Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Όσιος Γρηγόριος ο Ησυχαστής († 1406), κτήτορας της Μονής του Αγίου Νικολάου, της νυν επονομαζομένης του «Οσίου Γρηγορίου» Αγίου Όρους (μνήμη 7 Δεκεμβρίου)



Ο άγιος Γρηγόριος ο κτίτορας. Τοιχογραφία τραπέζης Ι. Μ. Βατοπαιδίου (1786).


Ο Όσιος Γρηγόριος ο Ησυχαστής ή ο Σιωπών ή ο Νέος Σιναΐτης, ο από Συριανών, κατά την αγιορείτικη παράδοση και τους σλαβικούς συναξαριστές, καταγόταν από τη Σερβία. Γεννήθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα. Υπήρξε μαθητής των άγιων Γρηγορίου του Σιναΐτη, Ρωμύλου της Ραβάνιτσας, του οποίου τον βίο έγραψε, και του μακαρίου Γέροντος Ιλαρίωνος


Ασκήθηκε στα Παρόρια, για τα όποια γράφει: «Ήλθα κι εγώ ο ελαχιστότατος των μοναχών από την Κωνσταντινούπολη σ’ αυτόν τον τόπο, και ακούω για την ενάρετη ζωή και την τέλεια άσκηση τους, έκλινα το κεφάλι και υποτάχθηκα» (1350). Μετά από επιδρομή Αγαρηνών πηγαίνει στη Ζαγορά της Βουλγαρίας με τον Γέροντα του Ιλαρίωνα και στα Μελανά της Μεγίστης Λαύρας όπου συνάντησε τον άγιο Ρωμύλο. Κατέληξε στην ανάμεσα στις μονές Σιμωνόπετρας και Διονυσίου περιοχή, όπου κτίζει την ονομαστή μονή του Αγίου Νικολάου, τη σήμερα γνωστή με το όνομα του. Εκεί κοντά υπήρχαν τα κελλιά, όπου είχε ασκητεύσει ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Σε απόσταση ενός τετάρτου της ώρας από τη μονή σώζεται ακόμη το ασκητήριο του κτήτορος οσίου Γρηγορίου του Σιωπώντος.


Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Ούγγλεση (1371), πήγε στη Σερβία καί έκτισε τη μονή Ζτρέλο προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, πού αργότερα ονομάσθηκε του Γκόρνιακ. Εκεί μάλλον ο άνθρωπος του Θεού Γρηγόριος θαυματουργώντας εν ειρήνη ανεπαύθη. Στη μονή αυτή φυλάγονται τα άγια λείψανα του. Η μονή βρίσκεται στη βόρεια Σερβία, στην ήσυχη περιοχή Ζτρέλο του Μπρανίτσεβου Μλάβας, πάνω από το ποτάμι. Σε σπήλαιο, πού πρώτα ασκήτεψε ο όσιος, υπάρχει ναός αφιερωμένος στον άγιο Νικόλαο και πιο κάτω άλλος ωραίος ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Τα λείψανα του οσίου μέχρι το 1761 αναφέρεται πώς βρίσκονταν στην αθωνική μονή Γρηγορίου και μετά από πυρκαϊά μεταφέρθηκαν στη μονή του Ζτρέλο. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας μεταφέρθηκαν κατά καιρούς και λόγω αναγκών στις μονές Ορεσκόβιτσα, Βοϊλόβατς, Βανάτου και άλλες. Τεμάχιο τους δόθηκε το 1977 στη μονή του Οσίου Γρηγορίου.


Την ακολουθία του οσίου εξέδωσε ο μοναχός Βαρλαάμ Γρηγοριάτης από κώδικες της μονής. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Δεκεμβρίου.


Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Οι Άγιοι του Αγίου Όρους, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007.

Η ανταμοιβή είναι ανάλογη με τον κόπο (Από τον Ευεργετινό) diakonima






 Λένε για τον Αββά Ησαΐα, πως πήγε κάποτε σε κάποιο κτηματία, που αλώνιζε τα σπαρτά του, και κρατώντας ένα ζεμπίλι του είπε. – Δος μου, νάχεις την ευχή μου, λίγο σιτάρι. Κι’ αυτός τον κοίταξε καλά-καλά και του απάντησε. -Γιατί να σου δώσω Γέροντα; μήπως ήλθες κι’ εσύ να με βοηθήσεις στο θέρο; – Όχι, του απάντησε εκείνος. -Τότε πως ζητάς να σου δώσω σιτάρι; του λέει ο κτηματίας. – Όποιος λοιπόν δεν θερίζει, δεν έχει δικαίωμα σε τίποτα; του απάντησε ο Γέροντας.  -Ναι, Γέροντά μου, σε τίποτε απολύτως, του είπε ο κτηματίας.


Ύστερα από αύτη τη συζήτηση έφυγε ο Αββάς. Οι αδελφοί λοιπόν που τον είδαν να πηγαίνει προς τ’ αλώνι, τρέξανε κοντά του κι’ αφού του έβαλαν μετάνοια τον ρώτησαν· -Γιατί το έκανες αυτό, Γέροντα; Και τους αποκρίθηκε εκείνος· -Το έκανα, για να το έχουμε όλοι μας σαν παράδειγμα, πως οποίος δεν κοπιάσει, δεν μπορεί να περιμένει από το Θεό καμιά ανταμοιβή.


 Ένας άλλος Γέροντας ησύχαζε μέσα στην έρημο· κι’ ως δώδεκα μίλια μακρυά από τη νερομάνα που υδρεύονταν. Κάποτε λοιπόν που πήγαινε να γεμίσει τ’ ασκιά του παρακουράσθηκε και είπε με το νου του: Γιατί να κάνω άσκοπα τόσο κόπο και δεν έρχομαι να μείνω κάπου έδώ κοντά στο νερό;


Την ώρα λοιπόν που έκανε τον λογισμό αυτό, αισθάνθηκε πως κάποιος τον ακολουθούσε. Και γυρίζοντας, είδε πραγματικά έναν, που ερχόταν από πίσω του και που μετρούσε τα βήματα του· και τον ρώτησε ο Γέροντας· ποιός είσαι του λόγου σου και τί κάνεις εδώ; – Άγγελος του Κυρίου είμαι, και μ’ έστειλε, για να μετρώ τα βήματά σου και να δώσω ανάλογα και την ανταμοιβή σου. Και λέγοντας αυτά χάθηκε από εμπρός του.


Ο Γέροντας λοιπόν από τη στιγμή εκείνη, αναπτερώθηκε, και πήρε κουράγιο, κι’ αποφάσισε να δείξει μεγαλύτερη προθυμία στο κόπο. Πήγε λοιπόν παραμέσα ακόμη στην έρημο, και πέντε μίλια ακόμη μακρύτερα από τη νερομάνα.


 Μα και για τον Αββά Χαιρήμονα, που έμενε σε Σκήτη, λένε πως η σπηλιά, που χρησιμοποιούσε, ήταν σαράντα ολόκληρα μίλια μακρυά από την Εκκλησία, και δώδεκα μίλια από το νερό και από το έλος, που έκοβε τα βούρλα για τα πλεκτά του.


Κι’ όμως ο Γέροντας καθόλου δεν υπολόγισε, ούτε τον κόπο που έκανε, για να κουβαλά το νερό και τα βούρλα. Ούτε και φοβήθηκε την απόσταση από την Εκκλησιά, παρά πήγαινε τακτικότατα, κάθε Κυριακή, στην Ιερά Σύναξη…

Γιατί πάσχουν οι αθώοι; Αγίου Φιλαρέτου Μόσχας diakonima

 


st-filaret-moskovskiΟι δοκιμασίες ενός αγαθού και αθώου ανθρώπου αποτελούν ένα από τα δύσκολα προβλήματα που θέτει ο παρών κόσμος στον σκεπτόμενο άνθρωπο. Βλέποντας έναν καλό άνθρωπο να υποφέρει, ένας καλός άνθρωπος συμπάσχει μαζί του, καθώς αισθάνεται συμπάθεια. Και έτσι από το ένα πρόβλημα αναδύεται ένα άλλο: για ποιό λόγο υποφέρει και αυτός; Αντιλαμβανόμενος κάτι τέτοιο εκείνος που η πίστη του είναι αδύναμη, πέφτει σε πειρασμό. Και βλέποντάς το αυτό, ένας άνθρωπος που έχει ροπή προς την αμαρτία λύνει το ζήτημα κατά τρόπο επικίνδυνο γι’ αυτόν: Ποιό Το Όφελος, Λέει, Να Είναι Κανείς Ενάρετος; Έτσι εκείνος που ρέπει στην απιστία λύνει το ακατανόητο πρόβλημα με ένα άλλο ασύγκριτα πιο ακατανόητο, λέγοντας ότι η τύχη κυβερνά τον κόσμο και τα έργα των ανθρώπων…

Ω εσύ, που είσαι ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες! Ω εσύ, η πιο αγνή από τις θυγατέρες των ανθρώπων! Ακόμη και σε σένα ο σοφός γέρων Συμεών δεν δίστασε να θέσει τούτο το ζήτημα, λέγοντας: « Ναι, μια ρομφαία θα διαπεράσει και την δική σου καρδιά». Εκείνη η ημέρα,- εκείνη η τρομερή και φοβερή ημέρα, αλλά συνάμα ημέρα σωτηρίας- έλυσε για σένα το πρόβλημα αυτής της προφητείας. Οι Άκανθοι Του Στεφάνου Του Ιησού, Τα Καρφιά Του Σταυρού Του, Η Λόγχη Που Τον Τρύπησε, Οι Πληγές Του, Η Οδυνηρή Του Αναφώνηση, Η Ματιά Του Καθώς Πέθαινε- Αυτά Είναι Τα Σπαθιά Που Τρύπησαν Την Μητρική Σου Καρδιά Τόσο Βαθιά, Όσο Τέλεια Ήταν Η Αγάπη Σου, Όσο Ασύγκριτη Ήταν Η Αγνότητά Σου. Και τώρα που κατοικείς στη θεία δόξα του Υιού σου, το πρόβλημα του ασύγκριτου γεγονότος σού έχει ήδη εξηγηθεί: επειδή τώρα στο φως του Θεού θεωρείς γιατί ήταν απαραίτητο ακόμη και η δική σου καθαρή καρδιά να τρυπηθεί από τη ρομφαία, και πως αυτό εναρμονίζεται με την άπειρη σοφία, τη δικαιοσύνη και το έλεος της Θείας Πρόνοιας, καθώς και με τη δική σου αιώνια ευτυχία.

Ω εσύ, μητέρα του Φωτός! Φέρε μας εδώ κάτω μια σπίθα από το φως του Χριστού, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε κι εμείς το μυστήριο των επίγειων θλίψεων και καταστροφών, όχι τόσο γιατί θα το επιθυμούσε η περιέργειά μας, όσο γιατί είναι αναγκαίο για την ειρήνη και την σωτηρία μας.

Δεν θα υπήρχε κακό στον κόσμο, ούτε συμφορές στους ανθρώπους, αν δεν υπήρχε η αμαρτία· « δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν» (Ρωμ. 5, 12), λόγος στον οποίο περιέχεται το σύνολο των επίγειων θλίψεων και συμφορών. Εξ αιτίας της αμαρτίας ο άνθρωπος καταδικάστηκε σε αναγκαστικό και εξουθενωτικό μόχθο, αντί για μια ελεύθερη και εύκολη άσκηση: « εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου»( Γεν. 3, 19). Η αμαρτία γέννησε την ασθένεια: «εν λύπαις τέξη τέκνα» ( Γεν. 3, 16). Η αμαρτία γέννησε το θάνατο: « από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού. Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» ( Γεν. 2, 17).

Όμως ο άνθρωπος έχοντας χάσει την ευχαρίστηση της πρωτογενούς, αγνής του ύπαρξης, όπως και αυτή του σύμπαντος, έχασε και την κατανόηση της. Όπως το ψάρι που κινείται στο νερό, δεν γνωρίζει την καλύτερη και τελειότερη ζωή των ζώων που αναπνέουν τον αέρα, έτσι και η δυστυχισμένη ψυχή του ανθρώπου, βυθισμένη στον παχυλό και διεφθαρμένο κόσμο, και ζώντας σε αυτόν όπως το ψάρι στο νερό, δεν γνωρίζει την αιθέρια και αδιάφθορη ζωή του Παραδείσου. Από εδώ προέρχονται οι αμφιβολίες του νου, που διαλογίζεται βασισμένος μονάχα στις φυσικές του δυνάμεις, όσον αφορά στην πραγματικότητα μιας τέτοιας ζωής και στην δυνατότητα ύπαρξης της……

Μετά το γενικό ερώτημα των δοκιμασιών της ανθρωπότητας, όπως το γιατί οι δοκιμασίες υπάρχουν στο κράτος της Πρόνοιας, ο ερευνητικός νους θέτει δύο ιδιαίτερα ερωτήματα: πρώτον, γιατί υποφέρουν και οι αθώοι; Δεύτερον, γιατί εκείνοι που είναι ένοχοι δεν υποφέρουν ανάλογα με την ενοχή τους, και γιατί συχνά αυτοί που είναι λιγότερο ένοχοι υποφέρουν πολύ περισσότερο;

Προς τούτο ας εξετάσουμε την ανθρωπότητα, όχι με τη δική μας επιφανειακή ματιά, αλλά με τη βαθιά διεισδυτική ματιά των ανθρώπων που έχουν λάβει φώτιση από ψηλά. Με ποιά όψη εμφανίζεται η ανθρωπότητα σ’ αυτούς; «Πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» ( Ρωμ. 2, 23) λέγει ο άγιος Παύλος. «Τις γαρ καθαρός έσται από ρύπου» ρωτά ο Ιώβ και απαντά: «Αλλ’ ουδείς. Εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» ( Ιώβ 14, 4-5). «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησεν με η μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7) εξομολογείται ο Δαυίδ, χωρίς να φοβάται από αυτή τη διακήρυξη να καταπατήσει το νόμο της τιμής πρός τους γονείς.

Τι σημαίνει λοιπόν αυτό; Ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ήδη αμαρτήσει με τον Αδάμ, ο οποίος καθώς γέννησε παιδιά αφού είχε αμαρτήσει, δεν μπορούσε να μεταβιβάσει σε αυτούς, χωρίς ένα θαύμα, εκείνο πού πλέον δεν κατείχε- την αγνότητα και το αδιάφθορον. Μα τους μεταβίβασε φυσικά αυτό που είχε και ο ίδιος- την αμαρτία και τη φθορά. Ίσως κάποιος από μας θα προσπαθούσε να ρωτήσει: «Πως είμαστε λοιπόν ένοχοι, έχοντας άθελα μας κληρονομήσει από τον Αδάμ την αμαρτία και τη φθορά;» Σε ένα τέτοιο, αν προσέχει τον εαυτό του, θα μπορούσε να του απαντήσει, αντί για μένα, η συνείδησή του, και να σφραγίσει τα χείλη του, γιατί η συνείδησή του μπορεί να επισημάνει στη ζωή του καθενός στιγμές που δεν ήμασταν πιστοί στις καλές παρορμήσεις μας, οι οποίες παρέμειναν ισχυρές ακόμη και μετά την κληρονομική κατάπτωση. «Μείζων εστίν ο Θεός της καρδίας ημών και γινώσκει πάντα». Και διακρίνει σε εμάς ακόμη κι εκείνες τις λεπτές ηθικές ακαθαρσίες, τις οποίες η συνείδηση, που περισσότερο ή λιγότερο έχει σκληρυνθεί, δεν μπορεί καν να αντιληφθεί. «Εάν ανομίας παρατηρήσης, Κύριε, Κύριε, τις υποστήσεται;» (Ψαλμ. 129, 3).

Με αυτή την σκέψη, το ερώτημα «Γιατί υποφέρουν και οι αθώοι;» όχι μόνο απαντάται, αλλά και ακυρώνεται. Διότι, αν κρίνουμε δίκαια, δεν υπάρχουν αθώοι επί της γης, και κατα συνέπεια όλοι εκείνοι που υποφέρουν, υποφέρουν γιατί λίγο-πολύ είναι ένοχοι, εκτός από Έναν, «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν», και του οποίου τα πάθη, απολύτως μυστικά, έχουν μια εξαιρετικά ευλογημένη σημασία για μας, διότι « Αυτός δε ετραυματίσθη διά τας αμαρτίας ημών και μεμαλάκισται διά τας ανομίας ημών. Παιδεία ειρήνης ημών επ’ αυτόν, τω μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν» (Ησαΐας 53, 5). Αυτός σήκωσε και φέρει τα βάρη που μας συνθλίβουν, κατορθώνοντας ταυτόχρονα να μας σηκώσει από την πτώση μας.

Όσο για το ερώτημα: « Γιατί άνθρωποι, οι οποίοι δεν είναι ενδεχομένως αναμάρτητοι, αλλά σε όλες τις εξωτερικές τους εκδηλώσεις αθώοι, υποφέρουν μερικές φορές υπέρμετρα;» απαντώ: Ποιός μπορεί να κατηγορήσει τη Θεία Πρόνοια για υπερβολή σε κάτι τέτοιο; Αν παραδεχτούμε ότι αυτός που υποφέρει δεν είναι αναμάρτητος, και αν ξέρουμε πως κάθε αμαρτία είναι μια παράβαση του νόμου, και γι’ αυτό μια ανταρσία κατά του θελήματος του Θεού, του Νομοθέτη, μια επανάσταση στη βασιλεία του Θεού, μια προσβολή εναντίον της αιώνιας μεγαλειότητος του Θεού, τότε πείτε μας, ποιά αμαρτία είναι τόσο μικρή για τον πρόσκαιρο πόνο, και ποιός πρόσκαιρος πόνος τόσο μεγάλος για την αμαρτία;

Κανείς δεν διαφωνεί πως όλες οι αμαρτίες δεν είναι εξίσου βαρειές και πως υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί ενοχής σε αμαρτίες του αυτού είδους. Όμως, ποιός ανάμεσά μας είναι ικανός να ζυγίσει ακριβοδίκαια αυτό το βάρος και να καθορίσει σωστά αυτό το βαθμό; Είναι απαραίτητο επομένως να βάλουμε στη ζυγαριά και να υπολογίσουμε, όχι μόνο την ορατή πράξη, αλλά και τις μή ορατές προθέσεις. Την κρυμμένη πρόθεση, την κρυφή σκέψη, την δύναμη και την αστάθεια, τη γνώση και την άγνοια, τις βοήθειες και τα εμπόδια, τη γοητεία που ασκεί το κακό και την ενθάρρυνση για το καλό, την έλλειψη προσοχής για τα πράγματα που δεν καταλάβαμε ακόμη και την απιστία σε αυτό που έχουμε διδαχτεί από την πείρα. Ισχυρογνωμοσύνη και μετάνοια, σκληροκαρδία και μεταμέλεια. Όμως για ποιόν είναι όλα αυτά δυνατά, εκτός από Εκείνον μόνο, τον ετάζοντα καρδίας και νεφρούς, τον Πανταχού Παρόντα και Παντογνώστη; Για να είμαστε επίσης σε θέση να μετρήσουμε το βάρος του πόνου, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας, εκτός από την ορατή του όψη, τον βαθμό ευαισθησίας αυτού που υποφέρει. Την ανεπάρκεια, την απουσία παρηγοριάς, ή αντιθέτως την αφθονία της, και κατά πόσο για τον εξωτερικό παρατηρητή υπάρχει στην παρηγοριά όριο και μέτρο. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να μιλάμε για υπερβολικό πόνο ανάλογο με το βάρος της αμαρτίας, αν όχι τυχαία και περιστασιακά;

Ο Θεός ορίζει τη ζωή του ανθρώπου, που μολύνθηκε από την αμαρτία, όχι μόνον ως Κριτής, του οποίου θα έρθει η ώρα με τη συντέλεια, αλλά ακόμη, και κυρίως, ως Μέγας Ιατρός, ο οποίος είναι Παρών σήμερα. Για το λόγο αυτό ορίζει στον άνθρωπο μέτρο δοκιμασίας και θλίψεως, μερικές φορές όχι μόνο ως ανταμοιβή των έργων του, αλλά σαν δόση φαρμάκου, ικανού να υπερνικήσει τη δύναμη της αμαρτωλής ασθένειας…

Επιπλέον, ο Μέγας Ιατρός προσφέρει τον Εαυτό του για τη θεραπεία της ασθένειας της ψυχής, όχι μόνο όταν είναι εμφανής, αλλά το βλέμμα Του διεισδύει στα βάθη της ψυχής που είναι αθέατα, στην ψυχή την ίδια, και ανιχνεύει εκεί το μικρό σπέρμα της αμαρτίας, πάθους, ισχυρογνωμοσύνης, αυτοϊκανοποιήσεως, ακόμη και το παραμικρότερο κράμα κακίας και ακαθαρσίας με καλές προθέσεις και διαθέσεις, και τραβά έξω, μέσω της δοκιμασίας, εκείνα τα άρρωστα στοιχεία, που μπορούν να θεραπευτούν, ώστε η ψυχή να οδηγηθεί σε μεγαλύτερη αγνότητα.

Μήπως δεν συμβαίνει να βλέπουμε ανθρώπους με τακτοποιημένη ζωή, που έχουν θεληματικά καταφύγει στο Θεό, να αποστερούνται από κάτι που πολύ αγαπούν- όπως για παράδειγμα, παιδί ή σύζυγο, επίγεια τιμή, δόξα ή περιουσία-, να παραδίδονται τόσο πολύ στη θλίψη, ώστε να επικεντρώνουν όλη τη ζωή τους σ’ αυτήν, και να μην είναι πλέον σε θέση να δυναμώσουν τον εαυτό τους μ’ εκείνες τις λογικές σκέψεις που δεν είχαν ανάγκη πρίν; … Τι σημαίνει αυτό; Ότι αγαπούσαν υπέρμετρα τους αγαπημένους τους, ότι τους αγαπούσαν περισσότερο από το Θεό, μολονότι δεν είχαν συνείδηση αυτού του πράγματος ούτε οι ίδιοι. Τα παιδιά τους, ο σύζυγος ή η σύζυγος, η τιμή, η δόξα ή η περιουσία ήταν τα είδωλα της καρδιάς τους. Τι απομένει λοιπόν σε Αυτόν, ο Οποίος γνωρίζει την καρδιά και αγαπά τη ψυχή, από το να πάρει από μας το είδωλό μας, να αποσπάσει, ακόμη κι αν αυτό είναι τόσο οδυνηρό, την υπερβολική αγάπη για το πλάσμα από τη ψυχή, την οποία επιθυμεί να την γεμίσει θεϊκή αγάπη; Εκείνος αγαπά, ευσπλαγχνείται, αποκαθαίρει, θεραπεύει και προετοιμάζει για την ευτυχία. Ενώ εμείς κοιτάζουμε και λέμε: « Πόσο σκληρή είναι η επίσκεψή Του!».

Τέλος, πρέπει να ομολογήσουμε ότι υπάρχουν παθήματα που καθιστούν εντελώς αδύνατη την ερώτηση: « Για ποιό λόγο, για ποιό σκοπό;» Για τα οποία δεν χρειάζεται να κατηγορήσουμε έναν άνθρωπο, μα πρέπει να μάθουμε να δικαιώνουμε την Θεία Πρόνοια. Τέτοιες είναι οι δοκιμασίες του Ιώβ, των προφητών, των Αποστόλων, της Αγίας Παρθένου…

Πόσο παρηγορητικό και αξιόπιστο πειστήριο παρέχει η συνείδηση, όταν η φωτιά της δοκιμασίας δεν μπορεί να βλάψει το χρυσάφι της. Όταν στην κάμινο του πόνου η αγάπη πρός τον Θεό καίει πιο λαμπρά. Όταν, μέσω της εξωτερικής νέκρωσης της φύσεως, λάμπει εκεί η εσωτερική της χάριτος, και ο ουρανός που κατοικεί στον άνθρωπο στερεώνει μέσα του την ελπίδα του παραδείσου.

Πιστέψτε, ω εσείς άπειροι, ότι εκείνοι οι άνθρωποι δεν ψεύδονται, όταν μιλούν για την χαρά μέσα στον πόνο, και όταν στη φωτιά της δυστυχίας ψάλλουν και προσεύχονται στον Θεό με την ίδια βεβαιότητα, ελευθερία και αγαλλίαση, όπως έκαναν οι τρεις παίδες εν καμίνω στη Βαβυλώνα.


( Η Θεολογία Της Καρδιάς- Άγιος Φιλάρετος Μόσχας, Κηρύγματα Και Ομιλίες, Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2008, Σ. 27 Κ. Ε.).

Στις δοκιμασίες δοκιμάζεται η ψυχή του χριστιανού 6 Οκτωβρίου 2023 diakonima






(Από τον Ευεργετινό)


Ένας Γέροντας μου διηγήθηκε, πως κάποιος αδελφός που έμενε στην Αίγυπτο, περπατούσε κάποτε στη δημοσιά. Και σαν τον βρήκε η νύχτα κι’ έκανε κρύο τσουχτερό, μπήκε σ’ ένα νεκροταφείο που είδε και τρύπωσε μέσα σ’ ένα μνήμα, για να πλαγιάσει και για ν’ αποφύγει και την ψύχρα.


Περνούσαν λοιπόν απ’ έξω δυο δαίμονες, κι’ όταν τον πήραν είδηση πως ήταν εκεί, είπε ο ένας στον άλλο. -Κοίταξε να δεις ιδιοτροπία που την έχει ο καλόγερος αυτός! Μέσα στο μνημείο μπήκε για να πλαγιάσει! Πάμε λοιπόν να τον πειράξουμε και να τον τρομάξουμε;


Κι’ ό άλλος του αποκρίθηκε· -Γιατί να τον τρομάξουμε; Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Αυτός είναι που είναι δικός μας. Τα κάνει όλα· και τρώει, και πίνει, και καταλαλεί και δεν πατά και το πόδι του στις ιερές ακολουθίες. Γιατί λοιπόν να χάνουμε το καιρό μας μαζί του; Καλύτερα δεν είναι να πάμε να πειράξουμε, άλλους που μας ταλαιπωρούν με τις νηστείες τους, και με τις προσευχές τους, και με το πόλεμο που μας κάνουν αδιάκοπα, νύχτα και ήμερα;……


Ένας άλλος πάλι αδελφός, που πειραζόταν σκληρά από τούς δαίμονες, πήγε σε κάποιο Γέροντα και του ανιστόρησε τα βάσανά του και τους πειρασμούς του. Κι ο Γέροντας του είπε· -Να μη σε τρομάζουν καθόλου οι πειρασμοί που σου συμβαίνουν. Γιατί είναι φυσικό, πως όσο βλέπουν οι εχθροί τη ψυχή σου ν’ ανεβαίνει και να συνομιλεί με το Θεό, τόσο τους τρώει η κακία και τόσο περισσότερο σκυλιάζουν. Kαι να ξέρεις, πως στις ώρες που πειράζεσαι δεν είσαι μόνος, αλλά σε παραστέκουν οι άγγελοι του Θεού, για να σε βοηθήσουν και να σε συντρέξουν στη δοκιμασία σου. Νάχεις λοιπόν και συ το νου σου σ’ αυτούς και να τους γνεύεις και να τους ζητάς, με ταπείνωση, να σε βοηθήσουνε. Κι’ όταν το κάνης αυτό, και σκέφτεσαι πως ο εχθρός δεν σταματά ποτέ τον πόλεμο του, και πως είναι σκληρός και δυσκολοπολέμητος, κι’ ότι εμείς είμαστε ανήμποροι, ο Θεός τότε θα σε βοηθήσει και θα σε συντρέξει το γρηγορότερο,..


Γιατί, όπως έλεγε ο άγιος Εφραίμ, με τους πειρασμούς δοκιμάζει ο Θεός τις ψυχές, αν τον αγαπούν, για όχι, και μέσα στις δοκιμασίες φανερώνονται, αν είναι άξιες ή ανάξιες. Κάθε ψυχή λοιπόν που θέλει να γίνει ευάρεστη στο Θεό, πρέπει να υπομένει το καθετί με γενναιότητα, και νάχει ασάλευτη την ελπίδα της στο Θεό. Και μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει και ν’ αντέξει, να προσπεράσει και να νικήσει  τον πόλεμο του εχθρού. Γιατί πρέπει να ξέρουμε πως ο Θεός δεν  επιτρέπει να βασανίζεται τόσο μια ψυχή που ελπίζει σ’ Αυτόν, ώστε να γονατίζει και να πέφτει, γιατί το φορτίο που σηκώνει, είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό που θα μπορούσε να βαστάξει. Ούτε κι’ ο εχθρός έχει τη δύναμη να ταλαιπωρεί και να καταθλίβει μια ψυχή, όσο θέλει· αλλά όσο μόνο του επιτρέπει ο Θεός. Γιατί ο Πλάστης μας, σαν παντογνώστης που είναι ξέρει, σε πόση φλόγα και σε πόση δοκιμασία μπορεί να μπει μια ψυχή. Κι’ ως αυτό το σημείο μονάχα επιτρέπει να δοκιμάζεται.


Ένας αγγειοπλάστης, όταν φτιάξει τα τσουκάλιά του, ξέρει πόσο καιρό πρέπει να τ’ αφήσει μέσα στο καμίνι· γιατί βέβαια, αν δεν μπούνε στη φωτιά κι’ αν δεν ψηθούν, δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν oι άνθρωποι. Κι’ ούτε τ’ αφήνει πολύ μέσα στη φωτιά· γιατί άμα καούν πολύ καταστρέφονται· ούτε πάλι τα βγάζει από το καμίνι λειψά και άψητα, γιατί έτσι γίνονται άχρηστα. Μα και τα ζώα μας δεν τα παραφορτώνουμε ποτέ· παρά κατά τη δύναμη που έχει το καθένα, του βάζομε και ανάλογο το φορτίο. Κι’ όλα τα καράβια επίσης έχουν εξωτερικά σημάδια, που μας δείχνουν πόσο φορτίο μπορούν να πάρουν, για   να ταξιδεύουν ακίνδυνα.


Αν λοιπόν ο Θεός έδωσε τόση γνώση στους ανθρώπους, πού γι’ αυτά τα μάταια πράγματα να ξέρουν το πως να τα διοικούν, Αυτός που είναι ο χορηγός κάθε σοφίας και κάθε σύνεσης, δεν ξέρει άραγε, πόση δοκιμασία χρειάζεται μια ψυχή που θέλει να τον ευχαριστήσει, για να γίνει άξια για τη Βασιλεία των Ουρανών;


Το καννάβι για να γίνει νήμα λεπτό, πρέπει πρώτα να το κοπανίσουν. Και μάλιστα, όσο περισσότερο κοπανίζεται και ξαίνεται, τόσο και γίνεται λεπτότερο και καθαρότερο το νήμα του. Έτσι και η φιλόθεη ψυχή, όσο περισσότερο δοκιμάζεται και θλίβεται, τόσο και γίνεται, με την υπομονή της, καθαρότερη και αγνότερη και καταλληλότερη για τους πνευματικούς αγώνες, που χάρη σ’ αυτούς κληρονομούμε τα επουράνια αγαθά στην απέραντη αιωνιότητα…

Ακίνδυνος και Επικίνδυνος Χριστός: Μια επίκαιρη ομιλία 39 χρόνων του μακαριστού γέροντα Δοσίθεου diakonima



Μιά Ομιλία Για Τα Χριστούγεννα Του Μακαριστού Γέροντος Δοσιθέου, Επίκαιρη Όσο Ποτέ Άλλοτε, Αν Και Εκφωνήθηκε Πριν 39 Χρόνια.

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία που εκφωνήθηκε στο Καρπενήσι το 1984 και είχε τίτλο: “Ακίνδυνος και Επικίνδυνος Χριστός”:


Ὅσο πλησιάζουν οἱ ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τόσο ὁ λεγόμενος δυτικὸς κόσμος (καὶ ἐμεῖς τρέχοντας ἀπὸ πίσω λαχανιασμένοι νὰ προλάβουμε τὸ τελευταῖο βαγόνι γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε καθυστερημένοι καὶ ὀπισθοδρομικοὶ ἀνατολῖτες), τόσο, λοιπόν, ὁ λεγόμενος δυτικὸς κόσμος θὰ προετοιμάζεται νὰ ἑορτάσει Χριστούγεννα ἄνευ Χριστοῦ. Μουσικές, δῶρα, διακοπές, δεξιώσεις, συναυλίες, ἐπισκέψεις, χιόνια, ἐξορμήσεις, τραπέζια, λιχουδιές, συγκινήσεις, παιχνίδια, παρέα, ξεκούρασις. Θὰ ἑορτάσουμε καὶ πάλι τὰ Χριστούγεννα. Παντοῦ διακοσμήσεις, δένδρα Χριστουγεννιάτικα, χαρὲς καὶ πανηγύρια. Παντοῦ φάτνες μὲ ἄχυρο, ζωάκια, ποιμένες, ἀγγέλους, γιρλάντες, φῶτα. Μιὰ νέα γυναῖκα καὶ ἕνας ἄνδρας σὲ λατρευτικὴ στάσι, προφανῶς ἡ Παναγία καὶ ὁ Ἰωσήφ, καὶ στὸ μέσον ἕνα κουκλάκι ξανθό, στρουμπουλό, χαμογελαστό, μὲ ἀνοιχτὰ χεράκια καὶ γαλανὰ ματάκια, τὸ Θεῖον Βρέφος (ἂν καὶ ὁ Χριστὸς ὡς σημίτης κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύσι Του κάθε ἄλλο παρὰ ξανθὸς καὶ γαλανομάτης ἦταν). Ὅλα ὡραῖα, ὅλα χαρούμενα, ὅλα καλά, βολεμένα μέσα στὴν ἐμπορικὴ κίνησι τῶν μεγάλων δρόμων, μέσα στὸν φαῦλο κύκλο τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας.


Καὶ ὅταν οἱ γιορτὲς περάσουν, ὅταν τὰ φῶτα σβήσουν καὶ ὅταν οἱ φάτνες διαλυθοῦν, τότε τὸ στρουμπουλὸ κουκλάκι θὰ μπῇ σὲ κάποιο κουτὶ ὅπως-ὅπως γιὰ νὰ ξαναχρησιμοποιηθῇ τὸν ἑπόμενο χρόνο σὰν κράχτης τοῦ ἐμπορικοῦ καταστήματος ἢ σὰν ὄμορφο, γραφικὸ καὶ ἀπαραίτητο «ἀξεσουὰρ» τῶν ἑορταστικῶν ἡμερῶν στὸ σαλόνι μας, ἢ στὴν πλατεῖα τῆς γειτονιᾶς μας.


Καὶ τί μένει; Τίποτε ἢ σχεδὸν τίποτε. Μένει, ἴσως, μιὰ ὡραιοποιημένη μνήμη παιδικῶν χρόνων, ἀνακατεμένη μὲ πολὺ παραμύθι. Μένει ὁ ἀκίνδυνος Χριστός, τόσο ἀκίνδυνος ὅσο τὸ κουκλάκι τῆς Χριστουγεννιάτικης βιτρίνας. Τόσο ἀκίνδυνος ὅσο τὸ κουκλάκι στὴν φάτνη τῆς γωνίας τοῦ σαλονιοῦ. Μένει ἕνας Χριστὸς ὡς ὁ «γλυκὺς Ἰησοῦς» τῶν γλυκαναλάτων τοιχογραφιῶν τῆς Ἀναγεννήσεως, ἕνας Χριστὸς ποὺ κάποτε κήρυξε στὶς ἀκρογιαλιὲς τῆς Γαλιλαίας τὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους[1]», τὸ ὕψιστο σύνθημα τῆς κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Μένει ὁ λογοκεκριμένος Χριστός, ὁ κομμένος στὰ μέτρα τῆς ἀτομοκεντρικῆς εὐημερίας, ὁ Χριστὸς ποὺ δὲν στοιχίζει καὶ δὲν κοστίζει τίποτα, ὁ Χριστὸς ποὺ τοῦ ἔχει ἀφαιρεθῆ κάθε στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ἀφυπνίσῃ τὸ «σύστημα». Μένει ὁ ἀκίνδυνος Χριστὸς ποὺ μποροῦμε κάθε χρόνο τέτοια ἐποχὴ νὰ Τὸν βγάζουμε ἀπ’ τὸ κουτὶ τὴς ντουλάπας, νὰ Τὸν ἐκθέτουμε κάτω ἀπ’ τὸ χριστουγεννιάτικο δένδρο, καὶ ὕστερα πάλι νὰ Τὸν ἀποθηκεύουμε στὸ σκοτεινὸ ἑρμάριο τοῦ σπιτιοῦ μας. Αὐτὸς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι τὸ «σημεῖον τὸ ἀντιλεγόμενον», τὸ «κείμενον εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν[2]», δὲν εἶναι ὁ λίθος στὸν ὁποῖον ὅποιος σκοντάψη «συνθλασθήσεται» (θὰ τσακισθῇ), «ἐφ’ ὃν δ’ ἂν πέσῃ λικμήσει αὐτόν[3]» (θὰ τὸν κάμῃ σκόνη). Δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τῆς Ἐκκλησίας Του. Εἶναι ἕνας, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ Χριστός.


Δὲν ἐξαντλεῖται ὁ Χριστὸς στὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», οὔτε σὲ κανόνες φθηνῆς ἠθικολογίας ἢ κοινωνικῆς προσφορᾶς. Ὅταν δὲν θίγεται τὸ ὑπαρκτικὸ πρόβλημα τῆς σωτηρίας, ἡ περιπέτεια ἢ ἡ τραγωδία τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ κυρίως τῆς ἐλευθερίας ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα ἀκίνδυνο Χριστό, ὅπως τὸ κουκλάκι· ὄχι ὅμως μὲ τὸν «Χριστό». Πέρα ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἀκίνδυνο Χριστό, τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, ὑπάρχει ὁ ἐπικίνδυνος Χριστός. Αὐτὸς ποὺ ἐδίδαξεν ὡρισμένα ἐπικίνδυνα πράγματα, ποὺ σκοπίμως κρατᾶμε στὴν σκιά, διότι εἶναι διδαχὲς ποὺ μποροῦν νὰ τινάξουν στὸν ἀέρα τὶς κοινωνικές μας δομὲς καὶ ποῦ μπορεῖ ν’ ἀποβοῦν ὀλέθριες γιὰ τὰ ἄνομα συμφέροντά μας.


Ποιός ἀπὸ μᾶς θέλει νὰ θυμᾶται, φέρ’ εἰπεῖν, τοὺς παρακάτω λόγους τοῦ Κυρίου: «δοκεῖται ὅτι εἰρήνην παραγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῆ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἢ διαμερισμόν[4]», «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν[5]», καὶ «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;[6]». Ποιός τολμᾷ νὰ μιλήσῃ γι’ αὐτὴν τὴν συνεχῆ καὶ ἀένναο ἐπανάστασι ἐναντίον τῶν παθῶν μας καὶ τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας; Ποιός θυμᾶται τὴν τέλεια ἀντιστροφὴ τῶν κοινωνικῶν μας ἀξιῶν, τοὺς πρώτους ποὺ γίνονται τελευταῖοι καὶ τοὺς τελευταίους ποὺ γίνονται πρῶτοι: «ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι;[7]». Ποιός πουριτανὸς ἠθικολόγος δέχεται νὰ μιλήσῃ στὴν «ἀγγελικὰ» πλασμένη κοινωνία μας γιὰ τὶς πόρνες καὶ τοὺς τελῶνες ποὺ «προάγουν» ἡμᾶς εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν[8]; Ποιός ἀπὸ μᾶς ἀποδέχεται τὴν καταδίκη «τῶν πεποιθότων ἐφ’ ἑαυτοῖς[9]» ὅτι εἰσὶ δίκαιοι;


Μέσα στὸν πολιτισμὸ τῆς ἀποταμιεύσεως (ἄλλωστε γράφουν καὶ ἐκθέσεις οἱ μαθηταὶ περὶ τῆς ἀποταμιεύσεως, ἢ τοὐλάχιστον ἔγραφαν κάποτε) ποιός θὰ μπορέσῃ νὰ σαμποτάρῃ τὸ «σύστημα» θυμίζοντας τὴν ἄσκησι ποὺ κηρύττει ὁ Κύριός μας, ὁ ἐπικίνδυνος Χριστός, σὰν ῥιζοσπαστικὴ ὁδὸ ἐλευθερίας καὶ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς μέριμνας καὶ τοῦ θησαυρισμοῦ τῶν ἀγαθῶν[10]; Πόσες φορὲς ἀκούσαμε τὸ «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ[11]» καὶ «δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται· εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν[12]»; Ποιός τόλμησε νὰ μᾶς διδάξῃ τὸν ἀντίλαλο τῆς διδαχῆς τοῦ Κυρίου, τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο; «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν· ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, […] ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ’ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν. Ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς. Κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τόν δίκαιον· οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν[13]». Ὑπάρχει ἄραγε ἐπαναστατικότερο μανιφέστο ἀπὸ τοῦτα τὰ λόγια;


Ποτὲ δὲν ἄκουσα στὴν ζωή μου νὰ μοῦ ποῦν ὅτι ὁ Χριστός μας ἐκήρυξε τὴν ἰσότητα. Καὶ ἔπρεπε νὰ ψάξω καὶ νὰ βρῶ καὶ νὰ μείνω ἐμβρόντητος ὅταν ἀνεκάλυψα μέσα στὸν ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο (τὸ τοῦ Χριστοῦ στόμα) καὶ τὸ πράγμα καὶ τὸ ὄνομα: «οὐ γὰρ ἵνα ἄλλοις ἄνεσις, ὑμῖν δὲ θλῖψις, ἀλλ’ ἐξ ἰσότητος ἐν τῷ νῦν καιρῷ τὸ ὑμῶν περίσσευμα εἰς τὸ ἐκείνων ὑστέρημα, ἵνα καὶ τὸ ἐκείνων περίσσευμα γένηται εἰς τὸ ὑμῶν ὑστέρημα, ὅπως γένηται ἰσότης[14]». Καὶ ἀλλoῦ: «οἱ κύριοι τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἰσότητα τοῖς δούλοις παρέχεσθε[15]». Ποιός ἔχει τὴν παῤῥησία νὰ πῇ ὅτι ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει πολλὴ σχέσι μὲ τὴν elite καὶ τὴν inteligencia, ἀλλὰ μὲ τὰ νομιζόμενα κατακάθια, μὲ τὸ luben proletariat, μὲ τὰ μωρά, μὲ τὰ ἀγενῆ καὶ μὲ τὰ ἐξουθενημένα καὶ τὰ μὴ ὄντα[16], ὅπως ὁ Παῦλος χωρὶς ἐντροπή, ἀλλὰ τοὐναντίον μὲ καύχησι ὁμολογεῖ, συνεπὴς ἑρμηνευτὴς τῶν λόγων τοῦ Κυρίου γιὰ τοὺς ἐλαχίστους ἀδελφούς; Ποιός δοκιμάζει σήμερα εἴτε νὰ κηρύξῃ εἴτε νὰ ἐφαρμόσῃ τὸ «εἶ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι[17]»;


Πολὺ ἐπικίνδυνα πράγματα…


Δίπλα, λοιπόν, στὸν ἀκίνδυνο Χριστὸ τῆς ἐλεγχομένης εὐζωΐας καὶ τοῦ πνευματικοῦ εὐνουχισμοῦ, θεληματικὰ λησμονημένος, ὑπάρχει ὁ ἐπικίνδυνος Χριστὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς σωτηρίας. Ἐδῶ, ὅμως, χρειάζεται μιὰ διευκρίνισις. Ἐκκλησία δὲν σημαίνει αὐτὸ ποὺ ἔχουν οἱ πλεῖστοι στὸ μυαλό τους, δηλαδὴ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι ποὺ εἴτε ἔχει ὑποταχθῇ στὸ «σύστημα», εἴτε ὑπηρετεῖ τὴν καταναλωτικὴ ἀντίληψι τῶν «θρησκευτικῶν ἀναγκῶν» τοῦ λαοῦ. Ἐκκλησία σημαίνει τὸ Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας· σημαίνει τὴν συγκεφαλαίωσι κόσμου καὶ ἱστορίας ἐν Χριστῷ.


Θὰ ἑορτάσουμε, λοιπόν, Χριστούγεννα. Θὰ ἑορτάσουμε, ὅμως, μᾶλλον τὴν γέννησι τοῦ ἀκινδύνου Χριστοῦ, ποὺ στὴν καλλίτερη περίπτωσι δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ ἀφελῆ τραγούδια ὅπως τὸ «Ἅγια Νύχτα» καὶ «Χιόνια στὸ καμπαναριό».


Ἡ Ἐκκλησία θὰ ἑορτάσει τὴν γέννησι τοῦ ἐπικινδύνου Χριστοῦ, τῆς ἰδικῆς της ἀσυμβίβαστης Ἀληθείας, τὴν γέννησιν Αὐτοῦ ποὺ χώρισε τὴν ἱστορία στὰ δύο. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι μυστικὴ καὶ τὸ μυστήριον ξένον, μέγα καὶ παράδοξον! «Χριστὸς τὸ τεχθέν· ἡ δὲ μήτηρ Παρθένος. Τί μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις[18]»; Ὁ Χριστὸς γεννηθεὶς «ἐξοιστρουμένου κόσμου καθεῖλε πανσθενῶς ἁμαρτίαν[19]». Ὁ ἱερὸς ὑμνῳδὸς μὲ πέντε γραμμὲς δίδει τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς: «Ὁ Πατὴρ εὐδόκησεν, ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἡ Παρθένος ἔτεκε Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα· Ἀστὴρ μηνύει, Μάγοι προσκυνοῦσι, Ποιμένες θαυμάζουσι, καὶ ἡ κτίσις ἀγάλλεται[20]». Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ δὲν εἶναι ἑορτὴ καλοπεράσεως, ματαίων στολισμῶν καὶ λαμπιονιῶν· εἶναι ἑορτὴ πτωχείας: «Φάτνην ὁρῶ καὶ βρέφος καὶ σπάργανα· λοχὸν Παρθένου τῶν χρειῶν ἔρημον· ὅλα πτωχείας ἐχόμενα, ὅλα πενίας γέμοντα… οὔτε κλίνην, οὔτε στρωμνὴν εἶχεν, ἀλλ’ ἐπὶ ξηρᾶς ἔῤῥιπτο φάτνης[21]». Ἐσχάτη πτωχεία. Συμπληρώνει ὁ ἱερὸς ὑμνῳδός: «τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων[22]»;


Ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἱερὸν Αὐγουστῖνον: «Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς αἰῶνας παρατεινόμενος». Ἄρα ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἀκίνδυνος καὶ ἐπικίνδυνος Χριστός, ὑπάρχει ἀκίνδυνος καὶ ἐπικίνδυνος Ἐκκλησία.


Καὶ ποιά εἶναι ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία»; Εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀρκεῖται στὸ νὰ εἶναι ἕνα κοινωνικὰ ἀνίσχυρο καὶ πολιτικὰ οὐδέτερο θρησκευτικὸ συμπλήρωμα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κι ἂν δὲν ὑπῆρχε δὲν χάλασε κι ὁ κόσμος. Ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» εἶναι ἐκείνη ποὺ μοναδική της ἔγνοια εἶναι νὰ θεωρῆται ἀπ’ τὸ σύνταγμα τοῦ κράτους «προστατευομένη θρησκεία». Εἶναι ἐκείνη ποὺ ποτὲ δὲν τῆς πέρασε ἀπ’ τὸν νοῦ ὅτι δὲν εἶναι κἂν θρησκεία, ἀλλ’ εἶναι ἀποκάλυψις τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Εἶναι ἐκείνη ποὺ μένει ἀπόλυτα ἱκανοποιημένη ἀπὸ τὸν διακοσμητικὸ ῥόλο ποὺ τῆς ἐπιβάλλει ἡ κρατική της θεσμοποίησις. Ἐναβρύνεται γιὰ τὸ ὅτι μετέχει σὲ δοξολογίες καὶ παρελάσεις καὶ φανφάρες, ἐνῷ παραμένει τραγικὰ ἀνυποψίαστη γιὰ τὸ τί οὐσιαστικῶς ἀντιπροσωπεύει καὶ γιὰ τὸ ποιά ῥιζοσπαστικὴ ἀλήθεια ἐνσαρκώνει. Ἀρκεῖται στὴν συμβατικὴ ἀποστολὴ ἑνὸς κρατικοῦ φορέως γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι καὶ ἐκτόνωσι τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος τοῦ λαοῦ, καὶ σὰν ἀντάλλαγμα γι’ αὐτὴν τὴν τόσο βολικὴ γιὰ ὅλους ἀφασία της, εἰσπράττει τὴν οἰκονομικὴ ὑποστήριξι καὶ τὶς ἐθιμοτυπικὲς τιμὲς ποὺ τῆς παρέχει τὸ κράτος. Ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» εἶναι αὐτὴ ποὺ οἱ πιστοί της θεωροῦνται εὐήθεις, σκοταδισταί, μοιρολάτραι, πολῖται τρίτης καὶ τετάρτης κατηγορίας, κάτι ἀπολιθώματα ποὺ ὁ σύγχρονος κόσμος, ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία τοὺς ἔχει πρὸ πολλοῦ ξεπεράσει.


Αὐτὴ ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» ἔχει τὰ σπέρματα τῆς δημιουργίας της στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἐφεξῆς, τότε ποὺ ὁ πρεσβύτερος ἔγινε ἱερεύς, καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἀρχιερεύς· τότε ποὺ τὰ προνόμια τῆς κρατικῆς εἰδωλολατρίας ἐξεχωρήθησαν στὴν νέα ἐπίσημη «κρατικὴ θρησκεία»: τὸν Χριστιανισμό. Πολλοὶ ὁμιλοῦν γιὰ «βαβυλώνειο αἰχμαλωσία» τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη ἀπ’ τὰ χρόνια αὐτά. Ἡ πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ ξεχάσθηκε σιγά-σιγά, ἀπὸ πολλοὺς «ἐκπροσώπους» Του, καὶ ὁ ζῶν λόγος πνίγηκε μέσα στὴν ἄφθονη κρατικὴ ἐπιχορηγία ὅλο καὶ περισσοτέρων προνομίων, πράγμα ποὺ ἔκαμε τοὺς μεγάλους Πατέρας νὰ διαμαρτύρωνται ἐντόνως, ἀλλὰ νὰ μὴ εἰσακούωνται· καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἤθελαν τὴν πραγματικὰ χαρισματικὴ ζωὴ νὰ ἐξέρχωνται στὶς ἐρήμους. Τὸ ἴδιο συνέβη αἰῶνες ἀργότερα καὶ στὴν ἐκκλησία τῆς Ῥωσσίας, ποὺ ἀπ’ τὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Πέτρου προσεδέθη, ὅπως προσφυῶς ἐλέχθη, ἀπὸ τὴν καλτσοδέτα τῆς Τσαρίνας.


Τοῦτ’ αὐτὸ ὅμως, δὲν συνέβη καὶ μὲ τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία; Μήπως δὲν σύρεται ὄπισθεν τῶν κρατούντων, ἀδύναμη καὶ ἀκίνδυνη, ὅπως τὸ πτῶμα τοῦ Ἕκτορος ἐσύρετο πίσω ἀπ’ τὸ ἅρμα τοῦ Ἀχιλλέως; Βλέπουμε ὅτι ἡ πολιτεία βρίσκεται σὲ τελεῖα ἄρνησι νὰ δῇ στὴν Ἐκκλησία κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα ταυτοποιημένο θεσμὸ τοῦ κοινωνικοῦ βίου, ποὺ συμβάλλει κάπως στὴν ἠθικοποίησι τῶν ἀνθρώπων (ὁ χωροφύλακας τῆς ἠθικῆς), ἢ τῆς δίνει τὸν συμπληρωματικὸ ῥόλο τοῦ ὑπουργείου κοινωνικῆς προνοίας (μόνο γιὰ νὰ μοιράζῃ μερίδες φαγητοῦ). Ἄν, βεβαίως, δὲν τὴν βλέπει ὡς ἕνα ἀνώφελο παράσιτο τῆς συντηρήσεως καὶ τῆς ὀπισθοδρομήσεως. Τῆς ἀναγνωρίζει, πρὸς τὸ παρόν, μιὰ θεσούλα κάπου στὴν ἄκρη, διότι τὴν θεωρεῖ ἀκόμη ὡς ἕνα παρωχημένο φορέα κάποιων ῥητορικῶν «ἰδεωδῶν» τοῦ ἐθνικοῦ βίου (ἴσως τὴν χρειάζεται ἅμα γίνῃ πόλεμος… γιὰ νὰ εὐλογήσῃ τὰ ὅπλα).


Αὐτὴ ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» δὲν ἔχει πέσει σὲ μιὰ δυσκόλως καλυπτομένη ἀνυποληψία ἐκ μέρους τῆς πολιτείας; Αὐτὴ ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» δὲν ἐμφανίζει μιὰ εἰκόνα μικροτήτων, πνευματικῆς ὑπαναπτύξεως καὶ κοινωνικῆς ἀναξιοπρεπείας; Κουφοκαίει δὲ στὸν λαὸ ἕνας φοβερὸς ἀντικληρικαλισμὸς ποὺ μόνο στὰ χρόνια τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως βρίσκουμε ὅμοιό του. Ἐπὶ χρόνια τώρα, δυνάμεις σκοτεινὲς καὶ ὀλέθριες γιὰ τὸ Γένος ἀπεργάζονται μὲ μέθοδο, μὲ σατανικὴ ἐντελέχεια τὴν στείρωσι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῆς ποιμαινούσης καὶ τῆς ποιμαινομένης, ὥστε νὰ παραμένῃ ἄβουλο ὄργανο καὶ πιόνι γιὰ καταχθονίους σκοπούς. Θέλουν μίαν Ἐκκλησία σὲ κῶμα. Θέλουν ἐκκλησιαστικοὺς λειτουργοὺς κατωτάτης στάθμης, ὥστε αὐτὴ μὲν διαρκῶς νὰ ὑποβαθμίζεται, αὐτοὶ δὲ νὰ φωνάζουν γιὰ τὰ ἀλλεπάλληλα σκάνδαλα ποὺ γίνονται στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Θέλουν χριστιανοὺς γραφικοὺς καὶ φαιδρούς, ὥστε αὐτὴ μὲν διαρκῶς νὰ καταφρονεῖται, αὐτοὶ δὲ νὰ παίζουν τὸν ῥόλο τοῦ σωτῆρος.


Φοβοῦνται πολὺ τὴν ζωντανὴ Ἐκκλησία, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ποὺ κρατεῖ μάχαιρα δίστομη. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ communio sanctorum, ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων. Δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἰδεολογία, οὔτε θρησκευτικὸ συμπλήρωμα γιὰ γρηὲς καὶ γέρους, οὔτε ἁπλῶς ἀτομικὴ ἠθική. Εἶναι κοινωνία ποὺ μᾶς δείχνει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἑνότης τῶν ἀνθρώπων, ὄχι σὰν ἁπλὴ συμβατικὴ συμβίωσι σὲ στεγανὰ διαμερίσματα, ἀλλὰ σὰν μία ἑνότητα καρδιῶν, ψυχῆς καὶ πνεύματος. Εἶναι ἡ κοινωνία, ὅπου μέσα της ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι νούμερο, παύει νὰ εἶναι ἄτομο ἢ ὄχλος καὶ γίνεται πρόσωπο. Εἶναι ὁ χῶρος ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀντανακλᾷ ἐντός του τὴν Παναγία Τριάδα, εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἡ εἰκὼν γίνεται ὁμοίωσις. Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία εἶναι θυσία, εἶναι σταυρός· καὶ ὅπως ὁ Τίμιος Σταυρός, ἔχει δύο κεραῖες, κάθετη καὶ ὁριζόντια, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀρκεῖται στὴν κάθετη σχέσι πιστῶν καὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ζῇ ἐν ταὐτῷ καὶ τὴν ὁριζόντια σχέσι πιστοῦ μὲ πιστό, ἀνθρώπου μὲ ἄνθρωπο. Μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ λύσις τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων συνδέεται ἄμεσα μὲ μία ἐσωτερικὴ μεταλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ σπάζει τὸ φράγμα τοῦ κλειστοῦ ἀτομικισμοῦ, καὶ βγαίνει στὴν σφαῖρα τοῦ κοινωνικοῦ, τὴν σφαῖρα τοῦ πλησίον καὶ τῆς ἀγάπης. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ζῶσα Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ ἀπάντησις γιὰ τὴν λύσι τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων. Ἐδῶ ἡ θυσία τοῦ «ἐγὼ» καὶ ἡ βίωσις τῆς ἀγάπης στὴν κοινωνία τοῦ «ἐσύ», δημιουργεῖ τὸ «ἐμεῖς» ποὺ εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τῆς λύσεως παντὸς κοινωνικοῦ προβλήματος.


Ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» προσπερνάει αὐτὰ τὰ προβλήματα (ὅπως ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ λευίτης «ἀντιπαρῆλθεν» αὐτὸν ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστὰς) καὶ ἀρκεῖται σὲ εὐχολόγια, ὥστε νὰ μὴ ἔχῃ ἄδικο ὁ μαρξιστὴς Φρίντριχ Ἔνγκελς[23] ὅταν ἰσχυρίζετο ὅτι «ἡ ἐκκλησία ἀντὶ νὰ λύσῃ τὰ προβλήματα τῆς κοινωνίας, τὰ μεταθέτει στὸν οὐρανό». Ἡ ὑγιὴς ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία, στέκεται σὰν ἄλλος καλὸς Σαμαρείτης καὶ ἐπιχέει ἔλαιον καὶ οἶνον στὶς πληγὲς τῆς ἀνθρωπότητος, σωματικὲς καὶ πνευματικές, καὶ ἔτσι γίνεται ὁδοδείκτης πορείας πρὸς τὸν οὐρανό. Δὲν μεταθέτει τὰ προβλήματα στὸν οὐρανό, ἀλλὰ ποιεῖ ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κάνει τὴν γῆ οὐρανό. Καὶ διὰ τοῦτο εἶναι ἐπικίνδυνη· διότι ἀντιτάσσεται τοῖς λῃσταῖς.


Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐπικίνδυνη διότι δὲν ἀνέχεται τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ δὲν συμμαχεῖ, πτωχὴ αὐτή, μὲ τοὺς δυνάστες τῆς γῆς. Ὅλη ἡ ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, εἶναι ἀφ’ ἑνὸς προσκλητήριο γιὰ ἑκούσια πτωχεία, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἕνα μαστίγωμα κατὰ τοῦ πλούτου. «Ἀεὶ κολλᾶσαι τοῖς πλουσίοις» κατηγοροῦσαν τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο. «Κολλῶμαι αὐτοῖς», ἀπαντοῦσε ὁ ἀκτήμων πατήρ, «ὅτι κολλῶνται πτωχοῖς». Ἀλλὰ ποιός ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς ἀσπάζεται τὴν ἑκούσια πτωχεία; Πολλὰ γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος εἰς τὴν ὁμιλίαν του πρὸς τοὺς πλουτοῦντας. Παραθέτω ὀλίγα ψήγματα: «ὁ ἀγαπῶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτόν, οὐδὲν περισσότερον κέκτηται τοῦ πλησίον», «ὄσον γὰρ πλεονάζεις τῷ πλούτῳ, τοσοῦτον ἐλλείπεις τῇ ἀγάπῃ», «οἶδα πολλοὺς νηστεύοντας, προσευχομένους, στενάζοντας, πᾶσαν τὴν ἀδάπανον εὐλάβειαν ἐνδεικνυμένους, ὀβολὸν δὲ ἕνα μὴ προϊεμένους τοῖς θλιβομένοις· τί ὄφελος τούτοις τῆς λοιπῆς ἀρετῆς;», «τί ἀποκριθήσῃ τῷ Κριτῇ; ὁ τοὺς τοίχους ἀμφιεννύς, ἄνθρωπον οὐκ ἐνδύεις; ὁ τοὺς ἵππους κοσμῶν, τὸν γυμνὸν ἀδελφὸν περιορᾷς; ὁ κατασήπων τὸν σίτον, τοὺς πεινῶντας οὐ τρέφεις; ὁ τὸν χρυσὸν κατορύσσων, τοῦ ἀγχομένου καταφρονεῖς;», «πόσους δύναται εἷς σου δακτύλιος χρεῶν ἀπολύσαι; πόσους οἴκους καταπίπτοντας ἀνορθῶσαι; μία σου κιβωτὸς τῶν ἱματίων δύναται δῆμον ὅλον ῥιγῶντα περιβαλεῖν», «ἐὰν δὲ καὶ γυνὴ φιλόπλουτος συνοικεῖ, διπλάσιον ἡ νόσος», «οὐκ ἠλέησας, οὐκ ἐλεηθήσῃ»…


Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ζῶσα ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία ἀκούεται πάντα ὁ προφητικὸς λόγος «οὐκ ἔξεστί σοι». Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται. Ἠκούσθη στὰ ἀνάκτορα τοῦ Ἡρῴδου, ἠκούσθη ἀπὸ τὸν Βαβύλα πρὸς τὸν Φίλιππο τὸν Ἄραβα, ἠκούσθη ἀπὸ τὸν Ἀμβρόσιο στὰ Μεδιόλανα ἐναντίον τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου, ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο (γιὰ ἕνα μικρὸ ἀγρὸ μιᾶς χήρας) κατὰ τῆς αὐτοκρατείρας Εὐδοξίας, ἀπὸ τὸν Ἰγνάτιον πρὸς τὸν Βάρδα, ἀπὸ τὸν Στουδίτη Θεόδωρο πρὸς Λέοντα τὸν Ἀρμένιο, ἀπὸ τὸν Ἀρσένιο πρὸς Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγο. Ὅλα αὐτά, ὅμως, εἶχαν καὶ ἀποτελέσματα, συνέπειες. Ἐξορίες, βασανισμούς, καθαιρέσεις, τυφλώσεις, θάνατο. Ἐμεῖς ἔχουμε μάθει, ἔχουμε συνηθίσει ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» νὰ φωνάζῃ ἀκινδύνως, νὰ μὴ δύναται νὰ ἐλέγξῃ, νὰ μὴ δύναται νὰ βροντοφωνάξῃ «οὐκ ἔξεστί σοι», νὰ μὴ γίνεται ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων, ὁ κυματοθραύστης τῆς παρανομίας· νὰ μὴ γίνεται ὁ ἔλεγχος τῆς νομοθετουμένης ἁμαρτίας καὶ ἡ κατακεραύνωσις τῆς φαυλότητος. Ἄλλωστε, μήπως εἶναι φυσικὸ νὰ σέρνεται σὰν κισσὸς στὸν κορμὸ τῆς πολιτείας, νὰ συμβιβάζεται μὲ τὰ ἑκάστοτε καθεστῶτα; Ἡ νεοελληνικὴ ἱστορία ἔχει ἢ δὲν ἔχει καταγράψει φθηνὲς ὑποχωρήσεις καὶ ἀτυχεῖς συμπαρατάξεις μὲ τὸ ὁποιοδήποτε κατεστημένο;


Ἀρκούμεθα πάντοτε στοὺς συνεχῶς διατυμπανιζομένους «διακριτοὺς ῥόλους». Ἢ μήπως ἀρκούμεθα στὸ βόλεμά μας; Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία δὲν ζῇ στὸ διάστημα. Μεταμορφώνει τὴν κοινωνία ἐν Χριστῷ. Γιατί δὲν ἠρκέσθη στοὺς «διακριτοὺς ῥόλους» ὁ μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν ἅγιος Ἰωάννης ὁ Προφήτης καὶ Πρόδρομος; Ἀποστολή του ἦταν νὰ προοδοποιήσῃ καὶ βαπτίσῃ τὸν Κύριο. Γιατί ἤλεγξε τὸν Ἡρῴδη; Γιατί δὲν ἠρκέσθη στοὺς «διακριτοὺς ῥόλους» ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀλλὰ ἔχασε τὸν θρόνο του καὶ τελικῶς τὴν ἐπὶ γῆς ζωή του, ἕνεκα τοῦ ὅτι ἐκραύγαζε στὴν αὐτοκράτειρα: «οὐκ ἔξεστί σοι»;


Ἡ πραγματικὴ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία εἶναι ἀνοιχτὴ στὴν σκέψι, στὴν ἀμφιβολία, ἀκόμη καὶ στὴν ἄρνησι. Ποτὲ δὲν μπορεῖ ὡς ἐκ τῆς φύσεώς Της νὰ εἶναι σκοταδιστική, ἐφ’ ὅσον κεφαλή Της εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου[24]». Ξέρει νὰ διαλέγεται, νὰ πείθῃ, νὰ σώζῃ. Ξέρει νὰ διώκεται. Γνωρίζει ὅτι καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ τραγικὴ πρόκλησις τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νὰ μεταμορφώνεται σὲ γιορτὴ καὶ χαρά. Ξέρει νὰ ἐξάγῃ «ἄξιον ἐξ ἀναξίου[25]». Δὲν δέχεται τὴν ἀποτελμάτωσι, τὴν ἀπραξία, τὴν ἀδράνεια. Δὲν δέχεται τὸν χριστιανὸ τῆς ἡμίωρης Κυριακάτικης παρουσίας στὸν Ναό, ποὺ μόνον Φαρισαίους δημιουργεῖ, οὔτε τὴν τυπικὴ ἄκαρδη ἐλεημοσύνη ποὺ θὰ πετάξῃ εἴτε στὸ κουτὶ τοῦ φιλοπτώχου ταμείου εἴτε ἐνοχλημένος στὸν περιαγόμενο δίσκο ποὺ θὰ περάσῃ μπροστά του. Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία δημιουργεῖ χριστιανοὺς ζέοντας τῷ πνεύματι, θυσιαζομένους, ἐν τῷ κόσμῳ ἀλλ’ οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου· χριστιανοὺς «μὴ τὸ ἑαυτῶν ζητοῦντας ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου[26]»· χριστιανοὺς «μηδὲν ἔχοντας καὶ τὰ πάντα κατέχοντας[27]»· χριστιανοὺς «μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόντας, προνοουμένους δὲ καλὰ ἐνώπιον πάντων ἀνθρώπων[28]».


Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία δὲν ἀνέχεται νὰ χρησιμοποιῆται. Ἕνα ἐλάφι δῶρο στὸν Καίσαρα εἶχε πάνω του μιὰ ἐπιγραφή: «Noli me tangere, Caesaris sum». «Νὰ μὴ μὲ ἀγγίξῃ κανείς· ἀνήκω στὸν Καίσαρα». Νὰ μὴ μὲ ἀγγίξῃ κανείς! Ἀνήκω στὸν Χριστό! Στὰ χρόνια τῶν Τσάρων γιὰ νὰ διορισθῇ κανεὶς δημόσιος ὑπάλληλος ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐφοδιασμένος μὲ πιστοποιητικὸ τοῦ παπᾶ τῆς ἐνορίας του ὅτι κοινωνεῖ καὶ ἐξομολογεῖται. Οἱ ὑπουργοὶ τοῦ Franco στὴν Ἱσπανία ὁρκίζονταν γονατιστοὶ μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο. Ἂς μὴ ἀναφερθοῦμε στὰ καθ’ ἡμᾶς, ὅπου κάποιοι μᾶς ἐχρησιμοποίησαν κατὰ τὸν πλέον ἐπαίσχυντο τρόπο. Αὐτὴ ἡ Ἁγία Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀγκαλιάζει ὅλα τὰ παιδιά Της, ἀνεξαρτήτως ποῦ ἀνήκουν πολιτικῶς. Εἶναι ὁ πελεκᾶν ποὺ τρέφει μὲ τὸ αἷμά του τὰ παιδιά του. Δὲν ὑπάρχουν πρόβατα ψωραλέα καὶ τράγοι ἀποδιοπομπαῖοι.


Καὶ θέλει τὰ παιδιά Της ἐλεύθερα ἀπὸ πάθη, ἐλεύθερα ἀπὸ βαρίδια, ἐλεύθερα ἀπὸ τὸν συσχηματισμὸ τοῦ αἰῶνος τούτου[29]. Διότι εἶναι ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ ὁ χῶρος τῆς πνευματικῆς καὶ σωματικῆς ἐλευθερίας. «Ὑμεῖς ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί[30]», καὶ «ἠγοράσθητε τιμῆς[31]». Ἀφήνει ἐλεύθερα τὰ παιδιά Της ἀκόμη καὶ νὰ Τῆς στρέφουν τὸν νῶτο, διότι τὰ ἀγαπάει. Εἶναι Μήτηρ Ἐκκλησία. Δὲν προστρέχει ποτὲ ἐκλιπαροῦσα στὴν συνδρομὴ τοῦ (ἀθέου) κράτους· δὲν ἀνέχεται τὰ προνόμια ποὺ στὴν οὐσία Τὴν δεσμεύουν. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς εἰρήνης, ὄχι ἐπειδὴ πιστεύει ἁπλῶς στὴν εἰρήνη, ἀλλὰ διότι κεφαλή Της εἶναι ἡ ὄντως εἰρήνη, ὁ Χριστός. Καὶ μέσα σ’ Αὐτὴν ἐπαληθεύονται οἱ λόγοι τοῦ Ἡσαΐου: «συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνῶν, καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ· καὶ μοσχάριον καὶ λέων καὶ ταῦρος ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ ἅμα τὰ παιδία αὐτῶν ἔσονται· καὶ λέων ὡς βοῦς φάγεται ἄχυρα. Καὶ παιδίον νήπιον ἐπὶ τρώγλην ἀσπίδων καὶ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ κοίτης ἐκγόνων ἀσπίδων τὴν χεῖρα ἐπιβαλεῖ καὶ οὐ μὴ κακοποιήσουσι[32]», καὶ ἀλλαχοῦ: «καὶ συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν εἰς δρέπανα, καὶ οὐ λήψεται ἔθνος ἐπ’ ἔθνος μάχαιραν, καὶ οὐ μὴ μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν[33]».


Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὀργάνωσις πολὺ ἐπικίνδυνη καθὼς καὶ ὁ ἀρχηγός Της, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, γι’ αὐτὸ καταζητεῖται καὶ ἔχει ἐκδοθῇ ἔνταλμα συλλήψεως ἀρχηγοῦ καὶ μελῶν.


Ἀλήθεια! Μέσα στὴν ἐθνικὴ μειονεξία ποὺ ζοῦμε, μέσα στὴν ὡραία ἀκαταστασία μας καὶ στὴν ἔλλειψι πνευματικῆς ταυτότητος, μέσα στὸν δυτικὸ τρυφηλὸ τρόπο ζωῆς ποὺ ἔχουμε ἐμπλακεῖ, δέν γνωρίζω τί θὰ μᾶς ἄρεσε περισσότερο. Ὁ ἀκίνδυνος Χριστὸς ποὺ μᾶς νανουρίζει, ὁ ἀκίνδυνος Χριστὸς τῆς πλαστικῆς ψεύτικης φάτνης τοῦ σαλονιοῦ, τῆς πλατεῖας καὶ τῆς βιτρίνας, ἡ ἀκίνδυνη Ἐκκλησία ποὺ δὲν μᾶς δημιουργεῖ συνειδησιακὰ προβλήματα καὶ ἀπαιτεῖ ἕνα minimum προσφορᾶς ἢ ὑποκρισίας, ἢ ὁ ἐπικίνδυνος Χριστὸς τῆς ἀγωνίας τῆς Γεθσημανῆ καὶ ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία τῆς θυσίας καὶ τῆς ὑπερβάσεως;


Φοβοῦμαι ὅτι ἡ πρώτη κατάστασις μᾶς ταιριάζει περισσότερον. Κάποτε σὲ μιὰ πόλι τῆς Ἰταλίας ἔφεραν ἀπὸ μακρυὰ τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Πατρικίου. Ἄρχισαν νὰ γίνωνται θαύματα. Τυφλοὶ ἀνέβλεψαν καὶ χωλοὶ περπατοῦσαν. Δύο σακάτηδες ζητιάνοι, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μόνον ἀπὸ τὴν ζητιανιά τους, τὸ ἔμαθαν καὶ λέει ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: ‒Πᾶμε νὰ φύγωμε ἀπ’ ἐδῶ, διότι ὑπάρχει φόβος ὁ ἅγιος νὰ μᾶς θεραπεύσῃ καὶ τότε… χαθήκαμε!


Ἴσως καὶ ἐμεῖς νὰ μὴ θέλουμε τὴν θεραπεία μας, διότι αὐτὸ δὲν συμφέρει. Τὸ ἴδιο συνέβη εἰς τὸν Ἰησοῦν ὅταν εἶδαν ὅτι αὐτὰ ποὺ ἐδίδασκε δὲν συνέφεραν. Ἄρχισαν νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν σιγά-σιγά, ἕνας-ἕνας. Ἐστράφη πρὸς τοὺς μαθητάς Του: «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;», καὶ οἱ μαθηταὶ ἀπήντησαν: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις[34]»!


Καὶ ἡμεῖς ποῦ πορευσόμεθα; Στὶς ἀποκαλυπτικὲς καὶ τραγικὲς ἡμέρες μας, πιστεύω ἀκραδάντως πῶς μία λύσις ὑπάρχει:


Ὁ Ἐπικίνδυνος Χριστός!


[1] Ἰω. ΙΓ΄, 34. [2] Λουκ. Β΄, 34. [3] Λουκ. Κ΄, 18. [4] Λουκ. ΙΒ΄, 51. [5] Ματθ. Ι΄, 34. [6] Λουκ. ΙΒ΄, 49. [7] Ματθ. Κ΄, 16. [8] Ματθ. ΚΑ΄, 31. [9] Λουκ. ΙΗ΄, 9. [10] Ματθ. ΣΤ΄, 25 καὶ ἑξῆς, Λουκ. Η΄, 14, Λουκ. Ι΄, 41 καὶ ἀλλαχοῦ. [11] Α΄ πρὸς Τιμ. Ε΄, 18. [12] Μάρκ. Ι΄, 23, 25. [13] Καθ. ἐπιστ. Ἰακ. Ε΄, 1-6. [14] Β΄ Κορ. Η΄, 13-14. [15] Πρὸς Κολασσαεῖς Δ΄, 1. [16] Α΄ Κορ. Α΄, 27-28. [17] Ματθ. ΙΘ΄, 21. [18] Στίχοι Συναξαρίου κε΄ Δεκεμβρίου. [19] Ζ΄ ᾠδὴ ἰαμβικοῦ κανόνος Χριστουγέννων. [20] Αἴνοι Χριστουγέννων. [21] Ἰω. Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τὸ Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. [22] Ὑπακοὴ Χριστουγέννων. [23] 1820-1895. [24] Ἰω. Η΄, 12. [25] Ἱερεμίας ΙΕ΄, 19. [26] Α΄ Κορ. Ι΄, 24. [27] Β΄ Κορ. ΣΤ΄, 10. [28] Ῥωμ. ΙΒ΄,17. [29] Ῥωμ. ΙΒ΄, 2. [30] Γαλ. Ε΄, 13. [31] Α΄ Κορ. Ζ΄, 23. [32] Ἡσαΐας ΙΑ΄, 1 καὶ ἑξῆς. [33] Ἡσαΐας Β΄, 4. [34] Ἰω. ΣΤ΄, 67-68.

Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Καρπενησίου


ope.gr

Γέροντας Μωυσής Αγιορείτης (†) Μοναχός Γαβριήλ Βιγλιώτης (1860-1944) 9 Ιανουαρίου 2019


Ήταν από την Εύβοια. Ήλθε στο Άγιον Όρος να μονάσει περί το 1880. Ό Γέροντας Ανδρέας (+ 2004) γράφει περί αυτού: «Ήταν ευλαβής, σοβαρός, νηφάλιος, λιγόλογος, με το κομβοσχοίνι στο χέρι και την προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» στην καρδιά και στα χείλη. Ο λόγος του πολύ μετρημένος κι όλο πνευματική συμβουλή και προτροπή, για το καλό και την αρετή. Ήμουν μικρό παιδί, δόκιμος μοναχός· μόλις είχα βάλει τα ράσα κι όταν τον πρωτοείδα, μου προκάλεσε το δέος. Η όψι του ήταν σκαιά και απότομη και παρ’ όλο που ήταν αγαθός και όλο καλωσύνη, νόμιζες ότι αντιμετώπιζες ένα τραχύ και σκληρό άνδρα, αλλά όταν μιλούσε, ήταν γλυκύς και μειλίχιος και γινόταν αμέσως αγαπητός. Δεν θύμωνε εύκολα, αλλά με το μαλακό και με χαμόγελο στα χείλη, μπορούσε να σε πιάσει στα σιδερένια χέρια του και να σε λιώσει. Γι’ αυτό σ΄ όλη την περιοχή εκείνη οι ερημίτες τον εύλαβούντο, τον αγαπούσαν και τον φοβόντουσαν, γιατί στον λόγο του δεν δεχόταν αντίρρησι».

Ο Γέροντας Γαβριήλ είχε υποτακτικό τον ευλαβέστατο, ενάρετο και ασκητικό ιερομόναχο Βαρλαάμ τον Πνευματικό. Ζούσαν αγαπημένα στο Κελλί των Αγίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ επί πενήντα χρόνια και πλέον. Ο παπα-Βαρλαάμ λειτουργούσε σχεδόν καθημερινά, μνημονεύοντας πολλά ονόματα. Ήταν γνωστοί σε όλο το Άγιον Όρος για την αρετή τους και τα εργόχειρα τους. Έφτιαχναν κόσκινα, φανάρια και φανούς. Γι’ αυτό τον Γέροντα Γαβριήλ τον έλεγαν Κοσκινά. Στον παπα-Βαρλαάμ εισήλθε έντονος λογισμός να πάει προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα. Ο Γέροντας του τον απέτρεπε λέγοντας: «Ιεροσόλυμα κι Άγιοι Τόποι, για σένα και για μένα, είναι η εκκλησία μας με το ιερό της, και η Αγία Τράπεζα είναι ο Πανάγιος Τάφος. Τί θέλεις εσύ τώρα γέρος άνθρωπος 75 χρόνων να πας να ταλαιπωρηθείς, εφ’ όσον για σένα και για μένα, που είμαι 80 χρόνων, το Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος, είναι ο τόπος της προσευχής και περισυλλογής μας, και αφού μέχρι τώρα δεν βγήκες καμιά φορά στον κόσμο, τι θέλεις να πας τώρα στα γεράματα;» Στην επιμονή του ο Γέροντας του έδωσε ευλογία να πάει, αλλά επιστρέφοντας και εως την κοίμηση του … κάτι που είδε έκει τον πείραζε στην προσευχή του και τον ενοχλούσε, παρότι το εξομολογήθηκε.

Πήγες – Βιβλιογραφία
Ανδρέου Αγιορείτου μοναχού, Γεροντικό του Αγίου Όρους, τ. Α’, Αθήναι 1979, σσ. 192-198.

 

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμ. Α΄ 1901-1955, εκδ. Μυγδονία, Άγιον Ορος 2011.

 

 Ορθοδοξία / Αγιορείτικος μοναχισμός

Ιεροδιάκονος Προκόπιος Καρυώτης (1843-1932)

17 Φεβρουαρίου 2019

Ο κατά κόσμον Παραδείσης Γαγάς του Γεωργίου και της Μαρίας γεννήθηκε στον Πολύγυρο Χαλκιδικής το 1843. Τελείωσε την Αστική Σχολή της ιδιαίτερης πατρίδος του. Το 1863 προσήλθε στο Κουτλουμουσιανό Κελλί του Αγίου Νικολάου Χαλκιά πάνω από τις Καρυές. Μετά τριετή δοκιμή εκάρη μοναχός από τον Γέροντα του Νικηφόρο, από τον όποιο έμαθε και τη βυζαντινή μουσική.

Ιεροδιάκονος Προκόπιος Καρυώτης, στο εργαστήρι του Κελλιού του.

Τη μόρφωση του τελειοποίησε με τη συνεχή μελέτη των αγιοπατερικών και νηπτικών έργων. Την αγιογραφία διδάχθηκε από τον παραδελφό του μοναχό Άνθιμο, πρώην Εσφιγμενίτη. Μαζί με τους υποτακτικούς του μοναχούς Άνθιμο και Νεόφυτο είχαν ένα καλό αγιογραφικό εργαστήριο. Φιλοτέχνησαν περίπου 4.000 εικόνες, τις οποίες κυρίως έστελναν στη Ρωσία. Ήταν καλής αναγεννησιακής τέχνης τα έργα τους. Επίσης ήταν αρκετά γνωστός ως καλός φωτογράφος για την εποχή του.

Ο ιερομόναχος Χριστόφορος Δοχειαρίτης γράφει περί αυτού: «Ο πατήρ Προκόπιος δεν είναι μόνον καλλιτέχνης άριστος, αλλά και μοναχός εκ των μάλα ενάρετων, άτε ουδέποτε ραδιουργών τινα, ουδέ διαβάλλων, ουδέ συκοφαντών, ουδέ αδικών, ουδέ άλλως πως βλάπτων, αλλά τοις πάσι τα πάντα συγχωρών και υπέρ πάντων ευχόμενος, και τους πάντας ειλικρινώς αγαπών και βοηθών και συναναστρεφόμενος, και ένα και μόνον διακαή πόθον έχων, την επίτευξιν των μελλόντων αγαθών υπό πάντων των Ορθοδόξων χριστιανών και την εις τον Ορθόδοξον Χριστιανισμόν επιστροφήν απάσης της ανθρωπότητος, ως και την υπό των ελληνικών στρατευμάτων απελευθέρωσιν της βασιλίδος των πόλεων. Δια πάσας δε τας αρετάς αυτού ταύτας εκτιμάται παρά πάντων των Αγιορειτών και ιδία δια το φιλήσυχον αυτού, το πράον, το ειρηνικόν, την εγκράτειαν της τε γλώσσης και της γαστρός, δια την αγαθότητα και την ειλικρίνειαν. Και τίς δεν εκτιμά πλείον και δεν προτίμα μυριάκις τους τοιούτους μοναχούς, οίτινες τον Κελλιωτικόν ή Σκητιωτικόν βίον προελόμενοι, προάγουσιν ου μόνον την καλλιτεχνίαν, αλλά και την αρετήν;».

Ο Γέροντας Προκόπιος Καρυώτης υπήρξε μοναχός μελετηρός, σοβαρός, ενάρετος, εργατικός, καλός ιεροψάλτης, αγιογράφος και φωτογράφος, φιλόπατρις, φιλόθεος, φιλάδελφος, φιλότεκνος, φιλοπάτορας και φιλάνθρωπος. Ενίσχυσε τα σχολεία του Πολυγύρου και ανέθρεψε τον ορφανό ανιψιό του.

Πήγες – Βιβλιογραφία
Χριστόφορου Κτενά αρχιμ., Τα γράμματα εν Αγίω Όρει και η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, Αθήναι 1928, σσ. 82-84. Αθανασίου Παπά Ηλιουπόλεως μητροπ., Ένα έργο του διακο-Προκόπιου και η ρωσική τεχνοπολιτική στο Άγιον Όρος, Αθήναι 1991. Αγιορείτικης Φωτοθήκης, Πορτραίτα, Άγιον Όρος 2006 (απ’ όπου η φωτογραφία). Άννας Φαρδογιάννη, Ο εν Αγίω Όρει φωτογράφος και αγιογράφος Προκόπιος εκ Πολυγύρου, Πολύγυρος 55/2010, σσ. 20-25.

 

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμ. Α΄ 1901-1955, εκδ. Μυγδονία, Άγιον Ορος 2011.