόστομος το ερμηνεύει: τι σημαίνει αυτό; τι κάνει ο
όφις όταν έχει κίνδυνο; Βάζει το κεφάλι του, λέει, κάτω από μια πέτρα.
Τι σημαίνει αυτό; Θέλει να διασώσει την κεφαλή του. Γιατί το σώμα του,
λέει, και να το κόψεις, πάλι το αναπλάθει. Έτσι και εμείς στο
θέμα της πίστης, αδιαπραγμάτευτοι· δεν κάνουμε εκπτώσεις στο δόγμα. Ναι,
αλλά άμα δεν υπάρχει και η ανάλογη ζωή, θα ‘λεγε ο αδελφόθεος Ιάκωβος,
και τα δαιμόνια πιστεύουν και φρίσσουν. Άρα μπορεί η πίστη, η σωστή
πίστη, να είναι και δαιμονική· δαιμονική δηλαδή ως προς την ορθότητά της
μεν στη διατύπωση, αλλά όχι στο βίωμά της. Γιατί το αντίκρισμα της
πίστεως είναι η ζωή. Ο Χριστός είπε εγώ ειμί η Αλήθεια και η Ζωή (Ιωαν.,
14, 6).
Η
πίστη λοιπόν πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή. Όταν όμως,
εγώ μίλησα εδώ για τη ζωή σήμερα, αύριο θα μιλήσω για την πίστη, όταν η
ζωή μας αυτή, η οποία είναι το αντίκρισμα, είναι ο χρυσός δηλαδή έναντι
του χρήματος που κυκλοφορεί και δίνει εγκυρότητα σ’ αυτό, δεν υπάρχει
από πλευράς ενδιαφέροντος, όταν εμείς δηλαδή δεν νήφουμε, όταν δεν
είμαστε σε διαρκή προσευχή κτλ, τότε και η πίστη μας θα κινδυνεύσει,
δηλαδή θα αμβλυνθεί το αισθητήριο της πίστεως! Και μπορεί να έχουμε
κάποια ανησυχία, μπορεί και ενδεχομένως να αγωνιζόμαστε για κάτι, που το
ξέρουμε και το οποίο έτσι είναι γιατί έτσι μας το είπαν οι Πατέρες κτλ,
οκ! είναι καλό, καλό αλλά ανεπαρκές. Θα πρέπει δηλαδή να συνοδεύεται,
άλλωστε και η έκφραση και ο τρόπος αγωνιστικότητας, από αυτήν την καλή
ανησυχία, που θα έλεγε πάλι ο π. Παΐσιος, για την ζωή. Τότε δεν θα
κινδυνεύσουμε προσωπικώς· το πρώτο που είναι πολύ σημαντικό. Το αν θα
κινδυνεύσουν κάποιοι, αυτό είναι θέμα του Θεού. Μέσα στην ιστορία
βλέπουμε έναν Άγιο Μάξιμο, που χάθηκε ολόκληρη η Ανατολή και έσωσε,
έγινε στύλος της Εκκλησίας, όπως νωρίτερα ο Μέγας Αθανάσιος! Πάντα θα
υπάρχουν όμως αυτοί! Αυτήν την ανησυχία να μην την έχουμε, δηλαδή, γιατί κινδυνεύουμε μετά να πάμε να σώσουμε την Εκκλησία, ε; Όπως είπαν κάποιοι και στην Ελλάδα με τη μεταπολίτευση κτλ, το οποίο είναι φρικαλέα βλασφημία! Η Εκκλησία μάς σώζει.
Ο Χριστός μάς εγγυήθηκε ότι θα παραμείνει έως του αιώνος, ας πούμε. Ότι
το σκάφος, όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος, θα κλυδωνίζεται αλλά σίγουρα
θα πάει στη Βασιλεία του Θεού. Το θέμα είναι εμείς, όχι αν βρισκόμαστε
στο καράβι, που βρισκόμαστε έτσι κι αλλιώς διά του Αγίου Βαπτίσματος,
αλλά μήπως έχουμε αράξει, συγγνώμη, εκεί πέρα επάνω αμελώς και με το
ανέβασμα και κατέβασμα στις φουρτούνες, βρεθούμε μεζεδάκι στο στόμα
κανενός καρχαρία. Ακόμη χειρότερα. Αλλά εγώ σας λέω για την ξενοιασιά
κάποιων, που σου λέει αρκεί να είσαι στην Εκκλησία. Όχι! Να
είσαι στην Εκκλησία, όπως σε θέλει η Εκκλησία να είσαι! Και σε θέλει να
γρηγορείς και να έχεις υπόψη σου τον καπετάνιο που λέει «κρατηθείτε,
κινδυνεύουμε» κτλ. Κρατηθείτε από την πίστη, έτσι;
Αυτός,
ο οποίος νοιάζεται, λοιπόν, να αρμενίσει στη Βασιλεία του Θεού, και
αυτός θα διασφαλισθεί και οι άλλοι κοντά του και θα παρηγορηθούν και θα
συγκρατηθούν. Έτσι νομίζω ότι σας έδωσα την απάντηση, που είναι το
συναμφότερο: όχι να μας ηλεκτρίζει η πίστη, σωστό είναι και είπαμε εκεί
είναι. Θυμάμαι εγώ την ρήση του π. Παϊσίου όταν επρόκειτο να πάω για
σπουδές στη Δύση, του είπα ότι πάω να σπουδάσω στους Ρωμαιοκαθολικούς
και στους Προτεστάντες τι να προσέξω; Και μου είπε, κοίταξε να δεις, τα
δόγματα δεν μπαίνουν στην ΕΟΚ, και στα δόγματα δεν κάνουμε εκπτώσεις.
Βλέπετε; Μου είπε το ασφαλέστερο! Ως προς τα άλλα, τα λέγαμε επί χρόνια,
τα λέγαμε και μετά, δηλαδή τα περί νήψεως. Δεν μπορεί κανείς να λέει,
α, εγώ είμαι απλώς πιστός, γι’ αυτά νοιάζεται ο Επίσκοπος. Όχι, ο
Επίσκοπος οφείλει, βεβαίως, αυτό να το κάνει, αλλά εμείς είμαστε λογικά
πρόβατα, δεν είμαστε άλογα. Έχουμε ακεραία την ευθύνη εμείς να
διασφαλίζουμε και την πίστη αυτή, να την αποδεχόμαστε δηλαδή εφόσον έτσι
είναι, και από την άλλη μεριά να την κάνουμε πράξη. Γιατί το
δόγμα κάνει ακριβώς αυτή την διασφάλιση της γνησιότητας αυτής της ζωής,
της εκκλησιαστικής, της πνευματικής. Το δόγμα δηλαδή είναι εντελώς
απαραίτητο περίβλημα, γιατί μόλις βγεις από το δόγμα λιγάκι –δεν είναι
απόψεις, δεν είναι θεωρίες, δεν είναι υπομνήματα έτσι τα δόγματα- μόλις
βγεις είναι κίνδυνος θάνατος, ρεύμα υψηλής τάσεως, που λένε. Δεν
μπορεί να πει κανείς, ε, ας το δοκιμάσω να δούμε τι είναι και το άλλο.
Όταν θα το διαπιστώσεις θα είναι ήδη πολύ αργά. Αποκόπτεσαι από την
Εκκλησία και δεν έχουμε κανένα συμπερασμό. Αλλά, η ευαισθησία η σωστή
ενός πιστού, να ξέρετε, στο δόγμα, οφείλεται υγιώς μόνον όταν αυτός
ενδιαφέρεται όχι για την καθημερινότητα, ανά πάσα στιγμή κρίνεται η
ελευθερία του, ως προς το πού είναι ο νους του. Γι’ αυτό οι μεγάλοι
ασκητές ήταν εκείνοι, οι οποίοι και κατέβαιναν στην πόλη, κι ο π.
Παΐσιος ο ίδιος, που είχε γράψει τότε στον Αθηναγόρα τον Πατριάρχη,
εκείνη την επιστολή την αυστηρή κλπ, που δείχνουν έναν αγράμματο άνθρωπο
ή ο γέροντας Ιωσήφ μ’ αυτά τα κείμενα τα εκπληκτικά, δείχνει ότι –εγώ
προσωπικώς έκανα μία ειδική έρευνα στο γ. Ιωσήφ, έτσι να διαπιστώσω
εμπειρικά αυτός ο αγράμματος άνθρωπος αν έπεσε σε κάποιο δογματικό
σφάλμα, ως δογματολόγος εγώ, τη στιγμή που ξέρω ότι καθηγητές της
Δογματικής, για ορθόδοξους μιλώ, έχουν κάνει σφάλματα. Και ενώ πήγαινα
ζητώντας κυριολεκτικά το ελάχιστο δεν βρήκα, με κατάπληξή μου, και για
σοβαρότατα πράγματα που αργότερα από έρευνες είχα καταλήξει ότι θα
μπορούσα κι εγώ κάτι να πω, είδα ότι το έχει πει. Πώς; Με ποιο πνεύμα;
Άρα γρηγορώντας, άρα μένοντας στην άσκησή του εκεί που φαινόταν
ακοινωνικός, ήταν κατ’ εξοχήν κοινωνικός και κατ’ εξοχήν, θα έλεγα, κι
ένας φάρος! Γιατί για μένα είναι πάρα πολύ σπουδαίο, ως
καθηγητού, με αυτή την ιδιότητα ως καθηγητού, να βλέπω έναν άνθρωπο, ο
οποίος δεν τα σπούδασε, με κάθε ακρίβεια να τα διατυπώνει. Αυτό μόνον
γίνεται από την πνευματική εγρήγορση· γι’ αυτό είναι και το πρώτο
ζητούμενο, γι’ αυτό είναι και καθημερινή υπόθεση, γι’ αυτό δεν είναι
απλώς καθημερινή υπόθεση, αλλά είναι υπόθεση του αυτεξουσίου μας, που
οφείλει να λέει ανά πάσα στιγμή αυτό που έλεγε η Παναγία: ιδού η δούλη
Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου (Λουκ., 1, 38) και το ρήμα του Θεού
ήταν το θέλημα του Θεού, στο οποίο υποτασσόταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου