Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Ο ε­λε­ή­μων Κλη­ρι­κός Αρχιμ. π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος Κήρυγμα Του Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου Και Αγ. Βλα­σί­ου Ι­ε­ρό­θε­ου


Ε­ορ­τή σή­με­ρα του α­γί­ου Ι­ω­άν­νου του Ε­λε­ή­μο­νος, Πα­τριάρ­χου Α­λε­ξα­δρεί­ας, ο ο­ποί­ος προ­σέ­λα­βε την προ­σω­νυ­μί­α του ε­λε­ή­μο­νος για την α­γά­πη που έ­δει­χνε στους αν­θρώ­πους, τε­λού­με και το μνη­μό­συ­νο του μα­κα­ρι­στού π. Ε­πι­φα­νί­ου, στον ο­ποί­ο μπο­ρού­με να α­πο­δώ­σου­με την προ­σω­νυ­μί­α του ε­λε­ή­μο­νος Κλη­ρι­κού. 

 Ό­σοι σή­με­ρα πα­ρευ­ρι­σκό­μα­στε στον Ι­ε­ρό αυ­τόν Να­ό έ­χου­με δε­χθή πα­ντοιο­τρό­πως και ποι­κι­λο­τρό­πως την ε­λε­η­μο­σύ­νη του π. Ε­πι­φα­νί­ου, με λό­γο και έρ­γο, με προ­σευ­χή και υ­λι­κή βο­ή­θεια. Εξ άλ­λου το ι­ε­ρό αυ­τό η­συ­χα­στή­ριο εί­ναι έρ­γο του λα­μπρού αυ­τού Ι­ε­ρο­μο­νά­χου και έ­τσι δι’ αυ­τού συ­νε­χί­ζει να ε­λε­ή πολ­λούς αν­θρώ­πους.
Πράγ­μα­τι, ο α­οί­δι­μος Γέ­ρο­ντας υ­πήρ­ξε ε­λε­ή­μων χω­ρίς να λαμ­βά­νη μι­σθό και χω­ρίς να έ­χη προ­σω­πι­κή πε­ριου­σί­α, αλ­λά ε­λε­ού­σε με τον πνευ­μα­τι­κό πλού­το που δι­έ­θε­τε, τα πολ­λά χα­ρί­σμα­τά του, την πλη­θω­ρι­κή και α­νι­διο­τε­λή α­γά­πη του και προ­σέ­φε­ρε ό­λα αυ­τά στους α­δελ­φούς του και τα πνευ­μα­τι­κά του τέ­κνα για την δό­ξα του Θε­ού, αλ­λά ε­λε­ού­σε και υ­λι­κώς, «ερ­γα­ζό­με­νος ταίς ι­δί­αις χερ­σίν» (Α' Κορ. δ', 12). Μπο­ρού­σε δε να ε­πα­να­λαμ­βά­νη το του Α­πο­στό­λου Παύ­λου:
«ταίς χρεί­αις μου και τοίς ού­σι μετ  ε­μού υ­πη­ρέ­τη­σαν αι χεί­ρες αύ­ται» (Πρ. κ', 34).
Ο ό­σιος Ι­σα­άκ ο Σύ­ρος δί­δο­ντας τον ο­ρι­σμό του ε­λε­ή­μο­νος ανθρώπου, γρά­φει ό­τι εί­ναι «καύ­σις καρ­δί­ας υ­πέρ πά­σης κτί­σε­ως, υ­πέρ των αν­θρώ­πων, και των ορ­νέ­ων, και των ζώ­ων, και των δαι­μό­νων, και υ­πέρ πα­ντός κτί­σμα­τος». Αυ­τή η φρά­ση «καύ­σις καρ­δί­ας» εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή, για­τί δεί­χνει τον πλού­το της α­γά­πης για τους αν­θρώ­πους και ό­λη την κτί­ση.

Τέ­τοιος ή­ταν ο μα­κα­ρι­στός π. Ε­πι­φά­νιος, Πνευ­μα­τι­κός Πα­τέ­ρας και Γέ­ρο­ντας πολ­λών α­πό τους πα­ρό­ντες, α­φού α­γα­πού­σε υ­περ­βο­λι­κά τους αν­θρώ­πους, σε­βό­με­νος πα­ράλ­λη­λα α­πε­ρι­ό­ρι­στα την ε­λευ­θε­ρί­α τους. Ή­ταν ο­λό­κλη­ρος μια καύ­ση καρ­δί­ας, αλ­λά και ο άν­θρω­πος της ε­λευ­θε­ρί­ας που μπο­ρού­σε να λέ­γη «ουδένα καλώ, ουδένα κρατώ, ουδένα διώκω».
Η γνω­ρι­μί­α μου με τον μα­κα­ρι­στό π. Ε­πι­φά­νιο έ­γι­νε δια μέ­σου του Γέ­ρο­ντός μου Μη­τρο­πο­λί­του Ε­δέσ­σης, Πέλ­λης και Αλ­μω­πί­ας κυ­ρού Καλ­λι­νί­κου. Ή­ταν γνω­στοί α­πό λα­ϊ­κοί α­κό­μη, και συν­δέ­θη­καν με μια α­δια­τά­ρα­κτη προ­σω­πι­κή φι­λί­α που εκ­φρα­ζό­ταν με ποι­κί­λους τρό­πους. Μι­λού­σαν κα­θη­με­ρι­νά στο τη­λέ­φω­νο και α­ντάλ­λα­σαν πολ­λές σκέ­ψεις πά­νω σε ε­πί­και­ρα εκ­κλη­σια­στι­κά και κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα. Μό­λις ει­σερ­χό­μουν στο Γρα­φεί­ο του Μη­τρο­πο­λί­του Καλ­λι­νί­κου, α­μέ­σως κα­τα­λά­βαι­να ό­τι μι­λού­σε με τον π. Ε­πι­φά­νιο, α­πό τον τό­νο της φω­νής του, και α­πό την χα­ρά που ή­ταν ζω­γρα­φι­σμέ­νη στο πρό­σω­πό του. Αυ­τή η ε­πι­κοι­νω­νί­α συ­νε­χί­σθη­κε και κα­τά την διάρ­κεια της α­σθε­νεί­ας του Γέ­ρο­ντός μου, μέ­χρι της κοι­μή­σε­ώς του, αλ­λά και με­τά α­πό αυ­τήν. Εί­ναι μια α­πό τις με­γά­λες ευ­ερ­γε­σί­ες και ευ­λο­γί­ες του Θε­ού, το ό­τι α­ξι­ώ­θη­κα να γνω­ρί­ζω τον μα­κα­ρι­στό π. Ε­πι­φά­νιο, και η μνή­μη του πα­ρα­μέ­νει μέ­σα στην καρ­διά μου, σε έ­να ση­μα­ντι­κό και ε­κλε­κτό μέ­ρος της.
Έ­χο­ντας την πρό­σκλη­ση να πα­ρευ­ρί­σκο­μαι σή­με­ρα σε αυ­τόν τον ι­ε­ρό χώ­ρο, τον ο­ποί­ο ε­κεί­νος συ­νέ­στη­σε και ευ­λό­γη­σε, και να τε­λού­με το ι­ε­ρό μνη­μό­συ­νο θα ή­θε­λα να πα­ρα­θέ­σω με­ρι­κές σκέ­ψεις μου σκια­γρα­φώ­ντας πο­λύ συ­νο­πτι­κά την προσω­πικό­τητά του.

Κα­τ’ αρ­χάς πρέ­πει να α­να­φερ­θώ στα φυ­σι­κά του χα­ρί­σμα­τα, ή­τοι το σπιν­θη­ρο­βό­λο μυ­α­λό του, την κα­τα­πλη­κτι­κή ευ­φυί­α του, την α­πέ­ρα­ντη μνή­μη του, αλ­λά και την θαυ­μα­στή α­κρι­βο­λο­γί­α του λό­γου του, με τον κα­τα­πλη­κτι­κό χει­ρι­σμό της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σης και την δύ­να­μη της σκέ­ψε­ώς του. Τα ε­πι­χει­ρή­μα­τά του ή­ταν α­τρά­ντα­κτα και κο­νιορ­το­ποιού­σαν τις α­ντιρ­ρή­σεις των συ­νο­μι­λη­τών του. Οι γνώ­σεις του ή­ταν α­πέ­ρα­ντες και με αυ­τές δι­ήν­θι­ζε τον λό­γο του.
Ό­μως, πέ­ρα α­πό την σο­φί­α του, εί­χε πολ­λά πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα, ή­ταν έ­νας α­πλός πι­στός, και δια­κρι­νό­ταν για την α­φε­λό­τη­τα της καρ­δί­ας του. Συν­δύ­α­ζε δυ­να­τό μυ­α­λό και α­πλό­τη­τα καρ­δί­ας. Ε­φαρ­μο­ζό­ταν σε αυ­τόν ο λό­γος του Α­πο­στό­λου Παύ­λου: «η καρ­δί­α η­μών πε­πλά­τυ­νται» Κορ. στ’,11). Εί­χε καρ­διά μι­κρού παι­διού, και σε αυ­τό ί­σχυ­ε ο λό­γος του Χρι­στου: «ε­άν μη στρα­φή­τε και γέ­νη­σθε ως τα παι­δί­α ου δύ­να­σθε ει­σελ­θείν εις την βα­σι­λεί­αν του Θε­ού (Ματθ. ι­η’, 3).
Ε­πί­σης, ε­κεί­νο που δι­έ­κρι­νε κα­νείς βλέ­πο­ντας την ζω­ή του μα­κα­ρι­στού Γέ­ρο­ντος ή­ταν η ο­λο­κλη­ρω­τι­κή α­φο­σί­ω­σή του στον Θε­ό. Τα προ­σό­ντα που δι­έ­θε­τε, οι ι­κα­νό­τη­τες που τον χα­ρα­κτή­ρι­ζαν, οι γνώ­σεις που εί­χε θα του ε­ξα­σφά­λι­ζαν μια πο­ρεί­α λα­μπρή μέ­σα στην διοί­κη­ση και την ποι­μα­ντι­κή της Εκ­κλη­σί­ας, αυ­τό που με­ρι­κοί ο­νο­μά­ζουν «κα­ρι­έ­ρα». Αλ­λά ε­νώ θα μπο­ρού­σε και στο Πα­νε­πι­στή­μιο να δια­πρέ­ψη, ε­κεί­νος αι­σθα­νό­ταν α­φι­ε­ρω­μέ­νος στον Θε­ό. Έ­δω­σε ό­λη του την ύ­παρ­ξη στον Θε­ό, τους α­δελ­φούς και τα τέ­κνα του, τα ο­ποί­α α­γά­πη­σε «εις τέ­λος». Η σκέ­ψη του, η καρ­διά του, ο χρό­νος της ζω­ής του, ο­λό­κλη­ρη η ύ­παρ­ξή του εί­χε α­φι­ε­ρω­θή στον Θε­ό και την Εκ­κλη­σί­α. Σπά­νια συ­να­ντά κα­νείς τέ­τοια με­γά­λη α­φι­έ­ρω­ση. Στην Εκ­κλη­σί­α έ­δι­νε συ­νε­χώς τα πά­ντα, και δεν λάμ­βα­νε μι­σθό, θυ­σια­ζό­ταν και δεν θυ­σί­α­ζε, σταυ­ρω­νό­ταν και δεν σταύ­ρω­νε.
Ο­λό­κλη­ρη η ψυ­χή και το σώ­μα του εί­χαν δο­θή στον Θε­ό. Έ­τσι ζού­σε στο κέ­ντρο της Α­θή­νας, κυ­κλο­φο­ρού­σε στους πο­λυ­σύ­χνα­στους δρό­μους πέριξ της πλα­τεί­ας Ο­μο­νοί­ας και των γύ­ρω πε­ριο­χών με έ­ντο­νη νή­ψη και προ­σευ­χή στο λο­γι­στι­κό μέ­ρος της ψυ­χής, ε­γκρά­τεια στις αι­σθή­σεις και α­γά­πη στο πα­θη­τι­κό μέ­ρος της ψυ­χής, που και τα τρί­α αυ­τά, κα­τά τον ά­γιο Γρη­γό­ριο τον Πα­λα­μά, συ­νι­στούν την ι­ε­ρή η­συ­χί­α. Ό­ποιος α­φι­ε­ρώ­νει τον ε­αυ­τό του στον Θε­ό και δια­τη­ρεί κα­θα­ρές ό­λες τις ε­σω­τε­ρι­κές-ψυ­χι­κές δυ­νά­μεις του, ζή την α­τμό­σφαι­ρα της ε­ρή­μου και στην πο­λυά­σχο­λη πό­λη. Ε­ρη­μί­της, λοι­πόν, εν μέ­σω πολ­λών αν­θρώ­πων ο μα­κα­ρι­στός Γέ­ρο­ντας, και  ζώ­ντας το πνεύ­μα της ε­ρή­μου ή­ταν αγ­γε­λό­νους.
Μέ­σα σε αυ­τήν την προ­ο­πτι­κή πρέ­πει να δού­με την α­γά­πη του για την Α­γί­α Γρα­φή και τα πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, αλ­λά και αυ­τά τα φι­λο­κα­λι­κά. Ερ­γά­σθη­κε για την έκ­δο­ση της Φι­λο­κα­λί­ας των ι­ε­ρών νη­πτι­κών και ε­ξέ­φρα­ζε το πνεύ­μα των φι­λο­κα­λι­κών Πα­τέ­ρων, κα­θώς ε­πί­σης διά­βα­ζε τα έρ­γα του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά, του με­γά­λου αυ­τού η­συ­χα­στού και α­γιο­ρεί­του, σε πε­ρί­ο­δο πού, εν πολ­λοίς, α­πό τους ευ­σε­βείς κύ­κλους υ­πήρ­χε ά­γνοια της δι­δα­σκα­λί­ας και πε­ρι­φρό­νη­ση της η­συ­χα­στι­κής πα­ρα­δό­σε­ως. Εί­χε βα­θυ­τά­τη ευ­σέ­βεια, ε­πη­ρε­α­σμέ­νος α­πό α­σκη­τές και ε­ρη­μί­τες, χω­ρίς, ό­μως, να έ­χη στοι­χεί­α ευ­σε­βι­σμού. Αυ­τό φαί­νε­ται α­πό την ε­λευ­θε­ρί­α με την ο­ποί­α ε­κι­νεί­το και με αυ­τήν κα­θο­δη­γού­σε τα πνευ­μα­τι­κά του παι­διά. Έ­χω προ­σω­πι­κή γνώ­ση της ε­λευ­θε­ρί­ας που ή­ταν έ­να α­πό τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του γνω­ρί­σμα­τα.
Γε­νι­κά, ο μα­κα­ρι­στός π. Ε­πι­φά­νιος ή­ταν έ­να πι­στό τέ­κνο της Εκ­κλη­σί­ας, την ο­ποί­α α­γα­πού­σε υ­περ­βο­λι­κά και στην ο­ποί­α ζού­σε θυ­σια­στι­κά. Α­γω­νι­ζό­ταν για να δί­νη την κα­λή μαρ­τυ­ρί­α της στον κό­σμο. Καί­τοι ο ί­διος δεν ή­θε­λε να γί­νη Ε­πί­σκο­πος, πα­ρά το ό­τι του προ­τά­θη­κε, εν τού­τοις α­γω­νι­ζό­ταν για να ε­κλε­γούν κα­λοί Ε­πί­σκο­ποι στην Εκ­κλη­σί­α, ώ­στε να δο­ξά­ζε­ται το ό­νο­μα του Θε­ού και τε­λι­κά πνευ­μα­τι­κά του παι­διά έ­γι­ναν λα­μπροί Ε­πί­σκο­ποι που κο­σμούν την Εκ­κλη­σί­α μας. Δεν έ­γι­νε αυ­τός Ε­πί­σκο­πος, με την δι­κή του θέ­λη­ση, αλ­λά ή­ταν και εί­ναι Πα­τέ­ρας πολ­λών κα­λών Ε­πι­σκό­πων.
Εί­μαι βα­θύ­τα­τα συ­γκι­νη­μέ­νος που σή­με­ρα βρί­σκο­μαι στο Ι­ε­ρό Η­συ­χα­στή­ριο της Κε­χα­ρι­τω­μέ­νης, που ε­κεί­νος δη­μιούρ­γη­σε και το ε­πάν­δρω­σε με πνευ­μα­τι­κά του παι­διά για την δό­ξα του Θεού και της Εκ­κλη­σί­ας. Θε­ω­ρώ ό­τι αυ­τό το Η­συ­χα­στή­ριο εί­ναι η πε­μπτου­σί­α ό­λης της ζω­ής του μα­κα­ρι­στού Γέ­ρο­ντος και κα­τά­λη­ξη ό­λης της ευ­λο­γη­μέ­νης ζω­ής του στην Εκ­κλη­σί­α. Αυτό το ιερό Ησυχαστήριο φα­νε­ρώ­νει το μο­να­χι­κό πνεύ­μα που δια­κα­τεί­χε τον π. Επιφάνιο, με το ο­ποί­ο ζού­σε σε ό­λη του την ζω­ή, α­φού συ­μπε­ρι­φε­ρό­ταν ως Χε­ρου­βείμ και Σε­ρα­φείμ στο κέ­ντρο της Α­θή­νας, κα­θώς ε­πί­σης δεί­χνει την α­γά­πη του προς την μη­τέ­ρα του Χρι­στού, την Κε­χα­ρι­τω­μέ­νη, την Θε­ο­τό­κο που συ­νι­στά ό­λο το μυ­στή­ριο της θεί­ας οι­κο­νο­μί­ας, αλ­λά εκ­φρά­ζει και την η­συ­χί­α που ήταν η ου­σί­α της ι­ε­ρα­τι­κής και μο­να­χι­κής του πο­λι­τεί­ας.

Έ­γρα­ψε πολ­λά βι­βλί­α, δι­όρ­θω­σε πολ­λά κεί­με­να, δί­δα­ξε πο­λύ λα­ό, ε­ξο­μο­λό­γη­σε πολ­λούς αν­θρώ­πους και τους κα­θο­δη­γού­σε στην πνευ­μα­τι­κή τους ζω­ή, με πα­τε­ρι­κό πνεύ­μα και εκ­κλη­σια­στι­κό φρό­νη­μα, ε­πι­σκε­πτό­ταν αν­θρώ­πους στα Νο­σο­κο­μεί­α, τους χώ­ρους του αν­θρώ­πι­νου πό­νου, για να τους πα­ρη­γο­ρή­ση και να τους ω­φε­λή­ση, έ­κα­νε ση­μα­ντι­κές πα­ρεμ­βά­σεις στον εκ­κλη­σια­στι­κό χώ­ρο για την ευ­τα­ξί­α της εκ­κλη­σια­στι­κής ζω­ής, σύμ­φω­να με το κα­νο­νι­κό δί­καιο, του ο­ποί­ου ή­ταν ά­ρι­στος, ε­γκρα­τής γνώ­στης. Στο τέ­λος ό­μως, ως κα­τα­στά­λαγ­μα και ε­πι­στέ­γα­σμα ό­λων των προ­σπα­θει­ών του ί­δρυ­σε αυ­τόν τον ευ­λο­γη­μέ­νο η­συ­χα­στι­κό χώ­ρο μέ­σα στον ο­ποί­ο ε­ξα­σκεί­ται η προ­σευ­χή και  δο­ξο­λο­γεί­ται ο Τρια­δι­κός Θε­ός, αλ­λά και μέ­σα στον ο­ποί­ο α­να­παύ­ε­ται το σώ­μα του, το σώμα ε­νός κα­λού και ευ­λο­γη­μέ­νου Κλη­ρι­κού, που δό­ξα­σε την Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α.


Ε­πί­σης αι­σθά­νο­μαι συ­γκι­νη­μέ­νος για­τί ο μα­κα­ρι­στός π. Ε­πι­φά­νιος με αγα­πούσε ως έ­να πνευ­μα­τι­κό παι­δί του κα­λού του φί­λου, του μα­κα­ρι­στού Μη­τρο­πο­λί­του Ε­δέσ­σης Πέλ­λης και Αλ­μω­πί­ας κυ­ρού Καλ­λι­νί­κου, και εν­δια­φε­ρό­ταν για μέ­να, με­τά την έ­ξο­δο ε­κεί­νου α­πό την ζω­ή αυ­τή. Μού τη­λε­φω­νού­σε τα­κτι­κά για να μά­θη για την κα­τά­στα­σή μου και μου προ­σέ­φε­ρε την πο­λύ­τι­μη πεί­ρα του για την α­ντι­με­τώ­πι­ση των ποι­κί­λων προ­βλη­μά­των που εί­χα με­τά την εκ­δη­μί­α του Γέ­ρο­ντός μου, και πραγ­μα­τι­κά μου έ­δω­σε ά­ρι­στες λύ­σεις. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος για­τί έ­κλα­ψα πο­λύ κα­τά την διάρ­κεια της ε­ξο­δί­ου του α­κο­λου­θί­ας, κα­θώς έ­βλε­πα το σώ­μα του να βρί­σκε­ται στο φέ­ρε­τρο με κα­θα­ρό και λα­μπε­ρό πρό­σω­πο, και αι­σθα­νό­μουν την ο­λό­λευ­κη ψυ­χή του να πο­ρεύ­ε­ται προς τις αυ­λές του Κυ­ρί­ου του, που Τόν α­γά­πη­σε και Τόν υ­πη­ρέ­τη­σε με α­φο­σί­ω­ση και ευ­αγ­γε­λι­κή ζω­ή α­πό την μι­κρή του η­λι­κί­α.
Ε­πει­δή άρ­χι­σα με τον ά­γιο Ι­ω­άν­νη τον Ε­λε­ή­μο­να και τον ά­γιο Ι­σα­άκ τον Σύ­ρο σε α­να­φο­ρά προς την ε­λε­η­μο­σύ­νη, θέ­λω να κα­τα­λή­ξω πά­λι με λό­γο του α­γί­ου Ι­σα­άκ. Γράφει: «Μή συ­γκρί­νης τους ποιού­ντας τα ση­μεί­α, και τέ­ρα­τα, και δυ­νά­μεις εν τώ κό­σμω τοίς η­συ­χά­ζου­σιν εν γνώ­σει». Δηλαδή, μη συγκρίνης αυτούς που εργάζονται στον κόσμο και κάνουν πολλά έργα, με αυτούς που ησυχάζουν εν γνώσει. Και ε­ξη­γεί στην συ­νέ­χεια ό­τι πολ­λοί ε­πι­τέ­λε­σαν δυ­νά­μεις και α­νέ­στη­σαν νε­κρούς και ε­μό­χθη­σαν για να ε­πι­στρέ­ψουν πλα­νε­μέ­νους και ε­ποί­η­σαν με­γά­λα θαύ­μα­τα, και πολ­λοί δια των χει­λέ­ων τους ο­δη­γή­θη­σαν στην ε­πί­γνω­ση του Θε­ού. Στην συ­νέ­χεια, ό­μως, αυ­τοί που ζω­ο­ποί­η­σαν άλ­λους, έ­πε­σαν σε μια­ρά και βλε­λυ­κτά πά­θη, θα­νά­τω­σαν τους ε­αυ­τούς τους και στην πρά­ξη έ­γι­ναν σκάν­δα­λο στους πολ­λούς. Και ε­ξη­γεί ό­τι αυ­τό έ­γι­νε ε­πει­δή έ­κα­ναν ό­λα αυ­τά, ε­νώ ή­ταν άρ­ρω­στοι πνευ­μα­τι­κά. Γρά­φει:  «Δι­ό­τι α­κμήν εν αρ­ρω­στί­α ή­σαν ψυ­χής, και ουκ ε­φρό­ντι­σαν πε­ρί της υ­γεί­ας των ψυ­χών αυ­τών, αλ­λά δε­δώ­κα­σιν ε­αυ­τούς εις την θά­λασ­σαν του κό­σμου τού­του του ι­ά­σα­σθαι τάς ψυ­χάς των άλ­λων, έ­τι ό­ντες αυ­τοί άρ­ρω­στοι και α­πώ­λε­σαν τάς ψυ­χάς αυ­τών εκ της ελ­πί­δος του Θε­ού». Είναι φοβερός αυτός ο λόγος, που δείχνει ότι πρέπει να ασκούμε την ποιμαντική εργασία όντες πνευματικά υγιείς, διότι διαφορετικά θα υποστούμε μεγάλη πνευματική ζημιά.
Ο π. Ε­πι­φά­νιος ή­ταν ώ­ρι­μος πνευ­μα­τι­κά Κλη­ρι­κός και α­πό την μι­κρή α­κό­μη η­λι­κί­α του, και έ­δω­σε τον ε­αυ­τό του στην θά­λασ­σα του κό­σμου και θε­ρά­πευ­σε πολ­λούς θα­λασ­σο­δαρ­μέ­νους. Ή­ταν ε­λε­ή­μων Κλη­ρι­κός, που ζού­σε ο­σια­κή ζω­ή στην καρ­διά της Α­θή­νας, με η­συ­χί­α και προ­σευ­χή, και ί­δρυ­σε αυ­τό το Ι­ε­ρό Η­συ­χα­στή­ριο, και ε­ξα­κο­λου­θεί να ε­λε­ή ό­λους ε­μάς, που τον γνω­ρί­σα­με, με την α­γά­πη του και την προ­σευ­χή του, αν βέ­βαια, με την ζω­ή μας θα α­πο­δει­χθού­με ά­ξιοι του ε­λέ­ους του Θε­ού. Ι­σχύ­ει κα­τά πά­ντα και για τον μα­κα­ρι­στό π. Ε­πι­φά­νιο ο λό­γος του Προ­φη­τά­να­κτος Δαυ­ΐδ: «ό­λην την η­μέ­ραν ε­λε­εί και δα­νεί­ζει ο δί­καιος, και το σπέρ­μα αυ­τού εις ευ­λο­γί­αν έ­σται» (Ψαλμ. λστ', 26). Αυ­τό έ­χει υ­π’ ό­ψη του και ο ι­ε­ρός υ­μνο­γρά­φος ό­ταν γρά­φη: «Δί­καιος α­νήρ ο ε­λε­ών ό­λην την η­μέ­ραν, ο κα­τα­τρυ­φών του Κυ­ρί­ου, και τώ φω­τί πε­ρι­πα­τών, ός ου μη προ­σκό­ψη» (Δο­ξα­στι­κό Ε’ Κυ­ρια­κής Νη­στει­ών). Ο μα­κά­ριος Γέ­ρο­ντας ε­ξα­κο­λου­θεί να ε­λε­ή πνευ­μα­τι­κά ό­λους μας, να κα­τα­τρυ­φά του Κυ­ρί­ου μέ­σα στο φώς Του.
Αι­ω­νί­α να εί­ναι η μνή­μη του μα­κα­ρι­στού πα­τρός και α­δελ­φού η­μών Ε­πι­φα­νί­ου Ι­ε­ρο­μο­νά­χου, του κο­σμή­σα­ντος την Εκ­κλη­σί­αν του Χρι­στού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου