Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Δαυίδ μοναχός Διονυσιάτης (1889 - 1983)


Ο κατά κόσμον Δήμος Φλώρος, ο μετέπειτα μοναχός Δαυίδ, γεννήθηκε το έτος 1889 στο χωριό Κτιστάδες της ορεινής Άρτας. Είχε άλλα δύο αδέλφια. Οι γονείς τους δίδαξαν με το παράδειγμά τους την ευλάβεια και την αγάπη στο Θεό· τους έμαθαν να πηγαίνουν στην Εκκλησία και να προσεύχονται.
Όταν ο Δήμος ήταν πέντε χρονών, είδε ουράνιο φως, ενώ η μητέρα του, στην οποία το έδειχνε, δεν έβλεπε τίποτε.
Άλλη φορά είδε να ανοίγει ο ουρανός και είδε μέσα σε απερίγραπτη δόξα τάγματα Αγίων και Αγγέλων να δοξολογούν το Θεό που καθόταν πάνω στο θρόνο Του.
Από μικρός έμαθε την τέχνη του κτίστου και εργαζόταν φιλόπονα. Όταν έγινε 16 ετών, εργαζόταν σε κάποιο εξωκκλήσι του χωριού του.
Εκεί είδε κάποια αποκάλυψη, που όταν θέλησε έπειτα να την διηγηθεί, κόπηκε η φωνή του για μισή ώρα. Κατάλαβε ότι δεν πρέπει να πει σε κανέναν αυτό που είδε. Μετά αμέσως επανήλθε η φωνή του.
Κάποτε που περνούσε από ερείπια εξωκκλησίου του παρουσιάστηκε η αγία Παρασκευή και του είπε: «Να μου κτίσεις το ναό μου». «Θα στον κτίσω, Κυρία μου», απάντησε με την αγία του αφελότητα, αφού την προσκύνησε. Τήρησε το λόγο του και ως καλός κτίστης που ήταν, τον έκτισε.
Ο Δήμος με την ευλάβεια που είχε, τη μεγάλη απλότητα και την καθαρότητά του έβλεπε Αγίους από νέος, αλλά και τον διάβολο.
Κάποτε, ενώ εργαζόταν, του είπε ο εργοδότης του να κοιμηθεί στο κρεβάτι του γιού του Κωνσταντίνου που απουσίαζε στην Αμερική. Ο Κωνσταντίνος δυστυχώς είχε γίνει χιλιαστής και επηρέαζε όλη την οικογένειά του. Ο Δήμος είδε τότε ένα διάβολο πάνω στο κρεβάτι, που με δύναμη πέταξε σε απόσταση τριών μέτρων το Δήμο.
Αλλ' αυτός δε φοβόταν το διάβολο. Είχε συνηθίσει με τα πειράγματά του, γιατί συχνά πάλευαν σώμα με σώμα. Τα όπλα του ήταν το σημείο του Σταυρού και η επίκληση της Παναγίας, τα οποία έκαναν να εξαφανισθεί ο διάβολος. Κάποτε που του παρουσιάστηκε σαν δράκοντας, χωρίς να τον φοβηθεί καθόλου ο Δήμος, τον έπιασε από την ουρά και τον πέταξε μακριά.
Αν και αγαπούσε την μοναχική ζωή και ήθελε από μικρός να γίνει μοναχός, οι γονείς του τον εμπόδισαν. Έτσι νυμφεύθηκε κάποια νέα, ονόματι Σπυριδούλα και απέκτησαν δύο τέκνα. Συνέχισε να εργάζεται και να βοηθά την οικογένειά του αλλά και να αγωνίζεται. Δεν του έλειψαν οι πειρασμοί.
Κάποτε κάθισε ο πειρασμός στον ώμο του και μόλις φώναξε "Παναγία μου", εις επήκοον της συζύγου του, αμέσως εξαφανίστηκε.
Τον διάβολον αποκαλούσε συνήθως «τρισκατάρατον» και ενίοτε «παρασάνδαλον». Τον έδιωχνε και με την εκφώνηση του ιερέως, «της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου...».
Κάποτε τον αγγάρευσαν οι κομμουνιστές να μεταφέρει όπλα από το χωριό σε ένα άλλο. Καθ' οδόν τους είπε: «Είπε και ο Χριστός: "Άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι, τι ποιούσιν"». «Α, ξέρεις και τέτοια», του είπαν. «Όταν φθάσουμε στον προορισμό μας, θα σε τακτοποιήσουμε». Μόλις έφθασαν στο χωριό και άφησε τα όπλα, έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από ένα σπίτι. Οι κομμουνιστές νόμισαν ότι πήρε το δρόμο για να επιστρέψει και έτρεξαν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν τον βρήκαν. Έτσι η θεία Πρόνοια τον διεφύλαξε.
Κάποτε του ζήτησε κάποιος ένα αξιόλογο ποσό να του δανείσει και του έδωσε παρά τη φτώχεια του. Εκείνος δεν τα επέστρεψε και, όταν ο Δήμος τα είχε ανάγκη και του υπενθύμισε το χρέος του, τον απείλησε να τον φονεύσει. Τότε του είπε με απλότητα: «Ας το βρεις απ' άλλον». Και δυστυχώς συνέβη το πολύ δυσάρεστον. Ο άδικος αυτός άνθρωπος ζήτησε δανεικά και από κάποιον άλλο και, όταν δεν τα επέστρεψε, πάνω στην αψιμαχία τους ο άλλος φόνευσε τον άδικο που δανειζόταν χωρίς να τα επιστρέφει και μάλιστα απειλώντας με φόνο.
Έφεραν κάποτε μια γυναίκα δαιμονισμένη σε Μοναστήρι της περιοχής. Όλο το εκκλησίασμα φώναζε στο διάβολο «έβγα». Τότε μόνο ο Δήμος που ήταν παρών, τον είδε να εξέρχεται από το στόμα της σαν πετεινό σκουροκόκκινο.
Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά του Δήμου μεγάλωσαν, έκαναν οικογένεια και απέκτησε και εγγόνια. Αλλά ο ίδιος όλα αυτά τα χρόνια είχε ασίγαστη την επιθυμία να γίνει μοναχός. Έλεγε: «Μ' έτρωγε μέσα μου ο θείος πόθος. Ο πόθος για το Χριστό, για τη μοναχική ζωή. Έτσι άφησα γυναίκα, παιδιά, περιουσίες, νυφάδες και εγγόνια, και ήρθα να προσφέρω στον Κύριο τα γεράματά μου, αφού δεν μπόρεσα να δώσω τα νιάτα μου».
Έτσι το έτος 1955 σε ηλικία 66 ετών ήρθε στη Μονή Γρηγορίου. Εκεί έμεινε για οκτώ μήνες και σ' αυτό το διάστημα που ήταν δόκιμος, είδε σε όραμα τους δύο κτίτορες της Μονής.
Για άγνωστο λόγο ανεχώρησε και κοινοβίασε στη γειτονική μονή του Διονυσίου. Μετά τη νόμιμη δοκιμασία εκάρη μοναχός με το όνομα Δαυίδ.
Ενθουσιασμένος από τη μοναχική ζωή και λατρεία, την οποία στερήθηκε τόσα χρόνια, χαιρόταν, έκανε ακούραστα τα διακονήματά του και ήταν πολύ υπάκουος. Έτρεχε σαν μικρό παιδί και διακονούσε παντού.
Είχε μάθει καλά το «ευλόγησον» και το «να' ναι ευλογημένο». Ήταν φιλήσυχος, ειρηνικός με όλους. Δεν πείραζε κανένα, δεν κατέκρινε κανένα. Ήταν νηστευτής. Κατά καιρούς νήστευε περισσότερο. Δεν παρακαθόταν στην τράπεζα. Έτρωγε τα τελευταία χρόνια μόνο ό, τι του πήγαινε ο πατήρ Θεόκτιστος στο κελί του. Ήταν ρακενδύτης. 
Φορούσε παλαιά και μπαλωμένα ζωστικά, και για κάλτσες έραβε κομμάτια από υφάσματα που έβρισκε. Δεν τον ενδιέφερε η εξωτερική του εμφάνιση. Δεν του άρεσε η αργολογία και έλεγε συμβουλευτικά σε νέο συγκοινοβιάτη του: «Κουβεντούλα - κουβεντούλα, τρώει ο λύκος τη βετούλα». (Χρονιάρα γίδα). Δηλαδή με την αργολογία ζημιώνεται η ψυχή μας. 
Στις λοιδορίες δεν απαντούσε· έκανε ότι δεν άκουγε. Την ημέρα που έγινε Μεγαλόσχημος κάποιος παλαιότερος τον ελοιδώρησε λέγοντας ένα δηκτικόν λόγον, αλλά αυτός ήταν «ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς». Όταν εκοιμήθη ο λοίδορος μοναχός, ο γερω-Δαυίδ τον είδε εντός λίμνης και μόλις φαινόταν λίγο το κεφάλι του.
Το κελί του ήταν πολύ ατημέλητο και λερωμένο γι' αυτό είχε πολλούς ψύλλους και κοριούς. Όταν ήρθε η συνοδεία του παπα-Χαράλαμπου από το Μπουραζέρι, θέλησαν να το καθαρίσουν και πέταξαν στη θάλασσα πολλά άχρηστα πράγματα. Ο γερω-Δαυίδ δεν αντέδρασε, μόνο έλεγε: "Δόξα τω Θεώ που ήρθαν οι πατέρες και μας καθαρίζουν".
Στο ταπεινό, μικρό, μισοσκότεινο, απεριποίητο κελάκι του καταγινόταν στην ευχή. Έκανε αγρυπνίες και για να μην τον πιάνει ο ύπνος, όταν κουραζόταν, καθόταν σ' ένα σκαμνάκι κουτσό με τρία πόδια. Μόλις αποκοιμόταν έχανε την ισορροπία πέφτοντας ξυπνούσε και συνέχιζε την αγρυπνία του.
Είχε πραγματική ταπείνωση, ήταν ένας ταπεινός Κοινοβιάτης. Τον εαυτό του, όπως έλεγε, δεν τον λογάριαζε ούτε για σκνίπα. Αυτή η ταπείνωσή του ήταν η ασπίδα του στις πολλές επιθέσεις του διαβόλου που του εμφανιζόταν συχνά.
Κάποτε στο παρεκκλήσι του Ακαθίστου, ενώ προσευχόταν, είδε πλήθος δαιμόνων να περνούν από μπροστά του, χωρίς όμως να μπορέσουν να τον βλάψουν.
Άλλες φορές ανέβαινε τις σκάλες του Μοναστηριού και του παρουσιάστηκε δήθεν ο παπα-Θόδωρος, αδελφός της Μονής. Του πρότεινε το χέρι για να το φιλήσει. Ο γερω-Δαυίδ τραβήχτηκε πίσω παραξενεμένος. Σκεφτόταν: «Τι συμβαίνει; Γιατί μου δίνει το χέρι;», και σκύβοντας πέρασε κάτω από το χέρι του και πήγε στην ακολουθία.
Άλλη φορά προσπαθούσε να τον ρίξει στον γκρεμό, ενώ βρισκόταν στο Μετόχι του Μονοξυλίτη. Τότε παρουσιάστηκε ο Κύριος με την Παναγία και τον Πρόδρομο, όπως είναι στο τρίμορφο, στην εικόνα που είναι στο Μοναστήρι απέναντι από τη θύρα της τραπέζης. Ο Τίμιος Πρόδρομος βγήκε από την εικόνα, πήρε ενσώματη ζωντανή μορφή και τον έσωσε. Θυμόταν σε όλη του τη ζωή καθαρά το γεγονός αυτό της σωτηρίας του και έλεγε: «Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος».
Στο Μονοξυλίτη την ημέρα έκτιζε πεζούλια, καλυβόσπιτα, το οπωροφυλάκιο, και τη νύχτα έκανε αγρυπνία που την άρχιζε με την ανατολή του αποσπερίτη, μέχρι που κημέρωνε.
Άλλοτε προσευχόμενος εκεί είδε μπροστά του ένα λαμπρό νέο. Ήταν άγγελος. Όταν εξαφανίστηκε, είδε πλήθος αγγέλων να δοξολογούν το Θεό.
«Κάποτε», διηγήθηκε, «την ώρα της προσευχής ήρθε να με ταράξει ο διάβολος. Αμέσως τον πιάνω και 'γώ και τού 'σπασα το κεφάλι με τις γροθιές. Φοβήθηκε και έφυγε. Έλεγα, βλέπεις, και το "κύριε Ιησού Χριστέ...».
Έβλεπε πολλές φορές τους δαίμονες μέσα στην Εκκλησία και οι πατέρες το καταλάβαιναν από τις αντιδράσεις του. Κάποτε γέλασε και όταν ζήτησαν να μάθουν το λόγο, απάντησε: "Δεν είδες που μου έδινε ο διάβολος λουκουμάκι για να μην κοιμηθώ;".
Αλλά και στο κελί του δεν έβρισκε ησυχία από το διάβολο. Το απλό γεροντάκι τον πολεμούσε και αυτό με τον τρόπο του. Από όπου ερχόταν ο πειρασμός, έβαζε ένα Σταυρό και μετά δεν τολμούσε να ξαναμπεί από το ίδιο σημείο. Έτσι είχε γεμίσει το κελί του με Σταυρούς. Στην πόρτα, στο παράθυρο, στους τοίχους, ακόμη και στο ταβάνι κρέμασε Σταυρούς με κλωστή. Οι Σταυροί που έφτιαχνε ήταν απλοί και αυτοσχέδιοι. Έδενε δύο ξυλαράκια με κλωστή ή δύο λωρίδες από χαρτί ή από ύφασμα ή λαμαρίνα σε σχήμα Σταυρού. Ήταν μεν απλοί αλλά τη δουλειά τους την έκαναν, γιατί εμπόδιζαν την είσοδο του πειρασμού. Έλεγε με απλότητα: «Σε όλους τους ανθρώπους παρουσιάζεται ο διάβολος, αλλά δεν τον βλέπουν όλοι. Άμα ο άνθρωπος έχει πάθη, κακίες, αμαρτίες, έχει μέσα στην καρδιά του και στο μυαλό του το διάβολο. Τους πράους και ταπεινούς τους φοβάται, αλλά δεν μπορεί να τους κάνει τίποτε, διότι είναι με το Χριστό».
Τον ρωτούσε συγκοινοβιάτης του:
- Γερω-Δαυίδ, βλέπεις τίποτε; Βλέπεις κανέναν Άγιο;
- Ε, τι σκαλίζεις εκεί πέρα; Άσε με, απαντούσε. Μετά όμως από επίμονες ερωτήσεις έλεγε με τη χαριτωμένη του απλότητα σα να διηγείτο ένα πολύ φυσικό γεγονός: «Να, χθες πήγα να ψάλλω το Απολυτίκιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εμφανίστηκε μπροστά μου όλο φως. Τον χαιρέτησα με υπόκλιση και εκείνος εξαφανίστηκε».
Όταν επισκέφτηκε τη Μονή Διονυσίου ο γερω-Παΐσιος, πήγε να δει και το γερω-Δαυίδ στο κελί του. Τον βρήκε τυλιγμένον με τα κουρέλια του, με τραβηγμένες τις κουρτίνες για να είναι σκοτεινό το κελί του. Τον ρώτησε τι κάνει, και ο γερω-Δαυίδ απάντησε με απλότητα, «τί κάνουν οι καλόγεροι;» δείχνοντας το κομποσχοίνι του. Και όταν τον ρώτησε για τα μυστικά βιώματά του, απάντησε: «Δε λέγονται, δε λέγονται».
Ο απλός και ολιγογράμματος Γέρων σαν τον προφήτη Ιεζεκιήλ είχε πολλές οράσεις από την παιδική του ηλικία. Ως μοναχός αγωνίστηκε φιλότιμα. Έλεγε συνεχώς την ευχή και είχε προσοχή πολλή. Έλεγε ότι το κουκούλι μας φυλάγει να μην περιεργαζόμαστε και μετά κατακρίνουμε τους αδελφούς την ώρα της τραπέζης. Συμβούλευε, οι μοναχοί να κάνουν υπακοή και να έχουν αγάπη μεταξύ τους. Ως μεγαλύτερη αμαρτία θεωρούσε την υπερηφάνεια. Όποιος θέλει να βρει το Χριστό, θα τον βρει μέσα στην καρδιά του, όπως και ο ίδιος τον βρήκε φυσικά, αφού «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν».
Όταν πλέον ο γερω-Δαυίδ διήνυε το 94ο έτος της ηλικίας του, το χειμώνα, ασθένησε για λίγες μέρες. Προαισθανόμενος ότι εγγίζει το τέλος του προετοιμάσθηκε και στις 5 Φεβρουαρίου 1983 παρέδωσε την καθαρή ψυχή του στα χέρια του Θεού. Όλοι τον συγχωρούσαν και κανείς δεν είχε παράπονο από το γερω-Δαυίδ. Επικρατούσε μια κατάνυξη και πίστευαν ότι βρήκε η ψυχή του τόπον αναπαύσεως.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Εκδόσεις
Ιερόν Ησυχαστήριον
«Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος»
σελ. 174-183

Κυριακός μοναχός Διονυσιάτης (1910 - 1966)

Θεόκτιστος μοναχός Διονυσιάτης (1926 - 1995)


Μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτη
Κατά κόσμον λεγόταν Θεόδωρος Σαχρόνης και γεννήθηκε σε ένα ωραίο Ζαγοροχώρι της Ηπείρου λεγόμενο Λάιστα. Δεν γνωρίζω γιατί μετά το δημοτικό σπούδασε σε ρουμάνικο σχολείο γι’ αυτό τα ρουμάνικα τα μιλούσε όπως τη μητρική του γλώσσα.
Στα νεανικά του χρόνια φαίνεται ότι ζούσε στην άγνοια αν και με τη συνείδησή του ήταν πολύ προσεχτικός. Είχε και μίαν αδελφή, δεν θυμάμαι το όνομά της. Στην εποχή εκείνη η πατρίδα μας πέρασε την μεγάλη δοκιμασία όχι μόνον του πολέμου, αλλά δυστυχώς κατόπιν και του εμφυλίου. Το αντίθετο στρατόπεδο, δηλ. οι κομμουνιστές, και αυτοί από άγνοια, δεν πολεμούσαν μόνο με τους ανθρώπους αλλά πολέμησαν και την Εκκλησία με το δόγμα «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Έτσι παρέσυραν σε μικρό βαθμό τον Θεόδωρο, αλλά πολύ περισσότερο την αδελφή του εις την αθεΐα. Δυστυχώς ο παππούς αυτός μέχρι τέλους της ζωής του έφυγε μ’ αυτόν τον πόνο, ότι η αδελφή του παρέμεινε άθεη.
Για τον ίδιον όμως μεσολάβησε στη ζωή του ένα πολύ θαυμαστό περιστατικό, που τον ανάγκασε να κάνει στροφήν 180 μοιρών. Μετά την απόλυσή του από το στρατό έπαθε φυματίωση σε βαθμό που κινδύνευε η ζωή του. Στη δοκιμασία αυτή αναγκάσθηκε να προβληματισθεί μήπως υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη από τους γιατρούς και δειλά-δειλά άρχισε να προσεύχεται. Μιά βραδυά, μας έλεγε, βλέπει ζωντανά στον ύπνο του τον Άγιο Νικόλαο να τον ρωτά:
-Τι έχεις Θεόδωρε;
-Δεν βλέπεις, παππού, τα χάλια μου; Πεθαίνω από φυματίωση.
-Άντε, εγώ θα σε κάνω καλά, αλλά πρόσεχε (με κάπως αυστηρή φωνή) στο εξής να ζεις χριστιανικά και Τετάρτη και Παρασκευή πάντοτε να νηστεύεις. Εντάξει;
-Εσύ, ποιός είσαι, παππού;
-Εγώ είμαι ο Άγιος Νικόλαος.
Και ξύπνησα.
Την άλλη ημέρα πήρε ήδη την άνω βόλτα, τρέχει στην πρώτη Εκκλησία και ψάχνει πνευματικό να εξομολογηθεί. Πάει να προσκυνήσει. Κοιτάει· να το άγνωστο Γεροντάκι στην εικόνα. Ήταν η Εκκλησία του Αγίου Νικολάου και η εικόνα έμοιαζε ακριβώς. Ύστερα από μιά συντετριμμένη εξομολόγηση, άλλαξε παντελώς η ζωή του. Εν τω μεταξύ μεταβαίνει για τις συνηθισμένες ιατρικές εξετάσεις, για να πει στους γιατρούς «είμαι καλά». Προς έκπληξη των ιατρών οι εξετάσεις ήσαν ολοκάθαρες και με παρρησίαν μαζί με τη φυσική του απλότητα διεκήρυττε ότι ο Άγιος Νικόλαος τον έκανε καλά και ότι αυτά που μας διδάσκουν περί αθεΐας είναι ανοησίες. Αυτή η ομολογία φαίνεται να του ξέπλυνε και μιά αμαρτία εν καιρώ της αγνοίας του.
Τον καιρό του Β΄ παγκοσμίου πολέμου περνούσαν μαζί με πολλούς άλλους από ένα φυλάκιο Γερμανών. Οι Γερμανοί ρωτούσαν προφορικά «τι είσαι;». Έλληνας ορθόδοξος. «Πέρνα απ’ εδώ» και τον κρατούσαν. Άλλους ρωτούσαν «τι είσαι;». Μουσουλμάνος από την Ξάνθη. «Ελεύθερος· φύγε». Βλέποντας ο νεαρός τότε Θεόδωρος αυτή τη διάκριση, όταν τον ρωτάει ο Γερμανός, εσύ «τι είσαι;», αυτός δυστυχώς απαντά, Μουσουλμάνος από Ξάνθη. Αυτό, αγαπητοί μου, είναι μιά καθαρή άρνηση πίστεως. Το ελαφρυντικό μόνον ήταν ότι τότε ακόμα καλά-καλά ούτε σαν ορθόδοξος δεν πίστευε. Ωστόσο όπως μας έλεγε, όπως ο Δαβίδ έλεγε «η ανομία μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός» έτσι και ο Γέροντας αυτός το θυμόταν και ζητούσε συγγνώμη σ’ όλη του τη ζωή. Γι’ αυτό και όταν του διδόταν ευκαιρία ομολογούσε και διακήρυττε την ορθόδοξη πίστη παντού.
Αφού λοιπόν μετά την θαυμαστή θεραπεία αλλαξε παντελώς ζωή, ήδη από τον κόσμο ζούσε ασκητικά μέχρις ότου με στερεά αλλά και ώριμη απόφαση, σε τελεία ηλικία περίπου τριάντα ετών, αποφασίζει να αναχωρήσει για μοναχός στο Άγιον Όρος.
Ακούοντας τη φήμη και τα θαύματα της Παναγίας της Τήνου, προτού αναχωρήσει μπήκε μέσα του διακαής πόθος να μεταβεί να την προσκυνήσει. Αυτό πάλιν, απετέλεσε δεύτερο σταθμό στη ζωή του. Εκεί αισθάνθηκε τόση χάρη, τόσον έντονη την παρουσία της Κυρίας Θεοτόκου, ώστε δεν μπορούσε να βαστάξει τον εαυτόν του από τα πολλά δάκρυα. Οπόταν για μιά στιγμή βλέπει να κατεβαίνει ολοφάνερα μέσα στον ναό η Δέσποινά μας και να ευλογεί τον λαό. Από έκπληξη και θαυμασμό και με τη συνηθισμένη του απλότητα φωνάζει δυνατά: «η Παναγία μας, η Παναγία». Τότε, ώ του παραδόξου θαύματος, στρέφοντας το βλέμμα οι πιστοί εκεί που τους έδειχνε, όλοι με μιά φωνή είπαν «η Παναγία, η Παναγία». Όλοι την είδαν. Το τι συγκίνηση, όπως μου έλεγε, δεν περιγράφεται.
Μετά το ταξίδι και την εμπειρία αυτή δεν άργησε να αναχωρήσει για το Άγιον Όρος όπου επέλεξε και την πιό αυστηρή Μονή, δηλ. του Διονυσίου κατά χρονολογίαν 1957. Σε δύο χρόνια μέσα, αφού οι εξετάσεις ως δόκιμος ήσαν άριστες, εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα Θεόκτιστος. Έκτοτε έδωσε όλον τον εαυτόν του στην υπακοήν και την αδιάλειπτον προσευχήν. Ο Ηγούμενος τον είχεν αναπληρωματικόν σε όλα τα διακονήματα. «Πέρασα», όπως μου έλεγε, «όλα τα διακονήματα: φούρνος, μαγειρείο, τράπεζα, λάντζα, Μονοξυλίτη, αντιπροσωπείο κλπ». Και μου έλεγε με όλη την απλότητα: «Ξέρεις τι είναι η προθυμία στην υπακοή, αδελφέ; Θαύματα, ζωντανά θαύματα κάνει, αδελφέ, κάθε μέρα».
Μία ημέρα πήγα πρώτη Λειτουργία για να μαγειρέψω τα ρεβύθια στη δεύτερη μετά δύο ώρες. (Στην Μονή Διονυσίου αρχίζουν πολύ νωρίς Όρθρο και μετά γίνεται διακοπή μιά-δυό ώρες, για να γίνει Θ. Λειτουργία. Εκτός από τον Εφημέριον όμως οι άλλοι ιερείς συνήθως λειτουργούν αμέσως μετά το τέλος του Όρθρου. Αυτή είναι η πρώτη Λειτουργία. Αυτό βοηθά πολλούς λαϊκούς αλλά και μοναχούς που διακονούν μαγειρείο και τράπεζα). Βάζω πάνω τα ρεβύθια, βράζουν, βράζουν· τίποτα σκληρά σαν πέτρα. Πλησιάζει να τελειώσει και η δεύτερη Λειτουργία· ακολουθεί τράπεζα. Τι θα γίνει; Τι πειρασμός τώρα. Όμως για μιά στιγμή, λέω «καλά θαύματα δεν γίνονται;». Τι αγωνιώ; Και αμέσως «Παναγία μου και Τίμιε Πρόδρομε, βοήθα με». Έ! δεν θα πιστέψεις. Κοιτάζω το καζάνι και στη στιγμή μέσα, λιώμα τα ρεβύθια. Δεν έφθασε αυτό, είχα και έπαινο στο τέλος. Μου λέει ο Ηγούμενος, «Θεόκτιστε, συγχαρητήρια. Τέτοια γλυκιά ρεβύθια δεν ξαναφάγαμε».
Άλλοτε πάλι, σαν κονακτσής στις Καρυές (βοηθός του αντιπροσώπου) μία μέρα γιορτή του Αγίου Στεφάνου, ήλθε ο παπάς, ένας ευλαβής ρώσος Ιερομόναχος, να λειτουργήσει, αλλά παραδόξως κάθησε σε μιά γωνιά. Περνά αρκετή ώρα. Τότε πάει ο αντιπρόσωπος και του λέει. «Άντε, παπά μου, αργήσαμε. Πάρε καιρό». Και εκείνος απαντά:
-Αφού μέσα άλλο παπά έχει, εγώ τι χρειάζει;
- Μα ποιός παπάς, πάτερ μου;
-Μα εμένα δουλεύει· δεν είδες διάκο που βγήκε έξω και θυμίασε;
Ο ευλαβής αυτός ιερομόναχος μπροστά στα μάτια μας μου έλεγε είδε οφθαλμοφανώς τον Άγιο Στέφανο (στον οποίον τιμάται και το εκκλησάκι). Όμως εγώ ως ανάξιος δεν είδα τίποτε.
Ο π. Θεόκτιστος, μπορώ να πω και ως αυτόπτης, παντού διέπρεψε. Όμως επί των ημερών μας άφησε εποχή και μοναδικό παράδειγμα στο διακόνημα του γηροκόμου. Αφότου πήγε στο Μοναστήρι (δεν ξέρω αν μόνο στα πρώτα χρόνια μας) πέρασαν απ’ αυτόν όλα τα γεροντάκια. Δεν είναι μόνο να ταΐσεις και να ποτίσεις. Αυτό δεν είναι τίποτε. Έτυχε να πέφτουν κατάκοιτοι γεροντάκια που άλλοτε με γεροντικές ιδιοτροπίες, άλλοτε ετύχαινε να χάσουν το μυαλό και να πάθουν αρτηριοσκλήρωση. Εκεί να δεις αγώνα. Είδα εγώ, ιδίοις όμμασιν, ένα γεροντάκι που μάλιστα ζήτησε καταφύγιο στο γήρας από τη Σκήτη του Ξενοφώντος, που (με συγχωρείτε) λερωνόταν κάθε μέρα. Δώστου ο παππούς να του αλλάζει ρούχα, σεντόνια και να πλένει με τα χέρια. Δεν έφτανε αυτό, το γεροντάκι το μισόχασε. Ο ένας καθάριζε ακαθαρσίες και ο άλλος να βρίζει. «Ρε τύραννε, ρε Νέρων, ρε Διοκλητιανέ» και δώστου κατάρες με την ιδέα ότι τον βασανίζει κιόλας. Και ο παππούς άκουα να μονολογεί. «Είμαι Νέρων, είμαι Διοκλητιανός!, ο Θεός σχωρέστον. Δεν καταλαβαίνει. Τι να κάνω». Και συνέχιζε το καθήκον. Τέτοιες περιπτώσεις του έτυχαν πάμπολλες, διότι την περίοδο εκείνη είχε πολλά γεροντάκια το Μοναστήρι.
Αλλά τι να πω για την πίστη του, την πραότητα, την ανεξικακία, την μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία, τον Τίμιο Πρόδρομο και όλους τους Αγίους, κατ’ εξοχήν τους Ηπειρώτες; Ο Άγιος Μηνάς, ο φανερωτής Άγιος. Στο εκκλησάκι του Ακαθίστου πίσω από ένα στασίδι υπάρχει τοιχογραφία του Αγίου Μηνά. Όταν βλέπαμε το εισοδικό με μιά λαμπάδα λέγαμε «κάτι έχασε ο π. Θεόκτιστος». Δεν περνούσε πολλή ώρα και τον ακούαμε με τη συνηθισμένη του απλότητα «θαύμα, θαύμα μέγα» και μας έλεγε τι του φανέρωνε αμέσως κατά θαυμαστό τρόπο.
Είχε μεγάλο πόθο για την όσο πιό συχνή Θεία Κοινωνία. Ο παλαιός Ηγούμενος έδινε σημασία μεταξύ των άλλων απαραιτήτων για ετοιμασία και στην τριήμερη νηστεία. Ως εκ τούτου κοινωνούσαν άλλοι κάθε 15 και άλλοι νήστευαν και την Πέμπτη κάθε εβδομάδα προκειμένου να κοινωνήσουν το Σάββατο. Όταν ο αείμνηστος Γέροντας μου π. Χαράλαμπος ανέλαβε τα σκήπτρα, μετρίασε την νηστεία λόγω του ότι ως μοναχοί νηστεύουμε πάντα τρις της εβδομάδος και το Σάββατο νηστεύαμε μόνον στη δεύτερη τράπεζα και έτσι κοινωνούσαμε και Κυριακή.
Τι χαρά έκανε το γεροντάκι αυτό, όταν μπορούσε να κοινωνεί τόσο τακτικά, δεν περιγράφεται. Αλλά και ως προς τον μοναχικό του κανόνα είχε μεγάλη ακρίβεια. Ποτέ δεν παρέλειψε τον κανόνα στο κελλί και παρ’ όλον τον φόρτο της διακονίας πάντοτε ήταν πρώτος στην Εκκλησία και έφευγε τελευταίος.
Να τον αναπαύσει ο Χριστός, όπως και αυτός ανέπαυσε όχι μόνον τους προϊσταμένους του και όλους τους αδελφούς με την πρόθυμη υπακοή, αλλά κυρίως ένα πλήθος γεροντάκια τα οποία πέρασαν από τα χέρια του. Έτσι και ο αείμνηστος και αγαπητός μας αδελφός π. Θεόκτιστος με την αδιάλειπτον ευχήν στα χείλη αφήκεν την τελευταίαν του αναπνοήν κατά τις 8.6.1995 εις ηλικίαν 69 ετών.
Αιωνία αυτού η μνήμη.

Ζαχαρίας μοναχός Διονυσιάτης (1909 - 2000)


μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτου
Στην πολυετή πορεία της μοναχικής μου ζωής (1964-2015), γνώρισα πλήθος μοναχών, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στην εν ουρανοίς Εκκλησία των πρωτοτόκων. Απ’ αυτούς, πολλοί εγκατέλειψαν τα εγκόσμια στο άνθος της ηλικίας τους, άλλοι μεσήλικες και άλλοι σε γεροντική ηλικία. Απ’ όλες αυτές τις ηλικίες γνωρίσαμε αγίους ανθρώπους. Μάλιστα ένα μέρος εξ αυτών ήσαν εξ εγγάμων. Δεν έχει σημασία τι ζωή έκαναν πρωτύτερα, σημασία έχει τι ζωή έκαναν αφ’ ότου άκουσαν και υπάκουσαν στη φωνή της ουράνιας κλήσεως. Και ο Απόστολος Πέτρος ήταν εξ εγγάμων, όμως άμα τη κλήσει ακολούθησε τη φωνή του Διδασκάλου Χριστού, σε βαθμό να έχει παρρησία να λέγει προς το Σωτήρα «Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σε» (Ματθ. ιθ΄27). Αλλά αν εξε­τάσουμε και τη Χριστιανική τους διαγωγή προτού μονάσουν, διαπιστώνουμε, ότι ήδη από τον κόσμο ασκούσαν αρετή και τηρούσαν πιστά τις εντολές του Ευαγγελίου.
Οι Άγιοι Ξενοφών και Μαρία μόνασαν σε μεγάλη ηλικία κι όμως στην αρετή υπερέβαιναν τα τέκνα τους που μόνασαν από νέοι. Ο Άγιος Συμεών, ο κτίτωρ της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου, αν και ακολούθησε σε γεροντική ηλικία τον υιό του Άγιο Σάββα στο μοναχισμό, εν τούτοις ονομάζεται μυροβλύτης, διότι μετά θάνατον μυρόβλυσε ο τάφος του και τελεί μέχρι σήμερα αμέτρητα θαύματα.
Στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου πρόσφατα εγκαταβίωσαν αρκετοί και έγιναν μοναχοί εξ εγγάμων, οι οποίοι άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους για τον υποδειγματικό βίο που έζησαν. Αξίζει να μνημονεύσω τα αείμνηστα Γεροντάκια Φιλάρετο, Ιωακείμ, Ερμόλαο, Τρύφωνα κ.ά., για τους οποίους κάποτε αξίζει ν’ ασχοληθεί η Μονή κάπως πλατύτερα, προς παραδειγματισμό των νεωτέρων αδελφών.
Άλλο ένα τέτοιο όψιμο ρόδο της ερήμου είναι ένας μοναχός από την καθ’ ημάς Ι. Μ. Διονυσίου, ο οποίος αν και απετάγη τον κόσμο γέρος, όμως υπερέβαινε ως προς την αρετή πολλούς που εγκαταβίωσαν από νέοι.
Ο μοναχός αυτός ονομαζόταν κατά κόσμον Γεώργιος Μπουσουλέγκας και αφού έλαβε το μοναχικό σχήμα ονομάστηκε Ζαχαρίας.
Ο Γεώργιος κατήγετο από τη Βέρροια και γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς το 1909. Από μικρός ήταν εργατικός και υπάκουος στους γονείς του. Μάλιστα για να κερδίζει τα προς το ζην και να βοηθά οικονομικά καλύτερα τους γονείς του έγινε ένας από τους σπουδαιότερους τυροκόμους της εποχής του.
Κατά τα έτη 1929-30 τον κάλεσαν στην Τουρκία σ’ ένα μεγάλο τσιφλικά με χιλιάδες αιγοπρόβατα να φτιάχνει τυρί.
Από την ημέρα που μπήκε στο κτήμα του Τούρκου ο Γιώργος, αν και δεν ήταν Οθωμανός, διαπίστωσε όμως το αφεντικό ότι οι ευλογίες του Αλλάχ (του Θεού), τον είχαν κατακλύσει. Αλλά και ως τεχνίτης ο Γιώργος έφτιαχνε τέτοιο ωραίο τυρί που έγινε παντού ξακουστό. Αφού είδε, έκατσε και σκέφτηκε καλά ο αγάς και λέει στη γυναίκα του: «Μπρε χανούμισσα, άλλο καλύτερο γαμβρό για την κόρη μας δεν βρίσκουμε. Σύμφωνοι; Σύμφωνοι». Φωνάζει λοιπόν τον υπάλληλο και του λέει: «Μπρε Γιώργο, βλέπεις αυτό το ατελείωτο τσιφλίκι, τα ζώα, τα δένδρα, τα σπίτια; Εσύ θα τα κληρονομήσεις. Όλη κι όλη μια μονάκριβη κόρη έχω. Θα σας παντρέψω και όλα δικά σας». Και ο Γιώργος πώς αντέδρασε; Χωρίς καν να το σκεφτεί απαντά: «Αφέντη μου, όχι μόνο το τσιφλίκι, τον κόσμο να μου χαρίσεις, την πίστη μου δεν την αλλάζω». Επιμένει ο Τούρκος, επιμένει ο Γιώργος. Στο τέλος ο Τούρκος αγανακτισμένος αρπάζει ένα μεγάλο μαχαίρι και με απειλή του λέει: «Παίρνεις την κόρη μου ή σου κόβω το κεφάλι». Και ο γενναίος ομολογητής και κατά πρόθεση μάρτυρας σκύβει το κεφάλι: «Ορίστε, αφέντη μου, κόψε το». Τότε αλλάζει ύφος το αφεντικό παρατάει τη χατζάρα, τον βάζει στην αγκαλιά του και του λέει με θαυμασμό: «Μωρέ μπράβο! Τί είσαι συ, ρε Γιώργο, να βάζεις κάτω και το κεφάλι για την πίστη σου;». Έκτοτε ο αγάς τον εκτιμούσε περισσότερο γιατί κατάλαβε ότι ο υπάλληλός του ήταν πολύτιμος.
Έλα όμως που είχαμε και συνέχεια. Στην Τουρκία τότε δεν πήγε μόνος· ήταν μια ομάδα από νέους που μετανάστευσαν για λόγους οικονομικούς. Οι νέοι αυτοί τα βράδια συναντιόντουσαν και έκαναν παρέα. Στη συζήτησή τους διηγείται ο Γιώργος το περιστατικό. Τί έγινε νομίζετε; Του είπαν συγχαρητήρια; Τουναντίον όλοι μαζί τον έβγαλαν παλαβό. «Ρε κουτέ, σε μια μέρα θα γινόσουν εκατομμυριούχος και προτίμησες θάνατο; Είσαι παλαβός».
Κι όμως ο Γιώργος ποτέ δεν μετάνιωσε. Προτίμησε να γίνει «διά Χριστόν» παλαβός αλλά και κατά πρόθεση μάρτυρας, παρά πλούσιος και αρνητής.
Αφού ο Γιώργος δούλεψε τίμια 2-3 χρόνια στην ξενιτειά επιστρέφει πάλι στη πατρίδα. Δεν άργησε να γνωρίσει μια σεμνή κοπέλλα από το γένος μας, την Δέσποινα, την οποίαν νυμφεύθηκε κατά το έτος 1937 με την οποίαν έζησαν υποδειγματικό έγγαμο βίο και έφεραν στον κόσμο τέσσερα παιδιά. Απ’ αυτά, ο Νικόλαος, σε ηλικία 22 ετών ακολούθησε μοναχικό βίο εγκαταβιώσας στη συνοδεία του αειμνήστου Γέροντός μου  παπα-Χαραλάμπους, όταν ακόμα βρισκόμασταν στο μεγάλο Χιλανδαρινό κελλί Μπουραζέρι. Μετονομάσθηκε Μοναχός Παντελεήμων και λίγο αργότερα προήχθη σε ιερομόναχο, ο οποίος κοσμεί μέχρι σήμερα την Ι. Μ. Διονυσίου, στην οποίαν προσεκλήθη η αδελφότης μας να την επανδρώσει λόγω λειψανδρίας.
Εκεί που έδωσε μεγάλες εξετάσεις σαν λαϊκός ήταν στον πόλεμο του ’40. Επιστρατεύθηκε μαζί με όλους τους νέους και πολέμησε στην πρώτη γραμμή στο αλβανικό μέτωπο. Θυμόταν και μας έλεγε: «16 επιθέσεις στην πρώτη γραμμή είχαμε με τους Ιταλούς. Οι σφαίρες σφύριζαν δίπλα μας, σχίζαν πολλές φορές τα πουκάμισά μας, χωρίς να μας αγγίξουν. Εκεί είναι που βλέπαμε την προστασία του Χριστού και της Παναγίας ολοφάνερη. Δυστυχώς όμως, δεν έφτανε που η ζωή μας κινδύνευε κάθε μέρα, υπήρχαν και στρατιώτες που ο νους τους ακόμα ήταν στην ασωτία και τη βλασφημία. Φεύγαν από το μέτωπο να πάνε στα καταγώγια της ασωτίας. Ε, λοιπόν, το είδαμε με τα μάτια μας, λες και τους ψάχναν οι σφαίρες. Όσα θύματα είχαμε, ήταν όλοι αυτής της διαγωγής. Εγώ ζούσα με το φόβο του Θεού και με κύριο όπλο την προσευχή. Αυτό δεν μπόρεσε να παραμείνει απαρατήρητο από τους συστρατιώτες μου. Όταν λοιπόν είχαμε βομβαρδισμούς και οι σφαίρες με κύκλωναν, κολλούσαν πάνω μου. Τους έλεγα: ‘Τι κάνετε ρε παιδιά; Αφήστε με’. Και εκείνοι μου απαντούσαν: ‘Εσύ είσαι δίκαιος, να γλυτώσεις και μας’».
Αξιώθηκε προς ώραν να δει τη δόξα της Ελλάδος να επεκτείνεται στη Βόρεια Ήπειρο. Δεν άργησαν δυστυχώς να ακολουθήσουν τα σιδηρόφρακτα άρματα των Γερμανών και να ζήσει και πάλει η ταλαίπωρος πατρίδα υπό το ζυγό των Γερμανών μέχρι το ’44. Εξ ανάγκης ο τακτικός στρατός διελύθη και ο Γιώργος επέστρεψε στην οικογένειά του με την οποίαν άντεξε τους χρόνους εκείνους της σκληρής δοκιμασίας του γένους μας.
Ο Γιώργος κατά τα έτη 1955-56 προσεκλήθη στην Κύπρο όχι μόνο να εργαστεί αλλά και να μεταδώσει την τυροκομική τέχνη που ήξερε. Σημειωτέον ότι στην Κύπρο το κύριο είδος τυριού που παράγεται είναι το χαλλούμι. Ενθυμόταν λοιπόν ο Γιώργος τότε τον απελευθερωτικό αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. Πόσες φορές οι Άγγλοι έκαναν έφοδο στο τυροκομείο, τα αναποδογύριζαν όλα μήπως βρουν όπλα! Συλλάμβαναν υπόπτους, κατά το πλείστον αθώους, τους οδηγούσαν στα κρατητήρια, ακολουθούσαν ξυλοδαρμοί και κατ’ οίκον περιορισμοί. Όλα παρέμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη του Γιώργου.
Όμως έμελλε και εδώ να δώσει πάλι παρόμοιες εξετάσεις με την Τουρκία. Βλέποντας το αφεντικό ένα τόσο καλό τεχνίτη και την επιχείρηση να προοδεύει, του προξενεί κι αυτός την κόρη του για γάμο. Και πάλι ο αδαμάντινος το απέρριψε ασυζητιτί. «Βρε» του λέει «όχι υπάλληλος, αφεντικό θα γίνεις και δεν δέχεσαι»; Και ο Γιώργος με πολλή ευγένεια: «Ευχαριστώ, αλλά είμαι παντρεμένος με παιδιά και δεν αρνούμαι το γάμο μου». Έτσι λοιπόν και με αυτές τις εξετάσεις και με βαθμό πάλι άριστα, τόσο ως τυροκόμος, κυρίως όμως επί αρετή, επέστρεψε πίσω στην οικογένειά του.
Ο π. Ζαχαρίας Διονυσιάτης μαζί με τον κατά σάρκα
υιό του Στέλιο Μπουσουλέγκα
Όλη η ζωή του Γιώργου πέρασε με σκληρές δοκιμασίες. Μια άλλη μεγάλη δοκιμασία ήταν ν’ αρρωστήσει η ευλαβής σύζυγός του Δέσποινα με σακχαροδιαβήτη βαρειάς μορφής. Ο καλός σύζυγός της, μοιράζεται μαζί της και τις θλίψεις με αποκορύφωμα το 1984  να της αφαιρέσουν και τα δύο πόδια εξ αιτίας του σακχάρου. Έκτοτε μέχρι την κοίμησή της το 1991 καθόταν σε καροτσάκι και  την υπηρετούσε ο Γιώργος με πολλή ευχαρίστηση.
Κατά διαστήματα άφηνε κάποιο από τα παιδιά του κι ερχόταν στο Άγ. Όρος στο οποίο και φυτεύθηκε μέσα του η επιθυμία μετά το θάνατο της συζύγου του να γίνει μοναχός. Όπως ήταν επόμενο την μαρτυρική αυτή ζωή άντεξε αγόγγυστα η Δέσποινα μέχρι το 1991, που την εκάλεσε ο Κύριος για να την αναπαύσει  στις ουράνιες Μονές.
Ο Γιώργος τότε μαζί με τη θλίψη συγκέρασε και την χαρά, ότι πλέον ήταν ελεύθερος να εκπληρώσει τον πόθο του. Αλλά και σ’ αυτήν την ηλικία ο πολυμήχανος εχθρός δεν έπαψε να στήνει παγίδες. Μόλις πέρασαν τα 40 της Δέσποινας τον επισκέπτεται μια γειτόνισσα. Γιατί λέτε; Για να του φέρει προξενιό. «Είναι μια γνωστή μου, που έχει τόσα εκατομμύρια στην Τράπεζα και σε θέλει να την παντρευτείς. Μόνο με τους τόκους θα ζήσετε ζωή χαρισάμενη». Της λέει ο Γιώργος: «Ευχαριστώ, δεν ξαναπαντρεύομαι». Εκείνη επιμένει: «Βρε, μην είσαι κουτός, θα ζεις τρισευτυχισμένος… κλπ». Ο Γιώργος και πάλι της το απέκλεισε ασυζητητί.
Στο Άγιον Όρος (1993-2000)
Αφού ο Γιώργος τακτοποίησε όσα οικογενειακά προβλήματα προέκυψαν μετά την χηρεία, ως διψώσα έλαφος, έστω και την ενδεκάτην, μεταβαίνει οριστικά στη Μονή Διονυσίου δίπλα στο παιδί του, τον ευλαβή ιερομόναχο Παντελεήμονα. Πνευματικός του ήταν ο αείμνηστος Γέροντάς μου π. Χαράλαμπος. Αν και ήδη παραιτήθηκε από ηγούμενος όμως με την συναίνεση και του νέου ηγουμένου πανοσιολογιωτάτου Πέτρου, προχηρήσθη τον επόμενο χρόνο σε μεγαλόσχημον μοναχόν με το τιμητικό όνομα Ζαχαρίας, του πατρός του προστάτου της Μονής μας δηλ. του Τιμίου Προδρόμου. Ήταν πολύ συγκινητική η ατμόσφαιρα της εις μεγαλόσχημον κουράς του Ζαχαρίου. Έκτοτε αποτελούσε υπόδειγμα μοναχικού βίου. Εκτελούσε τον διατεταγμένο κανόνα, ερχόταν πρώτος στις ακολουθίες, έκανε υπακοή όσο του επέτρεπαν οι σωματικές του δυνάμεις και γενικά εμψύχωνε με τη ζωή του εμάς τους νεωτέρους. Κυρίως όμως διακρινόταν για τις περιεκτικές αρετές: την ταπείνωση, την αγάπη, την πραότητα, την υπομονή κλπ. Ποτέ κανένας δεν τον είδε να θυμώσει ή να παραφερθεί. Όταν τον παρακινούσαν να κάνει κάτι που ήταν παρά συνείδηση, με ηρεμία απαντούσε: «Ευχαριστώ δεν μπορώ ή δεν θέλω».
Εκτός των άλλων ήταν κοσμημένος με την μακαρίαν απλότητα. Καθόταν πολλές φορές έξω από την πόρτα της Μονής. Πολλοί προσκυνητές βλέποντας ένα γεροντάκι, τον πλησίαζαν για συμβουλές· αυτός δεν σκεφτόταν να υποκριθεί τον παλαιόν ασκητή, αλλά με απλότητα έλεγε: «Εγώ λίγα χρόνια έχω εδώ μοναχός· έχω όμως υιό που είναι εδώ 35 χρόνια. Είναι και πνευματικός. Εκεί να πάτε». Ωστόσο με απλά λογάκια ωφελούσε πάρα πολλούς προσκυνητές, διότι τα λόγια του ήταν βιωματικά.
Έτσι, λοιπόν, όπως οι μάρτυρες δεν είναι ότι κατά τύχην βρέθηκαν σε διωγμούς και μαρτύρησαν, αλλά έζησαν πρώτα υποδειγματικό βίο και ως επισφράγισμα στέφθηκαν με το μαρτύριο, έτσι και ο αείμνηστος αδελφός Ζαχαρίας αφού έζησε υποδειγματικό έγγαμο βίο ως επισφράγισμα εστέφθη με το αγγελικό σχήμα και κατετάγη στον χορό των μοναζόντων.
Έζησε μέχρι το 2000. Τότε ο Κύριος τον εκάλεσε στις ουράνιες σκηνές όπου είναι «των ευφραινομένων η κατοικία». Αιωνία αυτού η μνήμη.

Χρυσόστομος ιερομόναχος Διονυσιάτης (1860 - 1933)


Η καταγωγή του ήταν από τη Βάρνα της Βουλγαρίας. Ήταν τελειόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και του Πανεπιστημίου Ερλάγγης της Γερμανίας. Ήταν γνώστης της βουλγαρικής, λατινικής, γερμανικής, γαλλικής, ρωσικής, αγγλικής και τουρκικής γλώσσας.
Το 1909 προσήλθε στη μονή Διονυσίου κι εκάρη μοναχός. Μετά διετία προσκλήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος κι εστάλη στη Βουλγαρία ως ιεροκήρυκας. Εκεί περιέπεσε σε μεγάλες δυσκολίες, περιπέτειες και πειρασμούς. Επανήλθε στη μονή του και ανέλαβε προϊσταμενικά και γραμματειακά καθήκοντα. Κατά την αγγλογαλλική κατοχή (1916-1917) χρημάτισε αρχιγραμματέας της Ιεράς Κοινότητος και λόγω της μορφώσεως και πολυγλωσσίας του φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμος για το Άγιον Όρος. Διετέλεσε καθηγητής στη Σχολή του Τιμίου Σταυρού Ιεροσολύμων, γυμνασιάρχης Σύμης, καθηγητής στην Ιερατική Σχολή Αγίας Αναστασίας Βασιλικών Θεσσαλονίκης, κατόπιν προσκλήσεως του μητροπολίτου Κασσανδρείας Ειρηναίου (†1945), και της Αθωνιάδος Ακαδημίας.
Κατά τον μακαριστό ηγούμενο Γαβριήλ Διονυσιάτη (†1983): «ούτος ο μακάριος εις τόσον ύψος ταπεινώσεως ήρθη, ώστε να ερωτά πάντοτε τους αδελφούς και διά τα μηδαμινά πράγματα, η δε απάθειά του κατέστη παροιμιώδης εν τη αδελφότητι της Μονής μας και εν Αγίω Όρει γενικώς. Ουδέποτε τον είδε τις εν Καρυαίς ως αρχιγραμματέα της Ιεράς Κοινότητος ή καθηγητήν εν τη Αθωνιάδι οργιζόμενον, πολύ δε περισσότερον αξιούντα έστω και παραμικράν τιμήν και ότε τω απενεμήθη υπό της γαλλικής κυβερνήσεως το παράσημον της λεγεώνος, αμέσως το αφιέρωσεν εις την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, το “Άξιόν έστιν”, προειπών ότι “πάντα όσα έχει ο αγιορείτης μοναχός ανήκουν εις την μεγάλην Μητέρα του την Παναγίαν”. Παρ’ αυτώ είδομεν ότι ότε περί το τέλος της ζωής του ήτο θυρωρός εν τη Μονή μας επί μακρόν τι διάστημα, να προσέρχωνται αι άγριαι περιστεραί οικειώτατα εις το θυρωρείον και να τρώγωσι ψυχία άρτου εκ της παλάμης του αφόβως, τόσον δε τολμηρώς ανεστρέφοντο μετ’ αυτού, ώστε και όταν επέπληττε καμμίαν και την απεδίωκεν ίνα φάγη και άλλη με την σειράν της, αυτή επέμενε και ανερριχάτο εις τους ώμους του οικειώτατα, ενώ εις άλλους ούτε καν επλησίαζε…».
Xρυσόστομος Διονυσιάτης, ως αρχιμανδρίτης
του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Ο αρχιμανδρίτης Χριστόφορος Κτενάς ο Δοχειαρίτης έγραφε περί αυτού: «Ο όσιος και όντως ενάρετος και ταπεινόφρων ούτος κληρικός, ο τιμών ου μόνον την Διονυσιατικήν αδελφότητα, αλλά και σύμπασαν την Αγιορειτικήν και τον Ελληνικόν κλήρον εν γένει … τύπος και υπογραμμός εν τη αρετή και τη ευπειθεία και τη υπακοή εις τους συν¬αδέλφους αυτού και συμμοναστάς εγίνετο».
Έχοντας μνήμη θανάτου συνεχή, σημείωνε στο τραπεζάκι του γρα-φείου του: «Μετ’ ολίγον αποθνήσκω. Τί οφείλω να κάνω; 1) Να φωνάξω τον ηγούμενον να εξομολογηθώ. 2) Να ζητήσω συγχώρησιν από όλους. 3) Και κατόπιν; Κατόπιν να αφήσω τον εαυτόν μου εις το έλεος του Θεού».
Τον αφήκε και το βρήκε.
Και ο παραδελφός του μοναχός Λάζαρος (†1974) έγραφε παρόμοια περί αυτού: «Χρυσόστομος ο αοίδιμος διδάσκαλος, ο απλούς, ο άκακος, ο ακέραιος ωσεί περιστερά απεβίωσεν εν τω γηροκομείω της Μονής την 28ην Σεπτεμβρίου του έτους 1933 εις ηλικίαν 73 ετών. Αιωνία του η μνήμη».
Για μία ακόμη φορά επιβεβαιώθηκε ότι δύναται να συνδυασθεί η λογιότητα με την οσιότητα απόλυτα.
Πηγές-Βιβλιογραφία
Χριστοφόρου Κτενά Αρχιμ., η σύγχρονος Αθωνιάς Σχολή και οι εν αυτή διδάξαντες από του 1845-1916, Αθήναι 1930, σσ. η’-ια’. Λαζάρου Διονυσιάτου μοναχού, Διονυσιάτικαι Διηγήσεις, Άγιον Όρος 1988, σ. 115. Γαβριήλ Διονυσιάτου αρχιμ., Από τον κήπο του παππού, Αγιορείτικες Διηγήσεις Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 27-29.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ. 267-270, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
http://www.pemptousia.gr

Ιερόθεος μοναχός Διονυσιάτης (1883 - 1963)


Ο κατά κόσμον Ιωάννης Προκοπίου του Προκοπίου γεννήθηκε στα Βουρλά της Σμύρνης το 1883. 
Προσήλθε στη μονή Διονυσίου το 1913 και εκάρη μοναχός το 1916.
Διακρινόταν μέσα σε όλη τη Διονυσιάτικη αδελφότητα για την απλότητα, την καλοκαγαθία του, την ταπείνωση και την εργατικότητά του. Γι’ αυτό η χάρη του Θεού, που πλουτίζει μόνο τους ταπεινούς, τον επισκέφθηκε, τον χαροποίησε και τον χαρίτωσε. Στον αγώνα του είχε και συχνές δαιμονικές προσβολές.
Το 1938 όταν ήταν μυλωνάς στον μύλο της μονής, του παρουσιάσθηκε πλήθος δαιμόνων ως τράγοι και μαϊμούδες να τον εκφοβίσουν.
Άρχισε να ψέλνει δυνατά το «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία» και αμέσως εξαφανίσθηκαν. Από τότε είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία κι έκαιγε ακοίμητο καντήλι στην εικόνα της στο κελλί του. Όταν προσευχόταν ή διάβαζε την ακολουθία, τού παρουσιάζονταν οι δαίμονες και τον περιέπαιζαν κι ενοχλούσαν. Άλλοτε κτυπούσαν δυνατά τη θύρα του κελλιού του και του δημιουργούσαν ταραχή. Επικαλούμενος την Κυρία Θεοτόκο χάνονταν.
Το 1944 ευρισκόμενος στο μετόχι της μονής τού Μονοξυλίτη για τον τρύγο ασθένησε βαριά. Πονούσε, έβηχε δυνατά, δεν μπορούσε να φάει και να καταπιεί τίποτε. Διάβασε το Απόδειπνο κι έγειρε να ξεκουρασθεί. Τα μεσάνυχτα ξύπνησε από ένα δυνατό φως. Φως διαφορετικό, κάτασπρο. Στο ράφι του βλέπει την εικόνα της Παναγίας να λάμπει. Άρχισε να λέει τους Χαιρετισμούς της. Ο λαιμός του καθάρισε κι έγινε τελείως καλά. Η εικόνα της Παναγίας δεν υπήρχε ούτε πριν ούτε μετά. Φανερώθηκε για να του πει πως Εκείνη ήταν η θεραπεύτριά του. Ξημέρωνε η εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου: 8.9.1944.
Στις 6.2.1958, ετοιμαζόμενος ο μακάριος μοναχός Ιερόθεος για τη θεία Μετάληψη, εγκρατευόταν, βίαζε υπερβολικά τον εαυτό του και μάλιστα είχε διπλασιάσει τις καθημερινές του μετάνοιες και τα κομποσχοίνια του. Μέσα στη νύχτα γέμισε το κελλί του από φως. Διηγείται ο ίδιος στον παραδελφό του Λάζαρο (†1974): «Καθώς προσηυχόμουν εις τας τρεις η ώρα της νυκτός, έξαφνα βλέπω το κελλί μου και εγέμισε φως! Φως, μα τί να σου πω! Όχι λάμπες, όχι ηλεκτρικά … αλλά σαν ήλιος κάτασπρος και μου φαινόταν ότι έβγαινε από την εικόνα όπου έχω της Παναγίας. Πολύ ευχαριστήθηκα και χαράν πολλήν αισθανόμην και άρχισα να λέγω τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και ό,τι άλλο ήξερα από την Παράκλησιν, από τα μεγαλυνάρια, “Άξιόν έστιν”, και τα έψαλλα με πολλήν χαράν και ευχαρίστησιν! Τρεις έως τέσσερες ώρες θαρρώ να εστάθηκε το φως και ύστερα εχάθηκε».
Στις 23.11.1960, μόλις τελείωνε τον κανόνα του κι ετοιμαζόταν να κατακλιθεί ξαφνικά ακούει μουσικά όργανα να παίζουν στο κελλί του. Κατάλαβε ότι ήταν δαιμονική ενέργεια και πήρε το κομποσχοίνι του να λέει την ευχή του Ιησού. Του παρουσιάσθηκαν δαίμονες ως τράγοι και ως νέοι και νέες ν’ ασχημονούν. Έκλεισε τα μάτια του. Ήταν όλα φαντασίες. Με την ευχή του Ιησού και το «Θεοτόκε Παρθένε» όλα εξαφανίσθηκαν. Από την εικόνα της Παναγίας άστραφτε πάλι ένα ωραίο φως. Κατόπιν τον περιγελούσαν από το παράθυρο και του σφράγισαν τη θύρα με ξύλα και δεν μπορούσε να πάει στο Καθολικό για την ακολουθία του Μεσονυκτικού, μέχρι που εξαφανίσθηκαν και εξήλθε.
Έτσι διήλθε τη ζωή του ο τρισόλβιος, με δαιμονικές παγίδες, που τις νικούσε με θερμή προσευχή και γνήσια ταπείνωση, και θείες παρηγοριές προς ενίσχυση και πραγματική αναψυχή.
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 19.10.1963.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Διονυσίου. Λαζάρου Διονυσιάτου μοναχού, Διονυσιάτικαι Διηγήσεις, Άγιον Όρος 1997, σσ. 37-44. Ανωνύμου, Ο Γερο-Ιερόθεος Διονυσιάτης, Ορθόδοξο Μήνυμα 64/2009, σ. 26.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 703-704 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Ιωαννίκιος μοναχός Διονυσιάτης (1942 - 2006)


O Γέρων Ιωαννίκιος Διονυσιάτης, κατά κόσμον Αλέξανδρος Ανθίμου του Ανθίμου και της Παναγιώτας, εγεννήθη την 22-7-1942 στην Κύπρο, στο χωριό Αγριδάκι της κατεχόμενης από τους Τούρκους Επαρχίας της Κυρήνειας. Οι γονείς του ήσαν άνθρωποι με φόβον Θεού, εγέννησαν έξι παιδιά (πρώτος κατά σειράν), και ο μεν πατέρας του όταν έκοιμήθη έλεγε στους παριστάμενους «Βλέπετε αυτούς τους δύο με τα λευκά;» και αμέσως παρέδωσε την ψυχήν του, η δε μητέρα του κατά προτροπήν του εκάρη Μοναχή υπό το όνομα Μαριάμ κατά τα τελευταία δέκα έτη της ζωής της και εκοιμήθη και εκείνη από καρκίνο στον εγκέφαλο.
Μετά το Δημοτικό εφοίτησε στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακος και αργότερα εργάσθηκε επί έτη σε Αγγλική Τράπεζα. Φλεγόμενος όμως κυριολεκτικώς από θείον έρωτα και έφεση για την απράγμονα και ησύχιον ζωήν των μοναχών, ανεχώρησε για το Άγιον Όρος την 1-9-1967.
Ο ένθερμος ζήλος του και η ζέσις της προς τον Θεόν αγάπης του διαφαίνεται και σε κάποιο προσωπικό ημερολόγιο του που διατηρούσε όταν ήταν ακόμα λαϊκός. Εκεί καταγράφει τους καθημερινούς αγώνας του και τις πολλές φιλάνθρωπες δραστηριότητές του, τις επισκέψεις του σε νοσοκομεία και σε άλλους χώρους όπου υπήρχε ανθρώπινος πόνος.
Επίσης στο εν λόγω ημερολόγιο, το οποίο προσφυώς θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσωμε «Εξομολογήσεις», υπάρχουν αυτοσχέδιες προσευχές του, πλήρεις αγάπης προς τον Θεόν και αγωνίας για την σωτηρία της ψυχής του. Μία από αυτές παραθέτουμε ενδεικτικώς:
«Πανάγαθε Πατέρα, Φιλάνθρωπε Κύριε Ιησού Χριστέ, Πανάγιον Πνεύμα, Τριάς ομοούσιε, Σ΄ευχαριστώ διά την πρόνοιαν που έδειξες και σήμερον για μένα εναν ανάξιον αμαρτωλόν. Σε παρακαλώ βοήθα με να κατανοήσω την αγάπην Σου, για να μπόρεση και η δική μου καρδιά να σ΄ αγαπήση, όσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με την δύναμιν που παρέχεις σ΄εμέ.
Πανάγαθε Θεέ, αιώνιε Λυτρωτά, ομολογώ ότι είμαι ανάξιος να φιλοξενήσω μέσα μου το Πυρ της Θεότητος, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, αλλά σύμφωνα με την υπόσχεσίν Σου, «ο  τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ», σε παρακαλώ αξίωσέ με και μείνε μέσα μου και γω εν Σοι. Ελέησέ με Κύριε, και άνοιξε την καρδίαν μου να Σε δεχθή ολόκληρον, χωρίς να μπορή να χωρέση τίποτε άλλο. Γίνου Συ βασιλεύς μου και κυβέρνησε το καράβι της ζωής μου σύμφωνα με το θέλημά Σου. Κατέργασέ με ναόν άγιόν Σου, όπου θα επιτελήται αγιωσύνη του Αγίου ονόματός Σου. Κατάκαυσε πυρί αΰλω τας αμαρτίας μου, τας άκανθας των παθών, απάλλαξε με από τα έργα της σαρκός και χάρισέ μου τον καρπόν του Αγίου Πνεύματός Σου. Αξίωσέ με να σοι εξομολογούμαι εν αγαλλιάσει, να σε ζητώ εν φόβω, να σε υπακούω με πίστη και αγάπην. Και με ενα λόγον χάρισε μου τα δώρα πού χαρίζεις σε κάθε ενα πού με πίστη προσέρχεται και Σε δέχεται εντός του, την κατά Χριστόν ζωή, η δόξα του Θεού επί γης και η Σωτηρία εις τους ανθρώπους.
Πρεσβείαις της Υπεραγίας Θεοτόκου, των Αΰλων Σου Λειτουργών, και πάντων Σου των Αγίων. Αμήν».
Χαρακτηριστικά επίσης γράφει σε μια επιστολή του προς κάποιον Γέροντα-Πνευματικό:
«…Αλλά εμένα μού αρέσει η μοναχική ζωή, η προσευχή, η απομάκρυνσις από τον κόσμο. Θέλω να βρεθώ κάπου πού να μην έχω ευθύνες, πού να μην έχω φροντίδες και μέριμνες, για να κλάψω τις πολλές αμαρτίες μου. Όμως ακόμη αγαπώ τους γονείς μου και με αγαπούν. Αν μείνω στην Κύπρο θα μ΄ενοχλού και ίσως με επηρεάσουν. Γι΄αυτό θέλω να φύγω, να πάω ίσως στο Άγιον Όρος, να βρω ένα καλό Γέροντα, έναν άγιον άνθρωπο, να του εμπιστευθώ την ζωή μου, για να με οδηγήση στην μετάνοια, κοντά στον Χριστό. Μέσα στον κόσμο δεν μπορώ να ζήσω… Χαυνούμαι ως αδύνατος και μόνος εν μέσω αμαρτωλού περιβάλλοντος. Παρακαλώ συμβουλέψετέ με και παρακαλέσατε τον μόνον δυνάμενον σώζειν και βοηθήστε με, Άγιε πάτερ. Είθε ο Κύριος να ενισχύη τους ημάς ενισχύοντας και ενισχύσαντας. Αμήν.».
Και πράγματι στο πρόσωπο του μακαριστού μας Γέροντος Χαραλάμπους βρήκε «ένα καλό Γέροντα, έναν άγιον άνθρωπο», πού του εμπιστεύθηκε την ζωή του και την σωτηρία του. Τον Γέροντα μας εγνώρισε στην Δάφνη, καθώς επήγαινε από την Νέα Σκήτη, όπου εγκαταβιούσε, στην Μονή Χιλανδαρίου, για να εγγράψη εις το Μοναχολόγιό της ως δόκιμο έναν αδελφό. Ήδη ο Γέροντας σε λίγες ημέρες θα εγκατέλιπε την Νέα Σκήτη και θα μεταφερόταν με την συνοδεία του προς επάνδρωση του Χιλανδαρινού Κελλίου του Αγίου Νικολάου (Μπουραζέρι) στις Καρυές. Τότε και ο νεαρός Αλέξανδρος του είπε: «Γίνεται να ρθώ και εγώ να γραφτώ δόκιμος;». Ο Γέροντας τον εδέχθηκε μετά χαράς, και έτσι πήγε στο Χιλανδάρι να γράψει όχι ενα αλλά δύο αδελφούς.
Στο Μπουραζέρι έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα την 15-8-1968 και μετονομάσθηκε Ιωαννίκιος εις μνήμην του τελευταίου ηλικιωμένου Ρώσσου πού είχε απομείνει στο Κελλί, Γέροντος Ιωαννικίου Ιεροδιακόνου. Την 15-9-1979 ακολούθησε τον Γέροντα Χαράλαμπο και την εικοσαμελή συνοδεία του στην Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου και την επομένη ημέρα εξελέγη προϊστάμενος της Γεροντικής Συνάξεως της Μονής. Διετέλεσε τέσσερεις φορές Πρωτεπιστάτης, κατά τα έτη 1984-1985 (28-1 εως 31-5-1985), 1994-1995, 1999-2000, 2004-2005. Στην Μονή υπηρέτησε επί έτη στο Αρχονταρίκι και επέδειξε μεγάλο ζήλο και σπουδή για την ανάπαυση, ψυχική και σωματική των πολυαρίθμων προσκυνητών της Μονής μας. Ιδιαιτέρως δε προσπάθησε να βοηθήσει τους αλλοδαπούς και ετεροδόξους προσκυνητάς, συζητώντας μαζί τους, ξεναγώντας τους στο Καθολικό της Μονής, όπου, εξηγώντας τους τα μαρτύρια και τους βίους των Αγίων πού ήσαν στις τοιχογραφίες, τους εισήγαγε χωρίς να το καταλάβουν απλά και εποπτικά στην ορθόδοξη πίστη και θεολογία. Ο ύπνος του ήταν λίγος και τα μάτια του σχεδόν πάντοτε ήταν μαυρισμένα από την εν κρυπτώ αγρυπνία του. Διέθετε ισχυρή σωματική δύναμη και αντοχή, παρά το ότι φαινομενικά έδινε την εντύπωση ότι επρόκειτο περί αδυνάτου και εξαντλημένου.
Μετά το 1987 ασχολήθηκε και πάλιν επιτυχώς με την αγιογραφία, πού την είχε εξασκήσει στο Μπουραζέρι. Δούλευε πολλές ώρες στο ιερό αυτό εργόχειρο, σαν να ήξερε πώς θα μας φύγει γρήγορα, και μας αγιογράφησε πάρα πολλές Ιερές εικόνες για τις λατρευτικές ανάγκες της Μονής, αλλά και πάρα πολλές για πολλούς γνωστούς και φίλους, πνευματικούς αδελφούς μας.
Επίσης από της ελεύσεώς του στην Μονή αλλά και σχεδόν έως του τέλους του είχε το υπεύθυνο διακόνημα του Τυπικάρη, και διακρίθηκε για την ακρίβεια του στην τήρηση του περιώνυμου Τυπικού της Μονής μας μέχρι και της τελευταίας λεπτομέρειας.
Ήταν φιλακάλουθος εις το έπακρον και ουδέποτε έλειψε από την ακολουθία ακόμα και σε ώρες ασθενειών μεγάλων. Επίσης μεγάλη σπουδή επέδειξε και για την τήρηση του μοναχικού του κανόνος. Καθημερινώς δε έδιάβαζε επί αρκετή ώρα το ιερόν Ευαγγέλιον. Πάντοτε δε, από την αρχή της αφιερώσεώς του, ήταν αφοσιωμένος στον μακαριστό μας Γέροντα Χαράλαμπο, ο οποίος πολύ τον αγαπούσε, γιατί τον ανέπαυε με την υπακοή του και την διακριτική του διαγωγή. Στενή επίσης ήταν η σχέσις του με τον μακαριστό Γέροντα Αρσένιο.
Υποδειγματική όμως ήταν η συμπεριφορά του και απέναντι εις τον νέον μας Γέροντα Πέτρο. Από την αρχή της ηγουμενίας του στάθηκε στο πλευρό του, στηρίζοντας τον στις δυσκολίες της ηγουμενικής διακονίας, αλλά και σε όλα τα προβλήματα πού παρουσιάζονταν με την διακριτική του και ήσυχη συμπεριφορά εβοηθούσε τον Γέροντα για την επίλυσή τους.
Την τάξιν του όσον αφορά στις ακολουθίες, στους κανόνας και στον εν γένει πνευματικό του αγώνα, ετηρούσε απαρεγκλίτως και κατά την εν Καρυαίς διαμονή του, είτε ως Πρωτεπιστάτης είτε ως Αντιπρόσωπος της Μονής μας, χωρίς να υπολογίζει κούραση, παρά την πολλές φορές ολοήμερη και κοπιαστική διακονία στην Ιερά Κοινότητα. Δεν έχανε ακολουθία στο Πρωτάτο και εκοινωνούσε συχνότατα είτε εκεί είτε στις πολλές Πανηγύρεις των διαφόρων Κελλίων των Καρυών, όπου παρίστατο, αλλά τακτικώς και στο Γρηγοριάτικο Κελλίον των Παχωμαίων, το γειτονικό στο Αντιπροσωπείο μας, όπου έπήγαινε και ξελειτουργούσε τον καθημερινώς ιερουργούντα προσφιλή του Παπα-Ακάκιον. Ο μακαριστός Γέρο-Παΐσιος μιλούσε για το πρόσωπο του με τα καλύτερα λόγια και τον εχαρακτήριζε ως «ένα εκ των παλαιών Πρώτων του Αγίου Όρους».
Όταν επεράτωσε την τετάρτη κατά σειράν Πρωτεπιστασία του στις Καρυές, επέστρεψε στο Μοναστήρι, όπου οι πάντες από τον Γέροντα έως και τον τελευταίον δόκιμον τον εδεχθήκαμε με ιδιαίτερη χαρά. Όμως ο Γέροντας διέκρινε μία ιδιαίτερη κόπωση, η οποία αποτυπωνόταν στην έκφραση του προσώπου του και στην βραδύτητα των κινήσεών του. Ο ίδιος δε ο πατήρ Ιωαννίκιος μας έλεγε ότι αισθανόταν έντονη κόπωση και κατάπτωση, την οποία απέδιδε στο ότι κρυολόγησε στις Καρυές καθώς επέστρεφε ιδρωμένος από την Ιερά Κοινότητα στο Κονάκι μας. Ο Γέροντας ανήσυχος και υποπτευόμενος ότι κάτι σοβαρό του συμβαίνει τον έστειλε επειγόντως την Δευτέρα της Πεντηκοστής στην Θεσσαλονίκη, όπου οι ιατροί διέγνωσαν όγκο στον εγκέφαλο και μάλιστα σε προχωρημένο στάδιο, μη επιδεχόμενο καμμία χειρουργική επέμβαση. Το έμαθε από την αρχή και εψέλισεν αμέσως: «Του Θεού εσμέν. Και η μάνα μου έτσι έφυγε». Σε λίγο διάστημα άρχισε να μη μπορεί να βαδίζει, ούτε να στέκει όρθιος, και καθηλώθηκε στο κρεβάτι. Παραδόξως δεν είχε πόνους στον εγκέφαλο, αλλά εδοκίμασε αφόρητους πόνους από άλλα συμπτώματα και παρενέργειες πού εδημιούργησε στο υπόλοιπο σώμα του η νόσος.
Σε όλες τις δυσκολίες πού συναντούσε (αιμορραγίες, αναρίθμητους εμετούς κ.λπ.) μας συμπαραστάθηκε με μοναδική αγάπη και ανύστακτο ενδιαφέρον και επιμέλεια, ο ευλογημένοςΠαπα-Δημήτριος Γρηγοριάτης. Ο αδελφός αυτός πολλές ευλογίες πήρε από αυτή την διακονία του στον Γερο-Ιωαννίκιο, όπως και πριν, από την διακονία του στον Γέροντά μας π. Χαράλαμπο και στον Γερο-Θεόκλητο.
Πάντοτε ενώπιον του μαρτυρίου πού διήνυε προσευχόταν εντόνως και θερμώς και, όταν τον ρωτούσαν τί κάνει, απαντούσε συχνά: «Δόξα σοι ο Θεός».
Ενώ οί γνώμες των ιατρών από Ελλάδα, Αμερική, Γερμανία, Αυστρία και άλλων συνέκλιναν στο ότι θα ζούσε το πολύ τρεις μήνες, έζησε σχεδόν ένα χρόνο. Κοινωνούσε τακτικώς τα Άχραντα Μυστήρια. Τα μάτια του είχαν γίνει δύο πηγές άφθονων δακρύων και η σιωπή, την οποία επιμελώς ασκούσε εφ΄ όρου ζωής, αυξήθηκε ιδιαιτέρως. Μιλούσε όμως σ΄ όλους μας με τα μάτια και την ευχάριστη και ευπροσήγορη έκφρασή του.
Κατ΄εντολήν του Γέροντος τον υπηρετούσαν οι αδελφοί εναλλάξ όλο το εικοσιτετράωρο και αυτό το έκαναν όχι απλώς αγογγύστως άλλά με μεγάλη χαρά, διότι θεωρούσαν ευλογία να υπηρετούν έναν τέτοιο χαριτωμένο ασθενή, ο οποίος παρά την φοβερή του ασθένεια δεν απέκτησε την παραμικρά ιδιοτροπία και ήταν παροιμιωδώς συνεργάσιμος με όλους τους διακονητάς του. Δοξάζομε τον Θεόν, πού μας αξίωσε να του προσφέρομε ένα ποτήρι νερό, ως μικρό αντίδωρο για τα όσα έκαμε εκείνος για μας και κυρίως για το μοναδικό παράδειγμα ανθρώπου και μονάχου πού μας άφησε.
Σε κάποιο αδελφό εκμυστηρεύτηκε ότι ποθούσε το μαρτύριο, και φαίνεται πώς ο Θεός του έδωκε αυτήν την μαρτυρική ασθένεια για να δοκιμάσει την προαίρεσή του. Μάλιστα προτού αναχωρήσει για εξετάσεις στην Θεσσαλονίκη ανέφερε σε πνευματικό της Μονής μας, ότι από την αρχή της διακονίας του ως Πρωτεπιστάτου είχε την διαίσθηση ότι, τελειώνοντας την διακονία του, ο Θεός θα παραχωρούσε έναν μεγάλο πειρασμό για να τον ταπεινώσει.
Την 26-5-2006, Τρίτη των Μυροφόρων, η κατάστασίς του επιδεινώθηκε και περιήλθε σχεδόν σε κώμα, εμφανίζοντας και επιθανάτιο ρόγχο για λίγη ώρα. Αμέσως ο Γέροντας κατέβηκε στο κελλί του και του εδιάβασε την ευχή εις ψυχορραγούντα, και σε λίγα λεπτά ξεψύχησε ήσυχα και ειρηνικά, περικυκλωμένος από τους θρηνούντας αδελφούς, οι οποίοι κατασπάζονταν το καρτερικό λείψανό του ραίνοντας το με τα δάκρυα των επί πολλήν ώρα. Στην κηδεία του προσήλθαν άγιοι Καθηγούμενοι και η Ιερά Επιστασία, εκ μέρους της οποίας ο Πρωτεπιστάτης Γέρων Παύλος Λαυριώτης εξεφώνησε θερμόν επικήδειον λόγον.
Χαρακτηριστικό είναι και το συλλυπητήριον γράμμα της Ιεράς Κοινότητος, όπου μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής:
«Πληροφορηθέντες μετ΄ οδύνης την προς Κύριον εκδημίαν την 26ην παρελθόντος μηνός του εκ των αδελφών της καθ΄Υμάς Ιεράς Μονής και λίαν προσφιλούς ημίν Γέροντος Ιωαννικίου, … προαγόμεθα όπως διά του παρόντος ιεροκοινοσφραγίστου ημών γράμματος υποβάλωμεν θερμάς συλλυπητήριους ευχάς εκ μέρους του Ιερού ημών Σώματος και συνόλου του αγιορείτικου κόσμου.
Αισθανόμεθα ωσαύτως την ανάγκην όπως καθηκόντως εκφράσωμεν τη αγαπητή ημίν Υμετέρα Πανοσιολογιότητι τας οφειλομένας ολοκαρδίους και θερμοτάτας ευχαριστίας του Ιερού Τόπου προς την καθ΄ημάς Ιεράν Μονήν διά την ευδόκιμον θητείαν του προμνησθέντος μακαριστού αδελφού εις τα κοινά του Αγίου Όρους.
Εκφράζοντες όθεν την επί τούτω εύλογον ημετέραν ευαρέσκειαν, είμεθα βέβαιοι ότι ο Ιερός ούτος Τόπος θα διατηρή ανεξίτηλον την μνήμην της προθύμου διακονίας τούτου εν ήθει, συνέσει και διακρίσει, ήτις θα άποτελη πρότυπον και υπόδειγμα προς μίμησιν διά τους επιόντας».
Όπως καταλαβαίνει κανείς από τα όσα ουσιαστικώς επιγραμματικά αναφέραμε για τον ευλογημένο αυτό άνθρωπο, το κενό πού δημιουργεί η εκδημία του είναι μεγάλο για την αδελφότητά μας. Όμως έχομε ακράδαντη την πίστη ότι είναι «εν χειρί Θεού», του έχοντος «τας κλεις της ζωής και του θανάτου», του μόνου γινώσκοντος γιατί «ηρπάγη» τόσον απροσδόκητα και νωρίς, ίνα «μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού ή δόλος απατήση ψυχήν αυτού». Πιστεύομε λοιπόν ότι, όπως όταν ήταν κοντά μας φρόντιζε για την αδελφότητα και τα διάφορα προβλήματα της και την βοηθούσε αθορύβως αλλά πολυειδώς, αψηφώντας κόπους και θυσίες γι’ αυτήν, πολύ περισσότερο τώρα μας βοηθεί με την θερμή προς τον Χριστόν προσευχή του. Αυτό του ζητούμε να κάνει πάντοτε και να εύχεται να αξιοποιήσουμε όσα μας εδίδαξε, όχι με το λόγο τόσο όσο με το έμπρακτο παράδειγμά του, το οποίο θα παραμένει ανεξίτηλο στις καρδιές μας.
Πολλές θερμές ευχαριστίες εκφράζομε στον Σεβαστό και αγαπητό Γέροντα Γεώργιον, Καθηγούμενον της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου, αφ΄ενός για την αγαθή του πρόθεση να φιλοξενήσει το παρόν κείμενο στο έγκριτο και σεμνό περιοδικό της Μονής του, και αφ΄ετέρου για την μεγάλη του συμπαράσταση και συναντίληψη στον δοκιμασθέντα Γερο-Ιωαννίκιο και τους διακονητάς του, δίδοντας ολοθύμως την ευλογία του στον ιατρό Παπα-Δημήτριο να έρχεται συχνότατα στην Μονή μας όχι για ώρες αλλά και για ημέρες, προσφέροντας τις πολύτιμες υπηρεσίες του. Πολύ τους ευχαριστούμε και ταπεινά ευχόμεθα θερμώς πλουσίαν την από Θεού ανταπόδοση. Αμήν.
(Από την Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Αγίου Όρους)
Πηγή: Ετήσια Έκδοσις της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
«Ο Όσιος Γρηγόριος» περίοδος β΄, έτος 2006, αριθμ. 31

Ευθύμιος μοναχός Διονυσιάτης (1890 - 1955)


Η εύανδρος Τραπεζούντα ήταν η πατρίδα του, του Φροντιστηρίου της οποίας ήταν απόφοιτος ο κατά κόσμον Θεμιστοκλής Κοσμίδης. Προσήλθε στην ιερά μονή Διονυσίου το 1932, στην οποία εκάρη μοναχός με το όνομα Ευθύμιος.
Διεκρίθη ως βιβλιοθηκάριος της μονής. Με υποδειγματικό ζήλο εργάσθηκε επί δεκαετία για την ανάδειξη και ταξινόμηση της πλούσιας αυτής βιβλιοθήκης. Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια προς την Παναγία και μάλιστα την του Ακαθίστου και του Σουμελά. Για την ανέγερση της μονής Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο εργάσθηκε άοκνα με διάφορους τρό­πους, γι’ αυτό και το σωματείο αυτής τον ανακήρυξε μέγα ευεργέτη της.
Οι συμπατριώτες του θα γράψουν: «Λύπη βαθεία και πόνος δριμύς συνεκλόνισε τας καρδίας και τας ψυχάς ημών επί τω θλιβερώ αγγέλματι του θανάτου του προσφιλεστάτου τοις πάσιν Ευθυμίου. Εκλαύσαμεν και κλαίομεν τον εξαίρετον άνθρωπον, τον άξιον δούλον του Χριστού, τον τετιμημένον μοναχόν, τον πιστόν φίλον, τον θερμόν πατριώτην, τον έξοχον Έλληνα. Απαρνηθείς τα εγκόσμια και τεθείς εις την υπηρεσίαν του Θείου, υπήρξε διά τους γνωρίσαντας αυτόν η προσωποποίησις της αρετής, της ευσυνειδησίας, της εργατικότητος και της καρτερίας. Δι’ ημάς προσωπικώς υπήρξεν ο εμψυχωτής, ο σύμβουλος ο καλός, ο ενισχύων την ψυχήν και την θέλησιν ημών εις στιγμάς πικριών και απογοητεύσεων. Πολλά οφείλομεν εις τον κοιμηθέντα και περισσότερα περιεμέναμεν από την αγάπη του, αλλά άλλως έδοξε τω Κυρίω …».
Κατά τον ανώνυμο νεκρολόγο παραδελφό του: «Υπηρέτησεν ευόρκως την μετάνοιάν του μέχρι της μακαρίας τελευτής του. Αλλά φύσει αδύνατος και μη θέλων να παρεκκλίνη και των κανόνων του αυστηρού κοινοβίου, κατεβλήθη και εν ηλικία 65 ετών παρέδωκε το πνεύμα, αφού εν επιγνώσει ετέλεσε πάντα τα θρησκευτικά προθανάτια καθήκοντα. Το τέλος του υπήρξεν, ως εύχεται η αγία ημών Εκκλησία, ανώδυνον, ανεπαίσχυντον, ειρηνικόν, θετικώς προδικάζον και την καλήν ομολογίαν την επί του φοβερού βήματος. Η αδελφότης της Μονής ησθάνθη καιρίως την εκ μέσου αυτής αποδημίαν του πατρός Ευθυμίου, και το κενόν δυσαναπλήρωτον εν τη υλοφρόνω εποχή μας. Ως μετά ζήλου διεκπεραίου τας  διακονίας του παρ’ ημίν, ούτω και την πνευματικήν σχέσιν προς την ιδιαιτέραν του πατρίδα, τον αλησμόνητον Πόντον, διετήρει παντί μέσω …».
Κατά την εξόδιο ακολουθία του στις 6.12.1955, μίλησε ο Καθηγούμε­νος της μονής αρχιμανδρίτης Γαβριήλ, ο οποίος μεταξύ άλλων είπε ότι ο μεταστάς διεκρίθη για το πλήθος των αρετών του, την ακτημοσύνη, την ανιδιοτέλεια, την τιμιότητα, τη φιλοπονία και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Ανωνύμου, Ευθύμιος Διονυσιάτης, Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 233-234/1956, σσ. 51-52.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ. 535-536, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011