Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Ἀπό τήν Σμύρνη στόν Ἄθω. Σύγχρονες Ἁγιορείτικες μορφές. Δανιήλ Κατουνακιώτης



Α' ἀπό τήν  Σμύρνη στόν Ἄθω
Σύγχρονες Ἁγιορείτικες μορφές
Δανιήλ Κατουνακιώτης

 Ὁ γέρο-Δανιήλ ἤ Δημήτριος Δημητριάδης κατά κόσμον, γεννήθηκε τό 1844 στή Σμύρνη, τήν πόλη, πού ἔκλαψε ὅσο λίγες πολιτεῖες τόν χαμό τοῦ μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Οἱ γονεῖς τοῦ ὀνομάζονταν Σταμάτιος καί Μαρία. Ὁ Θεός τούς χάρισε τρεῖς γυιούς, τόν Γεώργιο, τόν Κωνσταντῖνο καί τό Δημήτριο, καί τρεῖς κόρες, τήν Αἰκατερίνη, τήν Ἄννα καί τήν Παρασκευή.
Ἀνάμεσα στούς γυιούς ὁ Δημήτριος ἦταν ὁ μικρότερος. Γιά τήν μητέρα τοῦ ξέρουμε πώς καταγόταν ἀπό τό γένος τῶν «Γενναδοπούλων». Οἱ δέ πρόγονοι τοῦ πατέρα τοῦ προέρχονταν ἀπό τήν Δημητσάνα τῆς Πελοποννήσου.

   Ὁ πατέρας τοῦ Σ. Δημητριάδης ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ ὁπλοποιοῦ καί ὁ μικρός Δημήτρης πήγαινε κάθε τόσο κοντά του καί περιεργαζόταν τό ἐργαστήριό του. Μά περισσότερο σύχναζε σ’ ἕνα ἄλλο πνευματικό ὁπλοποιεῖο, πού ἀνῆκε στόν μπάρμπα-Ἀναστάση.
Ἁπλός ἄνθρωπος ὁ μπάρμπα-Ἀναστάσης, μέ λίγα γράμματα, ἀλλά μέ θερμή πίστη καί μεγάλη ἀρετή, ὅπλισε τό Δημήτρη μέ τά «ὄπλα τοῦ φωτός». Τό κατάστημά του, πού ἐφτίαχνε καί πουλοῦσε σαπούνι, τό εἶχε μετατρέψει σέ ἀσκητική παλαίστρα.
Δέν ἔλειπαν ἄπ΄ἐκεῖ οὔτε οἱ κρεμαστῆρες γιά τίς ὁλονύχτιες προσευχές. Ὁ κόσμος συνήθιζε νά τόν λέει «ὁ σαπουντζής ὁ ἅγιος». Καί οἱ νεανικές καρδιές, πού τόν πλησίαζαν, δέχονταν τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου σάν γῆ ἀγαθή. Κάθε Κυριακή μάλιστα ἔπαιρνε τόν ὅμιλό του καί ἔκαναν ἐκδρομές στήν ἁγνή φύση, μακρυά ἀπό τήν πνικτική ἀτμόσφαιρα τῆς πόλεως, μελετοῦσαν, προσεύχονταν, ἀνέπνεαν τό ὀξυγόνο τοῦ Θεοῦ. Δέν μποροῦσε ποτέ νά λησμονήσει ὁ γερό-Δανιήλ σ΄ὅλη του τήν κατοπινή ζωή,
τά ὅσα τοῦ προσέφερε ὁ εὐλογημένος αὐτός ἄνθρωπος.

   Ὁ Δημήτρης διακρινόταν βέβαια γιά τίς ἱκανότητές του στίς σπουδές, πού ἔκανε στήν περιώνυμη Εὐαγγελική Σχολή τῆς Σμύρνης. Πάντοτε ἀρίστευε. Τά σχολικά ὅμως μαθήματα δέν ἤσαν ἱκανά νά τοῦ τραβήξουν ὅλο του τόν πόθο καί τήν φροντίδα.
Ἡ μεγάλη του ἀγάπη ἦταν ἄλλη: τά ἱερά βιβλία, ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τά μελετοῦσε ἀκατάπαυστα. Οἱ Νηπτικοί, πού ἀσχολοῦνται μέ τά ὕψη τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τόν εἶχαν μαγνητίσει. Καί συνέβη κάτι τό ἀπίστευτο: Τήν Φιλοκαλία, πού ἄλλοι στήν ἡλικία του δέν ξέρουν καλά-καλά ἄν ὑπάρχη, αὐτός κατόρθωσε νά τήν ἀποστηθίζει.
Στίς σελίδες της ὁ γυιός τοῦ ὁπλοποιοῦ εὕρισκε ἀκαταγώνιστα ὄπλα γιά ν’ ἀναμετρηθεῖ μέ τόν ἐχθρό. Ζώντας, λοιπόν, στό δικό της κλίμα δέν ἄργησε νά ξεφυτρώσει μέσα τοῦ σιγά-σιγά ὁ πόθος τῆς ἀφιερώσεως. Ἡ ἰσάγγελη ζωή τῶν μοναχῶν τόν γοήτευσε.

   Σκεφτόταν πιά νά ἐγκαταλείψει ὅσο τό δυνατόν πιό γρήγορα τόν κόσμο. Ἄν θέλετε νά δεῖτε ἀρετή καί ἁγιότητα νά πάτε στό Ἅγιον Ὅρος, τούς ἔλεγε ὁ μπάρμπα-Ἀναστάσης, κάθε φορᾶ πού τοῦ ἐξέφραζαν θαυμασμό γιά τήν ἄσκησή του.
   Τό Ἅγιον Ὅρος! Ὁ Ἄθως! Μεσ’ στόν ὁρίζοντα τῆς καρδιᾶς τοῦ ὁ Δημήτρης ἔβλεπε νά ἀχνοφέγγει τό μεγαλεῖο του τό ἀσκητικό, τό βυζαντινό του μεγαλεῖο. Ἄραγε νά ἦταν αὐτό τό βουνό πού τόν περίμενε στό μέλλον;
   Ἕνας ἁγιορείτης Πνευματικός, πού ἔμενε τότε στήν Σμύρνη, στό μετόχι τῆς μονῆς τοῦ Χιλιανδαρίου, τοῦ εἶχε πεῖ σχετικά:
Ἀνάμεσα σέ τόσους νέους, πού ἐξομολογῶ, σ’ ἐσένα μόνο, παιδί μου, διέκρινα αὐτόν τόν πόθο. Φαίνεται πώς εἶναι θέλημα Κυρίου νά γίνεις καλόγερος στό Ἅγιον Ὅρος.

   Κάθε θεάρεστη ἐπιθυμία ὅμως δοκιμάζεται. Ἦταν φυσικό, λοιπόν, νά δοκιμασθεῖ καί μάλιστα σκληρά καί τοῦ Δημήτρη ἡ ἐπιθυμία, ὅταν πέθανε ξαφνικά ὁ πατέρας του. Τί ἀπροσδόκητος πειρασμός! Τώρα ἔπρεπε νά γίνει αὐτός ὁ προστάτης τῆς οἰκογενείας. Ἀναγκάσθηκε τότε νά κοιτάξει γιά λίγο τό σπίτι του καί ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τό ἐμπόριο. Συγχρόνως ὅμως εἶχε ἱδρύσει ἕνα σύλλογο ἀπό εὐσεβεῖς νέους στούς ὁποίους ἐδίδασκε τίς Χριστιανικές ἀλήθειες καί τούς ὠθοῦσε στό δρόμο τῆς ἀρετῆς. Διψοῦσε νά σκορπίσει καί γύρω του τή φλόγα τῆς πίστεως καί τῆς θεοσεβείας.

   Δέν πέρασε ὅμως πολύς καιρός ὅταν ἕνα πρωί πῆρε τήν ἀπόφαση. Μέ τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ του, σέ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί ξεκίνησε νά βρεῖ τό λιμάνι τῆς ψυχῆς του. Κανένας δέν ἤξερε τίποτε.
   Εἶχε ἀκούσει πώς στήν Πελοπόννησο καί στά νησιά τοῦ Αἰγαίου, ὑπάρχουν ἱερά προσκυνήματα καί μοναστήρια μέ ἐνάρετους μοναχούς καί σκέφθηκε νά τά περιοδεύσει. Ἐπισκέφθηκε τό Μ. Σπήλαιο, τήν Ἁγία Λαύρα, τήν Ὕδρα, τήν Τῆνο, τήν Πάρο κ.λ.π. Στήν Πάρο, στό μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου βρῆκε τόν Πνευματικό π. Ἀρσένιο, πού ἀσκήτευε ἐκεῖ καί ζωντανός ἀκόμα τιμόταν σάν ὅσιος.

   Ἡ συνάντησίς του μέ τόν ἅγιο ἐκεῖνον ἀσκητή ὑπῆρξε σταθμός στή ζωή του. Παρακάλεσε μάλιστα νά μείνει κοντά του. Ὁ ἀσκητής ὅμως, φωτισμένος ὅπως ἦταν ἀπό τό Θεό, τοῦ ὑπέδειξε τήν ἀσκητική παλαίστρα: Νά πᾶς, παιδί μου, καλύτερα στό Ἅγιον Ὅρος, στό Κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.

   Τόν ἐνίσχυσε πολύ στό ξεκίνημά του. Τοῦ ἔδωσε ἀπό τήν πείρα τοῦ σοφές ὁδηγίες καί συμβουλές. Στό τέλος μάλιστα, προεῖπε πώς θά τελειώσει τή ζωή του στούς πρόποδες τοῦ Ἄθω, ὅπως καί ἔγινε.
   Ἡ μητέρα τοῦ Δημήτρη σ’ ὅλο αὐτό τό διάστημα ἦταν ἀπαρηγόρητη.
Νά φύγει κρυφά! ἔλεγε καί ξανάλεγε. Νά φύγει χωρίς νά μοῦ πεῖ τίποτε! Αὐτό δέν μπορῶ νά τοῦ τό συγχωρήσω. Γιατί; Μήπως ἐγώ δέ σέβομαι τό Θεό; Γιατί δέ ζήτησε τήν εὐχή μου; Ώ, Παναγία μου, σέ θερμοπαρακαλῶ, μήν ἐπιτρέψεις νά γίνει μοναχός, ἄν δέν ἔρθει νά μέ ἀποχαιρετήσει καί νά πάρει τήν εὐχή μου.

   Μετά τήν Πάρο ἐπισκέφθηκε τήν Ἰκαρία, ὅπου γνώρισε ἐνάρετους μοναχούς καί ἔλαβε μεγάλη ὠφέλεια. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζε σάν φωτεινό ἀστέρι ὁ Ἱερομόναχος Ἰσίδωρος, μαθητής τοῦ θαυμαστοῦ ἀββᾶ Ἀπολλώ, «τοῦ μετά θάνατον εὐωδιάσαντος».
   Ἐνῶ ἡ εὐσεβής μητέρα ἱκέτευε τή Θεοτόκο, τό πλοῖο μέ τόν γυιό τῆς ἔφευγε ἀπό τήν Ἰκαρία, περνοῦσε τή Χίο καί ἔπλεε πρός βορρᾶν. Τότε –πράγμα ἀνέλπιστο- ἕνας ἀντίθετος ἄνεμος τό ἀνάγκασε νά πλεύσει καί νά προσορμισθεῖ στό λιμάνι τῆς Σμύρνης.

   Ὁ Δημήτρης, χωρίς νά τό περιμένει, ἔπειτα ἀπό ἀπουσία ἐννέα μηνῶν βρέθηκε στήν πατρίδα του. Μέ τίς ἐπίμονες παρακλήσεις κάποιου παλιοῦ φίλου του, πού συνάντησε στήν προκυμαία, ἀποφάσισε νά ἐπισκεφθεῖ τό σπίτι του. Ἡ μητέρα εἶδε τό γεγονός σάν θαῦμα καί δέν ἤξερε πῶς νά εὐχαριστήσει τή Θεοτόκο, γιατί ἄκουσε τίς προσευχές της. Ὅταν ἀργότερα ὁ γυιός τῆς φιλοῦσε τό χέρι της καί τήν ἀποχαιρετοῦσε, τοῦ εὐχήθηκε δακρυσμένη : Τώρα, παιδί μου, πορεύου ἐν εἰρήνη καί ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νά σέ προστατεύει στό δρόμο πού διάλεξες.
   Ἄς σημειωθεῖ πώς ἡ εὐσεβής αὐτή γυναίκα ἀπέθανε τό 1892 στόν Ἐπάνω Μαχαλά τῆς Σμύρνης, ἀφοῦ ἀξιώθηκε ἐξ ἀποκαλύψεως νά προγνωρίσει τήν ἡμερομηνία τοῦ θανάτου της.  Ἀπό τέτοιες εὐλογημένες καί ἅγιες μητέρες πῶς νά μή προέλθουν ἅγιοι βλαστοί!

Ἀπό το βιβλίο
Σύγχρονες Ἁγιορείτικες μορφές
Δανιήλ Κατουνακιώτης
σελ. 13-16
Ἐκδόσεις 
Ἱ. Μονής Παρακλήτου 2005
Μεταφορά στό Διαδίκτυο - Ἐπιμέλεια κειμένου :  Ἀναβάσεις

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης 
ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου