Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

π. Δημήτριος Στανιλοάε, ο θεολόγος-ποιητής της αγάπης του Θεού (μέρος 2ο ) από Δημήτρης Γ. Ιωάννου


Προτού αναφερθούμε στον άνθρωπο και τον τρόπο που αυτός σώζεται, είναι ανάγκη να μιλήσουμε για ένα εντυπωσιακό θεολογικό, και ποιητικό μαζί στοιχείο, στο οποίο επανειλημμένως επανέρχεται ο π.  Στανιλοάε: την αποφατικότητα του ανθρωπίνου προσώπου. Ομολογώ ότι σε κανέναν άλλο ορθόδοξο θεολόγο, άλλα και γενικά διανοητή του 20ου αιώνα -μήτε καν στους μεταμοντέρνους-, δεν βρήκα μια τόσο τολμηρή ανθρωπολογία. Τι σημαίνει λοιπόν «αποφατικότητα» του ανθρωπίνου προσώπου;
Πρώτα-πρώτα λοιπόν ο π. Στανιλοάε επισημαίνει ότι ο άνθρωπος, όντας πρόσωπο, δεν μπορεί πότε να οριστεί, καθώς είναι ζώσα ύπαρξη και ως ένα σημείο και ο ίδιος πηγή ζωής. Περαιτέρω, το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ο υποστάτης της ουσίας του (όπου ως «ουσία» δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή μια μηχανιστική, καρτεσιανής υφής πραγματικότητα, που αποκλείει μάλιστα τον εικονιστικό και αναγωγικό χαρακτήρα), την οποία και συνεχώς διατηρεί ως το ανεξάντλητο κέντρο εκπόρευσης παντοειδών πράξεων, οι οποίες, δηλώνουν το πρόσωπο, αλλά ποτέ δεν το ερμηνεύουν ολοκληρωτικά. Όχι μόνο ο Θεός, αλλά και ο άνθρωπος δεν έχει κατ’ ουσίαν όνομα, καθώς οι διάφορες ονομασίες -πλην των συμβατικών κυρίων ονομάτων- αναφέρονται στους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνεται ένα πρόσωπο. Πχ μπορώ να ονομάσω κάποιον «αγαθό», «ειλικρινή», «τίμιο», αλλά όλα αυτά δεν αγγίζουν τον μυστηριώδη, πράγματι αποφατικό εσώτατο πυρήνα του εαυτού του –που μπορεί να εκδηλώνεται έτσι ή αλλιώς- , αλλά απλά τις ενέργειες του συγκεκριμένου ατόμου. Τα ονόματα, λέγει ο π. Στανιλοάε, σε μια φράση που μου έκανε εντύπωση, περιορίζουν. Γι’ αυτό άλλωστε, συμπληρώνω, η Ποίηση δεν ονομάζει τελειωτικά, παρά σημαίνει, δείχνει. Με το που θα γράψεις ένα ποίημα, διαβάζουμε μάλιστα σε μερικούς σύγχρονους ποιητές, αυτομάτως καλούμαστε να πάμε στο επόμενο. Κάθε ποίημα, γράφει κάποιος, είναι ένα «αντικλείδι» για να ανοίξει η Ποίηση, η έσχατη δηλαδή πραγματικότητα, και ποτέ το ίδιο το κλειδί. Το όνομα είναι ένα ανθρώπινο «ποίημα» (=έργο), που εξορισμού περιορίζει, καθόσον όμως έχουμε τη συνείδηση ότι φέρει εντός του μια υπερβατικότητα, διατηρεί την μεγάλη του άξια.
Περαιτέρω, το πρόσωπο (όπως άλλωστε και η Ποίηση), σύμφωνα με τον κορυφαίο θεολόγο, βρίσκεται επέκεινα της αντιληπτικής ικανότητας. Γίνεται αντιληπτό αποκλειστικά διά των πράξεών του, και όχι καθεαυτό. Παρομοίως, μας λέγει κάποιος ποιητής, τα ποιήματα-αντικλείδια είναι ένας τρόπος για να εισχωρήσουμε στην Ποίηση, η οποία όμως δεν ανοίγει ποτέ πάρα μόνο τότε που γράφεται το ποίημα, δηλαδή τότε που γίνεται η ποιητική πράξη. Ωστόσο, άπαξ και γραφεί, γίνεται αντιληπτό ότι επρόκειτο μόνο για ένα αντικλείδι, εξ ου και χρειάζεται να προσπαθήσουμε να βρούμε το αρχέτυπο. Γι’ αυτό και ένας άλλος ποιητής, προσθέτει ότι τα ποιήματα είναι μια «φενάκη», με την έννοια ότι μας «εξαπατούν», μόνο βέβαια αν πιστέψουμε ότι εξαντλούν την ουσία της Ποίησης -πρέπει εδώ να τονίσω ότι όσα λέμε για την Ποίηση αποτελούν απλά μια αναλογία με τα της θεολογίας.
Περαιτέρω, ο κορυφαίος θεολόγος τολμά να πει ότι και ο άνθρωπος, αναλογικά, και όχι μόνο ο Θεός, είναι και αυτός απόλυτο. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν υπάρχει για κάποιο σύστημα αναφοράς, αλλά το υπερβαίνει. Υπάρχει «αφ’ εαυτού». Στον άνθρωπο, καθότι δεν είναι Θεός, ασκούνται διάφορες επιδράσεις, ωστόσο σε τελική ανάλυση αυτός είναι η έσχατη αρχή που αποφασίζει για τις σκέψεις του, τα λόγια, τα έργα του. Αυτός παρεμβαίνει και αποφασίζει μόνο όταν θέλει να τις μεταδώσει περαιτέρω, και επίσης σε ποια μορφή θέλει να τις μεταδώσει. Αναλογίζεται ασφαλώς για το πώς μπορεί να χρησιμεύει μια ενέργεια που επιδρά πάνω του, και η οποία  ζητά την συγκατάθεση του προκειμένου να πραγματωθεί περαιτέρω. Μάλιστα, το ανθρώπινο πρόσωπο είναι τόσο αδέσμευτο από το σύστημα αναφοράς που το πλαισιώνει, ώστε, παρόλο που γεννιόμαστε ως αποτέλεσμα μιας ερωτικής πράξης, στην πραγματικότητα προσερχόμαστε στην ύπαρξη ανταποκρινόμενοι σ’ ένα θείο κάλεσμα («οι ουκ εξ ανδρός, αλλά εκ Θεού εγεννήθησαν»). Ούτε ο ερχομός μας στη ζωή δεν είναι καταναγκαστικός για την θεολογία!
Όλα αυτά ηχούν μεταφυσικά στ’ αυτιά πολλών συγχρόνων «διανοητών». Πέρα όμως από το γεγονός ότι δεν βρισκόμαστε πια στον αιώνα του φιλοσοφικού μηχανικισμού, και η σύγχρονη φιλοσοφία είναι γεμάτη από τέτοιους αποφατισμούς, που τιμώνται μάλιστα και τα μέγιστα (ας αναφέρω ενδεικτικά τον Χάιντεγκερ, τον  Λεβινάς κλπ), πρέπει να πω ότι είναι τελείως λάθος αλλιώς να φιλοσοφούμε και αλλιώς να δημιουργούμε την ζωή, και προπαντός την δημιουργούμε την Ποίησή μας. Η διάσταση μεταξύ αυτών των δύο (κάποιοι για να εξουδετερώσουν την ποίηση την υποβιβάζουν μάλιστα στην κατηγορία «αισθητική») έβλαψε ανεπανόρθωτα την δυτική φιλοσοφία, και ευτυχώς υπήρξαν αντιδράσεις ακόμη και εκεί, πότε σπασμωδικές, ποτέ πιο συστηματικές. Το μεγάλο πρόβλημα μέρους της σύγχρονης φιλοσοφίας είναι η ασχήμια, που γεννά, που έχει δηλαδή παιδί της την ψευτιά, και αυτή με την σειρά της την συντεχνιακή φοβική αυτοπερίκλειση.
                            ………………………..
Πριν προχωρήσουμε στα της μυστηριακής ζωής και τον εορτολόγιο κύκλο, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο ρουμάνος πρωτοπρεσβύτερος θεωρεί ότι είναι ακριβώς η ύπαρξη του Θεού που κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο και «αφ’ εαυτού». Όντως, αν δεν υπήρχε Θεός, τότε απλά το σύστημα αναφοράς θα ήταν παντελώς δεσμευτικό για τον άνθρωπο, θα είμασταν δηλαδή όλοι τα κύτταρά μας, τα γονίδιά μας, και τίποτε περισσότερο. Παραδόξως, η ύπαρξη του κατ’ εξοχήν Απολύτου, κάνει και μένα απόλυτο – πρόκειται βεβαία για μια αντινομία, αλλά η βυζαντινή θεολογία, και η Ποίηση, είναι γεμάτη από αυτές. Στο κάτω κάτω, το ότι η ύπαρξη πχ ενός «συ» γεννά την δική μου ελευθερία και δεν την περιορίζει, είναι και βασική αρχή της σύγχρονης επιστήμης, πχ της ψυχανάλυσης. Υπάρχει άτομο πιο δουλικό από το μοναχικό, τον αρχαίο «άπολιν»;
Περνάμε τώρα στο καθαυτό θεολογικό μέρος της σύντομης παρουσίασης. Ο π. Στανιλοάε λοιπόν μας λέγει ότι η ορθόδοξη πατερική διδασκαλία διαφοροποιείται από άλλες, προπαντός την προτεσταντική, κατά το ότι η σχέση μας με το Χριστό δεν είναι απλά ψυχολογικής τάξεως, που σημαίνει ότι δεν αρκεί να θυμούμαστε τον Χριστό και να νιώθουμε έστω μεγάλη ευγνωμοσύνη για το έργο Του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει ότι και ο ίδιος ο  Χριστός ενισχύει την σχέση μας μαζί Του, μέσα βέβαια από τα άγια μυστήρια, αλλά ακόμη και τον εορτολογικό κύκλο του εκκλησιαστικού έτους.
Ο Χριστός  λοιπόν κοινωνεί διά του Αγίου Πνεύματος με την ανθρώπινη φύση μας, εντυπώνει σε αυτήν δια των μυστηρίων την δική Του ανθρώπινη φύση, που είναι μάλιστα γεννημένη χωρίς αμαρτία. Και με την σειρά Του, το  Άγιο Πνεύμα, που είναι ακόμη και εντός της Αγίας Τριάδος το Πνεύμα του αγιασμού, εντυπώνει και Αυτό μέσα μας την αγιότητα. Δια του Αγίου Πνεύματος μάλιστα λεπτύνεται και διανοίγεται ολάκερη η ύπαρξή μας στον Χριστό. Η σχέση μας με τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού είναι έτσι ακριβώς ρεαλιστική, αλλά μαζί και άκρως πνευματική- εδώ σημειώνεται επίσης μια φαινομενική «αντινομία», καθώς καταργείται πια το κοσμικό φρόνημα, που θεωρεί ως το πλέον ρεαλιστικό στοιχείο την ένυλη σάρκα, και πυρήνας του καθαυτό είναι θεωρείται το Πνεύμα («Πνεύμα ο Θεός», είπε ο Σωτήρας). Μια άλλη μάλιστα αντινομία είναι το ότι η κοινωνία ημών με τον Θεάνθρωπο είναι ρεαλιστική, ακριβώς επειδή είναι εσωτερική: και εδώ λοιπόν η «εσωτερικότητα», το υποκειμενικό, ή μάλλον το προσωπικό στοιχείο θεωρείται καταλληλότερο κριτήριο «αντικειμενικότητας» από κάποιο εξωτερικό, απρόσωπο, και υποτίθεται μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, σύστημα αναφοράς. Όσο πιο πολύ ο Χριστός γίνεται εσωτερικά δικός μας, τόσο πιο πολύ κυριαρχεί μέσα μας η Αλήθεια («Εγώ ειμί η αλήθεια»).  Τόσο πιο πολύ, για να θυμηθούμε μια ωραία έκφραση της αρχαιοελληνικής σοφίας, «αληθεύει» ο βίος μας.
Στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου Ιησού είναι τελείως διαφανή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Υιού του Θεού, και εμείς κοινωνώντας Τον  αντανακλάμε την εικόνα Του. Διά της πίστεως πάντα, που  σημαίνει δια της εμπιστοσύνης σε Αυτόν, προσοικειωνόμαστε όλο και περισσότερο της δυνάμεις του Λόγου του Θεού. Ο Χριστός για την ακρίβεια εργάζεται μέσα μας, και έτσι φθάνουμε όχι απλά να κάνουμε «καλά έργα», αλλά «καινά». Νομίζω ότι έτσι λύνεται και το γνωστό προτεσταντικό πρόβλημα, του αν δηλαδή χρειάζονται για να σωθεί κανείς τα καλά έργα ή όχι. Η απάντηση κατά τον π. Στανιλοάε φαίνεται να είναι πως δεν δικαιωνόμαστε βέβαια από οποιεσδήποτε «καλές πράξεις», ωστόσο μόνο τα καινά έργα (και το καινότερον αυτών, η τελείως ιδιαίτερη και ιδιότυπη χριστιανική αγάπη) μαρτυρούν ότι πράγματι αφήσαμε τον Χριστό να ενοικήσει και να εργαστεί μέσα μας. Ο Χριστός μόνο θεία, καινά, «καλά», αλλά όχι με την συμβατική, συμπεριφοριστική έννοια, έργα έπραξε, και το λοιπόν αυτά θα ξαναπράξει, μυστικώ τω  τρόπω, μέσα μας, ή αλλιώς, αυτά θα πράξουμε και εμείς δι’ Αυτού.
Ο Κύριος είπε: «εγώ ειμί η οδός» (οι ποιητές θα έλεγαν ότι το Κατά  Ιωάννην Ευαγγέλιο είναι  γεμάτο από «υπερρεαλιστικές» εικόνες και εκφράσεις), και είναι όντως η οδός. Αυτό σημαίνει ότι, όπως προείπαμε, ο Χριστός πρέπει να διανύσει μέσα μας ξανά τον δρόμο που κάποτε διάνυσε στην Αγία Γη. Και αντιστρόφως, διανύουμε και εμείς τον δρόμο του Χριστού, καθώς ο Κύριος μάς δέχεται στις διάφορες καταστάσεις της ανθρωπίνης φύσεώς Του, κοινωνώντας μας σταδιακά τις διάφορες βαθμίδες της πνευματοποιημένης καταστάσεώς Του. Δεν πρόκειται, πρέπει να υπογραμμίσουμε, για συναισθηματολογικό μυστικισμό, αλλά για το βαθύ, χριστολογικό, και ανθρωπολογικό μαζί δόγμα της Εκκλησίας, για την ίδια δηλαδή την θεολογία. Πρόκειται, για να το πούμε αλλιώς, για «φιλοσοφία», ή μάλλον για οντολογία, με οτιδήποτε αυτό σημαίνει για το διανοείσθαι.
Ζούμε λοιπόν την Θυσία, την Ανάσταση του Χριστού. Και μάλιστα, υπάρχει ένα παράξενο αξίωμα, που πρώτη φορά διάβασα στα γραπτά του π. Στανιλοάε: ο Χριστός, πάρα το ότι αναστήθηκε, διαφυλάσσει εντός Του όλες τις προγενέστερες βαθμίδες του Εαυτού Του κατά την ανθρώπινη φύση Του (πχ το ότι γεννήθηκε, βαπτίστηκε κλπ). Δεν καταργούνται τα προηγούμενα στάδια της Ζωής Του, αλλά μάλλον συγκεφαλαιώνονται και ολοκληρώνονται στην Ανάσταση. Είναι λοιπόν δυνατόν κάθε φορά ο Σωτήρας να μεταδίδει στον μεταλαμβάνονται πιστό οποιαδήποτε από τις βαθμίδες αυτές θέλει: όλοι κοινωνούν τον Χριστό, αλλά ανάλογα με την πνευματική πρόοδο, όπως λένε και οι Άγιοι, άλλος προσέρχεται στον Χριστό σαν γεννώμενο, άλλος σαν βαπτιζόμενο, άλλος τέλος σαν αναστάντα και δοξασθέντα. Ωστόσο, κάθε φόρα πρόκειται για τον Όλο Χριστό.
Βρισκόμαστε σε ένα σημείο οπού αφθονούν οι ποιητικές εικόνες: «διαφάνεια», «οδός», «πνευματικές βαθμίδες», «εσωτερικοποίηση», «δόξα», «ζωή». Ωστόσο, αυτό είναι  δικαιολογημένο, καθώς ο λόγος, πάντα μένοντας ακριβής στο «Πιστεύω» της Εκκλησίας, αναμιγνύεται ως ένα σημείο με τον ύμνο. Εξάλλου, τι μπορεί να σημαίνει για την «ratio» o όρος  «δόξα» της Ανάστασης; Για το δόγμα της Εκκλησίας όμως, και μαζί την υμνωδία της, σημαίνει τα πάντα –είναι η Εκκλησία ασφαλώς αυτή που τολμά να «ορίσει» τον Χριστό ως «Φως εκ Φωτός».
                        ……………………..
Είναι αδύνατον εδώ δυστυχώς να περιγράψουμε τα όσα θαυμαστά λέγει ο π. Στανιλοάε για τα μυστήρια της Εκκλησίας, και παραπέμπουμε τον αναγνώστη στα δικά του γραπτά. Σημειώνω μόνο ότι δια των μυστηρίων αυξανόμαστε εν Χριστώ, και ενισχυόμαστε στον αγώνα μας κατά της φθοράς (και όχι απλά «αμαρτίας»). Η αμαρτία έχει και μια κοσμολογική διάσταση, γι’ αυτό και άλλωστε ο Σωτήρας, πέρα από το ότι αναστήθηκε, βαπτίστηκε στο νερό, και το ανακαίνισε κυριολεκτικά. Ο Χριστός μάλιστα στον Ιορδάνη καθαρίστηκε από την δική μας αμαρτία, φυσικά για την δική μας απολύτρωση, διότι, όπως ενωνόμαστε εμείς μαζί Του, έτσι και Αυτός ενώνεται μαζί μας! Και με την θεία Ευχαριστία μάλιστα «συμφυρόμαστε» τόσο πολύ με τον Χριστό, ώστε δεν μπορεί πια να γίνει καμία διάκριση μεταξύ αυτού που είναι δικό μας και αυτό που είναι του Χριστού (χωρίς βέβαια σύγχυση υποστάσεων) ! Οι ψυχικές επίσης δυνάμεις του Χριστού, οι θεϊκές Του αυτές δυνάμεις, μαζί με τα άγια μέλη του σώματός Του, γίνονται δικά μας, και έτσι ενδυναμωνόμαστε στον υπέρτατο βαθμό. Ο Χριστός νίκησε τον θάνατο, και τον νικάμε ξανά εμείς, δι’ Αυτού. Κάτι πέραν αυτού δεν δύναται να υπάρξει.
Επιπρόσθετα, λέγω ότι, κατά τον κορυφαίο θεολόγο, όλα αυτά οι χριστιανοί τα προσοικειωνόμαστε και στον εορτολόγιο κύκλο της Εκκλησίας, ο οποίος μας δίνει την ευκαιρία να ξαναζήσουμε τα κεφαλαιώδη γεγονότα της Θείας Οικονομίας, να ζήσουμε τις καταστάσεις εκείνης της «Οδού» που ονομάζεται Θεάνθρωπος.
                   ………………………
Τελειώνοντας , θα ήθελα να πω τα έξης: μερικοί ίσως θεωρήσουν όλα αυτά σαν μυστικιστικά, καθότι ηχούν πραγματικά υπερφυή και πέραν κάθε ανθρωπίνης αντιληπτικής ικανότητας. Μιλήσαμε ήδη για έργα σαν αυτά του Χάιντεγκερ ή του Λεβινάς. Και αυτοί τέτοιοι «μυστικιστές» είναι. Η μεγάλη όμως διαφορά του π. Στανιλοάε έγκειται στο ότι ο ρουμάνος θεολόγος είναι γεμάτος με Ποίηση, με αναστάσιμο φως, με χαρά. Το πρόβλημα με μέρος της σύγχρονης φιλοσοφίας είναι ότι διακατέχεται από το έρεβος, τον ζόφο, που έχει όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα: η μελαγχολία γεννά τον έρωτά της, ο μελαγχολικός αγαπά όσο τίποτε άλλο την μελαγχολία του. Δεν θέλει να βγει από αυτήν. Σε αφήνει να επιχειρηματολογήσεις, αρκεί να μην θίξεις τούτη την αρρώστια του, το «καλυβάκι»  που μαστόρεψε (για να θυμηθούμε και τον Κλοντ Λέβι-Στρος), μπήκε πρόχειρα μέσα για να περάσει ολάκερη την ζήση του και φοβάται μήπως του το καταστρέψει κανείς, έστω και με την πρόθεση  να το κάνει παλάτι.
                                                           ………………..
Τελειώνω με το εξής: ο καταθλιπτικός εικοστός αιώνας ντρέπεται για τους θεολόγους του, δεν βαστάζει να τους αντέξει. Ο Καρλ Μπαρτ, αν μη τι άλλο, δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τον Χάιντεγκερ, ενώ την λογιοσύνη (scholarship), την ευαισθησία  και το ποιητικό τάλαντο ενός Balthasar ή ενός π. Στανιλοάε, δεν θα βρεις σε κανέναν φιλόσοφο.  Σε έναν κόσμο όμως που έχει τόσο ανάγκη από αλήθεια, είναι κρίμα που η θεολογία αποσιωπάται[1].
[1]Αναφέρθηκα περισσότερο στα βιβλία «Η περί Θεού Ορθόδοξη Χριστιανική Διδασκαλία» και «Η Πορεία με τον Σωτήρα Χριστό», άλλα είχα υπόψη και τα  «Ο Θεός, ο Κόσμος και ο Άνθρωπος», «Θεολογία και Εκκλησία», «Φιλοσοφικά και Θεολογικά Ερωτήματα Αγ. Μαξίμου», «Ο Θεός είναι αγάπη», «Μυσταγωγία  Αγίου Μαξίμου» και «Για έναν ορθόδοξο Οικουμενισμό».
Αναφέρθηκα επίσης στα ποιήματα «Τα αντικλείδια » του Γ. Παυλόπουλου και «Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος» του Ν. Καρούζου.
πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου