9. «Δεσπόζει των επουρανίων και των επιγείων»
Μέσα στην ορθόδοξη Θεία Λειτουργία έχομε την αποκάλυψη των δύο αληθειών: Πόσο ο Θεός είναι αόρατος, ακατάληπτος. Και πόσο είναι κοντά μας, μέσα μας.
Πάντα μένει ως Θεός και άνθρωπος δίπλα μας και μέσα μας. Και ως Θεός και ως άνθρωπος εις τον απρόσιτο θρόνο του Πατρός.
Αυτό εκφράζει η ευχή: «Πρόσχες, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, εξ αγίου κατοικητηρίου Σου και από θρόνου δόξης της Βασιλείας Σου, και ελθέ εις το αγιάσαι ημάς, ο άνω τω Πατρί συγκαθήμενος και ώδε ημίν αοράτως συνών...».
Απευθύνεται ο λειτουργός εις τον Ιησούν, τον συγκαθήμενον τω Πατρί εις τον θρόνον της δόξης της Βασιλείας Του.
Είναι τόσο κοντά τώρα ο Θεός της δόξης. Είναι τόσο οικεία, ομογενής η ατμόσφαιρα που βασιλεύει μέσα στη λειτουργική καθαγιασμένη πραγματικότητα με τον κόσμο της δόξης της Βασιλείας Του, τον μακρυνό, τον «άνω». Και είναι τόσο κοντά αυτός ο απρόσιτος κόσμος, ώστε συνυπάρχει με το δικό μας. Ενώνονται, γίνονται ένα. Γι' αυτό τόσο απλά μιλούμε για τα τόσο μεγάλα, και τόσο χαμηλόφωνα («μυστικώς») απευθυνόμεθα εις τον Θεόν τον «άνω».
Συγχρόνως ο Χριστός είναι μακρυά μας. Είναι «o ώδε αοράτως συνών». Δηλαδή δεν υπάρχει κοσμικά, δεν τον βλέπομε σαρκικά με τα βιολογικά μας μάτια και συναισθήματα, ούτε διακρίνεται με τη λάμψη των κεριών, του ηλίου ή της ευφυΐας μας. Αόρατος, άγνωστος και ασύλληπτος μένει σ' όλα αυτά τα κτιστά στοιχεία.
Μέσα στη Θεία Λειτουργία βρίσκεται αληθώς ο Κύριος ως Θεάνθρωπος. Και οι πιστοί, βαπτισμένοι και λειτουργημένοι, βρίσκονται αψευδώς εν Αυτώ. Έτσι, όταν η ευχή αναφέρη ότι «αοράτως σύνεστι» μεταξύ μας, μας διαβεβαιώνει ότι «oρατώς» υπάρχει, αλλά με το φως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και για τις καινές αισθήσεις της πίστεως (ψυχικές και σωματικές). Δηλαδή ο Κύριος υπάρχει πραγματικά, «ενυποστάτως ορώμενος», παρηγορώντας τα έγκατά μας και σώζοντας τη φύση μας ολόκληρη με την «άυλόν τε θείαν έλλαμψιν και χάριν την ορωμένην αοράτως και νοουμένην αγνώστως» (άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Χρήστου, τόμος 1,545), και όχι «εκδειματούμενος φάσμασιν» αισθητοίς (ευχή μικρού Αγιασμού) τη φθαρτή και βιολογική μας ύπαρξη.
*
Ο πιστός, ευρισκόμενος μέσα στη Θεία Λειτουργία, έχει ξεπεράσει τον κόσμο της φθοράς.
Ζη και σκιρτά διαστελλόμενος πέρα από την απειλή του χρόνου, έξω από τη φυλακή του χώρου. Ενώ αυτά υπάρχουν (χώρος και χρόνος), ο άνθρωπος τρέφεται μυστικά από το «κεκρυμμένο μάννα», από μιαν άλλη πραγματικότητα· προγενέστερη του χρόνου και ανώτερη του χώρου. Και όταν αυτά πάψουν να υπάρχουν, το ίδιο ο άνθρωπος μπορεί να ζη και θα ζη.
Τότε κατεβαίνοντας από το όρος της λειτουργικής εμπειρίας, της μετοχής στο όντως ον, κυκλοφορεί διαφορετικά ο άνθρωπος μέσα στη κτίση. Στρατεύεται διαφορετικά μέσα στο χρόνο. Είναι δυναμική παρουσία ως κόκκος συνάπεως. Μαρτυρία της Βασιλείας.
Όλοι περιμένομε, έχομε ανάγκη από την παρουσία αυτών που θα έρχωνται από τη θλίψη τη μεγάλη (Αποκ.7,14) και δεν θα τους κυριεύη πια θάνατος. Θα έχουν βαπτιστή «εν τω θανάτω» και θα έχονν μεταβή εις την ζωήν. Όλοι περιμένομε την ευλογία των λειτουργημένων μορφών. Αυτών που η ύπαρξη θα σκιρτά λέγοντας: «είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες· αύτη γαρ ημάς έσωσεν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου