Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Το σαρανταλείτουργο. Σύγχρονες Ἁγιορείτικες μορφές. Δανιήλ Κατουνακιώτης



Τό σαρανταλείτουργο
Σύγχρονες Ἁγιορείτικες μορφές
 Δανιήλ Κατουνακιώτης

Αναφέραμε προηγουμένως ότι για κάποια υπόθεση της Μονής του Βατοπεδίου ο γερο-Δανιήλ υποχρεώθηκε να ταξιδεύσει στην πατρίδα του, όπου και παρέμεινε εννέα μήνες.
   «Άμα τῇ εκείσε αφίξει μου – σημειώνει στα κατάλοιπά του – καθήκον απαράβατον εθεώρησα όπως εν πρώτοις επισκεφθώ τον υιόν του αείμνηστου εκείνου ανδρός Δημητρίου Γεώργιον». (Ο Δημήτριος ήταν απλούς Χριστιανός, αλλά η μεγάλη του αρετή και ευσέβεια του είχαν χορηγήσει την «άνωθεν» σοφία, ώστε να γίνει ξακουστός για τις επιτυχημένες συμβουλές και νουθεσίες του. Είχε στηρίξει με τη σοφία του και τη διδασκαλία του πολλές ψυχές και το γερο-Δανιήλ στη νεανική του ηλικία). «Και όπως ερωτήσω αυτόν επισταμένως περί της τελευτής του πατρός του (Δημητρίου), περί ου από πολλού είχον μάθει την τούτου αποβίωσιν».
   Ο Γεώργιος ανταποκρίθηκε στην επιθυμία του Κατουνακιώτη μοναχού, και με κάθε λεπτομέρεια του διηγήθηκε το τέλος του εναρέτου πατέρα του, ενώ σε πολλά σημεία η διήγησις συνοδευόταν από δάκρυα. Ένα γεγονός μάλιστα υπήρξε τόσο αξιοσημείωτο, ώστε θα πρέπει να το καταγράψουμε:
   Ο θεοφώτιστος Δημήτριος φθάνοντας στο ηλιοβασίλεμα της επιγείου ζωής του προεγνώρισε με τη χάρη του Θεού την ημέρα του θανάτου του. Αυτήν την ημέρα εζήτησε κοντά του κάποιον ευλαβή, άκακο και εξαγιασμένο Ιερέα, τον παπα-Δημήτριο.

-    Εγώ, Πνευματικέ μου, του λέγει, σήμερα πεθαίνω. Πες μου, σε παρακαλώ τι πρέπει να κάνω την κρίσιμη αυτή ώρα.
   Ο Ιερεύς εγνώριζε την ενάρετη ζωή του. Ήξερε ότι εξομολογήθηκε, έκανε Ευχέλαιο και κοινώνησε αρκετές φορές. Βλέποντας όμως την επιθυμία του, σκέφθηκε να του προτείνει το εξής:
-    Aν σου είναι εύκολο, άφησε εντολή να σου κάνουν μετά το θάνατό σου τακτικό σαρανταλείτουργο σε εκκλησία μακριά από την πόλη.
-    Παιδί μου σου ζητώ μία χάρη. Θέλω μετά το θάνατό μου να μου κάνεις ένα σαρανταλείτουργο σε εκκλησία μακριά από την πόλη.
-    Εσύ πατέρα να μου δώσεις την ευχή σου, κι εγώ σου υπόσχομαι πως θα εκπληρώσω αυτή την επιθυμία σου, ήταν η απάντησις.
   Έπειτα από δύο ώρες ο άνθρωπος του Θεού παρέδωσε το πνεύμα. Ο καλός γυιός του χωρίς καθυστέρηση εζήτησε τον παπα-Δημήτριο, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ιδική του η πρότασις για το σαρανταλείτουργο.
-    Πάτερ μου, επειδή ο πατέρας μου μού άφησε εντολή για ένα σαρανταλείτουργο έξω από την πόλη, και επειδή εσύ ησυχάζεις στο εξωκκλήσι των Αγίων Αποστόλων, σε παρακαλώ να λάβεις τον κόπο να το τελέσεις, κι εγώ θα φροντίσω για τον κόπο σου και για τα έξοδα του Ναού.
   Δακρυσμένος ο ιερεύς αποκρίθηκε:
-    Αυτήν την γνώμη, αγαπητέ μου Γεώργιε, εγώ την έδωσα στον πατέρα σου, και όσο ζω πάντα θα τον μνημονεύω. Τακτικό όμως σαρανταλείτουργο δεν μπορώ να κάνω, διότι αυτή την περίοδο είναι ολίγο ασθενής η πρεσβυτέρα. Πρέπει να φροντίσεις για άλλον Ιερέα.
   Ο Γεώργιος όμως γνωρίζοντας την πολλή ευλάβεια του παπα-Δημητρίου και την αφοσίωση που είχε στον πατέρα του επέμενε, μέχρις ότου τον έπεισε. Ο Ιερεύς επιστρέφει στο σπίτι του και λέγει προς την πρεσβυτέρα και τις θυγατέρες του:
-    Πρέπει να κάνω τακτικό σαρανταλείτουργο για την ψυχή του καλού Χριστιανού Δημητρίου. Γι’ αυτό επί σαράντα ημέρες να μη με περιμένετε. Θα εφησυχάζω διαρκώς στους Αγίους Αποστόλους.
   Άρχισε με προθυμία την τέλεση των Λειτουργιών. Οι τριανταεννέα Λειτουργίες έγιναν απρόσκοπτα. Η τελευταία Λειτουργία συνέπιπτε Κυριακή. Το βράδυ όμως του Σαββάτου τον πιάνει ένας φοβερός πονόδοντος που τον ανάγκασε να επιστρέψει σπίτι του. Βογκούσε από τον πόνο. Η πρεσβυτέρα του πρότεινε να φωνάξουν κάποιον να του βγάλει το δόντι που δημιουργούσε τον πόνο.
-    Όχι, αποκρίθηκε εκείνος. Αύριο πρέπει να κάνω την τελευταία Λειτουργία.
   Τα μεσάνυχτα όμως οι πόνοι κορυφώθηκαν και αναγκάσθηκαν να ειδοποιήσουν κάποιον ειδικό για να βγάλει το σάπιο δόντι. Έτσι κι έγινε. Αλλά επειδή παρουσιάσθηκε αιμορραγία απεφάσισε την τελευταία Λειτουργία να την κάνει τη Δευτέρα.
   Ο Γεώργιος, το απόγευμα του Σαββάτου εφρόντιζε να ετοιμάσει μερικά χρήματα για τον κόπο του Ιερέως, τα οποία θα του έδινε την άλλη ημέρα. Τα μεσάνυχτα όμως του Σαββάτου, καθώς ξημέρωνε Κυριακή, σηκώθηκε για να προσευχηθεί. Η απόλυτη νυκτερινή ησυχία βοηθούσε στη κατάνυξη. Εν συνεχεία κουρασμένος ανεκάθισε στο κρεβάτι του και άρχισε να φέρνει στο νου του τις αρετές, τα χαρίσματα, τα σοφά λόγια του μακαρίτη πατέρα του. Του πέρασε από το μυαλό και η εξής σκέψη: «Άραγε ωφελούν τα σαρανταλείτουργα τις ψυχές των κεκοιμημένων ή τα εσύστησε η Εκκλησία για παρηγοριά των ζώντων»; Ακριβώς τη στιγμή αυτή τον πήρε ένας ελαφρύς ύπνος.
   Ξαφνικά είδε ότι βρέθηκε σε μία ωραία πεδιάδα, με ασύγκριτη και απερίγραπτη ομορφιά. Τέτοια ωραιότητα δεν μπορούσε ν’ αντικρύσει κανείς επάνω στη γη. Αισθάνθηκε όμως ανάξιο τον εαυτό του να βρεθεί σε τέτοιο ιερό παραδεισένιο χώρο, και κυριεύθηκε από φόβο. Φοβόταν μήπως η αναξιότης του γίνει αιτία και τον διώξουν από εκεί και τον σπρώξουν προς τα βάθη του Άδου. Αλλά μερικές διαφορετικές σκέψεις τον ενίσχυσαν: «Αφού ο Πανάγαθος Θεός ευδόκησε να βρεθώ εδώ, θα με ελεήσει και θα με οδηγήσει σε μετάνοια, γιατί καταλαβαίνω πως είμαι ακόμη ζωντανός αφού έχω μαζί μου και το σώμα».
   Μετά από αυτή την παρήγορη σκέψη είδε από μακριά καθαρότατο και διαυγέστατο φως που έλαμπε πιο πολύ από τον ήλιο. Έτρεξε προς τα εκεί και αντίκρυσε με ανείπωτη έκπληξη μια απερίγραπτη καλλονή: Εμπρός του εκτεινόταν ένα απέραντο δάσος-περιβόλι, κατάφυτο, που μοσχοβολούσε με μία θαυμαστή και ανέκφραστη ευωδία. Έτσι είπε μέσα του: «Αυτός οπωσδήποτε θα είναι ο παράδεισος! Ω, τι μακαριότητα περιμένει αυτούς που ζουν ενάρετα εδώ στη γη!» .
   Εξετάζοντας γεμάτος έκπληξη και αγαλλίαση εκείνα τα υπερκόσμια κάλλη, είδε ένα ωραιότατο ανάκτορο, με υπέροχη λαμπρότητα, με εξαίσια αρχιτεκτονική χάρη, με τείχη που έλαμπαν πιο πολύ από το χρυσάφι και το διαμάντι. Αδύνατον να περιγραφεί η ομορφιά του με το ανθρώπινο λεξιλόγιο. Έμεινε άναυδος και κατάπληκτος. Πλησιάζοντας πιο κοντά – ω τι χαρά! – βλέπει τον πατέρα του, λαμπροφορεμένο και ολοφώτεινο εμπρός στην πόρτα του Παλατιού.
-    Πως βρέθηκες εδώ, παιδί μου; τον ερωτά γεμάτος πραότητα και στοργή.
-    Ούτε κι εγώ ξέρω, πατέρα μου. Όπως αντιλαμβάνομαι δεν είμαι άξιος γι’ αυτόν τον τόπο. Αλλά πες μου, πώς τα περνάς εδώ; Πώς ήρθες εδώ; Τίνος είναι αυτό το παλάτι;
-    Η καλοσύνη του Σωτήρος μας Χριστού, με τις πρεσβείες της Παναγίας που ιδιαίτερα ευλαβούμην με αξίωσε να καταταχθώ σ’ αυτό το μέρος. Μάλιστα ήταν να μπω σήμερα μέσα στο παλάτι, αλλά επειδή ο οικοδόμος που το χτίζει είχε κάποια ταλαιπωρία με την υγεία του – έβγαλε σήμερα το δόντι του – δεν τελείωσαν οι σαράντα μέρες της οικοδομής του. Γι’ αυτό θα μπω αύριο.
   Μετά από αυτά ξύπνησε ο Γεώργιος γεμάτος δάκρυα, γεμάτος έκπληξη, αλλά και με απορίες. Την υπόλοιπη νύχτα δεν εννοούσε να κοιμηθεί, αλλά συνεχώς ανέπεμπε αίνους και δοξολογίες στον Πανάγαθο Θεόν. Το πρωί πήγε να λειτουργηθεί στο Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Φωτεινής. Εν συνεχεία επήρε μαζί του πρόσφορα, νάμα και αγνό κερί και ξεκίνησε για την περιοχή «Μυρτάκια» όπου βρισκόταν το εξωκκλήσι των Αγίων Αποστόλων. Βρήκε τον παπα-Δημήτριο καθισμένο στην καρέκλα μέσα στο κελί του.
   Τον υποδέχθηκε με χαρά λέγοντας:
-    Μόλις βγήκα κι εγώ από τη Θ. Λειτουργία. Έτσι τελείωσα το σαρανταλείτουργο.
   Το είπε αυτό για να μη λυπήσει το Γεώργιο.
   Ο Γεώργιος κατόπιν άρχισε να του περιγράφει λεπτομερώς το νυκτερινό όραμα. Όταν έφθασε στην καθυστέρηση της εισόδου εξ αιτίας του πονόδοντου του οικοδόμου, ο Ιερεύς κυριεύθηκε από φρίκη αλλά και από θαυμασμό και χαρά. Σηκώθηκε όρθιος και είπε:
-    Εγώ αγαπητέ μου Γεώργιε, είμαι ο οικοδόμος που εργάσθηκε στην οικοδομή του παλατιού. Σήμερα δεν λειτούργησα επειδή έβγαλα το δόντι μου. Και να, το μαντήλι που κρατώ στα χέρια μου είναι ματωμένο. Σου είπα ψέματα, διότι δεν θέλησα να σε λυπήσω.
   Ο γερο-Δανιήλ κατασυγκινήθηκε από την ευλογημένη αυτή διήγηση. Στο τέλος ο Γεώργιος τον προέτρεψε να επισκεφθεί και τον παπα-Δημήτριο, που εφημέρευε τότε στη συνοικία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Ιερεύς του είπε απαράλλακτα τα ίδια, και τον παρεκάλεσε να γράψει την τόσο ωφέλιμη αυτή διήγηση, όπως και έγινε, ώστε να τη βρούμε εμείς στα χειρόγραφά του. Μάλιστα στο τέλος, ο γερο-Δανιήλ σημείωσε με την πέννα του: «Τα ανωτέρω ήκουσα κατά το 1875ον έτος κατά μήνα Οκτώβριο. Ο δε αείμνηστος Δημήτριος απεβίωσε κατά το 1869».

Ἀπό το βιβλίο
Σύγχρονες Ἁγιορείτικες μορφές
Δανιήλ Κατουνακιώτης
σελ. 27-31
Ἐκδόσεις 
Ἱ. Μονής Παρακλήτου 2005
Μεταφορά στό Διαδίκτυο - Ἐπιμέλεια κειμένου :  Ἀναβάσεις

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης 
ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου