Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

)Ο προσωπικός μας αγιασμός: Ο αγιασμός εν τω κόσμω (Ιερομόναχος Νήφων Βατοπαιδινός)


Ο προσωπικός μας αγιασμός: Ο αγιασμός εν τω κόσμω (Ιερομόναχος Νήφων Βατοπαιδινός)

Του Σταμάτη Μιχαλακόπουλου
Την τρίτη κατά σειρά ομιλία του με θέμα: «Ο προσωπικός μας αγιασμός: Ο αγιασμός εν τω κόσμω», πραγματοποίησε ο Ιερομόναχος Νήφων Βατοπαιδινός, στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου.
Η ομιλία δόθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…» που οργανώνει ο Ιερός Ναός. Της ομιλίας προηγήθηκε Ιερά Παράκληση προς την Υπεραγία τη Βηματάρισσα, την Βατοπαιδινή, αντίγραφο της οποίας φυλάσσεται στον Ναό.

Συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας με αυτήν την ομιλία, τον κύκλο των ομιλιών του αναφορικά με τον προσωπικό αγιασμό, ο π. Νήφων τόνισε για μία ακόμη φορά ότι ο πρωταρχικός στόχος και σκοπός του ανθρώπου, είναι ο αγιασμός του.
Επομένως, εφόσον είναι το θέλημα του Θεού, άρα είναι κάτι εφικτό. Άλλωστε η εντολή «άγιοι γίνεσθε…», είναι διαχρονική.
Και αυτό αποδεικνύεται από το πλήθος των Αγίων που ανέδειξε η Χάρις του Χριστού στις μέρες μας. Οικονομεί ο Χριστός και αναδεικνύει Αγίους για να στηρίζονται οι χριστιανοί και να έχουν παράδειγμα.
Βέβαια, πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως μόνο οι μοναχοί αγιάζουν. Και ότι είναι πολύ εύκολο να φτάσουν στον αγιασμό και την θέωση οι μοναχοί και οι ασκητές.
Ενώ από την άλλη, ότι είναι πολύ δύσκολο να αγιάσουν οι έγγαμοι άνθρωποι και γενικά αυτοί που αγωνίζονται μέσα στον κόσμο.
Το ότι είναι δύσκολος ο δρόμος της αγιότητας, είναι σε όλους γνωστό. Όχι όμως και ακατόρθωτο. Είναι επίσης γνωστό, ότι και οι δύο δρόμοι, ο μοναχισμός και ο έγγαμος βίος οδηγούν στην αγιότητα.
Και όπως τόνισε:
«Ο κάθε δρόμος έχει τις δικές του δυσκολίες, τα προβλήματα του, τις παγίδες του διαβόλου, αλλά και τις ομορφιές του, την γλυκύτητά του και τις ανεπανάληπτες πνευματικές στιγμές.»
Τα εφόδια
Απαραίτητα εφόδια και παράλληλα οι προϋποθέσεις που χρειάζονται ώστε ένας άνθρωπος που αγωνίζεται ιδίως μέσα στον κόσμο να αγιαστεί, είναι πρώτα απ᾽ όλα η ακλόνητη πίστη στον Θεό.
Άλλη προϋπόθεση είναι η υπομονή. Όλοι οι Άγιοι δια πίστεως και υπομονής αγωνίστηκαν και αγιάστηκαν.
Και είναι άξιοι θαυμασμού οι άνθρωποι που μέσα από πολλές θλίψεις, δυσκολίες, φτώχειες, ασθένειες, πειρασμούς, υπομένουν αγόγγυστα και δοξάζουν τον Θεό.
Και είναι άξιοι επαίνου και παραδειγματισμού όσοι στις δύσκολες αυτές ημέρες, ανεβαίνουν τον δύσκολο δρόμο της ζωής για να φτάσουν μέσα από τον αγώνα τους, στην θέωση.
Μία ακόμη προϋπόθεση του αγώνα μας μέσα στον κόσμο για τον αγιασμό μας, είναι η ταπείνωση.
Και η κορωνίδα όλων είναι η αγάπη προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο μας.
Στη συνέχεια ο π. Νήφων, εμπλούτισε την ομιλία του με πλειάδα αγίων μορφών, από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, αλλά και την ιστορία της Εκκλησίας μας, που ήταν έγγαμοι και έζησαν μέσα στον κόσμο, από όλα τα επαγγέλματα και τις κοινωνικές τάξεις.
Και όχι μόνο, αλλά και σύγχρονες μορφές, πρόσωπα των ημερών μας, απλοί καθημερινοί άνθρωποι, που με τον βίο τους αποδεικνύουν περίτρανα ότι και στις ημέρες μας, είναι εφικτός ο αγιασμός.
Ολοκληρώνοντας τον λόγο του, κατέληξε:
«Ο Χριστός όταν είπε «άγιοι γίνεσθε…», απευθύνονταν σε όλους όσους τον πιστεύουν.
Όταν με πίστη πολύ στον Χριστό, με υπομονή, με ταπείνωση και αγάπη, σηκώνει κανείς τον σταυρό του σε αυτήν την πρόσκαιρη ζωή, σε όλους ο Χριστός μπορεί να δώσει τον αγιασμό.»

Πρωτ. Θεόδωρος Ζήσης. Στη Λέσβο ο Πάπας και οι άλλοι άθεοι. Όλοι κερδίζουν, χαμένη η Ορθοδοξία


Πρωτ. Θεόδωρος Ζήσης. Στη Λέσβο ο Πάπας και οι άλλοι άθεοι. Όλοι κερδίζουν, χαμένη η ΟρθοδοξίαΠρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.
ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΑΘΕΟΙ.
ΟΛΟΙ ΚΕΡΔΙΖΟΥΝ, ΧΑΜΕΝΗ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
1. Πνευματικὸς ξεσηκωμὸς ἐναντίον τοῦ πάπα τὸ 2001
Δὲν μᾶς ἔφταναν τὰ ἄλλα πνευματικὰ φαρμάκια καὶ δηλητήρια, μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς πότισαν καὶ μᾶς ποτίζουν οἱ πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοί μας ἡγέτες· μᾶς ἔλειπε ὁ πάπας, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὴν δόση καὶ νὰ αὐξήσει τὴν στενοχώρια καὶ τὴν θλίψη μας.
Ἤθελαν νὰ βεβαιωθοῦν οἱ δικοί μας ἄθεοι, ὅσοι περιλαμβάνονται μέσα στὸν ὅρο αὐτὸ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἂν μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπίσκεψη πάπα στὴν Ἑλλάδα, τὸν Μάϊο τοῦ 2001, ἐξακολουθοῦν οἱ Ἕλληνες νὰ ἔχουν ἰσχυρὸ ἀντιπαπικὸ φρόνημα, ὅπως φάνηκε τότε. Ἦταν τέτοιος ὁ πνευματικὸς ξεσηκωμὸς γιὰ τὴν λανθασμένη ἀπόφαση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐκ μέρους πολλῶν ἀρχιερέων, τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πλήθους μοναστηριῶν ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀνδρικῶν καὶ γυναικείων, πανεπιστημιακῶν, σωματείων καὶ χιλιάδων λαοῦ ποὺ πλαισίωσαν ὅλες τὶς ἀντιπαπικὲς ἐκδηλώσεις, ὁμιλίες, ἀγρυπνίες, συγκεντρώσεις, ὥστε στὴν κυριολεξία, ὅταν δυστυχῶς ἦλθε ὁ πάπας, τὸν ἔκρυψαν στὰ συνοδικὰ καὶ ἀρχεπισκοπικὰ μέγαρα, φοβούμενοι τὶς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν. Ἤμασταν ἡ μόνη Ὀρθόδοξη χώρα ἀπὸ ὅσες ἐπισκέφθηκε ὁ πάπας, ποὺ δὲν ἔγινε δημόσια ἐμφάνιση τοῦ ποντίφηκα, καὶ παντοῦ ὅπου χρειάσθηκε νὰ κινηθεῖ, αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν συνοδεία ἰσχυρῆς ἀστυνομικῆς δύναμης. Γράψαμε τότε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ πάπα, γιατὶ ὅσοι ἐπισκοποι τὸν δέχθηκαν δὲν ἐκπροσωποῦσαν τὴν Ἐκκλησία· δὲν ἦσαν μὲ τὸ Ἀρνίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ἀλλὰ μὲ τὸ Θηρίο, δὲν ἦσαν μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ μὲ τὸν Ἀντίχριστο1. Τὴν Ἐκκλησία τὴν ἐκπροσώπησε τὸ ὑγιὲς ποίμνιο, στὰ ἴχνη τῶν μεγάλων ἀντιπαπικῶν Ἁγίων.

Νεοβαρλααμισμός η «Λειτουργική Αναγέννηση» (Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης)


theologia
1. Η ταυτότητα της «Λειτουργικής Αναγέννησης»
Για όσους δεν έχουν ειδική θεολογική μόρφωση ο τίτλος του θέματος είναι ασφαλώς δυσνόητος. Τί σημαίνει ο όρος «Νεοβαρλααμισμός» και ποιά είναι η ταυτότητα της «Λειτουργικής Αναγέννησης»; Αυτά θα αναλύσουμε στις δύο ενότητες της εισηγήσεως.
Είναι δύσκολο σε μία σύντομη εισήγηση να εξαντλήσουμε την ιστορία αυτής της λειτουργικής κινήσεως, τα ποικίλα θέματα και προβλήματα που θίγει. Απλώς θα παρουσιάσουμε μία αδρομερή εικόνα της. Εχει πάντως συγγραφή αξιοπρόσεκτη βιβλιογραφία, ιδιαίτερα μετά την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965), η οποία εφήρμοσε την λειτουργική ανανέωση στον χώρο του Παπισμού) και επηρέασε και πολλούς δικούς μας λειτουργιολόγους, κληρικούς και λαϊκούς, οι oποίοι εισήγαγαν στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας ξένη και άγνωστη προβληματική, χωρίς μάλιστα να υπάρχει ανάλογη ποιμαντική αναγκαιότητα. Το πνεύμα του κόσμου, όπως εφαρμόζεται στην πολιτική, με τα γοητευτικά συνθήματα της αλλαγής, του εκσυχρονισμού, περνάει δυστυχώς και στην Εκκλησία ως εκκοσμίκευση· αντί να αλλάξει η Εκκλησία τον κόσμο, αλλάζει ο κόσμος την Εκκλησία· αφού ο κόσμος θέλει αλλαγή και εκσυγχρονισμούς, γιατί εμείς να μείνουμε «συντηρητικοί» και «οπισθοδρομικοί»; Ας αλλάξουμε, ας ανανεώσουμε, ας εκσυγχρονίσουμε και εμείς τα δικά μας.

Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του (Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης)


theologia
Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και του Γένους Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, που έζησαν και έδρασαν τον 18ον αιώνα και στις αρχές του 19ου, αποτελούν μία νέα τριάδα μεγίστων φωστήρων, όπως οι παλαιοί Τρεις Ιεράρχαι, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών και λαμβανομένων υπ’ όψιν των ιστορικών συγκυριών στις οποίες έζησαν με τις διαφορές και τις ομοιότητες. Σ’ αυτούς προστίθεται και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πρωτουργός χρονικά του κινήματος, όχι όμως με την προσφορά και δραστηριότητα που οι τρεις άλλοι επέδειξαν στη συνέχεια, η οποία άλλωστε ήταν και η αιτία να συγκαταριθμηθούν στη χορεία των αγίων. Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξ αιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας.

Αυτό βέβαια ήταν εντελώς μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και φωτιστικό τους έργο- απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα, ώστε όχι μόνο να αποκρυβεί η άλλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνται με πράγματα μικρά και ασήμαντα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Υπάρχουν μέχρι των ημερών μας ερευνηταί, οι οποίοι σμικρύνουν το έργο και την προσφορά τους, βλέποντάς το μέσα από αυτό το παραμορφωτικό πρίσμα της έριδος γύρω από τα μνημόσυνα. Ευτυχώς που τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες άρχισε η ελληνική ιστορική και θεολογική έρευνα να απελευθερώνεται σιγά-σιγά από τα δεσμά, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές των Δυτικών, αποκαταστάθηκε η εικόνα της προσφοράς τους ως μιας ευρύτερης φιλοκαλικής αναγέννησης, που σημειώθηκε τον 18ο αιώνα. Η αναγέννηση αυτή είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας των υποδούλων ορθοδόξων λαών και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας των, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών μισσιοναρίων που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προ παντός όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των ορθοδόξων πιστών.

Χριστιανική θεώρηση του πόνου (Πρωτοπρεσβ. Θεόδωρος Ζήσης)


theologia
Διάλεξη στην εναρκτήρια τελετή του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου νόσου Alz­heimer, Θεσσαλονίκη 13-16 Ιανουαρίου 2000 1. Πολύς πόνος, λίγη βοήθεια
Υπάρχει στον κόσμο πολύς πόνος και ποικίλος. Όχι μόνο από τους πολλούς ασθενείς και τα ποικίλα είδη των ασθενειών, σωματικών και ψυχικών, που αντιμετωπίζουν οι γιατροί στα νοσοκομεία και στα ιατρεία, αλλά και από τις ποικίλες συμφορές και θλίψεις, από τα πάμπολλα δεινά που κατατρέχουν τους ανθρώπους, από την ημέρα που θα γεννηθούν σφραγίζοντας με το βρεφικό κλάμμα την αδυσώπητη πραγματικότητα του πόνου, μέχρι την ημέρα που θα τελειώσουν την επί γης πορεία τους με τον θάνατο, που είναι το αποκορύφωμα του πόνου. Επισκεπτόμενος κανείς τα νοσοκομεία βλέπει αθροιστικά την εικόνα αυτή του ανθρώπινου πόνου, αλλά και έξω από τα νοσοκομεία, στα σπίτια και στα εργαστήρια, υπάρχει κρυμμένος ή έκδηλος πολύς πόνος. κάθε σπίτι και κάθε άνθρωπος κουβαλά τον δικό του σταυρό, και, όπως συνήθως λέμε, υπάρχει πάντοτε μεγαλύτερος σταυρός από τον δικό μας. Έχει απλώσει ο πόνος τα δίχτυα του παντού ή μάλλον τα φορτία του πόνου διαρκώς γίνονται βαρύτερα και μοιάζει η ανθρωπότης να στενάζει και ως αχθοφόρος του πόνου να γονατίζει, να λυγίζουν τα γόνατά της, και να παραπατά, έτοιμη να πέσει από το βαρύ φορτίο.
Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στις ημέρες μας, ούτε συνέβαινε σε κάποια εποχή μόνο, αλλά συμβαίνει σε όλες τις εποχές και χαρακτηρίζει τη ζωή όλων των επί γης ανθρώπων. Ο πόνος είναι αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου, και μολονότι κατά την χριστιανική αντίληψη δεν είναι φυσική κατάσταση, δεν πλάσθηκε δηλαδή ο άνθρωπος από τον Θεό για να πονά, να υποφέρει και να θλίβεται, εν τούτοις το πράγμα κατέληξε, ως κάτι επείσακτο και ξένο, να προστεθεί στη φύση μας να γίνει φύση της φύσεως του ανθρώπου.
Είναι τόσο οδυνηρή αυτή η πραγματικότητα και τόσο δυσερμήνευτη, ώστε και ο φιλοσοφών νους του ανθρώπου τα έχει χάσει μπροστά στο μυστήριο του πόνου και του θανάτου και ψάχνει ψηλαφώντας να βρει απάντηση, να δώσει εξηγήσεις1. Οι απαισιόδοξοι από τους φιλοσόφους δεν βλέπουν πουθενά φως και λύση, και ως μόνη διέξοδο για να βγει κανείς από την κοιλάδα αυτή του κλαυθμώνος συνιστούν τον θάνατο, ή περιμένουν τον θάνατο. Ο ποιητής Θέογνις διαπιστώνει ότι «όλβιος ουδείς ανθρώπων οπόσους ηέλιος καθορά» και ότι είναι άριστο το να μη γεννηθεί κανείς ούτε να αντικρύσει το φως του ηλίου, γνώμη που επαναλαμβάνει και ο Ευριπίδης λέγοντας ότι «το μη γενέσθαι κρείττον ή φύναι βροτούς», είναι δηλαδή καλύτερη η ανυπαρξία από την ύπαρξη. Είναι γνωστή η περίπτωση του Κυρηναϊκού φιλοσόφου Ηγησία, ο οποίος ονομάσθηκε Πεισιθάνατος, γιατί έπειθε τους ανθρώπους να αυτοκτονήσουν για να απαλλαγούν από τον πόνο και να επιτύχουν την αναισθησία. Μας θυμίζει αυτή η τοποθέτηση την τάση που υπάρχει και σήμερα στην κακή αντιμετώπιση του προβλήματος της ευθανασίας, σύμφωνα με την οποία ο πόνος στις μακροχρόνιες ανίατες ασθένειες εξουθενώνει τον άνθρωπο, τον κουρελιάζει δήθεν και τον εξευτελίζει, σύμφωνα με μία εσφαλμένη αντίληψη περί αξιοπρέπειας, ώστε να επιτρέπεται ηθικά η ενεργητική πρόκληση του θανάτου από τους ιατρούς ή από συγγενικά πρόσωπα του ασθενούς.
Τα ιδεαλιστικά φιλοσοφικά συστήματα με κυρίαρχο τον Πλατωνισμό πιστεύουν ότι το κακό εξ ανάγκης υπάρχει στον κόσμο, λόγω του ότι στην ύλη και στο σώμα υπάρχει εγγενής φυσική τάση στην ανωμαλία και στην αταξία, και μόνο ο θάνατος και η απόθεση του κακού σώματος μας γλυτώνει από τα κακά και από τον πόνο.

Παρηγοριά πενθούντων: Οι παραμυθητικές επιστολές του Μ. Βασιλείου (π. Θεόδωρος Ζήσης)


theologia
Εισαγωγικά 1. Εκκλησιαστικοί αγώνες και συγγραφικό έργο 2. Η ομάδα των παραμυθητικών επιστολών 3. Διακριτική συμπεριφορά προς τους πενθούντες 4. Θνητός ο άνθρωπος για το συμφέρον του. Και των νέων ο θά­νατος ευεργεσία 5. Τα σημαντικότερα παραμυθητικά επιχειρήματα α. Ο άνθρωπος γεννιέται θνητός. Δεν εξαιρείται κανείς β. Και η κτίσις θνητή: Ο ουρανός, η γη, τα άστρα γ. Ούτε αναλγησία και απάθεια, ούτε όμως υπερβολική λύπη. Μετρημένος πόνος, μετριοπάθεια δ. Η πρόνοια τον Θεού και στον θάνατο. Ούτε τύχη, ούτε πεπρωμένο, ούτε κακός Θεός ε. Τα όρια της ζωής τα ορίζει ο Θεός με σοφία. Οι άνθρωποι αδυνατούμε να τα καταλάβουμε στ. Η συμβίωση δημιουργεί οικειότητα. Να ευχαριστούμε το Θεό για όσο διάστημα μας εχάρισε αγαπητά πρόσωπα ζ. Ο θάνατος νέων ανθρώπων ευεργεσία και γι αυτούς που φεύγουν και γι’ αυτούς που μένουν η. Ο θάνατος δεν είναι τέλος, αλλά αρχή της αληθινής ζωής. Θα συναντηθούμε όλοι εκεί θ. Παράδειγμα ο Ιώβ και η μητέρα των Μακκαβαίων ι. Με ανδρεία τον πόνο, για το καλό των συγγενών μας και των άλλων ια. Φυλακή το φθαρτό σώμα. Είναι καλύτερα χωρίς αυτό ιβ. Με την προσευχή ο Θεός στέλνει παρηγοριά και ανακού­φιση Επίλογος
ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ


ΟΙ ΠΑΡΑΜΥΘΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ




Εισαγωγικά
Χωρίς αμφιβολία ο ωραιότερος καρπός της Καππαδοκίας είναι οι τρεις μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες του 4ου αιώνος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος και Γρηγόριος Νύσσης, οι οποίοι εσφράγισαν ανεξίτηλα όχι μόνο την πολιτιστική, την πνευματική ιστορία της πατρίδας τους αλλά του Χριστιανισμού γενικότερα και μάλιστα της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Και σήμερα ακόμη μετά την τραγική καταστροφή της Μικρασίας και το ξερρίζωμα του Ελληνισμού, οι ιδιότυποι σχηματισμοί των βράχων της με τα ποικίλα πυραμιδοειδή ή κωνικά σχήματά τους φιλοξενούν και προβάλλουν στους επισκέπτες αυτό που επ’ αιώνες και χιλιετηρίδες ελάμπρυνε και καταξίωσε την Καππαδοκία, δηλαδή την ελληνορθόδοξη, την ελληνοχριστιανική της ιστορία και ταυτότητα. Εκκλησίες, μοναστήρια, ασκηταριά, τοιχογραφίες ζωντανεύουν τους άψυχους βράχους και το φυσικό τους περιβάλλον, το οποίο χωρίς αυτήν την πνευματική παρουσία θα ήταν απλώς ένα αξιοπαρατήρητο γεωλογικό φαινόμενο, σαν τους βράχους περίπου των Μετεώρων της Θεσσαλίας, χωρίς τα μοναστήρια και τα άλλα μοναστικά ιδρύματα.
Αυτή η ελληνορθόδοξη ταυτότητα που κραυγάζει μέσα από τα σιωπηλά τώρα και εγκαταλελειμμένα μνημεία, άρχισε να σχηματίζεται και να μορφοποιείται με την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, ενισχύεται με την πρώιμη διάδοση του Χριστιανισμού επί της εποχής ήδη των Αποστόλων, και ολοκληρώνεται στη ζωή και στο έργο των τριών μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων του 4ου αιώνος. Ο χαρακτηρισμός του αιώνος αυτού ως χρυσού αιώνος στην ιστορία της χριστιανικής γραμματείας και θεολογίας οφείλεται βασικώς στην πληθωρική και ανεπανάληπτη πνευματική παραγωγή αυτών των τριών μεγάλων θεολόγων, οι οποίοι με την εκπληκτική ελληνική τους παιδεία εμορφοποίησαν και διέπλασαν την προηγουμένως άπλαστη και απλοϊκή χριστιανική διδαχή και ζωή σε όλους σχεδόν τους τομείς, στο δόγμα, στη λατρεία, στο Μοναχισμό, στην στάση έναντι της αρχαιοελληνικής παιδείας, στην απόκρουση των αιρέσεων, στη συγκρότηση συνόδων, στην κοινωνική πρόνοια και φιλανθρωπία, στην πνευματική πορεία και τελείωση, στην οριστική επικράτηση του χριστιανικού πλέον Ελληνισμού έναντι του παγανιστικού Ελληνισμού, που φιλοδόξησε αλλά απέτυχε, λόγω της παρουσίας τους, να επιβάλει ο σύγχρονός τους Ιουλιανός ο Παραβάτης.
Ο μετά τους διωγμούς ελεύθερος και προστατευόμενος πλέον από την πολιτεία Χριστιανισμός κινδύνευε να αλλοιωθεί και να εκκοσμικευθεί σε δύο επίπεδα· στο επίπεδο της διδασκαλίας και της θεολογίας με την άκριτη και υπερβολική χρήση της φιλοσοφίας στη διασάφηση και διατύπωση των δογμάτων, που εγέννησε και γεννά τις αιρέσεις, και στο επίπεδο της χριστιανικής ζωής με την χαλάρωση των ηθών και την απώλεια του ασκητικού πνεύματος του Ευαγγελίου. Οι Καππαδόκες Πατέρες χρησιμοποίησαν εξισορροπητικά και διορθωτικά στο επίπεδο του δόγματος την προηγούμενη θεολογική παράδοση, ιδιαίτερα την παράδοση των Αλεξανδρινών θεολόγων Κλήμεντος και Ωριγένους, με την οποία τους συνέδεσαν οι προ αυτών Καππα­δόκες άγιοι και Πατέρες Αλέξανδρος Ιεροσολύμων, Φιρμιλιανός Καισαρείας, Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ο Θαυματουργός, χωρίς φιλοσοφικούς ακροβατισμούς· στο επίπεδο του ήθους για να αποτρέψουν την χαλάρωση των ηθών και το κοσμικό πνεύμα, προέβαλαν την ευαγγελική αυστηρότητα και ασκητικότητα και οργάνωσαν τον Μοναχισμό, ο οποίος διεφύλαξε και διαφυλάττει το ασκητικό πνεύμα του Ευαγγελίου. Η ακτινοβολία και η επίδρασή τους στην μετά ταύτα πορεία της Εκκλησίας σε όλους τους τομείς είναι μεγαλειώδης και προσδιοριστική.
1. Εκκλησιαστικοί αγώνες και συγγραφικό έργο
Αυτό που σχεδόν όλοι οι ερευνητές εντοπίζουν στην περίπτωση του Μεγάλου Βασιλείου είναι το μεγάλο κατόρθωμά του να ενώσει και να συνδυάσει την εκκλησιαστική δράση, τους πολυποίκιλους αγώνες του εναντίον του Αρειανισμού, με το πλούσιο συγγραφικό έργο, αξιοθαύμαστο επίσης και ποικίλο, έχοντας μάλιστα εκ φύσεως ασθενική κράση, η οποία μαζί με την αυστηρή άσκηση του προκαλούσαν συχνά προβλήματα υγείας. Πέθανε πολύ νέος, σε ηλικία 49 ετών, τα μισά από τα οποία διέθεσε σε σπουδές στα μεγαλύτερα τότε κέντρα παιδείας, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Επιστρέφοντας το 355 στην Καισάρεια από την Αθήνα, όπου οι σπουδές του διήρκεσαν περισσότερα από τέσσερα έτη, ήταν 25 ετών, στο ήμισυ της επίγειας ζωής του. Έμεινε για λίγο εκεί ως διδάσκαλος της ρητορικής, για να αναλάβει στη συνέχεια επί δύο έτη κοπιαστικά ταξείδια, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, στη Συρία και στη Μεσοποταμία, προκειμένου να γνωρίσει τα μεγάλα κέντρα του ασκητικού βίου, προς τον οποίο είχε αρχίσει να κλίνει με την επίδραση της αδελφής του Μακρίνας, η οποία ήδη από το 351 μαζί με τη μητέρα τους Εμμέλεια εμόναζαν σε κτήμα τους στον Πόντο κοντά στον ποταμό Ίρι. Εκεί στην απέναντι όχθη, εμόνασε και αυτός στην συνέχεια επί πέντε έτη περίπου, από το 357 μέχρι το 362, μαζί με τον Γρηγόριο Θεολόγο, μελετώντας έργα της χριστιανικής γραμματείας και ιδιαίτερα του Ω­ριγένη, και προγραμματίζοντας την οργάνωση του μοναχικού βίου. Η επικράτηση του Αρειανισμού, ο οποίος με την υποστήριξη του αυτοκράτορος Ουάλεντος δεν έβρισκε πουθενά εμπόδια, ούτε και στην Καππαδοκία, ήταν σίγουρα η αιτία να εγκαταλείψει τη μόνωση και να εισέλθει το 362 στις τάξεις του κλήρου σε ηλικία 32 ετών.
Στα υπόλοιπα 17 έτη της ζωής του, οκτώ ως πρεσβύτερος στην Καισάρεια και εννέα ως επίσκοπος από το 370, αναδεικνύεται σε ηγέτη της Ορθοδοξίας στην Ανατολή, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Μ. Αθανασίου το 373. Έφερε όλο το βάρος του αγώνος της αντιπαραθέσεως με τον κρατικό πλέον Αρειανισμό, και σε θεολογικό και σε εκκλησιαστικοπολιτικό επίπεδο, και οδήγησε σε θρίαμβο την Ορθοδοξία, που επικυρώθηκε με την Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο του 381, τον οποίο όμως δεν πρόλαβε ο ίδιος να ζήσει, γιατί εκοιμήθη δύο χρόνια ενωρίτερα, την 1η Ιανουαρίου του 379.
Η συγγραφική του παραγωγή συμπορεύεται αυξητικά με την διαρκώς αυξάνουσα ποιμαντική και εκκλησιαστική του δράση, ενώ θα περίμενε κανείς να συμβεί το αντίθετο. Είναι εντυπωσιακό το συγγραφικό του έργο. Οι Ομιλίες του σε ερμηνευτικά, ποιμαντικά και ηθικά θέματα, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν αυτές Εις την Εξαήμερον και Προς τους νέους, τα Ασκητικά, τα Δογματικά και η μεγάλη συλλογή των Επιστολών του, είχαν πολύ μεγάλη διάδοση και επίδραση στην μετέπειτα ανάπτυξη της Θεολογίας σε Ανατολή και Δύση.
Από τις 366 επιστολές που δημοσιεύθηκαν στην Πατρολογία του Migne αμφισβητήθηκε η γνησιότητα ολίγων, ώστε για τις 320 περίπου να μη θέτει η έρευνα πρόβλημα πατρότητος. Αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο περίπου της συνολικής συγγραφικής του παραγωγής και καλύπτουν είκοσι περίπου χρόνια ζωής, από τον καιρό της επιστροφής του στην Καισάρεια από την Αθήνα μέχρι το τέλος της ζωής του. Η πολυσχιδής δράση του Βασιλείου ως ποιμένος, ως εκκλησιαστικού πολιτικού, ως μοναστικού ηγέτου, ως ερμηνευτού της Αγίας Γραφής και των δογμάτων της πίστεως και αγωνιστού της Ορθοδοξίας αντικατοπτρίζεται μέσα στην ποικιλία των θεμάτων που διαπραγματεύεται στις επιστολές του, από τα υψηλότερα θεωρητικά και πρακτικά θέματα μέχρι τα πιο καθημερινά και απλά της δικής του ζωής, των συγγενών και των φίλων στα κείμενά τους αποκαλύπτεται, μαζί με την θεολογική εμβρίθεια και λογιοσύνη, η ανθρώπινη ζεστασιά και η απλότητα του υποδειγματικού και όντως μεγάλου ποι­μένος και διδασκάλου. Όπως έχει παρατηρηθή, δεν έχουν άδικο όσοι δέχονται ότι οι επιστολές αποτελούν το σπουδαιότερο τμήμα της συγγραφικής παραγωγής του Μ. Βασιλείου.
2. Η ομάδα των παραμυθητικών επιστολών
Ανάμεσα στις πολυάριθμες επιστολές του υπάρχει μία ομάδα επτά επιστολών, τις οποίες ο Μ. Βασίλειος αποστέλλει σε πρόσωπα που πενθούσαν για το θάνατο αγαπημένων συγγενών τους με σκοπό να ελαφρώσει τον πόνο τους και να τους παρηγορήσει. Παρόμοιες επιστολές έχουν συντάξει και άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας, η συγκέντρωση και μελέτη των οποίων παρουσιάζει όχι μόνο ερευνητικό, αλλά προ παντός πνευματικό και ποιμαντικό ενδιαφέρον. Όλοι μένο­με βουβοί και αμίλητοι μπροστά στο μυστήριο του θανάτου, αδυνατώντας να ψελλίσουμε ένα λόγο που θα ανακουφίσει και θα στηρίξει τους πονεμένους, ή άλλοτε αγνοώντας στοιχειώδεις πλευρές της ψυχολογικής τους καταστάσεως τους πληγώνουμε με τον αδιάκριτο λόγο μας. Ακόμη και οι κληρικοί, από τους οποίους περιμένει κανείς περισσότερη ευαισθησία, γνώση και αποτελεσματικότητα σ’ αυτήν την δύσκολη ποιμαντική διακονία τους, ή αδιαφορούν και παραμένουν μόνο στα τελετουργικά της εξοδίου ακολουθίας ή αγνοούν την στοιχειώδη και δοκιμασμένη παραμυθητική επιχειρηματολογία, ως και την ενδεδειγμένη λεπτότητα και προσοχή στην πιο δύσκολη αυτή ανθρώπινη στιγμή του πόνου από τον αποχωρισμό αγαπητών προσώπων.
Τα ίδια ισχύουν και για τους ψυχολόγους και ψυχιάτρους, οι οποίοι αποκομμένοι από την μακραίωνα παράδοση της ελληνικής παιδείας, της προχριστιανικής και της χριστιανικής, προσπαθούν είτε με κοινόλογα ατομικής εμπνεύσεως επιχειρήματα να στηρίξουν και να ενισχύσουν, είτε τελικά να βοηθήσουν με την χρήση φαρμάκων, τα οποία όμως αδυνατούν να αλλάξουν την ψυχική κατάσταση, απλώς επιδρούν στις σωματικές λειτουργίες και εκδηλώσεις, μερικές φορές με καταστρεπτικές συνέπειες, όταν η χρήση τους είναι αλόγιστη και υπερβολική. Διδάχθηκε ποτέ στα Τμήματα Ψυχολογίας η στάση της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως απέναντι στους πενθούντες, ιδιαίτερα των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών της αρχαιότητος, οι εκπρόσωποι των οποίων, μεγάλοι διανοηταί και φιλόσοφοι, ανέπτυξαν και το γραμματειακό είδος του Παραμυθητικού Λόγου με κατασταλαγμένη δομή και επιχειρηματολογία; Ακόμη και στις Θεολογικές μας Σχολές, στα μαθήματα της Ποιμαντικής ή της Ποιμαντικής Ψυχολογίας, ελάχιστη αξιοποίηση γίνεται της παραμυθητικής γραμματείας των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι σημειωτέον αντίθετα με μας εγνώριζαν την παραμυθητική γραμματεία των αρχαίων Ελλήνων, την χρησιμοποιούν όπου δεν αντιβαίνει στην χριστιανική διδασκαλία και την συμπληρώνουν αποδοτικά και αποτελεσματικά με το ανακουφιστικό κήρυγμα για την πρόνοια του Θεού, την νίκη κατά του θανάτου, την ελπίδα της αναστάσεως, τα βραβεία της υπομονής, την μικρή αξία των εγκοσμίων και προσωρινών μπροστά στο μεγαλείο των αιωνίων και μενόντων.
Ο καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική μας Σχολή Κ. Γρόλλιος με τη διδακτορική του διατριβή Τέχνη αλυπίας, προσπαθώντας να βρει τις πηγές από όπου αντλεί τα παραμυθητικά του επιχειρήματα ο λατίνος συγγραφεύς Σενέκας έχει επιτελέσει σπουδαίο ερευνητικό έργο με τη συγκέντρωση πλούσιου υλικού από την αρχαία ποίηση και φιλοσοφία, και με την κωδικοποίηση των βασικών παραμυθητικών επιχειρημάτων, που εχρησίμευαν ως κοινοί τόποι. Στο χώρο της θεολογικής ερευνάς αξιόλογη, αλλά πολύ στοιχειώδης, είναι η μικρή μελέτη του αειμνήστου πατρολόγου καθηγητού Δ. Μπαλάνου με τίτλο «Πώς παρηγορούν τους πενθούντας οι Πατέρες της Εκκλησίας». Πρέπει να προβάλουμε περισσότερο και να αξιοποιήσουμε την παραμυθητική επιχειρηματολογία των Πατέρων, η οποία υπάρχει όχι μόνο στις παραμυθητικές επιστολές αλλά και σε πολλούς επιταφίους λόγους, αλλά και σε άλλα συγγράμματα σχετικά με την επίγεια ζωή και την μεταθανάτια ύπαρξή μας.
Από τις επτά παραμυθητικές επιστολές του Μ. Βασιλείου οι δύο απευθύνονται σε ζεύγος εγγάμων, προς το Νεκτάριο η μία και προς την σύζυγό του η άλλη ξεχωριστά, οι οποίοι είχαν χάσει τον μονάκριβο γιό τους και είχαν ανάγκη συμπαραστάσεως. Ανήκουν στα πρώτα γραπτά κείμενα του Μ. Βασιλείου, γραμμένα περί το 358, πριν γίνει κληρικός, όταν εμόναζε στο ησυχαστήριο του Πόντου. Πιθανώτατα ο παραλήπτης να είναι ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, που ανήλθε εκ λαϊκών στον πατριαρχικό θρόνο δια­δεχθείς τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο και αφήνοντας κατόπιν ως διάδοχο τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο (381-397). Φαίνεται ότι ο Βασίλειος είχε γνωρίσει αμφοτέρους και είχε συνδεθή μαζί τους φιλικώς κατά την διάρκεια των σπουδών του στην Κωνσταντινούπολη.
Υπάρχει και τρίτη επιστολή με θέμα τον θάνατο τέκνου. Απευθύνεται στον πατέρα φοιτητού, «πατρί σχολαστικού», ο οποίος είχε σταλή να σπουδάσει αλλά σε λίγο τον έφεραν πίσω νεκρό. Ο χρόνος συγγραφής της επιστολής δεν είναι δυνατόν με ακρίβεια να καθορισθεί, τοποθετείται πάντως στα έτη της επισκοπικής διακονίας του Βασιλείου στην Καισάρεια (370 – 379).
Από τις απομένουσες τέσσερις άλλες επιστολές η μία δεν μας κάνει γνωστόν τον παραλήπτη της. Γράφτηκε μετά από κοπιαστικό ταξείδι του Μ. Βασιλείου, πιθανώς αυτό που έκανε προς την Αρμενία το 372 για να οργανώσει την εκεί Εκκλησία προς απόκρουσιν του Αρειανισμού. Δεν γνωρίζουμε επίσης ούτε την ηλικία ούτε την συγγενική σχέση του αποθανόντος προς τον παραλήπτη ή την παραλήπτρια της επιστολής. Γίνεται απλώς λόγος για την «παραληφθείσαν ψυχήν».
Οι άλλες τρεις επιστολές απευθύνονται σε συζύγους που έχασαν το άλλο μέλος της συζυγίας· οι δύο προς γυναίκες που έχασαν τους άνδρες τους και η τρίτη προς άνδρα που έχασε την νεαρή γυναίκα του. Οι αποθανόντες δύο άνδρες ήσαν αξιωματικοί του στρατού, ονομαζόμενοι Βρίσων και Αρινθαίος. Ο Βρίσων ανεχώρησε πάνω στην ακμή της ηλικίας του και άφησε επίσης σε νεαρή ηλικία χήρα την γυναίκα του και ορφανά τα παιδιά τους. Είναι άγνωστος ο χρόνος συγγραφής, προέρχεται μάλλον από την περίοδο της αρχιερατείας του Μ. Βασιλείου στην Καισάρεια. Ο Αρινθαίος ήταν διαπρεπής αξιωματικός του στρατού, γνωστός για την συμβολή του στη νίκη εναντίον των Γότθων το 355. Απέθανε το 378 λίγους μήνες πριν από το θάνατο του Μ. Βασιλείου, ο οποίος κατά το έτος αυτό έγραφε αυτήν την επιστολήν «Προς την ομόζυγον Αρινθαίου», η οποία έμενε μόνη στη ζωή, προστάτις της ηλικιωμένης μητέρας της και της νεαρής κόρης της. Η τρίτη από αυτές τις επιστολές παρηγορεί άνδρα, του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα, ο οποίος έχασε την γυναίκα του ενωρίς εις το άνθος ακόμη της ηλικίας της και πριν αποκτήσουν παιδιά. Είναι άγνωστος ο χρόνος της συγγραφής, σύμφωνα δε με μερικά χειρόγραφα ο παραλήπτης ονομαζόταν Μάξιμος.
Η ανάλυση του περιεχομένου κάθε επιστολής ξεχωριστά έχει βέβαια πολύ ενδιαφέρον, θα απαιτούσε όμως πολύ χώρο και χρόνο και δεν θα απέφευγε τις επαναλήψεις, αφού, πολλές φορές χρησιμοποιούνται τα ίδια παραμυθητικά επιχειρήματα. Θα επιχειρήσουμε λοιπόν συνδυαστικά και συνθετικά την παρουσίαση του περιεχομένου με επιγραμματική συναγωγή στο τέλος των βασικών παραμυθητικών επιχειρημάτων.

3. Διακριτική συμπεριφορά προς τους πενθούντες
Στο πρώτο μέρος των επιστολών ο Μ. Βασίλειος συνήθως διαβεβαιώνει ότι θα ήθελε να είναι ο ίδιος παρών προσωπικά στις δύσκολες στιγμές του πόνου· ότι δεν πίστευε στην αρχή την δυσάρεστη είδηση και ευχόταν να μην είναι αληθινή· ότι θα επιθυμούσε η επιστολή του να είχε ως αντικείμενο ευχάριστο θέμα. Δεν αναβάλλει το καθήκον της συμπαραστάσεως. Αφού οι πολλές ποιμαντικές φροντίδες και η σωματική του ασθένεια δεν επιτρέπουν την αυτοπρόσωπη παρουσία του, σπεύδει αμέσως να γράψει επιστολή. Θα επιθυμούσε και ο ίδιος για όσους ζουν εν ευσεβεία η ζωή τους να ήταν ανέφελη, χωρίς προβλήματα και θλίψεις. Διαβεβαιώνει ότι και ο ίδιος επόνεσε και εδάκρυσε και πληγώθηκε από την φοβερή είδηση. Ακόμη και αν ήταν κανείς από πέτρα και από διαμάντι, σκληρός και ανθεκτικός, δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος· «Πώς ουκ αν, και ει α­δαμάντινοι ήμεν, τας ψυχάς κατεκάμφθημεν;».
Δημιουργεί από την αρχή ο διακριτικός παρηγορητής γέφυρες επικοινωνίας. Δείχνει εν πρώτοις την αγάπη και το ενδιαφέρον του· δεν αρχίζει αμέσως την διδασκαλία αφ’ υψηλού πως δεν πρέπει κανείς να λυπάται και να πενθεί. Είναι εύλογα, δικαιολογημένα ο πόνος και η θλίψη. Γνωρίζει στο σημείο αυτό την σχετική διδασκαλία των Στωϊκών για πλήρη απάθεια και αταραξία που δεν είναι όμως ρεαλιστική και ανθρώπινη. Ξεπερνά μερικές φορές ακόμη και την κατασταλαγμένη στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση στάση της μετριοπαθείας και δικαιολογεί απολύτως τον πόνο, παραδέχεται ότι τραυματίσθηκε και αυτός από το «αφόρητο πάθος», ότι στέναξε και δάκρυσε και ένοιωσε το κακό να τον εγγίζει στο βάθος του. «Εφ’ ω όσον μεν εστέναζα και όσον αφήκα δάκρυον τί χρη και λέγειν; Και γαρ τις ούτω λίθινος την καρδίαν ή έξω παντελώς της ανθρωπίνης φύσεως, ώστε απαθώς ενεγκείν το συμβάν ή μετρίω πάθει την ψυχήν καταληφθήναι;».
Προσχωρεί στην αρχή ολοκληρωτικά προς το μέρος των πενθούντων, συμμερίζεται την ψυχολογική τους κατάσταση, γίνεται ένα με αυτούς, συμπάσχει. Διερμηνεύοντας τις σκέψεις και τα αισθήματά τους περιγράφει το μέγεθος της συμφοράς, το πως ενώ όλα πήγαιναν καλά και ήσαν πολύ λίγες οι αφορμές για λύπη, ξαφνικά όλα άλλαξαν από βάσκανο οφθαλμό· «Καίτοι γε εδόκει τα μέχρι του παρόντος ολίγα είναι τα λυπούντα υμάς, εν τοις πλείστοις δε κατά ρουν υμίν τα πράγματα φέρεσθαι· αλλ’ αθρόως, βασκανία δαίμονος πάσα του οίκου εκείνου η ευθηνία και φαιδρότης ηφάνισται και εγενόμεθα τω βίω διήγημα σκυθρωπόν».
Κατανοεί τόσο πολύ τον πόνο και τις πληγές του θανάτου, ώστε πιστεύει ότι τις πρώτες ημέρες πρέπει κανείς να σιωπά μπροστά στους πενθούντες. Ακόμη και τα παρηγορητικά λόγια ενοχλούν τότε, όπως ενοχλεί τον φλεγμαίνοντα οφθαλμό και το πιο απαλό επίθεμα.
Στο ψυχολογικό αυτό πλησίασμα των πενθούντων εντάσσεται και η αναφορά στα χαρίσματα και στα πλεονεκτήματα των αποθανόντων. Έχομε εδώ την παρεμβολή εγκωμιαστικών στοιχείων. Στην περίπτωση του ζεύγους που έχασαν τον γιό τους, εις μεν τον πατέρα γράφει ότι μέσα από τα πατρικά χέρια και στο άνθος της ηλικίας του έφυγε αυτός που ήταν «οίκου λαμπρού διαδοχή, έρεισμα γένους, πατρίδος ελπίς, γονέων ευσεβών βλάστημα υπό μυρίαις ευχαίς εντραφέν», εις δε την μητέρα, που είναι φυσικό να πονά περισσότερο, γράφει ότι έχασε γιο, που τον μακάριζαν όλες οι μητέρες, όσο ζούσε, και εύχονταν τέτοια να είναι και τα δικά τους παιδιά, όταν δε πέθανε τον έκλαυσαν, σαν να είχαν χάσει η κάθε μια δικό της παιδί. Τα ίδια περίπου γράφει και στον πατέρα του φοιτητού, τον οποίον ενώ τον έστειλαν στο άνθος της ηλικίας του να σπουδάσει, τον υποδέ­χθηκαν «σιωπώντα την μακράν ταύτην και απευκτήν σιωπήν».
Χαρακτηρίζεται ο νεαρός φοιτητής ως «αυτό της ηλικίας άγων το βιώσιμον, διαπρέπων εν χοροίς ομηλίκων, ποθεινός διδασκάλοις, από ψιλής της εντεύξεως εις εύνοιαν δυνάμενος και τον αγριώτατον επισπάσασθαι, οξύς εν μαθήμασι, πράος το ήθος, υπέρ την ηλικίαν κατεσταλμένος, και πλείω τούτων ειπών ελάττω αν τις είποι της αληθείας». Αναγνωρίζει ότι ο φυσικός δεσμός της συγγενείας προκαλεί στους φυσικούς γονείς περισσότερο πένθος. Θέτει σε πρώτη θέση την φυσική πατρότητα και μητρότητα ως προς την ένταση του πένθους, σε σχέση με τον πόνο των πνευματικών πατέρων, των επισκόπων και των κληρικών· «ηλίκον έσται της οδύνης το βάρος πατρί τω κατά φύσιν, όπου γε ημίν τοις κατά την εντολήν ωκειωμένοις τοσούτον της καρδίας το κατηφές ενεγένετο».
Στο πρώτο μέρος λοιπόν των παραμυθητικών επιστολών ο διακριτικός παρηγορητής συνιστά άμεσο εν πρώτοις ενδιαφέρον και επίσκεψη είτε προσωπική είτε δι’ επιστολής με έμπρακτη φανέρωση της αγάπης. Απορρίπτει την απάνθρωπη απάθεια και αταραξία των Στωϊκών ως αφύσικη και απραγματοποίητη, και συνιστά την μετριοπάθεια που την είχαν διδάξει και πολλοί από τους αρχαίους Έλληνες σοφούς. Ασφαλώς θα ενεθυμείτο στην περίπτωση αυτή ο Μ. Βασίλει­ος ότι ακόμη και ο Χριστός εδάκρυσε για τον θάνατο του φίλου του Λαζάρου. Γράφει λοιπόν προς την σύζυγο του Αρινθαίου ότι πρέπει να γίνει υπόδειγμα ανδρείας· ούτε να αποδιώξει τελείως την λύπη από την καρδιά της, αλλά ούτε και να επιτρέψει στην λύπη να την αφανίσει· «και ούτω το πάθος μέτρησον, ως μήτε εκβαλείν της καρδί­ας μήτε καταβληθήναι υπό της λύπης».

4. Θνητός ο άνθρωπος για το συμφέρον του. Και των
νέων ο θάνατος ευεργεσία
Στο δεύτερο μέρος των επιστολών, που είναι και εκτενέστερο, διατυπώνει ο Μ. Βασίλειος τα κύρια παραμυθητικά επιχειρήματα τα οποία αντλεί είτε από την μακρά παράδοση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είτε από την Αγία Γραφή και τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Είναι χρήσιμο εδώ να επισημάνουμε ότι, ενώ σε επιτάφιους λόγους του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου π. χ. κυριαρχεί στο πρώτο μέρος το εγκωμιαστικό στοιχείο, και οι λόγοι ουσιαστικώς είναι εγκωμιαστικοί και μόνο προς το τέλος παίρνουν παραμυθητικό χαρακτήρα, στις παραμυθητικές επιστολές το εγκωμιαστικό στοιχείο του πρώτου μέρους είναι μικρό, ενώ το δεύτερο μέρος που κυριαρχείται από παραμυθητικά επιχειρήματα είναι εκτενέστερο του πρώτου.
Υπενθυμίζει, εν πρώτοις, ο Μ. Βασίλειος ότι τα δάκρυα και οι θρήνοι, ακόμη και αν στέναζαν και δάκρυζαν όλη τους τη ζωή όλοι οι άνθρωποι μαζί με τους πενθούντες δεν μπορούν να εξισώσουν τον οδυρμό με το μέγεθος του πάθους· και το ρεύμα των ποταμών αν γίνει δάκρυ, δεν αρκεί να δώσει πλήρη θρήνο για το συμβάν. Ασφαλώς χρησιμοποιεί εδώ το επιχείρημα της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως ότι τα δάκρυα δεν ωφελούν, ενώ αποφεύγει να χρησιμοποιήσει το αρχαιοελληνικό επίσης επιχείρημα ότι οι θρήνοι δεν ευχαριστούν τους νεκρούς. Πρέπει σ’ αυτές τις περιπτώσεις να χρησιμοποιεί ο άνθρωπος τον σώφρονα λογισμό, ο οποίος και κατά τον καιρό της ευτυχίας ξέρει να ορίζει τα μέτρα, αλλά και στον καιρό της θλίψεως ξέρει να υπενθυμίζει ότι ο ανθρώπινος βίος είναι γεμάτος από τέτοια πάθη, από συμφορές και από θλίψεις. Το γνωστό αυτό επιχείρημα ότι η δυστυχία και τα δεινά του βίου είναι μία αδήριτη πραγματικότητα, ότι δεν είμαστε μόνο εμείς δυστυχείς αλλά είναι κοινές οι συμφορές στους ανθρώπους, το ενισχύει περισσότερο ο Μ. Βασίλειος προβάλλοντας ιδιαιτέρως το αναπότρεπτο του θανάτου, τον οποίο κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Δεν τον απέφυγαν οι πρόγονοί μας, ούτε θα τον αποφύγουν και οι απόγονοί μας. Ο άνθρωπος γεννιέται από θνητούς γονείς και γεννά θνητά παιδιά στη συνέχεια. Υπάρχει από την αρχή θεϊκή νομοθεσία, από τον Αδάμ μέχρι των ημερών μας, σύμφωνα με την οποία όσοι έρχονται στη ζωή θα απέλθουν στον κατάλληλο χρόνο. Έτσι έχουν διαταχθή τα ανθρώπινα, και δεν χρειάζεται να αγανακτούμε για κάτι που είναι κοινός νόμος της φύσεως. Όσοι προήλθαμε από τη γη, επιστρέφουμε πάλι στη γη, και κανείς δεν είναι τόσο μεγάλος, ώστε να αποφύγει την διάλυση του θανάτου. Στην σύζυγο του Νεκταρίου γράφει ότι, όταν γεννήθηκε ο γιός σου και ευχαρίστησες γι’ αυτό το Θεό, γνώριζες πάντως «ότι, θνητή ούσα θνητόν εγέννησας. Τί ουν παράδοξον, ει απέθανεν ο θνη­τός;». Της συνιστά να στρέψει παντού τα μάτια της για να διαπιστώσει ότι όλα στον κόσμο είναι θνητά και όλα υπόκεινται στη φθορά, ο ήλιος, τα άστρα, τα ζώα, τα φυτά· όλα οδηγούνται στο θάνατο, τίποτε δε θα μείνει αιώνιο. Αυτό είναι ικανό να παραμυθήσει, γιατί δεν πρέπει να βλέπουμε και να μετρούμε μόνο αυτό που συμβαίνει σε μας, αλλά να το συγκρίνουμε με αυτά που συμβαίνουν σε όλους τους ανθρώπους· «μη καθ’ εαυτό μέτρει το πάθος· αφόρητον γαρ ούτω φανείταί σοι· αλλά τοις ανθρωπίνοις πάσι συγκρίνουσα, εντεύθεν ευρήσεις αυτού την παραμυθίαν».
Η συνείδηση βέβαια της κοινής αυτής μοίρας, της κοινής πορείας προς τον θάνατο, δεν καταλήγει στον Χριστιανισμό σε μια μοιρολατρική αποδοχή του πεπρωμένου, της ειμαρμένης, ούτε στην αποδοχή της διαρχίας, της ύπαρξης ίσης προς το Θεό δύναμης ενός κακού Θεού, όπως συμβαίνει σε πολλές θρησκείες και φιλοσοφίες. Δεν κυριαρχεί στον κόσμο η τυφλή τύχη ούτε δρα ανεξέλεγκτα το κακό. Δεν είναι απρονόητα τα ανθρώπινα πράγματα. Το Ευαγγέλιο διδάσκει ότι ακόμη και ένα στρουθίο, ένα σπουργίτι, δεν πέφτει χωρίς το θέλημα του Θεού. Ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει γιατί είναι θέλημα του Θεού που εντάσσεται στα πλαίσια της σοφίας και της δικαιοσύνης του. Δεν γνωρίζουμε εμείς τις βουλές του Θεού, είμαστε αμαθείς και πολύ μικροί για να εξιχνιάσουμε τα άρρητα σχέδιά Του. Γι’ αυτό δεν πρέπει να γογγύζουμε και να δυσανασχετούμε, αλλά να αποδεχόμαστε με εγκαρτέρηση το γεγονός του θανάτου που εντάσσεται και αυτό μέσα στην πρόνοια και στο ενδιαφέρον του Θεού για τον άνθρωπο και είναι προς το συμφέρον του. Υπάρχουν για τον κάθε άνθρωπο συγκεκριμένα όρια ζωής, που τα έθεσε ο Θεός· Αυτός μας φέρνει στη ζωή, Αυτός ορίζει και το τέλος μας· «Θεός ο τα ημέτερα οικονομών, ο τας των χρόνων οροθεσίας εκάστω νομοθετών, ο αγαγών εις την ζωήν ταύτην, αυτός και μετέστησεν».
Πρέπει μάλιστα στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι η θέση αυτή του Μ. Βασιλείου, περί του ότι ο Θεός έχει ορίσει την αρχή και το τέλος της ζωής κάθε ανθρώπου, που την διατύπωσε επιγραμματικά στην ομιλία «Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός», προκάλεσε στην χριστιανική γραμματεία ατέρμονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις που διήρκεσαν μέχρι και τον 15ο αιώνα και είχαν σαν αποτέλεσμα την συγγραφή πολλών έργων από πολλούς και μεγάλους Πατέρες και θεολόγους με θέμα το πως καθορίζονται τα όρια της ζωής. Είναι το γνωστό σε λίγους πρόβλημα «Περί όρων ζωής». Η σχετική διατύπωση του Μ. Βασιλείου στο έργο που αναφέραμε έχει ως εξής: «Θάνατοι δε επάγονται των όρων της ζωής πληρωθέντων, ους εξ αρχής περί έκαστον έπηξεν η δικαία του Θεού κρίσις, πόρρωθεν το περί έκαστον ημών συμφέρον προβλεπομένου».
Ο θάνατος λοιπόν, σε οποιαδήποτε ηλικία κι αν έλθει, αποτελεί οικονομία του Θεού, την οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποδέχεται όχι μόνο χωρίς γογγυσμό, αλλά και με ευγνώμονα διάθεση και με ευχαριστίες προς το Θεό, διότι είναι προς το συμφέρον και εκεί­νου που φεύγει από την ζωή αλλά και εκείνων που μένουν. Σε άλλο του έργο ο Μ. Βασίλειος, στην ομιλία του Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν ερμηνεύοντας το χωρίο του Αποστόλου Παύλου «Πάντοτε χαί­ρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε», απαντά διά μακρών στην εύλογη ένσταση πώς είναι δυνατόν μία πονεμένη ψυ­χή να μην ξεσπά σε θρήνους και δάκρυα, αλλά να ευχαριστεί το Θεό, σαν να είναι ο θάνατος κάτι καλό και όχι κάτι δυσάρεστο και απορριπτέο;
Η απάντηση στο καίριο αυτό ερώτημα κορυφώνει την παραμυθητική επιχειρηματολογία των επιστολών συμπληρωμένη από όσα λέ­γει στην ομιλία που αναφέραμε. Φαίνεται ολοφάνερα ότι υπάρχει μία σοφή μεθοδολογία της πατερικής αντιμετωπίσεως των πενθούντων, η οποία αποβλέπει στην σταδιακή ανόρθωση και ενίσχυσή τους. Συμμετέχει εν πρώτοις κανείς στο πένθος και στη λύπη, γιατί αυτό δημιουργεί ψυχική εγγύτητα και οικείωση· ούτε επιχαίρουμε ούτε αδιαφορούμε για τον ξένο πόνο. Η συμμετοχή βέβαια αυτή πρέπει να είναι μετρημένη και αξιοπρεπής, να μη καταλήγει σε υπερβολές, με το να αντιγράφουμε και να μιμούμαστε τις εκδηλώσεις των πενθούντων από τη μια πλευρά ή από την άλλη πλευρά με επιτιμητικό ύφος και με επιπλήξεις για την αμαρτία και την ανταπόδοση να προσπα­θούμε να τους παρηγορήσουμε. Αυτό είναι πολύ φορτικό στους ταλαι­πωρημένους ψυχικά και δεν έχει καμμία επίπτωση παραμυθητική.
Αφού περάσει η έξαρση του πόνου, και όταν θα έχει υποχωρήσει το κακό, τότε πρέπει να ασχολείται κανείς με την παραμυθία των πονεμένων και των πενθούντων «συγχωρήσαντα κενά και άπρακτα εκβοήσαι και ολοφύρεσθαι ήδη του κακού υπανέντος τι και χαλάσαντος, τότε εμμελώς και πράως της παρακλήσεως άπτεσθαι».
Αυτή λοιπόν η προσεκτική, η εμμελής και γεμάτη πραότητα παραμυθία που περιλαμβάνει την συμμετοχή στο πένθος, την αποδοχή της προνοίας του Θεού με εγκαρτέρηση, χωρίς γογγυσμούς, φθά­νει στο σημείο να συνιστά και ευχαριστία προς το Θεό για το γεγο­νός του θανάτου. Πώς όμως κατοχυρώνει ο Μ. Βασίλειος την όντως χριστιανική αυτή αντιμετώπιση του θανάτου, ο οποίος αρπάζει αδιακρίτως νέους, μεσήλικες και ηλικιωμένους; Ποιά λογική και ποιά τάξη βρίσκεται πίσω από αυτά;
Παραδέχεται εν πρώτοις ο Μ. Βασίλειος ότι δεν μπορούμε οι άνθρωποι να εξηγήσουμε λογικά γιατί ο Θεός δεν έχει ορίσει για όλους τον ίδιο χρόνο ζωής, «αλλά άνισα τίθησιν ημίν του βίου τα πέρατα». Αυτό είναι ακατάληπτο, ακατανόητο, ενώ αντίθετα αποδεχόμαστε με κατανόηση τον θάνατο των γερόντων που ολοκλήρωσαν τον επί γης βιολογικό κύκλο. Ο πόνος για τον χωρισμό προσφιλών προ­σώπων επιτείνει τα ερωτηματικά. Γιατί συνέβη αυτό σε μένα, σε μας; Τί εξυπηρετεί αυτός ο θάνατος, σε τί ωφελεί αυτός ο επώδυνος χωρι­σμός; Ενώ όμως φαίνεται καταρχήν δύσκολη η απάντηση με καθαρώς ενδοκοσμικά και ανθρώπινα κριτήρια, είναι εύκολη, όταν στη­ρίζεται κανείς σε πνευματικά κριτήρια. Ακόμη και αν αγνοούμε τους λόγους και τις αιτίες των θλίψεων, και ο πόνος είναι δυσβάστακτος, πρέπει να τις αποδεχόμαστε, γιατί δεν οφείλονται, όπως είπαμε, ού­τε στην τυφλή και ανόητη τύχη ούτε στη δράση κάποιου κακού Θεού· εντάσσονται στο σχέδιο του Θεού ο οποίος με σοφία οικονομεί τα πάντα και από αγάπη για μας· όλα γίνονται για το συμφέρον και του αναχωρούντος από τον κόσμο, αλλά και αυτών που απομένουν.
Οι παραλαμβανόμενες από τον Θεό διά του θανάτου ψυχές ωφελούνται για δύο βασικώς λόγους. Εν πρώτοις, διότι η επί πλέον στη γη διαβίωση και παραμονή για όλες τις ηλικίες συντελεί στο να διαπράττουμε περισσότερες αμαρτίες, να γεμίζουμε από κακίες. Έπει­τα θα ήταν φοβερός ο θάνατος, αν περιορίζονταν οι ελπίδες μας μό­νο σ’ αυτήν την ζωή, οπότε το να έρχεται πιο γρήγορα θα ήταν δυσάρε­στο και λυπηρό, αφού μας στερεί από το να απολαύσουμε αυτήν την ζωή περισσότερο χρόνο. Η χριστιανική όμως ελπίδα επεκτείνεται πολύ περισσότερο, δεν περικλείεται στα όρια αυτής της ζωής, αλλά αποβλέπει στην μέλλουσα ζωή που είναι αιώνια, χωρίς τέλος. Για τους κατά Θεόν ζώντας η αληθινή ζωή αρχίζει μετά τον θάνατο, γι’ αυτό και δεν πρέπει να λυπούνται «ως και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα». Αλλά και όσοι απομένουν εδώ στη γη ωφελούνται από τον θάνατο προσφιλών τους προσώπων. Δεν στέλνει ο Θεός χωρίς λόγο, ματαίως τις θλίψεις. Δοκιμάζει με αυτές την υπομονή, την αγάπη και εμπιστοσύνη προς αυτόν, μας οδηγεί με αυτές προς την τελείω­ση, στο να γίνουμε καλύτεροι, αν τις δεχθούμε με την πρέπουσα υπο­μονή και με ευγνωμοσύνη. Όσοι υπομένουν με υπομονή το γεγονός του θανάτου και δεν δυσανασχετούν εναντίον του Θεού εξομοιούνται με τους μάρτυρες, θα λάβουν τον μισθόν των μαρτύρων, ενώ όσοι γογγύζουν ούτε μπορούν να διορθώσουν το κακό και επί πλέον με την αγνώμονα στάση τους απέναντι στο Θεό χάνουν την σωτηρία τους, καταστρέφονται: «Καταδεξώμεθα το συμβάν· δυσανασχετούντες γαρ ούτε το γενόμενον διορθούμεθα και εαυτούς προσαπόλλυμεν. Μη κατηγορήσωμεν της δικαίας κρίσεως του Θεού. Αμαθείς εσμεν ώστε τα άρρητα αυτού κρίματα δοκιμάζειν. Νυν σου λαμβάνει την δοκιμήν ο Κύριος της προς αυτόν αγάπης. Νυν πάρεστί σοι καιρός διά της υπομονής την μερίδα των μαρτύρων λαβείν».
Σε πολλά σημεία των παραμυθητικών επιστολών διατυπώνει αυτές τις σκέψεις, επιλέγουμε όμως την πιο περιεκτική· «Αι θλίψεις αύται ουκ αργώς τοις δούλοις του Θεού παρά του επισκοπούντος ημάς Κυρίου γίνονται, αλλ’ επί δοκιμασία της αληθινής προς τον κτίσαντα ημάς Θεόν αγάπης. Ως γαρ τους αθλητάς οι των αγώνων κάμα­τοι τοις στεφάνοις προσάγουσιν, ούτω και τους Χριστιανούς η εν τοις πειρασμοίς δοκιμασία προς την τελείωσιν άγει, εάν μετά της πρεπούσης υπομονής εν ευχαριστία πάση τα οικονομούμενα παρά του Κυρί­ου καταδεξώμεθα. Αγαθότητι Δεσπότου διοικείται τα πάντα. Ουδέν των συμβαινόντων ημίν ως λυπηρόν υποδέχεσθαι χρη, καν προς το παρόν άπτηται της ασθενείας ημών. Ει γαρ και τους λόγους αγνοούμεν, καθ’ ούς έκαστον των γινομένων ως καλόν παρά του Δεσπότου ημίν επάγεται· αλλ’ εκείνο πεπείσθαι οφείλομεν ότι πάντως συμφέρει το γινόμενον ή ημίν διά τον της υπομονής μισθόν, ή τη παραληφθείση ψυχή ίνα μη επί πλέον τη ζωή ταύτη επιβραδύνασα της εμπολιτευομένης τω βίω κακίας αναπλησθή. Ει μεν γαρ εν τη ζωή ταύτη η των Χριστιανών ελπίς περιώριστο, εικότως χαλεπόν αν ενομίσθη το θάττον διαζευχθήναι του σώματος· ει δε αρχή του αληθινού βίου τοις κατά Θεόν ζώσιν εστι το των δεσμών τούτων των σωματικών την ψυχήν εκλυθήναι, τί λυπούμεθα, “ως οι μη έχοντες ελπίδα”»;
Η πιο δυσπαράδεκτη βέβαια απάντηση βρίσκεται στους προώρους θανάτους των παιδιών, των νέων ανθρώπων, που φεύγουν πριν από την ώρα τους, και προκαλούν ιδιαίτερα στις μητέρες πολύ μεγαλύ­τερο πόνο από τον πόνο του τοκετού. Πώς λοιπόν να αφήσει το κλάμμα και να ευχαριστήσει το Θεό; «Πώς καταλιπούσα τους θρήνους, ευ­χαριστίας φωνάς αναλάβει;». Εν πρώτοις πρέπει να αναλογιζόμαστε ότι για το παιδί κοντινότερος συγγενής και από τον πατέρα και από την μητέρα είναι ο Θεός, και πιό συνετός προστάτης και κηδεμών και οικονόμος της ζωής του. Είναι παράλογο να μην επιτρέπουμε στο Θεό να φροντίζει αυτός με τη σύνεση και τη σοφία του τα δικά του παιδιά και να αγανακτούμε σαν να στερούμαστε αποκλειστικά δικά μας πρό­σωπα. Χρησιμοποιείται και εδώ, κατάλληλα προσαρμοσμένο, το παραμυθητικό επιχείρημα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, σύμ­φωνα με το οποίο ιδιοκτήτης όλων των επί γης πραγμάτων και των ανθρώπων είναι ο Θεός· στους ανθρώπους δίνονται όλα από το Θεό ως δάνειο για να επιστρέψουν πάλι σ’ αυτόν. Το διετύπωσε αυτό σα­φέστατα η Αγία Γραφή λέγοντας «Του Κυρίου η γη και το πλήρω­μα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή».
Στους ανθρώπους φαίνεται ακατάληπτος και δυσερμήνευτος ο λόγος για τον οποίο ο Θεός «άνισα τίθησιν ημίν του βίου τα πέρατα», δεν δίνει σε όλους τον ίδιο χρόνο ζωής, αλλά άλλοι φεύγουν ενωρίς και άλλοι αφήνονται περισσότερο χρόνο για να ταλαιπω­ρούνται στον οδυνηρό αυτό βίο. Μπορούμε και εδώ να εντοπίσου­με χρήση του αρχαιοελληνικού παραμυθητικού παραδείγματος ότι ο ανθρώπινος βίος είναι δυστυχής, είναι γεμάτος από δεινά, και επο­μένως ο θάνατος σώζει από τις συμφορές της ζωής. Στον πατέρα του φοιτητού γράφει, ότι το ότι έφυγε πρόωρα, πριν χορτάσει τη ζωή και αναδειχθεί κοινωνικά και κάνει παιδιά και οικογένεια, αυτά δεν πρέπει να αυξάνουν το πένθος, αλλά αντίθετα συντελούν πιο πολύ στην παρηγορία. Πρέπει να ευχαριστούμε τον Θεό που δεν άφησε ορφα­νά παιδιά, γυναίκα χήρα που θα παραδινόταν σε μακροχρόνια θλί­ψη ή που θα συζούσε στη συνέχεια με άλλον άνδρα και θα παραμε­λούσε τα παιδιά από τον προηγούμενο γάμο. Το γεγονός έπειτα ότι δεν έζησε ο νέος πολλά χρόνια, αυτό πρέπει να το θεωρούμε ότι είναι το μεγαλύτερο από τα αγαθά. Φαίνεται παράξενη αυτή η θέση, σή­μερα μάλιστα που κυριαρχεί η αντίληψη για την μακροζωία ότι είναι πολύ μεγάλο αγαθό και όλοι ευχόμαστε «χρόνια πολλά» και δια­πιστώνουμε ότι το μεγαλύτερο αγαθό είναι η υγεία, «πάνω από όλα η υγεία», γιατί η ασθένεια οδηγεί στον θάνατο. Ο Μ. Βασίλειος εκφράζοντας την χριστιανική αντίληψη για την παρούσα ζωή, πως αυτή αποκτά νόημα και αξία, όταν χρησιμοποιείται για την σωτη­ρία και την αγιότητα, ενώ αντίθετα είναι επιζήμια, όταν είναι γεμάτη από κακίες και πάθη, λέγει αποφθεγματικά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ροπή των ανθρώπων στην αμαρτία, ότι όσο πιο πολύ ζει κανείς τόσο πιο πολλές αμαρτίες διαπράττει· «η γαρ επί πλείον ενταύθα διατριβή πλειόνων κακών εστιν αφορμή». Ο νέος που έφυγε ευεργετήθηκε, γιατί δεν έκανε κακό στη ζωή του, δεν έμπλεξε σε δολο­πλοκίες και σε συμμαχίες με πονηρούς ανθρώπους ούτε αναμίχθηκε στις κακίες της αγοράς, δεν είπε ψέμματα, δεν φάνηκε αγνώμων, φι­λήδονος, σαρκολάτρης, δεν σπιλώθηκε γενικώς από τις κηλίδες της αμαρτίας, αλλά έφυγε καθαρός με πολύ καλές προοπτικές. Δεν τον έκρυψε η γη, αλλά τον υποδέχθηκε ο ουρανός· «Ου γη κατέκρυψε τον αγαπητόν, αλλ ουρανός υπεδέξατο». Η φράση αυτή πέρασε και στον ύμνο που ψάλλει η Εκκλησία προς τους αγίους μάρτυρες. «Πανεύφημοι μάρτυρες υμάς ουχ η γη κατέκρυψεν αλλ’ ουρανός υπεδέξατο». Δεν παραλείπει ο Μ. Βασίλειος στις περιπτώσεις θανάτου τέ­κνων να επικαλεσθεί το παράδειγμα του πολύαθλου Ιώβ, που είδε την ίδια στιγμή να πεθαίνουν τα δέκα του παιδιά από την πτώση της στέγης του σπιτιού και όμως ο μεγάλος εκείνος αθλητής της υπο­μονής δεν γόγγυσε, δεν δυσανασχέτησε, αλλά μέσα στην υπερβολι­κή εκείνη συμφορά, είπε τα περίφημα εκείνα λόγια που αποτελούν καλό μάθημα για όλους· «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο· ως τω Κυρίω έδοξεν ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας». Αναφέρει επίσης το παράδειγμα της μητέρας των επτά Μακκαβαίων παίδων, η οποία βλέποντάς τους να οδηγούνται στο μαρτύριο, ούτε στέναξε, ούτε έχυσε αγενές δάκρυο, αλλά τους προέπεμψε με ευχαριστίες προς το Θεό.
Δεν αποστερούνται οι γονείς τα παιδιά τους, όταν πεθαίνουν· τα επιστρέφουν σε κείνον που τους τα έδωσε. Δεν καταστρέφεται, δεν αφανίζεται η ζωή τους αλλά μεταβάλλεται προς το καλύτερο. Λίγος είναι ο χρόνος της αναμονής και του χωρισμού· το ίδιο κατάλυμα μας περιμένει· εκεί θα συναντηθούμε· έστω και αν ο ένας φεύγει νωρίτερα και ο άλλος αργότερα. Αρκεί εμείς που μένουμε να μιμηθούμε την αγνότητα και καθαρότητα των νέων που φεύγουν, για να αξιω­θούμε και εμείς την ίδια ανάπαυση.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η επιχειρηματολογία στις περιπτώσεις του θανάτου ενός από τους συζύγους. Στον άνδρα που έχασε την γυναίκα του γράφει εν πρώτοις ότι λυπήθηκε πολύ, όταν σκέφθηκε ότι η κοινότης των ευσεβών έχασε ένα ηγετικό μέλος της, αλλά και διότι αντιλαμβάνεται ότι ένα σπίτι προηγουμένως χαρούμενο, ξαφνι­κά μετέπεσε σε κατήφεια και σε θλίψη, και μία συζυγία αρμονική διαλύθηκε πιο γρήγορα από όνειρο. Έμοιαζαν και ταίριαζαν τόσο πολύ, ώστε στον ένα καθρεπτιζόταν η αρετή του άλλου. Γι’ αυτό και ο επιζών πρέπει μέσα στον πόνο να κρατήσει ψηλά την αξιοπρέπεια και μεγαλοψυχία του και να μη δυσανασχετεί, γιατί τώρα στερείται το αγαπημένο του πρόσωπο, αλλά να ευγνωμονεί τον Θεό, γιατί του εδώρησε από την αρχή μία τόσο προικισμένη σύζυγο. Γιατί ο μεν θάνατος είναι κοινός στους ανθρώπους, το να συμβιώσει όμως κανείς με αγαθή γυναίκα είναι προνόμιο λίγων ανθρώπων που μακαρίζον­ται από το Θεό. Άλλωστε και το ότι υποφέρει και λυπάται για το χωρισμό είναι και αυτό δείγμα της μεγάλης αυτής δωρεάς του Θεού, αφού υπάρχουν πολλοί που ανακουφίζονται, όταν πεθαίνει ο σύζυ­γος ή η σύζυγος σε περιπτώσεις αταίριαστων γάμων. Ο ίδιος ο γά­μος άλλωστε δόθηκε από το Θεό ως μία παρηγοριά για τον θάνατο· «επεί και ο γάμος αυτός του αποθνήσκειν εστι παραμυθία». Επειδή δηλαδή λόγω της αμαρτίας εισήχθη ο θάνατος, και δεν ήταν πλέον δυνατόν να παραμένει ο άνθρωπος εν τη ζωή, ο Θεός ως δημιουργός επενόησε την διά του γάμου διαδοχή των γενεών, ώστε να εξασφαλίζεται η διάρκεια της ζωής. Δεν πρέπει να στεναχωρούμεθα, όταν φεύ­γει γρήγορα ένα μέλος της συζυγίας, όχι μόνο γιατί έτσι γλυτώνει από πολλές κακίες και αμαρτίες, αλλά και γιατί έφυγε σε νεαρή ηλικία, ως άνθος που ακόμη ήταν ευώδες και ποθητό. Πορεύθηκε πιο γρήγορα σε δρόμο που και εμείς θα βαδίσουμε και αυτό δεν είναι ά­ξιο οδυρμών, γιατί μπορεί εμείς που μένουμε να είμαστε σε χειρότε­ρη θέση, αν με το να ζήσουμε περισσότερο περιπέσουμε σε περισσότε­ρες αμαρτίες και τιμωρηθούμε ως εκ τούτου περισσότερο.
Στην σύζυγο του Βρίσωνος γράφει ότι η ευαίσθητη φύση της είναι εύλογο να την κάνει να πονά, να υποφέρει, και να αισθάνεται σαν δι­χοτομημένη με τον χωρισμό του συζύγου, αφού κατά την διδασκα­λία του Κυρίου, άνδρας και γυναίκα δεν είναι πλέον δύο, αλλά ένα σώμα, από το οποίο με τον θάνατο αποκόπτεται το μισό. Επαναλαμ­βάνει και εδώ το επιχείρημα ότι πρέπει να ευχαριστεί το Θεό, για­τί αξιώθηκε να ζήσει με τέτοιο άνδρα, την απουσία του οποίου αισθάνονται όλοι, ο ίδιος ο βασιλεύς, οι ανώτεροί του, οι στρατιώτες. Έφυγε αυτός ο γενναίος άνδρας από τη ζωή αήττητος, πριν τον νι­κήσει κάποια ασθένεια ή τον μαράνει ο χρόνος, αλλά πάνω στην ακμή της ηλικίας του και μέσα στη δόξα των πολεμικών κατορθωμάτων. Η θύμηση των αρετών του είναι αρκετή παρηγοριά του πόνου, όπως επίσης και τα παιδιά που άφησε σαν έμψυχες εικόνες για να αναπληρώ­νουν την απουσία του. Η ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών απο­σπά το νου από τα λυπηρά, και η μέριμνα του πώς θα περάσει κα­νείς τον υπόλοιπο χρόνο χριστιανοπρεπώς αποτελούν καλή ασχολί­α των λογισμών. Έτσι η χηρεύσασα θα γίνει και καλό παράδειγμα για τις άλλες συνομήλικες χήρες γυναίκες για τον κατ’ αρετήν βίο.
Προς την σύζυγο του Αρινθαίου γράφει μεταξύ άλλων ότι λυπήθη­κε ιδιαιτέρως αναλογιζόμενος την τιμή που έτρεφε προς τον ίδιο αλ­λά και την παντοειδή προς την Εκκλησία προστασία στους αγώνες εναντίον των αιρετικών. Ο χρόνος βέβαια είναι ικανός να απαλύνει τον πόνο και να δώσει διέξοδο στους λογισμούς. Είναι πάντως χρήσι­μη ιδιαίτερα σ’ αυτές τις περιπτώσεις η διδασκαλία της Αγίας Γρα­φής. Το ότι στερήθηκε τον άνδρα της είναι κοινή τύχη με άλλες ομοιο­παθείς γυναίκες, εις το ότι όμως είχε τέτοιο άνδρα καμμία άλλη γυ­ναίκα δεν μπορεί εξ ίσου να σεμνύνεται. Δεν πρέπει λοιπόν να αγα­νακτεί για την στέρησή του, αλλά να ευγνωμονεί τον Θεόν, γιατί έζησε όσο επέτρεψε ο Θεός από την αρχή μαζί του. Ήταν πράγματι υπόδειγμα ανθρώπου· όλων τα μάτια εστρέφοντο προς αυτόν, και ό­λοι διηγούντο τα κατορθώματά του στους πολέμους, που έμοιαζαν με απίστευτους μύθους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι πέθανε ο Αρινθαίος. Έφυγε πάντως με υπερηφάνεια και δόξα, χωρίς να καμ­φθεί από τα γηρατειά ή από κάτι άλλο. Μέγας στην παρούσα ζωή, μέγας και στην μέλλουσα. Δεν τον εζημίωσαν σε τίποτε τα κοσμικά αξιώματα, αφού προς το τέλος της ζωής του καθάρισε την ψυχή του από κάθε κηλίδα με το Αγιο Βάπτισμα. Αυτό που χρειάζεται τώρα η πενθούσα σύζυγος είναι να μετατοπίσει τις φροντίδες και τα ενδιαφέροντά της από τα παρόντα στα μέλλοντα και να αξιωθεί με αγαθά έργα να καταλάβει και αυτή τον ίδιο τόπο της αναπαύσεως. Πρέπει να αντιμετωπίσει με εγκαρτέρηση το θάνατο για να στηρίξει την γερόντισσα μητέρα και τη νεαρή κόρη, στις οποίες απέμεινε η μόνη πα­ρηγοριά. Να γίνει υπόδειγμα ανδρείας και στις άλλες γυναίκες και να μετρήσει κατά τέτοιο τρόπο τον πόνο, ώστε ούτε να τον διώξει παντελώς από την καρδιά της, ούτε να αφήσει την λύπη να την κατα­πιεί. Και κοντά σε όλα αυτά να υπολογίζει στον μισθό της υπομονής, τον οποίο υποσχέθηκε ο Χριστός ως ανταπόδοση των πράξεών μας.
5. Τα σημαντικώτερα παραμυθητικά επιχειρήματα
[Σημ.: Παράθεση κειμένων του Μεγάλου Βασιλείου και σχετικές παραπομπές θα βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο απ’ όπου και το παρών απόσπασμα]
α. Ο άνθρωπος γεννιέται θνητός. Δεν εξαιρείται κανείς
β. Και η κτίσις θνητή: Ο ουρανός, η γη, τα άστρα
γ. Ούτε αναλγησία και απάθεια, ούτε όμως υπερβολική λύ­πη. Μετρημένος πόνος, μετριοπάθεια
δ. Η πρόνοια του Θεού και στον θάνατο· ούτε τύχη, ούτε πεπρωμένο, ούτε κακός Θεός
ε. Τα όρια της ζωής τα ορίζει ο Θεός με σοφία. Οι άνθρωποι αδυνατούμε να καταλάβουμε
στ. Η συμβίωση δημιουργεί οικειότητα. Να ευχαριστούμε το Θεό για όσο διάστημα μας εχάρισε αγαπητά πρόσωπα
ζ. Ο θάνατος νέων ανθρώπων ευεργεσία και γι’ αυτούς που φεύγουν και γι’ αυτούς που μένουν
η. Ο θάνατος δεν είναι τέλος, αλλά αρχή της αληθινής ζωής. Θα συναντηθούμε όλοι εκεί
θ. Παράδειγμα ο Ιώβ και η μητέρα των Μακκαβαίων
ι. Με ανδρεία τον πόνο, για το καλό των συγγενών μας και των άλλων
ια. Φυλακή το φθαρτό σώμα. Είναι καλύτερα χωρίς αυτό
ιβ. Με την προσευχή ο Θεός στέλνει παρηγοριά και ανακούφιση
Επίλογος
Τελειώνοντας επιθυμώ να τονίσω ότι και στον χώρο αυτό της συγγραφής των παραμυθητικών επιστολών κατόρθωσαν οι Καππαδόκες Πατέρες να αξιοποιήσουν τα αγαθά της αρχαιοελληνικής παιδεί­ας και να την συνεχίσουν, πλουτισμένη και μεταμορφωμένη μέσα στο φως του Ευαγγελίου, ως ελληνοχριστιανική παιδεία. Τα παραμυθη­τικά επιχειρήματα της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως και φιλοσοφίας, όσα δεν σχετίζονται με την πλάνη της ειδωλολατρείας και τις αδυνα­μίες του αυτόνομου φιλοσοφικού στοχασμού, παραλαμβάνονται και χρησιμοποιούνται, ενώ διατυπώνονται πολλά νέα ισχυρότατα επιχει­ρήματα από την διδασκαλία του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων. Σφραγίζονται μάλιστα από προσωπικά βιώματα και εμπειρί­ες των Μεγάλων Καππαδοκών Αγίων, που εδοκίμασαν οι ίδιοι σε περιπτώσεις συγγενικών και φιλικών τους προσώπων τον πόνο και την δοκιμασία του θανάτου. Ο Μ. Βασίλειος εδοκίμασε ο ίδιος την πικρή γεύση του θανάτου του πατρός του εν πρώτοις· σε πολύ νεαρή ηλικία κατόπιν του χαριτωμένου αδελφού του Ναυκρατίου, τον οποίο ακολούθησε και ο θάνατος της μητέρας του για τον οποίο γράφει προς τον Ευσέβιο, επίσκοπο Σαμοσάτων· «Και τώρα αυτήν που είχα μοναδική παρηγοριά στη ζωή μου, την μητέρα, την στερήθηκα λόγω των αμαρτιών μου. Και μη με κοροϊδεύεις, γιατί σε τέτοια ηλικία θρηνώ για την ορφάνια· να με συγχωρήσεις, γιατί δεν μπορώ να αντέξω τον χωρισμό εκείνης, της οποίας τίποτε αντάξιο δεν βλέπω ανάμε­σα σ’ αυτούς που έμειναν». Εφήρμοσε ο ίδιος όσα εδίδαξε περί του ότι η αναλγησία και η απάθεια είναι αφύσικη και αντιανθρώπινη, ενώ η μετριοπάθεια φυσική και δικαιολογημένη. Ύψωσε συγχρό­νως την εσχατολογική προσδοκία και την ελπίδα της συναντήσεως των αγαπημένων προσώπων σε αποτελεσματικό φάρμακο του πό­νου για τους Χριστιανούς που πιστεύουν και ελπίζουν σε σχέση με τους λοιπούς «τους μη έχοντας ελπίδα».
(Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Θεοδώρου Ζήση, «Ηθικά Κεφάλαια»)

Το 1463 αρχιμανδρίτης της μονής των Σπηλαίων ήταν ο μακάριος Νικόλαος.





Ανήμερα το Πάσχα εκείνης της χρονιάς, την ημέρα που όλοι οι χριστιανοί εόρταζαν «θανάτου την νέκρωσιν» και «άδου την καθαίρεση», ένας από τους πατέρες της μονής, ο ευλαβής και ενάρετος ιερομόναχος Διονύσιος Στέπα, μπήκε στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, για να θυμιάσει τα σεπτά σκηνώματα των κεκοιμημένων αγίων.
Τον ακολουθούσαν και μερικοί άλλοι αδελφοί, με αναμμένες λαμπάδες.
Σαν έφτασε στον τόπο όπου παλαιά ήταν η τράπεζα των σπηλαιωτών μοναχών, ο μακάριος Διονύσιος θύμιασε τα άγια Λείψανα και φώναξε ευφρόσυνα:
Άγιοι πατέρες και αδελφοί! «Αυτή η κλητή και αγία ημέρα..., πανήγυρης εστί πανηγύρεων»! Χριστός ανέστη!

   

Την ίδια στιγμή - ω του θαύματος! - όλα τ' άφθορα οσιακά σκηνώματα, ανασήκωσαν ελαφρά τα κεφάλια και αποκρίθηκαν με μιαν απόκοσμη, βροντερή φωνή:

- Αληθώς ανέστη!

Με φρίκη ο θεοφιλής Διονύσιος και οι συνοδοί του, έτρεξαν και γνωστοποίησαν το θαυμαστό γεγονός στον ηγούμενο Νικόλαο και τους λοιπούς πατέρες, για να δοξάσουν τον αναστάντα Κύριο και τους αγιασμένους δούλους Του.

Όσιος ΒΑΡΛΑΑΜ, καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων





Ο ΟΣΙΟΣ πατέρας μας Βαρλαάμ καταγόταν από επιφανή γενιά βογιάρων.
Ήταν γιος του πιο φημισμένου στρατηγού του μεγάλου ηγεμόνα Ιζιασλάβου, του βογιάρου Ιωάννου.

Ο Κύριος είχε προικίσει πλούσια το Βαρλαάμ με πολλά χαρίσματα — σωματική ομορφιά, ρώμη και ευφυΐα. Από τη μητέρα του Μαρία ο νεαρός βογιάρος πήρε χριστιανική αγωγή και γρήγορα ξεχώρισε για την ψυχική του καθαρότητα.

Όταν ήταν ακόμη παιδί, σ' όλη την περιοχή του Κιέβου είχε απλωθεί η φήμη της θεάρεστης ασκητικής ζωής και των μεγάλων θαυμάτων των οσίων πατέρων Αντωνίου και Θεοδοσίου των σπηλαιωτών. Κι όταν έγινε έφηβος, συχνά επισκεπτόταν τους αγίους ασκητές μαζί με πολλούς άλλους συμπολίτες του και δεν χόρταινε ν' ακούει τις ψυχωφελείς νουθεσίες και τις γλυκύτατες διδαχές τους.

Η αγνή και καθαρή ψυχή του νεαρού Βαρλαάμ αιχμαλωτίστηκε από τη θεία γοητεία των μελίρρυτων οσιακών λόγων και πόθησε την αμέριμνη, αγγελική ζωή των αγίων ασκητών.
Δεν άργησε ν' αποστραφεί τον πλούτο, τη χλιδή και τη δόξα της βογιάρικης ζωής και να κυριευτεί από το θείο έρωτα του αφανούς και σκληρού βίου των σπηλαιωτών μοναχών. Στη ζωή του μοναχού, ο Βαρλαάμ έβλεπε τον πιο ασφαλή δρόμο για τη βασιλεία των ουρανών, ενώ στη ζωή των κοσμικών διαπίστωνε πλήθος πειρασμών και πνευματικών κινδύνων.
Ιδιαίτερα τον φόβιζαν τα λόγια του Κυρίου: «Ευκολότερων εστί κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν».

Αποφασισμένος πια ν' αλλάξει τον κοσμικό πλούτο με τη μοναχική πτώχεια και τις πριγκιπικές τιμές με τον ονειδισμό του Χριστού, ο Βαρλαάμ, αν και ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με μια πλούσια πριγκίπισσα, πήγε στο μακάριο Αντώνιο, ακούμπησε στα πόδια του τους καρδιακούς του πόθους και τον παρακάλεσε να δεχτή κι εκείνον σαν μαθητή και υποτακτικό του.

- Αγαθή πρόθεση έχεις παιδί μου, του είπε ο όσιος. Πρόσεξε όμως, γιατί πολλοί ξεκίνησαν με το δικό σου ενθουσιασμό, αλλά δεν «υπέμειναν εις τέλος». Τα πλούτη, οι ηδονές και η δόξα του κόσμου είναι τα μεγαλύτερα όπλα του δολερού διαβόλου. Μ' αυτά θα προσπαθήσει να σε νικήσει. Να θυμάσαι όμως αυτό πού είπε ο Κύριος: «Ουδείς επιβολών την χείρα αυτού επ' αρότρων και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού».

Όσιος ΤΙΤΟΣ, ο πρεσβύτερος




ΟΠΩΣ, κατά τον Ιερό Παύλο, «αποκαλύπτεται οργή Θεού απ' ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων», έτσι, αντίθετα «και η ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νουν» αποκαλύπτεται σ' εκείνους που επιθυμούν να κληθούν «υιοί Θεού».
Αυτό το φανέρωσε καθαρά ο Κύριος και στην περίπτωση του οσίου Τίτου του σπηλαιώτου.

Ο μακάριος Τίτος μόναζε στη Λαύρα των Σπηλαίων και είχε τιμηθεί με το αξίωμα του πρεσβυτέρου. Η ασκητική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη, ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.

Στα χρόνια εκείνα ζούσε στη Λαύρα κι ένας διάκονος, ο Ευάγριος. Ο μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε «σπείρει ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και απέρχεται», έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον πρεσβύτερο Τίτο και στο διάκονο Ευάγριο. Κι ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθιά αμοιβαία αγάπη, έφτασαν τώρα να μη θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θύμιαζε ο ένας στην εκκλησία, ο άλλος έφευγε μακριά. Κι αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον προσπερνούσε χωρίς να τον θυμιάσει!

Έχοντας βυθισθεί σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας, οι δυο αδελφοί τολμούσαν να λειτουργούν, να προσφέρουν τα τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας την εντολή του Κυρίου: «Εάν προσφέρεις το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κάκει μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και υπάγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου».

Οι αδελφοί «εβδομηκοντάκις επτά» πάσχισαν να τους συμφιλιώσουν, αλλά εκείνοι ούτε να τ' ακούσουν δεν ήθελαν.

Ο Όσιος ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων




ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Βασίλιεφ (σημερινό Βασίλκωφ), κοντά στο Κίεβο, ζούσαν οι ευσεβείς χριστιανοί γονείς του οσίου Θεοδοσίου. Οκτώ μέρες μετά τη γέννησή του, στα 1029, οι γονείς του τον έφεραν στον Ιερέα για να του δώσει τ' όνομά του. Εκείνος, μόλις τον αντίκρισε, πρόβλεψε με τα μάτια της ψυχής του, πως από μικρός θ' αφιερωνόταν στο Θεό και τον ονόμασε Θεοδόσιο. Μετά από σαράντα μέρες έγινε η βάπτιση. Ο μικρός μεγάλωνε κάτω από τη στοργή των γονέων του, ενώ η χάρη του Θεού τον επισκίαζε.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι γονείς του αναγκάστηκαν με διαταγή του ηγεμόνα να μετοικήσουν μακριά, σε άλλη πόλη, στο Κούρσκ. Αυτό ήταν οικονομία Θεού, για να λάμψη εκεί ο μικρός Θεοδόσιος με την ενάρετη ζωή του.
Σ' αυτή την πόλη μεγάλωνε σωματικά, αλλ' αυξανόταν και πνευματικά στη σοφία και στην αγάπη του Θεού. Μελετούσε μ' επιμέλεια το θείο λόγο και πολύ γρήγορα έγινε κάτοχος όλης της Αγίας Γραφής. Όλοι έμεναν έκπληκτοι από τη σοφία του, την αντίληψη και την ταχύτητα εκμαθήσεως.
Καθημερινά επισκεπτόταν το ναό του Θεού και παρακολουθούσε μ' όλη του την προσοχή τις ιερές ακολουθίες.
Στις συντροφιές των συνομηλίκων του δεν πλησίαζε, όπως συνήθως γίνεται, αλλ' αποστρεφόταν και αντιπαθούσε τα παιχνίδια τους. Και δεν του άρεσε καθόλου να στολίζεται με φανταχτερά ρούχα. Ένιωθε ευχαρίστηση να ντύνεται τα πιο απλά.

Σε ηλικία δεκατριών ετών, ο θάνατος του στέρησε τον πατέρα. Από τότε ο μακάριος έγινε περισσότερο ασκητικός. Πήγαινε μαζί με τους υπηρέτες του σπιτιού στα χωράφια κι έκανε το κάθε τι με βαθιά ταπείνωση.
Η μητέρα του τον μάλωνε γι' αυτά τα φερσίματα. Απαιτούσε να ντύνεται με ωραιότερα ρούχα και να συναναστρέφεται με τους ομοίους του.
—Εσύ, του έλεγε, έτσι που συμπεριφέρεσαι ,προσβάλλεις τον εαυτό σου και την καταγωγή σου.

Ο Θεοδόσιος όμως, όχι μόνο δεν την άκουγε, αλλά ποθούσε πιο πολύ να γίνεται ένα με τους φτωχούς. Αυτό την εξόργιζε τόσο, ώστε πολλές φορές τον έδερνε αλύπητα. Στο μεταξύ ο μακάριος νέος συλλογιζόταν με ποιο τρόπο θα εύρισκε τη σωτηρία του. Έτσι, όταν κάποτε άκουσε για τους Αγίους Τόπους, όπου πραγματοποίησε ο Κύριος το έργο της σωτηρίας, επιθύμησε να φτάσει ως εκεί και να τους προσκυνήσει.
Όσιοι ΣΠΥΡΙΔΩΝ και ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ, οι προσφοράρηδες


ΓΕΜΑΤΗ χάρη Θεού, είναι κάθε καρδιά απλή και καθαρή.
Κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, είναι κάθε άνθρωπος ξένος προς την πονηρία, την κακία και την υποκρισία.

Σ' αυτή τη χορεία των εκλεκτών του Κυρίου, ανήκε και ο όσιος πατέρας μας, Σπυρίδων ο προσφοράρης, ο όντως απλούς, άκακος και απονήρευτος σαν μικρό παιδί.

Ο μακάριος Σπυρίδων καταγόταν από φτωχή και άσημη οικογένεια. Ήταν εντελώς αγράμματος και τραχύς στους τρόπους, αλλ' αυθόρμητος και ανεπιτήδευτος.
  • Ένας «χωριάτης» για τους αριστοκράτες,
  • ένας «αγροίκος» για τους μεγαλωμένους στα σαλόνια,
  • ένας «μωρός» για τους σοφούς του κόσμου τούτου.

Κι όμως ο όσιος, ξεπέρασε σε αξία και τους σοφούς και τους ισχυρούς και τους ευγενείς, με την ανώτερη πνευματική του ζωή, με τα θεάρεστα έργα της αρετής του, με την ασκητική Βία, με το φόβο του Θεού, που είναι η αρχή και η πηγή της πραγματικής σοφίας.

Ο όσιος Σπυρίδων, ήρθε στη μονή των Σπηλαίων και άρχισε την τραχεία ασκητική του ζωή στα 1139.
Ήταν ήδη σε ώριμη ηλικία, αλλά δεν ήξερε γράμματα, γι' αυτό και δεν μπορούσε να μελετά τα ιερά βιβλία.
Αυτό τον γέμιζε θλίψη.
Προσευχήθηκε ολόκαρδα στον Κύριο να του δώσει φωτισμό και δύναμη για να μάθη ανάγνωση.
Πράγματι, με σκληρή προσπάθεια, σε πολύ λίγο χρόνο έμαθε να διαβάζει. Ήταν απερίγραπτη η χαρά του που μπορούσε πια να μελετά τα θεία λόγια του Κυρίου και τα θεόπνευστα έργα των αγίων. Έμαθε απ' έξω ολόκληρο το Ψαλτήρι και το έλεγε μ' ευλάβεια και ψυχική μέθεξη κάθε μέρα, την ώρα που εργαζόταν με υπομονή και επιμέλεια στα διακονήματα του μοναστηρίου.

Ηγούμενος τα χρόνια εκείνα, ήταν ένας μεγάλος νηστευτής και αγωνιστής ιερομόναχος, ο μακάριος Ποιμήν.
Βλέποντας την καθαρότητα, την ακακία, την ευσέβεια και τη φιλοπονία του υποτακτικού του Σπυρίδωνος, του ανέθεσε το ευλογημένο διακόνημα του προσφοράρη. Ο όσιος θα έφτιαχνε τα πρόσφορα για το μεγάλο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και γι' αυτό ήταν ολόχαρος και συγκινημένος βαθιά.

Με ψαλμούς,
με ύμνους,
με ωδές πνευματικές
και με την αδιάλειπτη ευχή του Ιησού,
εκτελούσε τη θεοφιλή διακονία του ο δίκαιος Σπυρίδων:
Έκοβε ξύλα,
έκαιγε το φούρνο,
κοσκίνιζε το αλεύρι,
έπλαθε το ζυμάρι...

Κάποια μέρα, εκτελώντας τη συνήθη εργασία του, ο όσιος άναψε φωτιά στο φούρνο, για να ψήσει τα πρόσφορα που είχε ετοιμάσει. Ξαφνικά όμως μια σπίθα πήδησε μέσ' από τις φλόγες και πετάχτηκε μέχρι το καλαμένιο ταβάνι, που άρπαξε αμέσως φωτιά. Αμέσως ο δούλος του Θεού έβγαλε το μανδύα του κι έκλεισε μ' αυτόν βιαστικά το άνοιγμα του φούρνου. Έπειτα έβγαλε και το τρίχινο πουκάμισό του, έδεσε τα μανίκια μεταξύ τους, έτρεξε στο κοντινό πηγάδι και το γέμισε νερό! Επιστρέφοντας γοργά φώναξε:

Όσιος ΠΡΟΧΟΡΟΣ, ο θαυματουργός





Ο ΠΟΛΥΕΛΕΟΣ και πολυεύσπλαχνος Κύριος πολύ συχνά παραχωρεί να βρουν τους ανθρώπους δυστυχίες και θλίψεις, αποβλέποντας μ' αυτές στην παιδαγωγία, τη νουθεσία και τη διόρθωσή τους. Δεν παραλείπει όμως κάθε φορά, ως φιλάνθρωπος, να «ποιοι συν τω πειρασμώ και την έκβαση;», όπως βλέπουμε και στο βίο του οσίου Προχόρου του θαυματουργού.

Ο όσιος Πρόχορος έλαμψε με τη ζωή και τα έργα του στα χρόνια του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Μιχαήλ Σβιατοπόλκ Ιζιασλάβιτς, φημισμένου για τη σκληρότητα και τις αδικίες του. Πολλές θλίψεις και βάσανα υπέμειναν οι κάτοικοι του Κιέβου στο διάστημα της εξουσίας του. Τα βάσανα τους πλήθαιναν περισσότερο με τις αδιάκοπες επιδρομές των Πολόφτσων και άλλων γειτονικών λαών εναντίον του Κιέβου. Οι συνεχείς πόλεμοι με τους εξωτερικούς εχθρούς, καθώς επίσης και οι εμφύλιοι σπαραγμοί μεταξύ των Ρώσων ηγεμόνων, οι διωγμοί, οι αιχμαλωσίες, οι λεηλασίες και οι ποικίλες αναταραχές, ήταν μόνιμες αιτίες φτώχειας, δυστυχίας και οδύνης του ρώσικου λάου.

Σ' αυτά τα δύσκολα και ζοφερά χρόνια ήρθε από το Σμολένσκ στη μονή των Σπηλαίων ο μακάριος Πρόχορος, ζητώντας από τον ηγούμενο Ιωάννη να τον κείρει μοναχό και να τον συναριθμήσει με τα πνευματικά του τέκνα. Μετά από κανονική και προσεκτική δοκιμασία, που φανέρωσε καθαρά τον ένθεο ζήλο του φιλόθεου Προχόρου, ο ηγούμενος τον έκειρε κατά την επιθυμία του. Με πολλή βία και απαρέγκλιτη ακρίβεια στις αρχές του μοναχικού βίου, πολεμούσε ο όσιος τους νοητούς εχθρούς κι επιδιδόταν στις ασκήσεις που του ανέθετε ο γέροντάς του. Ανάμεσα σ' αυτές ήταν και η άσκηση της αυστηρής νηστείας. Όχι μόνο δεν γευόταν ποτέ άλλη τροφή εκτός από ψωμί και νερό, αλλά και αυτό το ψωμί του ήταν φτιαγμένο από το κατάπικρο χόρτο λέμπεντα. Κάθε καλοκαίρι μάζευε ο ίδιος το χόρτο αυτό, το έτριβε κι ετοίμαζε ψωμιά για όλο το χρόνο.

Όσιος ΝΙΚΩΝ Σουχόι




ΜΙΜΝΗΣΚΕΣΘΕ των δέσμιων ως συνδεδεμένοι, των κακουχουμένων ως και αυτοί όντες εν σώματι», προέτρεπε ο δέσμιος του Χριστού απόστολος Παύλος τους εξ Ιουδαίων χριστιανούς. Και η προτροπή του μας φέρνει στο νου τα δεσμά και τις κακουχίες του μακαρίου δεσμώτη Νίκωνος.

Ο φιλόχριστος Νίκων καταγόταν από την πόλη του Κιέβου και προερχόταν από οικογένεια πλούσια και αρχοντική. Περιφρόνησε όμως και πλούτη και δόξα, προτιμώντας «τον ονειδισμόν του Χριστού».
Ήρθε στο μοναστήρι των Σπηλαίων κι έγινε γρήγορα ένας από τους πιο αγωνιστές μοναχούς. Ελευθέρωσε το νου του από κάθε κοσμικό λογισμό κι έκλινε τον τράχηλο στη σωτήρια «αιχμαλωσία» της υπακοής.

Όταν έκαναν την επιδρομή στη ρωσική γη οι Πολόφτσοι, αιχμαλώτισαν, εκτός από τον όσιο Ευστράτιο και το μακάριο Νίκωνα. Σιδηροδέσμιο τον οδήγησαν στη χώρα τους και τον φυλάκισαν μαζί με άλλους πολλούς χριστιανούς.

Όταν έπαψαν οι εχθροπραξίες κι έγινε ανακωχή, κάποιος φιλάνθρωπος από το Κίεβο ήρθε με χρυσάφι, ζητώντας από τους Πολόφτσους την εξαγορά αιχμαλώτων. Ζήτησε τον όσιο Νίκωνα από τους πρώτους, σ' ένδειξη σεβασμού προς το μοναχικό του σχήμα. Αλλά ο όσιος δεν αποδέχθηκε τη φιλάνθρωπη προσφορά του χριστιανού.
- Σ' ευχαριστώ, αδελφέ μου, του είπε. Ο Κύριος να σ' ευλογεί για την αγάπη σου. Αλλά δεν έχω ανάγκη εγώ την εξαγορά σου. Ελευθέρωσε με τα χρήματα σου άλλους αιχμαλώτους.

Ο καλός άνθρωπος σκέφτηκε ότι ο όσιος περιμένει την εξαγορά του από τους πλούσιους συγγενείς του, γι' αυτό και δεν επέμεινε. Πλήρωσε για άλλους, τους ελευθέρωσε και γύρισε μαζί τους στο Κίεβο.

Εκεί βρήκε τους συγγενείς του οσίου και τους πληροφόρησε για την κατάστασή του και τον τόπο της αιχμαλωσίας του.
Χωρίς καθυστέρηση εκείνοι ήρθαν στη χώρα των Πολόφτσων με πολύ χρυσάφι, για να ζητήσουν την απελευθέρωσή του. Μόλις όμως τους είδε ο αιχμάλωτος είπε:
— Μην ξοδεύετε άδικα την περιουσία σας. Αν ο Κύριος ήθελε να είμαι ελεύθερος, δεν θα με παρέδιδε στα χέρια των βαρβάρων. Εκείνος στέλνει τις ευεργεσίες, εκείνος παραχωρεί και τις δοκιμασίες. «Ει δε τα αγαθά εδεξάμεθα εκ χειρός Κυρίου, τα κακά ουχ υποίσομεν;».

Μάταια προσπάθησαν οι συγγενείς του οσίου να τον μεταπείσουν. Μάταια τον ικέτευσαν. Μάταια έκλαψαν. Ο δούλος του Θεού ήταν ανυποχώρητος. Στο τέλος, οργισμένοι από τη στάση του, τον επέπληξαν αυστηρά κι έφυγαν για το Κίεβο άπρακτοι.

Οι Πολόφτσοι τότε, βλέποντας ότι εξαιτίας της αρνήσεως του σκλάβου μοναχού στερήθηκαν μεγάλο πλούτο, έγιναν θηρία από την οργή. Για να τον εκδικηθούν άρχισαν άσπλαχνα να τον βασανίζουν.

Επί τρία χρόνια τον μαστίγωναν, τον έκαιγαν, τον ράβδιζαν, τον έσκιζαν με κοφτερά μαχαίρια. Και σαν έφτανε στα πρόθυρα του θανάτου, τον άφηναν για λίγο να συνέλθει κι έπειτα άρχιζαν πάλι τα βασανιστήρια. Τροφή και νερό του έδιναν μέρα παρά μέρα ή κάθε τρεις ημέρες. Όταν δεν τον βασάνιζαν, τον έδεναν χειροπόδαρα με βαριές σιδερένιες αλυσίδες. Το καλοκαίρι τον άφηναν να λιώνει κάτω από τον κοφτερό ήλιο. Και το χειμώνα τον έβγαζαν στο χιόνι και μελάνιαζε ολόκληρος από την παγωνιά.
Παρά τα φοβερά του μαρτύρια όμως, ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού είχε το κουράγιο να εμψυχώνει και να στηρίζει τους συναιχμαλώτους του.
Με τη χάρη του Θεού μάλιστα επιτέλεσε εξαίσια θαύματα για την ανακούφιση τους. Δυο χαρακτηριστικά απ' αυτά θ' αναφέρουμε.

Κάποτε αρρώστησαν κι έπεσαν κάτω σχεδόν όλοι οι αιχμάλωτοι από την πείνα και τις κακουχίες. Έφτασαν οι περισσότεροι κοντά στο θάνατο. Όταν ζήτησαν τροφή από τους ειδωλολάτρες δεσμοφύλακες, τους έφεραν ειδωλόθυτα για να τους μιάνουν. Ο όσιος με πύρινους λόγους τους έδωσε θάρρος, αποτρέποντας τους από το μολυσμό. Έπειτα έπεσε σε θερμή προσευχή. Και σε λίγο έγινε το θαύμα! Όλοι οι ως τότε ανήμποροι σηκώθηκαν όρθιοι, νιώθοντας υγιείς και ακμαίοι, χορτάτοι και δυνατοί, κι ας μην είχαν φάει ή πιει τίποτα. Και σε λίγο καιρό έδωσε ο Θεός και απελευθερώθηκαν όλοι με εξαγορά. Άλλοτε πάλι συνέβη ν' αρρωστήσει βαριά ο αρχιδεσμοφύλακας των αιχμαλώτων. Καταλαβαίνοντας ότι πλησιάζει το τέλος του, κάλεσε τη γυναίκα και τα παιδιά του και τους έδωσε εντολή να σταυρώσουν τον καλόγερο Νίκωνα πάνω από τον τάφο του. Νόμιζε ο ανόητος ειδωλολάτρης ότι μ' αυτή τη φρικτή ανθρωποθυσία, θα εξευμένιζε τα δαιμόνια, που λάτρευε σαν θεούς.

Ο όσιος το πληροφορήθηκε. Και προβλέποντας τη μελλοντική μετάνοια του βαρβάρου, όπως θα δούμε παρακάτω, προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο να τον θεραπεύσει. Πράγματι, την ίδια ώρα ο Πολόφτσος έγινε καλά και σηκώθηκε από την κλίνη, όπου ήταν κατάκοιτος. Βυθισμένος όμως όπως ήταν στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας, δόξασε τα δαιμόνια νια τη θεραπεία του!

Έπειτα συνέχισε όπως πρώτα ν' απειλή και να προτρέπει τον όσιο:
— Ειδοποίησε, ανόητε, τους συγγενείς σου, να φέρουν πολύ χρυσάφι και να σε γλιτώσουν από τα χέρια μας. Ειδοποίησέ τους, γιατί αλλιώς θα βρεις πικρό και οδυνηρό θάνατο!
- Ο Κύριος θα με λυτρώσει δωρεάν από τ' άνομα χέρια σας, αποκρίθηκε ειρηνικά ο όσιος. Ο αδελφός μου Ευστράτιος, που τον πουλήσατε στους Εβραίους κι εκείνοι τον σταύρωσαν, ήρθε και με πληροφόρησε για τη σύντομη απελευθέρωσή μου. «Με τις προσευχές των οσίων πατέρων μας Αντωνίου και Θεοδοσίου», μου είπε, «σε τρεις ημέρες θα βρίσκεσαι στο μοναστήρι των Σπηλαίων».

Οι Πολόφτσοι δεν κατάλαβαν τη σημασία των λόγων του οσίου. Ο αρχιδεσμοφύλακας νόμισε πως ο αιχμάλωτος είχε την πρόθεση να δραπετεύσει. Για να εμποδίσει λοιπόν την απόδρασή του, τράβηξε το ξίφος και του κατάφερε αλλεπάλληλα χτυπήματα στα πόδια. Ποτάμι άρχισε να τρέχει το αίμα από τις κομμένες φλέβες του γενναίου Νίκωνος, που υπέμεινε το μαρτύριο χωρίς την παραμικρή κραυγή πόνου. Πριν φύγει ο αιμοβόρος βάρβαρος άφησε ισχυρή φρουρά για τη φύλαξή του. Ήταν έτσι βέβαιος ότι δεν θα μπορούσε να δραπέτευση.

Πέρασαν τρεις ημέρες. Ο φιλάνθρωπος Θεός είχε σταματήσει την αιμορραγία από τα πόδια του αθλοφόρου, αλλά οι πληγές ήταν φρικτές και η μετακίνηση του αδύνατη.
Ξαφνικά, γύρω στο μεσημέρι, οι οπλισμένοι στρατιώτες έχασαν τον όσιο από τα μάτια τους. Είχε γίνει αόρατος! Άκουγαν για λίγο τη φωνή του μόνο να ψέλνει: —Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον!... Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών!...

Σε λίγο όμως δεν άκουγαν ούτε τη φωνή. Ο όσιος είχε φύγει μακριά! Μεταφέρθηκε αυτοστιγμεί αόρατα στην εκκλησία της Κυρίας Θεοτόκου των Σπηλαίων!

Την ώρα εκείνη οι πατέρες τελούσαν τη Θεία Λειτουργία κι έψελναν τα Τυπικά. Σαν είδαν ξάφνου μπροστά τους το μακάριο Νίκωνα, τα έχασαν. Διέκοψαν την ψαλμωδία και τον περικύκλωσαν σαστισμένοι. Με δέος και έκπληξη τον ρωτούσαν:
— Αδελφέ, πως βρέθηκες εδώ; Σε είχαμε για χαμένο. Πως ήρθες; Τι συνέβη;
Βροχή έπεφταν οι ερωτήσεις επάνω στον όσιο. Εκείνος στην αρχή σιωπούσε, μη θέλοντας ν' αποκάλυψη το θαύμα. Πως να το κρύψει όμως, όταν οι αδελφοί τον έβλεπαν δεμένο με τα σιδερένια δεσμά, με το σώμα καταπληγωμένο και κυρτωμένο από τις ταλαιπωρίες και την ασιτία, με τα κατακομμένα πόδια;

Όλοι οι πατέρες συνέχισαν να τον ικετεύουν.
— Σ' εξορκίζουμε αδελφέ, πες μας όλη την αλήθεια. Μη μας κρύψεις τίποτα, για να δοξάσουμε το Θεό και να τιμήσουμε τα θαυμαστά έργα Του!

Τότε ο όσιος διηγήθηκε όλα όσα του συνέβησαν στα χρόνια της αιχμαλωσίας. Παρακάλεσε όμως τους αδελφούς να μην του βγάλουν τα δεσμά, αλλά να τον αφήσουν να τελειώσει μ' αυτά την επίγεια ζωή του.

Αλλά επενέβη ο ηγούμενος.
- Αδελφέ, είπε, αν ο Κύριος ήθελε να σε βλέπει μέσα σ' αυτά τα δεσμά, δεν θα σ' ελευθέρωνε θαυματουργικά από την αιχμαλωσία. Κάνε λοιπόν υπακοή και βγάλ' τα.

Ο όσιος δεν έφερε αντίρρηση. Τα μαρτυρικά εκείνα σίδερα μεταφέρθηκαν στην εκκλησία. Αργότερα τα έλιωσαν και τα χρησιμοποίησαν για την κατασκευή βοηθητικών σκευών του ιερού βήματος.

Πέρασε πολύς καιρός. Με τους Πολόφτσους υπογράφθηκε συνθήκη ειρήνης. Πολλοί βάρβαροι ασπάστηκαν τότε την αγία πίστη του Χριστού και βαπτίστηκαν. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και ο Πολόφτσος, εκείνος που κατέκαψε τα πόδια του μακαρίου Νίκωνος.

Όταν ήρθε κάποτε στη μονή των Σπηλαίων για να προσκυνήσει, είδε το γερασμένο πια όσιο και τον αναγνώρισε.

Πήγε αμέσως στον ηγούμενο. Με δάκρυα μετανοίας και συντριβής του διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια την ανόσια συμπεριφορά του απέναντι στον άγιο του Θεού και ζήτησε συγχώρηση για τις μεγάλες αμαρτίες που είχε διαπράξει τότε που αγνοούσε την αλήθεια. Ο ηγούμενος δόξασε το Θεό και αφού παρηγόρησε τον Πολόφτσο με συμβουλές και νουθεσίες, του είπε να γυρίσει στον τόπο του.
Εκείνος όμως δεν θέλησε να φύγει πια από το μοναστήρι! Έπεσε στα πόδια του ηγουμένου και τον παρακαλούσε με θρήνους να τον δεχτή και να τον συγκαταλέξει στη χορεία των πατέρων της μονής, κάνοντάς τον μοναχό.

Συγκινημένος ο ηγούμενος τον κράτησε, τον δοκίμασε αρκετό χρόνο και, αφού τον έκρινε άξιο, του έδωσε το άγιο αγγελικό σχήμα.

Ο Πολόφτσος τελείωσε με μετάνοια την επίγεια ζωή του, υπηρετώντας με αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση την αδελφότητα και ιδιαίτερα τον ανήμπορο πρώην αιχμάλωτό του όσιο Νίκωνα.

Στη μνήμη των πατέρων της Λαύρας, ο μακάριος Νίκων έμεινε με την επωνυμία «σουχόι», δηλαδή ξηρός, γιατί από την ασιτία, τη δίψα, τις κακουχίες, τα τραύματα και τις αιμορραγίες, αποστεώνθηκε και στέγνωσε, «επάγη δέρμα αυτού επί τα οστέα αυτού, εξηράνθη, εγεννήθη ώσπερ ξύλον», κατά τον προφήτη Ιερεμία.

Έτσι σχεδόν εξαϋλωμένος και ασώματος ο όσιος, πολιτευόταν σαν άγγελος πάνω στη γη, φλεγόμενος από αγάπη στο Θεό και λάμποντας σαν ήλιος ακτινοβόλος σ' όλη τη ρωσική γη.

Μετά τη μακαριά κοίμηση του οσίου Νίκωνος, το σεπτό λείψανό του, παρέμεινε αμάραντο και άφθαρτο, περιβεβλημένο τη δόξα τ' ουρανού.
Αυτή η δόξα περιβάλλει μέχρι σήμερα το τίμιο σκήνωμα, που παραμένει στο σπήλαιο της Λαύρας, μαρτυρώντας με ιάσεις και ποικίλα θαύματα, τη μακαριότητα που απολαμβάνει στις ουράνιες μονές η ψυχή του αγίου Νίκωνος, κοντά στο Δεσπότη Χριστό.