Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Μνήμη αειμνήστου Θεοκλήτου Διονυσιάτου

Μνήμη αειμνήστου Θεοκλήτου Διονυσιάτου
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Η περικοπή της Μελλούσης Κρίσεως που ακούσθηκε σήμερα στην Εκκλησία μας, μια εβδομάδα πριν την έναρξη της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαροκοστής, έχει πολλά πνευματικά νοήματα και ωφελεί τους ανθρώπους. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που «οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι άγιοι Πατέρες» καθόρισαν να διαβάζεται σήμερα Κυριακή των Απόκρεω η περικοπή αυτή.
Θα μου επιτραπή να επιλέξω και να παρουσιάσω δύο από αυτά τα πνευματικά νοήματα.
Το πρώτον ότι μας διακηρύσσεται το μεγάλο χάρισμα της μνήμης του θανάτου το οποίο τόσο πολύ έχουν εξυμνήσει οι άγιοι Πατέρες μας.
Όταν ομιλούμε για χάρισμα της μνήμης του θανάτου δεν εννοούμε απλώς την γνώση ότι κάποια στιγμή –μια συγκεκριμένη ημέρα και ώρα που αγνοούμε– θα πεθάνουμε, αφού αυτό είναι μια πανανθρώπινη αλήθεια που την βλέπουμε καθημερινά, τόσο στην φύση, όσο και στην κοινωνία, με την απώλεια των αγαπητών μας προσώπων, αλλά κυρίως δυό άλλες πραγματικότητες.
Η μία είναι η φθαρτότητα και η θνητότητα που είναι αποτέλεσμα της προγονικής αμαρτίας και την γνωρίζουμε από την στιγμή της συλλήψεώς μας και εκδηλώνεται με τις αρρώστιες, την γήρανση και την αδυναμία του σώματός μας. Συνεχώς στα κείμενα των αγίων Αποστόλων γίνεται λόγος για το ότι είμαστε πάροικοι και παρεπίδημοι (βλ. Α Πέτρ. β , 11). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διαλαλεί: «ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού, ο δε ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα» (Α ?ωάν. β , 17). Αυτή η αίσθηση της παροικίας, της εξορίας έκανε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο να γράψη: «Αποδημία ο παρών βίος εστί. Μη πολίτης ει. Οδίτης ει… Οδίτης και οδοιπόρος». Ολόκληρος ο βίος μας είναι μια αποδημία. Δεν είμαστε πολίτες, αλλά οδίτες και οδοιπόροι. Και συνεχίζει λέγοντας ότι κανείς δεν πρέπει να ισχυρίζεται ότι έχω αυτήν την πόλη, γιατί «η πόλις άνω εστι. Τα παρόντα οδός εστιν». Γι’ αυτό και «οδεύομεν προς την ημέραν». Κυρίως δε αυτή η αίσθηση αποκτάται με την εμπειρία της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Στον Γέροντα Σωφρόνιο δόθηκε μια τέτοια καταπληκτική εμπειρία του χαρίσματος της μνήμης του θανάτου με την φράση: «ματαιότης πασών των επί γης κτήσεων».
Η φθαρτότητα ακόμη συνδέεται και με την κτιστότητα. Το κτιστόν έχει μέσα του την φθορά, ενώ το άκτιστο είναι άφθαρτο. Κάθε τι το κτιστό είναι φθαρτό και θνητό. Έτσι όταν οι άγιοι έρχονται σε επαφή με το άκτιστο και άφθαρτο και αθάνατο αισθάνονται την διαφορά φθαρτού και αφθάρτου και γι’ αυτό αναπτύσσεται σε μεγαλύτερο βαθμό η μετάνοια, όπως το βλέπουμε πάλι στα κείμενα του Γέροντος Σωφρονίου.
Η άλλη πραγματικότητα είναι η βεβαιότητα ότι μετά τον θάνατο θα ακολουθήση η κρίση και θα δώσουμε λόγο των πράξεων, των λογισμών, των ενθυμήσεων κλπ. Αυτό γίνεται αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αφού «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν μετά δε τούτο κρίσις» (Εβρ. θ , 27). Θα ακολουθήση δε και πλήρης απολογία κατά την Δευτέρα έλευση του Χριστού και την ανάσταση των σωμάτων. Στα τροπάρια της σημερινής ημέρας φαίνεται αυτή η αλήθεια: «βίβλοι ανοίγονται και τα κρυπτά του σκότους δημοσιεύονται». Το πρόβλημα δεν είναι ότι θα πεθάνουμε, αλλά το ότι θα ακολουθήση λογοδοσία, αφού είμαστε υπόλογοι στον Θεό για τα χαρίσματα που μας έδωσε και την διακονία μας μέσα στην Εκκλησία. Αυτό προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην μνήμη του θανάτου, γιατί αυτό συνδέεται και με την αιωνιότητα, με το «αεί ευ είναι» και το «αεί φευ είναι».
Η μνήμη του θανάτου θεωρείται πολύ σημαντική κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας. Ο άγιος Φιλόθεος Σιναΐτης γράφει ότι «η εναργής του θανάτου μνήμη» είναι «περιεκτική τω όντι πολλών αρετών». Και απαριθμεί μερικές από αυτές, όπως το ότι είναι «γεννήτρια παθών· προτροπή εγκρατώς έχειν εκ πάντων· υπόμνησις γεέννης· μήτηρ ευχής και δακρύων· φυλακή καρδίας· …κάθαρσις λογισμών εμπαθών εκ καρδίας, περιεκτική πολλών εντολών δεσποτικών τυγχάνει». Γι’ αυτό και ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης προτρέπει: «Μνήμη θανάτου συγκοιμηθήτω σοι και συναναστήτω σοι και μονολόγιστος Ιησού ευχή».
Το δεύτερον πνευματικό νόημα της σημερινής περικοπής είναι ότι η κρίση θα γίνη με το κριτήριο της ανιδιοτελούς αγάπης, και μάλιστα της αγάπης που εκφράζεται με την ελεημοσύνη. Ο Χριστός εκείνη την ημέρα θα πη: «επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με...» (Ματθ. κε , 35). Η αντίθετη αρνητική κατάσταση θα χρεωθή στους αμαρτωλούς, ότι, δηλαδή, δεν ήταν κατά την διάρκεια της ζωής τους ελεήμονες.
Βεβαίως η αρετή της ελεημοσύνης δεν είναι μόνον η προσφορά άρτου, ύδατος κλπ. Και αυτό έχει την σημασία του, αλλά η ελεημοσύνη είναι κάτι ευρύτερο.
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, ερμηνεύοντας τον μακαρισμό του Χριστού «μακάριοι οι ελεήμονες», γράφει ότι δεν είναι ελεήμονες εκείνοι που δίδουν χρήματα και διατρέφουν πένητες, άλλωστε αυτό το κάνουν και οι άθεοι, αλλά «οι πτωχεύσαντες δια τον πτωχεύσαντα δι’ ημάς και μηδέν έχοντες δούναι, των δε πτωχών και χηρών και ορφανών και των εν ασθενεία νοερώς αεί μεμνημένοι».
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι άγιοι που επτώχευσαν για την αγάπη του Θεού, εγκατέλειψαν όλα τα υπάρχοντά τους και ζουν με ακτημοσύνη, και συγχρόνως έχουν αποκτήσει την νοερά μνήμη και δι’ αυτής ενθυμούνται αυτούς που έχουν ανάγκη και προσεύχονται γι’ αυτούς. Τότε ο Θεός δίδει σε όσους έχουν ανάγκη την υγεία, την ευρωστία, την ειρήνη της καρδιάς, που είναι πολυτιμότερο αγαθό από τον άρτο και το ύδωρ.
Αυτά τα δύο πνευματικά νοήματα (μνήμη θανάτου και πνευματική ελεημοσύνη) έχουν εφαρμογή και στον αείμνηστο π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, που καταγόταν από την Ναύπακτο και σήμερα επιτελούμε το ιερό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του.
Τον γνωρίσαμε εδώ και σαράντα περίπου χρόνια και διακηρύσσουμε ότι είχε έντονη μνήμη θανάτου. Ζούσε τυλιγμένος μέσα στο μοναχικό του ράσο και την Μονή της μετανοίας του, με την αίσθηση της παροδικότητος της παρούσης ζωής. Και αυτή η μνήμη του θανάτου συνδεόταν με την αγάπη του για τον Χριστό και την Παναγία Μητέρα του, «την μανούλα» του, όπως την έλεγε, και γι’ αυτό προέτρεπε τους ακροατές του να βρίσκονται κάτω «από τα φουστάνια της Παναγίας».
Επίσης, ως ακτήμων αυτός, είχε έναν μεγάλο πνευματικόν πλούτο, την χωρητικότητα του νοός του και την εμπειρία της παραδόσεως του Αγίου Όρους που έζησε. Με τον πλούτον αυτόν υπήρξε η πνευματική ελεημοσύνη των ανθρώπων. Φορτιζόταν με πνευματικές εμπειρίες στην προσευχή, την ησυχία, και στην συνέχεια διοχέτευε την ενέργεια αυτή στις συζητήσεις, τις ομιλίες, την συγγραφή. Με αυτόν τον τρόπο ανέπαυε τους ανθρώπους που αναζητούσαν την αυθεντική ζωή του Αγίου Όρους και έτσι αποτελούσε την πνευματική ελεημοσύνη πολλών ανθρώπων.
Ο αείμνηστος π. Θεόκλητος υπήρξε ένας από τους Αγιορείτας Πατέρας, που εξέφραζαν το αληθινό ησυχαστικό «πνεύμα» του Αγίου Όρους και αυτό φαίνεται έντονα στα βιβλία του. Όλοι εμείς που ωφεληθήκαμε από την διδασκαλία του και την όλη προσωπικότητά του ευχόμαστε ο Θεός να αναπαύση την ψυχή του για τους κόπους που κατέβαλε προς δόξαν Θεού και για την αγάπη του προς τους αδελφούς του, και να τον καταξιώση της Βασιλείας Του.
Συγχρόνως θα πρέπη να προσευχόμαστε στον Θεό, αλλά και να φροντίζουμε να αποκτούμε κάθε μέρα περισσότερο το χάρισμα της μνήμης του θανάτου, την εν Χάριτι αίσθηση της παροδικότητος των επιγείων πραγμάτων, αλλά και την αίσθηση του υπαρξιακού και παγκοσμίου θανάτου και τότε θα γίνουμε η πνευματική ελεημοσύνη των ανθρώπων, με διαφόρους και ποικίλους τρόπους. Είναι αλήθεια ότι η μνήμη της φθαρτότητος και της θνητότητος κάνει ανθρωπινότερη την ζωή, αφού τότε ο άνθρωπος είναι περισσότερο ελεήμων στον συνάνθρωπό του.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει ότι όπως είναι αδύνατον ο πεινασμένος να μη μνημονεύη το ψωμί, «ούτως αμήχανον σωθήναι τον εξόδου και κρίσεως μη μνημονεύοντα».
Πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε πολίτες, άλλα οδίτες προς την άνω πόλη, και ότι δεν έχουμε «μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ , 14).
 
( Κήρυγμα κατά το Τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του αειμνήστου π. Θεοκλήτου στην Ναύπακτο, στις 26 Φεβρουαρίου 2006)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου