Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

O όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης



Καταγόταν από το χωριό Γόλιτσα των Αγράφων (σήμερα το μικρό αυτό χωριό φέρει το όνομά του) και έζησε τον 17ο – 18ο αιώνα. Γράμματα δεν διδάχθηκε, αλλά πήρε καλή ανατροφή από τους ευσεβείς γονείς του.
Πηγαίνοντας στην εκκλησία και ακούγοντας τους βίους των Αγίων, άρχισε να αγωνίζεται προς μίμησι των άθλων τους. Έφευγε σε τόπους ησυχαστικούς και προσευχόταν. Οι γονείς του ήθελαν να τον νυμφεύσουν, αλλά αυτός έφυγε στα 23 του χρόνια στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου της Σουρβιάς, κοντά στη Μακρυνίτσα του Βόλου. Αφού εδοκιμάσθη επί αρκετό χρόνο, τον ενέδυσαν με το αγγελικό σχήμα ονομάζοντάς τον Ακάκιο. Εκεί από το υπερβολικό των ασκήσεών του, όλοι ενόμισαν ότι είχε πέσει σε πλάνη. Εκείνος όμως, ποθώντας περισσότερο την ησυχία και την αυστηρή άσκησι, ήλθε στο Άγιο Όρος, όπου και κατοίκησε διαδοχικά σε σκήτες και κελλιά της Μεγίστης Λαύρας και των μονών Διονυσίου, Γρηγορίου και Παντοκράτορος.
Τελικώς, με συμβουλή του κατουνακιώτου ασκητού Γαλακτίωνος, αποφασίζει να εγκατασταθή στον απρόσιτο τόπο επάνω από τα σημερινά Καυσοκαλύβια ενασκούμενος επί είκοσι έτη και εργαζόμενος το εργόχειρο της κατασκευής ξύλινων κουταλιών. Κατόπιν ασκήτευσε μέχρι το τέλος του βίου του μέσα σε σπήλαια, τρώγοντας μόνον ψωμί ανά δύο ή τρείς ημέρες.
Ο βιογράφος και μαθητής του παπα-Ιωνάς ελάχιστα δείγματα αναφέρει από τους σκληρούς αγώνες του, τα εκπληκτικά κατορθώματά του και τις αναρίθμητες θείες οράσεις του. Πολλές φορές έτριβε πέτρες και έτρωγε τη σκόνη μαζί με ξερά χόρτα. Κοιμόταν ελάχιστη ώρα γύρω στα μεσάνυχτα, ποτέ όμως ξαπλωμένος, αλλά στηριζόμενος στον βράχο του σπηλαίου του. Άλλοι ασκηταί από κοντινές καλύβες έβλεπαν να βγαίνουν φλόγες από το στόμα του όταν προσευχόταν. Ακόμη ο όσιος έγινε αλείπτης τριών οσιομαρτύρων οι οποίοι προετοιμάσθηκαν κοντά του και έτυχαν του μαρτυρίου.
Πρώτος ο άγιος Ρωμανός ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα πρεσβεύη στον Θεό υπέρ του Οσίου, να παραμείνη έως τέλους στον ασκητικό του αγώνα στο σπήλαιο, και ο όσιος Ακάκιος να εύχεται ώστε να τελειώση καλώς το μαρτύριο. Όταν ο όσιος Ακάκιος άφησε το σπήλαιο και επήγε στο κάθισμα του Αγίου Αθανασίου, ήλθε σε έκστασι και είδε τον οσιομάρτυρα Ρωμανό λευκοφόρο και λάμποντα να στρέφη το πρόσωπό του προς αυτόν και να τον ονειδίζη για την παράβασί του, για το ότι εγκατέλειψε το σπήλαιο. Ο όσιος τότε υπήκουσε και επέστρεψε στο σπήλαιο. Εκεί είδε σε οπτασία τον οσιομάρτυρα Ρωμανό με ιλαρό και γλυκύτατο πρόσωπο να τον παρηγορή. Επίσης ο Άγιος προετοίμασε τον οσιομάρτυρα Νικόδημο από το Ελβασάν και τον οσιομάρτυρα Παχώμιο από τη Ρωσία.
Όταν κάποτε τον ερώτησε ο μαθητής του παπα- Ιωνάς αν ο άνθρωπος μπορή να ιδή ή όχι τον Χριστό στον κόσμο τούτο, ο Όσιος αποκρίθηκε τα εξής: Αν ίσως ο Χριστιανός δεν αποκτήση την όρασιν των νοερών οφθαλμών, οπού να βλέπη καθαρώς τον Χριστόν εδώ εις την παρούσαν ζωήν, δεν είναι τρόπος ούτε εκεί να τον ιδή (κώδιξ Καυσοκαλυβίων 199, ιη’ αι, σελ. 546-547). Πρόσθεσε μάλιστα ότι ο ίδιος πολλές φορές είδε τον Χριστό.
Η θέση αυτή του οσίου Ακακίου έχει μεγάλη θεολογική σημασία, επειδή φανερώνει ότι ο Άγιος είναι συνεχιστής της παραδόσεως των μεγάλων Ησυχαστών του 14ου αι., οι οποίοι πάλι είχαν διδασκάλους τους μεγάλους Μυστικούς του 11ου αι. Είναι, λοιπόν, και αυτός ένας αληθινός και μεγάλος ησυχαστής του 17ου αι., όμως δυστυχώς δεν κατέγραψε τις μυστικές εμπειρίες του.
Ο όσιος Ακάκιος υπήρξε ένας από τους ιδρυτάς του μικρού μεν, αλλά περίφημου ασκητικού κέντρου των Καυσοκαλυβίων. Κατά την ίδρυσι της σκήπεως η έλλειψι του νερού ήταν εξ αρχής ένα σοβαρό πρόβλημα για τους πατέρες που κατοίκησαν εδώ, γι’ αυτό αρκετοί αναγκάστηκαν να αναχωρήσουν σε άλλους τόπους. Ο όσιος Ακάκιος, όμως, μετά από θερμή προσευχή, υπέδειξε στον μαθητή του Τιμόθεο ένα μέρος όπου έσκαψε και -ώ! του θαύματος- , ανέβλυσε άφθονο και κατακάθαρο νερό, από τρία μάλιστα σημεία, εις δόξαν και τιμήν της τρισηλίου θεότητος. Το νερό βγαίνει μέχρι σήμερα μέσα από τον βράχο και υδρεύει όλη τη σκήτη.
Ο όσιος Ακάκιος όμως, στο σπήλαιο εκείνο, υπέφερε μεγάλους πειρασμούς από τους δαίμονες, άλλοτε εμφανιζομένους ορατώς και άλλοτε αοράτως. Αλλ’ αυτός με το θαυμαστό άρμα της προσευχής διέλυσε τις τέχνες και τις επιβουλές τους, ωσάν το ύφασμα της αράχνης. Όταν δε συνέβαινε να έχη στενοχώρια από συνέργεια διαβολική, του παρουσιαζόταν σε έκστασι ο άγιος Μάξιμος με στολή λαμπρά και με θυμιατό στα χέρια, τον εθυμίαζε και ελευθερωνόταν από την πολλή λύπη. Άλλοτε πάλι παρουσιαζόταν το πρωί ένα ωραιότατο πουλάκι, μεγάλο σαν τρυγόνι, το οποίο καθήμενο επάνω στο δέντρο που ήταν εμπρός στο σπήλαιο, κελαηδούσε μια θαυμαστή μελωδία που ακούοντάς την έφευγε κάθε λύπη απ’ αυτόν και γέμιζε η καρδιά του χαρά και ευφροσύνη.
Ο Μακάριος Τριγώνης γράφει το 1772 στο Προσκυνητάριόν του            :
Εμεγαλύνθηκε δε τη Σκήτη και ηύξησε από έναν Ακάκιον ασκητή πορκομμένο και στα ψυχικά τέλειο ο οποίος ασκήτευσε εκεί τώρα στους καιρούς μας, δηλαδή στα 1720, με μεγάλη άσκησι ο τρισόλβιος, κάνοντας άοικος και γυμνίτης χρόνους 20, εις δε το γήρας του έκτισε μικράν καλύβην. Ο θαυμαστός Ακάκιος τόσο έλαμψε στην αρετή, ώστε πολλούς από τους παλαιούς ξεπέρασε στους μεγάλους κόπους και ταλαιπωρίες από τους παλαιούς ξεπέρασε στους μεγάλους κόπους και ταλαιπωρίες του σώματός του, αλλά επειδή ζουν ακόμη πολλοί από αυτούς που τον εγνώριζαν και διηγούνται οι ίδιοι τα κατορθώματά του, δεν θεώρησαν απαραίτητο να γράψουν τον κατά πλάτος βίο του. Τόσο μόνο είναι αναγκαίο να ειπούμε, ότι υπέρ άνθρωπον είναι η πνευματική προκοπή του και όμοιος εστάθη στην αρετή με του παλαιούς εκείνους οσίους και πολλούς μεν παρεκίνησε στην αρετή, πολλούς δε στο μαρτύριο.
Ακόμη ο Όσιος είχε δώσει εντολή στον παπα-Ιωνά να κτισθή ναΐδριο προς τιμήν της Θεοτόκου επάνω από το σπήλαιο, γνωρίζοντας ως διορατικός ότι άλλο μέρος στερεό κοντά στο σπήλαιο δεν υπάρχει. Ο ναός αυτός έγινε με ενέργειες του παπα-Ιωνά μετά την κοίμησι του Οσίου. Ο όσιος Ακάκιος εκοιμήθη στις 12 Απριλίου του 1730 σε ηλικίαν 100 ετών, από τα οποία έζησε στο Άγιο Όρος τα 70.
Το 1858 η τιμία κάρα του Οσίου, με αίτημα των καυσοκαλυβιτών μοναχών, μεταφέρθηκε από την καλύβη του στο Κυριακό, εις διηνεκή αγιασμόν πάντων των Πα-τέρων και των ευσεβών προσκυνητών. Η μεταφορά έγινε από εξαρχία της ιεράς μονής Μεγίστης Λαύρας και τον τότε οσίου Ακακίου άφησαν ως ευλογία και αναφαίρετο κειμήλιο την κάτω σιαγόνα του. Τα χειρόγραφα του Βίου του Οσίου γραμμένα από το χέρι του μαθητού του παπα-Ιωνά, τα οποία περιέχουν και πολλές χρήσιμες πληροφορίες για τη ζωή και την ιστορία της σκήτης, ευρίσκονται στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας.
ΠΗΓΗ.Ακακίου Καυσοκαλυβίτου-Ασκητικές μορφές και ιστορίες από τον Άθωνα.

Αγιος Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης , Αγιος Ακάκιος, Αγιον Ορος



Κώστας Νούσης, Θεολόγος-Φιλόλογος Γέρων Γαβριήλ ο Καυσοκαλυβίτης (1916-2010)

 
Η ζωή της πλειοψηφίας των αγιορειτών πατέρων, όπως και όλων των Αγίων, συνιστά εξάπαντος ένα αφανές, τεράστιο, ακατάληπτο και άρρητο μυστήριο, ένα μυστικό γεγονός. Ο Θεός επιτρέπει ενίοτε να αποκαλύπτονται τα ύψη, οι αρετές και τα θαυμαστά της αγιότητος των μεγάλων αυτών αγωνιστών του Πνεύματος, που πέταξαν τα πάντα από πάνω τους «ίνα Χριστόν κερδήσωσι» (Φιλ. 3:8). Και τούτο, προς δόξαν των τέκνων Του (Α’ Βασ. 2:30) και για πνευματική ωφέλεια και ενίσχυση των υπολοίπων αδελφών Του εν Εκκλησία. Οι εραστές αυτοί του Ιησού, οι ήρωες του Παρακλήτου, στην αόρατη μάχη τους κατά του αρχεκάκου όφεως, φτάνουν στα ακρότατα όρια της υψοποιού ταπεινώσεως και αποφεύγουν την πρόσκαιρη και μάταιη δόξα των εγκοσμίων, επιθυμούν δε και την μετά θάνατον αφάνεια και αδοξία, πλήρεις όντες της άκτιστης δόξης και «εκστατικής» ευτυχίας, που βιώνουν στους κόλπους της Τριαδικής Θεότητος.
Οι μέρες μας, εντούτοις, μεστές αμαρτίας και ψηλαφητού πνευματικού σκότους, πεινούν και διψούν για το αυθεντικό, το γνήσιο, το θεϊκό. Όχι για λόγια και ξύλινα κηρύγματα, μα για παράδειγμα και έργα. Όταν αναλογιστούμε το υπογραμμισμένο με έμφαση από τον όσιο Πορφύριο (+1991) γεγονός της παρουσίας κατά τα εφηβικά του χρόνια στα Καυσοκαλύβια περί των διακοσίων ηγιασμένων μορφών,  κεκοσμημένων με αγιοπνευματικά χαρίσματα, αρχίζουμε κάπως να διαισθανόμαστε την τραγική γεωμετρική πρόοδο της απιστίας, του κακού και του ραγδαίου αποχριστιανισμού των καιρών μας.
O παπα Χριστοδουλος με το γερο Γαβριηλ
O παπα Χριστοδουλος με το γερο Γαβριηλ
Ο έτερος μεγάλος των ημερών μας, ο γέρων Παΐσιος ο αγιορείτης (+1994), έδωσε μια χαρακτηριστική συμβουλή σε μοναχό ζώντα σήμερα, να καταγράψει δηλαδή όσα θαυμαστά είδε και άκουσε παρά τοις συγχρόνοις Οσίοις. Όχι εξάπαντος για τη δική τους αυτοπροβολή, όσο για τη δική μας τροφή και αρωγή και παρηγοριά, ημών των πτωχών και πενήτων, των λιμωττόντων και διψώντων για την αλήθεια του Πνεύματος, για τη Χάρη του Χριστού, για την κοινωνία με τον Πατέρα.
Με αυτά στον νου ερχόμαστε, μάλλον μένουμε μέσα στο ίδιο πνευματικό Περιβόλι της Παναγίας και πιο συγκεκριμένα στον ίδιο κεχαριτωμένο κήπο των Καυσοκαλυβίων, στον οποίο άνθησε ένα ακόμη σπάνιο και ευωδιάζον φυτό του Παρακλήτου, ο γέροντας Γαβριήλ Ανδρικόπουλος. Γεννήθηκε το 1916 σε ένα χωριό έξω από τα Καλάβρυτα. Μέχρι τη στρατιωτική του θητεία δεν έχουμε κάποια ιδιαίτερη μαρτυρία για την πνευματική ζωή του – σύμφωνα πάντοτε με τη βασική μας πηγή, τον μαρτυρικό ιερομόναχο Χριστόδουλο από τη Λέρο, που σηκώνει τον σταυρό της παραπληγίας στο καροτσάκι της αναπηρίας του, δοξολογώντας αδιαλείπτως το όνομα του Κυρίου σύμφωνα με το χρυσοστομικό: «δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Ου γαρ παύσομαι αεί τούτο επιλέγειν επί πάσι μοι τοις συμβαίνουσι»…
Επιστρέφουμε στον μακαριστό γέροντα Γαβριήλ τον Καυσοκαλυβίτη, τον πνευματικό οδηγό του π. Χριστοδούλου. Τότε ακριβώς, στο στρατόπεδο της Κορίνθου ήταν που δέχτηκε την κλήση του Θεού μέσα από ένα υπερφυές γεγονός. Στη γενική αναμπουμπούλα που προκλήθηκε μετά από ένα βιαστικό νυχτερινό προσκλητήριο, ο μετέπειτα Καυσοκαλύβης ασκητής έπεσε και χτύπησε σοβαρά. Ο φοβισμένος και συνεσταλμένος νεοσύλλεκτος υπέμεινε καρτερικά τον πόνο του όλο το βράδυ, σέρνοντας το σώμα του μέχρι το κρεβάτι και χωρίς κανείς να έχει καταλάβει το σοβαρό του κάταγμα στο ισχίο και την αγωνία του εκείνης της νύχτας, παρά τις αρχικές εκκλήσεις του για βοήθεια μέσα στο σκοτάδι.
Το άγχος του και το γενικότερο ψυχικό άλγος αυξήθηκαν κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο την επόμενη μέρα που αντιλήφθηκε την όλη κατάσταση ο υπεύθυνος αξιωματικός. Τα δυσάρεστα συναισθήματα, που βάρυναν τον ευαίσθητο ψυχισμό του αγνού αυτού νέου μέσα στην εσωτερική του μοναξιά και μετά την ανακοίνωση του επικείμενου χειρουργείου, κορυφώθηκαν μέσα στη νύχτα προ της επεμβάσεως. Τότε ήταν που άνοιξε ξαφνικά η πόρτα, περασμένα μεσάνυχτα, και μπήκε μέσα στον θάλαμο ένας καβαλάρης με το άλογό του. Τον πλησίασε, άγγιξε το πόδι του και βγήκε χωρίς να πει τίποτε. Με το ξημέρωμα η συνηθισμένη επίσκεψη άφησε άναυδο το ιατρικό προσωπικό που είχε ετοιμαστεί για την επέμβαση. Όπως διαπιστώθηκε και παρεδόθη αργότερα από τον ίδιο τον γέροντα, εκείνο το βράδυ κανείς άλλος στον θάλαμο δεν αντιλήφθηκε τη θαυμαστή επίσκεψη του μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
Μετά την επιστροφή στη Μονάδα και την ολοκλήρωση της θητείας του, ο νεαρός Ανδρικόπουλος έφυγε για το αγιώνυμο Όρος. Τηρώντας την ασκητική παράδοση των αρχαίων και παλαιότερων αγιορειτών, δεν εξήλθε ποτέ του Άθω μέχρι την ημέρα τής εις Κύριον εκδημίας του το 2010. Αφανής, ταπεινός, άσημος, απλός μοναχός, σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα, στην Καλύβη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, γειτονική εκείνης του αγίου Γεωργίου, στην οποία ασκήτεψε ο έτερος Καυσοκαλυβίτης, ο νεοφανής και μέγας Πορφύριος.
Ο π. Χριστόδουλος κατέθεσε ελάχιστες ενδεικτικές μαρτυρίες περί του κεκρυμμένου πνευματικού πλούτου του γέροντός του, καθώς οι αμύθητοι θησαυροί τέτοιων αγιασμένων μορφών διαφυλάσσονται μυστικοί, ατίμητοι και αθέατοι μέσα στη μνήμη του Θεού, που καταγράφει τα πάντα και αντιδοξάζει τους δοξάζοντάς Τον, μέσα στο Φως της αιώνιας Βασιλείας Του. Ο γέρων Γαβριήλ πήρε κάποια μέρα ξαφνικά και απροειδοποίητα τηλέφωνο τον παπα Χριστόδουλο και του είπε: «πες στους πατέρες στη Λέρο να κάνουν πολλή προσευχή. Έρχεται μεγάλος πειρασμός». Πράγματι, μετά από πολύ λίγο ξέσπασε το σκάνδαλο με τον τοπικό Επίσκοπο, τον μακαριστό Νεκτάριο Λέρου, Πάτμου και Αστυπάλαιας (+2009), το οποίο οδήγησε και στην απομάκρυνσή του, όπως τον είχε προειδοποιήσει με θαυμαστή προορατικότητα προ πολλών ετών ο πνευματικός του πατέρας γέροντας Αμφιλόχιος της Πάτμου (+1970).
Μια άλλη φορά ο π. Χριστόδουλος πήρε τηλέφωνο τον γέροντα, για να τον παρακαλέσει να προσευχηθεί για τον π. Σ. που αντιμετώπιζε σοβαρότατο πνευματικό πρόβλημα. Μετά από κάποιο διάστημα και χωρίς να τον ενημερώσει προηγουμένως ο Λεριός ιερομόναχος, μίλησαν και πάλι τηλεφωνικά. Ο αγιορείτης του είπε μόνος του αυτή τη φορά: «τώρα πια Θεόδωρος». Ο γέροντας είχε ήδη «δει» τον ιερέα που πέταξε τα ράσα και επανήλθε στην τάξη των λαϊκών.
«Γέροντα, μπορώ να σε φωνάζω όποτε σε χρειάζομαι;», ρώτησε κάποια στιγμή τον π. Γαβριήλ ο παπα Χριστόδουλος, όταν ακόμη μπορούσε να αυτοεξυπηρετείται και να τον επισκέπτεται στα Καυσοκαλύβια. Και εκείνος συγκατένευσε. Όπως συμβαίνει με όσους έχουν αποκτήσει μεγάλη παρρησία προς τον Κύριο ήδη από αυτήν τη ζωή και ως το βλέπουμε σε αρχαίους και νεότερους Αγίους – βλ. ενδεικτικά στον π. Αμφιλόχιο Μακρή και τον όσιο Πορφύριο, τον γείτονά του. Και καθώς υπογράμμισε ο ίδιος ο άγιος Πορφύριος: «όταν θα φύγω, θα είμαι πιο κοντά σας. Μετά θάνατον καταργούνται οι αποστάσεις».
Τούτο  ισχύει πλέον και για τον Γερο – Γαβριήλ. Προπορεύθηκε στη θεία αιωνιότητα, εισήλθε στους Πατρικούς κόλπους, διάβηκε στην άκτιστη διάσταση. Προσετέθη πανηγυρικώς στη χορεία των υιών του Πατρώου Φωτός, στους ηγαπημένους του Λόγου, στους εκλεκτούς του Πνεύματος. Μπορούμε, επομένως, από δω και πέρα και εμείς να τον επικαλούμαστε στις προσευχές μας, όπως το έπραττε και συνεχίζει να το κάνει, ειδικότερα τώρα, εν τη παρακλήσει της μνήμης εκείνου στις δύσκολες ώρες της ανίατης ασθενείας του, το πνευματικό του παιδί, ο θαυμαστός ως προς τη δοξολογική άρση του σταυρού του παπα Χριστόδουλος από τη Λέρο, το νησί στο οποίο κοιμήθηκε η άλλη μεγάλη των ημερών μας, η γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη (+1992). Για τον ιερομόναχο και όλα τα προαναφερόμενα προσμαρτυρεί ο γράφων, αυτόπτης και αυτήκοος τούτων γενόμενος.
Κλείνοντας το σύντομο τούτο συναξάρι και βλέποντας τη φωτογραφία με τον υγιή ακόμη Λεριό κληρικό δίπλα στον πνευματικό του πατέρα, ανακαλούμε στη μνήμη μας το χιλιοειπωμένο, αλλ’ όμως τόσο περιεκτικό και ουσιαστικό: τιμή Αγίου, μίμησις Αγίου. Και εκεί που πρέπει να εστιάσουμε δεν είναι τόσο στην υπερφυή διορατικότητα και προορατικότητα του πατρός, όσο στο χάρισμά του της θεία αγάπης, που έλαβε ως δώρο για την ταπείνωση και τα ασκητικά του μυστικά παλαίσματα, εξ ης απορρέουν τα ελάχιστα εκ των πολλών θαυμαστών τής εν σαρκί πολιτείας του, τα οποία επέτρεψε η Χάρη του Θεού να αποκαλυφθούν και να καταγραφούν στην πτωχή μας βιογράφησή του. Καταπώς επί λέξει αναφέρει το πνευματικό του παιδί: «πολλή αγάπη ο γέροντας, πολλή αγάπη…». Την ευχή του παπα Χριστόδουλου να έχουμε και τις πρεσβείες του οσίου Γέροντος Γαβριήλ εκ της αγιοτόκου Σκήτης των Καυσοκαλυβίων. Αμήν!