Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Δανιήλ Κατουνακιώτης (2)



   Η συμπεριφορα του Δημήτρη στο διάστημα της δοκιμασίας είχε συγκινήσει τους πατέρες της μονής. Ο ηγούμενος, που πληροφορήθηκε για την καρτερία και την υπομονή του, τον πήρε μέσα στο μοναστήρι και του έδωσε το διακόνημα του «μουτάφη».
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ήρθε η μεγάλη ημέρα της ζωής του: η ημέρα της μοναχικής κουράς. Την ημέρα αυτή ο γερο-Δανιήλ θα τη θυμόταν με συγκίνηση παντοτεινά. Θα θυμόταν τη στιγμή, που τον οδηγούσε από το χέρι ο γέροντάς του για να προσκυνήσει μία-μία τις άγιες εικόνες, ενώ οι ψάλτες έψαλλαν το τροπάριο «Αγκάλας πατρικάς…».
Εκείνα τα λόγια, εκείνες τις συγκλονιστικές ευχές της κουράς, που αποπνέουν ευαγγελικό άρωμα, δε θα τις ξεχνούσε ποτέ… «…Σόφισον αυτόν αναλαβείν τον θυρεόν της πίστεως, εν ω δυνήσεται πάντα τα βέλη τα πεπυρωμένα σβέσαι και την περικεφαλαίαν του σωτηρίου δέξασθαι και την μάχαιραν του Πνεύματος, ο εστι ρημά σου, αντιλαμβανόμενος τοις αλαλήτοις της καρδίας αυτού στεναγμοίς. Συναρίθμησον αυτόν τοις εκλεκτοίς σου… Κατασκεύασον αυτόν όργανον εναρμόνιον, ψαλτήριον τερπνόν του Αγίου Πνεύματος…».
Εκείνο το φοβερό άγγελμα του ιερέως τον είχε καθηλώσει από δέος, αλλά κι από ανείπωτη χαρά: «Ιδού ο Χριστός αοράτως πάρεστι. Βλέπε, ότι ουδείς σε αναγκάζει ελθείν επι τούτο το Σχήμα. Βλέπε, ότι συ εκ προθέσεως θέλεις τον αρραβώνα του μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος.
-«Ναι, τίμιε πάτερ, εκ προθέσεως» είχε αντιχήσει με πεποίθηση τότε η φωνή του.
Όταν πια τελείωσε το άγιο δράμα της κουράς, ένα δράμα που είναι συμβολική επανάληψις της ιστορίας του ασώτου υιού, πρόβαλε ένας καινούργιος άνθρωπος, φορώντας «την στολήν την πρώτην»: ο μοναχός π. Δανιήλ.
Επειδή ο ηγούμενος ήταν σε προχωρημένη ηλικία και δεν του ήταν εύκολο να παρακολουθεί πάντοτε το πρόγραμμα της μονής, κρατούσε τον, μοναχό τώρα πια, π. Δανιήλ στο ηγουμενείο για να του διαβάζει τις ακολουθίες.
Ημέρα με την ημέρα ο π. Δανιήλ κατακτούσε με την υπακοή, με την ευγένεια, με την καλοσύνη του όλο το μοναστήρι. Τον αγαπούσαν οι πάντες. Και δεν τον αγαπούσαν μόνο, αλλά και τον εσέβονταν. Μικροί και μεγάλοι.
Τα θεμέλια για την ευλογημένη τέχνη της Αγιογραφίας τα έβαλε εδώ στο Ρωσικό μοναστήρι έχοντας ως διδάσκαλό του τον αδελφό της Μονής π. Διονύσιο. Πόσο συνέδεσε τη ζωή του με τις ιερές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων! Μέχρι το τέλος της ζωής του τον συνόδευε ο τίτλος του αγιογράφου.
Ήταν ένας αγιογράφος με συναίσθηση της αποστολής και της διακονίας του. Ήταν ένας αγιογράφος, που δίπλα στον πόθο και τον κόπο να «ιστορήσει» πάνω στο σανίδι, όσο πιο τέλεια μπορούσε τον Κύριό του, είχε και τον αγώνα να «μορφώνει Χριστόν» μέσα στην καρδιά του. Ήταν ένας αγιογράφος με πνευματική ζωή, με χέρια καθαρά και φωτισμένο νου. Μερικά έργα του σώζονται ακόμα στον Αγιογραφικό Οίκο, που μένουν τώρα τα πνευματικά του εγγόνια, οι Δανιηλαίοι. Τα έργα αυτά κάνουν πιο ζωντανή την παρουσία του γερο-Δανιήλ στα Κατουνάκια.
Δοκιμασίες
Στο Ρωσικό, λοιπόν, μοναστήρι η ζωή του κυλούσε ήσυχα και δημιουργικά.
Μα είναι κλήρος των εκλεκτών του Θεού και οι δοκιμασίες και τα χτυπήματα. Έτσι την ήρεμη ροή του χρόνου τη συντάραξε ένας σοβαρός κλονισμός της υγείας του. Προσεβλήθηκε από οξεία ναφρίτιδα. Η οδυνηρή αυτή αρρώστια έγινε σιγά-σιγά χρονία και τον ταλαιπωρούσε συνεχώς με σφοδρούς πόνους, πυρετούς, κεφαλαλγίες και ζαλάδες.
Εν τω μεταξύ άλλος πειρασμός: Μία διχόνοια ξέσπασε στο μοναστήρι ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ρώσους μοναχούς. Γύρω στο 1876 απέθανε ο Έλληνας Ηγούμενος Σάββας. Η εκλογή του νέου Ηγούμενου ήταν προβληματική, γιατί οι Έλληνες τον ήθελαν Έλληνα και οι Ρώσοι Ρώσο. Ασυμφωνία, ανωμαλία, μεγάλος πειρασμός. Ο π. Δανιήλ – είχε ψηφισθεί τότε για την ακεραιότητα του χαρακτήρος του, με κοινή ψήφο Ελλήνων και Ρώσων, γραμματεύς της μονής – βρέθηκε στο κέντρο του αναβρασμού. Καθημερινώς χτυπούσαν πάνω του τα κύματα των αντιθέσεων.
Η υπόθεσις έφθασε ως την Κωνσταντινούπολη, και τέσσερις μοναχοί εκπρόσωποι, δύο Έλληνες,  - ο ένας ήταν ο π. Δανιήλ – και δύο Ρώσοι, παρουσιάσθηκαν στον τότε Πατριάρχη Ιωακείμ τον Β’, που καταγόταν από τη Χίο.
Στην περίπτωση αυτή ο π. Δανιήλ με ευθύτητα καρδίας και θάρρος υπερασπίσθηκε την αλήθεια. Στοιχίζει όμως να ομολογεί κανείς θαρραλέα την αλήθεια. Και στον π. Δανιήλ η στάσις αυτή επέφερε την οριστική απομάκρυνση από το Κοινόβιο του Αγίου Παντελεήμονος και ακόμα την εξορία από το Άγιο Όρος για αρκετό χρόνο.
Βαδίζοντας το δρόμο της εξορίας πέρασε και από τη Θεσσαλονίκη. Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ήταν τότε ο Ιωακείμ (1874-1878), ο μετέπειτα διαπρεπής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο γνωστός ως Ιωακείμ ο Γ’. Ο εξόριστος επισκέφθηκε τον Ιεράρχη, και του διηγήθηκε τα συμβάντα. Εκείνος από την πρώτη στιγμή τον περιέβαλε με πατρική στοργή.
-Εσέ, τέκνον μου, του είπε, έπρεπε η Εκκλησία να σε στεφανώσει με κλάδον ελαίας δια τους αγώνες σου υπέρ της αληθείας και όχι να σε εξορίσει.
Η αγάπη και η κατανόησις, που βρήκε στο πρόσωπο του Ιωακείμ, ήταν δροσιά και ανακούφιση στον πόνο της εξορίας.
Ο Μητροπολίτης τον κράτησε κοντά του δέκα ημέρες και μετά φρόντισε να τον τακτοποιήσει στην Ιερά Μονή της Αγίας Αναστασίας, στην κωμόπολη Βασιλικά, κοντά στη Θεσσαλονίκη, όπου επρόκειτο να παραμείνει έξι μήνες.
Για το μοναστήρι αυτό η παρουσία του π. Δανιήλ ήταν ευλογία Θεού. Οι μοναχοί εκεί, είχαν άγνοια και ζούσαν χαλαρά. Στις άνικμες και ξερές εκείνες ψυχές ο ερχομός του θα φυσήξει ένα ζωογόνο άνεμο πνευματικότητος. Με την ενάρετη ζωή του, με τις πλούσιες γνώσεις του, με τον γλυκύ διδακτικό του τρόπο ο π. Δανιήλ αναδιοργανώνει τη ζωή των μοναχών. Τους πείθει μάλιστα να εφαρμόσουν το αγιορείτικο Τυπικό και έτσι το μοναστήρι μεταβάλλεται σε τέλειο αγιορείτικο Κοινόβιο. Αφοσιώθηκαν στο πρόσωπό του απεριόριστα και όταν αργότερα επέστρεψε στο Άγιον Όρος, ήσαν όλοι τους απαρηγόρητοι. Την ημέρα που έφευγε απ’ εκεί τον συνόδευαν τριανταπέντε μοναχοί μέχρι το χωριό Γαλάτιστα – απόστασις αρκετών χιλιομέτρων – και καθώς τον αποχαιρετούσαν «επιπεσόντες επι τον τράχηλον αυτού κατεφίλουν αυτόν οδυνώμενοι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου