Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Πρώτον στάδιον της σωτηρίας: η ελπιδοφόρος ανθρωπολογική απαισιοδοξία των Πατέρων Ηλίας Λιαμής, δρ. Θεολογίας

Τραγική είναι η κατάσταση του πεπτωκότος ανθρώπου. Η όλη του ψυχοσωματική ύπαρξη έχει κυριολεκτικά δηλητηριαστεί. Κατά τον άγ. Γρηγόριο, η οδός επιστροφής είναι αποκλεισμένη και οι βλάβες ανεπανόρθωτες [66]. Παράλληλα, ο άγ. Θεόληπτος επισημαίνει τον φαύλο κύκλο της ηδονής και της οδύνης, αναγνωρίζοντας στην θνησιμότητα του σώματος τις ορατές συνέπειες της υπαρξιακής διαστροφής [67].

Εκείνο τελικώς, το οποίο θα επιφέρει την σωτηρία, είναι η εξομοίωση του ανθρώπου με τον Δημιουργό του. Αυτή την εξομοίωση ο άγ. Γρηγόριος την ταυτίζει με την αποκατάσταση της σχέσεως με τον Θεό, ως υιών προς τον Πατέρα [68]. Την αποκατάσταση αυτή αναδεικνύει και ο άγ. Θεόληπτος ως την κατ’ εξοχήν ένδειξη επαναφοράς όλων των κέντρων της ανθρώπινης υπάρξεως στο κατά φύσιν [69]. Σύμφωνα με την διδασκαλία του, κατ’ αρχήν και κυρίως η αποκατάσταση αυτή διατρανώνεται κατά την στιγμή της Βαπτίσεως του Θεανθρώπου. Η αποκάλυψη της Πατρικής ευδοκίας [70] αποκαλύπτει συγχρόνως την αποκατάσταση της σχέσεως πατέρα-υιών και θυγατέρων με τον ουράνιο Πατέρα [71]. Η εκπόρευση της ζωής, η στοργή και η μέχρι θυσίας μέριμνα αλλά και πολλά ακόμη χαρακτηριστικά, τα οποία εκφράζει η πατρική αγάπη, αποκαλύπτουν, έστω και στην ενδοκοσμική ατέλειά τους, τα γνωρίσματα της σχέσεως που ο Θεός επέλεξε να συνάψει με τον άνθρωπο [72]. Η Πτώση αποτελεί ουσιαστικά απορφανισμό του ανθρώπου και απώλεια όχι μόνον της πηγής της ζωής αλλά και της πηγής της πατρική θέρμης και κατά συνέπειαν της θεϊκής αναφοράς. Με το προπατορικό αμάρτημα ο άνθρωπος χάνει την συνείδηση της πατρικής καταγωγής του και μοιραία και τον προσανατολισμό προς τον θείο προορισμό του [73]. Η κατάβαση του Αγίου Πνεύματος αποκαθιστά πέρα και πάνω από όλα την ικανότητα του ανθρώπου να κράζει «αββά ο πατήρ» [74].
Η στιγμή του βαπτίσματος κάθε χριστιανού αποτελεί και για τους δύο Πατέρες καθοριστική στιγμή. Ακολουθούν όμως δύο ελαφρώς διαφοροποιημένες τάσεις της νηπτικής παραδόσεως. Ο άγ. Γρηγόριος διδάσκει πως οι βαπτιζόμενοι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος [75], ή θα αποβούν «εγκυμονούντες τω Πνεύματι, ή δια πτωμάτων το θείον αποβάλλουσι σπέρμα, ή χηρεύοντες εκ Θεού τη του εχθρού κοινωνία, ενδομυχούντος αυτοίς.» [76] Το μόνον πλέον γεγονός, το οποίον μπορεί να καταδικάσει τον άνθρωπο είναι η προσωπική του άρνηση. Αυτή είναι η αιτία, ώστε να αισθανόμαστε το βάπτισμα «εν ύδατι μόνον, και ου Πνεύματι» [77]. Κατά συνέπειαν, το δώρο του Πνεύματος παραμένει νεκρό και ανενεργό [78], αφού η νεκρή σάρκα δεν το αποδέχεται ως πηγή ζωής [79]. Συνεπώς, όλοι οι πιστοί ανεξαιρέτως, «τον νόμον του Πνεύματος εν ταις πλαξί των καρδιών… φέρειν εγγεγραμμένον» [80] και μόνον από την αγαθή πρόθεση του καθενός εξαρτάται η καρποφορία [81]. Η άποψη αυτή τον ευθυγραμμίζει με ορισμένους Πατέρες, οι οποίοι προσπάθησαν να υπερβούν την φαινομενική αντίφαση μεταξύ της αναπλάσεως αυτής και της συνεχιζόμενης ανθρώπινης αμαρτωλότητας, μεταξύ των οποίων και ο άγ. Διάδοχος Φωτικής [82]. Ο άγ. Θεόληπτος, αν και κάνει και αυτός λόγο για εμφύλιο πόλεμο της ψυχής [83], προτιμά να τονίσει περισσότερο την ριζική αποκατάσταση της υπάρξεως, διά της μυστικής εγκαταστάσεως του Χριστού μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, κατά την στιγμή του βαπτίσματος [84].

«…πως εύρη τις, μάλλον δε εύρηται όνπερ έχει ή είληφε Χριστόν δια του βαπτίσματος εν Πνεύματι;» [85] ρωτά ο άγιος Γρηγόριος. Δεν είναι απλώς η ανεύρεση ο σκοπός, αλλά «και το πως προκόψει, ειθ’ ούτως και πως φυλάξει το ευρεθέν» [86]. Το ζητούμενο είναι ο Χριστός, δηλαδή η ένωσις μετά του θεανθρωπίνου προσώπου Του [87]. Οδηγός προς αυτή την κατεύθυνση είναι η ζωή Του, όχι ως περιέχουσα απλά παραδείγματα μιμήσεως, αλλά ως συν-πάθη, τα οποία «ζωοποιόν έχουσι νέκρωσιν, τοις δια πάντων πεπόνθασιν, είπερ συμπάσχομεν, ίνα και συνδοξασθώμεν» [88]. Συμφωνώντας πλήρως ο άγ. Θεόληπτος με τα διδάγματα αυτά, επισημαίνει την καταξίωση του ανθρωπίνου σώματος και των ενεργειών του διά της θείας ενενθρωπίσεως. Ο συγκεκριμένος τρόπος αποκαλύψεως της σωτηριώδους ενέργειας του Θεού δια της προσλήψεως του ανθρωπίνου σώματος αποτελεί και αποκάλυψη, αφ’ ενός του αρμονικού δεσμού της ανθρώπινης ψυχής με το σώμα και αφ’ ετέρου του κατά φύσιν τρόπου ενεργείας του όλου ανθρώπου. Η αποκάλυψη του Θείου θελήματος σχετικά με τον προορισμό του ανθρώπου δεν πραγματοποιείται δια λόγων ή οραμάτων αλλά δια του υλικού σώματος. Το σώμα, επί του οποίου ο μεταπτωτικός άνθρωπος κατ’ εξοχή αναγνωρίζει τα σημεία της φθοράς και του θανάτου καθίσταται δια της ενανθρωπήσεως ο χώρος αναγνωρίσεως της αθανασίας. Από πηγή εκπορεύσεως ενός διασπαστικού θελήματος (σαρκικό φρόνημα) καθίσταται υπήκοον μέχρι θανάτου [89] στο Θείο θέλημα. Το σώμα του Χριστού είναι η αποκάλυψη της αφθαρτοποιήσεως του όλου ανθρώπου, διότι τα μυστήρια της ουράνιας βασιλείας και της ανθρώπινης σωτηρίας υποδείχθηκαν δι’ ενός ανθρωπίνου σώματος, το οποίον αποβαίνει άφθαρτο και μετέχει στην Θεία νίκη ἐπί του θανάτου. Ο δια του αχράντου Του σώματος εξαγιασμός του ανθρώπινου σώματος και κατ’ επέκτασιν της ανθρώπινης πράξεως καθιστά την μίμηση της Θείας πολιτείας όχι απλή αντιγραφή πράξεων αλλά παράγοντα συγκληρονομίας της Θείας δόξης [90].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου