Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

+ π.Ιωάννης Maitland Moir: ο Γέροντας της αγάπης (1924 – 2013)

+ π.Ιωάννης Maitland Moir: ο Γέροντας της αγάπης (1924 – 2013)
Πρώτες μέρες του Οκτωβρίου, έτος 1989… πέρασαν κιόλας 24 ολόκληρα χρόνια!Είχα μόλις φτάσει, μεταπτυχιακός φοιτητής, στη μικρή παραθαλάσσια πόλη του Αγίου Ανδρέα, 80 χιλιόμετρα βορειότερα του Εδιμβούργου στη Σκωτία.
Όταν βρίσκεται κανείς σε τόσο νεαρή ηλικία μακρυά από τον τόπο του και τους δικούς του ανθρώπους, έρχεται αντιμέτωπος με την υπέροχη πρόκληση να ανοιχτεί σε μία εντελώς νέα καθημερινότητα, καινούργιους κόσμους, πολιτισμούς, ανθρώπους, συνήθειες… Υπάρχουν, όμως, και κάποιες στιγμές που αποζητά κάτι από τις ρίζες του, αυτά που τον συνδέουν με όσα και όσους έχει αφήσει πίσω του. Η Εκκλησία είναι ένα από αυτά. Και φυσικά, ούτε λόγος για Ορθόδοξη Εκκλησία στη μικρή αυτή κωμόπολη στην άκρη του πουθενά…
Απευθύνθηκα σε ένα ζευγάρι Ελλήνων δεύτερης γενιάς που είχα μάθει ότι ζούσαν μόνιμα στην πόλη του Αγίου Ανδρέα και δίδασκαν Βυζαντινή Ιστορία στο Πανεπιστήμιο. Εκείνοι με ενημέρωσαν ότι υπήρχε μία Ορθόδοξη Εκκλησία στο Εδιμβούργο και ο ιερέας της ήταν Σκωτσέζος στην καταγωγή, είχε βαφτιστεί Ορθόδοξος στο Άγιο Όρος και μιλούσε πολυ καλά την ελληνική γλώσσα. Μου ακούστηκε πολύ παράξενο, αλλά αποφάσισα να ξεπεράσω το εμπόδιο της απόστασης και να κατέβω το Σάββατο το απόγευμα για την ακολουθία του Εσπερινού.
23Α George Square ήταν η διεύθυνση που μου είχαν δώσει, κοντά στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Ξένος σε μια ξένη πόλη, ρωτώντας βρήκα το δρόμο και τον αριθμό. Αν δεν υπήρχε ο Σταυρός έξω από την πόρτα, δε θα καταλάβαινα ότι υπήρχε εκκλήσία εκεί. Απέξω ένα σπίτι όμοιο με όλα τα άλλα πλάι του, στη σειρά.
Fr John50004Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε ένας ιερέας. Η στιγμή αυτή παραμένει ακόμη σήμερα ζωντανή μέσα μου, 24 χρόνια πριν κι όμως σα να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα… Τα φωτεινά μάτια του, το μειδίαμα στα χείλη, η ασκητική του φυσιογνωμία (υπήρχαν τόσο αδύνατοι άνθρωποι;), τα λευκά του γένεια, η ζώνη της κουράς του (αυτή την ίδια φορούσε όλα τα χρόνια), το ζωστικό του που ευτυχώς το συγκρατούσε και το μάζευε η ζώνη, τα μαύρα κομμένα γαντάκια στα χέρια του που άφηναν ελεύθερες τις άκρες των δαχτύλων του για να μπορεί να γράφει (δεν είχε καν θέρμανση, μόνο μια μικρή θερμάστρα εκεί κοντά στο γραφείο του  – πώς άντεχε τόση υγρασία και κρύο;)… Μία πολύ στενή, στριφτή σκάλα οδηγούσε στο υπόγειο του σπιτιού του. Εκεί κάτω, ένα απλό τέμπλο φτιαγμένο από κόντρα πλακέ (ή κάτι παρεμφερές), οι τέσσερις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου και του Αγίου Ανδρέα… Στα βημόθυρα ο Ευαγγελισμός της Παναγίας και οι 4 Ευαγγελιστές – ρωσικής τεχνοτροπίας.  Ξαφνικά, μέσα σε εκείνο το υπόγειο παρεκκλησάκι που χωρούσε μετά βίας καμιά τριανταριά ανθιρώπινες ψυχές, ένιωσα μια απέραντη εσωτερική γαλήνη και χαρά, σα να βρισκόμουν στον παράδεισο. Φαίνεται πως ο Θεός είχε προνοήσει για τα χρόνια που θάμενα μακρυά από τη φυσική μου οικογένεια και μου είχε στείλει έναν δεύτερο πατέρα… τελικά όχι μόνο για εκείνα τα τέσσερα χρόνια της ξενητειάς (κι όμως, χάρη σε εκείνον δεν ένιωσα ούτε μια στιγμή ξενητεμένος), αλλά για όλα αυτά τα χρόνια που θα ακολουθούσαν μέχρι τις 17 Απριλίου του 2013, τη μέρα που έφυγε, σε ηλικία 89 ετών, για τις αγκάλες του Ουράνιου Πατέρα, αφήνοντας πίσω του πολλά ορεφανεμένα παιδιά…
Πώς να περιγράψει κανείς με λόγια μία ολάκερη ζωή απλωμένη σε τόσες δεκαετίες πλήρους ανιδιοτέλειας, αδιάλειπτης προσευχής, αγάπης χωρίς όριο για τον άλλο, αλλά και απίστευτης σοφίας που γινόταν φανερή μέσα από τα ελάχιστα λόγια, τη σύνεση και τη διάκριση που είχε αυτός ο άνθρωπος!

Γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1924 στο χωριό Currie της Σκωτίας, σημερινό προάστιο του Εδιμβούργου. Οι γονείς του, Henry και Rose, προέρχονταν από παλιές αριστοκρατικές οικογένειες της Σκωτίας (Maitland Moir και Ochterlony), ήταν πολύ ευλαβείς και τον μεγάλωσαν με χριστιανική ανατροφή. Ο πατέρας του, Henry Maitland Moir (1887 – 1972), ήταν διακεκριμένος και αγαπητός σε όλους γιατρός που ξεχώριζε όχι μόνο για τις γνώσεις του και τον ενθουσιασμό και την ευελιξία του σε κάθε νέα εξέλιξη στον τομέα της Ιατρικής, αλλά επίσης, ίσως και περισσότερο, για την προθυμία του, το ανύστακτο ενδιαφέρον του για τους ασθενείς οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, την αφιλοκερδία του και την αγάπη του προς όλους ανεξαιρέτως. Το γεγονός ότι ο π. Ιωάννης υπήρξε το μοναδικό παιδί της οικογένειάς τους, σε συνδυασμό με μία χρόνια αδυναμία στα γόνατά του, αλλά και η προσήλωση των γονέων του στις χριστιανικές τους αρχές, είχαν σαν αποτέλεσμα η ανατροφή του να είναι πολύ προνομιακή αλλά και αρκετά αυστηρή. Έτσι, από νεαρή ακόμη ηλικία, στράφηκε σε πνευματικά ερεθίσματα και αναζητήσεις.
Αφού τελείωσε την Ακαδημία του Εδιμβούργου, έκανε Κλασσικές Σπουδές (μελέτη και έρευνα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου με βάση τις γραπτές και, κυρίως, τις φιλολογικές μαρτυρίες) στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Αφού δίδαξε τους Κλασσικούς Συγραφείς για ένα διάστημα στο Σχολείο Cargilfield στην περιοχή του Perth, απέκτησε υποτροφία για να συνεχίσει Κλασσικές & Θεολογικές Σπουδές στο Κολλέγιο Christ Church, ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα Κολλέγια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, αλλά ταυτόχρονα και το αριστοκρατικότερο – είναι πολλοί οι επιφανείς των γραμμάτων που αποφοίτησαν από το Κολλέγιο του Χριστού, αξιοσημείωτο δε παραμένει το ρεκόρ ότι έχουν επίσης αποφοιτήσει 13 Βρεττανοί πρωθυπουργοί. Ο π. Ιωάννης συνέχισε τις Θεολογικές του σπουδές στο Κολλέγιο Cuddesdon της Οξφόρδης. Το Κολλέγιο αυτό είχε ιδρυθεί το 1854 από τον επίσκοπο Οξφόρδης Σαμουήλ Wilberforce και λειτουργούσε ως Θεολογικό Σεμινάριο το οποίο προετοίμαζε αποκλειστικά αποφοίτους των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ για την ιερωσύνη στην Αγγλικάνική Εκκλησία. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι το Θεολογικό αυτό Σεμινάριο ακολουθούσε την πλευρά της Αγγλικανικής Εκκλησίας που ήταν πιο κοντά στη λειτουργική πράξη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (ενώ υπάρχει και το τμήμα εκείνο της Αγγλικανικής Εκκλησίας το οποίο πρακτικά πρόσκειται στον Προτεσταντισμό).
Το ενδιαφέρον του π. Ιωάννη για την Εκκλησία της Ανατολής και τους Πατέρες καλλιεργήθηκε έντονα στα χρόνια των Θεολογικών του σπουδών στην Οξφόρδη και το 1950 αποφάσισε να μεταβεί για ένα χρόνο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Επιστρέφοντας στη Σκωτία, χειροτονήθηκε Διάκονος στην Επισκοπική Εκκλησία της Σκωτίας (η οποία υπάγεται στην Αγγλικανική Εκκλησία) το 1952 και τον επόμενο χρόνο Πρεσβύτερος. Στην αρχή τοποθετήθηκε ως Βοηθός του Εφημερίου στην εκκλησία της Παναγίας (η οποία είχε χτιστεί το 1858) στο Broughty Ferry και το 1956 μετατέθηκε στην πόλη του Durham της Βόρειας Αγγλίας, όπου για έξι χρόνια δίδαξε στο Κολλέγιο του Αγίου Τσάδ, στο οποίο προετοιμάζονταν υποψήφιοι κληρικοί της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Άγιος Τσαδ, επίσκοπος Μερκίας, υπήρξε μαθητής του Αγίου Αϊδανού (που εορτάζεται στις 31/8) στην ονομαστή Μονή-Επισκοπή του Λίντισφαρν της Βόρειας Αγγλίας, έζησε τον 7ο αιώνα και η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Μαρτίου.
Επέστρεψε στο Εδιμβούργο το 1962 και τοποθετήθηκε στην ενορία του Αποστόλου Βαρνάβα, ενώ παράλληλα ορίστηκε τιμητικός εφημέριος στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας, ο οποίος είναι και η Έδρα του Επισκόπου του Εδιμβούργου, ενός από τους 7 Επισκόπους της Αγγλικανικής Εκκλησίας στη Σκωτία. Το 1967 ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου στην Επισκοπική έδρα του Moray της Βορειοανατολικής Σκωτίας και σύντομα τοποθετήθηκε στον Καθεδρικό Ναό του Αποστόλου Ανδρέα στο Inverness, όπου και του δόθηκε ο τιμητικός τίτλος Canon (κάτι αντίστοιχο με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη).
Η Επισκοπική Εκκλησία, που ο π. Ιωάννης αγαπούσε και διακονούσε με αφοσίωση, είχε, κατά την άποψή του εκείνα τα χρόνια, μεγαλύτερη εγγύτητα με την Ορθόδοξη Εκκλησία από κάθε άλλη Εκκλησία της Δύσης. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο ότι και η Επισκοπική Εκκλησία σταδιακά απομακρυνόταν από την κοινη βάση που υπήρχε και τις ρίζες της μητέρας Ορθόδοξης Εκκλησίας, τις οποίες ρίζες εκείνος ανακάλυπτε πλέον με πολλή δίψα και ενθουσιασμό.
Κάποιος τον είχε ρωτήσει κάποτε: «Γιατί αφήσατε την Επισκοπική Εκκλησία;» και εκείνος είχε απαντήσει: «Δεν την άφησα εγώ – εκείνη με άφησε!».
Το 1981, μετά από περίπου 30 χρόνια διακονίας στην Επισκοπική Εκκλησία, παραιτήθηκε από τη θέση του στην Επισκοπή του Moray και ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, όπου, μετά από κατήχηση, βαφτίστηκε Ορθόδοξος στη Μονή της Σιμωνόπετρας. Επιστρέφοντας στη Μεγάλη Βρετανία, χειροτονήθηκε Διάκονος στις 12 Ιουλίου 1981 και Πρεσβύτερος την αμέσως επόμενη μέρα από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων Μεθόδιο. Αρχικά τοποθετήθηκε εφημέριος στην Ενορία της Μεταμορφώσεως Σωτήρος στο Coventry, η οποία είχε αποκτήσει δική της εκκλησία μόλις πριν τέσσερα χρόνια, το 1977. Εκεί παρέμεινε τρία χρόνια και το 1984 επέστρεψε στην αγαπημένη του πατρίδα, το Εδιμβούργο της Σκωτίας.
Fr. John6Στο Εδιμβούργο, η Ορθόδοξη ζωή και παρουσία είχε ξεκινήσει πριν πολλά χρόνια με αφορμή την ανάγκη για Θεία Λειτουργία για τους Πολωνούς στρατιωτικούς του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, οπότε σταδιακά δημιουργήθηκε μία ευρύτερη σλαβονική παροικία, στην οποία είχε παραχωρηρηθεί για λειτουργική χρήση μέσα στη δεκαετία του ’70 ένα από τα παρεκκλήσια της Επισκοπικής Εκκλησίας του Αρχαγέλλου Μιχαήλ & των Αγίων Πάντων. Ο π. Ιωάννης Sotnikov, ρωσικής καταγωγής, ήταν ο ιερέας αυτής της πρώτης κοινότητας και οι Λειτουργίες τελούνταν στα σλαβονικά. Όταν η παρουσία του Ορθόδοξου αυτού παρεκκλησίου έγινε γνωστή, άρχισαν να εκκλησιάζονται εκεί και κάποιοι Έλληνες οι οποίοι ζούσαν στο Εδιμβούργο, ενώ αργότερα καθιερώθηκε να έρχεται περιστασιακά ο Έλληνας ιερέας της Γλασκώβης και να τελεί στο ίδιο παρεκκλήσιο Λειτουργίες στα ελληνικά, ενώ ο π. Ιωάννης Sotnikov συνέχιζε να τελεί τις Λειτουργίες στα σλαβονικά για τους σλαβόφωνουςε ορθοδόξους.
Μετά την κοίμηση του π.  Ιωάννη Sotnikov, ανέλαβε ιερέας στο Εδιμβούργο ο π. Ιωάννης Maitland Moir, ο οποίος, γνωρίζοντας άπταιστα και τα ελληνικά αλλά και τα σλαβονικά, μπόρεσε να ενώσει τις δύο κοινότητες σε μία, και έτσι ιδρύθηκε η Oρθόδοξη Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέα κάτω από την δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Θιυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Για τον π. Ιωάννη, η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αυτό που ο αγαπημένος του συγγραφέας C. S. Lewis (1898 – 1963, συγγραφέας του πολύ γνωστού «Χρονικού της Νάρνια») – ο οποίος ήταν επίσης απόφοιτος του Κολλεγίου του Χριστού στην Οξφόρδη – θα αποκαλούσε «γνήσιο, καθαυτό χριστιανισμό», ο οποίος υπερβαίνει τα εμπόδια της εθνικότητας και της γλώσσας και αγκαλιάζει όλους όσους θέλουν να γνωρίσουν και να ζήσουν τη χριστιανική ζωή, μετέχοντας στη δόξα και τη χαρά της Ανάστασης του Κυρίου. Αυτό ακριβώς βίωνε όποιος δρασκέλιζε το κατώφλι του σπιτιού του π. Ιωάννη στην οδό 23Α George Square και κατέβαινε τα στενά σκαλιά που οδηγούσαν στο κατανυκτικό υπόγειο παρεκκλησιο του Αγίου Ανδρέα. Αυτά ακριβώς τα σκαλιά τα οποία είχα κατέβει και εγώ εκείνο του Οκτωβριανό απόγευμα Σαββάτου του 1989, μόλις πέντε χρόνια μετά από την άφιξη του π. Ιωάννη στην Ορθόδοξη Κοινότητα του Εδιμβούργου.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο π. Ιωάννης δεν αρκέστηκε μόνο στις ακολουθίες που τελούσε ανελλιπώς καθημερινά, πρωί και απόγευμα στο Εδιμβούργο, αλλά όργωσε στην κυριολεξία όλη την επικράτεια της Σκωτίας, τελώντας τη Θεία Λειτουργία όπου μάθαινε ότι υπήρχαν έστω και λίγοι πιστοί. Με αυτόν τον τρόπο σταδιακά ιδρύθηκαν 7 ακόμη ορθόδοξες κοινότητες – μικρές πνευματικές κυψέλες κάτω από την αγκαλιά της μητέρας κοινότητας του Εδιμβούργου και τις προσευχές του Γέροντά της. Καθιέρωσε παντού, όπου τελούνταν η Θεία Λειτουργία, τα αγγλικά ως κύρια λειτουργική γλώσσα (αφού αυτή ήταν η κοινή γλώσσα όλων) αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε και τα ελληνικά και τα σλαβονικά από διάκριση και αγάπη προς τους Έλληνες και τους Ρώσους της Σκωτίας. Το μέτρο, η ταπείνωση και η διάκριση που τον χαρακτήριζαν σε όλα όσα έκανε, είχαν σαν αποτέλεσμα να χαίρει της εκτίμησης και του σεβασμού όλων όσων τον γνώριζαν, Ορθοδόξων και μη.
Fr John Maitland Moir9Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στο Εδιμβούργο, τοποθετήθηκε υπεύθυνος ιερέας του Πανεπιστημίου για τους ορθόδοξους φοιτητές και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την κοίμησή του – ο μακροβιότερος πανεπιστημιακός ιερέας στην μέχρι τώρα ιστορία του Εδιμβούργου. Ήταν τόσο σημαντική η προσφορά του από αυτή τη θέση, που την ημέρα της εξοδίου ακολουθίας του, με εντολή του πρύτανη του Πανεπιστημίου, οι σημαίες της Σκωτίας σε όλα τα πανεπιστημιακά κτίρια παρέμειναν μεσίστιες.
Είχε ιδιαίτερη αγάπη για την ιστορία του χριστιανισμού των πρώτων αιώνων στη Σκωτία και προσπαθούσε να προβάλλει τους Αγίους αυτής της περιόδου, όπως τον Άγιο Κολούμπα (9/6) και τον Άγιο Κουθβέρτο (20/3), γιατί θεωρούσε πως αυτοί οι άγιοι ήταν οι ρίζες της Εκκλησίας της Σκωτίας και αυτοί θα αποτελούσαν και πάλι τον σύνδεσμο με την μητέρα Εκκλησία για τους σημερινούς Σκωτσέζους.
St. ColumbaΗταν πολύ αυστηρός και ασκητικός στη ζωή του, αλλά είχε τέτοια αγάπη και διάκριση που θα δοκίμαζε ό,τι του πρόσφερες στο πιάτο του. Ο π. William Gordon Reid, ο ιερέας της Επισκοπικής Εκκλησίας του Εδιμβούργου που δάνειζε στη ρωσόφωνη πρώτη ορθόδοξη κοινότητα το παρεκκλήσιο για λειτουργική χρήση, αναφέρει σε ένα κείμενο που έγραψε για τον π. Ιωάννη, όταν έμαθε το νέο της εκδημίας του, τα εξής:
«Συνήθιζε να τρώει μόνο ένα γεύμα την ημέρα και αυτό, για πολλά χρόνια, του το ετοίμαζε και το παρείχε η κυρία Pinhorne, μέλος της ενορίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ & Αγίων Πάντων της Επισκοπικής Εκκλησίας, η οποία πέθανε σε ηλικία 102 ετών. Ήταν πολύ αυστηρός στο φαγητό του, και θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποια φορά την οικονόμο της κυρίας Pinhorne να του λέει: «υπάρχει ένα όριο στον αριθμό των διαφορετικών τρόπων με τους οποίους μπορεί κανείς να μαγειρέψει τις φακές» (σημ. αυτό ήταν το συνηθισμένο φαγητό του, ένα πιάτο με ελάχιστες φακές).
Και συνεχίζει ο π. Reid: «Επειδή δάνειζα το παρεκκλήσιο της ενορίας μας στους Ρώσους, κάποια στιγμή με κάλεσε σε δείπνο μία Ρωσίδα κυρία, η οποία ήταν χήρα του Sir Edward Reid. Προσκεκλημένοι της ήταν επίσης και οι δύο Ορθόδοξοι ιερείς, π. Ιωάννης Sotnikov και π. Ιωάννης Maitland Moir. Ένα από τα πιάτα που μας σέρβιρε μου έχει μείνει αξέχαστο: ένα μεγάλο ασημένιο μπωλ με χαβιάρι από οξύρρυχγο Μπελούγκα (που ζει στην Κασπία Θάλασσα), το οποίο ήταν τοποθετημένο πάνω σε μία στρώση πάγου και συνοδευόταν από καυτό φρεσκοφρυγανισμένο ψωμί και εκλεκτή βότκα από τη Ρωσία. Η Lady Reid, ο π. Sotnikov και εγώ πέσαμε στην κυριολεξία με τα μούτρα στον εκλεκτό αυτό πιάτο γεμάτοι ευχαρίστηση, και όσο τα ποτήρια μας ξαναγέμιζαν με βότκα τόσο πιο μεγάλη ήταν η ευχαρίστησή μας. Ο π. Ιωάννης πήρε το μικρότερο κομμάτι χαβιάρι από το μπωλ και μία φέτα ψωμί και, καθώς κατάπινε μία γουλιά βότκα, ακούστηκε μόνο ένας πολύ μικρός στεναγμός. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που έπινε μόνο τσάι, αλλά μάλλον θα προτιμούσε λίγο σέρυ και ένα κράκερ, από αυτά που γίνονται από αλεύρι και νερό μόνο.
fr john & fr rafaelΔεν αποχωριζόταν ποτέ το κομποσχοίνι του, όλη του η ζωή ήταν σαρκωμένη προσευχή για τον άλλο. Όποιο όνομα του έδιναν για να μνημονευτεί στην ακολουθία της προσκομιδής, το καταχωρούσε σε ένα από τα δύο μικροσκοπικά βιβλιαράκια στα οποία κατέγραφε τα ονόματα των ζωντανών και των κεκοιμημένων. Η προσκομιδή που έκανε κρατούσε πολλή ώρα. Κανένα όνομα στα βιβλιαράκια του δεν σβηνόταν ποτέ και όλα μνημονεύονταν σε κάθε Θεία Λειτουργία. Όταν κάποτε τον ρώτησα (αφελώς) τι γίνεται όταν κάποιος, που τον μνημόνευε ως ζωντανό, εν τω μεταξύ πεθάνει και εκείνος δεν το έχει μάθει ώστε να μεταφέρει το όνομά του στη λίστα με τους κεκοιμημένους, πήρα την προφανή απάντηση ότι εκείνος συνεχίζει να μνημονεύει όπως είναι γραμμένα τα ονόματα (εκτός αν κάποιος τον ενημέρωνε για κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο οπότε θα το άλλαζε) και τα υπόλοιπα τα γνώριζε ο Θεός! Φυσικά… τόσο απλό!
Η Ορθόδοξη Κοινότητα του Εδιμβούργου, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, μεγάλωνε συνέχεια με ανθρώπους όλων των εθνικοτήτων αλλά και πολλούς γηγενείς για τους οποίους η Εκκλησία του Αγίου Ανδρέα γινόταν το σπίτι τους Η πόρτα του π. Ιωάννη ήταν ανοιχτή για όλους ανεξάρτητα από το τι ώρα ήταν και ο ίδιος χαρακτήριζε συχνά τον εαυτό του ως «ιερομόναχο της πόλης». Σύντομα αναγκάστηκε να μετακομίσει εκείνος στο μικρό υπόγειο (όπου βρισκόταν το πρώτο παρεκκλήσι) και να μετατρέψει το καθαυτό σπίτι του επάνω σε Ναό, ο οποίος είχε χωρητικότητα διπλάσια και πλέον. Σε λίγο, ούτε κι αυτή η λύση δεν θα εξυπηρετούσε την Κοινότητα του Αποστόλου Ανδρέα που αυξανόταν ραγδαία. Μετά από πολύ αγώνα και με τη βοήθεια πολλών φίλων της Κοινότητας, αγοράστηκε ένα παλιό σχολικό κτίριο στην καρδιά του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, το οποίο μετατράπηκε σε Ναό. Αυτός παραμένει μέχρι σήμερα ο ναός της Ορθόδοξης Κοινότητας του Εδιμβούργου.
Ο π. Ιωάννης έδινε σε όλους τα πάντα, ό,τι ο καθένας είχε ανάγκη: από τα υλικά (κληρονόμησε μία πολύ μεγάλη περιουσία από τους γονείς του και στο τέλος δεν είχε ούτε μία δεκάρα δική του), μέχρι τα ψυχικά και τα πνευματικά: αγάπη, σοφία, δύναμη, καρτερία, παρηγορία… Έγινε ο πνευματικός πατέρας πολλών ανθρώπων, όχι μόνο στη Σκωτία, αλλά και αλλού. Όταν ερχόταν στην Αθήνα μία φορά το χρόνο, πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευδαν στο σπίτι του καλού του φίλου, του γιατρού Αναστασίου Πλέτσα, για να εξομολογηθούν ή απλώς να πάρουν την ευχή του – ατέλειωτες ώρες από το πρωί ως το βράδυ.
IMG_6655Ο π. Ιωάννης κοιμήθηκε ειρηνικά στις 17 Απριλίου 2013, στο Βασιλικό Νοσοκομείο του Εδιμβούργου, περιστοιχισμένος από τα πνευματικά του παιδιά, τα οποία αποχαιρετούσε έναν έναν, δίνοντας σε όλους την ευχή του τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής του που νοσηλευόταν μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Εκείνην ακριβώς την ημέρα της κοίμησής του, ένας ανώνυμος δωρητής είχε μόλις υπογράψει τη συμφωνία για την αγορά ενός μεγάλου παλιού ενοριακού ναού του Εδιμβούργου για να μεταφερθεί πλεόν η ορθόδοξη Κοινότητα σε ένα κανονικό και άνετο εκκλησιαστικό κτίριο – αυτό ήταν το όραμα του π. Ιωάννη όλα αυτά τα χρόνια.
Fr. John11Στο κείμενο που έγραψε για τον π. Ιωάννη, ο π. William Gordon Reid, ιερέας της Επισκοπικής Εκκλησίας που είχε δανείσει το παρεκκλήσιο της ενορίας του στην πρώτη ρωσική κοινότητα, καταλήγει λέγοντας: «Ήταν ένας πιστός και αφοσιωμένος ενοριακός ιερέας, ένας πολύ καλός φίλος και έμπιστος σύμβουλος για πολλούς ανθρώπους, και είμαι βέβαιος πως τώρα επιτέλους θα ακούσει το καλωσόρισμα του Κυρίου: ”Εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ. Επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου” (Ματθ. 25:21)». Ή, όπως πολύ όμορφα είπε η Milja Radovic από τη Σερβία «Χάσαμε τον άνθρωπο που αγαπούσαμε και κερδίσαμε έναν άγγελο!».
164243_512678378794145_2059140576_n
Κείμενο: π. Δημήτριος Ι. Μαρούλης

ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΕΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Μορφές τῆς ἐν Ρουμανία Ἐκκλησίας: Ὁ Μητροπολίτης Ἰωσήφ Νανιέσκου (1818-1902)


Μορφές της εν Ρουμανία Εκκλησίας: Ο Μητροπολίτης Ιωσήφ Νανιέσκου (1818-1902)
Ο Μητροπολίτης Ιωσήφ Νανιέσκου
από την Μητρόπολι Μολδαβίας και Σουτσεάβας
(1818-1902)
Α) Η ζωή του
Αυτός ο μεγάλος ιεράρχης της Μολδαβίας Ιωσήφ ο Νανιέσκου, ο κληθείς «άγιος και ελεήμων», ήταν ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της Ρουμανικής εκκλησίας κατά τον 19ον αιώνα μετά τον άγιο Καλλίνικο της Τσερνίκας. Ήταν υιός του ιερέως Ανανίου Μιχαλάκε και της πρεσβυτέρας Θεοδοσίας από το χωριό Ραζάλαϊ-Μπαλτς. Γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1818. Μετά από δύο χρόνια ο πατέρας του πέθανε και παρέμεινε η χήρα μητέρα του με δύο παιδιά, τον Ιωάννη και τον Ιερεμία. Το έτος 1831 ο ιεροδιάκονος Θεοφύλακτος, ο θείος του, μετέφερε στο μοναστήρι του αγίου Σπυρίδωνος του Ιασίου τον Ιωάννη, για να μορφωθή. Εδώ έμαθε την γραφή, την ανάγνωσι, το τυπικό και την εκκλησιαστική μουσική. Το έτος 1834 ο ιεροδιάκονος Θεοφύλακτος εξελέγη ηγούμενος στο μοναστήρι του αγίου Προφήτου Σαμουήλ στη Φωξάνη, όπου έφερε και τον ανεψιό του. Το έτος 1835 ο ιεροδιάκονος Θεοφύλακτος έγινε εκκλησιάρχης στην επισκοπή του Μπουζάου από τον ονομαστό Επίσκοπο Καισάριο μαζί με τον νεαρό Ιωάννη. Στις 23 Νοεμβρίου 1835 ο ρασοφόρος Ιωάννης εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωσήφ, στον καθεδρικό ναό της Επισκοπής, ενώ την δεύτερη ημέρα χειροτονήθηκε διάκονος.
Ως μαθητής του επισκόπου Καισαρίου το έτος 1836 ο ιεροδιάκονος Ιωσήφ εισήλθε στο σεμινάριο του Μπουζάου που μόλις είχε ιδρυθή. Απεφοίτησε το 1840. Κατόπιν, στα χρόνια 1840-1847, συνέχισε τις σπουδές στο κολλέγιο του αγίου Σάββα στο Βουκουρέστι. Το έτος 1849 έγινε ηγούμενος στο ηγεμονικό μοναστήρι Μορουνγκλάβ της επαρχίας Βίλτσεα, ενώ στις 29 Αυγούστου 1850 χειροτονήθηκε ιερεύς στο Βουκουρέστι.
Τον Νοέμβριο του 1852 έγινε πρωτοσύγγελος του αγίου Καλλινίκου επισκόπου του Ρίμνικ. Το 1857 έγινε ηγούμενος στο μοναστήρι Γκαϊσένι του νομού Ντιμποβίτσα, ενώ μετά από 4 χρόνια έγινε αρχιμανδρίτης από τον Μητροπολίτη Νήφωνα και το 1863 έγινε ηγούμενος στο μοναστήρι Σαριντάρι του Βουκουρεστίου. Στα χρόνια 1864-1870 ο αρχιμανδρίτης Ιωσήφ Νανιέσκου, εργάσθηκε σαν καθηγητής των θρησκευτικών στο Γυμνάσιο Γεωργίου Λαζάρ και στο Λύκειο Ματθαίου Μπασαράμπη στην πρωτεύουσα, ενώ τα τελευταία δύο χρόνια (1870-1872) ήταν διευθυντής στο Κεντρικό Σεμινάριο.
Στις 23 Απριλίου 1872 ο αρχιμανδρίτης Ιωσήφ χειροτονήθηκε αρχιερεύς, ενώ τον Ιανουάριο του 1873 έγινε επίσκοπος του Άρντζες. Στις 10 Ιουνίου 1875 εξελέγη μητροπολίτης Μολδαβίας και στις 6 Ιουλίου του ιδίου χρόνου εγκαταστάθηκε στο Ιάσιο. Επί 27 χρόνια ο αξιοσέβαστος μητροπολίτης Ιωσήφ εποίμανε με μια σπάνια παραότητα και σοφία την Μητρόπολι της Μολδαβίας. Εδώ ανέπτυξε πολύ πλούσια πνευματική θεολογική, ποιμαντική και κοινωνική δραστηριότητα σ’ όλη την ζωή του, παραμένοντας για τις επόμενες γενεές ένα ζωντανό και δυσκολομίμητο παράδειγμα.
Στις 26 Ιανουαρίου 1902 ο μητροπολίτης Ιωσήφ, «ο άγιος και ελεήμων», εγκατέλειψε τα πνευματικά του παιδιά και μετατέθηκε στις ουράνιες μονές για να βλέπη το πρόσωπο του μεγάλου αρχιερέως Ιησού Χριστού. Ο τάφος του ευρίσκεται πλησίον του Καθεδρικού ναού που τον αποτελείωσε ο ίδιος.

Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας
1) Την ημέρα της μοναχικής κουράς του ρασοφόρου Ιωάννου Νανιέσκου ο Επίσκοπος Καισάριος του είπε τα εξής λόγια: «Σου έδωσα το όνομα Ιωσήφ, το όνομα του Γέροντά μου. Θα γίνης καλός άνθρωπος. Σίγουρα θα τον φθάσης». Πράγματι τα λόγια του μεγάλου Επισκόπου εκπληρώθηκαν με το παραπάνω στη ζωή του μαθητού του.
2) Έλεγαν για τον μητροπολίτη Ιωσήφ ότι όταν ήταν μαθητής στο σεμινάριο του Μπουζάου και στο κολλέγιο του Αγίου Σάββα, είχε μια πολύ καλή πνευματική συμπεριφορά. Σπούδαζε με επιμέλεια, εις τρόπον ώστε ξεπέρασε όλους τους συμμαθητάς του, τόσο στην μόρφωσι, όσο και στην καλή ζωή. Γι’ αυτό ήταν αγαπητός από τους μαθητάς και τους καθηγητάς του.
3) Στην ταφή του επισκόπου Καισαρίου, Πνευματικού του πατρός, στις 30 Νοεμβρίου 1846, ο νεαρός ιεροδιάκονος Ιωσήφ εξεφώνησε ένα λόγο ευγνωμοσύνης και εκτιμήσεως τόσο σπουδαίο, ώστε όλοι οι παρόντες αποχαιρέτησαν τον νεκρό με δάκρυα στα μάτια.
4) Ακόμη έλεγαν γι’ αυτόν ότι ήταν ευλαβής λειτουργός της εκκλησίας και ακούραστος ψάλτης. Έμαθε την ψαλτική από το μεγάλο διδάσκαλο και πρωτοψάλτη ιερομόναχο Μακάριο. Όταν έψαλλε στο στασίδι, η γλυκειά του φωνή ξεχυνόταν σε όλη την εκκλησία, κατένυσσε τις καρδιές και προκαλούσε δάκρυα.
5) Αυτός ο ταπεινός και αξιομνημόνευτος υπηρέτης της Εκκλησίας του Χριστού είχε επίσης μεγάλη ευλάβεια στους αγίους. Την Θεία Λειτουργία επιτελούσε πάντοτε χαρούμενος, με μάτια βουρκωμένα. Αξέχαστος ιεροκήρυξ, ικανός Πνευματικός που τον ακολουθούσε πολύς κόσμος για την πραότητα και τους λόγους του. Όσον καιρό ήταν στάρετς του μοναστηριού απέκτησε πολλά πνευματικά παιδιά, τόσο λαϊκούς, όσο και μοναχούς.
6) Επί 8 χρόνια, όσα δηλαδή ήταν καθηγητής των θρησκευτικών, ο αρχιμανδρίτης Ιωσήφ ήταν ο πιο αγαπητός απ’ όλους τους καθηγητάς. Οι μαθηταί του έτρεχαν σ’ αυτόν, τον τιμούσαν σαν αληθινό πνευματικό πατέρα. Γνώριζε καλά την Αγία Γραφή και είχε τελειοποιηθή και ως διδάσκαλος και κατηχητής. Οι λόγοι του έμπαιναν στις καρδιές όλων.
7) Κοντά στα άλλα χαρίσματα, ο Μητροπολίτης Ιωσήφ είχε και το χάρισμα της αγίας ταπεινώσεως και υπακοής. Σε κάθε άνθρωπο έβλεπε τον Θεό και όλους τους δεχόταν ως πλάσματά Του. Στις 10 Ιουνίου 1875, όταν εξελέγη από την σύνοδο μητροπολίτης Μολδαβίας, είπε μεταξύ των άλλων και τα εξής: «Γνωρίζω τις υποχρεώσεις της υψηλής εκκλησιαστικής θέσεως, στην οποία η Θεία Πρόνοια με την ψήφο των αρχόντων σας με κάλεσε σήμερα. Οφείλω όμως να ομολογήσω ως ανάξιος ότι είναι πολύ ανώτερες από τις δυνάμεις μου».
8) Αφού εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Μολδαβίας, ο μητροπολίτης Ιωσήφ ανεχώρησε με το τραίνο από το Βουκουρέστι να εγκατασταθή στο Ιάσιο. Ήταν Σάββατο βράδυ, 6 Ιουλίου 1875. Στο βαγόνι αποκοιμήθηκε λίγο και ονειρεύτηκε τον μεγάλο μητροπολίτη Βενιαμίν Κωστάκε, ο οποίος τον πλησίασε και τον συμβούλευσε να αποτελειώση τον καθεδρικό ναό του Ιασίου που τον είχε αρχίσει αυτός.
Παρόμοιο όνειρο είδε και την ίδια νύχτα και ο Πνευματικός Μαξιμέσκου. «Ευρισκόμουν κάπου μακρυά», διηγείται ο π. Ιερόθεος, όταν είδα γύρω από την εκκλησία του μεγάλου Βενιαμίν να περιφέρωνται δύο μοναχοί με γενειάδες που έλαμπαν σαν αστραφτερός άργυρος. Με πλησίασαν χωρίς να με κοιτάζουν. Τότε παρατήρησα πως ένας απ’ αυτούς ήταν ο εξαίρετος μητροπολίτης Βενιαμίν, τον οποίον ανεγνώρισα από το πρόσωπο· τον άλλο δεν τον γνώρισα. Κατόπιν ο μητροπολίτης Βενιαμίν είπε με σπαρακτική πονεμένη φωνή στον άλλο συνοδό του ότι αυτή η εκκλησία που άρχισε απ’ αυτόν και παραμένει μισοτελειωμένη, θα βγη στη δημοπρασία από τους επόμενους. «Θέλουν να την κατεδαφίσουν, να την πουλήσουν, αυτήν που εγώ έκτισα και εγώ αγόρασα!». Και τα δάκρυα του μητροπολίτου Βενιαμίν δεν έπαυαν να τρέχουν, μέχρις ότου έκανε ένα κύκλο γύρω από την εκκλησία και κατόπιν εξαφανίσθηκε. Σαν ξημέρωσε, ο Πνευματικός σηκώθηκε ταραγμένος απ’ αυτό το όνειρο και ζήτησε να μάθη το όνομα αυτού του μοναχού που συνώδευε τον Βενιαμίν. Πόσο πολύ όμως χάρηκε, όταν την ίδια ημέρα τον ανεγνώρισε στο πρόσωπο του μητροπολίτου Ιωσήφ Νανιέσκου! Αυτός ήταν εκείνος που περπατούσε σκεφτικός και δεν απαντούσε τίποτε σ’ όλους τους στεναγμούς του μητροπολίτου Βενιαμίν.
9) Η πρώτη φροντίδα του νέου πατρός της Μολδαβίας ήταν η ολοκλήρωσιε της κατασκευής του καθεδρικού ναού που είχε αρχίσει το 1833 από τον προκάτοχό του, μητροπολίτη Βενιαμίν Κωστάκε. Αλλά επειδή προετοιμαζόταν η χώρα για πόλεμο υπέρ της ανεξαρτησίας της, ο πράος αρχιεπίσκοπος ανέβαλε την έναρξι της εργασίας. Επί δύο χρόνια προσπαθούσε να εμψυχώση τους χριστιανούς και ολόκληρο τον κλήρο στην δίκαιη μάχη για την εθνική και εκκλησιαστική ανεξαρτησία. Έτσι έκανε προσκλητήριο σ’ όλα τα μοναστήρια και στους ιερείς να συνεισφέρουν βοήθεια για τον στρατό. Όσοι ήταν εθελοντές, τους έστελναν στο κινητό νοσοκομείο για την περίθαλψι των τραυματιών. Στο προσκλητήριο του μητροπολίτου Ιωσήφ προσέφεραν βοήθεια όλα τα μοναστήρια και πολλές ενορίες. Όσο για την φροντίδα των πληγωμένων, ανεχώρησαν από την Μολδαβία εκατό περίπου ιερείς, μοναχοί και μοναχές.
10) Το έτος 1879, μετά την λήξι του πολέμου, ο μητροπολίτης Ιωσήφ μετέβη προς ακρόασι στον πρωθυπουργό. Σκεπτόταν να ζητήση βοήθεια για την κατασκευή του καθεδρικού ναού. Όταν μπήκε μέσα, του είπε: «Έρχομαι με μια μικρή παράκλησι προς την εξοχότητά σας, αλλά πολύ μεγάλη για μας. Θάθελα να μας δώσετε ένα χρηματικό κεφάλαιο για την αποπεράτωσι του καθεδρικού μητροπολιτικού ναού του Ιασίου, ο οποίος άρχισε να κτίζεται προ 40 ετών και τώρα κάθε βράδυ κοιμούνται εκεί τα ζώα των ανθρώπων».
«Δεν έχομε τώρα χρήματα γι’ αυτό το σκοπό», απάντησε ο ταμίας του εθνικού θησαυροφυλακείου.
«Αν μια χώρα δεν έχει χρήματα να κατασκευάση ένα ναό» απάντησε αποφασιστικά ο μητροπολίτης, «τότε εγώ δίνω το ήμισυ της μητροπόλεως. Ορίστε η πατερίτσα».
Τότε θαύμασαν τον ζήλο του μεγάλου ιεράρχου για τον Οίκο του Θεού και τα μέλη της κυβερνήσεως ενέκριναν την ίδια ημέρα ένα χρηματικό ποσό, με το οποίο και άρχισε η κατασκευή του καθεδρικού ναού.
11) Από τις πρώτες φροντίδες του μητροπολίτου Ιωσήφ, μετά την αποπεράτωσι του ναού, ήταν η μετακομιδή των λειψάνων του πρώτου κτίτορος, Βενιαμίν Κωστάκε, από το μοναστήρι Σλάτινα στον κτιτορικό ναό του Ιασίου εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης και αγάπης εν Χριστώ. Αυτή η μετακομιδή έγινε στις 30 Δεκεμβρίου 1886.
12) Στις 23 Απριλίου 1887, την ημέρα της μνήμης του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, εγκαινιάσθηκε ο νέος καθεδρικός μητροπολιτικός ναός του Ιασίου από 12 αρχιερείς με την παρουσία δέκα χιλιάδων πιστών. Σ’ αυτήν την τελετή ο μητροπολίτης Ιωσήφ έζησε την ευτυχέστερη ημέρα της ζωής του. Εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα, εξεφώνησε μέσα στην Εκκλησία ένα τόσο δυνατό πατρικό λόγο, ώστε κατένυξε τις καρδιές όλων των πνευματικών του τέκνων.
13) Το δεύτερο μεγάλο κληροδότημα του προκατόχου του, το οποίο διέσωσε ο μητροπολίτης Ιωσήφ, ήταν το σεμινάριο του Βενιαμίν Κωστάκε στην Σοκόλα. Επειδή τότε δεν είχαν ιδιαίτερο οίκημα, η σχολή λειτουργούσε με ενοίκιο σε κάποιο εμπορικό σπίτι. Σαν είδε όλα αυτά ο καλός μητροπολίτης, αγόρασε το παλάτι του πρώην ηγεμόνος Μιχαήλ Στούρζα του Ιασίου, το επισκεύασε και μετέφερε το σεμινάριο μέσα σ’ αυτό. Στα εγκαίνια του νέου κτιρίου ανέφερε ο μητροπολίτης τα παρακάτω αξιομνημόνευτα λόγια:
«Τα τέκνα του Βενιαμίν έφθασαν να χτυπούν τις πύλες των ανθρώπων! Εντροπή για την εκκλησία! Εντροπή για την χώρα! Σήμερα ξεπλήρωσα την επιθυμία σου, όσιε Βενιαμίν Κωστάκε! Σήμερα σ’ εγκαταστήσαμε στο παλάτι αυτό, το οποίο σε πίκρανε, σ’ έκανε ν’ αναχωρήσης για το μοναστήρι».
14) Υπό την ποιμαντική φροντίδα αυτού του αφοσιωμένου μητροπολίτου αναστηλώθηκαν ακόμη δύο περίφημα ιερά καθιδρύματα στο Ιάσιο: η ηγεμονική εκκλησία του αγίου Νικολάου και η εκκλησία των αγίων Τριών Ιεραρχών. Ανακαινίσθηκαν ομοίως με την βοήθεια του αρκετές ενοριακές εκκλησίες, σκήτες και μοναστήρια. Επιθυμούσε να μιμηθή σε όλα τον μεγάλον προκάτοχό του Βενιαμίν Κωστάκε.
15) Ο μητροπολίτης Ιωσήφ είχε από την παιδική του ηλικία ιδιαίτερη ευλάβεια στα λείψανα της οσίας Παρασκευής του Ιασίου, τα οποία εφυλάσσοντο στο παρεκκλήσιο του μοναστηριού των Αγίων Τριών Ιεραρχών. Αλλά την νύκτα της 27 Δεκεμβρίου 1888 άρπαξε φωτιά ξαφνικά το Παρεκκλήσιο, και κυκλώθηκαν από τις φλόγες και τα άγια λείψανα. Σαν άκουσε ο μητροπολίτης αυτά, έσπευσε τη νύκτα εκεί· και σαν είδε ότι παραδόθηκε στην φωτιά το πολυτιμότερο κειμήλιο της Μολδαβίας, άρχισε να κλαίη απαρηγόρητα σαν μικρό παιδί. Μα όταν κατασίγασε η φωτιά -ω του θαύματος- ευρέθηκαν τα λείψανα της οσίας Παρασκευής ακέραια και αδιαλώβητα. Είχε λειώσει μόνο η αργυρένια επένδυσις. Τότε ο καλός Ποιμήν έφτειαξε άλλη λειψανοθήκη από άργυρο για τα άγια Λείψανα και τα εναπέθεσε στον νέο ναό, όπου υπάρχουν μέχρι σήμερα.
16) Ο αξιοσέβαστος αυτός μητροπολίτης ήταν μεγάλος λάτρης της εκκλησιαστικής μουσικής. Στόλισε τα άγια θυσιαστήρια με τους πλέον ευλαβείς λειτουργούς και τους χορούς των εκκλησιών με τους καλλίτερους πρωτοψάλτας. Είναι από τους πρώτους ρουμάνους ιεράρχας που επέτρεψε την συγκρότησι χορωδίας στην εκκλησία. Αντικρούοντας όσους αντιδρούσαν, τους απαντούσε:
― Ευλαβέστατοι, στον τάφο του Σωτήρος παρέμειναν μόνο γυναίκες, διότι οι άνδρες είχαν φύγει όλοι. Οι γυναίκες ήταν οι πρώτοι μάρτυρες της Αναστάσεως του Κυρίου.
17) Τα σπουδαιότερα έργα, για τα οποία εκοπίασε ο μητροπολίτης Ιωσήφ, ήταν επίσης αυτά τα δύο: Ο προσωπικός του αγιασμός και η ελεημοσύνη. Μ’ αυτά τα δύο μεγάλα έργα ξεπέρασε όλους τους ιεράρχας του καιρού του, κατέκτησε τις καρδιές και των πλέον σκληροκαρδίων, τίμησε με τον απαιτούμενο σεβασμό τους μεγάλους της εποχής του, σήκωσε πολλούς από το βάθος της απελπισίας, συγκέντρωσε τριγύρω τους πλέον πτωχούς και περιφρονημένους και βοήθησε με το βιωματικό του παράδειγμα πολλούς Χριστιανούς να επιστρέψουν στον Χριστό.
18) Έλεγαν γι’ αυτόν ότι ήταν πολύ μετριοπαθής και διακριτικός σε όλα. Την νύκτα κοιμόταν λίγο και προσευχόταν πολύ. Κάθε πρωί 5 η ώρα, όταν κτυπούσε η καμπάνα του όρθρου, ξυπνούσε από τους πρώτους. Κατόπιν μετρούσε τους κτύπους της καμπάνας του πύργου, αν ηχούσε τρεις φορές από σαράντα κτυπήματα. Μετά την προσευχή διάβαζε την ζωή του αγίου της αντιστοίχου ημέρας, ύστερα φορούσε τα ράσα του και πήγαινε στην εκκλησία.
19) Έλεγαν οι πατέρες της μητροπόλεως που ήταν μαθηταί του ότι ο μητροπολίτης Ιωσήφ ερχόταν καθημερινά στην Θεία Λειτουργία, στον εσπερινό και στον όρθρο. Μόνο, εάν αναχωρούσε για κάπου ή ήταν πολύ άρρωστος δεν ερχόταν. Οι πατέρες άκουγαν πρώτα το σήμαντρο και μετά τα ρυθμικά κτυπήματα της πατερίτσας του μητροπολίτου στο δάπεδο της εκκλησίας.
20) Διηγούντο πάλι γι’ αυτόν ότι του άρεσε να ακούη στην εκκλησία την ανάγνωσι του ψαλτηρίου και την ψαλμωδία στους χορούς. Στις καθημερινές ακολουθίες έψαλλε στιχηρά, τροπάρια, εγκώμια και άλλα, τα οποία τα μάθαιναν και οι λαϊκοί. Αλλά περισσότερο του άρεσε να ψάλλη τους μακαρισμούς και τις ψαλμωδίες της Θείας Λειτουργίας.
21) Συχνά ο καλός ποιμήν έκανε επίσημες επισκέψεις σε μοναστήρια, σκήτες και ενορίες. Έκαμε οικοδομητικά κηρύγματα στις εκκλησίες και στους ιερείς και τους έδινε πνευματικές συμβουλές. Ουδέποτε μετέφερε στο Ιάσιο δώρα από πιστούς. Όλα τα μοίραζε σε χήρες και ορφανά. «Και πάλι μας έδωσε ο Θεός άφθονα», έλεγε, «ας δώσουμε σ’ αυτούς που τα στερούνται».
22) Ένας αγαπητός ησυχαστικός τόπος του πράου ιερομονάχου ήταν η σκήτη της Σύχλας. Εδώ ερχόταν κάθε καλοκαίρι. Ανέβαινε με τους διάκους του στη σπηλιά της αγίας Θεοδώρας, τελούσαν τον εσπερινό και κατόπιν έλεγε σ’ ένα διάκο να ψάλη την εκτενή δέησι και την Μεγάλη Δοξολογία επάνω στους βράχους. Στο τέλος έψαλλαν όλοι μαζί «Τον νυμφώνα Σου βλέπω…» και κατέβαιναν για το μοναστήρι Νεάμτς.
23) Για την ευλάβεια της ψυχής αυτού του ποιμένος έλεγε κάποιος από τους μαθητάς του: «Ο μητροπολίτης Ιωσήφ είχε μεγάλα χαρίσματα, αποστολικά χαρίσματα θα έλεγα, διότι καθημερινά σκεπτόταν μόνο την εκπλήρωσι του ποιμαντικού του χρέους. Η πίστις του ήταν δύναμις εν Χριστώ Ιησού. Αυτή τον ενίσχυε στον αγώνα της ζωής του, τον προέτρεπε στην αποπεράτωσι των μεγάλων και εναρέτων έργων του. Πάντοτε τον εύρισκα να διαβάζη την Αγία Γραφή και μου έλεγε:
«Απ’ εδώ εγώ τα μαθαίνω όλα,  όπως ακριβώς και ο μεγάλος ασκητής Αντώνιος, ο οποίος δεν είχε άλλο βιβλίο πιο θαυμαστό απ’ όσα υπάρχουν στον ουρανό και στην γη».
24) Το μεγαλύτερο αγαθό έργο του μητροπολίτου Ιωσήφ Νανιέσκου, το οποίο τον είχε καταστήσει γνωστό και αγαπητό σε όλους, ήταν η ελεημοσύνη του: «Το μεγάλο του έργο της χριστιανικής ευσπλαχνίας». Αυτός είχε την πόρτα και τα χέρια ανοιχτά για ελεημοσύνη. Εκτός από τους ζητιάνους της πόλεως, βοηθούσε ιδιαίτερα τους πτωχούς μαθητάς και σπουδαστάς. Κάθε χρόνο έντυνε δέκα μαθητάς και φοιτητάς και τους διέτρεφε δωρεάν στο μαγειρείου της μητροπόλεως. Άλλοι εκατό απ’ αυτούς έπαιρναν χρήματα για βιβλία και δίδακτρα. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι υπηρέται του καθεδρικού ναού, όπως ο μοναχός Ιλαρίων Ράδος, ο αρχιδιάκονος Βαρλαάμ Αργυρέσκου, ο αρχιμανδρίτης Ιωαννίκιος Γκραντινάρου και άλλοι.
25) Έλεγε ένας από τους μαθητάς του:
― Η ελεήμων μορφή του πτωχού μητροπολίτου Ιωσήφ Νανιέσκου έγινε παροιμιώδης στην Μολδαβία και σ’ όλη την χώρα. Καθημερινά έρχονταν δεκάδες ζητιάνοι, για να πάρουν ελεημοσύνη από τα χέρια του.
Στην αρχή κατέβαινε μόνος του από το κελλί του κάτω στα σκαλιά, όπου περίμεναν μέχρι εκατό πτωχοί. Τους ανακούφιζε με τα λόγια του, τους ευλογούσε και τους μοίραζε χρήματα. Ουδέποτε έδινε στους πτωχούς λιγώτερα από την αγορά ενός ψωμιού. «Χρήματα για ένα ψωμί»: αυτή ήταν η αρχή του. Εάν τελείωναν τα ψιλά χρήματα, έψαχνε στην τσέπη του για τα μεγάλα (τα χάρτινα θα λέγαμε εμείς) και όλους τους ανέπαυε. Κατόπιν ανέβαινε στο κελλί του για προσευχή και ανάγνωσι. Όταν γέρασε και αδυνάτισε, δεν κατέβαινε πλέον, αλλά έριχνε τις ελεημοσύνες του από το μπαλκόνι του σπιτιού του.
26) Έλεγε πάλι ο ίδιος ο μαθητής του:
― Αυτή ήταν η ελεημοσύνη του στις εργάσιμες ημέρες. Την Κυριακή ο μητροπολίτης μοίραζε ως εξής τα ελέη του: Έδινε την σακκούλα με τα χρήματα που προορίζονταν γι’ αυτόν τον σκοπό στον πατέρα Βησσαρίωνα Μποντώκ, τον οικονόμο της μητροπόλεως. Μετά την ακολουθία ο οικονόμος καθόταν στο πίσω μέρος της θυρίδος της μητροπόλεως. Από εκεί περνούσαν όλοι οι πτωχοί και έπαιρναν βοήθεια από τον πνευματικό των πατέρα. Έτσι μοίραζε καθημερινά ο μητροπολίτης Ιωσήφ τον μισθό του στους πτωχούς.
27) Έλεγε ο μαθητής και αυτά:
― Το μηνιάτικο ερχόταν σ’ αυτόν για ελεημοσύνη και ο Μπάρμπου Λαουτάρου, ο περίφημος ψάλτης του Ιασίου, έπαιρνε ελεημοσύνη. Κατόπιν ο μητροπολίτης Ιωσήφ ζητούσε να του ψάλλη το στιχηρό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής: «Μη με παιδεύσης Δέσποτα». Ερχόταν κα ο εβραίος Ρουμπενσάφτ κάθε Παρασκευή για ελεημοσύνη. Με την βοήθεια του μητροπολίτου σπούδασε αυτό το πνευματικό του παιδί, ο Εβραίος, έγινε γιατρός και βαπτίσθηκε χριστιανός. Ένας άλλος Εβραίος από το Ιάσιο ερχόταν κάθε τρία χρόνια σ’ αυτόν για βοήθεια. «Με τη βοήθεια του μητροπολίτου Ιωσήφ» έλεγε ο ίδιος κατόπιν, «νυμφεύθηκα κι έχω και τρία παιδιά. Αυτός ο καλός ποιμήν μιμείται τον άγιο Ιεράρχη Νικόλαο».
28) Σε μια εορτή, έλεγε ο μαθητής, «την ώρα που έβγαινε ο μητροπολίτης από την εκκλησία με τους αξιωματούχους της πόλεως, αμέσως τον περιεκύκλωσαν οι πτωχοί. Τότε αυτός, για να αποκρύψη το καλό αυτό έργο του, τους έρριξε ελεημοσύνη και τους είπε με σκληρότητα:
― Στους Βογιάρους, στους Βογιάρους, να πάτε στους Βογιάρους, που πήραν την περιουσία της Εκκλησίας, την περιουσία την δική σας… Τι ήλθατε σε μένα;».
29) Καθ’ όλο το διάστημα του χρόνου ο μητροπολίτης Ιωσήφ βοηθούσε τους μαθητάς και σπουδαστάς κάθε ηλικίας χωρίς διακρίσεις. Τους έδινε τροφή, τους πλήρωνε τα δίδακτρα, τους έδινε χρήματα για χαρτζιλίκι. Ενίσχυε από τον μισθό του τους σπουδαστάς σε όλη τη χώρα μέχρι τα σύνορα.
Η τραπεζαρία δίπλα στο μαγειρείο του μητροπολίτου ήταν πραγματικά φοιτητικό εστιατόριο. Στο τέλος του χρόνου κάθε ένας ήταν υποχρεωμένος να του παρουσιάση την σχολική του επίδοσι. Αυτούς που αρίστευαν στις σπουδές τούς έστελνε στον γέροντα Αλέξανδρο να τους αγοράση από μια καλή στολή ρούχα και βιβλία ως επάξιο βραβείο. Ενώ γι’ αυτούς που έμεναν μετεξεταστέοι, έδινε εντολή στον οικονόμο να τους βάλη ένα ψωμί στο σακκίδιο και να τους στείλη στα σπίτια των.
30) Κάποτε ήλθε στην Μητρόπολι ένας σπουδαστής και του είπε:
«― Είμεθα τρεις φοιτηταί από την Χώρα και μένουμε όλοι με ενοίκιο σ’ ένα μικρό δωμάτιο μ’ ένα μόνο κρεββάτι. Αναγκαζόμεθα να κοιμούμεθα ο καθένας με την σειρά. Τώρα δεν έχουμε χρήματα να πληρώσουμε τα δίδακτρα και τον σπιτονοικοκύρη. Σας παρακαλούμε, δώστε μας μια μικρή βοήθεια». Ο Μητροπολίτης, αφού τους έδωσε να φάνε, απέστειλε τον διάκο του Βαρλαάμ να ιδή ποία είναι η αλήθεια. Κατόπιν τον έστειλε πάλι με χρήματα αρκετά για ένα χρόνο.
― Να! είπε ο διάκονος, σας έστειλε ο μητροπολίτης Ιωσήφ από 300 λέι (1200δρχ) στον καθένα σας, για να μπορέσετε να συνεχίσετε τις σπουδές σας.
31) Μία άλλη φορά ήλθε σ’ αυτόν μία γυναίκα από την Χώρα κλαίγοντας.
― Γιατί κλαις, γυναίκα; τη ρώτησε.
― Μου ψόφησε η αγελάδα και έχω επτά παιδιά, απάντησε εκείνη.
― Να, πάρε χρήματα, για ν’ αγοράσης άλλη αγελάδα.
32) Έλεγαν οι ιερείς του Καθεδρικού ναού ότι μερικές φορές ο μητροπολίτης Ιωσήφ έδινε όλα τα χρήματα και δεν είχε μετά τι να δώση στους πτωχούς. Τότε δανειζόταν χρήματα από τον πνευματικό του αρχιμανδρίτη Ιερόθεο και τους ανακούφιζε όλους. Στο τέλος του μηνός, όταν έπαιρνε τον μισθό του, πρώτα εξωφλούσε τα χρέη του και κατόπιν ελεούσε αυτούς που έρχονταν και του ζητούσαν βοήθεια.
33) Μία ημέρα ήλθε σ’ αυτόν ένας άνθρωπος με κλάμματα για να εξομολογηθή.
― Γιατί κλαις παιδί μου; Τον ερώτησε ο μητροπολίτης. Τι αμαρτία έχεις κάνει;
― Σεβασμιώτατε, λειτουργούσα σαν ιερεύς, χωρίς να είμαι ιερεύς. Βάπτιζα, εξωμολογούσα, κήδευα, τελούσα την Θεία Λειτουργία, κοινωνούσα τους ανθρώπους. Έχω κάνει την βαρύτερη αμαρτία. Πιστεύω πως δεν με συγχωρεί πλέον ο Θεός. Θα χάσω την ψυχή μου.
Αφού τον εξωμολόγησε ο μητροπολίτης, σκέφθηκε λίγο και κατόπιν του είπε:
― Ετοιμάσου και έλα την Κυριακή να σε χειροτονήσω διάκονο και ιερέα.
Έτσι αποφάσισε να σώση ο καλός ποιμήν μία ψυχή από τον θάνατο. Επί πλέον ο καλός χριστιανικός λαός, στον οποίο είχε τελέσει τα μυστήρια, δεν θα έκανε καμμιά τρέλλα από τη στενοχώρια και το θυμό του.
34) Αυτός ο αξιοσέβαστος μητροπολίτης ήταν πολύ πτωχός και πενιχρός στην ενδυμασία, διότι δεν του έφθαναν τα χρήματα για ενδύματα. Σαν είδαν μερικοί από τους υπουργούς ότι φορούσε παλαιά ράσα, του έστειλαν αντί για τον μισθό μια ολόκληρη καινούργια μοναχική στολή. Αλλά ο μητροπολίτης που αγαπούσε την πτωχεία του Χριστού, πούλησε την στολή και μοίρασε τα χρήματα στους πτωχούς.
35) Κάποτε ο μητροπολίτης πήγαινε στην σύνοδο. Στο τραίνο τον συναντά ένας ιερεύς, ο οποίος, όταν τον είδε απλά ντυμένον, τον ρώτησε:
― Πού πηγαίνεις, πάτερ;
― Πηγαίνω και εγώ εκεί πιο πέρα!
Όταν κόντευε να κατέβη ο μητροπολίτης, πήρε τα ράσα του, το καλυμμαύχι, το εγκόλπιο και την ράβδο του και ετοιμαζόταν να κατεβή. Σαν κατάλαβε ο ιερεύς ότι είναι αρχιερεύς και ότι έρχονταν κι άλλοι επίσκοποι να τον υποδεχθούν, από την εντροπή του έγινε άφαντος.
36) Άλλη φορά ήλθε σ’ αυτόν ένας Βογιάρος (σύμβουλος του ηγεμόνος), ο οποίος δεν τον γνώριζε καλά.
― Εεε, εσύ, πού ήσουνα το καλοκαίρι αυτό;
― Ήμουνα στην ξενητειά για να εύρω την υγεία μου, του είπε ο μητροπολίτης.
― Σε παρακαλώ πες μου πώς είσαι τώρα; Διότι η αφεντιά σου αρρωσταίνει εδώ και κατόπιν ζητάς να εύρης την υγεία σου στην ξενητειά.
37) Διηγούνται γι’ αυτόν ότι προσευχόταν και διάβαζε πολύ, έτρωγε λίγο και σ’ όλα ήταν πολύ εγκρατής και μετριόφρων. Εκτιμούσε πάρα πολύ τον χρόνο και τον χρησιμοποιούσε μ’ ένα αρκετά αυστηρό πρόγραμμα. Οπουδήποτε πήγαινε, έφερνε μαζί του ένα ρολόι επιτραπέζιο με ξυπνητήρι και την Εικόνα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
38) Η πραότης, η σοφία και η ελεημοσύνη του τον έκαναν γνωστό και αγαπητό σ’ όλους τους ανθρώπους. Στην σύνοδο, στην κυβέρνησι, στην επαρχία, στο Ιάσιο παντού τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν. Όπου πήγαινε, όλοι τον περίμεναν, τον παρακαλούσαν να κηρύξη, τον άκουγαν με πολύ προσοχή. Τα λόγια του είχαν μεγάλη βαρύτητα σ’ όλες τις ομιλίες και διαλέξεις του.
39) Η μεγαλύτερη περιουσία του μητροπολίτου Ιωσήφ ήταν μια πλούσια βιβλιοθήκη, την οποία χάρισε αργότερα σ’ ένα πρόσωπο της ρουμανικής Ακαδημίας. Τα μοναδικά βιβλία που τον συνώδευαν ως τον θάνατό του ήταν η Αγία Γραφή, το Ωρολόγιο και οι Βίοι των Αγίων.
40) Στις 26 Ιανουαρίου 1902, ο μεγάλος μητροπολίτης Ιωσήφ Νανιέσκου, αυτός ο «Ιωάννης ο ελεήμων» της Ρουμανικής Εκκλησίας, εκοιμήθη εν Κυρίω, στην εορτή των αγίων Τριών Ιεραρχών, με τη συνοδεία θρήνων και κοπετών από την αγάπη όλων των πτωχών και μαθητών της πόλεως του Ιασίου, των ιερέων, μοναχών και πιστών της Μολδαβίας. Στο κελλί του δεν του ευρήκαν παρά μόνο δύο λέι. (8 δραχμές).
Με επάξια ευγνωμοσύνη ο λαός τον αγιοποίησε με το να τον ονομάση:
«Ο άγιος Ιωσήφ ο Μητροπολίτης Μολδαβίας».
Ρουμανικό Γεροντικό
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη

http://www.impantokratoros.gr/D1C3300D.el.aspx

Η καταχώρηση δημοσιεύτηκε από τον/την hristospanagia5

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ


Γέροντας Ιουστίνος«Αυτός που δεν αγωνίστηκε εναντίον των παθών του δεν θα βρει θεία βοήθεια στον καιρό των διωγμών».


....αγαπητοί μου ή τώρα ή πιο αργά θα ξεκινήσει κάποιος πόλεμος,ο χριστιανός όμως πρέπει να είναι πάντα έτοιμος ν'αντιμετωπίσει το θάνατο.Ο Θεός κατά κάποιον τρόπο μας δείχνει σημάδια για να ετοιμαστούμε.Εμείς όμως δεν δίνουμε σημασία.Αυτό σημαίνει ότι τα πάθη μάς τύφλωσαν τόσο πολύ που δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το καλό από το κακό.Η γενιά αυτή είναι τόσο τυφλωμένη από τα πάθη που ακόμη κι αν δουν βομβαρδισμούς ή οτιδήποτε άλλο δεν πρόκειται να μετανοήσουν.Κι αυτό επειδή ο Θεός τους έκλεισε τα αυτιά για να μην ακούνε και τα μάτια για να μη βλέπουν(βλ.προφήτη Ησαία).Κι αυτό επειδή έχουν πορωθεί στα πάθη.
 Θυμάμαι στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που πολεμούσα στην πρώτη γραμμή τον εχθρό βλέποντας το θάνατο κατάματα.Λίγα χιλιόμετρα πίσω από τις γραμμές οι χωριάτες γλεντούσαν και έπιναν.Πέθαιναν με τη βότκα κάτω από το κρεβάτι.Ήταν μία τρέλα.Γλένταγαν και κανείς δε σκεφτόνταν να γλυτώσει τη ψυχή του έστω και την ενδεκάτη ώρα.Και τώρα το ίδιο σκέφτονται.Προτιμούν να γλεντήσουν και να διασκεδάσουν παρά να σκεφτούν το θάνατο.Όπως λέει και η Γραφή ο καθένας είναι αλυσοδεμένος από κάποιο πάθος.Και όταν θα μας βρει το κακό τότε δεν θα έχουμε τη δύναμη να μετανοήσουμε.Ο καθένας προσπαθεί να ικανοποιήσει το πάθος του.Οι καρδιές έχουν πετρώσει.Αυτός που δεν αγωνίστηκε εναντίον των παθών του δεν θα βρει θεία βοήθεια στον καιρό των διωγμών.
 Ο Θεός μας στέλνει σημάδια για να έλθουμε ''εν εαυτώ''και να μετανοήσουμε.Να πάμε στους πνευματικούς για να εξομολογηθούμε,να κοινωνήσουμε με το σώμα και το αίμα του Χριστού για να πάρουμε δύναμη

Τον καιρό των διωγμών οι χριστιανοί πρέπει να μαζευτούν γύρω από τους ιερείς τους.Εκεί που βρίσκετε ένα αντιμήνσιο και ένας ιερέας για αν τελέσει την λειτουργία εκεί είναι και η εκκλησία.Έχουμε ως παράδειγμα τον διωγμό του περασμένου αιώνα όπου οι ιερείς πήγαιναν στα βουνα και στα χωριά με ένα αντιμήνσιο και τα λειτουργικά σκεύη στην πλάτη .
  Η Λειτουργία και τα Μυστήρια θα δώσουν δύναμη στους χριστιανούς να αντιμετωπίσουν την πείνα και να προστατευτούν από παν κακό,ευρισκόμενοι υπο τη Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου.Έπειτα να λεει την Ευχή του Ιησού ή το Υπερμάχω.Στη φυλακή αυτές οι προσευχές μας έσωσαν και δεν υποχωρήσαμε μπροστά στο κόκκινο θηρίο.
 Ο πραγματικός χριστιανός όμως δεν περιμένει τον πόλεμο ή τον διωγμό για να φροντίσει την ψυχή του.Τον αληθινό χριστιανό δεν τον ενδιαφέρει πότε θα αρχίσει ο πόλεμος ή ο διωγμός.Είναι πάντοτε έτοιμος να υποδεχθεί τον Ουράνιο Νυμφίο με το καντήλι της ψυχής αναμμένο.Ο αληθινός χριστιανός δεν κοιτάει πότε θα έρθει ο πόλεμος ή δεν παραμονεύει να δει αν η βόμβα θα πέσει στο κεφάλι του,αλλά ψάχνει να δει πως θα θυσιαστεί για τον πλησίον του και για το Θεό.Ο αληθινός χριστιανός ψάχνει τη Βασιλεία των Ουρανών μέσα του και δε φοβάται τίποτα σε αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο.Γι αυτόν η λύπη είναι χαρά και ο σταυρός Ανάσταση.
πηγή/απόδοση στα ελληνικά π.Γεώργιος Κονισπολιάτης/http://www.proskynitis.blogspot.gr/


ΟΣΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΟΥΣΑΝΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΝΟΣ


Όσιος Αλέξιος (Σουσάνια)ο Γεωργιανός +18 Ιανουαρίου 1923


Ο Άγιος Αλέξιος Σουσάνια γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1852 στην πόλη Noqalaqevi,της Γεωργίας.Ο πατέρας του πέθανε το 1868,όταν ο Αλέξιος ήταν 16 ετών-και τον ευλόγησε όπως να προσέχει την οικογένεια.

Την ίδια χρονιά ταξίδεξε στα Ιεροσόλυμα και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη όπου επισκέφτηκε τον θείο του Ισλάμ Σουσάνια ο οποίος ήταν έναςγνωστός πανέξυπνος και ευλαβής έμπορος.Μέσα του γεννήθηκε η επιθυμία να γίνει και αυτός έμπορος.όμως σύντομα κατάλαβε πως άλλο ήταν το θέλημα του Θεού.
   Μία ημέρα δανείστηκε από το θείο του μία μικρή εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.Τοποθετώντας την στο δωμάτιό του άρχισε μέσα του μια μάχη.Από τη μια μεριά η αγάπη του για τη μητέρα του,τ'αδέλφια του και τους φίλους του και από την άλλη μία δυνατή  κλήση  προς την πνευματική ζωή.Μετά από πολλές ώρες σκέψεως αναρωτήθηκε:«Πώς θα εκπληρώσω την επιθυμία του πατέρα μου.Μου εμπιστεύθηκε την οικογένεια.Πώς θα το συμβιβάσω αυτό με την κλίση του Κυρίου»;
 Τότε άκουσε μέσα του μία φωνή που έλεγε:Εαν θα πεθάνεις τώρα ποιός θα εκπληρώσει την επιθυμία του πατέρα σου»;Ο Αλέξιος κατάλαβε ότι ο Θεός θα τους προστατέψει.Τότε άκουσε μία εσωτερική φωνή να του λέει:«Τότε να πεθάνεις για τον κόσμο και εμπιστεύσου τα πάντα στο Θεό».
  Τα αδέλφια του δέχθηκαν με λύπη την αποφασή του, η μητέρα του όμως ευχαρίστησε τον Κύριο και του έδωσε την ευλογία της.
Με τη μητέρα του και τις αδελφές του.

 Ο Αλεξιος άρχισε μία σκληρή ασκητική ζωή.Πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό περιποιούνταν και βοηθούσε όσους έπασχαν από φυματίωση,χολέρα και άλλες βαριές ασθένειες,ενώ έθαβε τα σώματα των άστεγων.
 όλοι άρχισαν να πιστεύουν πως είναι ένας δια Χριστόν σαλός.Δίδασκε τον λόγο του Θεού παντού.Με τα κυρηγματά του κατάφερε να πείσει την μητέρα του Έλενα,την μικρή του αδελφή Σαλομέα και τον αδελφό του Βησαρίωνα,να γίνουν μοναχοί.Ο Βησαρίωνας μάλιστα έμεινε στα Ιεροσόλυμα για πολλά χρόνια.
Εκάρη μοναχός και έλαβε το μεγάλο αγγελικό σχήμα στην μονή Μαρτβίλι.Για κάποιο χρονικό διάστημα πήγε στο Άγιον Όρος και στην Λαύρα των Σπηλαίων.Έπειτα επέστρεψe στην Γεωργία.
 Το 1886 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος στην μονή Κόμπι και το 1888 χειροτονήθηκε ιερομόναχος από τον επίσκοπο Γκριγκόλ.
Φρόντιζε εν συνεχεία τους φτωχούς και τους αρρώστους.Στο κελί του είχε ένα σταυρό στο μέγεθος του Τιμίου Σταυρού για να θυμάται πως ο Σίμωνας ο Κυρηναίος κουβάλησε τον Σταυρό του Κυρίου.
 Τα τελευτάια χρόνια της ζωής του τα πέρασε κοντά στα ξαδέλφια του τους ιερομονάxους Ακεψιμά και Παχώμιο.
Εκοιμήθη στις 18 Ιανουαρίου 1923.Τα ξαδέλφια του έμειναν κλεισμένοι μέσα στο ταπεινό κελάκι τους 40 ημέρες,φοβούμενοι μήπως τους το γκρεμίσουν οι κομμουνιστές.Έπειτα κήδεψαν τον Αλέξιο στο Τεκλάτι και οι ίδιοι έφυγαν για την μονή των Αγίων Αρχαγγέλων.Με την ευλογία του μητροπολίτου Εφραίμ τα ξαδέλφια του Ακεψιμάς και Παχώμιος μετέφεραν το άφθαρτο σώμα του από το Τεκλάτι στο μοναστήρι των Αγίων Αρχαγγέλων,στις 8 Ιανουαρίου 1960.
   Η αγιοκατάταξη του αγίου πατρός Αλεξίου έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου 1995

     

38 ΥΠΕΡΟΧΕς ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕς ΜΕ ΓΕΡΟΝΤΕΣ


38 υπέροχες φωτογραφίες με αγίους,γέροντες και...παιδιά!

Αγ.Ιωάννης Κρονστάνδης


Αγ.Ιουστίνος Πόποβιτς
Αγ.Ιωάννης Μαξίμοβιτς
Αγία Όλγα της Αλάσκας






Γέροντας Σοφρώνιος Έσσεξ
π.Σεραφείμ Ρόουζ