Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

«Βασανίστε τον!»

«Βασανίστε τον!»



«Δεν υπήρξε βασανιστήριο, σωματικό ή ψυχολογικό, που να μη χρησιμοποιήθηκε σ' εκείνο το μέρος».

Ρουμάνοι νεομάρτυρες και ομολογητές επί κομουνισμού

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ

«Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως κανείς πραγματικά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να ασπασθεί τον ευφορικό τούτο αθεϊσμό σήμερα. Μετά μάλιστα τις εκατοντάδες εκατομμύρια νεκρών που προκάλεσε και συσσώρευσε ο στρατευμένος αθεϊσμός του 20ού αιώνα (εκατό εκατομμύρια νεκροί μόνον στη Σοβιετική Ένωση κατά τα σοβιετικά αρχεία – άθεοι σαν τον Στάλιν, τον Χίτλερ, τον Πολ Ποτ, τον Μάο και άλλους κατάργησαν στην κυριολεξία την έννοια του εγκλήματος, προκαλώντας τον θάνατο εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων «για το καλό της ανθρωπότητας») είναι δύσκολο για οποιονδήποτε μη παντελώς ενδεή φρενών να συμμερισθεί τον ενθουσιασμό των κηρύκων της γενικής ευτυχίας που δήθεν θα ερχόταν με την εξορία του Θεού».



ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ ΤΟΥ BLOG ΜΑΣ: Ο σκοπός αυτού του άρθρου (το οποίο ανεβάζω με δέος) είναι καθαρά πνευματικός και ΚΑΘΟΛΟΥ πολιτικός. Εύχομαι να έχεις την ευλογία των αγίων που αναφέρονται εδώ (πολλοί ανώνυμα) και να συχωρεθούν οι ψυχές των βασανιστών και των δημίων.

Μάρτυρες = εκείνοι που πέθαναν για το Χριστό. Ομολογητές = εκείνοι που βασανίστηκαν, αλλά δεν πέθαναν & τελικά ελευθερώθηκαν, χωρίς να έχουν αρνηθεί την πίστη τους.



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Το Πιτέστι – Η κόλαση στη γη
π. Γκεόργκε Καλτσίου-Ντουμιτρεάσα: ο «προσωπικός εχθρός» του Ν. Τσαουσέσκου
π. Γεράσιμος Ίσκου: πέθανε μαζί με το δήμιό του
π. Ιουστίνος Πίρβου: μια ζωή αφιερωμένη στο Χριστό
Αυτοβιογραφική ομολογία του συγγραφέα Ιωάννη Ιανολίδε
«Ένας άνθρωπος, στον οποίο ζούσε ο Χριστός» (Άγιος Βαλέριος Γκαφένκου)
π. Αρσένιος Παπατσιόκ: ο Γέροντας του πόνου και της ταπείνωσης
Επίλογος

Α΄
Το Πιτέστι – Η κόλαση στη γη

ΒΑΤΟΠΑΙΔΙ


Βασανιστήρια χριστιανών στο Πιτέστι (λεπτομέρεια από εικόνα που θα δείτε πιο κάτω).
Στο Πιτέστι η «Αναμόρφωση» δε θα κάρπιζε τόσο πολύ, αν πρωτύτερα δεν πραγματοποιούνταν μερικές προϋποθέσεις: η τρομοκρατία, η απομόνωση, η επίπληξη, η ανευθυνότητα.

Η πείνα έκανε τους υπό αναμόρφωση νέους, σκελετούς. Η καθημερινή μερίδα φαγητού δεν έφτανε ούτε τις 800 θερμίδες. Τους προσφέρονταν σούπες με 20-30 σπόρους πλιγούρι, 10-15 σπόροι φασόλια, 7-8 λαχανόφυλλα και κάποτε σούπες με απλό βραστό νερό στο οποίο έπλεαν 2-3 αστερίσκοι λαδιού. Το ψωμί ήταν 250 γραμμαρίων ή ένα μεγάλο στρογγυλό καρβελάκι των 350 γραμμαρίων, ανάλογα. Το πρωΐ μας έδιναν βραστό νερό με μυρωδιά καμένης ζάχαρης. Όλοι οι κρατούμενοι είχαν δυστροφία, κι όμως στα μάτια τους έκαιγε πιο δυνατά το φως των δυνατών ψυχών τους.

Στήν φυλακή Πιτέστι ξεκίνησε η τρομερή «Aναμόρφωση» (Πλύση εγκεφάλου). Αυτή η φυλακή προοριζότανε, σύμφωνα μέ τά σχέδια τών κομμουνιστών, γιά τούς φοιτητές. Οι κομμουνιστές σκόπευαν τήν εξόντωση τής χριστιανικής νεολαίας. Τήν περίοδο 1948-1951 σ’αυτήν τήν φυλακή περισσότερο από 4-5 χιλιάδες φοιτητές υπέστησαν τήν «αναμόρφωση».

Όλες οι οικογενειακές επαφές κόπηκαν, σταμάτησαν και όλες οι συναναστροφές. Δεν υπήρχε ούτε χαρτί, ούτε μολύβι, ούτε βιβλίο. Απαγορευόταν να κοιτάξεις προς το παράθυρο, παρόλο που ήταν σκεπασμένο με σανίδες. Σ΄ ένα κρατητήριο των 2×4 μέτρων ήταν στοιβαγμένοι 7 μέχρι 12 κρατούμενοι, ώστε να τρελαθείς τελείως από τη σκληρή αυτή ομαδική απομόνωση. Οι στοιβαγμένοι κρατούμενοι ζούσαν, φυσικά, σε φοβερή αποπνικτική ατμόσφαιρα.

Στο άνοιγμα της πόρτας οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να σηκώνονται όρθιοι, να βγάζουν το σκούφο τους και να χαιρετούν το δεσμοφύλακα με τις λέξεις: «Να ζήσεις»! Στο κλείσιμο της πόρτας έπρεπε να λένε όλοι: «Ζήτω η δόξα της Λαϊκής Δημοκρατίας».

Για 17 ώρες έπρεπε ν΄ αγρυπνούν, μή έχοντας το δικαίωμα να νυστάξουν ή να ξαπλώσουν. Δεν επιτρεπόταν να υπάρχει ένα συστηματικό πρόγραμμα συζητήσεων. Κουβέντιαζαν ψιθυριστά. Απαγορευόταν κάθε δουλειά ή απασχόληση. Δεν μπορούσαν να ράψουν ούτε μία πατσαβούρα.

Σ’ αυτό το κελλί-δεσμωτήριο έτρωγαν, κοιμούνταν, πλένονταν και έκαμναν όλα τα άλλα. Ο αέρας είχε αφόρητη μυρωδιά και πολλή σκόνη. Η βόλτα στην αυλή επιτρεπόταν ανά πέντε-έξι μήνες, μόνο για λίγα λεπτά και στη συνέχεια ακολουθούσαν τιμωρίες με ξύλα. Αν όμως ένας κρατούμενος πήγαινε έξω από το κρατητήριο, του φορούσαν μαύρα γυαλιά, ώστε δεν έβλεπε τίποτε. Το μπάνιο γινόταν ανά δύο εβδομάδες.

Απαγορευόταν αυστηρώς κάθε επαφή μεταξύ των κρατητηρίων. Ανάμεσα στους κρατουμένους είχαν μπει και αρκετοί πράκτορες του Κόμματος για πληροφοριοδότες. Δεν μπορούσε να συνομιλήσει κανείς με τους φύλακες. Επιθεωρήσεις γίνονταν σπάνια και παραδέχονταν οι επιθεωρητές με χαρά ότι οι επιβληθείσες τιμωρίες γίνονταν με πρέπουσα σκληρότητα. Η ιατρική περίθαλψη είχε απαγορευθεί. Ο γιατρός είχε μετατραπεί σε τραμπούκο. Οι δεσμοφύλακες έκαναν την οποιαδήποτε αυθαιρεσία.

Εκτός από τον ξυλοδαρμό, βασανίζονταν και με τον εγκλεισμό τους σε μπουντρούμι. Το μπουντρούμι ήταν στο υπόγειο του δεσμωτηρίου. Τα παράθυρα ήταν κλεισμένα και μέσα ήταν πηκτό σκοτάδι. Στο πάτωμα υπήρχαν μεγάλες ποσότητες ανθρωπίνων κοπράνων, και έμοιαζε μ΄ ένα βρομισμένο βάλτο, όπου δεν υπήρχε ούτε μία λωρίδα ξηρού και καθαρού τόπου. Οι τοίχοι ήταν υγροί. Το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα.

Ένα από τα πρώτα βάσανα στην «Αναμόρφωση» ήταν το ξύλο. Οι «αναμορφωτές» κτυπούσανε συνέχεια, μέχρι εξαντλήσεως, χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους, τους άλλους πολιτικούς κρατουμένους πού έπρεπε να «αναμορφωθούν».

Επί πλέον, λόγω μιας πολύ παράξενης ακουστικής, το μπουντρούμι αυτό επηύξανε υπερβολικά ακόμη και τους πιο μικρούς θορύβους: Αν κάποιος μιλούσε με κανονική φωνή, γινόταν μέσα ένας εκκωφαντικός θόρυβος που έκανε να αντιβουίζουν οι τοίχοι και να δονείται όλος ο αέρας.

Εδώ μεταφέρονταν οι νεαροί «κερατάδες», ομάδες-ομάδες, συνήθως γυμνοί και ξυπόλυτοι. Αντί τροφής, τους δινόταν μια κουτάλα με καυτό, αλμυρό νερό. Συνήθως πριν να έλθουν στο μπουντρούμι, έπαιρναν ένα δυνατό μαστίγωμα.

Γνωρίζω ανθρώπους που έκαναν, σταδιακά, πάνω από 60 μέρες στην κάβα-μπουντρούμι μέσα σε τέτοιες συνθήκες. Τρεις μέρες στην κάβα ήταν το ελάχιστο και έφτανε μέχρι 8-10 μέρες, δηλαδή μέχρι την κατάπτωση και το πέσιμο στον βάλτο. Όταν οι τιμωρημένοι επαναφέρονταν στα δωμάτια, ήταν άρρωστοι και αγνώριστοι. Σχεδόν όλοι οι κρατούμενοι πέρασαν την κάβα του Πιτέστι. Όλες αυτές οι μέθοδοι έξουδενώσεως και θανατώσεως επιβάλλονταν με τη σιωπηρή έγκριση της Εξουσίας.

Η σύμβαση Ποπίκ-Τσουρκάνου από την Σουτσεάβα

Οι προετοιμασίες για τη μύηση της «αναμόρφωσης» στο Πιτέστι έγιναν στο δεσμωτήριο της Σουτσεάβας. Εδώ ο συνταγματάρχης Ποπίκ της Ασφάλειας του Κράτους -ένα ψεύτικο όνομα, διότι δεν ξέρουμε πως λεγόταν πριν ή αργότερα- στρατολόγησε από τους κρατουμένους τον άνθρωπο που χρειαζόταν. Ήταν ο Μπογδανοβίτσι, ένας νεαρός από την Αδελφότητα του Σταυρού. Ήταν έξυπνος, ενεργητικός, φιλόδοξος και χαρισματικός, αλλά με ένα ασταθές ηθικό υπόβαθρο, το οποίο τον έκανε να υποχωρεί εύκολα σε συμβιβασμούς.

Ο Ποπίκ άρχισε μέσω του Μπογδανοβίτσι το έργο της «αναμόρφωσης» των πολιτικών κρατουμένων. Ήταν, στην άρχή, μια ρητορική ζωντανή συζήτηση. Ονομαζόταν μαρξιστική-λενινιστική διδασκαλία. Ταυτόχρονα κατακρινόταν το φασιστικό, αστικό και θρησκευτικό παρελθόν. Αλλά οι κρατούμενοι δεν τον δέχτηκαν τον Μπογδανοβίτσι και τον κατηγόρησαν για προδότη. Μερικοί τον απείλησαν και μετά υπέφεραν πάρα πολύ. Ωστόσο τα αποτελέσματα μαζί του δεν ήταν ικανοποιητικά. Τότε ο Ποπίκ βρήκε ένα άλλο «εργαλείο» πιο ικανό: Τον Τσουρκάνου Ευγένιο.

Κι αυτός ήταν ένας νεαρός που είχε περάσει λίγες εβδομάδες από την Αδελφότητα του Σταυρού. Το 1945 μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, κρύβοντας ότι στο παρελθόν ήταν Σταυραδελφός. Ο Τσουρκάνου ζήτησε από τον Μπογδανοβίτσι, το συνάδελφο του να ξεχάσει αυτό το κομμάτι της ζωής του, αλλά ο Μπογδανοβίτσι το είπε όταν συνελήφθη το 1940. Εν τω μεταξύ, ο Τσουρκάνου αναδείχθηκε στο κόμμα, προωθήθηκε στη διπλωματία και ήταν μια μεγάλη ελπίδα των κομμουνιστών. Όμως καταδόθηκε, συνελήφθη και καταδικάστηκε, διότι δεν ήταν «ειλικρινής» με το κόμμα. Μετά απ΄ αυτό μισούσε θανάσιμα τον Μπογδανοβίτσι και όλους τους εχθρούς του κόμματος. Ήθελε ν΄ αποδείξει την αυταπάρνησή του για το κόμμα, ήθελε να ικανοποιήσει τους υπερήφανους πόθους του, ήθελε να εκδικηθεί.

-Θα περάσω επάνω από πτώματα, έλεγε, αλλά θα ξαναδώ την οικογένειά μου και θα προαχθώ στη σταδιοδρομία μου!

Αυτός ο άνθρωπος ήταν έξυπνος, με ισχυρή βούληση, φιλόδοξος, σκληρός και βάναυσος. Έπασχε από μια υπερτροφική φιλαυτία. Και αποδείχτηκε, όπως θα δούμε παρακάτω, ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για το συνταγματάρχη Ποπίκ.

Το έτος 1949 ο Τσουρκάνου, ο Μπογδανοβίτσι και άλλοι φοιτητές από την Σουτσεάβα μεταφέρθηκαν στο Πιτέστι. Οι κομμουνιστικές Αρχές έβγαλαν το συμπέρασμα ότι διά της μεθόδου της πειθούς δεν μπορούν να νικήσουν την ψυχική δύναμη των Ρουμάνων νέων. Συνεπώς, καθιερώθηκε ένας νέος τρόπος «αναμορφώσεώς» τους, διά των βασάνων.

Τυφλή υποταγή ή εξουθένωση



Η φυλακή Πιτέστι

Μόλις έφτασε στο Πιστέστι ο Τσουρκάνου, ανέλαβε «υπεύθυνη» εργασία. Στρατολόγησε γρήγορα άλλους δύο τραμπούκους για βοηθούς του, με την υπόσχεση ότι θα αποφυλακιστούν, και σ΄ ένα δωμάτιο, όπου ήταν 25-30 νεαροί, ζήτησε να δηλώσουν όλοι ότι ξεχνούν το παρελθόν τους και γίνονται άνθρωποι του καθεστώτος. Αλλά όχι έτσι όπως έκανε ο Μπογδανοβίτσι. Έπρεπε ν΄ αποδείξουν έμπρακτα την αφοσίωσή τους. Θα ήταν λοιπόν όλοι καλεσμένοι να πολεμούν από εδώ και πέρα για να καταστρέφουν τους «κερατάδες» με οποιαδήποτε μέθοδο.

Όμως οι κρατούμενοι οργίσθηκαν από την αυθάδεια του Τσουρκάνου και τον «στόλισαν» για τα καλά. Του είπαν πως είναι προδότης, άνανδρος, λιπόψυχος, κομμουνιστής, θηρίο, δολοφόνος!

Ο Τσουρκάνου τότε, και οι ακόλουθοι του, έδωσαν τη δική τους απάντηση. Έβγαλαν τα ρόπαλα και άρχισαν να χτυπούν δεξιά και αριστερά, τυφλά και αμείλικτα. Το πλήθος, όμως αντέδρασε με βία, σε μια νόμιμη άμυνα, και οι τρεις μαντατοφόροι της «αναμόρφωσης» δέχτηκαν τις γροθιές και τα ποδοπατήματα των κρατουμένων. Ο Τσουρκάνου χτύπησε τότε την πόρτα και ζήτησε τη βοήθεια της διοίκησης. Είναι γεγονός ότι ο διευθυντής, η Ασφάλεια του Κράτους και πολλοί δεσμοφύλακες περίμεναν κιόλας στην πόρτα.

-Να ζήσετε! είπε ο Τσουρκάνου. Σας αναφέρουμε ότι εδώ έγινε μια αντεπαναστατική και εγκληματική ομαδική ανταρσία και, αν εμείς δεν αντιστεκόμασταν, θα δραπέτευαν οι κρατούμενοι.

Προσπάθησαν οι κρατούμενοι να πάρουν το λόγο, αλλά σκεπάστηκαν τα στόματά τους με τις γροθιές. Οι τραμπούκοι τους ξυλοφόρτωσαν, τους έσπασαν τις πλευρές τους με τα ρόπαλα, καταπάτησαν τα σώματα τους με τις μπότες. Οι δεσμοφύλακες και οι «αναμορφωμένοι» ξυλοκοπούσαν όλη τη μέρα εκείνους τους άτυχους και απροστάτευτους νεαρούς. Ύστερα τους έκλεισαν πάλι στις φυλακές και τους μήνυσαν:

-Αν τολμήσει κάποιος ν΄ αντισταθεί στη διαδικασία της «αναμόρφωσης», θα δολοφονηθεί!

Η επίπληξη ήταν πολύ μεγάλη, τρομακτική. Καταλάβαιναν και δεν καταλάβαιναν τί γίνεται. Ο Τσουρκάνου θριάμβευε απειλητικός. Οι φοιτητές αισθάνονταν αβοήθητοι. Δεν υπήρχε διέξοδος, δεν είχαν σε ποιόν να απευθυνθούν. Έπρεπε να εκλέξουν: τυφλή υποταγή ή εξουθένωση.

Βάσανα του πνεύματος

Οι κρατούμενοι αναγκάζονταν να λένε βλασφημίες ή να κάνουν πράγματα πού να προσβάλουν την αγιότητα τού Θεού. Βλέπουμε στην παραπάνω εικόνα: όλη την Μεγάλη Εβδομάδα μερικοί κρατούμενοι (από αυτούς που αγαπούσαν πολύ τον Θεό) αναγκάστηκαν να περπατάνε γονατιστοί, έχοντας στην πλάτη τους «σταυρούς» από παλαιοσκούπες. Ενώ αυτοί ήταν γονατιστοί, οι αναμορφωτές τραγουδούσαν τις πιο άσχημες πορνογραφίες πάνω στην μελωδία των Εγκωμίων τής Μεγάλης Παρασκευής. Τα λόγια τους ήταν φοβερές βλασφημίες.

Ύστερα γύρω στον Τσουρκάνου μαζεύτηκαν εθελοντικά 10-15 τραμπούκοι, μεταξύ των οποίων ήταν και δύο Εβραίοι. Αυτός ο μικρός πυρήνας διέπραξε μεγάλες φρικαλεότητες στο Πιτέστι, διότι τους είχαν υποσχεθεί την ελευθερία. Ονειρεύονταν λοιπόν ότι θα γίνουν συνταγματάρχες της Ασφάλειας του Κράτους και ταυτίζονταν, κατά κάποιο τρόπο, με τον κινητήρα της πιο θερμής επαναστατικής πράξης.

Ο θάλαμος 4 του Νοσοκομείου

Οι βασανιστές είχαν ώς έδρα τους το θάλαμο 4 του Νοσοκομείου. Ήταν ένας μεγάλος θάλαμος, μέσα στον οποίο χωρούσαν εκατοντάδες άνθρωποι. Τριγύ­ρω είχε ξύλινα κρεβάτια και στο κέντρο του υπήρχε έ­να είδος ρινγκ, πολύ κατάλληλο για τη διαδικασία της «αναμόρφωσης».

Οι τραμπούκοι άρχισαν τα βασανιστήρια χωρίς σύστημα, αλλά με άγριο δάρσιμο, για «ξεπάτωμα». Μπαίναμε στα βασανιστήρια με τη σειρά, ανά 15-20 θύματα, στο κέντρο του δωματίου, ενώ οι άλλοι κρατούμενοι ήταν καθισμένοι σε «θέση διαλογισμού», δίπλα στα ξύλινα κρεβάτια, με τα χέρια στα γόνατα, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ή να μιλήσουν. Μια ομάδα τραμπούκων έκαναν αστυνομικά μπλόκα γύρω γύρω στα κρεβάτια και κοπανούσαν δυνατά κάθε μικρή αντίδραση των θυμάτων και με καθορισμένες διαταγές.

Οι τραμπούκοι ονομάζονταν «κύριοι» και τα θύματα ήταν «κερατάδες», που υβρίζονταν, δέχονταν εμπαιγμούς, εξευτελισμούς με τους πιο ελεεινούς και φοβερούς τρόπους. Για να είναι ο εξευτελισμός πιο μεγάλος, τα θύματα ήταν γυμνά.

Τη νύχτα κοιμούνταν με το πρόσωπο ακάλυπτο και τα χέρια βγαλμένα έξω από την κουβέρτα, διότι οι περισσότεροι προσπάθησαν κρυφά, κάτω από την κουβέρτα, ν΄ αυτοκτονήσουν -αλλά το δικαίωμα να πεθάνεις, απαγορευόταν. Επιδιωκόταν η ψυχική θανάτωση, για να επιτευχθεί η μαρξιστική-λενινιστική αναδιάρθρωση.

Στην πρώτη περίοδο μια ομάδα απελπισμένων νεαρών όρμησαν με τα χέρια και τα κεφάλια τους προς τα παράθυρα, αλλά δεν πρόλαβαν να αυτοκτονήσουν. Μετά, που θεραπεύθηκαν από τις πληγές τους, μπήκαν στη σειρά.

Διάφορες μαρτυρίες για βασανιστήρια

Εφαρμόσθηκαν όλα τα συστήματα βασανιστηρίων.

Το πιο συχνό ξυλοκόπημα γινόταν με γροθιές και με το ρόπαλο. Οι τραμπούκοι είχαν γίνει μεγάλοι αριστοτέχνες στο να μαστιγώνουν στα πιο ευαίσθητα σημεία του σώματος. Το αίμα που κυλούσε τους εξαγρίωνε περισσότερο. Τους είχαν ξεσκίσει πλευρές, κόκκαλα, ραχοκοκκαλιά. Έβλεπες σπασμένα κεφάλια, βγαλμένα μάτια, κατεστραμμένα τύμπανα.

Ένα νεαρό τον σταύρωσαν με σχοινιά και με δύο καρφιά στον τοίχο. Κατόπιν τον χτύπησαν στο συκώτι μέχρι που πέθανε. Ο Τσουρκάνου τον κατέβασε με φτυσίματα από τον τοίχο και τον έσυρε έξω, όπου οι Αρχές και ο διευθυντής υπέγραψαν το πρωτόκολλο του θανάτου, λόγω καρδιακής προσβολής.

Σ΄ έναν άλλο δόθηκε αλμυρό νερό να πιει και πέθανε με φοβερούς πόνους. Πολλούς άλλους τους ξερίζωναν τα νύχια. Πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε η κινεζική σταγόνα, δηλαδή η στάλα που έπεφτε στο κεφάλι των θυμάτων μέρα νύχτα, μέχρι που τρελαίνονταν. Πολλούς τους κτυπούσαν με το ρόπαλο και τους στούμπιζαν τα πλευρά και το πρόσωπο μέχρι να λιποθυμήσουν. Όσο πιο γνωστό τους ήταν το θύμα, τόσο πιο οδυνηρή ήταν η ένταση των βασάνων.

Άλλη μέθοδος ήταν η στοίβα. Σχημάτιζαν μια στοίβα ανθρώπων, όπως κάνουν τις ξύλινες στοίβες στα δάση, και κατόπιν οι τραμπούκοι ανέβαιναν επάνω και χόρευαν και κοπανούσαν τα θύματα τους, που ούρλιαζαν από τον πόνο, αν και απαγορευόταν να φωνάξεις ή να αναστενάξεις. Εκείνοι λοιπόν που έβγαζαν κραυγές, τιμωρούνταν. Ακόμη έφραζαν τα στόματα τους με βρόμικα κουρέλια, με τα οποία έπλεναν τις τουαλέτες.

Ο Τσουρκάνου είχε τη φιγούρα του λιονταριού: Ξάπλωνε στο ξύλινο κρεβάτι ένα θύμα, καθόταν δίπλα του και άρχιζε βαθμιαία να το πνίγει. Γνώριζε τόσο καλά τις αντιδράσεις των ανθρώπων, ώστε κανόνιζε να κάνει τόσες κινήσεις πνιγμού, όσες αυτός θεωρούσε αναγκαίες μέχρις ότου ο άνθρωπος λιποθυμήσει. Μεταξύ των πρώτων θυμάτων ήταν και ο Μπογδανοβίτσι, τον οποίο ο Τσουρκάνου τον θεωρούσε προσωπικό του αντίπαλο.

Κάποιος είχε παρατηρήσει ότι σε χρονιάρες και σε νηστήσιμες μέρες (την Παρασκευή ιδιαιτέρως) οι «αναμορφωμένοι» ήταν πιο δαιμονισμένοι. Για να πούμε όμως την αλήθεια, δεν υπήρχε καμιά στιγμή ανάπαυσης. Αν δεν ήσουν βασανιζόμενος, τότε ήσουν θεατής στα βάσανα των άλλων.

Πολλοί ξυλοκοπήθηκαν με λεπτά ρόπαλα στα αχαμνά τους και μερικοί απ΄ αυτούς πέθαναν κατόπιν. Άλλους τους ξερρίζωσαν τα μαλλιά τρίχα τρίχα. Τα δόντια τους πηδούσαν από το στόμα τους σαν φασόλια. Άλλους τους κρέμασαν με τα πόδια επάνω και το κεφάλι κάτω, και τους βασάνιζαν. Ούτε η γλώσσα τους δε γλύτωσε από τα βάσανα.

Ήταν γνωστή η περίπτωση ενός νεαρού ο όποιος είχε βυθισθεί με το κεφάλι τόσες φορές στην τουαλέτα ώστε έπαθε μια ψυχωτική άθλια κατάσταση: κάθε μέρα πήγαινε μόνος του, σε μια συγκεκριμένη ώρα, και βύθιζε το κεφάλι του στην τουαλέτα, ενώ το πλήθος χαχάνιζε.



Ένας άλλος νεαρός είχε ομολογήσει: "Έχω φάει τόσες καραβάνες με σκατά, ώστε δε θυμάμαι το νούμερο. Όμως ήμουν ευχαριστημένος να με πιέζουν να τρώω τα δικά μου παρά να μου δίνουν άλλα από την τουαλέτα".

Πολλούς τους ανάγκαζαν να στέκονται μόνο στο ένα πόδι και με το ένα χέρι ανεβασμένο ψηλά. Απαγορευόταν να κουνηθούν. Μ΄ αυτό τον απελπιστικό τρόπο αγκυλωνόταν το πόδι τους απίστευτα για πολλές ημέρες συνεχώς.

Ένα φοιτητή, ο οποίος είχε ξεπεράσει όλα τα ρεκόρ ορθοστασίας, βλέποντας τον ο Τσουρκάνου ότι ακόμη αντέχει, τον χτύπησε, ρίχνοντας τον στο πάτωμα σαν να ήταν ένα ξερό κούτσουρο. Οι μύες του σώματός του είχαν σκληρυνθεί. Δεν ξέρω ακριβώς πόσο διήρκεσε αυτή η κακουχία, αλλά σίγουρα είχε πολλές μέρες ορθοστασίας στο ένα πόδι.

Εάν οι κρατούμενοι ήταν φίλοι μεταξύ τους, οι τραμπούκοι τους ανάγκαζαν ο ένας να κτυπά τον άλλον με σκληρότητα. Εάν όμως ο ένας κτυπούσε το φίλο του ελαφρά και με εύσπλαγχνία, οι τραμπούκοι τον ξυλοφόρτωναν.

Η βλασφημία

Βαθμιαία άρχισε η συστηματοποίηση των βασανιστικών κακοποιήσεων με ακόμη πιο άθλιους τρόπους. Όταν ο Μπογδανοβίτσι, όντας πια σε δυσμένεια, ήταν πολύ άρρωστος και κανένας δεν του ‘δινε σημασία, τότε κάποιος είπε τα εξής:

-Κοίτα τον, θα πεθάνει αβάπτιστος. Ελάτε να τον βαπτίσουμε!

Με φρικτά χαχανητά τον πήραν από τα πόδια και τον έχωσαν με το κεφάλι σε μια τουαλέτα γεμάτη ακαθαρσίες, από τις όποιες ρούφηξε αρκετές για να μην πνιγεί. Τέτοιου είδους «βαπτίσεις» γίνονταν συχνά.

Όταν ο Μπογδανοβίτσι ήταν ετοιμοθάνατος, άλ­λος φιλότιμος είπε στους άλλους:

-Κοιτάξτε, πεθαίνει ακοινώνητος! Και πήρε ακαθαρσίες και τις έβαζε με το ζόρι στο στόμα του.

Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του ο Μπογδανοβίτσι είπε σ΄ έναν, ο οποίος τόλμησε να υψώσει τη φωνή του και να τον υπερασπισθεί:

-Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε. Έκαμα λάθη. Δεν πίστευα ότι κάποτε θα φθάσω εδώ. Δεν επιτρέπεται να αστειεύεται κανείς με το διάβολο. Πεθαίνω σαν ένας παλιάνθρωπος και δεν έχω καμιά, ελπίδα. Εάν είναι δυνατό, συγχωρήστε με! Κανείς ποτέ να μη δέχεται ούτε την παραμικρή «συμμαχία» με το διάβολο. Εγώ είμαι θύμα των λαθών μου. Ας διδαχθούν οι άνθρωποι να μη κάνουν ότι έκανα εγώ.

Κοπροφαγία

Άλλο βάσανο πού επινόησαν οι «αναμορφωτές» για να συντρίψουν ψυχικά τούς κρατουμένους και να δεχτούν την «αναμόρφωση». Οι κρατούμενοι αναγκάζονταν από τούς «αναμορφωτές» να τρώνε κόπρανα. Σ’ αυτούς που δεν δέχονταν τούς έσπαζαν τα δόντια με σίδερα, τούς άνοιγαν τα στόματα και με το ζόρι χύνανε μέσα τα κόπρανα. Έχει μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες πού λένε ότι φάγανε ολόκληρα κιλά κόπρανα. Όποιος έτρωγε τα δικά του κόπρανα ήταν «τυχερός». Οι κρατούμενοι «βαπτίζονταν» στο δοχείο με κόπρανα. Οι ιερείς έπρεπε να κάνουν «λειτουργία» με ακαθαρσίες (κόπρανα και ούρα) και μετά να «κοινωνήσουν» τούς άλλους. Στην μικρότερη αντίδραση που είχαν, άρχιζε πάλι το ξύλο.

Με τον καιρό η κατάσταση έφτασε σε μια ομαδική τρέλα, όπου οι συμπεριφορές γίνονταν όλο και πιο τραγελαφικές. Ιδού ένα παράδειγμα: Ο Τσουρκάνου βρίσκεται μπροστά σε μια τρομοκρατική και παραμορφωμένη ψυχικά ομάδα για πολλή ώρα. Όλοι τρέμουν, λες και έπαθαν ηλεκτροπληξία, αλλοπαρμένοι και έντρομοι. Κανένας δεν τολμά να σκεφτεί κάτι άλλο, παρά μόνο τη Γραμμή του Τσορκάνου. Πολλοί αμιλλώνται πως να τον ευχαριστήσουν.

-Γδυθείτε! διατάζει ο Τσουρκάνου. Εσύ είσαι παρθένος… ενώ εσύ (και δείχνει κάποιον άλλο) είσαι ο άγιος Ιωσήφ. Θ΄ αποδείξουμε τώρα πως ήταν δυνατό να ενσαρκωθεί ο Υιός του Θεού -να τον πάρει ο διάβολος- από μια Παρθένο που έμεινε για πάντα Παρθένος. Λοιπόν, Μαρία, δείξε τον πισινό σου! έτσι, έτσι… (ακολουθεί μια ανήκουστη βλασφημία την οποία μόνο ένας δαιμονισμένος νους μπορούσε να φανταστεί). Ο σκοπός ομολογουμένως των βασανιστών ήταν να σκοτώσουν την πίστη στον Θεό μέσα στο νου και στην καρδιά των κρατουμένων. (Λόγω της ευλάβειας μας προς την Θεοτόκο δε γράφουμε εδώ ακέραια την αφήγηση του συγγραφέα).

Ζητώ να με συγχωρήσετε διότι γράφω αυτά τα ασεβή και βλάσφημα λόγια και έργα τους για την Θεοτόκο και για άλλα ιερά πρόσωπα. Το κάνω με τρόμο και πόνο, αλλά πιστεύω ότι ο κόσμος χρειάζεται αυτό το σοκ για να ξυπνήσει. Ένας κόσμος, που ο ίδιος είναι πνευματικά αλλοτριωμένος, χρειάζεται να γνωρίζει τέτοιες φρικαλεότητες για να ξυπνάει και να αισθάνεται έντονα το χάσμα στο οποίο ολισθαίνει.

Αυτό το οποίο διέταξε ο Τσουρκάνου εκτελέσθηκε.

Καθώς εξετελείτο δημόσια αυτό το πανάθλιο και ελεεινό έργο, με ένα σήμα του Τσουρκάνου το ακροατήριο ξέσπασε σε σκανδαλώδη γέλια, ζητωκραυγές και κοροϊδίες των ιερών πραγμάτων.

Εκείνοι οι άθλιοι άνθρωποι είχαν χαμένα και αλλοίθωρα τα βλέμματά τους, έμοιαζαν με φίδια που επιτίθενται, με θηρία που τα δαγκώνουν θανάσιμα, με τρελούς ή δαιμονισμένους. Η έκφραση των προσώπων τους ήταν αγριωπή. Οι χειρονομίες τους ανήσυχες και εξαρθρωμένες. Όλοι ήταν αναγκασμένοι να χειροκροτούν, αλλά όχι στον ίδιο ρυθμό, ένταση και χρόνο, διότι ο καθένας τους είχε φτάσει σ΄ ένα δικό του βαθμό αντοχής.



Η φαντασία άρχισε να λειτουργεί πυρετωδώς και περιγελάστηκαν κλιμακωτά και άλλα ιερά γεγονότα του Χριστιανισμού: Η διαφυγή στην Αίγυπτο, η επί του Όρους Ομιλία, οι Απόστολοι, ο Ιησούς και η Μαρία Μαγδαληνή, το Πάσχα κ.τ.λ. Με αυτά τα μέσα το Καθεστώς επεδίωκε την καταστροφή της πίστεως, το τελευταίο προπύργιο της ανθρώπινης αντίστασης, που έπρεπε να εξορισθεί από τις δυνάμεις του σκότους.

Δημήτριος Μπορντεάνου. Αυτόπτης μάρτυρας της «Αναμόρφωσης» και συγγραφέας. Έγραψε το συγκλονιστικό βιβλίο-ντοκουμέντο «Μαρτυρίες από το βάλτο τής απογνώσεως». Μέσα στην «Αναμόρφωση» ο Μπορντεάνου δεν αρνήθηκε τον Θεό, απλά δήλωσε δημόσια ότι δεν προσεύχεται πλέον. Δαιμονίστηκε. Θεραπεύτηκε μερικά χρόνια αργότερα, σε άλλη φυλακή από τον Γεώργιο Ζιμπόιου [για το συγκλονιστικό αυτό γεγονός και τη σπουδαία προσωπικότητα του Γεωργίου Ζιμπόιου (ενός νεαρού κρατούμενου, που πρέπει να 'ταν μεγάλος πνευματικός αγωνιστής) δες εδώ].

Πρέπει να σας καθαρίζουμε το μυαλό κομμάτι κομμάτι!

Τα στάδια, από τα οποία περνούσε η «αναμόρφωση» ήταν τέσσερα:

1. Η καταστροφή της αντοχής των ανθρώπων διά τής βίας, μέχρι το επαναστατικό σοκ, δηλαδή μέχρι την υποχώρηση και την αποδοχή της «αναμόρφωσης».

2. Η αυτοκαταγγελία, η οποία έπρεπε να φανερώνει όλο το παρελθόν και το παρόν, ότι ήξερε ο καθένας για τους φίλους του και για τους ξένους. Αυτή γινόταν εγγράφως. Η ειλικρίνεια έπρεπε να είναι απόλυτη. Εάν η αυτοκαταγγελία ενός δεν ανταποκρινόταν με του αλλουνού, τότε ακολουθούσαν τα πιο φρικιαστικά βάσανα. Άρα κανένας δεν τολμούσε να κρύψει κάτι πια.

3. Ο εμπαιγμός και η απάρνηση όλων των αξιών και των ιδεών του παρελθόντος, ιδιαίτερα η διακωμώ­δηση της θρησκείας και του Θεού.

4. Η ένταξη του αναμορφωμένου ως στελέχους της «αναμόρφωσης», με σκοπό να καταστρέψει με οποιαδήποτε μέθοδο όλους που αρνούνται ν΄ αναμορφωθούν.

Απ΄ αυτό το ψυχοπαθολογικό σχέδιο φαίνεται ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια επιστήμη καθαίρεσης του άνθρωπου, η οποία έχει εφαρμοστεί άσπλαχνα στις ψυχές και στις συνειδήσεις κάποιων αθώων νεαρών.

Τα θύματα ήταν πάντοτε υπό την παρακολούθηση των τραμπούκων:

-Έε παλιόσκυλο, πες μου τι γίνεται με σένα; ρώτησε ένας τραμπούκος κάποιον βασανισμένο επί μήνες νεαρό από την Κωστάντζα.

Είναι πάρα πολλά, άρχιζε να λέγει με φωνές ο νεαρός. Δεν χορτάσατε πιά; Θέλεις να γίνεις προδότης και της μάνας σου, που θυσιάσθηκε για να σε μεγαλώσει;

Και επειδή απάντησε σωστά, κτυπήθηκε μέχρις αίματος. Αυτός ο άνθρωπος σε κάποια στιγμή απροσεξίας των φυλάκων, πήδηξε από τον τρίτο όροφο με το κεφάλι κάτω στο κενό της εσωτερικής σκάλας και πέθανε. Οι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση του, τιμωρήθηκαν. Ο διοικητής έστειλε τότε μια επιτροπή να ερευνήσει για την αιτία του θανάτου του και, κτυπώντας το πτώμα με την μπότα του, είπε:

-Δώσε τον στο… γιατρό και γράφε «τριτογενής σύφιλις»…!

Τα θύματα ήταν συνεχώς υπό την παρακολούθηση των δημίων.

-Τι σκέφτεσαι; ρώτησε ο δήμιος ένα θύμα.

Ο άνθρωπος αυτός χανόταν ψυχικά και μια εσωτερική τρομάρα σκότιζε το νου του. Εάν άρχιζε να ψεύδεται, φοβόταν. Αν έλεγε την αλήθεια, τον τρομοκρατούσαν και τον ράβδιζαν αμέσως.

Το ρίγος της τρομάρας και ο πανικός είχαν γενικευθεί. Οι άνθρωποι αναγκάζονταν ν΄ αποβάλλουν κάθε λογισμό που δεν άρεσε στην «αναμόρφωση» και σκέπτονταν μόνο, όπως τους διέταζαν.

Ένα από τα συνθήματα της «αναμόρφωσης» ήταν, «πρέπει να καθαρίζουμε κομμάτι-κομμάτι το μυαλό σας». Και αληθινά, με τα συνεχή και ανεύθυνα βάσανα έγινε η συνθηκολόγηση μερικών συνειδήσεων σπάνιας ωραιότητας. Μερικοί άντεξαν μια μέρα, άλλοι μια βδομάδα, άλλοι ένα μήνα και άλλοι μερικούς μήνες, αλλά κανένας δεν μπορούσε να αντέξει παντοτινά. Η αντοχή τους στο Πιτέστι εξαρτήθηκε από τρεις συντελεστές: από τη δύναμη των πιέσεων που είχε επιβληθεί σε κάθε άνθρωπο, από την προσωπική, ψυχική και σωματική αντοχή τους, και από τη συνείδηση του καθενός, η οποία είχε μεγάλη σημασία σε κάθε περίπτωση.

Πηγές:
Κείμενο: Ιωάννη Ιανολίδε, Συνταρακτικά περιστατικά φυλακισμένων Ρουμάνων Ομολογητών και Μαρτύρων του 20ου αιώνα, Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Έκδοσις Α΄, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 81-95.
Εικονογράφηση: 1. Icoana Noilor Martiri ai pământului Românesc, Editura Bonifaciu, Bacău 2009.
2. Fericiti cei prigoniti -martiri ai temniţelor româneşti-, ed. îngrijită de Matei Marin, Editura Bonifaciu, Bucuresti 2008.

Β΄
π. Γκεόργκε Καλτσίου-Ντουμιτρεάσα: ο «προσωπικός εχθρός» του Ν. Τσαουσέσκου

ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ



Ο π. Γεώργιος (Γκεόργκε) Καλτσίου-Ντουμιτρεάσα γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1925. Ήταν ο μικρότερος από τα 11 παιδιά της οικογένειας Κάλτσιου και καταγόταν από το χωριό Μαχμουντία νομός Tulcea.
Από μικρό παιδί οι γονείς του, του εμφύσησαν την αγάπη για το Θεό. «Μεγάλωσα σε μια απλή αλλά θρησκευόμενη οικογένεια, πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου σε μια εκκλησία κοντά σ’ έναν ιερέα. Νέος είχε σκέψεις να γίνει μοναχός. Τελικά αποφάσισε να υπηρετήσει τους ανθρώπους με άλλον τρόπο. Το 1945 γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου. Το 1948 οι κομμουνιστές φυλάκισαν όλη την αφρόκρεμα της ρουμανικής διανόησης αλλά και τους φοιτητές αλλά και όσους αντιτείνονταν ή νόμιζαν οι κομμουνιστές
ότι αντιτείνονταν στην ιδεολογία τους, είτε για πολιτικούς είτε για θρησκευτικούς λόγους. Έτσι συνελήφθη και ο φοιτητής Γκεόργκε Κάλτσιου με την κατηγορία της «υπονόμευσης της ασφάλειας του κράτους».

"Σχολή" Πιτέστι

Για τον νεαρό Γκεόργκε το στρατόπεδο εξόντωσης του Πιτεστι γίνεται ένα νέο σχολείο. Από τον αφελή με τα γαλάζια μάτια μετατρέπεται σε «ατρόμητο μαχητή» για το Χριστό και την πατρίδα Σ’ αυτή τη φυλακή έπεσε στην πιο μεγάλη αμαρτία της ζωής του (απαρνήθηκε το Χριστό) αλλά και τις πιο μεγάλες αρετές (αγάπη για τον εχθρό και το θάρρος της ομολογίας) που τον βοήθησε πολύ να ξαναναστηθεί ψυχικά.
Στο Πιτεστι ..ήταν οι πιο καθαροί κρατούμενοι. Αυτοί δε ήταν μπλεγμένοι σε πολιτικά ρεύματα και δράσεις. Η μεγάλη αντοχή που έδειξαν οφειλόταν στην προσευχή και την απόκτηση των αρετών. Στη φυλακή είχε δημιουργηθεί ένα μυστικιστικό ρεύμα, δύσκολα κατανοητό από τους δήμιους. Εκεί ήταν ένα κέντρο πνευματικότητας «έχοντας από μικρός μεγαλώσει με την προσευχή ενσωματώθηκα εύκολα σ’ αυτήν την πνευματική κίνηση».
Στο Πιτέστι η προσευχή δε σταμάτησε μέρα-νύχτα. Το κάθε κελί είχε ώρα προσευχής. Όταν το ένα κελί τελείωνε την προσευχή χτυπούσε τοίχο και άρχιζε η προσευχή στο άλλο κελί. Όταν άρχισε η «επαναδιαπαιδαγώγηση» στο Πιτέστι, υπήρχε ήδη ένα κέντρο προσευχής & πνευματικότητας.
(σημ. π. Γεωργ. ["Προσκυνητή"]: Τη διετία 1949-1951 στις φυλακές του Πιτεστι έλαβε μέρος το πιο φριχτό και σατανικό πείραμα των κομμουνιστικών φυλακών. Η προσπάθεια «επαναδιαπαιδαγώγησης» των κρατουμένων και η δημιουργία ενός νέου, κομμουνιστικού ανθρώπου, μέσα από απάνθρωπα βασανιστήρια).

Πτώση και ανύψωση

Ο πιο φοβερός βασανιστής ήταν ο Εουτζέν Τσουρκάνου. Αυτός, όπως διηγούνται όσοι κατάφεραν να επιζήσουν από τα χέρια του, «ήταν γεμάτος από μανία και οργή» μια μανία δαιμονική. Στις ανακρίσεις όταν τελείωνε τα βασανιστήρια έλεγε: «Αν ο Χριστός ζούσε στον καιρό μου, δε θα έφτανε καν στο Σταυρό». Λέει ο π. Γκεόργκε: «Ο Τσουρκάνου είχε επάνω του κάτι το δαιμονικό. Αυτός ήταν ο ανώτατος δαίμονας της επιχείρησης Πιτεστι. Είχε μια δύναμη επιβολής φοβερή. Όταν έμπαινε στο κελί έσπερνε τον τρόμο. Όλη η φυλακή τον έτρεμε. Έπαιρνε τους καλύτερους από εμάς και τους ,κτυπούσε, τους βασάνιζε τους άλλαζε κυριολεκτικά. Ακόμη κι αν δεν άλλαζε κάτι στη ψυχή τους, ο τρόμος ήταν τόσο μεγάλος που μερικοί γίνονταν από μονή τους καταδότες. Έτσι εισήγαγε την έλλειψη εμπιστοσύνης, τον τρόμο και την απελπισία σε πολλούς από εμάς.
Μερικοί άντεξαν, άλλοι όχι. Άλλοι πέθαναν την ώρα των βασανιστηρίων και άλλοι αυτοκτόνησαν. Λίγοι άντεξαν μέχρι τέλους. Κάποιοι απ’ αυτούς που έπεσαν, ξανασηκώθηκαν. Νωρίτερα η αργότερα επειδή η επανόρθωση της ψυχής δεν είναι σαν την επανόρθωση του σώματος. Η ψυχή έχει πιο μυστηριακούς νόμους, επανέρχεται δυσκολότερα. Η δική μου επανόρθωση ήταν δυσκολότερη γιατί το ρήγμα ήταν μεγαλύτερο. Ήμουν 25 ετών, αρκετά αφελής, ένα παιδί από χωριό με δυνατή πίστη και εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Ήθελα ν’ αυτοκτονήσω μαζί με τον Πουιου Ντόμπρε. Του έγραψα τη σκέψη μου σ’ ένα σαπούνι. Ο Τσουρκάνου με είδε όταν το πέταξα. Μ’ έλιωσε στο ξύλο. Δεν ήξερα πια να διαβάζω, δε γνώριζα τα γράμματα, ξέχασα ακόμη και το ¨ Πάτερ ημών¨ Χωρίς καμιά διανοητική προσπάθεια αισθανόμουν από την καρδία να αχνοφέγγει η προσευχή του Ιησού. Σ’ εκείνη την απελπισία υποσχέθηκα στο Θεό όταν βγω από τη φυλακή να γίνω ιερέας. Οι άλλοι κρατούμενοι με θεωρούσαν άγγελο …..ναι, έναν άγγελο. Ναι αλλά ένας άγγελος ξεπεσμένος.
Συνήλθα τη στιγμή που βρέθηκα μπροστά σε κάποιες τρομαχτικές ενέργειες οι οποίες αποσκοπούσαν στο να μετατραπούν τα θύματα σε θύτες. Τότε ξύπνησε μέσα μου το πνεύμα δικαιοσύνης και ο φύλακας άγγελος μου με βοήθησε -ρισκάροντας τη ζωή μου- να λάβω θέση βάζοντας στοπ σ’ αυτά τα σχέδια.
Μου ζήτησαν να πω ότι συνωμότησα μαζί με κάποιους άλλους σε πολιτικές υποθέσεις, αλλά εγώ ούτε καν τους γνώριζα. Αργότερα ο νεαρός Γκεόργκε Καλτσίου οδηγήθηκε σ’ ‘άλλες τρομακτικές φυλακές όπως η Ζίλαβα, στη Ζάρκα στο Αϊούντ και στη Γκέρλα. Το 1964 δόθηκε γενική αμνηστία. Μετά από 16 χρόνια ήταν ελεύθερος. «Το 1964 μας απελευθέρωσαν, μετά τις πιέσεις της Δύσης αλλά και επειδή οι κομμουνιστές θεωρούσαν ότι τώρα πια ήταν κυρίαρχοι στη χώρα, αλλά και τις ψυχές μας.


Φωτο από το αναλυτικό άρθρο π. Γ. Κάλτσιου ή Η κατά Χριστόν τρέλα, που καλώ οπωσδήποτε να διαβάσετε. Έχει λεζάντα: «Ο π. Γεώργιος Κάλτσιου στην "Αναμόρφωση" της φυλακή του Πιτέστι κόβει τις φλέβες του, για να δώσει αίμα και να ζήσει ο Οπρισιάνου». Υποθέτω ότι το γεγονός αφορά στον άγιο και φιλόσοφο Κωνσταντίν Οπρισάν.
"Στρατιώτης" με ράσα

Όταν βγήκα από τη φυλακή θέλησα να συνεχίσω στην Ιατρική Σχολή αλλά δε με δέχτηκαν. Έτσι σπούδασα γαλλική φιλολογία. Μετά θέλησα να γραφώ στη Θεολογική σχολή για να εκπληρώσω την υπόσχεση που έδωσα στο Θεό όταν ήμουν φυλακή. Αρχικά με απέρριψαν, λόγω του φακέλου μου. «Πήγα στον Πατριάρχη Ιουστινιάν. Προς μεγάλη μου έκπληξη δέχτηκε αν και του είπα για τα χρόνια της κράτησής μου. Μ’ έστειλε στον γραμματέα της σχολής μοναχό Αντώνιο Πλαμαντεάλα (μετέπειτα μητροπολίτης Τρανσυλβανίας) ο οποίος μου είπε να μη βάλω στο βιογραφικό μου τα χρόνια της φυλακής»
Το 1971 τελείωσε την Θεολογική σχολή και τον δέχτηκαν ως καθηγητή γαλλικής στο εκκλησιαστικό λύκειο. Εν τω μεταξύ παντρεύτηκε την κόρη ενός πρώην κρατουμένου και χειροτονήθηκε ιερέας.
Όταν οι κομμουνιστές γκρέμισαν την εκκλησία Ένει, κτίσμα του 17ου αιώνα, η φωνή του π. Γκεοργκε αντήχησε σαν ένας κεραυνός στην έρημο της αδιαφορίας και του συμβιβασμού, αυτή τη φορά κάνοντας αντανάκλαση και στην οικογένειά του. Λειτουργώντας στην εκκλησία Ράντου Βόντα εκφώνησε 7 ομιλίες, τις περίφημες «7 ομιλίες για νέους». Αυτές οι ομιλίες, όπως και άλλα θαρραλέα άρθρα, καταδίκαζαν το γκρέμισμα εκκλησιών και τον αθεϊσμό και γινόταν μπρος σ’ έναν μεγάλο αριθμό θεολόγων φοιτητών αλλά και φοιτητών από άλλες σχολές. « Τις εκφώνησα τη στιγμή που η ρουμανική συνείδηση ήταν έτοιμη να τις ακούσει. Αυτές οι ομιλίες δημιούργησαν ένα υπόγειο ρεύμα αντίστασης μεταξύ κυρίως των θεολόγων φοιτητών. Ζητούσα ελευθερία πίστεως και να σταματήσει η κατάχρηση εξουσίας. Από την πρώτη κιόλας ομιλία με παρακολουθούσαν αλλά δε μπορούσαν να με συλλάβουν. Είχα προσευχηθεί στο Θεό να μη με συλλάβουν μέχρι να εκφωνήσω και τις επτά.
Δεν κατάφερα να εκφωνήσω όγδοη επειδή με συνέλαβαν».
Καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλακή αλλά εξέτισε τα 5. Συνολικά πλήρωσε την αντικομουνιστική του δράση με 21 χρόνια φυλάκιση. Παρόλα αυτά στη δίκη-παρωδία ξεσκέπασε τους πραγματικούς αυτουργούς των εγκλημάτων της «επαναδιαπαιδαγώγησης».
Μετά τη δεύτερη σύλληψή του οι εξόριστοι Ρουμάνοι μ’ επικεφαλής τον Μιρτσεα Ελιάντε και τον Εουτζέν Ιονέσκου έκαναν εκκλησεις στη Δύση για την απελευθέρωση του. Πάντα το θέμα των πολιτικών κρατουμένων τίθονταν από τις δυτικές κυβερνήσεις στις συναντήσεις τους με τον Τσαουσέσκου. Μετά από έντονες πιέσεις κυρίως της αμερικανικής κυβέρνησης Τελικά απελευθερώθηκε το 1984. Το 1985 ζήτησε πολιτικό άσυλο στις Η.Π.Α. Εγκαταστάθηκε στην Ουάσινγκτον όπου δημιούργησε μια ρουμανική Ορθόδοξη ενορία.
Το 1987 το FBI τον πληροφορεί ότι η ρουμανική σεκιουριτάτε σχεδιάζει να τον δολοφονήσει. Ο π. Γκέοργκε έλεγε ότι αισθανόταν πάντοτε ότι τον παρακολουθούν, κυρίως όταν ερχόταν στην Ευρώπη, αλλά μετά το 1989 όταν ερχόταν στην Ρουμανία.
Παρόλα αυτά δε φοβήθηκε και συνέχισε να έχει επαφή με τη Ρουμανία να γράφει βιβλία και άρθρα όπως και να μιλάει στους ραδιοφωνικούς σταθμούς ¨Η φωνή της Αμερικής¨ και ¨ Ελεύθερη Ευρώπη¨. Μετά το 1989 γνώρισε προσωπικά τον Λίβιου Τούρκου τον αρχηγό της Ρουμανικής κατασκοπείας στις Η.Π.Α. «Ο Τούρκου μου είπε ότι πράγματι σχεδίαζαν την δολοφονία μου από έναν Κουβανό, αλλά παραιτήθηκαν από το σχέδιο εξαιτίας των συνεπειών που θα είχε στις Ρουμανο-Αμερικανικές σχέσεις.
Ο π. Γκεόργκε πέθανε στις 23 Νοεμβρίου 2007 αφού τον κοινώνησε στο κρεβάτι του νοσοκομείου ένας άλλος πρώην κρατούμενος, των κομμουνιστικών φυλακών ο επίσκοπος Κλουζ Βαρθολομαίος Ανανία.

ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ


Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Δαμασκηνού Χριστός, το αιώνιο Ταό, απόδοση στα ελληνικά Μ.Ζ. Δημοσιεύεται και εδώ. [Ολόκληρο το βιβλίο εδώ. Το απόσπασμα είναι από τις σελ. 330 του pdf και κάτω. Για την ορθόδοξη πνευματικότητα, που είναι ο αγώνας για την καθαρότητα και την αγάπη (την κατάσταση του π. Γεωργίου Καλτσίου), δες από τη σελ. 166 και κάτω].
Ο π. Γεώργιος Calciu [Καλτσίου] είναι ένας Ορθόδοξος ιερέας, ο οποίος τώρα έχει περάσει τα εβδομήντα. Στα είκοσί του, είχε μπει σε μια Ρουμανική κομμουνιστική φυλακή, όπου έμεινε για δεκαέξι χρόνια. Εκείνη την εποχή υπέστη το επιστημονικό πείραμα του Pitesti: το πιο διαβολικό σύστημα βασανιστηρίων που επινοήθηκε ποτέ, το οποίο επιχείρησε να ξεγυμνώσει την ανθρώπινη προσωπικότητα και να την αντικαταστήσει με τον κομμουνιστή «νέο άνθρωπο». Όπως αναθυμόταν αργότερα, «δεν υπήρχε βασανιστήριο, είτε ηθικό είτε σωματικό, που να μην είχε χρησιμοποιηθεί».

Αφού τα θεμέλια της ψυχής του απογυμνώθηκαν, ο π. Γεώργιος πέρασε μια μακρά και οδυνηρή διαδικασία μετανοίας, όπου βρήκε την εσωτερική δύναμη να στραφεί προς το Χριστό και έλαβε την υπεράνθρωπη δύναμη να αγαπήσει και να συγχωρήσει τούς βασανιστές του. Όταν στα τριάντα έξι του βγήκε από τη φυλακή, φλεγόταν από αγάπη για το Θεό και για ολόκληρη τη δημιουργία αφού, ενώ υπέφερε αφάνταστα, το πνεύμα του είχε καθαρθεί, θεραπευτεί και αναγεννηθεί από το Θείο Πυρ. Έγινε ιερέας και λίγο αργότερα άρχισε να καλεί τούς νέους της Ρουμανίας, οι οποίοι είχαν ανατραφεί με το ψέμα του υλισμού, να επιστρέψουν στο αληθινό νόημα της ζωής. Παρόλο που οι κομμουνιστικές αρχές διαρκώς δεν τον άφηναν σε ησυχία και απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν, αυτός συνέχισε να διδάσκει δημόσια. Τελικά τον συνέλαβαν και πάλι και τον έριξαν στη φυλακή για έξι χρόνια ακόμη. Αυτά τα χρόνια είχε τις βαθύτερες εμπειρίες της ζωής του, γιατί κατ’ αυτά βίωσε την Θεία Ενέργεια του Χριστού όπως ποτέ πριν.

Όσο έμενε στο μοναστήρι μας, ο π. Γεώργιος ακτινοβολούσε μια αίσθηση υπερκόσμιας γαλήνης και μια χαρά παιδιάστικη. Μάλιστα έδειχνε και νέος, πράγμα αξιοσημείωτο, όχι μόνο λόγω της ηλικίας του, αλλά και γιατί έζησε σε υγρές, υπόγειες, γεμάτες αρρώστιες φυλακές, με ελάχιστα κομμάτια ψωμί. […] Είχε γίνει ένα μικρό παιδί. Όποτε μιλούσε για τα βασανιστήρια πού υπέστη, χαμογελούσε ή και γελούσε ακόμη. Δεν είχε μίσος ή μνησικακία, είχε συγχωρήσει, και ήταν ελεύθερος. […]
 

Ο Π. Βενέδικτος Ghius

[Διηγείται ο π. Γεώργιος Calciu] «Πριν με συλλάβουν, πάντοτε μου άρεσαν τα μοναστήρια. Έτσι κάθε φορά πού μου δινόταν η δυνατότητα να πάω σε κάποιο μοναστήρι, βρισκόμουν εκεί. Πολύ κοντά στο Βουκουρέστι βρίσκεται ένα πολύ σημαντικό μοναστήρι που ονομάζεται Cernica. Την καρδιακή προσευχή την πήρε ο Γεώργιος, ένας μαθητής του Παϊσίου Velichkovsky (ο άγ. Παίσιος Velichkovsky (1722-1794) ήταν αυτός που ξανα-ανακάλυψε και συνέταξε την ανθολογία των αρχαίων κειμένων που είναι γνωστή ως Φιλοκαλία) και την έφερε στην Cernica. Από τότε και μέχρι τώρα – δύο αιώνες σχεδόν – κάθε μοναχός στην Cernica εφαρμόζει αυτή την προσευχή. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίωξης από τον Τσαουσέσκου τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει από το να προσεύχονται.

»Μια Κυριακή ήμουν στο ναό στην Cernica και λειτουργούσα μαζί με κάποιους μοναχούς. Στην αρχή της Θείας Λειτουργίας ήταν εκεί ο π. Βενέδικτος Ghius, ένας πολύ πνευματικός άνθρωπος. Ήταν ο πνευματικός ηγέτης της κίνησης της Καιομένης Βάτου στη Μονή Antim, η οποία ήταν μια ομάδα αφοσιωμένη στην προσευχή, που είχε σχηματιστεί από μοναχούς για χάρη των πιο σημαντικών διανοητών στο Βουκουρέστι κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Άτομα από την Καιομένη Βάτο συλλαμβάνονταν μέχρι που η ομάδα εξολοθρεύτηκε και πολλοί από αυτούς πέθαναν στη φυλακή. Ο π. Ghius συνελήφθη επίσης, αλλά ελευθερώθηκε την ίδια εποχή με μένα – το 1965– και άφησε τα πάντα και μπήκε στη Μονή Cernica, όπου ασκούσε την Προσευχή του Ιησού. […] Ποτέ δεν τον είδα λυπημένο ή θυμωμένο.


Ο αγιασμένος γέροντας Βενέδικτος Ghius (μαρτυρίες γι' αυτόν)

»Επειδή ήταν πολύ ηλικιωμένος, δεν λειτουργούσε. Όταν αρχίσαμε τη Λειτουργία, αυτός καθόταν σε μια καρέκλα στο ιερό, ακίνητος. Κάποια στιγμή ένοιωσα κάτι παράξενο στο ιερό. Κοίταξα προς τα αριστερά μου και είδα ότι στη γωνία που καθόταν ο π. Ghius άρχισε να λάμπει ένα Φως. Το Φως κάλυπτε τον π. Ghius εντελώς, αλλά δεν απλωνόταν σε όλο το ιερό. Ηταν ακριβώς γύρω από το σώμα του. Είμαι σίγουρος πώς ο π. Ghius δεν είχε πάρει είδηση τι συνέβαινε σ’ αυτόν. Οι άλλοι μοναχοί είδαν ό,τι έβλεπα κι εγώ, αλλά δεν έδωσαν σημασία γιατί είχαν συνηθίσει σ’ αυτό. το είχαν δει πολλές φορές. Ήταν κάτι πολύ φυσιολογικό γι’ αυτούς. Είχα μείνει κατάπληκτος. Και αυτό το Φως συνέχιζε μέχρις ότου τελείωσε η Λειτουργία. Όταν ο π. Ghius ήρθε να κοινωνήσει, τα χέρια του ήταν χέρια Φωτός. Υποκλίθηκα μπροστά του, και αισθάνθηκε πολύ, πολύ ντροπιασμένος – πιστεύω γιατί αισθάνθηκε ότι δεν ήταν άξιος τέτοιου σεβασμού. Βγήκε από το ιερό χωρίς να κοιτάξει κανέναν. Καθώς έβγαινε, είδα το Φως να εξαφανίζεται και αυτός να γίνεται και πάλι κανονικός άνθρωπος.

»Καθόταν σε μια καρέκλα στο ιερό ακίνητος. Αλλά αν τον κοιτούσες, και χωρίς να ξέρεις τίποτα για το Φως του Χριστού, για το Άκτιστο Φως, μπορούσες να δεις το πρόσωπό του όλο Φως.»


Μια Εμπειρία από την Παιδική Ηλικία

»Ο π. Γεώργιος συνέχισε να μας μιλάει για άλλες εμπειρίες πού είχε από το Άκτιστο Φως. Θυμήθηκε πώς μια φορά, όταν ήταν οχτώ χρονών, στεκόταν μπροστά στο χωράφι των γονιών του και αναλογιζόταν πώς ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το χωράφι ήταν γεμάτο από Φως. «Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν», μας είπε. «Αυτό το Φως δεν είχε σκιά ούτε προοπτική. Ίσως γιατί είχα συνηθίσει στην εικόνα του φυσικού φωτός στο χωράφι, μπορούσα να δω όλες τις λεπτομέρειες, αλλά μόνο στο Φως, χωρίς σκιά. Έμεινα αποσβολωμένος. δεν ξέρω για πόση ώρα ήμουν έτσι. και όταν συνήλθα, το χωράφι ήταν φυσιολογικό. Δεν είπα τίποτε γι’ αυτό στην αδελφή μου ή στον αδελφό μου. Αλλά, αργότερα, όταν ήμουν μαθητής στο λύκειο, μίλησα στη μητέρα μου γι’ αυτό. Δεν εξεπλάγη. Υποθέτω ότι ήξερε κάτι γι’ αυτό, αλλά απλά έκανε το σημείο του Σταυρού πάνω μου […]».


Στη Φυλακή

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου φυλάκισής του, είχε άλλες δύο εμπειρίες αυτού του Φωτός. Διηγείται ο π. Γεώργιος, τη δεύτερη εμπειρία του.

«Ο Τσαουσέσκου ήταν πολύ θυμωμένος μαζί μου και ήθελε να με σκοτώσει στη φυλακή. Δεν μπορούσε να με καταδικάσει σε θάνατο γιατί η περίπτωσή μου ήταν πολύ γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο, έτσι διέταξε να με βάλουν σ’ ένα κελί με σαδιστές εγκληματίες. Με έβαλαν λοιπόν μαζί με δύο τέτοιους εγκληματίες. Ο ένας από αυτούς είχε σκοτώσει τη μητέρα του. Δεν την είχε απλά σκοτώσει. Την είχε βασανίσει επί πολλές μέρες, κόβοντας τα δάχτυλά της και το σώμα της. Ο άλλος είχε σκοτώσει δύο νεαρούς με τον ίδιο σαδιστικό τρόπο...

»Αμέσως οι δύο συγκρατούμενοί μου άρχισαν να με κακομεταχειρίζονται, αλλά όχι πολύ άσχημα. Ξέρετε, είχαν και κάτι το ανθρώπινο. Παρατήρησα ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι χωρίς τίποτα στην ψυχή τους - εγκληματίες και κλέφτες και λοιπά – είχαν μέσα τους κάτι πολύ, πολύ αγαπητό, μέχρι και κάτι το άγιο.

»Κάθε μέρα αυτούς τους δύο αυτούς ανθρώπους τους καλούσε η διοίκηση. Νομίζω ότι τους μάλωναν γιατί δεν μου είχαν κάνει τίποτε. Νομίζω ότι τούς ζητούσαν να με σκοτώσουν. Μια μέρα, μετά από τρεις μήνες, τους κάλεσαν ξανά στη διοίκηση. Ήταν πολύ αναστατωμένοι όταν ήρθαν πίσω. Δύο φορές την εβδομάδα μας επέτρεπαν να βγούμε έξω σε μια μικρή αυλή, δεκαπέντε επί είκοσι πόδια. Πήγαμε έξω και μου είπαν, ‘Στάσου εκεί’. Πήγαν στην άλλη γωνία και μίλησαν μεταξύ τους. Ήμουν σίγουρος ότι είχε έρθει η ώρα να με σκοτώσουν. Στεκόμουν εκεί με το πρόσωπο προς τον τοίχο. Προσευχόμουν, εξομολογούμενος τα αμαρτήματά μου στο Θεό. Μετά από δέκα λεπτά – είχαμε μόνο δέκα λεπτά για περίπατο – ήρθαν σε μένα και είπαν, ‘Πάτερ’ – αυτή ήταν η πρώτη φορά πού με έλεγαν Πάτερ – ‘Πάτερ, αποφασίσαμε να μη σε σκοτώσουμε. Ας σε σκοτώσουν οι φύλακες.’ Άρχισα να κλαίω. Το είχα για σίγουρο ότι θα πέθαινα. Μπήκαμε στο κελί και τώρα μιλήσαμε μαζί. Τους είπα για τον εαυτό μου και για τα πάντα. Μου είπαν για τη δική τους εμπειρία, και για το ότι τώρα πρόσεξαν πώς ήμουν καλός άνθρωπος. Την επόμενη μέρα πήρα την άδειά τους να κάνω Θεία Λειτουργία στο κελί.

»Ήσαν πολύ περίεργοι να δουν τι ήταν η Λειτουργία. Γι’ αυτούς, ο παπάς ήταν κάποιος πού εκμεταλλευόταν τούς ανθρώπους και τούς έπαιρνε χρήματα. Ή ίσως έβλεπαν τον παπά σαν ένα μάγο. Δεν ήξεραν τίποτα για την πίστη. ίσως ήξεραν λίγα πράγματα για τη θρησκεία και την εκκλησία, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν ήξεραν τίποτα για τη Λειτουργία.

»Έτσι, την Κυριακή, άρχισα να ετοιμάζω τον άρτο, το νερό, το κάλυμμα. Με κοίταζαν. Εκείνη την Κυριακή δεν δούλευαν, έτσι είχαμε μια αργία της Εκκλησίας. Με αγριοκοίταζαν, ίσως γιατί νόμιζαν πως αυτά ήταν τα μαγικά μου εργαλεία. Άρχισα τις προσευχές μου με πολύ χαμηλή φωνή, γιατί οι φύλακες δεν επέτρεπαν να κάνουμε τελετή με δυνατή φωνή. Οι συγκρατούμενοί μου με πλησίασαν, απλά για ν’ ακούσουν τι έλεγα. Σιγά-σιγά, όσο προχωρούσε η Λειτουργία, η φλόγα της πίστης μου μετέφερε την ψυχή μου σε άλλο επίπεδο και αυτό τούς άγγιξε – είμαι σίγουρος. Δεν υπήρχε κίνηση. Δεν κουνήθηκαν. Δεν μίλησαν. Ήταν εκεί, μαζί μου, μέχρι το τέλος. Δεν στράφηκα προς το μέρος τους, αλλά μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, αφού κοινώνησα, στράφηκα προς αυτούς και έμεινα έκπληκτος. Τους είδα γονατιστούς, να προσεύχονται μαζί μου και να περιβάλλονται από το Φως. Ήταν μέσα σ’ αυτό το Φως, ορατό Φως, Άκτιστο Φως αλλά ορατό...Ο Θεός απλά άνοιξε τα μάτια μου για να δω αυτό το Φως, και αυτό τους περιέβαλλε. Παρατήρησα ότι ολόκληρο το κελί ήταν γεμάτο από Φως. Δεν ήξερα τότε και δεν ξέρω ούτε τώρα πότε εμφανίστηκε αυτό το Φως. Ίσως όταν άρχισα τη Λειτουργία το Φως να ήταν γύρω μας, αλλά ήμουν συγκεντρωμένος μόνο στην ιερή ακολουθία. Ίσως το Φως να εμφανίστηκε τη στιγμή που έλεγα την επίκληση και από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού το Φως απλώθηκε στο κελί. Ή ίσως το Φως να εμφανίστηκε ακριβώς τη στιγμή που στράφηκα προς αυτούς, ή ίσως να ήταν περικυκλωμένοι από το Φως συνεχώς.

»Αυτό το Φως μεταμόρφωσε τις ψυχές τους! Όχι οι προσευχές μου ούτε η ίδια η τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Ο Θεός μεταμόρφωσε τις ψυχές τους εκχύνοντας αυτό το Άκτιστο Φως πάνω τους. Μέσω αυτού του Φωτός ήμασταν ικανοί να αγαπηθούμε, να προσευχηθούμε και να νιώσουμε ότι έχουμε κάτι κοινό. Ήταν η παρουσία του Θεού, του Ιησού Χριστού.

»Το υπόλοιπο της ημέρας πέρασε με φιλία και αγάπη, μιλώντας για το Χριστό. Για πρώτη φορά μπόρεσα να τους μιλήσω για το Χριστό, για την πίστη, για την αγάπη. Ο ένας τους με ρώτησε: ‘Μπορεί ο Χριστός να με αγαπήσει; Σκότωσα τη μητέρα μου. Πώς μπορεί ο Χριστός να με αγαπήσει;’ Ο άλλος είπε, ‘Μπορεί ο Χριστός να με αγαπήσει αφού σκότωσα δύο νέους; Ίσως πάω και σκοτώσω και άλλους. Μπορεί ο Χριστός να με συγχωρήσει για το έγκλημα πού έκανα;’ Είπα, ‘Μπορεί. Ίσως η ανθρώπινη δικαιοσύνη να μη μπορεί να σας συγχωρήσει, αλλά ο Ιησούς θα σας συγχωρήσει, αν μετανοήσετε. Θα σας δώσει το Σώμα Του και το Αίμα Του, αν μετανοήσετε και αποφασίσετε να μην κάνετε άλλα εγκλήματα.’ Πίστεψαν και δεν πίστεψαν. Ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτούς να καταλάβουν, γιατί σε όλη τους τη ζωή ήταν σε συνεχή σύγκρουση με την κοινωνία. Κοίταζαν να σκοτώσουν, να κλέψουν, να εξαπατήσουν την κοινωνία, και η κοινωνία κοίταζε να τους συλλάβει. Ήταν μία συνεχής πάλη και σε αυτή την πάλη δεν υπήρχε χώρος για αγάπη. Ο πρώτος δεν αγαπούσε τη μητέρα του – σκότωσε τη μητέρα του. Ο άλλος δεν αγαπούσε τους φίλους του – τους σκότωσε. Μια στιγμή αγάπης δεν είχαν. Ίσως όταν ήταν παιδιά η μητέρα τους και ο πατέρας τους να τους αγαπούσαν, αλλά όταν μεγάλωσαν η ζωή τους δεν είχε χώρο για αγάπη. Δεν καταλάβαιναν ακριβώς ποιο ήταν το νόημα της αγάπης – της αγάπης του Ιησού – αλλά η λέξη αγάπη ήταν μια λέξη που τους γοήτευε. Εκείνη την ημέρα επέμεινα στην αγάπη και τούς είπα, ‘Ο Ιησούς είπε, «Αγαπάτε αλλήλους... από αυτό οι άνθρωποι θα γνωρίσουν ότι είσαστε μαθητές μου, από το αν έχετε μεταξύ σας αγάπη... Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Ευλογείτε αυτούς που σας καταριώνται. Ευεργετείτε αυτούς πού σας καταδιώκουν.’ Είπαν, ‘Αυτό είναι αδύνατον. Δεν είναι ανθρώπινο!’ ‘Έχετε δίκιο’ είπα, ‘δεν είναι ανθρώπινο. Αλλά τέτοια αγάπη υπάρχει στον κόσμο – είμαι ένα ζωντανό παράδειγμα για σας.’ Την επόμενη μέρα χωρίσαμε. Η διοίκηση κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε με μένα και ότι αυτοί οι άνθρωποι αρνούνταν να με σκοτώσουν, έτσι με άφησαν μόνο μου στο κελί.

»Δεν ξέρω αν αυτοί οι δύο άνθρωποι συνειδητοποίησαν την παρουσία του Φωτός που είδα στο κελί, αλλά αυτό το Φως λειτούργησε στην καρδιά τους και τους έκανε αδελφούς μου. Η Ενέργεια του Ιησού Χριστού τους έκανε ίσως από εγκληματίες αγίους. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ύστερα από αυτό έγιναν ξανά εγκληματίες. Είμαι πεπεισμένος ότι έχουν σωθεί, και προσεύχομαι γι’ αυτούς συνέχεια. Ακόμα και σήμερα προσεύχομαι γι’ αυτούς. Ποτέ στην προσευχή μου δεν τους βλέπω σαν εγκληματίες. Είμαι σίγουρος ότι έχουν σωθεί.»
 

Το Δώρο του Φωτός

»Αυτό πού ήθελα να σας πω είναι ότι ο Θεός δίνει το Φως Του όχι μόνο σε κάποιους μοναχούς, αφού έχουν πρώτα κάνει μακρόχρονη άσκηση, καθισμένοι στην απομόνωση του κελιού τους συγκεντρωμένοι, ενώνοντας τον νου και την καρδιά, υποτάσσοντας το νου στην καρδιά. Δίνει επίσης το Φως Του σαν δώρο σε κάποιον χωρίς να το αξίζει, χωρίς να ζητάει κάτι από αυτό το άτομο. Μου έδωσε αυτό το Φως χωρίς να το αξίζω, χωρίς να μου ζητήσει να κάνω κάτι γι’ Αυτόν.

»Τα δώρα του Θεού δεν είναι μια ανταμοιβή για μας. Δεχόμαστε δώρα από το Θεό μόνο από την αγάπη Του για μας. Όπως είπα, ήμουν ο μεγαλύτερος αμαρτωλός σ’ εκείνη την πτέρυγα. Ωστόσο, ο Θεός με διάλεξε. Γιατί; Δεν υπάρχει εξήγηση. Αυτά τα παιδιά ήταν εγκληματίες, ωστόσο ο Θεός τους αγάπησε, μέσα στο Φως. Γιατί; Επειδή ήθελε να μεταμορφώσει τις ψυχές τους – και είμαι σίγουρος ότι τις μεταμόρφωσε».

Σημείωση του blog μας: Ο Γέροντας Γεώργιος Καλτσίου ήταν ένας μεγάλος σύγχρονος άγιος της Ορθοδοξίας και από τους μεγαλύτερους της Ρουμανίας. Αξίζει να διαβάσεις γι' αυτόν το αναλυτικό άρθρο (με πολλές φωτο) π. Γ. Καλτσίου ή Η κατά Χριστόν τρέλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου