Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Ρουμάνοι Αγιορείτες, σοφοί διδάσκαλοι και πνευματικοί οδηγοί, του 19ου αιώνα Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 'Αγιον Όρος, Μοναχισμός

Γέροντες

Ρουμάνοι Αγιορείτες, σοφοί διδάσκαλοι και πνευματικοί οδηγοί, του 19ου αιώνα
Ρουμάνοι Αγιορείτες, σοφοί διδάσκαλοι και πνευματικοί οδηγοί, του 19ου αιώνα
Η Ρουμανική Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου κτίσθηκε το 1853 στην περιοχή της Βίγλας, που απέχει από την κυρίαρχη Μονή της Μεγίστης Λαύρας μια ώρα.
Στη βιβλιοθήκη της Σκήτης υπάρχει ένα εικοσάτομο έργο του μοναχού Ειρηνάρχου. Κάθε τόμος, καλαίσθητος και χειρόγραφος με άφθονες καλλιτεχνικές μινιατούρες, σχέδια και σκηνές από το Άγιον Όρος, περιγράφει όλα τα στοιχεία για κάθε Μονή του Όρους. Το έργο αυτό είναι πολυτιμότατο, διότι μπορούμε να μάθουμε την ιστορία και την τότε κατάσταση, δηλαδή τέλη του 19ου αιώνα, εκάστης Μονής.
Από τα γραφόμενα στο έργο αυτό για τη Ρουμανική Σκήτη μεταφέρουμε στα ελληνικά τα εξής συναξάρια.

Μοναχός Λεόντιος Προδρομίτης

Ο όσιος Γέροντας Λεόντιος Θεοδωρέσκου, ιερέας και μεγαλόσχημος, καταγόταν από την Κοινότητα Νεγκρέτ του Νομού Νεάμτς. Ο πατέρας του ονομαζόταν Θεόδωρος, ενώ η μητέρα του έγινε μοναχή με το όνομα Γλυκερία. Το έτος 1838 πήγε να μονάσει στο Μοναστήρι Χωραΐτσα της Μολδαβίας-Ρουμανίας. Τότε Ηγούμενος ήταν ο ονομαστός π. Ειρήναρχος Ροσέτς. Εκάρη μοναχός με το όνομα Ειρήναρχος και χειροτονήθηκε ιερέας.
Το 1852 αναχώρησε για το Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στην τότε ιδρυθείσα Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα Λεόντιος. Ηγούμενος τότε ήταν ο κτίτορας της Σκήτης ιερομόναχος Νηφων. Προείδε τον θάνατό του, ότι θα φύγει πριν από το Πάσχα του έτους 1901, και έλαβε την πληροφορία ότι θα εισέλθει στην αιώνια ζωή. Εκοιμήθη σε ηλικία 85 ετών, από τα οποία τα 49 έζησε στο Άγιον Όρος. Επί 9 χρόνια υπηρέτησε ως εφημέριος στον Ναό της Θεοτόκου στη Γεσθημανή της Παλαιστίνης (1882-1891).
Ως προς τον χαρακτήρα του ήταν πολύ πράος, ευπρόσιτος, ευλαβής και απλός. Ουδέποτε θύμωνε ό,τι και να του έκανε κάποιος. Δεν σκανδαλιζόταν για ό,τι άσχημο έβλεπε ή άκουγε. Έκοβε το θέλημά του προς όλους βοηθώντας όλους στα διακονήματά τους. Είχε βαθιά ειρήνη και απέφευγε τους πειρασμούς. Ήταν ο πιο ενάρετος και αγιασμένος μοναχός και πάντοτε εύθυμος.
Μια φορά τον ρώτησα: «Τίμιε πάτερ, πώς συμβαίνει να μη σκανδαλίζεσαι ποτέ για ό,τι κακό βλέπεις και ακούς;» Δυστυχώς δεν μου απάντησε, και αυτό πολύ με λύπησε.
Ήταν αγαπητός, όχι μόνο στους μοναχούς, αλλά και στους επισκόπους, προς τους οποίους έτρεφε πολύ σεβασμό και ευλάβεια.
Ενώ ήταν 78 ετών (δηλαδή το 1894), το πρόσωπό του ήταν ροδοκόκκινο σαν το τριαντάφυλλο και λευκό σαν το λινό ύφασμα. Είχε δυνατή και μελωδική φωνή και έψαλλε ωραία στην εκκλησία. Τη νύκτα πρώτος κατέβαινε στην ακολουθία του Όρθρου και έφευγε τελευταίος. Ο ίδιος κάθε νύκτα θα περνούσε να κτυπήσει τις πόρτες των κελλιών των πατέρων για να κατεβούν στην ακολουθία.
Κάθε βράδυ φορώντας το επιτραχήλιό του και μ’ ένα αναμμένο κερί πήγαινε στο κοιμητήρι της Σκήτης και διάβαζε επιμνημόσυνη δέηση για τους κοιμηθέντες αδελφούς. Μου διηγήθηκαν άλλοι πατέρες, ότι ο παπα-Λεόντιος διάβαζε μεγαλοσχήμους πολλούς ηλικιωμένους πατέρες, οι οποίοι μετά την κουρά τους αναχωρούσαν για τις αιώνιες μονές.
Αγάπησε τη σιωπή, αλλά με διάκριση, διότι μία σοφή παροιμία λέει: “Άλλοι μιλούν όλη την ημέρα και δεν σφάλλουν, ενώ άλλοι δεν μιλούν και αμαρτάνουν» Απ’ αυτά τα λόγια καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουν αξία τα λόγια ή η σιωπή καθ’ εαυτά, αλλά η καρδιά και ο νους του ανθρώπου κατά πόσο εργάζονται τις εντολές του Θεού ή κυριεύονται από τα πάθη.

Μοναχός Ησαΐας Προδρομίτης

Ο μεγαλόσχημος μοναχός Ησαΐας Ντραγκιτσέσκου γεννήθηκε στην κοινότητα Ανινοάσα του νομού Μουσκέλ Ρουμανίας τη Μεγάλη Πέμπτη του έτους 1807. Στο βάπτισμά του πήρε το όνομα Ιωάννης. Κατ’ αρχήν μόνασε στη Μονή Χωραΐτσα και το έτος 1845 ήλθε στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στο Κελλί Ευαγγελισμός της Θεοτόκου της Αγίας Άννης. Το 1857 ήλθε στη Ρουμανική Σκήτη, όπου και έμεινε μέχρι τον θάνατό του, που συνέβη στις 23 Σεπτεμβρίου 1902. Εκοιμήθη σε ηλικία 95 ετών, από τα οποία τα 57 έζησε στο Άγιον Όρος.
Ο π. Ησαΐας ήταν ένας σοφός διδάσκαλος και πνευματικός οδηγός, παρότι δεν σπούδασε στα σχολεία του κόσμου, αλλά στο πανεπιστήμιο της ερήμου. Με τις ψυχωφελείς διηγήσεις του και τον ευπροσήγορο τρόπο του στήριζε πνευματικά πολλούς ανθρώπους, συμβούλευε κυρίως τους νέους μοναχούς και είχε το χάρισμα να μαλακώνει και την πιο σκληρή καρδιά.
Όσα χρόνια έζησε στη Σκήτη, με το χάρισμα του λόγου του, πολλούς Χριστιανούς επέστρεψε από την αμαρτία, ενώ άλλους βοήθησε ν’ αφιερωθούν στη μοναχική ζωή.
Πέρασε με μεγάλη πτωχεία τη ζωή του, κοπιάζοντας να εφαρμόσει πλήρως την αρετή της ακτημοσύνης. Μεχρι τα γεράματά του διατηρούσε το αγωνιστικό του φρόνημα και απέφευγε τη σπατάλη για οτιδήποτε πράγμα.
Μαζί του μόνασε και ο κατά σάρκα αδελφός του Μαρίνος, ο οποίος στην κουρά του έλαβε το όνομα Μάρκος μοναχός και εκοιμήθη 15 ημέρες μετά από τον αδελφό του.
Όταν ζούσε, μας είχε διηγηθεί από παλαιοτέρους του μοναχούς με ποιο τρόπο βρέθηκε το νερό του κήπου της Σκήτης. Σ’ εκείνο το μέρος υπήρχε, πριν ιδρυθεί η Σκήτη, το Κελλί προς τιμήν της Αποτομής της Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, στο οποίο μόναζαν κυρίως Ρουμάνοι μοναχοί.
Το 1720 ένας μοναχός, μετά από πολλές προσευχές για την ανεύρεση νερού, αξιώθηκε να δεχθεί την επίσκεψη των Τριών Ιεραρχών, οι οποίοι του είπαν: «Σκάψε κοντά στις ελιές του κήπου και θα βρεθεί το νερό». Πράγματι το νερό βρέθηκε στα τέσσερα μέτρα και υπάρχει μέχρι σήμερα. Για ανάμνηση και ευχαριστία προς τους Τρεις Ιεράρχες, οι αγιογράφοι Πατέρες τότε ζωγράφισαν μία εικόνα με τους Αγίους να υποδεικνύουν στον μοναχό το σημείο της ανευρέσεως του νερού. Αυτή η εικόνα σήμερα υπάρχει στο παρεκκλήσιο της Αποτομής του Τιμίου Προδρόμου. Στη ίδια εικόνα έχουν ζωγραφισθεί και άλλα θαύματα που έγιναν κατά καιρούς στη Ρουμανική Σκήτη παλαιότερα.

Ο ερημίτης Μοναχός Σάββας Μπάνκο

Ο π. Σάββας γεννήθηκε στην πόλη Αλεξάνδρεια της Ρουμανίας στις 29 Αυγούστου 1837. Στο βάπτισμά του πήρε το όνομα Στέφανος. Οι γονείς του Χρήστος και Νόννα ήσαν Βούλγαροι και κατοικούσαν στο Τύρνοβο της Βουλγαρίας. Λόγω του επισυμβάντος πολέμου μεταξύ Τουρκίας και του τότε σκλαβωμένου ελληνικού Έθνους, αυτοί για περισσότερη ασφάλεια αναχώρησαν για τη Ρουμανία.
Στη Ρουμανική Σκήτη ήλθε το 1859 σε ηλικία 22 ετών. Μεγαλόσχημος έγινε το 1863 και το 1867 εξήλθε στο ησυχαστικό στάδιο αγωνιζόμενος μέχρι τον θάνατό του που συνέβη στις 20 Σεπτεβρίου 1902. Διακρίθηκε για τη φιλοξενία και την ταπείνωσή του. Το Κελλί στο οποίο αγωνίσθηκε με άκρα αυταπάρνηση και υπομονή είναι πλησίον του αγιάσματος του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη και ονομάζεται μέχρι σήμερα «Τουρλωτή». Όταν τον επισκέπτονταν αδελφοί στο Κελλί του, προσφερόταν ολοκληρωτικά σ’ αυτούς αφήνοντας όλα τα δικά του καθήκοντα. Μετά την αναχώρησή τους νήστευε επί διήμερο επιτελώντας ταυτόχρονα και τα καθήκοντα της προσευχής που παρέλειψε λόγω της φιλοξενίας των προσκυνητών.
Κάποτε, θέλοντας να τον πειράξω, τον πλησίασα εκεί που καθόταν, κάτω από την κληματαριά και του είπα:
– Πάτερ Σάββα, στην εκκλησία κάπου-κάπου μου έρχεται λίγη κατάνυξη, αλλά όταν κάνω στο κελλί μου τον κανόνα της προσευχής μου, ο νους μου σκορπίζεται εδώ και εκεί.
– Πίστεψε με, πάτερ Ειρήναρχε, μου είπε, πολλές φορές και χωρίς τη θέλησή μου μού έρχεται πένθος και δάκρυα. Έτσι καθαρίζει ο νους και η καρδιά από τα πονηρά νοήματα και αισθήματα και μπορώ να προσεύχομαι πλέον απερίσπαστα, χωρίς νοερό διασκορπισμό.
Τότε εγώ κατάλαβα ότι αυτός έχει υψηλή πολιτεία και πολλά χαρίσματα. Γι’ αυτό ήταν γνωστός και ξακουστός όχι μόνο στο Άγιον Όρος και στην Ελλάδα, αλλά και έξω απ’ αυτή, λόγω της αγάπης και της φιλοξενίας που πρόσφερε στους διάφορους προσκυνητές.
Ποτέ δεν τον έβλεπες σκυθρωπό, αλλά πάντοτε χαρούμενο και με βλέμμα ταπεινό. Η ομιλία του ήταν γλυκιά και ελκυστική σαν τον μαγνήτη. Φορούσε απλά ενδύματα και πάντοτε περπατούσε έχοντας το κομβοσχοίνι στο χέρι του.
Ευλαβείτο πολύ την Υπεραγία Θεοτόκο και συχνά διάβαζε τους Χαιρετισμούς της, καθώς και την προσευχή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, ο ενδοξαζόμενος ποιητής πάσης της κτίσεως ορατής τε και νοεράς…».
Αιωνία του η μνήμη.

Από το βιβλίο: Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου, “Σύγχρονοι Γεροντάδες του Άθωνος”. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου 2005

Το μέγα όνομα της Αγίας Τριάδος Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης


Το μέγα όνομα της Αγίας Τριάδος
«Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας Αυτόν
εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιω. 4:24).
Ο Θεός είναι πνευματικό ον, από το Οποίο τα πάντα πήραν την ύπαρξή τους· χωρίς το Οποίο τίποτε δεν είναι δυνατόν να νοηθεί· από το Οποίο τα πάντα έχουν την καταγωγή, τη συνέχεια, τη ζωή και τη συντήρησή τους· το Οποίο είναι απείρως μεγαλύτερο από κάθε τόπο και χρόνο· το Οποίο δεν είχε ποτέ ούτε αρχή ούτε τέλος· ενώπιον του Οποίου τα πάντα είναι σαν να μην υπάρχουν· το Οποίο βρίσκεται παντού και δεν περιορίζεται από κανέναν τόπο, ούτε άτομο, ούτε όρος, ούτε ουράνιο σώμα, ούτε τη θάλασσα, ούτε τον αέρα· το Οποίο προαιώνια γεμίζει κάθε τόπο, και με τη δύναμή Του συντηρεί τα πάντα· είναι πανταχού παρόν, σε κάθε σημείο τόπου, το οποίο μπορούμε να φαντασθούμε, και περιλαμβάνει απεριόριστα κάθε τόπο.
Με μία λέξη ο Θεός είναι ο Ων· υπάρχει δηλαδή, τρόπον τινά, μόνος· είναι ο Μόνος ο Οποίος υπάρχει πραγματικά.
Όταν προφέρεις κατά μόνας, μέσα στην καρδιά σου, το όνομα του Θεού, του Κυρίου, της Παναγίας Τριάδος, του Θεού Κυρίου Σαββαώθ ή του Ιησού Χριστού, έχεις στο όνομα αυτό όλο τον Κύριο με το άπειρό Του έλεος, την απεριόριστη σοφία, το απρόσιτό Του φως, την παντοδυναμία και το αναλλοίωτό Του.
Προσέγγισε τις σκέψεις σου και την καρδιά σου σε αυτό το θείο όνομα, το Οποίο δημιούργησε, συντηρεί και κυβερνά τα πάντα, με φόβο Θεού και με πίστη και αγάπη. Ιδού γιατί η εντολή του Θεού απαγορεύει αυστηρά να μεταχειριζόμαστε επί ματαίω το όνομα του Θεού, διότι το όνομά Του είναι ο Ίδιος, ένας Θεός σε τρία Πρόσωπα, ένα Ον, το Οποίο αντιπροσωπεύεται και περιλαμβάνεται σε μία μόνο λέξη, μολονότι δεν περιορίζεται ούτε από το όνομα αυτό, ούτε από κάτι άλλο, από όσα υπάρχουν.
Όταν επικαλείσαι με ζώσα και θερμή πίστη τα μεγάλα ονόματα της Παναγίας Τριάδος, δηλαδή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και τα έχεις αυτά με σεβασμό στην ψυχή σου, τότε έχεις μέσα σου τον Ίδιο τον Θεό σε τρία Πρόσωπα. Εκ του Θεού «και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα» (Ρωμ. 11:36).
Όταν λοιπόν είσαι ενωμένος με τον Θεό της Τριάδος με πίστη ζώσα και αρετή, ιδιαίτερα με καλοσύνη, ταπείνωση και αγάπη, ζήτησε από Αυτόν οτιδήποτε επιθυμείς, οτιδήποτε σε διδάσκει να ζητήσεις το Άγιο Πνεύμα, και θα σου δοθεί είτε αμέσως είτε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με την κρίση της άπειρης σοφίας του Θεού. «Αίτησαι παρ’ εμού και δώσω σοι» (Ψαλ. 2:8).
Ό,τι ζητάς είναι αναμφίβολα μικρότερο, απείρως μικρότερο από τον Ίδιο τον Δοτήρα, ο Οποίος αντλεί την ύπαρξή Του από τον Εαυτό Του. Και αφού ο Ίδιος ο Δοτήρας είναι άπειρο Ον και μπορούμε με μία λέξη να Τον επικαλεσθούμε, πίστευε ότι μία σου λέξη μόνο, μία σου αίτηση η οποία αφορά την εκπλήρωση της παράκλησής σου, μπορεί αμέσως να πραγματοποιηθεί. «Αυτός είπε και εγεννήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλ. 32:9). Θυμήσου τα θαυμάσια τα οποία έκανε ο Μωυσής, πώς αυτός ο άνθρωπος του Θεού ήταν θεός για τον Φαραώ και πώς αυτοστιγμεί με μόνο τον λόγο του, ή με μία κίνηση του χεριού του ή της ράβδου του γίνονταν όλα.
Ω μεγάλε Θεέ, υπερδεδοξασμένε Θεέ, Θεέ των θαυμασίων, Θεέ του ανεκφράστου ελέους, της συγκαταβάσεως και της αγάπης προς τον άνθρωπο, δόξα Σοι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων! Αμήν.

Από το βιβλίο: Αγίου Ιωάννου πρωθιέρεως της Κρονστάνδης, Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗ. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 15.
Γλωσσική προσαρμογή για την Κ.Ο.

Η απωθημένη ενοχή και το φαινόμενο της προβολής π. Συμεών Κραγιόπουλος (†)


Η απωθημένη ενοχή και το φαινόμενο της προβολής
Τι είναι προβολή; Προβάλλει κανείς στους άλλους αυτά τα οποία έχει ο εαυτός του, αυτά τα οποία έχει μέσα του.
Πιο αναλυτικά να τα πούμε, για να καταλάβουμε. Ο αμαρτωλός άνθρωπος που διέπραξε μια αμαρτία και έχει απωθήσει την ενοχή που του δημιούργησε αυτή, μαζί με την ενοχή που απώθησε έχει απωθήσει και την ηθική συνείδηση, έχει απωθήσει και τον έγκυρο νόμο του Θεού· και τώρα στη θέση εκείνη έχει έναν δικό του νόμο.
Επομένως, όλα αυτά τα οποία σκέπτεται, κρίνει και αποφασίζει, και στα οποία αυτός δίνει το χρώμα της θρησκευτικότητος – και μάλιστα πιθανόν να τα στηρίζει σε χωρία της Αγίας Γραφής, των πατέρων, σε χωρία των λειτουργικών βιβλίων – όλα αυτά είναι δικά του προσωπικά κατασκευάσματα, φτιαγμένα από τον εαυτό του. Και όλα αυτά γίνονται για να καλύψει την ενοχή – άσχετα αν το καταλαβαίνει ή όχι. Με άλλα λόγια, αυτά δεν είναι πραγματικά αλλά φανταστικά· είναι δικά του δημιουργήματα. Και τι γίνεται τότε;
Αυτά τα οποία αυτός έχει μέσα του – που είναι δικά του, φτιαχτά, δεν προέρχονται από τον ηθικό νόμο, από τον έγκυρο νόμο του Θεού αλλά από τον δικό του νόμο, τον νόμο της αλαζονείας και του εγωισμού του – αυτά τώρα τα προβάλλει στους άλλους. Και έτσι, κάτι που το έχει αυτός μέσα του, το βλέπει σε έναν άλλο. Κάτι άλλο που το ζει αυτός μέσα του, το βλέπει σε κάποιον άλλο. Κάτι άλλο που το αισθάνεται αυτός, από το οποίο είναι κυριευμένος αυτός, το βλέπει σε έναν τρίτο. Δηλαδή γίνεται μια προβολή.
Θυμάστε, σ’ αυτό το σημείο είχαμε κάπως επιμείνει παλαιότερα και είχαμε πει ότι γίνεται μεγάλο κακό. Βλέπουμε στον άλλο κάτι μη καλό: οποιοδήποτε σφάλμα, οποιαδήποτε αδυναμία, οποιαδήποτε, τέλος πάντων, νοοτροπία του. Αν βλέπαμε αυτή την αδυναμία, αυτή την κατάσταση του άλλου με ένα καθαρό μάτι, θα την βλέπαμε τόση δα. Επειδή όμως εμείς είμαστε ήδη κάτι μέσα μας, έχουμε δηλαδή έναν αρρωστημένο κόσμο μέσα μας, παίρνουμε αυτόν τον αρρωστημένο κόσμο, και, μια και βρήκαμε ένα μικρό σημείο επαφής στον άλλο, τον αποθέτουμε επάνω σ’ αυτόν· και σαν να λέμε: «Να, τι είναι ο άλλος!» Ενώ εκείνη την ώρα, ούτε λίγο ούτε πολύ, είναι σαν να λέει κανείς: «Να, τι είμαι εγώ!»
Δεν το λέει βέβαια, και ούτε πάει το μυαλό του ότι είναι έτσι, αλλά όταν λέει: «Να, τι είναι εκείνος! Να, τι κάνει αυτός! Να, τέτοιος είναι ο άλλος!» είναι σαν να λέει: «Αυτά τα έχω εγώ βαθύτερα μέσα μου, αλλά καλά-καλά ούτε εγώ τα ξέρω και ούτε θέλω να τα φανερώσω στους άλλους. Όσοι όμως μπορείτε να δείτε και να καταλάβετε, τα βλέπετε».
Και καταλαβαίνουμε τώρα πόσα μπερδέματα, πόσες παρεξηγήσεις, πόσες συγχύσεις και πόσες φιλονικίες γίνονται μεταξύ μας από το τίποτε. Διότι εγώ στον άλλο το τόσο μικρό το είδα τόσο μεγάλο, και εκείνος ίσως, με τη σειρά του, το τόσο μικρό σ’ εμένα το είδε τόσο μεγάλο, καθώς και εκείνος κάτι ανάλογο έχει κτλ.
Και έτσι θα έλεγε κανείς ότι ζούμε μέσα σε ψευδαισθήσεις, μέσα σε έναν φανταστικό κόσμο, και αγόμαστε και φερόμαστε από μια φανταστική κατάσταση που βλέπουμε στον άλλο ή που ο άλλος βλέπει σ’ εμάς.
Είναι αλήθεια αυτό, είναι αλήθεια. Όσο κι αν φαίνεται υπερβολικό, είναι αλήθεια, ενώ εκείνο που χρειάζεται είναι ο καθένας πρώτον να σκεφθεί και να πει: «Μήπως τυχόν δεν βλέπω καλά; Μήπως δεν καταλαβαίνω καλά; Μήπως πέφτω έξω; Μήπως τυχόν τα μάτια μου με ξεγελούν; Αφού δεν αισθάνομαι να έχω καθαρότητα, αφού δεν αισθάνομαι ότι είμαι τακτοποιημένος ενώπιον του Θεού, αγιασμένος και φωτισμένος, μήπως τυχόν λοιπόν πέφτω έξω;»
Και από το άλλο μέρος να έρθει κανείς στη θέση του άλλου και να πει: «Ο άλλος ποιος ξέρει γιατί κάνει αυτό ή εκείνο; Μπορεί να το κάνει χωρίς να το καταλαβαίνει καθόλου. Ποιος ξέρει πώς λειτουργεί το μέσα του! Ποιος ξέρει από τι είναι κυριευμένος, από τι πάσχει και γιατί βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση!»
Όταν αυτά τα δύο γίνουν, τότε η όλη σχέση μας με τους άλλους θα είναι τελείως διαφορετική. Όμως αυτά τα δύο μόνο εν Χριστώ μπορούν να γίνουν. Προσέξτε το. Μόνο εν Χριστώ μπορούν να γίνουν.
Δεν μας αφήνει λοιπόν η απωθημένη ενοχή να βλέπουμε καθαρά και να ενεργούμε σωστά. Και πολύ αμφιβάλλω αν υπάρχει κανείς ο οποίος δεν έχει απωθημένη ενοχή. Όχι απλώς δηλαδή είμαστε αμαρτωλοί, αλλά έχουμε απωθημένη ενοχή. Δεν είναι ξεδιπλωμένη η ψυχή μας ενώπιον του Θεού, όσο πρέπει και όπως πρέπει.
Και όταν έχουμε απωθημένη κάποια ενοχή, αυτή δεν μας αφήνει να δούμε σωστά τον άλλο. Κατ’ αρχήν δεν μας αφήνει να πούμε: «Για στάσου. Εγώ με βάση ποιον νόμο βλέπω; Με τον νόμο του Χριστού, με τον έγκυρο νόμο της ηθικής συνειδήσεως; Ή μήπως βλέπω με κανένα δικό μου νόμο, που τον δημιουργεί το πλέγμα που είναι στο βάθος της υπάρξεώς μου, διότι τον άλλο νόμο, αυτόν της ηθικής συνειδήσεως, εγώ τον έστειλα στο υπόγειο της υπάρξεώς μου;»
Μόνο εν Χριστώ κανείς μπορεί να ταπεινωθεί, να συντριβεί και να αποφασίσει να πει: «Θεέ μου, γυμνός και τετραχηλισμένος στέκομαι ενώπιόν σου. Θα με δικάσεις, θα με τιμωρήσεις, θα με κολάσεις; Ό,τι θέλεις, Θεέ μου. Είμαι το πλάσμα σου και είσαι ο Θεός μου. Έχεις κάθε δικαίωμα να με κάνεις ό,τι θέλεις. Δεν κρύβομαι». Φυσικά, για να μπορέσει κανείς να πάρει τέτοια στάση, αυτό προϋποθέτει εμπιστοσύνη στον Θεό, στην ευσπλαχνία του Θεού.
Μόνο λοιπόν ο Χριστός μπορεί να μας κάνει ώστε από τη δική μας πλευρά να είμαστε επιφυλακτικοί στις κρίσεις μας, αναλογιζόμενοι μήπως τυχόν δεν βλέπουμε καλά, και επομένως να μη σπεύδουμε να λέμε: «Αυτός έτσι, εκείνος έτσι» κτλ. Αλλά επίσης μόνο εν Χριστώ μπορούμε να πούμε: «Ο άλλος ποιος ξέρει γιατί μιλάει έτσι, γιατί συμπεριφέρεται και ενεργεί έτσι».

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Από το πάθημα του Αδάμ στη λύτρωση”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2010, σελ. 142.

Περί προσευχής – Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως


Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως
Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως
Προσευχή αληθινή είναι η απερίσπαστη, η χωρίς ρεμβασμό, που εκτελείται με προθυμία, με ψυχή που πονάει για τις αμαρτίες της και με νου προσηλωμένο. Η προσευχή περισσότερο πρέπει να αφορά πράγματα αγαθά και να μην εξαντλείται μόνο σε λεπτά και προσεγμένα λόγια. Η ταπεινοφροσύνη γίνεται παντού όχημα της προσευχής και αυτή είναι η απόδειξη ταπείνωσης, γιατί γνωρίζοντας την ασθένειά μας ζητάμε της βοήθεια του Θεού.
Οι ασκούμενοι στην παρθενική ζωή, να έχει μπροστά στα μάτια σας μόνο τον Χριστό και τον Πατέρα Του και με την προσευχή να φωτίζεσθε από το Άγιο Πνεύμα. Όταν προσεύχεται μια ψυχή και δεν διαλέγεται με τον Θεό, πως θα εισακουσθεί απ’ Αυτόν; Η ευχή μας κάνει να προσεγγίζουμε τον Θεό και να αισθανόμαστε εξοικειωμένοι μαζί Του· ένθεος συνομιλία και νοερή απάντηση με Αυτόν που είναι το κάλλιστο και τιμιότατο.
Η προσευχή είναι βοηθός στη ζωή μας· συνομιλία με τον Θεό, λησμοσύνη των γήινων πραγμάτων, άνοδος στον ουρανό. Δια της ευχής μεταφερόμαστε προς τον Θεό. Αν έχουμε συναίσθηση ότι προσευχόμενοι στεκόμαστε ενώπιόν Του, θα προσευχηθούμε πράγματι χωρίς μετεωρισμό.
Η προσευχή είναι ο ήλιος των νοερών οφθαλμών της ψυχής. Όπως ο ήλιος είναι το φως του σώματος, έτσι και η προσευχή είναι το φως της ψυχής. Η προσευχή που διενεργείται με προθυμία και ζήλο, είναι άσβηστο και διαρκές φως της ψυχής και της διανοίας. Η θεία προσευχή είναι αληθινά ουράνια πανοπλία και από μόνης της είναι δυνατόν να διαφυλάξει ασφαλώς αυτούς που έχουν παραδώσει τον εαυτό τους στον Θεό. Η προσευχή είναι κοινό φάρμακο των παθών, κατάλληλο στο να προφυλάει απ’ αυτά. Η προσευχή είναι χορηγός της ζωής, υποθήκη υγείας, ελπιδοφόρο άνθος. Μεγάλο όπλο η προσευχή, μεγάλη ασφάλεια, μεγάλος θησαυρός, μεγάλο λιμάνι, ασφαλής περιοχή. Η προσευχή είναι σωτήριο φάρμακο, που εμποδίζει τη διάπραξη αμαρτημάτων και γιατρεύει τα πλημμελήματα.
Ισχυρό όπλο η προσευχή, μόνιμος θησαυρός, πλούτος αδαπάνητος, λιμάνι δίχως κύματα, πηγή γαλήνης, ρίζα μυρίων αγαθών και μητέρα· πιο δυνατή και από τη βασιλεία ακόμη.
Η προσευχή είναι λιμάνι των βασανισμένων, άγκυρα όσων κλυδωνίζονται, στήριγμα των σαλευομένων, θησαυρός των φτωχών, ασφάλεια των πλουσίων, απομάκρυνση νοσημάτων, φύλακας της υγείας, φυγαδευτήριο κάθε λύπης, πηγή ευθυμίας, αφορμή συνεχούς ευχαρίστησης, μητέρα της φιλοσοφίας.
Η προσευχή είναι βοηθός στη ζωή μας· συνομιλία με τον Θεό, λησμοσύνη των γήινων πραγμάτων, άνοδος στον ουρανό. Δια της ευχής μεταφερόμαστε προς τον Θεό. Αν έχουμε συναίσθηση ότι προσευχόμενοι στεκόμαστε ενώπιόν Του, θα προσευχηθούμε πράγματι χωρίς μετεωρισμό
Η προσευχή δεν είναι βέβαια εφόδιο μόνο στους αμαρτωλούς και κάτι ανάρμοστο για τους δικαίους. Και στους δύο προσφέρει άφθονα τα αγαθά. Στους δίκαιους παραχωρεί την ασφάλεια της δικαιοσύνης και στους αμαρτωλούς το μέσο για να αποθέσουν τα αμαρτήματά τους. Είναι ο τρόπος για να κρατηθούν οι δίκαιοι μακριά από την αμαρτία. Είναι νοητή η κραυγή των δικαίων προς τον Θεό αλλά η ισχύς της κρύβεται στα βάθη της καρδιάς και μπορεί να φθάσει ως τα αυτιά του Θεού. Ο Θεός βέβαια γνωρίζει όλων τις σκέψεις. Και ότι ακριβώς επισημαίνει η φωνή μας, αυτό λέμε με τον νου στον Θεό, το οποίο όμως πριν ακόμη το σκεφτούμε, ο Θεός το γνωρίζει. Είναι δυνατόν λοιπόν ο άνθρωπος να προσεύχεται χωρίς να προφέρει καμιά λέξη, αλλά να συνδυάζει μέσα του καθετί πνευματικό σε νοερή προσευχή που τον ενώνει απερίσπαστα με τον Θεό.
Αυτή είναι η πραγματική προσευχή, όταν εσωτερικά πηδούν φωνές περισσότερο της πονεμένης ψυχής, αλλά από την προθυμία του νου που προσεύχεται. Έτσι προσευχόταν και ο Μωυσής. Γι’ αυτό, δίχως να έχει πει ο ίδιος μια λέξη, του λέει ο Θεός: «τι βοάς προς με;». Ασφαλώς οι άνθρωποι μόνο αυτήν τη φωνή προσέχουν. Ο δε Θεός, πριν από αυτή, ακούει την εσωτερική κραυγή του. Άρα και χωρίς να μιλάτε, ακούγεσθε από τον Θεό· και στην αγορά που βαδίζετε να προσευχόσαστε με τον νου, μετά πολλής ακριβείας· και με φίλους αν συζητάτε και με καθετί με το οποίο ασχολείσθε, μπορείτε με μία σφοδρή βοή να καλείτε τον Θεό· την εσωτερική σας βοή εννοώ, αλλά σε κανέναν από τους παρόντες να μη δίνετε την εντύπωση ότι κάνετε τέτοια προσευχή.
Ούτε με τη στάση του σώματος ούτε με την κραυγή της φωνής, αλλά με πρόθυμη τη θέληση να κάνουμε προσευχή. Μήτε με θορύβους και κραυγές και προς επίδειξη, έτσι ώστε να ενοχλείτε και τους διπλανούς, αλλά με κάθε ηπιότητα, με συντριβή νου και εσωτερικά δάκρυα.
Απόσπασμα από το βιβλίο: « Το γνώθι σαυτόν – κείμενα αυτογνωσίας» –  Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Εκδόσεις Άθως, Σεπτέμβριος 2014, σελ. 111-113

Διάλογος περί προσευχής (+ Γέροντος Κλεόπα Ηλίε)


Διάλογος περί προσευχής
(+ Γέροντος Κλεόπα Ηλίε)
 
– Γέροντα Κλεόπα, τι είναι η προσευχή και ποια τα είδη της, κατά τους αγίους Πατέρες;

– Προσευχή είναι η συνομιλία με τον Θεό. Είναι βλαστός της πραότητας και της αοργησίας, είναι καρπός της χαράς και της ευχαριστίας. Κατά τον Ευάγριο τον Ποντικό, είναι η αποδίωξη της λύπης και της απελπισίας. Είναι η ένωση και συνάφεια του ανθρώπου με τον Θεό και, κατά τους Πατέρες, η δύναμη του κόσμου, η συμφιλίωση με τον Θεό, η μητέρα των δακρύων και η θυγατέρα αυτών. Η προσευχή είναι το κλειδί της βασιλείας των ουρανών και, κατά τον Ρώσο άγιο Θεοφάνη τον Έγκλειστο, είναι η ανάβαση του νου και των σκέψεών μας στον Θεό.
Η προσευχή έχει τρεις βαθμούς: Στον πρώτο ανήκει η προφορική ή σωματική προσευχή, στον δεύτερο η νοερά και στον τρίτο η καρδιακή.
 


– Πώς γνωρίζει κάποιος ότι προσευχήθηκε αληθινά στον Θεό;

– Η αίσθηση της παρουσίας του Θεού στην προσευχή μας γίνεται κυρίως όταν ο προσευχόμενος δεν απαγγέλλει τίποτε με λόγια. Γι’ αυτό, όταν τα λόγια της ευχής φθάσουν στην καρδιά, τότε σίγουρα αυτή η προσευχή είναι αληθινή.


– Γνωρίζει ο άνθρωπος πότε πέρασε από τη μία βαθμίδα της προσευχής στην άλλη; 

–Η μετάβαση του προσευχόμενου από την κατώτερη στην ανώτερη βαθμίδα της προσευχής, καθώς και η πνευματική του πρόοδος, δηλαδή η ανάβασή του σ’ αυτές τις τρεις πνευματικές βαθμίδες, κατά τους περισσότερους αγίους Πατέρες, δεν γίνεται γνωστή στον προσευχόμενο.
Η πνευματική ανάβαση στην προσευχή μοιάζει με την ανάπτυξη ενός φυτού· αυξάνεται αυτό χωρίς να γνωρίζει και να αντιλαμβάνεται τις στιγμές της αναπτύξεώς του. Μοιάζει με ένα παιδί που μεταβαίνει από τη μία ηλικία στην άλλη, χωρίς να μπορεί να ξέρει τον ακριβή καιρό της αναπτύξεώς του. Αυτή η πνευματική ανάβαση του ανθρώπου δεν είναι μόνο καρπός των κόπων του, αλλά περισσότερο δώρο της χάριτος και του θείου ελέους. Και είναι μυστική αυτή η πρόοδος από θεία οικονομία, για να μην πέσει ο άνθρωπος στην υπερηφάνεια στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις.
Ωστόσο ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος μας φανερώνει μερικά σημεία με τα οποία μπορεί κανείς να καταλάβει σε ποια πνευματική βαθμίδα είναι. Λέει: «Ο άνθρωπος, όσο βρίσκεται στην αμέλεια, φρίττει την ώρα του θανάτου, και όταν πλησιάζει προς τον Θεό, φοβάται το αντίκρυσμα του δίκαιου Κριτή. Ενώ όταν φθάσει στο πλήρωμα της θείας αγάπης από την παρούσα ζωή, τότε δεν υπάρχουν αυτές οι δύο δυσκολίες».


– Τι είναι η νοερά και τι η καρδιακή προσευχή;

– Η νοερά προσευχή είναι εκείνη που γίνεται με στοχασμούς και ο νους συνηθίζει να βυθίζεται την ώρα της προσευχής, να τη λέει εξ ολοκλήρου μυστικά και χωρίς να διασκορπίζεται. Την περίοδο αυτή ο νους ειρηνεύει, ενώνεται με τις λέξεις της ευχής και την απαγγέλλει μυστικά. Η καρδιακή προσευχή είναι η προσευχή της νοερής αισθήσεως. Κατ’ αυτήν, όταν η εργασία της ευχής που γινόταν στον νου αρπαχθεί από την καρδιά, τότε η νοερά προσευχή που ήταν σκέψη, τώρα γίνεται νοερή αίσθηση, η οποία γίνεται πνευματική ανάγκη στον άνθρωπο. Όποιος έφθασε σ’ αυτή την προσευχή της καρδιάς, από όπου πηγάζουν τα αισθήματα του ανθρώπου, προσεύχεται χωρίς λόγια, επειδή ο Θεός είναι Θεός της καρδιάς. Απ’ αυτή τη βαθμίδα αρχίζει η αληθινή πρόοδος στην προσευχή. Αυτή την προσευχή μπορεί να την εξαφανίσει η πολλή ανάγνωση και η επιμονή ενός ακόμη λογισμού, ενώ η παραμονή σ’ αυτή την αίσθηση της προσευχής διαφυλάσσεται με τη συνεχή επίκληση μόνο των λέξεων της ευχής. Λοιπόν, από όσα σημειώσαμε μέχρι εδώ, πρέπει να θυμόμαστε ότι η νόηση και η αίσθηση είναι δύο δυνάμεις της προσευχής, κατά τον άγιο Θεοφάνη τον Έγκλειστο.


– Πώς μπορούν σήμερα οι άνθρωποι να εκτελέσουν την εντολή του αποστόλου Παύλου «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε»;

–Μπορεί κανείς να προσεύχεται αδιάκοπα, αν βρίσκεται πάντοτε με τον νου και την καρδιά του ενώπιον του Θεού. Με τα χέρια του μπορεί να εργάζεται, ενώ με τον νου και την καρδιά του να υψώνεται στον Θεό. Και ακόμη αυτό έχω να προσθέσω, ότι το βασικό γνώρισμα αυτής της προσευχής είναι να υπάρχουν ενωμένα ο νους και η καρδιά μας και αχώριστα από τον Θεό, σ’ οποιοδήποτε τόπο και χρόνο βρισκόμαστε. Να έχουμε πάντοτε την αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Αυτή η εργασία ισχύει για όλες τις τάξεις της προσευχής και θεωρείται μια προσευχή ακατάπαυστη, κατά τον άγιο Θεοφάνη τον Έγκλειστο. Αυτή την αίσθηση και συνεχή θεωρία του Θεού είχε ο μακάριος προφήτης Δαβίδ, όταν έλεγε: «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ» (Ψαλμ. 15:8).
Πρέπει λοιπόν να καταλάβουμε ότι η ζωή του ανθρώπου είναι μία αδιάκοπη προσευχή, όταν αυτός σκέπτεται νοερά πάντοτε τον Θεό.


– Υπάρχει άλλη βαθμίδα προσευχής μετά από την καρδιακή προσευχή;

–Υπάρχει η πνευματική προσευχή που γίνεται εν εκστάσει, γι’ αυτό και λέγεται εκστατική προσευχή και είναι πάνω από τα όρια της συνηθισμένης προσευχής. Αυτός που έφθασε σ’ αυτή τη βαθμίδα δεν προσεύχεται πλέον, αλλά η ψυχή του αισθάνεται και βιώνει τις θείες ενέργειες. Σ’ αυτή την προσευχή ένας μόνο από κάθε γενεά αξιώνεται να φθάσει με τη Χάρη του Θεού, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.


– Πώς μπορούμε να φθάσουμε στην πνευματική προσευχή;

–Μητέρα της προσευχής είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Αυτή διδάσκει τον άνθρωπο να προσεύχεται, να προοδεύει στην προσευχή, μέχρι να φθάσει στην ύψιστη βαθμίδα, που είναι η εκστατική προσευχή. Διότι οκτώ είναι οι βαθμίδες της προσευχής, κατά τους αγίους Πατέρες: Η εν πνεύματι φυσική θεωρία, δηλαδή σκέψεις για την δημιουργία του Θεού, η προσευχή με τη γλώσσα (προφορική), η προσευχή με τον νου και το στόμα, όταν δηλαδή προσεύχεσαι προφορικά και προσέχεις με τον νου τα όσα λες. Κατόπιν είναι η καθαρά νοερή προσευχή, μετά η νοερή και καρδιακή συγχρόνως προσευχή, όταν δηλαδή προσεύχεσαι μυστικά με νήψη και με αίσθηση της καρδιάς σου· κατόπιν η καρδιακή προσευχή, όταν δηλαδή ο νους είναι κλεισμένος στην καρδιά με τη Χάρη του Θεού και από εκεί υψώνεται στον ουρανό, και η τελευταία βαθμίδα είναι η εκστατική προσευχή, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν γνωρίζει αν είναι με το σώμα ή χωρίς το σώμα. Σ’ αυτή την προσευχή φθάνουν οι άγιοι με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.

(Από το άρθρο: «Διάλογοι περί προσευχής». Περιοδικό Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 10 (1985), σελ. 46.)

Λόγοι σε 150 κεφάλαια - β΄) Περί προσευχής Γ' Τόμος Φιλοκαλίας


Λόγοι σε 150 κεφάλαια - β΄) Περί προσευχής

18. Η συγκεφαλαίωση κάθε αγαθής επιμέλειας και η κορυφή των κατορθωμάτων είναι η επιμονή στην προσευχή, με την οποία αποκτούμε και τις άλλες αρετές, καθώς ο Θεός που τον επικαλούμαστε, μας απλώνει το χέρι Του σε βοήθεια. Κατά την προσευχή γίνεται στους άξιους κοινωνία της μυστικής ενέργειας του Θεού και συνάφεια της διαθέσεώς τους προς την αγιότητά Του, όπως και του νου προς τον Κύριο με άρρητη αγάπη.
«Έδωσες, λέει ο Ψαλμωδός, ευφροσύνη στην καρδιά μου»(Ψαλμ. 4, 8). Και ο ίδιος ο Κύριος λέει: «Η βασιλεία των ουρανών βρίσκεται μέσα σας»(Λουκ. 17, 21). Το να βρίσκεται εσωτερικά η βασιλεία τι άλλο σημαίνει, παρά ότι η ουράνια ευφροσύνη του Πνεύματος φανερώνεται με ενάργεια στις άξιες ψυχές;
Γιατί οι άξιες ψυχές, με την ενεργό κοινωνία του Πνεύματος, από εδώ ήδη δέχονται τον αρραβώνα και τα προοίμια της απολαύσεως και της χαράς και της πνευματικής ευφροσύνης, στην οποία θα μετάσχουν μέσα σε αιώνιο φως οι Άγιοι στη βασιλεία του Χριστού.
Κάτι αντίστοιχο εννοεί και ο θείος Απόστολος που λέει: «Ο Θεός μας παρηγορεί στη θλίψη μας, για να μπορούμε κι εμείς να παρηγορούμε όσους περνούν κάθε είδους θλίψη, με την παρηγοριά που παίρνομε οι ίδιοι από το Θεό»(Β΄ Κορ. 1, 4). Αλλά και το ρητό: «Η καρδιά μου και η σάρκα μου αναγάλλιασαν στην παρουσία του ζώντος Θεού»(Ψαλμ. 83, 3), όπως και το: «Η ψυχή μου θα χορτάσει, σαν από λιπαρό και θρεπτικό φαγητό»(Ψαλμ. 62, 6) και τα όμοια, έχουν το ίδιο νόημα και υπαινίσσονται την ενεργό ευφροσύνη και παρηγοριά του Πνεύματος.
19. Όπως μεγαλύτερο από τα αλλά είναι το έργο της προσευχής, έτσι χρειάζεται και περισσότερο κόπο και φροντίδα εκείνος που έχει έρωτα γι' αυτήν, μην τυχόν τον εξαπατήσει η κακία χωρίς να το καταλάβει. Γιατί εκείνους που φροντίζουν για μεγαλύτερο αγαθό, τους προσβάλλει και ο πονηρός περισσότερο.
Γι' αυτό ο προσευχόμενος χρειάζεται πολλή νήψη, για να παρουσιάζει κάθε μέρα περισσότερους καρπούς αγάπης και ταπεινοφροσύνης, απλότητας και αγαθότητας, όπως επίσης και διακρίσεως, καθώς θα παραμένει καρτερικά στην προσευχή. Οι καρποί αυτοί θα κάνουν φανερή την προκοπή και την επίδοσή του στα θεία, ενώ θα παρακινούν και τους άλλους στον ίδιο ζήλο.
20. Ο θείος Απόστολος διδάσκει να προσευχόμαστε αδιαλείπτως(Α΄ Θεσ. 5, 17) και να επιμένομε στην προσευχή, όπως επίσης και ο Κύριος μ' εκείνο που είπε: «Πόσο περισσότερο ο Θεός θα αποδώσει το δίκαιο σ' εκείνους που τον παρακαλούν νύχτα - μέρα»(Λουκ. 18, 7), και με το: «Αγρυπνείτε και προσεύχεστε»(Ματθ. 26, 41).
Πρέπει λοιπόν πάντοτε να προσευχόμαστε και να μην ραθυμούμε(Λουκ. 18, 1). Όπως λοιπόν εκείνος που επιμένει καρτερικά στην προσευχή διάλεξε το σπουδαιότερο έργο, έτσι πρέπει να αναλάβει μεγάλον αγώνα και ανένδοτη ευψυχία, για το λόγο ότι η κακία φέρνει πολλά εμπόδια στην επίμονη προσευχή, δηλαδή ύπνο, ακηδία, βάρος του σώματος, εκτροπή των λογισμών, ακαταστασία του νου, ατονία και τα λοιπά τεχνάσματα της κακίας.
Έπειτα θλίψεις και εξεγέρσεις των πονηρών πνευμάτων που πολεμούν σφοδρά εναντίον μας και αντιστέκονται, και εμποδίζουν να πλησιάζει το Θεό η ψυχή εκείνη που αληθινά ζητεί το Θεό ακατάπαυστα

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ Ἁγίου Λουκᾶ ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας


 Ἁγίου Λουκᾶ ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας
Πάντα μὲ πολλὴ παρρησία πρέπει νά πλησιάζουμε τὸν Θεό, νά Τὸν ἱκετεύουμε σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ πού περιμένουν βοήθεια ἀπὸ τὴν μητέρα τους καὶ ἁπλώνουν πρὸς αὐτὴν τὰ μικρὰ χεράκια τους. Νά Τὸν ἱκετεύουμε σὰν ἕνας φτωχὸς πού πεθαίνει τῆς πείνας καὶ ἦρθε νά παρακαλέσει τὸν Ἄνθρωπο πού εἶναι γνωστὸς γιά τὴν εὐσπλαχνία Του νά τὸν βοηθήσει. Νά Τὸν ἱκετεύουμε σὰν τὴν Χαναναία γυναῖκα πού μὲ ἐπιμονὴ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ καὶ σηκώνει σ’ Αὐτὸν τὰ χέρια της. Τὸν ἱκετεύει μὲ παρρησία γιατὶ πιστεύει καὶ ξέρει ὅτι θὰ λάβει αὐτὸ πού ζητᾶ. Πιστεύει καὶ γι’ αὐτὸ παίρνει βοήθεια.
Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι δύο προϋποθέσεις ὑπάρχουν γιά νά γίνει δεκτὴ ἡ προσευχὴ μας ἀπὸ τὸν Θεό. Πρώτ’ ἀπ’ ὅλα χρειάζεται βαθεῖα καὶ μεγάλη πίστη στόν Κύριο, μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά νά πιστεύουμε σ’ Αὐτὸν πού ἱκετεύουμε. Καὶ τὸ δεύτερο, νά μὴν ὑπάρχει οὔτε ἴχνος ἀμφιβολίας, κανένας δισταγμὸς στήν καρδιά, ἀλλὰ μόνο ἡ πίστη, ἡ πίστη στό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Μόνο ἡ προσευχὴ πού βγαίνει ἀπὸ καρδιά πού εἶναι γεμάτη ἐλπίδα καὶ πίστη ἀκούγεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ ἡ προσευχὴ θέλει ἐπιμονή. Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι δέν θὰ λάβουμε ἀμέσως αὐτὸ πού ζητᾶμε. Πρέπει νά δείξουμε ὅτι εἶναι σταθερὴ ἡ ἐλπίδα πού ἔχουμε στόν Θεὸ καὶ ἡ ἐπιμονὴ σ’ αὐτὰ πού ζητᾶμε.
Τὶ σημαίνει νά προσευχόμαστε ἀδιάκοπα;
Δέν ἔχουμε καὶ ἐμεῖς τίς δικὲς μας βιοτικὲς φροντίδες; εἶναι δυνατὸν νά ἀσχολούμαστε μόνο μὲ τήν προσευχή; Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ φαίνεται ἀπραγματοποίητη. Καὶ ὅμως εἶναι ἐφικτὴ καὶ ἐφαρμόσιμη, διότι τίποτα τὸ ἀνέφικτο δέν ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
Πῶς ὅμως μποροῦμε νά ἐφαρμόσουμε στή ζωὴ μας αὐτὴ τὴν ἐντολὴ πού ἰσχύει γιά  ὅλους τοὺς χριστιανούς; Τὸ νά προσευχόμαστε ἀδιάκοπα δέν σημαίνει μόνο νά διαβάζουμε τίς  εὐχές, νά κάνουμε γονυκλισίες καὶ νά πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα. Νά προσευχόμαστε ἀδιάκοπα μποροῦμε πάντα καὶ ὅπου καὶ ἄν βρισκόμαστε.
Τὸ μόνο πού χρειαζόμαστε εἶναι νά ἔχει ἡ καρδιά μας διάθεση γιά  προσευχή. Νά εἶναι ταπεινὴ καὶ νά θρηνεῖ ἀδιάκοπα τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά της. Γεμάτη φόβο μπροστὰ στήν μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο προσβάλλουμε μὲ τίς  ἁμαρτίες μας. Ἂν τέτοια θὰ εἶναι ἡ καρδιά μας, τότε πάντα θὰ εἴμαστε προσευχόμενοι καὶ στή δουλειά καὶ στό σπίτι.
Θὰ εἴμαστε προσευχόμενοι ἀκόμα καὶ τότε ὅταν κληθοῦμε νά δώσουμε λόγο σ’ αὐτοὺς πού ἔχουν στά χέρια τους ἐξουσία. Καὶ ὄντας ὑπό κρίσιν ἐνώπιόν τους, θὰ στέλνουμε τίς  σιωπηλὲς μας κραυγὲς στόν Θεό, παρακαλώντας Τον νά μᾶς προστατέψει.
Σὲ κάθε μας ἔργο μποροῦμε νά προσευχόμαστε, μόνο νά ὑπάρχει διάθεση γιά  προσευχή, νά ποθεῖ ἡ καρδιά μας τὸν Κύριο καὶ τότε ἡ ἐντολὴ πού μᾶς ἔδωσε ὁ ἀπόστολος μπορεῖ εὔκολα νά πραγματοποιηθεῖ.
Δέν ἀκούει ὁ Θεὸς ἐκεῖνες τίς  προσευχὲς πού δέν τοῦ εἶναι εὐάρεστες. Δέν δέχεται τὶς παρακλήσεις πού στρέφονται κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Δέν τὶς δέχεται ὅταν, γιά παράδειγμα, Τοῦ ζητᾶμε νά τιμωρήσει τοὺς ἐχθρούς μας. Γιατί, πολλὲς φορὲς ἀσυνείδητα ζητᾶμε στίς προσευχὲς μας κάτι βλαβερὸ γιά  τὸν πλησίον. Τέτοιες εὐχὲς ὁ Θεὸς δέν τὶς εἰσακούει.
Ἡ οὐσία τῆς προσευχῆς εἶναι, νά παραδινόμαστε ὁλοκληρωτικά, μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας νά ἱκετεύουμε τὸν Θεὸ καὶ ἡ προσευχὴ νά εἶναι γεμάτη πίστη καὶ ἀκράδαντη ἐλπίδα. Ἔτσι ὅμως προσεύχεται ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἡ δικὴ μας προσευχὴ εἶναι μόνο ἐπανάληψη κάποιων λέξεων, πού ἔχουμε ἀποστηθίσει καὶ ἐνῶ τὰ διαβάζουμε, τὸ πνεῦμα μας δέν προσεύχεται, ἀλλὰ τὰ ἐπαναλαμβάνουμε μηχανικά, χωρὶς νά σκεφτόμαστε αὐτὰ πού ζητᾶμε. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δέν ἀκοῦμε τίς  προσευχὲς μας καὶ ἂν δέν τὶς ἀκοῦμε ἐμεῖς, τότε πῶς θέλουμε ὁ Θεὸς νά ἀκούσει αὐτὰ πού ζητᾶμε;
Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς στέλνει μιά συμφορὰ πού πλήττει ὁλόκληρο τὸν λαό, τότε ὅλος ὁ λαὸς πρέπει νά Τὸν ἱκετεύει γιά τή σωτηρία του. Πρέπει ὅλοι νά κάνουν αὐτὸ πού ἔκαναν κάποτε οἱ κάτοικοι τῆς Νινευί, ὅταν ἔμαθαν ἀπὸ τὸν προφήτη Ἰωνᾶ πώς ἀποφάσισε ὁ Θεὸς νά καταστρέψει τὴν πόλη. Τὶ ἔκαναν αὐτοί τότε; Ὅλος ὁ λαὸς τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες προσευχόταν ὁμόψυχα. Καὶ ἐπειδὴ προσεύχονταν ὅλοι ὁ Θεὸς τοὺς ἐλέησε.
Λοιπόν, νά προσευχόμαστε ἀδιάκοπα καὶ νά χτυπᾶμε ἀκούραστα τὴν θύρα τῆς Θείας εὐσπλαχνίας. Νά Τὸν ἱκετεύουμε ὄχι μόνο γιά  μᾶς, ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτοὺς πού δέν προσεύχονται. Τότε, ἀσφαλῶς, θὰ εἰσακουστοῦν οἱ προσευχὲς μας καὶ ὁ Κύριος θὰ μᾶς ἀποδώσει κατὰ τὸ μέγα Του ἔλεος.

Πίστη: “Όταν ενωθείς με τον Θεό, πρόβλημα κι η λύση του…



Πίστη: “Όταν ενωθείς με τον Θεό, πάνε όλα τ’άλλα! Τα ξεχνάεις και σώζεσαι”. Αυτό είναι το πρόβλημά μας. Όλη η ταλαιπωρία στις σχέσεις μας τι είναι; Είναι άλλοθι του κενού. Όταν έχεις τον Θεό, τα ξεχνάς όλα και σώζεσαι. Τα ξεχνάς. Δεν υπάρχει τίποτα.

Βλέπεις ότι είναι μια απάτη! Έχεις ένα πρόβλημα βρε παιδάκι μου. Φαντάζεσαι ότι είναι σημαντικό. Του μυαλού σου είναι σημαντικό.
Όταν δεν ζεις Τον σημαντικό, όλα τα ασήμαντα σου φαίνονται σημαντικά και πρόβλημα.
Έχεις ένα πρόβλημα και πας κοντά στον Θεό και του το καταθέτεις. Όταν πλησιάσει ο Θεός στην καρδιά μας και μας συγκινήσει, είναι τόσο ευλογημένη αυτή η εμπειρία που τι;
Δεν σ’ενδιαφέρει μετά να σου λυθεί το πρόβλημα. Γιατί καταλαβαίνεις πόσο ασήμαντο, πόσο σαχλό ήταν αυτό που εσύ όριζες ως πρόβλημα. Και αυτό είναι η δυστυχία μας. Η πτώση μας είναι ότι τα ασήμαντα τα λαμβάνουμε ως σημαντικά και τα σημαντικά ως ασήμαντα…
Aπόσπασμα από ομιλία του π.Βαρνάβα Γιάγκου – Ι.Ν.Παναγίας Λαοδηγήτριας Θεσσαλονίκης.

Προσευχή:

 

 

 

 

: Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, που υπήρξαν οι κα­τεξοχήν προσευχόμενοι άνθρωποι, μας έχουν παραδώσει την ιερή τους εμπειρία με τρόπο εκφραστικό και κατηγορηματικό. Η προσευχή, μας λένε, είναι ανύψωση του νου στο Θεό και συνομιλία μαζί Του.

Η Προσευχή είναι ένωση του ανθρώπου με το Θεό. έργο των αγγέλων. κλειδί του Παραδείσου. φωτισμός της ψυχής. συγχώρηση των αμαρτημάτων. μητέρα των αρετών.
Η προσευχή είναι όπλο ακαταμάχητο. θησαυρός αδαπάνητος. γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς. τείχος που προστατεύει από τις θλίψεις. Η προσευχή είναι καθρέφτης της πνευματικής ζωής του ανθρώπου και εργασία που ποτέ δεν τελειώνει.
«Όπως το σώμα», λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «χωρίς την ψυχή, είναι νεκρό, έτσι και η ψυχή, χωρίς την προσευχή, είναι νεκρή».
Παρακάτω προσφέρεται επιλεκτικά, σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση, ένα κλασικό έργο της πατερικής γραμματείας, ο «Λόγος περί προσευχής», που βρίσκεται καταχωρημένος στη Φιλοκαλία και αποδίδεται στον Σιναΐτη άγιο Νείλο τον ασκητή (5ος αι.). Ολόκληρο το έργο αποτελείται από 153 μικρά μα περιεκτικά “κεφάλαια”, που χειραγωγούν με ασφάλεια στην οδό της πνευματικής προσευχής όποιον θελήσει όχι να τα διαβάσει βιαστικά, μα να τα μελετήσει προσεκτικά και να τ’ αφομοιώσει.
Στις επερχόμενες δοκιμασίες θα μας θρέψει και θα μας στηρίξει μόνο η «εν πνεύματι και αληθεία» κοινωνία με τον όντως Όντα Θεό, τον Παντοκράτορα Κύριο. Ο δικός Του αιώνιος λόγος ακούγεται σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, αφυπνιστικός και σωτήριος:
«Βλέπετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε… ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι και σταθήναι έμπροσθεν του Υιού του ανθρώπου» (Μαρκ. 13:33 και Λουκ. 21:36).
Προσευχή είναι το ανέβασμα του νου στο Θεό. Πρόκειται για μια εργασία πνευματική, που αρμόζει στην αξία του ανθρώπινου νου περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη ασχολία.
Η προσευχή γεννιέται από την πραότητα και την αοργησία. φέρνει στην ψυχή τη χαρά και την ευχαριστία. προφυλάσσει τον άνθρωπο από τη λύπη και την αθυμία.
Όπως το ψωμί είναι τροφή του σώματος και η αρετή τροφή της ψυχής, έτσι και του νου τροφή είναι η πνευματική προσευχή.
Όπως η όραση είναι ανώτερη απ’ όλες τις αισθήσεις, έτσι και η προσευχή είναι η πιο θεία και ιερή απ’ όλες τις αρετές.
Εκείνος που αγαπά το Θεό, συνομιλεί πάντοτε μαζί Του σαν γιος προς πατέρα και αποστρέφεται κάθε εμπαθή σκέψη.
Αφού η προσευχή είναι συναναστροφή του νου με το Θεό, σε ποιαν άραγε κατάσταση θα πρέπει να βρίσκεται αυτός, για να μπορέσει, χωρίς να στρέφεται αλλού, να πλησιάσει τον Κύριό του και να συνομιλεί μαζί Του χωρίς τη μεσολάβηση άλλου;
Αν ο Μωυσής, προσπαθώντας να πλησιάσει τη φλεγόμενη βάτο, εμποδιζόταν, ώσπου έβγαλε τα σανδάλια από τα πόδια του, εσύ, που θέλεις να δεις το Θεό και να συνομιλήσεις μαζί Του, δεν θα πρέπει να βγάλεις και να πετάξεις από πάνω σου κάθε αμαρτωλό λογισμό;
Όλος ο πόλεμος ανάμεσα σ’ εμάς και τους ακάθαρτους δαίμονες δεν γίνεται για τίποτ’ άλλο παρά για την πνευματική προσευχή. Γιατί σ’ αυτούς είναι πολύ εχθρική και ενοχλητική η προσευχή, ενώ σ’ εμάς είναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνή και ευχάριστη.
Τί θέλουν οι δαίμονες να ενεργούν μέσα μας; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα λοιπά πάθη, για να παχυνθεί ο νους απ’ αυτά και να μην μπορέσει να προσευχηθεί σωστά. Γιατί όταν υπερισχύσουν τα άλογα πάθη, δεν τον αφήνουν να κινείται λογικά.
Μη νομίζεις ότι απέκτησες αρετή, αν προηγουμένως δεν αγωνίστηκες γι’ αυτήν μέχρις αίματος. Γιατί, κατά τον απόστολο Παύλο (Εφ. 6:11), πρέπει ν’ αντιστεκόμαστε στην αμαρτία μέχρι θανάτου, με αγωνιστικότητα και άμεμπτο τρόπο.
Δεν μπορεί ο δεμένος να τρέξει. Ούτε ο νους, που δουλεύει σαν σκλάβος σε κάποιο πάθος, θα μπορέσει να κάνει αληθινή προσευχή. Γιατί σύρεται και γυρίζει εδώ κι εκεί από την εμπαθή σκέψη και δεν μπορεί να σταθεί ατάραχος.
Δεν θα κατορθώσεις να προσευχηθείς καθαρά, αν ανακατεύεσαι με υλικά πράγματα και ταράζεσαι με αδιάκοπες φροντίδες. Γιατί προσευχή σημαίνει απαλλαγή από κάθε μέριμνα.
Αν θέλεις να προσευχηθείς, έχεις ανάγκη από το Θεό, που δωρίζει την αληθινή προσευχή σ’ όποιον επιμένει ακούραστα στον αγώνα της προσευχής. Να Τον επικαλείσαι, λοιπόν, λέγοντας. «αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ. 6:9 )· δηλαδή, ας έρθει το Άγιο Πνεύμα και ο Μονογενής Σου Υιός. Γιατί αυτό μας δίδαξε ο Χριστός, λέγοντάς μας πως πρέπει να προσκυνούμε και να λατρεύουμε τον Θεό Πατέρα «με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια» (Ιω. 4:24).
Πρώτα-πρώτα προσευχήσου ν’ αποκτήσεις δάκρυα, για να μαλακώσεις με το πένθος την αγριότητα της ψυχής σου. Εύκολα τότε θα ομολογήσεις με ειλικρίνεια, ενώπιον του Κυρίου, τις αμαρτίες που διέπραξες, και θα λάβεις απ’ Αυτόν την άφεση.
Να χρησιμοποιείς τα δάκρυα για να πετύχεις κάθε αίτημά σου. Γιατί χαίρεται πολύ ο Κύριος, όταν προσεύχεσαι με δάκρυα.
Αν στην προσευχή σου χύνεις πηγές δακρύων, μην υπερηφανεύεσαι πως είσαι τάχα ανώτερος από τους πολλούς. Δεν είναι δικό σου κατόρθωμα αυτό, αλλά βοήθεια για την προσευχή σου από τον Κύριο, για να μπορέσεις έτσι να εξομολογηθείς πρόθυμα τις αμαρτίες σου και να Τον εξευμενίσεις.
Όταν νομίσεις πως δεν έχεις ανάγκη από δάκρυα στην προσευχή σου για τις αμαρτίες σου, να αναλογιστείς πόσο πολύ έχεις απομακρυνθεί από το Θεό, ενώ θα ‘πρεπε να είσαι διαρκώς κοντά Του. και τότε θα κλάψεις με μεγαλύτερη θέρμη.
Πράγματι, αν έχεις επίγνωση της καταστάσεώς σου, θα πενθήσεις μ’ ευχαρίστηση, ελεεινολογώντας τον εαυτό σου και λέγοντας όπως ο προφήτης Ησαΐας: «Πώς, ενώ είμαι ακάθαρτος και γεμάτος από πάθη, τολμώ να παρουσιάζομαι μπροστά στον Παντοδύναμο Κύριο;» (πρβλ. Ησ. 6:5 ).
Αν θέλεις να προσεύχεσαι αξιέπαινα, να αρνείσαι τον εαυτό σου κάθε στιγμή. κι αν υποφέρεις πολλά δεινά, να στοχαστείς την ανακούφιση που θα βρεις, όταν καταφύγεις στην προσευχή.
Αν λαχταράς να προσευχηθείς όπως πρέπει, μη λυπήσεις κανέναν άνθρωπο. Διαφορετικά άδικα προσεύχεσαι.
Όσα κάνεις εναντίον κάποιου αδελφού, που σ’ έχει αδικήσει, όλα θα σου γίνουν εμπόδιο στον καιρό της προσευχής.
«Άφησε το δώρο σου», λέει ο Χριστός, «μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και μετά έλα και προσευχήσου χωρίς ταραχή» (πρβλ. Ματθ. 5:24). Γιατί η μνησικακία θαμπώνει το λογικό του ανθρώπου που προσεύχεται, και σκοτίζει τις προσευχές του.
Εκείνοι που προσεύχονται, αλλά συσσωρεύουν μέσα τους λύπες και μνησικακίες, μοιάζουν με ανθρώπους που αντλούν νερό απ’ το πηγάδι και το αδειάζουν σε τρύπιο πιθάρι.
Μην αγαπάς τα πολλά λόγια και την ανθρώπινη δόξα. Διαφορετικά, όχι πίσω από την πλάτη σου, αλλά μπροστά στα μάτια σου θα σε επιβουλεύονται οι δαίμονες και θα χαίρονται μαζί σου στον καιρό της προσευχής, καθώς εύκολα τότε θα σε παρασύρουν και θα σε δελεάζουν με αλλόκοτους λογισμούς.
Αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, μην υποχωρήσεις σε καμιά σαρκική απαίτηση, και δεν θα ‘χεις στην ώρα της προσευχής κανένα σύννεφο να σε σκοτίζει.
Μην αποφεύγεις τη φτώχεια και τη θλίψη, γιατί αυτές κάνουν ανάλαφρη την προσευχή.
Πρόσεχε! Στέκεσαι αληθινά ενώπιον του Θεού την ώρα της προσευχής, ή μήπως νικιέσαι απ’ τον ανθρώπινο έπαινο κι αυτόν επιδιώκεις με το να κάνεις πολλές και μεγάλες προσευχές;
Να προσεύχεσαι όχι φαρισαϊκά αλλά τελωνικά, για να δικαιωθείς κι εσύ από τον Κύριο.
Έπαινος της προσευχής δεν είναι η ποσότητα αλλά η ποιότητα. Αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου και από το λόγο του Χριστού: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουστούν» (Ματθ. 6:7).
Μην προσεύχεσαι μόνο με εξωτερικά σχήματα, αλλά να προτρέπεις το νου σου να συναισθάνεται το έργο της προσευχής με πολύ φόβο.
Είτε μόνος σου είτε μαζί με αδελφούς προσεύχεσαι, αγωνίσου να προσεύχεσαι όχι από συνήθεια, αλλά με συναίσθηση.
Συναίσθηση προσευχής σημαίνει συγκέντρωση του νου με ευλάβεια, με κατάνυξη, με στεναγμούς μυστικούς και με πόνο ψυχής, που συνοδεύει την εξομολόγηση των αμαρτιών μας.
Να στέκεσαι υπομένοντας τον κόπο, να προσεύχεσαι με ένταση και επιμονή και ν’ αποστρέφεσαι τις φροντίδες και τις σκέψεις που σου έρχονται. Γιατί σε ταράζουν και σε θορυβούν, για να παραλύσουν τη δύναμη και την έντασή σου.
Αν είσαι υπομονετικός, θα προσεύχεσαι πάντα με χαρά.
Αγωνίσου να κρατήσεις το νου σου την ώρα της προσευχής κουφό και άλαλο. Έτσι μόνο θα μπορέσεις να προσευχηθείς.
Η ψαλμωδία καταπραΰνει τα πάθη και γαληνεύει τις άτακτες κινήσεις του σώματος. Γι’ αυτό να ψάλλεις με συναίσθηση και κοσμιότητα. και θα μοιάζεις έτσι με αετόπουλο που πετάει στα ύψη.
Αν δεν έλαβες ακόμα χάρισμα προσευχής ή ψαλμωδίας, ζήτησέ το με επιμονή και θα το λάβεις.
Ο διάβολος φθονεί πολύ τον άνθρωπο που προσεύχεται, και χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα, προκειμένου να πλήξει το σκοπό του. Έτσι, όταν δουν οι δαίμονες ότι είσαι πρόθυμος να προσευχηθείς αληθινά, σου θυμίζουν κάποια δήθεν αναγκαία πράγματα. Σε λίγο όμως σε κάνουν να τα ξεχάσεις και σε σπρώχνουν να τα αναζητήσεις. Κι επειδή δεν τα θυμάσαι, στενοχωριέσαι και λυπάσαι. Όταν ξανασταθείς στην προσευχή, σου υπενθυμίζουν πάλι εκείνα που έψαχνες, για να στραφεί ξανά ο νους σ’ αυτά και να χάσει τελικά την καρποφόρα προσευχή.
Στην ώρα της προσευχής η μνήμη σου φέρνει ή φαντασίες παλαιών πραγμάτων ή καινούργιες φροντίδες ή το πρόσωπο εκείνου που σ’ έχει λυπήσει. Φύλαγε λοιπόν καλά τη μνήμη σου, για να μη σου παρουσιάζει τις δικές της υποθέσεις. Και να παρακινείς συνεχώς τον εαυτό σου να συνειδητοποιεί μπροστά σε ποιον βρίσκεται. Γιατί είναι πολύ φυσικό για το νου να παρασύρεται εύκολα από τη μνήμη στον καιρό της προσευχής.
Η προσοχή του νου που προσπαθεί να βρει προσευχή, θα βρει προσευχή. Γιατί η προσευχή ακολουθεί όσο τίποτε άλλο την προσοχή. Ας φροντίσουμε, λοιπόν, με προθυμία ν’ αποκτήσουμε την προσοχή.
Άλλοτε, με το που θα σταθείς στην προσευχή, μπορείς αμέσως να συγκεντρωθείς και να προσευχηθείς καλά. κι άλλοτε πάλι θα κοπιάσεις πολύ χωρίς να πετύχεις το σκοπό σου. Αυτό συμβαίνει για να ζητήσεις με περισσότερη ζέση την προσευχή. κι αφού τη λάβεις, να την έχεις αναφαίρετο κατόρθωμα.
Να ξέρεις πως οι άγιοι άγγελοι μας παροτρύνουν σε προσευχή και στέκονται μαζί μας και χαίρονται και προσεύχονται για μας. Αν λοιπόν αμελήσουμε και δεχθούμε τους λογισμούς που μας υποβάλλουν οι δαίμονες, πολύ παροργίζουμε τους αγγέλους. Γιατί, ενώ αυτοί τόσο πολύ αγωνίζονται για μας, εμείς ούτε για τον εαυτό μας δεν θέλουμε να ικετεύσουμε το Θεό, αλλά, περιφρονώντας την υπηρεσία τους και εγκαταλείποντας τον Κύριό τους και Θεό, συνομιλούμε με ακάθαρτους δαίμονες.
Πραγματική προσευχή κάνει εκείνος που προσφέρει πάντα στο Θεό ως θυσία την πρώτη του σκέψη.
Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού. αλλά μάλλον, καθώς διδάχθηκες, λέγε στην προσευχή σου: «Γενηθήτω το θέλημά σου» (Ματθ. 6:10). Και για κάθε πράγμα αυτό να ζητάς από το Θεό, να γίνει το θέλημά Του, γιατί Αυτός θέλει το καλό και το συμφέρον της ψυχής σου. ενώ εσύ οπωσδήποτε δεν ζητάς πάντοτε το συμφέρον σου.
Πολλές φορές ζήτησα με την προσευχή από το Θεό να μου γίνει κάτι που νόμιζα καλό. Και επέμενα παράλογα να το ζητώ, βιάζοντας το θείο θέλημα. Δεν άφηνα το Θεό να οικονομήσει ό,τι Αυτός γνώριζε ως δικό μου συμφέρον. Και λοιπόν, αφού έλαβα ό,τι ζητούσα, στενοχωρήθηκα ύστερα πολύ, που δεν είχα παρακαλέσει να γίνει μάλλον το θέλημά Του. Γιατί δεν μου ήρθε το πράγμα έτσι όπως το νόμιζα.
Τί είναι αγαθό, παρά ο Θεός; Σ’ Αυτόν λοιπόν ας αναθέσουμε όλα μας τα ζητήματα, και θα πάνε καλά. Γιατί ο αγαθός οπωσδήποτε χορηγεί και αγαθές δωρεές.
Στην προσευχή σου να ζητάς μόνο τη δικαιοσύνη και τη βασιλεία του Θεού, δηλαδή την αρετή και τη θεία γνώση. Και όλα τα υπόλοιπα θα σου προστεθούν.
Ανάθεσε με εμπιστοσύνη στο Θεό τις ανάγκες του σώματός σου, κι αυτό θα φανερώσει πως Του αναθέτεις και τις ανάγκες του πνεύματος.
Ν’ αγωνίζεσαι, ώστε να μη ζητήσεις το κακό κανενός στην προσευχή σου, για να μην γκρεμίσεις ό,τι χτίζεις, κάνοντας σιχαμερή την προσευχή σου.
Ο χρεωφειλέτης των μυρίων ταλάντων της ευαγγελικής παραβολής ας σου γίνει παράδειγμα. Αν δεν συγχωρέσεις αυτόν που σ’ έβλαψε, ούτ’ εσύ θα πετύχεις την άφεση των αμαρτιών σου. Γιατί λέει το Ευαγγέλιο για τον χρεωφειλέτη των μυρίων ταλάντων, που δεν συγχωρούσε τον δικό του χρεώστη, ότι «τον παρέδωσε στους βασανιστές» (Ματθ. 18:24-35).
Καλό είναι να μην προσεύχεσαι μόνο για τον εαυτό σου, αλλά και για κάθε συνάνθρωπό σου, ώστε να μιμηθείς έτσι τον αγγελικό τρόπο προσευχής.
Μη θλίβεσαι, αν δεν παίρνεις αμέσως από το θεό ό,τι ζητάς. Γιατί θέλει να σ’ ευεργετήσει περισσότερο με το να υπομένεις καρτερικά στην προσευχή. Τί ανώτερο υπάρχει, αλήθεια, από το να συναναστρέφεσαι το Θεό και να συνομιλείς μαζί Του;
Ο Κύριος, θέλοντας να διδάξει τους μαθητές Του ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποθαρρύνονται, τους διηγήθηκε μια σχετική παραβολή (Λουκ. 18:1-8). Σ’ αυτή την παραβολή κάποιος άδικος δικαστής είπε για μια χήρα γυναίκα, που ζητούσε επίμονα το δίκιό της: “Αν ούτε το Θεό φοβάμαι ούτε τους ανθρώπους ντρέπομαι, όμως, επειδή αυτή η γυναίκα με ενοχλεί συνεχώς, ζητώντας το δίκιό της, θα της το δώσω”. Και ο Κύριος κατέληξε στο συμπέρασμα: “Έτσι και ο Θεός θα εκπληρώσει σύντομα το θέλημα αυτών που Τον παρακαλούν νύχτα-μέρα”. Γι’ αυτό, λοιπόν, κι εσύ μη χάνεις το θάρρος σου και μη στενοχωριέσαι, επειδή δεν έλαβες. Γιατί θα λάβεις αργότερα. Να είσαι χαρούμενος και να επιμένεις, υπομένοντας τον κόπο της αγίας προσευχής.
Να παραβλέπεις τις ανάγκες του σώματος όταν προσεύχεσαι, για να μη χάσεις το μέγιστο κέρδος της προσευχής σου από το τσίμπημα ενός κουνουπιού ή την ενόχληση μιας μύγας.
Αν έχεις επιμέλεια στην προσευχή, να ετοιμάζεσαι για επιθέσεις δαιμόνων και να υπομένεις με γενναιότητα τα χτυπήματά τους. Γιατί θα ορμήσουν επάνω σου σαν άγρια θηρία, για να σε ταλαιπωρήσουν.
Εκείνος που υποφέρει τα λυπηρά, θα επιτύχει και τα χαρμόσυνα. Κι εκείνος που εγκαρτερεί στα δυσάρεστα, θα απολαύσει και τα ευχάριστα.
Μη φανταστείς κανένα σχήμα για το Θεό όταν προσεύχεσαι, μήτε να επιτρέψεις να τυπωθεί κάποια μορφή στο νου σου, αλλά πλησίασε με άυλο τρόπο τον άυλο Θεό.
Μην επιθυμήσεις να δεις με τα μάτια του σώματός σου αγγέλους ή δυνάμεις ή το Χριστό, μην τυχόν και χάσεις εντελώς το μυαλό σου και δεχθείς έτσι λύκο αντί για βοσκό και προσκυνήσεις τους εχθρούς δαίμονες.
Φυλάξου από τις παγίδες των δαιμόνων. Γιατί συμβαίνει, εκεί που προσεύχεσαι ήσυχα και καθαρά, ξαφνικά να σου παρουσιάσουν κάποια παράξενη μορφή, για να σε οδηγήσουν στην υπερηφάνεια, καθώς θα υποθέσεις ότι εκεί βρίσκεται το θείο. Το θείο όμως είναι άυλο και χωρίς σχήμα.
Φρόντισε να έχεις πολλή ταπεινοφροσύνη και ανδρεία, και δεν θ’ αγγίξει την ψυχή σου δαιμονική επήρεια. Οι άγγελοι αοράτως θα διώξουν μακριά όλη την ενέργεια των δαιμόνων.
Όταν μεταχειριστεί ο παμπόνηρος δαίμονας πολλά μέσα και δεν μπορέσει να εμποδίσει την προσευχή του δικαίου, τότε αποσύρεται για λίγο. Μα τον εκδικείται αργότερα, σπρώχνοντάς τον στην οργή, για να εξαφανίσει την εξαίρετη εσωτερική κατάσταση που δημιουργήθηκε με την προσευχή, ή ερεθίζοντάς τον σε σαρκική ηδονή, για να μολύνει την ψυχή του.
Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, να περιμένεις πειρασμούς. Στάσου λοιπόν γενναία, για να διατηρήσεις τον καρπό της προσευχής. Γιατί εξαρ­χής σ’ αυτό έχεις ταχθεί, να εργάζεσαι την προσευχή και να φυλάττεις τους καρπούς της (Πρβλ. Γεν. 2:15). Αφού εργαστείς, λοιπόν, μην αφήσεις αφύλαχτο ό,τι κέρδισες. διαφορετικά, δεν ωφελήθηκες καθόλου από την προσευχή σου.
Αν προσεύχεσαι θεάρεστα, θα σε βρουν τέτοιες δοκιμασίες, ώστε να νομίσεις πως είναι δίκαιο να θυμώσεις. Δεν υπάρχει όμως καθόλου δικαιολογημένος θυμός εναντίον του πλησίον. Αν καλοεξετάσεις την υπόθεση, θα βρεις πως είναι δυνατό και χωρίς θυμό να διευθετηθεί το ζήτημα. Μεταχειρίσου, λοιπόν, κάθε τρόπο για να μη θυμώσεις.
Το Άγιο Πνεύμα, συμπάσχοντας με την ασθένειά μας, έρχεται σ’ εμάς, μολονότι είμαστε ακάθαρτοι από τα πάθη και τις αμαρτίες. Κι αν βρει το νου να προσεύχεται ειλικρινά μόνο σ’ Αυτό, κυριαρχεί πάνω του, εξαφανίζει όλη τη φάλαγγα των πονηρών λογισμών και σκέψεων, που τον περικυκλώνουν, και τον προτρέπει στον έρωτα της πνευματικής προσευχής.
Έχεις πόθο να προσευχηθείς; Γίνε νεκρός για τη γη. Έχε παντοτινά πατρίδα τον ουρανό -όχι με λόγια, άλλα με ζωή αγγελική και με γνώση θεϊκή. Απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το παν.
Αν είσαι πραγματικός θεολόγος, θα προσεύχεσαι αληθινά. Κι αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι πραγματικός θεολόγος.
Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής δεν σχηματίζει μέσα του καμιάν απολύτως μορφή. Μακάριος ο νους, που προσεύχεται απερίσπαστα και αποκτά διαρκώς περισσότερο πόθο για το Θεό. Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής γίνεται άυλος κι ελεύθερος απ’ όλα. Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής μένει ανεπηρέαστος από κάθε πράγμα.
Αν στον καιρό της προσευχής σου νιώσεις χαρά μεγαλύτερη από κάθε άλλη χαρά, τότε πράγματι βρήκες την αληθινή προσευχή.

Περί προσευχής π. Ανδρέας Αγαθοκλέους


Ασφαλώς, πολλά έχουν γραφεί για την προσευχή, παλαιότερα και σύγχρονα, σημαντικά και επουσιώδη, θεωρητικά και πρακτικά, αλήθειες και ψέματα. Κι άλλα τόσα βιώθηκαν σε σιωπή στην προσωπική προσευχή.
Συνήθως κατανοούμε και «μας αγγίζουν» όσα έχουμε εμπειρία. Αν, δηλαδή, τα όσα διαβάζουμε ή ακούμε, τα έχουμε βιώσει. Η προσευχή, ως βίωμα, είναι γνωστή σε όλους τους πιστούς, σ’ όλο τον κόσμο, σ’ όλες τις Θρησκείες. Ακόμα και σ’ αυτούς που θεωρούν τον εαυτό τους «άθεο»˙ κάποια στιγμή αδυναμίας, ενδεχομένως, να καταφύγουν, με κάποια λόγια επίκλησης, στο Θεό ως ανώτερο απ’ αυτούς.
Βέβαια, στην «καθ’ ημάς Ανατολήν» η προσευχή δεν γίνεται μόνο όταν αισθανόμαστε αδύνατοι ή για να ζητήσουμε κάτι από τον Παντοδύναμο Θεό, αλλά και ως έκφραση μιας αγαπητικής σχέσης μαζί του ως προσωπικό Θεό. Ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος, γίνεται το πρότυπό μας και σ’ αυτό το σημαντικό στοιχείο της ζωής μας. Ο ίδιος αναχωρούσε από τους μαθητές του ή τον όχλο, για να βρεθεί μόνος, να προσευχηθεί και να συναντήσει «κατ’ ιδίαν» τον Πατέρα του.

Η «μοναχική στιγμή» είναι απαραίτητη, κυρίως στην ταραγμένη εποχή μας με τους θορύβους και την πολυπραγμοσύνη. «Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμί Κύριος». Στην ησυχία ο άνθρωπος γνωρίζει, συναντά, τον Κύριο και Θεό του και δημιουργεί την αγαπητική σχέση μαζί του.
Η ησυχία, ωστόσο, δεν νοείται μόνο από εξωτερικούς θορύβους, αλλά και από τους λογισμούς. Διαπιστώνουμε όμως ότι αυτοί έρχονται κυρίως όταν προσευχόμαστε! Τότε θα θυμηθούμε ό,τι μας απασχολεί, ό,τι θα πρέπει να κάνουμε, ό,τι θέματα μας συγχύζουν. Σ’ αυτήν την ώρα χρειάζεται να μην παραιτήσουμε την προσευχή ότι τάχα, «δεν προσευχόμαστε, δεν βγαίνει τίποτα, αφού αλλού τρέχει ο νους». Κι ακόμα, χρειάζεται να ξέρουμε ότι δεν συμβαίνει μόνο σε μας. Έτσι, ήρεμα και σταθερά επαναφέρουμε πάλιν και πολλάκις το νου στα λόγια της προσευχής.
Απ’ αυτή τη δύσκολη και ταραγμένη κατάσταση των λογισμών κατά την προσευχή, βγαίνει κάτι θετικό. Ο άγιος Σωφρόνιος του Essex αποκαλύπτει το νόημα αυτού του «ανιαρού φαινομένου»: «Δια της επικλήσεως του Θείου Ονόματος θέτουμε σε κίνηση κάθε τι που είναι κρυμμένο μέσα μας. Η προσευχή μοιάζει με δέσμη ακτίνων φωτός, που πέφτει στον σκοτεινό τόπο της εσωτερικής μας ζωής και αποκαλύπτει τα πάθη και τις προσκολλήσεις που κρύβονται μέσα μας».
Η προσευχή μπορεί ν’ αποβεί μέσο αυτογνωσίας, καθώς, κατά τον άγιο Σωφρόνιο, το Φως του Χριστού θα φωτίσει το σκοτάδι μας και θα φανεί η κατάντια μας, ανάλογα με τη μετάνοιά μας. Όπως και μέσο Θεογνωσίας, καθώς θα συναντούμε «πρόσωπο με πρόσωπο» το Θεό και θα τον γνωρίζουμε. Όπως, τελικά, και μέσο ετερογνωσίας, καθώς θα μας αποκαλύπτεται η ουσιαστική σχέση με τον πλησίον.
Να γιατί η προσευχή, για να έχει αποτελέσματα, χρειάζεται καθοδήγηση, μελέτη, μετάνοια και κυρίως αγώνα προσευχής.

www.isagiastriados.com

Άγιος Νείλος ο ασκητής – Περί Προσευχής


Του θεσπεσίου Νείλου πατρίδα ήταν η Κωνσταντινούπολη, δάσκαλός του ο θείος Χρυσόστομος και χρόνος ακμής του το 442 μ.Χ. Παρότι ήταν πλούσιος αποχαιρέτησε τα πάντα και πήγε στο όρος Σινά, όπου ασπάστηκε τον ασκητικό βίο.
Έχοντας μεγάλη μόρφωση, θεολογική και κοσμική, μας άφησε διάφορα συγγράμματα, γεμάτα από πνευματική σοφία και ανέκφραστη γλυκύτητα, από τα οποία διαλέξαμε τον Περί προσευχής λόγο, χωρισμένο σε 153 κεφάλαια, ο οποίος αναγράφεται ασκητικός [1]. Τα κεφάλαια αυτά βρίσκονται μέσα στην πείρα των ασκητών της Ερήμου και αποκαλύπτουν τις μεθοδείες των δαιμόνων για να ματαιώσουν την προσευχή και διδάσκουν τα στάδια και το ήθος της προσευχής.
Επιλέξαμε μερικά από αυτά τα κεφάλαια διατηρώντας τη σειρά με την οποία καταγράφονται στη Φιλοκαλία.
Περί προσευχής – 153 Κεφάλαια
3. Η προσευχή είναι συναναστροφή του νου με τον Θεό. Σε ποια κατάσταση λοιπόν πρέπει να βρίσκεται ο νους για να μπορέσει, χωρίς να στρέφεται αλλού, να πλησιάσει τον Κύριό του και να συνομιλεί μαζί Του χωρίς να μεσολαβεί κανένας άλλος;
4. Αν ο Μωυσής προσπαθώντας να πλησιάσει την φλεγόμενη βάτο εμποδίζεται μέχρις ότου λύσει το υπόδημα των παπουτσιών του (Εξ. 3, 5.), πως εσύ που θέλεις να δεις τον Θεό που είναι πάνω από κάθε αίσθηση και έννοια και να συνομιλήσεις μαζί Του, δεν θα λύσεις και δεν θα απομακρύνεις κάθε εμπαθή σκέψη;
5. Πρώτα-πρώτα προσευχήσου να λάβεις το χάρισμα των δακρύων, για να μπορέσεις έτσι να μαλακώσεις την αγριότητα της ψυχής σου και αφού εξομολογηθείς εναντίον σου τις αμαρτίες σου στον Κύριο, να λάβεις από Αυτόν την άφεση.
6. Να χρησιμοποιείς τα δάκρυα για να επιτύχεις κάθε αίτημά σου. Γιατί πολύ χαίρεται ο Κύριος όταν προσεύχεσαι με δάκρυα.
7. Αν στην προσευχή σου χύνεις πηγές δακρύων, μην υπερηφανεύεσαι ότι τάχα είσαι ανώτερος από τους πολλούς. Δεν είναι δικό σου κατόρθωμα αυτό, αλλά βοήθεια για την προσευχή σου από τον Κύριο, για να μπορέσεις να εξομολογηθείς με προθυμία τις αμαρτίες σου σ’ Αυτόν και να τον εξευμενίσεις με τα δάκρυά σου. Μη λοιπόν μετατρέψεις σε πάθος το βοήθημά σου κατά των παθών, για να μην παροργίσεις περισσότερο τον Κύριο που σου έδωσε αυτή τη χάρη.
8. Πολλοί, εκεί που έχυναν δάκρυα για τις αμαρτίες τους, λησμόνησαν τον σκοπό των δακρύων, υπερηφανεύτηκαν και ξεστράτισαν.
10. Όταν σε δουν οι δαίμονες ότι είσαι πρόθυμος να προσευχηθείς αληθινά, τότε σου φέρνουν στο νου σκέψεις πραγμάτων δήθεν αναγκαίων και σε λίγο σε κάνουν να τα λησμονήσεις και παρακινούν το νου να τα αναζητήσει. Και επειδή αυτός δεν τα βρίσκει, στενοχωρείται και λυπάται. Όταν ξανά σταθεί στην προσευχή, του υπενθυμίζουν εκείνα που του είχαν βάλει στο νου του και τα αναζητούσε, για να στραφεί ο νους σ’ αυτά και να χάσει την καρποφόρα προσευχή.
11. Αγωνίσου να κρατήσεις το νου κατά την ώρα της προσευχής κωφό και άλαλο, και τότε θα μπορέσεις να προσευχηθείς.
12. Όταν σου τύχει πειρασμός, ή σε ερεθίζει μια αντιλογία για να στρέψεις τον θυμό σου εναντίον ενός ανθρώπου ή να βάλεις καμιά άναρθρη φωνή, τότε θυμήσου την προσευχή και το κρίμα που επισύρει, και αμέσως θα ηρεμήσει η άτακτη αυτή κίνηση μέσα σου.
13. Ό, τι κάνεις εναντίον αδερφού σου που σε αδίκησε, όλα θα σου γίνουν εμπόδιο στον καιρό της προσευχής.
14. Προσευχή είναι γέννημα της πραότητας και της αοργησίας.
15. Προσευχή είναι προβολή χαράς και ευχαριστίας.
16. Προσευχή είναι αποτρεπτικό της λύπης και της μικροψυχίας.

18. Αν θέλεις να προσεύχεσαι με τρόπο αξιέπαινο, να αρνείσαι τον εαυτό σου κάθε στιγμή˙ και να υποφέρεις πάρα πολλά δεινά, να φιλοσοφήσεις την ωφέλεια της προσευχής.
20. Αν επιθυμήσεις να προσευχηθείς όπως πρέπει, μη λυπήσεις κανέναν άνθρωπο. Διαφορετικά προσεύχεσαι μάταια.
21. «Άφησε το δώρο σου, λέει ο Κύριος, μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε να συμφιλιωθείς με τον αδερφό σου» (Ματθ. 5, 24) και τότε έλα και προσευχήσου χωρίς ταραχή. Γιατί η μνησικακία θαμπώνει το λογικό τού προσευχομένου και σκοτεινιάζει τις προσευχές του.
27. Αν οπλίζεσαι εναντίον του θυμού, δεν θα ανεχθείς ποτέ επιθυμία. Γιατί η επιθυμία προσφέρει τα υλικά στον θυμό και αυτός ταράζει το νοερό μάτι και διαφθείρει την κατάσταση της προσευχής.
28. Μην προσεύχεσαι μόνο με εξωτερικά σχήματα, αλλά να προτρέπεις τον νου σου να συναισθάνεται την πνευματική προσευχή με μεγάλο φόβο.
31. Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού˙ αλλά μάλλον καθώς διδάχθηκες λέγε στην προσευχή σου: «Γεννηθήτω το θέλημά σου εν εμοί» (Λουκ. 22, 42.). Και σε κάθε πράγμα έτσι να ζητάς από Αυτόν να γίνει το θέλημά Του, γιατί ο Θεός θέλει το αγαθό και συμφέρον της ψυχής σου. Ενώ εσύ οπωσδήποτε δεν ζητείς πάντοτε το συμφέρον σου.
33. Τι είναι αγαθό, παρά ο Θεός; Λοιπόν σ’ Αυτόν ας αναθέσουμε όλα τα ζητήματά μας, και όλα θα πάνε καλά. Γιατί ο αγαθός, οπωσδήποτε χορηγεί και αγαθές δωρεές.
34. Μη λυπάσαι γιατί δεν παίρνεις αμέσως εκείνο που ζητάς από τον Θεό, γιατί θέλει να σε ευεργετήσει περισσότερο με το να υπομένεις καρτερικά στην προσευχή. Τι ανώτερο υπάρχει από το να πλησιάζεις τον Θεό και να ασχολείσαι σε συνομιλία μαζί Του;
38. Πρώτα-πρώτα να προσεύχεσαι να καθαριστείς από τα πάθη σου˙ δεύτερο, να απαλλαγείς από την άγνοια και τη λήθη˙ και τρίτο, να απαλλαγείς από κάθε πειρασμό και εγκατάλειψη Θεού.
39. Στην προσευχή σου να ζητείς μόνο τη δικαιοσύνη και την Βασιλεία (Ματθ. 6, 33), δηλαδή την αρετή και την πνευματική γνώση. Και όλα τα υπόλοιπα θα σου προστεθούν.
40. Δίκαιο είναι να μην προσεύχεσαι μόνο για τη δική σου κάθαρση από τα πάθη, αλλά και για την κάθαρση κάθε ανθρώπου, για να μιμηθείς τον αγγελικό τρόπο.
42. Είτε μόνος, είτε μαζί με αδελφούς προσεύχεσαι, αγωνίσου να προσεύχεσαι όχι από συνήθεια, αλλά με αίσθηση.
43. Αίσθηση προσευχής είναι μια περισυλλογή του νου ενωμένη με ευλάβεια, με κατάνυξη, με πόνο ψυχής που συνοδεύει την εξομολόγηση των αμαρτιών και με στεναγμούς όχι επιδεικτικούς, αλλά αφανείς.
50. Όλος ο πόλεμος ανάμεσα σε μας και τους ακάθαρτους δαίμονες, δεν γίνεται για τίποτε άλλο, παρά για την πνευματική προσευχή. Γιατί πολύ εχθρική και ενοχλητική γίνεται σ’ αυτούς η προσευχή, ενώ σ’ εμάς είναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνή και ευχάριστη.
51. Τι θέλουν οι δαίμονες να κάνουν να ενεργήσει σ’ εμάς; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα λοιπά πάθη, για να παχύνει από αυτά ο νους και να μην μπορέσει να προσευχηθεί όπως πρέπει. Γιατί όταν υπερισχύσουν τα άλογα πάθη, δεν τον αφήνουν να κινείται λογικά.
55. Εκείνος που αγαπά τον Θεό, συνομιλεί πάντοτε μαζί Του ως γιός προς πατέρα και αποστρέφεται κάθε εμπαθή σκέψη.
61. Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς αληθινά. Και αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι πράγματι θεολόγος.

Σημείωση:

1. Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, Μετάφραση Αντώνιος Γ. Γαλίτης, Γενική επιμέλεια Γεώργιος Αντ. Γαλίτης, Εισαγωγή-σχόλια Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης, Φιλολογική επιμέλεια Ιγνάτιος Σακαλής, Εκδόσεις «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 19862 , Τόμος Α΄, σελ. 216.

Περί προσευχής ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ



ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Αντίγραφον επιστολής. μέρος αυτής.
Περί δε της προσευχής που απαιτείτε να σας απα­ντήσω, θα σας γράψω και θα σας εξηγήσω λεπτομερώς, διότι σας χρεωστώ πολλά. Λοιπόν, πρόσεχε αδελφέ με πολλήν προθυμίαν δια να εννοήσης καλώς, διότι αυτά που θα σας γράψω είναι η τέχνη των τεχνών και η επι­στήμη των επιστημών, καθώς λέγουν οι άγιοι Πατέρες.

Ο άνθρωπος είναι διπλούς, από ψυχήν και από σώ­μα, και εργάζεται τας αρετάς, άλλας με το σώμα και άλ­λας με την ψυχήν, και άλλας με την ψυχήν και με το σώ­μα μαζί. Λοιπόν ο Θεός είναι Πνεύμα άυλον και αόρατον, και η ψυχή είναι άυλος και αόρατος, το σώμα είναι αισθητόν και ορατόν και ως τοιούτον κάμνει και την προσευχήν αισθητήν και ορατήν. «αΰλως τω αΰλω προσέρχου και προσεύχου». Η προσευχή είναι εξ λογιών. και αι μεν τρεις πρώται ανάγονται εις το πρακτικόν μέρος, επειδή φαίνονται, ακούονται και διακρίνο­νται. αι δε λοιπαί τρεις, ανάγονται εις το πνευματικόν και θεωρητικόν μέρος, επειδή ούτε φαίνονται ούτε α­κούονται ούτε διακρίνονται αισθητώ τω τρόπω. η ψυχή ως αόρατος που είναι, κάμνει και την προσευχήν άυλον και αόρατον. Και επειδή ο Θεός είναι Πνεύμα, και η ψυχή πάλιν πνεύμα, δια τούτο όταν κάνωμεν προσευχήν πνευματικήν, νοεράν και αόρατον, ενούται η ψυχή με τον Θεόν τον αόρατον, καθώς λέγει και ένας Άγιος Λέγει ο Κύριος, «η βασιλεία των ουρανών εντός υμών εστί» (Λκ. 17, 21), δηλαδή εις την καρδίαν. Βασιλείαν ουρανών εξηγούν οι άγιοι Πατέρες την πιο τελειοτέραν και τρανωτέραν έλαμψιν και δόξαν, επειδή εις τους ουρανούς, η απόλαυσις είναι το θείον κάλλος, η θεία δόξα, η οποία τόσον πολύ ευφραίνει τας ψυχάς, ού­τως ώστε δεν υπάρχει τίποτε, ούτε δια φαγητόν, ούτε δια ποτόν, ούτε δια ύπνον, ούτε κανέν άλλο υλικόν τίποτε. Εις τους ουρανούς υπάρχει μία ακροτάτη ευφροσύνη, αγαλλίασις, ειρήνη άνευ τινός μεταβολής αιωνίως, η ο­ποία θα αναβρύη από το πρόσωπον του Χριστού, και θεωρείται και απολαμβάνεται από όλας τας σεσωσμένας ψυχάς. Η θεία δόξα, το θείον κάλλος, ο θείος εκείνος φωτισμός, θα είναι το παν δια τον σεσωσμένον άνθρωπον. Εκεί οι άνθρωποι όλοι θα είναι ως ήλιοι, καθώς το λέγει ο Κύριος, «οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος» (Μτ. 13, 43). Έκαστος θα είναι όλος φωτεινός, θα λάμπη ως ο ήλιος, και ακόμη περισσότερον, θα έχη σώμα άφθαρτον, κούφον, άνευ βάρους, άνθρωπος πνευματικός, όλος φως, το σχήμα το ίδιον, αλλά όλα τα μέλη φωτει­νά, κεφαλήν, χείρας, πόδας δάκτυλα, όλα φωτεινά, όλο φως, και έκαστος θα λάμπη ωσάν τον ήλιον. εκεί φωναί αισθηταί δεν υπάρχουν, όλα νοερά, δοξολογίαι, ευχαριστίαι κ.λ.π. Νοερώς θα ακούωμεν, νοερώς θα ψάλλωμεν, νοερώς θα εννοούμεν. Με ολίγα λόγια άγγελοι μετά σώ­ματος, και όλοι υιοί Θεού και θεοί κατά χάριν. Τότε ο άνθρωπος αυτός ο τώρα ταπεινός και τόσον ευτελής, τό­τε θα είναι ανώτερος και από τους αγγέλους, διότι θα εί­ναι άγγελος εν σώματι και οι άγγελοι θα τον τιμούν πε­ρισσότερον από τον εαυτόν τους, καθότι θα βλέπουν τον ουράνιον Βασιλέα μετά σώματος, πράγμα το οποίον αυ­τοί υστερούνται. Ω δόξα, ω χάρις, ω πλούτος δόξης! ω θεία μεγαλεία που έχει να αξιωθή, ο σήμερον ευτελής και ταπεινός άνθρωπος. και έπειτα εις τους ουρανούς έκλαμπρος και ένδοξος.
Αν οι άνθρωποι μελετούσαν κάθε ημέραν τα ανωτέ­ρω, ποτέ δεν θα τολμούσαν να λυπήσουν τον Θεόν και να παροργίσουν τον Χριστόν με παράνομα έργα, και τότε θα έζων επί γης ως εις τον επίγειον Παράδεισον και πάντοτε ειρήνη, πάντοτε γαλήνη θα εβασίλευεν εις την γην.
Λοιπόν αι τρεις πρώται προσευχαί είναι αυταί, η πρώτη, είναι εκείνη όπου ψάλλει ο ψάλτης εις το αναλόγιον και το πλήθος του λαού προσηλώνει την ακοήν του εκεί εις την φωνήν του ψάλτου. καλή είναι και αυτή, ό­ταν ο νους του ανθρώπου προσέχη εις τα θεία λόγια της προσευχής και της ψαλμωδίας του ψάλτου. αλλ' όμως αδύνατη προσευχή είναι όπως και το αδύνατον φαγητόν του σώματος. Καλόν είναι αυτό από το καθόλου, αλλά ολίγην ωφέλειαν δίδει εις το σώμα και εις την ψυχήν. Έ­τσι και αυτή η προσευχή καλή είναι αλλά ολίγην ωφέ­λειαν προξενεί, διότι ο νους είναι πολύ μακράν από την καρδίαν, όσον είναι ο ψάλτης από τον ακούοντα.
Η δευτέρα προσευχή είναι εκείνη, που προσφέρει έ­καστος εκφώνως. Παραδείγματος χάριν, λέγει ο άνθρω­πος ψαλμούς με το στόμα και προσηλώνει τον νουν του εις το στόμα που εβγαίνουν τα θεία λόγια. αυτή είναι κα­λυτέρα από την πρώτην, διότι προξενεί περισσοτέραν ω­φέλειαν, διότι ο νους εις την πρώτην προσευχήν προση­λώνει την προσοχήν του πολύ μακράν, ενώ εδώ η προσήλωσις γίνεται πιο πλησιέστερα, και με τον τρόπον αυ­τόν ο νους επλησίασε πιο περισσότερον εις την καρδίαν που είναι ο Θεός και η θεία χάρις.
Η τρίτη πάλιν είναι εκείνη, η οποία γίνεται μυστικά εις το στόμα και εις την γλώσσαν, η οποία προσευχή εί­ναι καλυτέρα και ωφελιμωτέρα και της πρώτης και της δευτέρας, διότι με τον τρόπον αυτόν ο νους επλησίασε πιο περισσότερον εις την καρδίαν. Αυταί αι τρεις πρώ­ται προσευχαί λέγονται πρακτικαί, διότι ενεργούνται εις το φανερόν, και με τα αυτιά ακούεις την φωνήν και με το στόμα ομιλείς και προφέρεις επίσης με την γλώσσαν. δηλαδή ενεργούνται με τα μέλη του σώματος.
Αι δε άλλαι τρεις προσευχαί, αι οποίαι λέγονται πνευ­ματικαί και θεωρητικαί, διότι γίνονται με τον νουν και την ψυχήν, καθότι δεν ακούονται με τα αυτιά ούτε προφέ­ρονται με το στόμα και με την γλώσσαν, είναι αυταί: Η πρώτη πνευματική και θεωρητική προσευχή είναι εκείνη η οποία ενεργείται βαθύτερα εις τον λάρυγγα και κάτω, η οποία είναι πιο μυστική από ταις προηγούμενες, διότι δεν σαλεύει η γλώσσα καθόλου, ούτε το στόμα, ε­πίσης ούτε το αυτί, διότι ο νους επισπά όλην την προσοχήν του εις τον λάρυγγα, όπου ενεργούν τα λόγια της ευ­χής. Αυτή η προσευχή είναι τελειοτέρα και ωφελιμωτέρα από ταις τρεις άλλαις προηγούμενες, ταις πρακτικές, διότι δεν ακούεται καθόλου αισθητώς, ακούεται μόνον νοερώς και προφέρεται νοερώς, και αυτή λέγεται νοερά προσευχή πρώτη, επειδή με τον νουν λέγεται, με τον νουν οράται και με τον νουν προφέρεται. Αυτή είναι από τας τρεις προηγουμένας πρακτικάς τελειοτέρα και ωφελιμωτέρα. από δε τας άλλας δύο προσευχάς, που θα γράψωμεν ακολούθως, κατωτέρα και αυτή είναι η τετάρτη προσευχή.
Η δε πέμπτη προσευχή, η οποία είναι η δευτέρα θε­ωρητική και πνευματική, είναι η προσευχή του στήθους. διότι η προσευχή αυτή ενεργείται βαθύτερα εις το στή­θος και ο νους πλησιάζει εις την καρδίαν περισσότερον από την προσευχήν του λάρυγγος, της γλώσσης, του στόματος και του ψάλτου. και αυτή είναι η τελειοτέρα των προηγουμένων τεσσάρων. Διότι η προσευχή αυτή α­παιτεί πιο περισσοτέραν προσοχήν από τας προηγουμέ­νας, και όταν μελετά κανείς την πρώτην εις το στήθος, κρατείται ο νους πιο εύκολα από τας προηγουμένας, και δια τούτο είναι πιο ωφελιμωτέρα από τας άλλας, διότι συμμαζώνει τον νουν από τον διασκορπισμόν και απ' ε­κεί που ήτον μακράν όταν ψάλλει ο ψάλτης, κατόπιν εις το στόμα, εις την γλώσσαν, εις τον λάρυγγα και τέλος εις το στήθος, πλησιάζει εις την καρδίαν περισσότερον, και έτσι κρατείται ο ακράτητος νους περισσότερον από τας άλλας τέσσαρας προηγουμένας.


Τώρα έχομεν την έκτην προσευχήν

 Η έκτη προσευχή είναι η προσευχή της καρδίας, η ο­ποία είναι τελειοτέρα από τας άλλας πέντε προσευχάς. διότι ο νους προσηλώνεται εις την καρδίαν και εκεί α­κούει τα λόγια της ευχής, τα οποία προφέρει η καρδία και ο νους, ακούει νοερώς τα λόγια της ευχής και τα βλέ­πει νοερώς λαλούμενα εις το στόμα της καρδίας. η καρ­δία προφέρει τα λόγια της ευχής και ο νους προσηλώνει όλην την δύναμιν της οράσεως δια να βλέπη νοερώς τα λόγια της ευχής, επίσης και όλην την δύναμιν της ακοής δια να ακούη τα λόγια της ευχής, τα οποία προσεύχεται νοερώς η ψυχή και η καρδία. Τούτον τον τρόπον τον μεθοδεύθησαν οι άγιοι Πατέρες φωτισθέντες από το Άγιον Πνεύμα δια να ημπορέσουν να εμβάσουν τον νουν μέσα εις την καρδίαν, και εκεί κλεισμένος ωσάν εις ένα κάστρον, να μένη απρόσβλητος από τας προσβολάς των δαιμόνων, διότι ο νους όσον περισσότερον μακρύνει από το φρούριον της καρδίας, τόσον περισσότερον προσβάλλεται από τας ενεργείας των δαιμόνων. Και όσον περισ­σότερον διάστημα κάθεται εκεί κλεισμένος εις την καρ­δίαν και προσέχει εις τα λόγια της ευχής, τόσον περισσό­τερον μένει απρόσβλητος. Όταν πάλιν πολυκαιρίση εις την καρδίαν εμβαίνοντας εκεί και προσευχόμενος και προσέχων, τόσον περισσότερον αποκτά ο νους ειρήνην και γαλήνην, και εκεί παραμένοντας και γλυκαινόμενος δεν θέλει να φύγη απ' εκεί ποτέ, διότι η καρδία είναι το σπίτι του νοός. Και καθώς ένας άνθρωπος μακράν από το σπίτι και την οικογένειάν του ευρισκόμενος λυπείται και ανησυχεί, έτσι και ο νους άμα μακρύνη από την καρδίαν λυπείται και ανησυχεί. Όταν όμως εις την καρδίαν ευρί­σκεται, όλα τα τάγματα των δαιμόνων δεν δύνανται να τον ενοχλήσουν. έξω δε της καρδίας ευρισκόμενος, και εις μερίμνας βιοτικάς εμπλεκόμενος, πνίγεται από τους ε­μπαθείς πονηρούς και αισχρούς λογισμούς και κατόπιν συγκατατίθεται εις λογισμούς και αμαρτήματα.
Αυτή είναι η μεγαλύτερα θυσία και προσφορά που ημπορεί να κάμη ο άνθρωπος προς τον Θεόν. όποιος έ­χει αυτήν την εργασίαν δεν του χρειάζεται άλλο τίποτε περισσότερον. Διότι με το μέσον αυτό φθάνει εις μεγάλην καθαρότητα ψυχής και σώματος, με την βοήθειαν του Χριστού και της Παναγίας, ακολούθως λαμπρύνεται η ψυχή του με θείον φωτισμόν, δηλαδή διανοίγονται οι οφθαλμοί της ψυχής του και βλέπει το φως εκείνο το θείον, το νοερόν, το άγιον, το οποίον έλαμψεν εις το Θαβώρειον όρος και το οποίον θα τον φωτίζη και θα λάμπη εις τους ουρανούς και το οποίον πολλοί άγιοι, δια την καθαρότητά των, το έβλεπον κάθε ημέραν εδώ εις αρρα­βώνα και ηρπάζοντο εις θεωρίας και έβλεπον ουράνια πράγματα. Άλλοι πάλιν το έβλεπον αραιότερον και άλλοι μίαν φοράν και άλλοι δύο φοράς και άλλοι περισσο­τέρας και άλλοι ολιγωτέρας, αναλόγως της καθαρότητάς των, και τούτο κατώρθωσαν με το μέσον της νοεράς και καρδιακής προσευχής, η οποία και πληρούται μόνον με την ευχήν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέη­σόν με». Αι τρεις πρώται προσευχαί είναι δια τους κο­σμικούς, αι δε δεύτεραι τρεις είναι δια τους μοναχούς. Οι τοιούτοι όταν αξιωθούν να φωτισθούν και λαμπρυνθούν θείαν δόξαν και θείον φωτισμόν, οι τοιούτοι είναι άγιοι. Αλλά δια να εργάζεται κανείς τοιαύτην εργασίαν πνευματικήν συνεχώς, χρειάζεται να έχη κάτι πόρους δια τα ολίγα έξοδά του και να μη εργάζεται εργόχειρα. διότι η εργασία εις τα εργόχειρα είναι μεγάλον εμπό­διον, διότι σκορπίζει τον νουν, και δια αυτό σας έγραφον εις την προηγουμένην μου ότι θέλω να θρέψω την ψυχήν μου με τελειοτέραν τροφήν και πτώχεια και η ση­μερινή περίστασις με εμποδίζει.
Είπαμεν προηγουμένως ότι λέγει ο Κύριος «η βασι­λεία των ουρανών εντός υμών εστί» (Λκ. 17, 21) και ο ά­γιος Αυγουστίνος λέγει, «ζητούσα να εύρω τον Θεόν και τον ζητούσα εις τον ουρανόν και ο Θεός είναι εις την καρδίαν μου». επειδή λοιπόν ο Κύριος λέγει ότι η βασι­λεία των ουρανών εντός υμών εστί, και ο άγιος Αυγου­στίνος, ζητούσα τον Θεόν εις τον ουρανόν και αυτός εί­ναι εις την καρδίαν μου, δια αυτό πρέπει να εκδημούμεν του σώματος και των γηίνων και να ενδημούμεν εις την καρδίαν, όπου είναι ο Θεός δια να ενωθώμεν με Αυτόν. Διότι «πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιω. 4, 24).
Δηλαδή να εισερχώμεθα με τον νουν εις την καρ­δίαν, και να συνομιλώμεν με τον Θεόν, με τον Χριστόν μυστικά, σιγά σιγά, γλυκά γλυκά, ταπεινά ταπεινά, δια να ενωθώμεν πνευματικώς. διότι πάλιν λέγει ο Κύριος «είσελθε εις το ταμείον σου (δηλαδή εις την καρδίαν σου) και κλείσας την θύραν σου πρόσευξε τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυ­πτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Μτ. 6, 6).
Λοιπόν μόνη η νοερά προσευχή ελευθερώνει τον άνθρωπον από τους πονηρούς λογισμούς, από τα πάθη και από τας αμαρτίας. όποιος δεν εργάζεται την νοεράν και καρδιακήν προσευχήν, κάμνει χρεία εξ ανάγκης να προ­σβάλλεται από τους πονηρούς και αισχρούς λογισμούς, να πολεμήται από τα πάθη, ψυχικά και σωματικά, και να μολύνεται από διάφορα αμαρτήματα κατά καιρούς. Τον παλαιόν καιρόν ηργάζοντο και οι κοσμικοί αυτήν την πνευματικήν επιστήμην της νοεράς και καρδιακής προ­σευχής, την σήμερον δε ημέραν ούτε οι μοναχοί, εκτός πολύ ολίγων εξαιρέσεων. Αυτά τα ανωτέρω, ήτοι τας τρεις τελευταίας προσευχάς, σας έγραψα μόνον δια να ηξεύρετε, όχι δε και να επιμεληθήτε, διότι αι προσευχαί αυταί χρειάζονται απλανή οδηγόν. Εσείς να καταγίνεσθε εις τας τρεις πρώτας προσευχάς, εις την ψαλμωδίαν, εις την προφορικήν και την εις το στόμα δια της γλώσ­σης, μυστικά, και να βάλετε όλην την προσοχήν εις τα λόγια που προσεύχεσθε.
Αν θέλετε να συγκρατήται ο νους, να κάμετε πρώτα ολίγην προσευχήν αυτοσχέδιον, να προσεύχεσθε με λό­για δικά σας, ό,τι γεννήση ο νους εκείνην την στιγμήν, αλλά με πολλήν ταπείνωσιν και κατάνυξιν δια να επιτευ­χθούν ολίγα δάκρυα, έπειτα αρχίσατε ευχάς από τα βι­βλία τας συνήθεις, και φεύγετε την παρρησίαν και τα πολλά γέλοια και τα πολλά αστεία, διότι αυτά διώχνουν το πένθος και τα δάκρυα, και κατόπιν σκορπίζει ο νους εδώ και εκεί. Όταν σας φέρει ακηδίαν και είναι ημέρα, αν δεν έχετε πίεσιν πίνετε ένα καφέ αδύνατον, και ευθύς προθυμοποιήται η καρδία και κάμνει προσευχήν με προθυμίαν. Όταν όμως είναι νύκτα και έχης ακηδίαν, δηλα­δή τεμπελιά, μόλις σηκώνεσαι, ή κάμε 50 μετάνοιες, ή κάμε τίποτε εργασίες δια να κινηθή το σώμα και φύγει η τεμπελιά και τότε έρχεται η προθυμία, και πάλιν δύνασαι να προσεύχεσαι, πότε όρθιος, πότε γονατιστός και πότε καθιστός, σε καρέκλα ή πολυθρόνα ή στασίδιο. και πάλιν όταν δεν προθυμοποιείσαι, κάθου, βιάσου με επιμονήν και υπομονήν και ας είσαι ζαλισμένος, η επιμονή και η υπομονή θα διώξη την αμέλειαν. και ή εις την αρ­χήν ή εις το μέσον, ή εις το τέλος, θα νικήσης την αμέ­λειαν και κατόπιν κάμνεις τας σωματικάς σου εργασίας.

«ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ»
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»