Ποιοί είναι όμως οι τρόποι
ανακαλύψεως της θείας αυτής ενεργείας; Κατά τον άγ. Γρηγόριο, δύο είναι
οι θύρες εισόδου στον χώρο της ενεργείας του Πνεύματος: η πρώτη, εκείνη
της εργασίας των εντολών [91] και η δεύτερη, εκείνη της συνεχούς
επικλήσεως του Κυρίου Ιησού [92]. Κύριον χαρακτηριστικό της πρώτης είναι
το ότι απευθύνεται προς όλους («καθολικώς»), ενώ της δευτέρας το ότι
αφορά ορισμένους [93]. Είναι όμως συντομώτερη και ασφαλέστερη, όπως θα
γίνει εμφανές και στην συνέχεια.
Αν και η πρακτική οδός [94] φαίνεται ότι
υστερεί σε πλεονεκτήματα, δεν είναι εις καμμίαπερίπτωση μικρότερης
σημασίας από εκείνην της συνεχούς επικλήσεως. Η ανυπακοή προς τις θείες
εντολες ήταν εκείνη, η οποία στέρησε από τον άνθρωπον τον Παράδεισο. Ως
κυριώτερες εντολες μάλιστα αναφέρει την υπακοή και την νηστεία,
αντίστοιχες της ανυπακοής και της λαιμαργίας των πρωτοπλάστων [95]. Τόσο
απαραίτητη θεωρεί ο άγιος Γρηγόριος την πιστήν τήρησιν των εντολών,
όσον απαραίτητο είναι το σώμα για τον άνθρωπο [96]. Το ίδιο όμως αυτό
υλικό σώμα προσφέρει στον άγιον Γρηγόριον την δυνατότητα να αναφερθει
και στην αντίθετη κατάσταση [97]. Όποιος θεωρεί δευτερεύουσας σημασίας
έργο την τήρηση και αρκείται απλώς στην αναζήτησή των εντολών δι’ απλής
μαθήσεως ή αναγνώσεως, «όμοιός εστι τω σκιάν αντί αληθείας φανταζομένω»
[98].
Ο άγ Θεόληπτος εξυψώνει ακόμη
περισσότερο την σημασία της πρακτικής οδού. Οι εργασίες των αρετών δεν
αποτελούν μόνον εμφανίσεις και εκφράσεις της εσωτερικής διαθέσεως του
ανθρώπου, αλλά και προϋποθέσεις εσωτερικής καθάρσεως. Με την σειρά τους
προσφέρουν αγαθούς λογισμούς στην διάνοια και δι’ αυτής «ακονούσι τον
νούν, ακηδίαν αξορίζουσι, νεαρωτέραν την ψυχήν παρασκευάζουσι και
οξύτερον και θερμότερον τον νού εις την κατά διάνοιαν εργασίαν
απασχολείσθαι ποιούσι» [99].
Η δεύτερη οδός, εκείνη της αδιαλείπτου
προσευχής [100], απευθύνεται, κατά τον άγ. Γρηγόριο, προς ορισμένους, οι
οποίοι διαθέτουν τις δυνατότητες, καθώς και την θέληση. Είναι η οδός
των τελειοτέρων, οι οποίοι ασκούμενοι στις εντολές για κάποιο χρονικό
διάστημα, αποφασίζουν, μάλλον καλούνται, να κατευθύνουν το μεγαλύτερο
μέρος της προσπάθειάς τουν προς τον πυρήνα της εν Αγίω Πνεύματι ζωής:
προς την το δυνατόν αδιάλειπτη μνήμη του Ιησού. Ο άνθρωπος υπέστη
πτώσιν, διότι η μνήμη του αποσπάστηκε από τον Θεό. Η σωτηρία του θα
προκύψει δια της επαναπροσκολλήσεώς της σ’ Αυτόν, εν ονόματι του Ιησού
Χριστού. Η πολυδιάσπαση είναι η ασθένεια της αρχεγόνου μνήμης. «Ίασίς
εστι… από της πονηράς των λογισμών ολεθροτόκου μνήμης, η προς το αρχαίον
απλούν αυτής επάνοδος» [101]. Εξ απόψεως τελικού σκοπού, οι δύο οδοί
είναι απολύτως ισοδύναμοι. Η δεύτερη όμως υπερέχει ως προς το αμεσότερον
, το απλανέστερον [103] και το ταχύτερον [104]. Η αδιάλειπτος προσευχή
είναι περιεκτική όλων των εντολών [105], διότι ακριβώς επαναφέρει ενεργό
εντός του ανθρώπου την ίδια τους την πηγή [106], δηλαδή τον Θεό, η λήθη
του Οποίου «την θείαν εξ αρχής μνήμης απώλεσε, τας εντολάς αμαυρώσασα,
και ούτω γυμνόν εκ παντός άνθρωπον έδειξεν» [107]. Ο Θεός πλέον κατοικεί
στην ανθρωπίνη καρδία [108]. Εδώ είναι και ο χώρος εισβολής των πονηρών
λογισμών [109]. Η επίμονος αναζήτησις της Χάριτος στην καρδία, εκ
μέρους του νοός, μαστίζει και κατακαίει αοράτως κάθε δαιμονική προσβολή
[110]. Κατ’ αυτόν τον τρόπον η καρδία σταδιακώς ειρηνεύει, απομακρύνουσα
κάθε περίσπασιν και οδεύουσα την οδόν της Ησυχίας. «Ησυχία γαρ εστίν
απόθεσις νοημάτων αισθητών τε και νοητών, κατά τον της Κλίμακος» [111].
Κάθε ενέργεια και κάθε πράξη σε αυτόν τον σκοπό πρέπει να αποβλέπει. Και
γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έτσι ονομάζεται, «δια το εν ειρήνη και
γαλήνην έχειν αυτήν» [112]. Τίποτε δεν πρέπει να αποσπά τον νουν από την
καρδιακή του εργασία.
Και κατά τον άγιο Θεόληπτο, η διαρκής
μνήμη του Θείου ονόματος του Ιησού αποτελεί τον τελικό σκοπό και του
πρακτικού αλλά και του θεωρητικού βίου. Δια της διαρκούς υπαγορεύσεως
του Θείου ονόματος εμβαπτίζεται όλο και περισσότερο η ψυχή στην Θεία
ταπείνωση, ώστε όλη η ανθρώπινη ύπαρξη να συναρμοστεί με τον Θείο νόμο
της αγάπης [113]. Εάν η κάθαρση του νου από ρυπαρούς λογισμούς και
φαντασίες είναι η αρνητική όψη του εσωτερικού πνευματικού αγώνα, η
θετική όψη είναι η επιδίωξη ενατενίσεως του θείου φωτός με όλη την νοερή
δύναμη. Η αποφυγή των φαντασιών της κτιστής ηδονής ενισχύεται από την
εργασία των εντολών αλλά κυρίως από την νοερή επιθυμία προσκολλήσεως στη
μοναδική και απλούστατη έννοια της Θείας παρουσίας [114].
Είναι σαφές και για τους δύο Πατέρες ότι
δεν υπάρχει στεγανή οριοθέτησις μεταξύ των δύο οδών, δηλαδή της
πρακτικής και της καρδιακής. Ενώπιόν μας ευρίσκονται δύο είδη προσευχής,
εκείνη των ησυχαστών και εκείνη της εργασίας των εντολών. Δεν πρόκειται
περί δύο διαφορετικών επιπέδων ποιότητος, αλλά περισσότερο περί δύο
κατευθύνσεων στην ίδια δυναμική ευθεία, που βρίσκονται όχι σε κατάσταση
αλληλοαποκλεισμού αλλά μάλλον αλληλοπεριχωρήσεως. Θα μπορούσαμε να
υποστηρίξουμε ότι διαφέρουν ως προς την τεχνική: Η πρώτη οδός
χαρακτηρίζεται από έργα συνεπή προς τις θείες εντολές, έργα που
προϋποθέτουν κόπον και αγωνιώδη προσπάθεια. Στην οδό του ησυχαστού, η
κόπωση και η προσπάθεια έχουν σαν κύριο αποδέκτη το ίδιον το σώμα [115],
το οποίον περισσότερο αμέσως συμμετέχει στην ενοποίηση του νου.
Απευθύνονται προφανώς εις πρόσωπα διαφορετικής φύσεως και δυνατοτήτων.
Όμως, η αλληλοσυμπλήρωσή τους καθίσταται αναγκαία. Αν και το ποσοστό που
κατέχουν στην λειτουργία της προσευχής διαφέρει, η αποκλειστικότητα της
μιας ή της άλλης οδηγεί σε παραλείψεις και ατέλειες. Όπως προαναφέραμε,
η ησυχαστική οδός υπερέχει ως προς τα αμεσότερα και ταχύτερα
αποτελέσματα. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος κατακρίνει εκείνους οι
οποίοι διδάσκουν την αποκλειστικότητα της πρακτικής οδού, επειδή με αυτή
«εύρον την χάριν» [116]. Συγχρόνως όμως, με αυτόν τον τρόπον,
αποδέχεται ασυζητητί την καρποφορία του Πνεύματος και δια της πρακτικής
οδού, έστω δυσκολώτερα και βραδύτερα. Προς τούτο αναφέρει περιπτώσεις,
κατά τις οποίες «εως τέλους εν τω πρακτικώ εσώθησαν κοιμηθέντες, την
ανταπόδοσιν εν τω μέλλοντι εκδεχόμενοι» [117]. Διότι τελικώς σώζεται
όποιος παραμένει σταθερός στην κλίση του. Αν και η κλιση του καθενός
φανερώνεται μετά από μακρά και επίπονη πορεία, οι προϋποθέσεις
καρποφορίας της όποιας οδού είναι εξ αρχής απόλυτα διευκρινισμένες:
«Πάσα γαρ εργασία σωματική τε και πνευματική, μη έχουσα πόνον, ή κόπον,
ουδέποτε καρποφορεί τω τάυτην μετερχομένω» [118].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου