Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

ΡΟΥΜΑΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ

 

Ο γέροντας Ηλίας Τσιορούτσα-Μία αγιασμένη μορφή της Μονής Τσερνίκα          

 


Ό ιερομόναχος π. Ηλίας γεννήθηκε στίς 30 Ιου­νίου 1909 στην κοινότητα Βασίλε Άλεξάνδρι του νό­μου Τούλτσεα, έχοντας ως γονείς του τον Κωνσταντίνο και την Ελένη. Στό βάπτισμα του έλαβε το όνομα Ιόργκου. Ήταν ό πιο υπάκουος ανάμεσα στα 10 παιδιά της οικογενείας του. Ότιδήποτε του έλεγαν και του άνέθεταν να κάνη οί γονείς του, το έξεπλήρωνε αμέ­σως.
Ή οικογένεια του ήταν αρκετά πλούσια. Οί γονείς του ήσαν απλοί και πιστοί χριστιανοί. Ένθυμεΐται ό π. Ηλίας, τα βράδια πού στεκόταν κοντά στην σόμπα καί άκουγε τον πατέρα του να διαβάζη το Ψαλτήριο.
Για την παιδική του ηλικία, πού έζησε στο χωριό του, έλεγε:
«Όταν ήμουν μικρός καί έβλεπα τον ιερέα μας με την μεγάλη γενειάδα πώς λειτουργούσε στην εκκλη­σία, έσκεπτόμουν ότι κατέβηκε ό Θεός από τον ουρα­νό καί ήλθε να μας λειτουργήση στην εκκλησία μας».
Πρίν ακόμη να πάη στο δημοτικό σχολείο, ό π. Ηλίας έμεινε ορφανός καί αποχωρίσθηκε από τα α­δέλφια του. Έμεγάλωσε σ’ ένα ορφανοτροφείο της πό­λεως Τούλτσεα. Εκεί ό ιερεύς Ζαχαρίας Ποπέσκου τον έβοήθησε και τον χειραγώγησε σταθερά. Σάν καλός λειτουργός πού ήταν, έπαιρνε τον μικρό Ίόργκου στο “Αγιο Βήμα, ακόμη από την ηλικία των 7 ετών, για να τον βοηθή στίς εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Το δημοτικό σχολείο καί το γυμνάσιο τελείωσε στην Τούλτσεα. Στό σχολείο εντυπωσίαζε τους άλ­λους για τον ιδιαίτερο ζήλο του στα μαθήματα. Εάν κάποτε οι καθηγητές απουσίαζαν από το μάθημα τους, έκανε αυτός μαθήματα στα άλλα παιδιά, για να μην πάη ή ώρα χαμένη. Έβοήθησε πολύ τους συμμαθητές του στα μαθήματα τους, γι αυτό κι αυτοί τον τιμού­σαν καί τον αγαπούσαν. Στό τέλος του σχολείου ό διευθυντής συμπλήρωσε με το δικό του χέρι τα έξης λόγια στο απολυτήριο του παιδιού.«Αυτός ήταν ό κα­λύτερος μαθητής του σχολείου μας».
Την εκκλησιαστική σχολή έτελείωσε στην Κωνστάντζα. Την περίοδο 1923-1929 κατόρθωσε να πέρα­ση μαθήματα δύο σχολικών ετών σε ένα. Οί συμμαθη­τές του τον έλεγαν «ό καλόγερος». Όταν αυτοί μιλού­σαν για ανήθικα πράγματα καί κοσμικά αστεία, αυτός αναχωρούσε από κοντά τους. Απέφευγε να κοιτάξη κορίτσι στο πρόσωπο. Περιφρονούσε τα έργα της πορνείας με απέχθεια. Αργότερα θα γράψη σχετικό βιβλίο στο όποιο καταδικάζει αυτή την αμαρτία. Μία οδός για την προφύλαξι από την αμαρτία της πορ­νείας εύρισκε στους στοχασμούς του θανάτου καί της μελλούσης κρίσεως. 
‘Ελεγε: «Ή εικόνα της μελλού­σης κρίσεως στα σπίτια μερικών χριστιανών είναι έ­να μεγάλο καί πολύ καλό βιβλίο της χριστιανικής σο­φίας. Εγώ ό ίδιος, όταν ήμουν νέος καί έπήγαινα στον χορό, έχαιρόμουν, αυτό είναι αλήθεια, άπ’ αυτή την διασκέδασι των νέων, αλλά γρήγορα μου ερχόταν στον νου ή ματαιότητα αυτού του κόσμου καί δεν ήθε­λα πλέον να βλέπω παλικάρια καί κορίτσια να χορεύουν. Μάλλον έβλεπα κινούμενους ελεεινούς σκελετούς ανθρώπων. Τότε μου ήρχοντο δάκρυα στα μάτια καί θρηνούσα γι’ αυτόν τον απατη­λό καί παροδικό κόσμο μας».
Μετά την άποπεράτωσι των σπουδών του στην εκ­κλησιαστική σχολή ήθελε να καλογερέψη, αλλά έφοβεΐτο μήπως και δεν ήμπορέση να κράτηση τίς μονα­χικές υποσχέσεις.’Ετσι παντρεύθηκε την Αλεξάνδρα Μιρέσκου καί μετά τον γάμο του, χειροτονήθηκε ιε­ρεύς το 1931 στην ενορία Στεφανέστι του νόμου Ίλβόφ. Απέκτησε δύο παιδιά, τον Αιμίλιο καί τον Κων­σταντίνο.
Το 1937 συνέγραψε θεολογική εργασία με θέμα: «Ή φροντίδα της σωτηρίας».
Όπως όλοι στην οικογένεια του, είχε καί αυτός μία ιδιαίτερη κλίση στην έκμάθησι ξένων γλωσσών. Ό π. Ηλίας έγνώριζε την γαλλική, την γερμανική και την λατινική
Ή ποιμαντική του δραστηριότητα
Σάν έγγαμος ιερεύς έφρόντιζε μόνος του για την καθαριότητα του Ίερού Βήματος. Στό τέλος των Ακο­λουθιών, οτιδήποτε προσφερόταν από τους πιστούς στην εκκλησία, π.χ, πρόσφορα, κουλούρια κλπ, τα ά­φηνε να παίρνουν πρώτα οι επίτροποι καί οι σύμβου­λοι καί κατόπιν έπαιρνε καί αυτός κάτι, εάν περίσ­σευε. Κάθε φορά έμνημόνευε έναν επίτροπο, ό όποιος τον βοηθούσε στην Λειτουργία της εκκλησίας. Αυτός σ’ ολόκληρη την ζωή του δεν άπλωσε το χέρι του να πάρη κάτι.
Όταν τον προσκαλούσαν για Έξομολόγησι καί Θεία Κοινωνία, έπήγαινε οποιαδήποτε ώρα της ήμέρας, χωρίς να έξετάζη τί καιρό έκανε έξω. Επειδή ή­το καί κοντόσωμος, ξεγλιστρούσε ανάμεσα στους γι­γαντόσωμους και έφθανε ξαφνικά στο σπίτι του ασθε­νούς, πρίν ακόμη και να τον καλέσουν.
Όταν ήτο ακόμη έγγαμος ιερεύς, δεν έκλεινε ποτέ την πόρτα του σπιτιού του, για να μπαίνη οποιοσδή­ποτε είχε ανάγκη να μιλήση μαζί του σε οποιαδήποτε ώρα ημέρας ή νυκτός. Ή πρεσβυτέρα του, του έλεγε πολλές φορές να κλεινή την πόρτα, για να μην αρπά­ξουν κάτι από την αυλή τους. Άλλα, όπως μας έλεγε ό π. Ηλίας, ουδέποτε τους έκλεψε κάποιος κάτι, πα­ρότι στο χωριό του κυκλοφορούσαν κλέφτες αλόγων καί πουλερικών.                            
Ενίοτε έπήγαινε με ασθενείς από το χωριό του σ’ ένα καλό γιατρό, πού ήτο πιστός Χριστιανός και τον έγνώριζε. Όση ώρα ό ασθενής δεχόταν τίς εξετάσεις του γιατρού, ό π. Ηλίας συνωμιλούσε μαζί του. Όταν ό ασθενής ήτο βαρεία άρρωστος, ό γιατρός δεν έδινε καμία πιθανότητα για καλυτέρευσι του ασθενούς και έλεγε στον ιερέα: «Ό άνθρωπος αυτός δεν θα ζήση πο­λύ καιρό». Τότε ό ιερεύς επέστρεφε στο χωριό του καί άρχιζε να νηστεύη καί να προσεύχεται για τον ασθενή Χριστιανό του, προτρέποντας κι αυτόν να κάνη ελεη­μοσύνες, ιδιαίτερα στις εκκλησίες, όπως ευαγγέλια, ά­για δισκοπότηρα, εικόνες καί ό,τι άλλο είχαν ανάγκη, καί στους πτωχούς. Πολλές φορές, χάρις στις προσευ­χές του το αποτέλεσμα ήτο διαφορετικό από εκείνο πού γνωμάτευε ό γιατρός, καί ό ασθενής επιζούσε.
Όταν ήταν νέος ιερεύς, έπήγαινε σ’ ένα ψυχιατρείο για να λειτουργήση εκεί για τους ψυχοπαθείς. “Ελεγε στους γιατρούς:«”Ερχομαι εδώ για να βλέπω, γιατί φθάνουν αυτοί οι άνθρωποι σ’ αυτό το σημείο, καί να ενημερώνω προληπτικά τους ενορίτες μου». Τότε οί γιατροί του έλεγαν: «Ξέρετε γιατί αυτοί είναι εδώ; Σόδομα καί Γόμορα!».
Όπουδήποτε λειτουργούσε, οι ενορίτες του τον α­κολουθούσαν, διότι τον αγαπούσαν, ενώ όταν αναχω­ρούσε, του έλεγαν: «Πάτερ, μείνε μαζί μας για πά­ντα».
Τον π. Ηλία αγαπούσαν καί έσέβοντο ιδιαίτερα οί κλέφτες καί οί ληστές, οί όποιοι, ως γνωστόν, δεν εκτιμούν καί δεν σέβονται κανέναν. Κάποτε περνώ­ντας μια νύκτα μέσα από το διπλανό δάσος του χω­ρίου, άκουσε κτυπήματα, πολλές φωνές καί θορύβους, καί κατάλαβε ότι ήσαν ληστές. Τότε έφώναξε δυνατά: «Εγώ είμαι ό π. Ηλίας από το χωριό». Οί ληστές του απήντησαν. «”Αιντε, πέρασε, πέρασε γρήγορα!». Την δεύτερη ήμερα μπήκε στο χωριό μία καρότσα, στην ο­ποία είχαν τοποθετήσει νεκρό ένα χωριάτη, πού έσκότωσαν οί ληστές.
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Πάντοτε, όταν τα έβλε­πε, πολύ χαιρόταν. “Ελεγε: «Χάριν των παιδιών κρατεί ακόμη ό Θεός τον κόσμο».
Κάποτε, στην περίοδο του πολέμου, σ’ ένα βομ­βαρδισμό, ό π. Ηλίας επήρε στα μπράτσα του ένα παιδί καί άρχισε να προσεύχεται. «Κύριε, γι’ αυτόν τον άγγελο πού κρατώ στα χέρια μου, φύλαξε με καίμένα άβλαβη». Καί ό Θεός τον άκουσε. Δεν έπαθε τί­ποτε από τον βομβαρδισμό.
Στήν φυλακή
Στά χρόνια 1962-1964 φυλακίσθηκε στην Ζιλάβα. Μετά την άποφυλάκισί του λειτούργησε για λίγο καιρό στην ενορία του αγίου Γεωργίου του Παλαιού στο Βουκουρέστι. Το 1965 βρέθηκε στην ενορία Λεχλίου του νόμου Ίαλομίτσα καί στα χρόνια 1966-1971 στην κοινότητα Τσιοκανέστι του νόμου Ίλβόφ.
H Μονή Τσέρνικα
Ή ζωή του στον μοναχισμό
Συνταξιοδοτήθηκε το 1971, ενώ το 1974, πέθανε ή πρεσβυτέρα του. Τότε αυτός μπήκε στο μοναστήρι Τσερνίκα, πλησίον του Βουκουρεστίου, στις 16 Ιου­λίου 1976. Την ϊδια χρονιά έκάρη μοναχός από τον ε­πίσκοπο Ρωμανό της Ίαλομιτσιοάρας έχοντας ως ανά­δοχο στην κούρα του τον ηγούμενο π. Νήφωνα και τον αρχιμανδρίτη π. Βενέδικτο Γκίους.
“Αφησε τα πάντα καί ήλθε στο μοναστήρι λέγοντας μέσα του. «Κύριε, εγώ ήλθα για να κρατήσω και την ύπόσχεσΐ μου. Θα πιασθώ από την πόρτα του μοναστηρίου. Εσύ, εάν με θέλης, δέξαι με, εάν όχι, ό­χι…». 
Τον πόθο για τον μοναχισμό τον είχε άφ’ ότου ήταν παντρεμένος. Μάλιστα είχε κάνει συμφωνία ενώ­πιον του πνευματικού του με την πρεσβυτέρα του, ότι οποίος θα παραμείνη μόνος του, θα πάρη τον σταυρό στο χέρι καί θα πάη στο μοναστήρι.Αφοΰ απέθανε πρώτη ή πρεσβυτέρα, ό π. Ηλίας έκράτησε την ύπόσχεσή του.
Μετά από αρκετό καιρό έλεγε: «’Οταν μπήκα στο μοναστήρι, μου ερχόταν να φιλήσω τίς πέτρες από ε­σωτερική ευτυχία».
Αρχικά έμεινε σ’ ένα κελλί ερειπωμένο. “Επρεπε να φέρνη λάσπη με το χέρι του και να το έπιδιορθώνη, χωρίς τοΰτο να είναι εύκολο, δεδομένου ότι ήταν αρκετά γέρος στην ηλικία.
Ό π. Ηλίας έκανε μεγάλη πνευματική ασκηση, α­κόμη από τα νεανικά του χρόνια. “Ελεγε: «Όταν ει­σήλθα στο μοναστήρι, είπα ότι οι μοναχοί είναι άγιοι και σκεπτόμενος ότι εγώ μέχρι τώρα ήμουν σε ενορία και είχα τα πάντα, απεφάσισα να κρατώ κι εγώ με αυ­στηρότητα τις νηστείες».
Όταν πλέον είχε γίνει μοναχός, ένήστευε τελείως από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι το Σάββατο το α­πόγευμα. Σέ κάθε μία από τίς τέσσερις μεγάλες νη­στείες της Εκκλησίας μας κρατούσε καί μία εβδομάδα με πολλή αυστηρότητα. Ενώ στο τέλος κάθε εβδομά­δος ένήστευε από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι την Κυριακή το πρωί, οπότε καί λειτουργούσε. Άλλα ούτε καί στίς άλλες ήμερες της εβδομάδος έ’τρωγε πολύ.
Αυτό το ελάχιστο το όποιο έτρωγε, έφρόντιζε να είναι φυσικό καί να προέρχεται από τα χέρια ευσεβών χριστιανών, πού ήρχοντο τακτικά στην εκκλησία, έξομολογούνταν καί κοινωνούσαν. Ή συμβουλή τουπρος τους μαθητές του ήταν: «Μη κτυπάτε τους φαρμα­κοποιούς, αλλά τους μαγείρους»….”Ελεγε: «Την μισή χριστιανική πίστι έμαθα στηνεκκλησιαστική σχολή καί την άλλη μισή από τον λαό».
“Ενας φοιτητής, πνευματικό του παιδί, έλεγε: «Στίς 12 Αυγούστου 1996 επήγα στον Γέροντα λίγο λάδι καί λίγο τυρί. Μου είπε: «Ντρέπομαι να πάρω από σένα, γιατί είσαι φοιτητής». Αλλά, επειδή εγώ επέμενα, τα δέχθηκε. Όμως είδα ότι ολόκληρη ή ΰπαρξίς του παρουσίασε ένα αίσθημα ντροπής και φαινόταν καθαρά ότι, για να πάρη κάτι από ένα φοι­τητή, έπρεπε να καταπάτηση μερικές βασικές καί δυ­νατές πεποιθήσεις του.
Τηρούσε πάρα πολύ τα ευαγγελικά λόγια: «Εάν ό οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, εξελε αυτόν εάν ή χειρ σου σκανδαλίζω σε, εκκοψον αυτήν»,
Για την δύναμη του Ψαλτηρίου έλεγε ότι ομοιάζει με τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου. Συνιστοΰσε στους υποτακτικούς του να διαβάζουν από ένα Κάθισμα κάθε ήμερα. Και σπάνια άφηνε κάποιον να διαβάζη περισσότερα.
Συμβούλευε τους μαθητές του να μη μπαίνουν στο σπίτι κάποιου, ούτε να δέχονται τον οποιονδήποτε στο σπίτι τους.
Το έτος 1977 επήγε για προσκύνημα στα Ιεροσό­λυμα, οπού και έμεινε τρεις μήνες. Εκεί, πολλές φο­ρές, όταν έτρωγε, δεν ήθελαν να του πάρουν χρήματα καί επί πλέον του έβαζαν φαγητό σε πακέτο να πάρη καί μαζί του. Ό ίδιος μας έδιηγεΐτο: «Όταν περπατού­σα στον δρόμο, όπου ήσαν στρατιωτικά φυλάκια, λό­γω της έχθρότητος μεταξύ Εβραίων καί Αράβων, σ’ όλους έκαναν έρευνα καί μόνο έμενα με άφηναν να περάσω, χωρίς να με ελέγχουν». Κάποτε πλανήθηκε και δεν ήξερε τον δρόμο για να πάη στο σπίτι πού εί­χε ενοικιάσει. Τότε ένας Εβραίος φαρμακοποιός τον πήρε με το αυτοκίνητο του καί τον έφερε στο σπίτι πού έμενε.
Αγαπούσε ό π. Ηλίας την ελεημοσύνη καί, όσοι ήρχοντο σ’ αυτόν για συμβουλές καί έξομολόγησι, τους προέτρεπε στο ίδιο έργο. Είχε ένα χονδρό τετρά­διο με ονόματα χιλιάδων ανθρώπων, οί όποιοι είχαν βοηθήσει στίς εκκλησίες, καί τους οποίους έμνημόνευε σ’ όλη την ζωή του.
Ακόμη κι όταν ερχόταν μοναχός στο κελλί του, του έδινε ο,τι είχε καί όσο ημπορούσε. Από την σύνταξή του αγόραζε διάφορα εκκλησιαστικά αντικείμενα καί τα έχάριζε στίς εκκλησίες ή βοηθούσε στην άνοικοδόμηση καί επισκευή τους.”Ελεγε ό Γέροντας: «Πάντοτε, όταν έδινα ελεημο­σύνη, ελάμβανα τρεις καί τέσσερις φορές περισσότε­ρα».
Όταν οί μαθητές του έπαιρναν κάποιο ιερό αντι­κείμενο για εκκλησία, όπως ‘Αγιο Ποτήριο, Σταυρό, Ευαγγέλιο, ιερατικά άμφια κ.λπ. καί τον ερωτούσαν που να τα χαρίσουν, τους απαντούσε:«Αναζητήστε μια εκκλησία ή ένα μοναστήρι πτωχό, πού έχουν κα­λόν ιερέα καί εκεί να τα δώσετε. Άλλα, εάν κάποιος από την οικογένεια σας έδωσε σε κάποια συγκεκριμέ­νη εκκλησία, έκεΐ να δώσετε καί εσείς».Χαιρόταν παρά πολύ όταν τα πνευματικά του παι­διά έκαναν ελεημοσύνη στίς εκκλησίες καί τους έλε­γε: «Μου έδώσατε νιάτα για 20 χρόνια».
Στό διάβα της ζωής του ύπέμεινε πολλές χειρουρ­γικές επεμβάσεις. Σέ δύο απ’ αυτές, όταν ευρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση, δυο από τους μαθητές του έ­δωσαν από ένα Ευαγγέλιο στον ιερέα του νοσοκο­μείου. Όταν τους είδε, άρχισε να πηγαίνη ή υγεία του προς το καλύτερο καί μετά από λίγες ήμερες εξήλθε από το νοσοκομείο. Στήν τελευταία έγχείριση, άφοϋ ό γιατρός είδε τις αναλύσεις καί τα άκτινογραφήματα, έδήλωσε έκπληκτος: «Δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ζει ακόμη αυτός ό άνθρωπος, δεδομένου ότι όλα είναικατεστραμμένα μέσα του». Κατόπιν ερώτησε τον Γέ­ροντα: «Ή πανοσιότης σας δεν τρώγετε τίποτε;» Με­τά από εκείνη την έγχείριση έζησε ακόμη δύο χρόνια.
Κάποτε ήλθαν στον Γέροντα μερικοί απλοϊκοί άν­θρωποι από την επαρχία. Άφού συνομίλησαν, τους ε­ρώτησε: «Υπάρχει περίπτωσις πορνείας στίς οικογέ­νειες σας;» Εκείνοι του απήντησαν: «Όχι, πάτερ».«Τότε προσέξετε τί θα κάνετε. Θα πάτε στον ιερέα του χωρίου σας καί να τον ερωτήσετε από τι έχει ανάγκη για την εκκλησία του καί έσεΐς, κατά την δύναμή σας, προσπαθήστε ν’ αγοράσετε κάποιο αντικείμενο καί να το χαρίσετε στην εκκλησία».



‘Ολόκληρα χρόνια είχε το διακόνημα να ξεθάπτη τους νεκρούς καί να λειτουργή γι’ αυτούς στην εκκλη­σία του αγίου Λαζάρου, τελώντας και μνημόσυνο στο τέλος. Ακόμη καί από τότε πού τον άλλαξαν από τοδιακόνημα αυτό, έπήγαινε μία φορά την εβδομάδα στο κοιμητήριο του μοναστηρίου, όπου έθυμίαζε, άνα­βε κεράκια καί προσευχόταν για τους νεκρούς. Όταν έπήγαινε για το κοιμητήριο, έπαιρνε μαζί του λίγοψωμί καί έτάΐζε τα πουλάκια, τα όποια ήρχοντο καί έστέκοντο επάνω στον ώμο του.
Μερικές φορές τον χρόνο έπήγαινε στο κοιμητή­ριο Μπέλου, του Βουκουρεστίου, καί έκαμνε «Τρι­σάγια» στους τάφους των ηρώων,πού έπεσαν για την ελευθερία καί την αξιοπρέπεια του έθνους. Επίσης έ­πήγαινε στον τάφο του μεγάλου ποιητοϋ Μιχαήλ Έμινέσκου καί στους άλλους μεγάλους νεκρούς. Μετά την έπανάστασι του 1989 καί την πτώση του κομμουνι­σμού, έπήγαινε καί στους τάφους των εκεί θαμμένων ηρώων καί τους έμνημόνευε.
Ό διάβολος φθονούσε τον Γέροντα για την καθα­ρή ζωή του καί προσπαθούσε να τον φοβήση με διά­φορες ταραχές μέσα στο κελλί του προκαλώντας δια­φόρους ήχους.
Όταν κτιζόταν ή εκκλησία στο χωριό Νταρμανέστι, ό Γέροντας έχάρισε 13000 λέι (τότε ό μισθός ήτο 1000-2000 λέι τον μήνα). Ό ιερεύς εκείνης της ενο­ρίας έκοψε την άπόδειξη, όμως μία γυναίκα άρπαξε με τρόπο την άπόδειξη του π. Ηλία καί μ’ αυτήν επήγε στον ιερέα του χωριού λέγοντας του ότι ό π. Ηλίας μετάνοιωσε καί ζητεί πίσω τα χρήματα του. Ό ιερεύς εκείνος επήρε την άπόδειξι καί έδωσε στην γυναίκα τα χρήματα. Ό π. Ηλίας, όταν το έμαθε λυπήθηκε πά­ρα πολύ. Όμως δεν ανταπέδωσε το κακό με το κακό. Απεναντίας, μετά άπ’ αυτό το συμβάν, την βοηθούσε κατά καιρούς, άπ’ αυτά πού του έδιναν οί άλλοι χρι­στιανοί, όταν ερχόταν να ζήτηση βοήθεια. Μάλιστα της έδινε να πάρη καί μαζί της φαγητό.
Κάποτε τον επισκέφθηκε ένας νέος από την κοινό­τητα Μπουσκάνι. Επειδή ήταν ανάγκη να φυγή για να λειτουργήση, άφησε τον νέο μόνο του στο κελλί του καί, όταν επέστρεψε, δεν εύρηκε ούτε τον νέο, ούτε τον σταυρό πού είχε στο τραπέζι του. Τότε ό Γέρο­ντας προσευχήθηκε επίμονα να έπιστρέψη ό νέος τον σταυρό. Μετά από κάποιο καιρό, ό νέος επέστρεψε με μελανιασμένο καί πληγωμένο το πρόσωπο του καί έ­χοντας στα χέρια τον σταυρό. Διηγήθηκε στον Γέρο­ντα ότι κάθε νύκτα κάποιος τον ξυπνούσε καί τον κτυ­πούσε με τον κλεμμένο σταυρό. Κι αυτός μη μπορώ­ντας να ύπομείνη άλλο τα βάσανα καί τα κτυπήματα, έφερε τον σταυρό πίσω. Ό Γέροντας τον δέχθηκε, του καθάρισε τίς πληγές, του έδωσε να φάγη φαγητό καί τον συνεχώρησε γι’ αύτη την πράξι του. Καί από πά­νω του έδωσε καί χρήματα για τον κόπο του. Μία μα­θήτρια του τον ερώτησε πόσα χρήματα του έδωσε, καί ό πατήρ της απήντησε: «”Εβαλα το χέρι μου μέσα στην τσέπη μου καί όσα έπιασα του τα έδωσα».
Δύο τρία χρόνια πρίν από τον θάνατο του, έλεγε: «Εγώ δεν πεθαίνω πλέον για μένα, αλλά για τους άλ­λους».
Το άγιο τέλος του
Στίς 8 Ιουνίου του 1996 είπε στους μαθητές του πώς θα τον ενταφιάσουν: «Τα ρούχα της κηδείας μου τα έχω κάτω από το κρεββάτι μου, είναι όλα παλαιά, αλλά με αυτά να με ενδύσετε. Φέρετρο να μη μου κά­νετε, αλλά να με περιτυλίξετε με την ψάθα μου. Οι δύο σταυροί πού θα βάλετε στον τάφο μου, ο ξύλινος και ό πέτρινος, ήδη είναι έτοιμοι. Όμοίως έχω έτοιμα μερικά κεριά και πετσετάκια. “Οταν θα πεθάνω, να μη με κρατήσετε πολύ, αλλά να με θάψετε γρήγορα, την δεύτερη ημέρα. Το βράδυ να με φέρετε στην εκκλησία του αγίου Λαζάρου, αλλά να μη με βάλετε επάνω σε τραπέζι ή σε κάποιο άλλο κάθισμα, αλλά κάτω στο τσιμέντο, μετά την πόρτα της εκκλησίας. Στό κεφάλι μου να μου ανάψετε ένα καντήλι. Ό τάφος μου να εί­ναι στην άκρη της λίμνης, μαζί με τους νεκρούς του λάου και να μη τον περιφράξετε με κιγκλίδωμα ή κάτι άλλο». (Στό Κοιμητήριο της μονής Τσερνίκα, θάπτονται, κατά παράδοσιν, καί πολλοί Χριστιανοί από το Βουκουρέστι. Αυτό συμβαίνει καί σ’ άλλα μοναστή­ρια πού είναι δίπλα σε οικισμούς).
Ό π. Ηλίας έγνώριζε από πριν την ήμερα του θα­νάτου του.’Ενας μαθητής του, ό Κωνσταντίνος, από το Βουκουρέστι, διηγείται: 
«Στίς 26 Δεκεμβρίου 1996 ήμουν στον Γέροντα. Ήταν πολύ αδύνατος. Μου είπε ότι δεν έχει φάει σχεδόν τίποτε ολόκληρη την περίο­δο της νηστείας των Χριστουγέννων. Συνωμΐλησα μα­ζί του περίπου μία ώρα. Πριν αναχωρήσω του ευχή­θηκα: «Να δώση ό Θεός καί πάλι την υγεία σου, Γέ­ροντα, καί για πολλά ακόμη χρόνια».Ό Γέροντας μ’ έκοΐταξε καί μου είπε: «Ναί, αλλά πώς το λέγεις εσύ, εάν έλθη το βιβλίο να γραφτώ για μετά από δύο εβδο­μάδες; Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια!» Καί ακριβώς μετά από δύο εβδομάδες, δηλ. στις 8 Ιανουαρίου 1997, έκοιμήθη ό Γέροντας.
Λίγες ήμερες πριν από τον θάνατο του έκάλεσε τον αποθηκάριο της Μονής, του έδωσε ό,τι είχε στο κελλί του (λίγο ρύζι, λάδι καί παξιμάδι) καί του είπε: «Από τώρα δεν θα έχω ανάγκη άπ’ αυτά, επειδή σε λί­γες ήμερες θα πεθάνω!»
Στίς 5 Ιανουαρίου 1997 έγραψε σ’ ένα σημείωμα και το έβαλε σε μια περίοπτη θέσι για να το διαβά­σουν όλοι οί μοναχοί. “Εγραφε.«Αδελφοί μου, εγώ πεθαίνω, ελάτε να συμφιλιωθούμε». Την ίδια ημέρα έζήτησε συγχώρησι από τον ηγούμενο καί τον εκκλη­σιαστικό.
Ή 8η Ιανουαρίου συνέπεσε να είναι Τετάρτη. Την ημέρα αυτή στο μοναστήρι Τσερνίκα τελείται το άγιο Εύχέλαιο. Ή Ελένη, μια μαθήτρια του, ήλθε α­πό το πρωί στον Γέροντα, του φίλησε το χέρι κι εκεί­νος της είπε: «Πήγαινε στην εκκλησία, στο άγιο Εύ­χέλαιο καί μετά να ελθης από μένα, διότι σήμερα πρέ­πει να αναχωρήσω». Μετά το Εύχέλαιο, μαζί με δύο άλλες μαθήτριες του, επέστρεψαν στον Γέροντα. Τον εύρήκαν να κάθεται σ’ ένα κάθισμα, μπροστά από τοκελλί του καί συνωμίλησαν μαζί του. Τους είπε πολ­λές φορές: «Βλέπω ένα μεγάλο φως, βλέπω ένα μεγά­λο φως!» Οί κοπέλες, άκούοντας αυτά τα λόγια του, άρχισαν να διαβάζουν προσευχές. Μεταφέρθηκε μέσα στο κελλί του, οπού μετά από τρεις ώρες εξέπνευσε καί παρέδωσε το πνεύμα του στον Χριστό, πού αγάπη­σε καί εργάσθηκε μέχρι την όσία κοίμησή του. Απέθα­νε κρατώντας αναμμένο το κερί στο χέρι του. Έκοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων την προηγούμενη η­μέρα. Το πρόσωπο του ήτο λαμπρό μέχρι την στιγμήπού τον έβαλαν στον τάφο.
Ενταφιάσθηκε, όπως το έζήτησε, χωρίς φέρετρο, τυλιγμένος με την ψάθα του. Κατά την ώρα πού μετέ­φεραν το σκήνωμα του στο κοιμητήριο, έβγαινε από το σώμα του μία θαυμάσια ευωδιά, όπως ώμολόγησαν πολλοί Χριστιανοί, καί ιδιαίτερα αυτοί πού τον ένεταφίασαν.Ή ταπείνωσις ήτο εκείνη πού τον συνώδευσε μεχρι το κατώφλι του θανάτου του. 
Ιδού τι γράφτηκε ε­πάνω στον τάφο του καί στον ξύλινο σταυρό:«Έπέρασα αυτή την ζωή με φαινομενική καλωσύνη καί με πολλή κακία». Τα λόγια αυτά τα έγραψε ό ίδιος και ζήτησε να γραφτούν στον τάφο καί στον σταυρό του.
Όσιε Γέροντα Ηλία, παρακάλεσε τον Θεό καί για εμάς τους αμαρτωλούς!
Από το βιβλίο ”Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας”Εκδ.Ορθόδοξος Κυψέλη”/www.proskynitis.blogspot.com
 

Λέγε μου, πάτερ… πότε θα έλθη το τέλος του κόσμου;

 

Mια φορά συνάντησε ο Γέροντας (Κλεόπας) στο δάσος έναν άγιο Ερημίτη και τον ερώτησε:

- Λέγε μου,π ά τ ε ρ, πότε θα έλθη το τέλος του κόσμου;

Και ο όσιος Ησυχαστής στενάζοντας του είπε:

- Γνωρίζεις πότε θα ελθη το τέλος του κόσμου; Όταν δεν θα ύπάρχη δρόμος από την μια γειτονιά στην άλλη!

Δηλαδή, όταν θα έκλειψη η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. (σελ. 165)
Όταν προ ολίγων ετών οι άνθρωποι ήσαν ταραγμένοι ότι ο Αντίχριστος έρχεται, ότι θα έλθουν πόλεμοι και άλλα παρόμοια ο π. Κλεόπας τους έλεγε με δυνατή φωνή:

«Ο Πατήρ είναι στο τιμόνι!» Πάρτε και διαβάστε τους στίχους 10 -11 του ψαλμού 32:

«Κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών, αθετεί δε λογισμούς λαών και αθετεί βουλάς αρχόντων, η δε βουλή του Κυρίου εις τον αιώνα μένει, λογισμοί της καρδίας αυτού εις γενεάν και γενεάν».

Κατόπιν τους ενεθάρρυνε λέγοντας:

«Μη ταράζεσθε και μη φοβείσθε,διότι δεν θα γίνει, όπως θέλουν αυτοί.

Ότι θέλουν αυτοί ας κάνουν!

Εσείς να μη φοβείσθε. Προσεύχεσθε και κάνετε το σημείο του Σταυρού με πίστη και θα φύγουν οι δαίμονες!» (σελ. 169)


…Μία φορά κάποια γυναίκα ερώτησε τον Γέροντα:

«Πάτερ, πώς ξέρετε κάθε τι πού θα συμβή; Και ο Γέροντας της απήντησε σύντομα:

«Η προσευχή σε ανεβάζει σε βαθμίδες γνώσεως. Όσο περισσότερο προσεύχεσαι, τόσο περισσότερα γνωρίζεις και ακόμη καλλίτερα είναι.

Μη φοβάσαι ποτέ κανέναν και για κανένα πράγμα. Μόνο προσεύχου!

Ο Θεός και η Μητέρα του σε βλέπουν και σε ακούνε!». (σελ. 184)


Άλλοτε έλεγε ό π. Κλεόπας: «Μάθετε να νηστεύετε διότι θα έλθει καιρός, που θα τρώτε μια πατάτα την εβδομάδα!». (σελ. 181)
Ένας πατήρ ερώτησε τον Γέροντα: «Τι θα γίνει Γέροντα, μετά την αναχώρησή σου προς τον Κύριο; Και εκείνος απήντησε:

«Θα έλθουν δυνατότερα κρύα και σκληρές παγωνιές». (σελ .184)

-Εδώ εννοεί βέβαια το πνευματικό κρύο, από την ενασχόληση όλων με τα γήινα, την
έλλειψη ενδιαφέροντος για τα πνευματικά, και την μεγαλύτερη υποδούλωση στα πάθη.-

Λίγο πριν αναχωρήσει από τα επίγεια ο π. Κλεόπας, τον επισκέφθηκαν δύο γυναίκες από την Κοινότητα Ποϊάνα Τεΐου και πήραν την ευλογία του. Κατόπιν του εζήτησαν πνευματικό λόγο και εκείνος τους είπε:

«Εγώ πηγαίνω στον Κύριο τώρα, αλλά εσείς να περιμένετε δύσκολους καιρούς!» (σελ.184)

«Η ζωή και οι αγώνες του Γέροντος Κλεόπα, Ρουμάνου Ησυχαστού καί Διδασκάλου».
Α ρ χ ι μ. Ι ω α ν ν ι κ ί ο υ Μπαλάν, έκδοση «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.
 

Οι λόγοι της Αγίας Γραφής εξασκούν μια δύναμη σε μας.(π. Δημητρίου Στανιλοάε)

 
Σήμερα ο πιστός θα πρέπει να αναζητήσει κατά ένα μεγάλο μέρος μόνος του τους λόγους που θα μπορέσουν να στηρίξουν την πίστη του και την προσευχή του. Και αυτό ακριβώς μπορεί να κάνει την πίστη του πιο βαθειά και την προσευχή του πιο θερμή, δεδομένου ότι δεν ενισχύονται, κατά ένα μεγάλο μέρος, από το κοινωνικό περιβάλλον. Ο πιστός ο οποίος πέτυχε να ενδυναμώσει την πίστη του και την προσευχή του, μπορεί να γίνει ο ίδιος μια εστία, η οποία θα ενισχύσει την πίστη και θα αναθερμάνει την προσευχή στη κοινωνία. Ο ίδιος μπορεί να βοηθήσει την κοινωνία να βγει από την επιφανειακή ζωή, τη γεμάτη πλήξη -που είναι και η αιτία της χλιαρότητας στην πίστη και την προσευχή. Μπορεί δηλαδή να βοηθήσει, ώστε η κοινωνία μας να βρει ένα περιεχόμενο πιο ουσιαστικό, να απολυμάνει τις μολυσμένες ρίζες της δίνοντας ένα μεγαλύτερο βάθος στη ζωή, χωρίς το οποίο η ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια μονότονη και χωρίς νόημα ομοιομορφία.
Λοιπόν, το πρώτο σημείο με το οποίο πρέπει να ασχοληθούμε είναι οι λόγοι, οι καθοριστικοί εκείνοι παράγοντες, τους οποίους μπορεί να βρει ο σημερινός άνθρωπος για να κάνει την πίστη του πιο δυνατή και την προσευχή του πιό συχνή και θερμή.
Οι Άγιοι Πατέρες της Ορθοδοξίας αναγνώρισαν σαν ένα μέσο για να ενισχύεται η προσευχή μας, την ανάγνωση της Αγίας Γραφής και άλλων πνευματικών βιβλίων.
Οι λόγοι της Αγίας Γραφής εξασκούν μια δύναμη σε μας όταν τους αισθανόμαστε σαν λόγους του ίδιου του Θεού, ο οποίος μας ομιλεί κατά την ανάγνωση. Με την Αγία Γραφή συναντούμε τον ίδιο τον Κύριο, είμαστε συνεπαρμένοι από το κάλεσμα του, ανάλογα με τις περιστάσεις και το πνευματικό μας επίπεδο. Έτσι η ανάγνωση ενώνεται με την προσευχή. Πρέπει να ζητούμε από τον Θεό να μας αποκαλύψει το βαθύτερο νόημα των λόγων του, με το να γίνει ο ίδιος πιο διαυγής και κατανοητός σε εμάς.
Εάν όμως η μελέτη μάς αποκαλύπτει τον Θεό μέσα στους λόγους της Γραφής, ταυτόχρονα μάς αποκαλύπτει τον Θεό μέσα στα κοσμικά γεγονότα. Διότι όλοι οι λόγοι της Αγίας Γραφής δεν μας μιλούν για τον Θεό σε σχέση με τον εαυτό Του, αλλά για τη σχέση Του μ’ εμάς μέσα από τα πράγματα του κόσμου και μέσα από τον πλησίον μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Γραφή μάς μιλά για τα κοσμικά πράγματα: μάς τα αποκαλύπτει σαν δημιουργήματα του Θεού, ο οποίος συνεχώς προνοεί για όλα,
Οι λόγοι της Γραφής και τα πράγματα του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων των πλησίον μας και του δικού μας προσώπου, με τις σκέψεις τους και τα προβλήματά τους, βρίσκονται σε αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ τους και με τον Θεό. Όλα κατά κάποιο τρόπο απευθύνονται στη συνείδησή μας και είναι δοσμένα σ’ αυτήν σαν δώρα και κλήσεις του Θεού· παράλληλα οι διάφορες καταστάσεις, πάντοτε μεταβαλλόμενες, μας προτρέπουν να ζούμε σύμφωνα με τη θέληση του Θεού. Έτσι καλούμαστε να αρνηθούμε το εγώ μας, να αναπτυχθούμε πνευματικά σε μια ενόραση πάντα πληρέστερη μέσα στον πλούτο της θεϊκής σκέψεως και στο βάθος της αγάπης του Θεού προς εμάς· μ’ αυτόν τον τρόπο καλούμαστε σε μια αγάπη πάντα πιο μεγάλη για Εκείνον και σε μια ένωση μαζί Του.
(Πρωτ. Δημητρίου Στανιλοάε, «Η προσευχή μέσα σ’ ένα εκκοσμικευμένο κόσμο»- αποσπάσματα)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου