Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

μοναχή Άννα Γιοβάνογλου η γερόντισσα της Δράμας, η εκ της Πανόρμου Μικράς Ασίας

mikrasia


%ce%b3%ce%b5%cf%81%cf%8c%ce%bd%cf%84%ce%b9%cf%83%cf%83%ce%b1-%ce%ac%ce%bd%ce%bd%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b4%cf%81%ce%ac%ce%bc%ce%b1%cf%82
Η μακαριστή γερόντισσα Άννα Γιοβάνογλου γεννήθηκε το 1903 στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας από ευλαβείς γονείς , τον Ιωάννη και την Δήμητρα. Ήταν πρωτότοκη και είχε άλλα οκτώ αδέλφια. Στην βάπτιση της δόθηκε το όνομα Αναστασία.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, έπειτα από πολλές ταλαιπωρίες, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πηγάδια Κυργίων Δράμας. Στα Πηγάδια ο πατέρας της έγινε κτηνοτρόφος. Αυτή ως μεγαλύτερη φρόντιζε για τα μικρότερα αδέλφια της, γιατί και η μητέρα της εργαζόταν.
Προσευχόταν και μερικές νύχτες άκουγε αγγελικές ψαλμωδίες. Διηγείτο: «Ήμασταν εννιά αδέλφια και μόνο κρατούσαμε (τηρούσαμε) του πατέρα μας τον λόγο. Αλλά ήρθε καιρός που να μην τον κρατήσω εγώ, γιατί ήμουν μεγαλύτερη τριάντα χρόνων κοπέλα και ήρθε καιρός να παντρευτώ και τ’ αδέλφια μου όλα μεγάλωσαν και ήταν για παντρειά και μουρμούριζαν (γόγγυζαν) εναντίον μου, πότε θα παντρευτείς; τι θα κάνεις;».
Η ίδια αρεσκόταν να βρίσκεται μόνη στη φύση μαζί τα ζώα, γιατί αυτό της έδινε την ευκαιρία να μένει μόνη με το Θεό και να προσεύχεται. Όταν τύγχανε να βρεθεί σε κάποιο βουνό με εκκλησάκι , άδραχνε την ευκαιρία για πνευματική συζήτηση με τους μοναχούς που περιόδευαν, τα λόγια των οποίων κυριολεκτικά ρουφούσε.
Όταν έφτασε σε ηλικία ικανή ο πατέρας της την πάντρεψε με κάποιο βοσκό που δούλευε κοντά του αλλά αυτός μετά από λίγο καιρό την εγκατέλειψε. Τότε η Άννα πήγε σε μια θεία της στο Δοξάτο και εργαζόταν στα καπνά της περιοχής. Εκεί υπήρχε η εκκλησία του αγίου Μάρκου στην οποία είχε ένα μοναχό με τον οποίο συχνά συνομιλούσε και της είχε δώσει ένα ξύλινο σταυρό , τον οποίο η Άννα ποτέ δεν αποχωρίστηκε. Από το σύντομο γάμο της απέκτησε μια κορούλα, τη Βενετία την οποία μεγάλωσε μόνη της και με τη βοήθεια της αδελφής της.
Η Άννα ήταν αναλφάβητη αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να μαθαίνει το Λόγο του Θεού από την εκκλησία και τα κηρύγματα. Άκουγε επίσης με πολύ ενδιαφέρον τους βίους των αγίων και δεν έχανε ευκαιρία να επαναλαμβάνει όσα άκουγε σε γνωστούς και φίλους. Με τον τρόπο αυτό από τη μια γινόταν απόστολος των θείων μηνυμάτων και από την άλλη αποστήθιζε όσα άκουγε.
Η Άννα έκανε οικονομίες και έτσι μπόρεσε να πραγματοποιήσει διάφορα ταξίδια που ήθελε όπως στην Παναγία της Τήνου και στα Ιεροσόλυμα. Τα τελευταία επισκέφτηκε για πέντε φορές όπου και εκάρη μοναχή παίρνοντας το όνομά της το 1972. Αυτό έγινε στην ιερά μονή αγίου Γεωργίου Χοζεβά. Μετά από αυτό επέστρεψε στο Δοξάτο και άρχισε να ζει ασκητικά. Ολονύκτιες αγρυπνίες και αδιάλειπτη προσευχή ήταν οι κύριες ασχολίες της , ενώ δεν αποχωριζόταν το κομποσχοίνι ποτέ από τα χέρια της . Ζούσε σε μικρά φτωχικά σπιτάκια που νοίκιαζε και πάντοτε μεριμνούσε να έχει ένα μικρό κήπο που καλλιεργούσε η ίδια. Μάλιστα διατηρούσε εσπεριδοειδή , δένδρα που δεν ευδοκιμούσαν στην περιοχή, λόγω θερμοκρασίας. Αυτά της Άννας όμως έδιναν καρπούς.
Έμενε στο Δοξάτο μόνη της σ’ ένα μικρό και παλαιό κελλάκι, χωρίς φως με μια σομπούλα. Δεν θέλησε να μείνει στο σπίτι της κόρης της αλλά κοντά της, από ευαισθησία για να μην την επιβαρύνη, αλλά και για να έχει την ησυχία της να κάνη τα μοναχικά της καθήκοντα. Το δωμάτιό της ήταν λιτό και στο κρεβάτι της είχε μια μικρή βαλίτσα όπου φύλαγε τα σάβανά της και κάθε μέρα την άνοιγε για να τα βλέπει και έτσι κατάφερε να έχει συνεχή μνεία θανάτου. Συνήθιζε να θυμιατίζει με καρβουνάκια που έφτιαχνε η ίδια από ξυλάκια κληματαριάς. Τα βράδια όταν οι εργάτες των καπνών πήγαιναν δουλειά, η Άννα έβγαινε στο δρόμο και τους θυμιάτιζε. Αυτό όμως προκαλούσε ποικίλες αντιδράσεις, διότι άλλοι την κορόιδευαν για αυτό. Συχνά γινόταν αντικείμενο κοροϊδίας και εμπαιγμού και για τα ρούχα της που αποτελούνταν από ένα σχισμένο ράσο.
Έκανε το παν για να μην λείψη τίποτε από την κόρη της Βενετία. Δούλευε νύχτα-μέρα διότι επιπλέον βοηθούσε τα αδέλφια της και γηροκόμησε την μητέρα της. Εργαζόταν σκληρά όλη την ημέρα στα χωράφια και τη νύχτα προσευχόταν. Συνήθιζε, με άλλες γυναίκες του χωριού, να συγκεντρώνονται σε κάποιο σπίτι εκ περιτροπής, ενώπιον μιας θαυματουργής εικόνας του Αγίου Γεωργίου, να αγρυπνούν και να προσεύχονται για όλον τον κόσμο. Και η ίδια ξυπνούσε πάντα πρωί για να προσεύχεται, γιατί πίστευε ότι ο Θεός τότε σ’ ακούει καλύτερα. Όταν πιστεύεις και παρακαλάς, ο Θεός δεν σε ξεχνά.

Όποιος την επισκεπτόταν ένιωθε κοντά της χαρά και χάρη. Κερνούσε τους επισκέπτες καφέ, κανένα αυγουλάκι και απαντούσε στις ερωτήσεις τους μεταδίδοντας την χάρη και τα βιώματα της. Τα βαθυγάλαζα μάτια της έλαμπαν και ακτινοβολούσαν από καλωσύνη. Θύμιαζε τις εικόνες στο κελλάκι της, αλλά τη νύχτα έβγαινε στον δρόμο και θύμιαζε τους ανθρώπους που πήγαιναν στα καπνά. Θύμιαζε όλο το Δοξάτο και προσευχόταν για τον κόσμο.
Συμβούλευε: «Να προσεύχεσαι χαράματα και έξω από το σπίτι με τα χέρια στον ουρανό. Τότε σε ακούει ο Θεός, βλέπεις και τους Αγγέλους. Όταν παρακαλάς, να παρακαλάς πρώτα τον Χριστό και έπειτα τους Αγίους, όσους θυμάσαι, όχι μόνον έναν. Και αυτά τα παρακάλια τα παίρνουν οι Άγιοι και τα πάνε στην Παναγία και η Παναγία τα δίνει στον Χριστό. Εγώ μια φορά παρακαλούσα και ξέχασα τον άγιο Θεόδωρο. Εμφανίστηκε, λοιπόν, και μου λέει: «Όλους τους παρακαλάς και μένα με ξέχασες». «Ποιος είσαι», λέω, «δεν σε γνώρισα». «Ο άγιος Θεόδωρος είμαι», λέει. Από τότε κάθε φορά τον παρακαλάω».
Έλεγε με απλότητα στην προσευχή της: «Η αδελφή Άννα σας παρακαλεί: «Άγιε Αλέξιε, άγιε Παντελεήμων»» και μνημόνευε πολλούς Αγίους που είχε σε ευλάβεια, και όσων Αγίων είχε εικονάκια.
Ήταν φυσική η επικοινωνία της Γερόντισσας με τους Αγίους. Δεχόταν απλά και απερίεργα τις εμφανίσεις των Αγίων με πίστη, χωρίς να περνούν λογισμοί κενοδοξίας. Όταν πήγαινε η κόρη της στο κελλάκι της, η Γερόντισσα την απέτρεπε να κάθεται με την πλάτη προς την Ανατολή, γιατί εκεί έβλεπε να στέκεται κάποιος Άγιος και το θεωρούσε ασέβεια. Την συμβούλευε να κάνη πάντα προσευχή πριν από κάθε της έργο για να πετύχη. Στις δυσκολίες έλεγε στην κόρη της: «Μη στενοχωριέσαι. Θα κάνω προσευχή και όταν έρθη η ώρα θα γίνει (ξεπεραστή). Εάν δεν θέλη ο Θεός, δεν γίνεται. Εκείνος ξέρει, ξέρω κι εγώ γιατί δεν γίνεται;».
Κάποια χρονιά, Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Γερόντισσα κρατούσε εικόνα στην λιτανεία και έβλεπε τον εικονιζόμενο Άγιο να προπορεύεται.
Η γερόντισσα Άννα είχε τέτοια απλότητα, ώστε δεν της περνούσε λογισμός υπερηφάνειας, διότι τα θεωρούσε όλα φυσικά. Με την μακάρια απλότητα, την ευλάβεια, την καθαρότητα και τον φιλότιμο αγώνα της, αξιώθηκε να έχει πολλές αγιοφάνειες. Είδε τον προφήτη Ηλία και του ασπάσθηκε το χέρι. Τον Τίμιο Πρόδρομο και μάλιστα παρατήρησε το σημάδι της απότομης από το ξίφος στον λαιμό του! Τους Αγίους Θεοδώρους τους έβλεπε συχνά να περνούν τις νύχτες με τα άλογα και τις στολές τους μέσα από το Δοξάτο. Υπάρχει εξωκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων και αυτοί προστατεύουν το χωριό. Είδε και τον άγιο Βασίλειο σε ώρα θείας Λειτουργίας.
Ζήτησε να γνωρίση και το Άγιο Πνεύμα, όπως διηγήθηκε η ίδια. «Είχα απορία, δεν μπορούσα να καταλάβω πως είναι το Άγιο Πνεύμα. Ήθελα να ξέρω όλα τα Άγια». Έκανε προσευχή και το είδε εν είδει περιστεράς.
Κάποτε η Γερόντισσα ηρπάγη στον Παράδεισο, όπως διηγήθηκε η ίδια: «Η Χάρις με πήρε… πηγαίνομε με σ’ ένα δρόμο, καλός ο δρόμος, (περνούσε) μέσα από χωράφια που είχαν και αγκάθια. Μετά ανοίξαμε μια πόρτα και αρχίσαμε να πηγαίνομε σε κήπο. Μπήκαμε μέσα κανά δύο βήματα και άρχισα να βλέπω καλά πράγματα. Είχε πράγματα για φαγώσιμο. Είδα τα μούρα, να τα λιμπίζεσαι. «Να φθάσω ένα μούρο»; «όχι δεν είναι δικά σ'», μου είπε «θα ‘ρθή η ώρα να είναι δικά σ'». Γυρίσαμε πίσω, δεν προχωρήσαμε άλλο μέσα στον Παράδεισο».
«Μια άλλη φορά», διηγήθηκε, «μια καλοσύνη έκανα, αλλά δεν θυμάμαι τι, όμως θυμάμαι με ανέβασε μια και μια στον ουρανό. Ανέβηκα και έβλεπα τους ανθρώπους να περπατάν σαν μυρμήγκια. Πως να κατέβω εγώ από δω; Σκεύομαι, σκεύομαι… μοναχή ήμουν εκεί. Τα πουλιά πετούσαν εκεί κάτ’, τάβλεπα. Ύστερα ήρθε ένας αγέρας δυνατός και εφθάσαμε κάτ’ Αλλά λέω που είμαι τώρα, που να είμαι; Τότε κατάλαβα ότι πατούσα στη γη, ότι είμαι στον κόσμο που γνωρίζω, διότι εκείνον τον κόσμο δεν τον γνωρίζω. Ακόμα θυμούμαι τα πουλιά που ήταν από κάτω μου».
Κάποτε άκουσε μια φωνή που της είπε: «Η αρετή σου περίσσεψε», και ταυτόχρονα αισθάνθηκε και μια χάρι. Η μακάρια και απλούστατη γερόντισσα Άννα ενώ ζούσε την αρετή, δεν ήξερε τι είναι «αρετή» και ρωτούσε κάποιον: «Είχα μια γειτόνισσα στα Κύργια που την έλεγαν Αρετή και πέθανε. Που με θυμήθηκε τώρα μετά από χρόνια και ήρθε στον ύπνο μου;»!
Αν της έδιναν χρήματα, τα έδινε στην Εκκλησία, ενώ τα τρόφιμα τα μοίραζε σε φτωχούς.
%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%b7-%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%bb%ce%b7%cf%88%ce%b5%cf%89%cf%82-%ce%b4%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%b1%cf%82
Η γερόντισσα Άννα επισκεπτόταν και το μοναστήρι της Αναλήψεως στη Σίψα Δράμας. Οι αδελφές την αγαπούσαν και χαίρονταν να την φιλοξενούν. Η σημερινή γερόντισσα Πορφυρία ενθυμείται και σημειώνει για την γερόντισσα Άννα: «Του Αγίου Χαραλάμπους, το 1992, μετά από μια αγρυπνία η γερόντισσα μας Ακυλίνα, μας έστειλε τρεις αδελφές στο Δοξάτο να δούμε την γερόντισσα Άννα και να της πάμε ξύλα και άλλες ευλογίες. Ήταν μια σκηνή από αρχαίο Γεροντικό. Το σπίτι παμπάλαιο, εγκαταλελειμμένο, πάμπτωχο. Η γερόντισσα Άννα κυρτωμένη, αδύνατη, με δύο γαλανά ματάκια που λάμπανε από το φως του Χριστού, μας είπε πολλά: «Για σας που νέα κορίτσια φύγατε από τα σπίτια σας και ζήτε μέσα στα βουνά που είναι το Μοναστήρι σας, που δώσατε την ζωή σας, που είστε παιδιά του θεού και το Άγιο Πνεύμα είναι κρυμμένο μέσα σας, αργότερα με τα χρόνια θα σας φανέρωση ο Θεός τα μυστικά Του». Ήταν τότε αυτός ο λογισμός που πολύ με απασχολούσε, αν δηλ. η μοναχική μου ζωή θα είχε ποτέ καρπούς. Εγώ», μας έλεγε με μία φοβερή απλότητα, «τώρα τα βλέπω αυτά που βλέπω και είμαι τόσο μεγάλη στην ηλικία». Ευωδίαζε ολόκληρη. Μας σταύρωσε μία μία και στην κάθε μία έλεγε χείμαρρο από ευχές που ήταν ότι η κάθε μια είχε ανάγκη. Είπε ότι είχε δει ένα όραμα με τρία κορίτσια. Το ένα λεγόταν νερό, το άλλο φωτιά, το άλλο τιμή. «Η τιμή», είπε, «αν την χάσης δεν την ξαναβρίσκεις, την φωτιά την βρίσκεις, το νερό επίσης».
«Κάποια στιγμή που βρεθήκαμε μόνες, μας λέει ξαφνικά: Εγώ πολλά πέρασα αλλά τα κράτησα μέσα μου και ζυμώθηκαν μέσα μου και γίναν ένα με μένα και το Άγιον Πνεύμα».
-Δηλαδή να μην μιλάμε Γερόντισσα;
-Ε! μοναχούτσικες είσαστε (μοναχούλες δηλαδή). Να μιλάτε και λίγο αλλά να λέτε πάντα τα καλά όχι τα στραβά.
»Όταν είχαμε κάποια μεγάλη δυσκολία, ξαφνικά η γερόντισσα Άννα εμφανιζόταν στο Μοναστήρι μας απροειδοποίητα. Σκυφτή, γαλήνια, με τα γαλανά ματάκια της γεμάτα αγάπη. Στήριζε τις αδελφές, φερόταν με απέραντο σεβασμό στην Γερόντισσα μας , καθόταν δυό-τρεις μέρες και έφευγε πάλι. Τις νύχτες την άκουγαν οι αδελφές από τα γειτονικά κελλιά να σηκώνεται και να προσεύχεται με δοξολογία, ευχαριστία, δάκρυα, γεμάτη θείο έρωτα. Έμπαιναν στο κελλί της και ούτε τις καταλάβαινε. Έλεγε ότι τα δάκρυα της προσευχής να μην τα σκουπίζουμε με μαντήλια αλλά με την φούντα από το κομποσχοίνι, διότι τα δάκρυα αυτά είναι ιερά.
»Ένα πρωινό, (τότε τις καθημερινές Ακολουθίες τις κάναμε στην Ανάληψη), όταν έφθασε η ώρα που προσκυνάμε τις εικόνες, η γερόντισσα Άννα έτυχε να στέκεται δίπλα μου. Την βάζαμε να χαιρετά μετά την Γερόντισσα και ουδέποτε και για τίποτε δεν είχε φέρει αντίρρηση. Εκείνο το πρωί την έβλεπα να μην κουνιέται. Της λέω σιγά: «Πάτε να προσκυνήσετε». Μου έκανε εντύπωση που δεν μου έδωσε σημασία. Της το ξαναείπα. Όλες οι αδελφές την περίμεναν. Μ’ έπιασε αγωνία και την σκούντησα ελαφρά. Ντρεπόμουν κι όλας, ήμουν η τελευταία στην σειρά ρασοφόρα και την σεβόμουνα πολύ. Η Γερόντισσα άγαλμα. Δεν κουνιόταν. Οι αδελφές πήγαν στην σειρά τους καί χαιρέτησαν. Τελείωσε η πρώτη ώρα, πήραμε ευχή και φύγαμε. Η γερόντισσα Άννα μετά την πρωινή τράπεζα ζήτησε να μιλήση στην Γερόντισσα μας. Της είπε λοιπόν ότι εκεί δίπλα της στο παγκάρι της Αναλήψεως ανάμεσα μας στεκόταν ο γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης και αυτή από το δέος δεν κουνιόταν. «Με σκουντούσαν», είπε, «με έλεγαν να πάω να προσκυνήσω. Καλά, δεν βλέπανε τον Γέροντα»;».
Και άλλη αδελφή σημειώνει: «Το έτος 1994 ήταν η χρονιά που για πρώτη φορά επισκέφθηκε και φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι μας η γερόντισσα Άννα. Η χάρις ήταν διάχυτη στο πρόσωπο της, χαρίζοντας στην όλη μορφή της μια μυστηριώδη γλυκύτητα που είλκυε τον κάθε πνευματικό άνθρωπο προς αυτήν. Αυτή η γλυκύτητα της, προξένησε και σ’ εμένα την επιθυμία να την πλησιάσω και να συνομιλήσω μαζί της με πνεύμα μαθητείας στα όσα θα είχε τυχόν να με διδάξη. Η γερόντισσα Άννα ήταν πολύ γνωστή και είχε φήμη αγίας γυναικός, αλλά παρόλ’ αυτά δεν έτυχε ποτέ να φθάση κάτι στ’ αυτιά μου γι’ αυτήν, γι’ αυτό και την πλησίασα, έχοντας το μυαλό μου καθαρό και ανεπηρέαστο από εντυπώσεις τρίτων. Έσκυψα, πήρα ταπεινά την ευχή της και σηκώνοντας το κεφάλι μου συγκλονίστηκα ολόκληρη, καθώς το βλέμμα έπεσε στα βαθυγάλανά της μάτια που με διαπερνούσαν ολόκληρη και βυθίζονταν στο είναι μου. Πνευματική ακτινογραφία, σκέφτηκα.
»Το όλο της παρουσιαστικό θύμιζε παλαιά ασκήτρια. Ένα μικρό άνθος της ερήμου. Τα φτωχικά της μοναχικά ενδύματα, το εξαϋλωμένο της παρουσιαστικό από τις αέναες νυχθήμερες προσευχές της, Τα βαθουλωμένα της μάτια, σου δημιουργούσαν την εντύπωση ότι βρισκόσουν μπροστά σε μια ασκήτρια του όρους της Νιτρίας. Προπαντός δε η ασκητική ευωδία που ανέπεμπε στην όλη ατμόσφαιρα γύρω της. Ακόμη θυμάμαι το ξεθωριασμένο από την πολυκαιρία κομποσχοίνι της που έφερνε ατέλειωτους γύρους στα ροζιασμένα της δάκτυλα, λέγοντας την αγαπημένη της μονολόγιστη ευχή.
»Στην Εκκλησία ήταν πάντοτε όρθια, σπανίως θα καθόταν, και αυτό μόνο αν η δική μας Γερόντισσα ήταν καθιστή. Όταν δε η ακολουθία ετελείτο στο μικρό εκκλησάκι του γέροντος Γεωργίου Καρσλίδη, την Ανάληψη, την βλέπαμε, αν ήταν καθιστή να πετάγεται πάνω, ή όταν ήταν όρθια, να μένη αποσβολωμένη και να κοιτάη με επιμονή προς μια κατεύθυνση. Κατόπιν, γύριζε έκπληκτη προς εμάς και μας ρωτούσε με απορία: «Καλά, εσείς δεν είδατε τον Γέροντα; Τόση ώρα βρισκόταν ανάμεσα σας και σας κοίταζε!». Τέτοια καθαρότητα είχαν τα μάτια της ψυχής της ώστε έβλεπαν τους ουράνιους επισκέπτες. Αυτή όμως δεν μπορούσε να το συνειδητοποίηση αυτό λόγω της μεγάλης της απλότητας.
»Η γερόντισσα Άννα φιλοξενούμενη στο μοναστήρι μας, διέμενε πλησίον στο νάΐδριο του Γέροντα. Πολλές φορές τα πρωινά μας έλεγε με θαυμασμό: «Πω, πω! τί αγρυπνία ήταν αυτή που είχατε απόψε! Μα τι ψαλμωδίες ήταν αυτές!». Και πάλι στις δικές μας αντιρρήσεις ότι δεν είχαμε αγρυπνία εκείνο το βράδυ, αδυνατούσε να συνειδητοποίηση ότι δεν ήταν ανθρώπινες ψαλμωδίες εκείνες που άκουσε.
Το φτωχικό κελλάκι της γερόντισσας Άννας συγκέντρωνε πολλούς πονεμένους και διψασμένους πνευματικά ανθρώπους και αυτή η ευλογημένη μετέδιδε παρηγοριά και ειρήνη. Ανάλογα με τις πνευματικές ανάγκες του καθενός, συμβούλευε απλά και πρακτικά από την πείρα και την Χάρι που είχε:
«Να πας (για προσκύνημα) στα Ιεροσόλυμα, εκεί είναι όλοι οι Άγιοί μας».
«Πρέπει να τυραννήσης την ψυχή σου για να σε ακούση ο Θεός».
«Σ’ αυτή την ζωή είμαστε προσωρινοί. Ήρθαμε και φεύγομε. Μόνο τα βουνά μένουν στην θέση τους».
«Όταν παρακαλήτε την Παναγία για κάτι, θέλει να σας ακούση αλλά θέλει και την δική σας υπομονή και θέληση. Να βαστάζετε Τετάρτη και Παρασκευή νηστεία. Γενικά την θέλει η Παναγία τη νηστεία. Χαίρεται και μπορεί να μεσιτεύση στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν».
«Οποιαδήποτε στενοχώρια να την σηκώνουμε με υπομονή. Δεν θα μαραίνουμε την ψυχή μας, κακό λόγο δεν θα πούμε, ούτε στον Θεό ούτε σε κείνον που προξενεί την στενοχώρια. Θα την κρατούμε σαν δικό μας βίο (βίωμα). Για μας ήρθε, ο Θεός θα την πάρει και θα φέρει καλύτερα. Και να παραπονεθούμε και να στενοχωρηθούμε, θα το βάλουμε στον τόπο του (θα το διορθώσουμε); Εμείς και να στενοχωριώμαστε και να σφιγγώμαστε χαλνάμε (ζημιώνουμε) τον εαυτό μας. Εμείς θα κάνουμε το ανθρώπινο και τάλλα στον Θεό. Η υπομονή άκρα (όρια) δεν έχει».
«Όλα τα δοκίμασα, μόνο η υπομονή με βοήθησε. Δόξα τω Θεώ».
«Ότι θέλετε δεν μπορείτε να το ζητήσετε από τον Θεό, άμα δεν κρατάτε τις νηστείες και την δικαιοσύνη. Ελεημοσύνες όσο μπορείτε να δίνετε. Που τα-χουμε όλα, να δοξάζουμε τον Θεό. «Δόξα τω Θεώ», να το λέμε. Γιατί θυμάσαι και το χαίρεσαι. Εκείνη την χαρά την αναλαβαίνει ο Θεός».
«Να παρακαλάμε πρώτα τον Χριστό, υστέρα Αγγέλους, Αγίους. Όσους βάλεις στο μυαλό σου, όποιους θέλεις. Όχι μόνο κάποιον συγκεκριμένον. Γιατί όλοι προσπαθούν για μας. Και τη νύχτα κι όλας. Τη νύχτα όπως και μείς προσευχόμαστε και κείνοι τα παίρνουν εκείνα και τα πηγαίνουν στην Παναγία και η Παναγία τα πηγαίνει στον Χριστό».
«Όσο προσπαθούμε και μας έρχεται η ευλάβεια, θέλουμε πιο πολύ να δυσκολευτούμε. Και (για) κείνο μας δοκιμάζει ο Θεός. Λίγο να δη, θα μπορούμε να το βαστάξουμε; Θα κάνουμε υπομονή. Και καλό να είναι θα το βαστάξουμε και κακό να είναι θα το βαστάξουμε. Γιατί όλα ο Θεός εδώ τα έδωσε».
«Καμιά φορά με έρχεται μια στενοχώρια χωρίς να θέλω. Όμως δεν απελπίζομαι. Ας έρθει και αυτή. Ο καιρός τα φέρνει, ο καιρός τα παίρνει. Να τα περάσουμε όλα, διότι είμαστε υποχρεωμένοι στον Θεό. Ο Θεός όπως τα δίνει, θα τα πάρει. Και άλλο καλύτερο δεν έχουμε από την υπομονή. Μην απελπιζόμαστε. Όσο περισσότερο βαστήξει, τόσο περισσότερη χαρά θα έχουμε».
«Να κρατάς τόσο πολύ τον εαυτό σου (το νου σου) στην ψυχή σου (συγκεντρωμένο), μην την βάζεις την λογική μέσα, να φέρεις (σκέφτεσαι) άγια πράγματα, και να σκέφτεσαι ποιος Άγιος θα σε βοηθήσει. Ότι και να κάνης, Άγιοι θα σε εξυπηρετήσουν».
Σε πολλούς νέους έδινε την ευχή της να παντρευτούν και είχαν ευτυχισμένο γάμο. Σε άλλους προέλεγε την γέννηση των παιδιών τους και μάλιστα έλεγε πόσα θα είναι.
Μερικές φορές, ενώ προσευχόταν στο κελλί της και χτυπούσε κάποιος την πόρτα, αυτή τον καλωσόριζε με το όνομα του πριν να τον δει. Βάδιζε στους δρόμους της Δράμας, και ενώ περνούσαν πολλά αυτοκίνητα, αυτή, χωρίς να παρατηρεό τα αυτοκίνητα, φώναζε κάποιον γνωστό της και τον χαιρετούσε από μακρυά, ενώ ήταν μέσα σε αυτοκίνητο. Ανθρωπίνως δεν ήταν δυνατόν ούτε το αυτοκίνητο να ξεχωρίση, αλλά αυτή τα έβλεπε διαφορετικά και διέκρινε ακόμη και τα γνωστά της πρόσωπα από μακρυά.
Κάποια που την γνώρισε μαρτυρεί: «Όταν γνώρισα την γερόντισσα Άννα, ήταν πάνω από ενενήντα χρόνων. Την ένιωσα όχι σαν ηλικιωμένη αλλά σαν μικρό απίστευτα χαρούμενο παιδάκι. Ήταν ανάλαφρη και αθώα, και ο χρόνος θαρρείς πως δεν την είχε αγγίξει. Ήταν το ομορφότερο και γλυκύτερο πρόσωπο που είχα δει στην ζωή μου. Αναπαύομαι και αισθάνομαι παρηγοριά ακόμη και τώρα, όταν μόνο σκέφτωμαι την γλυκύτητα και την χάρη του προσώπου της γερόντισσας Άννας».
Η Άννα απέκτησε από τον Κύριό μας το προορατικό χάρισμα και συχνά την επισκέπτονταν μοναχοί από το Άγιο Όρος για να πάρουν την ευχή της ή και να συνομιλήσουν μαζί της. Όταν πήγαιναν μοναχοί στο σπίτι μιας φίλης της, της κυρίας Τουμπαλίδου, η Άννα χωρίς να την ειδοποιήσει κάποιος έτρεχε να τους συναντήσει. Ο πατήρ Γρηγόριος από το ιερό κελλί Ιωάννη του Θεολόγου σύστησε να την επισκέπτονται και να παίρνουν την ευχή της για ψυχική ωφέλεια. Χαρακτηριστικά έλεγε «τα λόγια της είναι Άρτος». Επίσης ο Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης έλεγε σε επισκέπτες του να πάνε στο Δοξάτο να πάρουν την ευχή της Άννας. Έλεγε: «η προσευχή της είναι πάνω από τη δική μου». Επισκέψεις δεχόταν επίσης και από άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες, όπως καθηγητές πανεπιστημίων και επιστήμονες από τη γύρω περιοχή. Όλοι αυτοί μετέβαιναν να συνομιλήσουν μαζί της και να πάρουν συμβουλές και νουθεσίες.
Η Άννα δε δεχόταν ποτέ να την μεταφέρουν με αυτοκίνητο έστω και αν έπρεπε να διανύσει μεγάλες αποστάσεις. Αυτό το έκανε αφενός για άσκηση και αφετέρου για να αποφεύγει την πολλή συνάφεια με τον κόσμο.
Κατά τις τελευταίες επίγειες στιγμές της, επικαλείτο όλους τους γνωστούς της αγίους και ιδιαίτερα τον άγιο Αλέξιο που τον είχε σε ξεχωριστή ευλάβεια. Εκοιμήθη το έτος 1998 σε ηλικία 95 ετών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου